Ο Ιφικλής είναι γιος του Αμφιτρύωνα και της Αλκμήνης, δίδυμος αλλά ετεροθαλής αδελφός του Ηρακλή που για πατέρα του είχε τον Δία. [Εικ. 1] Ο θεϊκός πατέρας είχε δει την όμορφη Αλκμήνη και τη διάλεξε, αυτήν από όλες τις θνητές ερωμένες του, να του γεννήσει τον πιο σπουδαίο από τους γιους του, τον Ηρακλή. Προτού, λοιπόν, επιστρέψει ο Αμφιτρύωνας στη Θήβα από την εκστρατεία εναντίον των Ταφίων, και επειδή η Αλκμήνη ήθελε να μείνει πιστή σε αυτόν, ο Δίας ήλθε μέσα στη νύχτα παίρνοντας τη μορφή του άνδρα της όπως θα ήταν γυρνώντας από έναν πόλεμο, περιβεβλημένος όμως από σταγόνες χρυσής βροχής και κρατώντας στα χέρια του δώρα, ένα περιδέραιο και ένα χρυσό κύπελλο, το καρχήσιο. Η κόρη τού ζήτησε να της διηγηθεί τις περιπέτειές του στη χώρα των Ταφίων, το πώς εκδικήθηκε τον θάνατο των αδελφών της, το πώς οι στρατιώτες ξεχώρισαν από τα λάφυρα το χρυσό κύπελλο, δώρο του Ποσειδώνα στον Τηλεβόα και εκείνου στον Πτερέλαο, μέχρι που έφτασε στα χέρια του σαν δώρο τιμητικό. Εκείνη τη νύχτα της ένωσής του με την κόρη την έκανε ο θεός να κρατήσει όσο τρεις, καθώς ο ήλιος δεν βγήκε για τρεις μέρες ύστερα από παράκληση-αίτημα του Δία. Την ίδια νύχτα επέστρεψε και ο Αμφιτρύωνας, καθώς όμως δεν είδε τη γυναίκα του διαχυτική απέναντί του, δυσαρεστήθηκε μαζί της και ζήτησε να μάθει τον λόγο. Όμως κι εκείνη παραξενεύτηκε με την απορία του άνδρα της, του μίλησε για τη νύχτα που πλάγιασαν μαζί και για τα δώρα του που ο Αμφιτρύωνας υποστήριζε ότι τα είχε ακόμη μέσα στα κιβώτιά του. Όταν δεν τα βρήκε, απόρησε και ζήτησε από τον μάντη Τειρεσία να λύσει το μυστήριο· εκείνος αποκάλυψε την αλήθεια και έτσι, ομαλά, και χωρίς άλλες τριβές ανάμεσα στο ζευγάρι, γεννήθηκαν μετά από εννέα μήνες δύο παιδιά, το ένα, ο Ηρακλής, του Δία και το κατά μία νύχτα νεότερο, ο Ιφικλής, του Αμφιτρύωνα.
Κι εκείνη [η Αλκμήνη] έχοντας με θεό ενωθεί και μ’ άντρα εξοχότατο πολύ
στη Θήβα μέσα την εφτάπυλη δίδυμα γέννησε παιδιά,
που ίδιο φρόνημα δεν είχαν, κι ας ήτανε αδέρφια.
Τον ένα [τον Ιφικλή] τον γέννησε κατώτερο, τον άλλον πάλι [τον Ηρακλή]
πολύ ανώτερο άντρα,
δεινό και κρατερό, το δυνατό Ηρακλή.
Τον ένα αφού υποτάχθηκε στο μαυροσύννεφο το γιο του Κρόνου,
ενώ τον Ιφικλή αφού υποτάχθηκε στο δορισείστη Αμφιτρύωνα,
—γενιές που διέφεραν— τον ένα σμίγοντας μ’ άντρα θνητό,
τον άλλο με το γιο του Κρόνου Δία, τον αρχηγό όλων των θεών.
(Ησ., Ασπίδα 51-56, μετ. Σ. Γκιργκένης)
Τα δύο αδέλφια, ο Ηρακλής και ο Ιφικλής, μωρά είχαν για κούνια τους την ασπίδα του Πτερέλαου, λάφυρο του Αμφιτρύωνα από τους Ταφίους. Όταν τα παιδιά έγιναν οκτώ μηνών, η Ήρα, θυμωμένη ακόμη με τη γέννηση του Ηρακλή, έστειλε νύχτα στην κούνια τους δύο τεράστια φίδια. Θαυματουργή ήταν η είσοδός τους στο δωμάτιο από την πόρτα που άνοιξε μόνη της αλλά θαυματουργό ήταν και το φως με το οποίο λούστηκε ο χώρος χάρη στη θέληση του Δία και το οποίο έκανε τα δυο μικρά να ξυπνήσουν. Ο Ιφικλής τρόμαξε, η Αλκμήνη άκουσε τον θόρυβο και τα κλάματα και όρμησε μαζί με άλλες γυναίκες, όπου με δέος αντίκρισε τον μικρό Ηρακλή να κρατά γελαστός στα χέρια του τα δυο φίδια που τα είχε πνίξει. Οι φωνές της Αλκμήνης που καλούσαν σε βοήθεια, ξύπνησαν τον Αμφιτρύωνα και με τους ανθρώπους του παλατιού, ένοπλοι όλοι και με δάδες στα χέρια, έτρεξαν εκεί απ’ όπου ακούγονταν οι φωνές. Στα πόδια του θνητού του πατέρα πέταξε ο Ηρακλής τα πνιγμένα φίδια, ενώ η Αλκμήνη έσφιγγε επάνω της τον τρομαγμένο Ιφικλή. Ο Φερεκύδης πάλι λέει ότι ο Αμφιτρύωνας, θέλοντας να μάθει ποιο από τα παιδιά ήταν δικό του, τοποθέτησε τα φίδια στο κρεβάτι, και καθώς ο Ιφικλής προσπάθησε να γλιτώσει, ενώ ο Ηρακλής τα αντιμετώπισε, κατάλαβε ότι δικός του γιος ήταν ο Ιφικλής. [Εικ. 2 3 4 5 6 7]
Οι συμμαθητές Ιφικλής και Ηρακλής
Ανάμεσα στους δασκάλους των δύο παιδιών ήταν και ο μουσικός Λίνος, αδελφός του Ορφέα που είχε έρθει στη Θήβα και είχε πολιτογραφηθεί Θηβαίος πολίτης. Αυτός δίδασκε στα παιδιά τραγούδι και κιθάρα. Αλλά βέβαια, όντας ο Ηρακλής ένας ασυνήθιστος μαθητής, προέβη σε μια πράξη ασυνήθιστη: σκότωσε τον δάσκαλό του Λίνο. Ο φόνος προκλήθηκε από μια παρατήρηση που έκανε ο δάσκαλος στον μαθητή του για το πώς να παίζει την κιθάρα, όμως εκείνος οργίστηκε, τον χτύπησε με την κιθάρα και τον σκότωσε. Σε ερυθρόμορφο σκύφο του Ζωγράφου του Πιστόξενου είναι πολύ χαρακτηριστικές του ήθους των δύο αδελφών οι παραστάσεις που καλύπτουν τις δύο πλευρές του αγγείου. Στη μία ο Ιφικλής, επιμελής μαθητής, ακούει προσεκτικά τον δάσκαλο Λίνο και προσπαθεί να βάλει τα χέρια του πάνω στη λύρα όπως ο δάσκαλός του. [Εικ. 8] Στην άλλη πλευρά εικονίζεται ο Ηρακλής που προσέρχεται στο μάθημα (αργοπορημένος;), όρθιος, ακουμπισμένος σε ένα μεγάλο βέλος, συνοδευόμενος από τη γριά τροφό Γεροψώ που κρατά στο αριστερό της χέρι τη λύρα του νέου και στο δεξί βακτρία. [Εικ. 9] Η «αψάδα» του ήθους του γιου του Δία ίσως λανθάνει στη μορφή της γριάς Θράκισσας, που στο φαντασιακό των νοτιοελλαδιτών κατοικούνταν από φυλές άγριες.
Ιφικλής και Ηρακλής. Μια δύσκολη συμβίωση
Ο Ιφικλής συνόδευσε τον Ηρακλή σε ορισμένους από τους άθλους και τις εκστρατείες του. Πολέμησε μαζί του εναντίον των Μινυών του Ορχομενού, βοηθώντας τον να κρατήσει την πόλη των Θηβών ελεύθερη από αυτούς. Ως ανταμοιβή για τη σύμπραξή τους, ο βασιλιάς των Θηβών Κρέοντας έδωσε στον Ηρακλή για γυναίκα του τη μεγάλη του κόρη, τη Μεγάρα, και στον Ιφικλή τη μικρότερη, την οποία ο ποιητής Μόσχος, στο ποίημά του Μεγάρα (52-53), ονομάζει Πύρρη. Προκειμένου να γίνει αυτός ο γάμος, μεγάλης πολιτικής σημασίας, ο Ιφικλής εγκατέλειψε τη γυναίκα του Αυτομέδουσα, την κόρη του Αλκάθοου, που του είχε χαρίσει ένα γιο, τον Ιόλαο. Και όταν ο Ηρακλής με θολωμένο νου από μανία που του έστειλε η Ήρα καταφέρθηκε εναντίον των ίδιων του των παιδιών που είχε από τη Μεγάρα, επιτέθηκε και στα παιδιά του Ιφικλή, στους δυο γιους του, κατάφερε όμως ο Ιφικλής να σώσει τον πρωτότοκό του, που θα γινόταν ο αχώριστος σύντροφος και βοηθός του Ηρακλή, τη Μεγάρα αλλά και τον εαυτό του· και αυτό χάρη στη βοήθεια της Αθηνάς. Ακολούθησε τον αδελφό του και στην εξορία, όταν ο Ευρυσθέας κατηγόρησε τον Ηρακλή ότι συνωμοτούσε για να του πάρει τη βασιλεία και διέταξε να φύγουν από την Τίρυνθα και αυτός και η Αλκμήνη, ο Ιφικλής και ο Ιόλαος. Ωστόσο, λεγόταν ότι ο Ευρυσθέας, τον οποίο επίσης υπηρετούσε ο Ιφικλής, φερόταν φιλικά στον αδελφό του Ηρακλή, ενώ σ’ εκείνον πολύ σκληρά. Μάλιστα υπάρχει και η πληροφορία ότι ο Ιφικλής εγκατέλειψε τον Ηρακλή και δήλωσε πίστη και υποταγή στον Ευρυσθέα, σε αντίθεση με τον γιο του Ιόλαο που έμεινε πιστός στον θείο του και τον ακολουθούσε παντού. Ο Ηρακλής μιλώντας στον ανεψιό του Ιόλαο λέει:
[...] Κι ευθύς, με του καιρού το πέρασμα,
γεννηθήκαμε κι εμείς, ο πατέρας ο δικός σου και εγώ,
ούτε στην κορμοστασιά ούτε στο νου μας ίδιοι. Κι εκείνου τα μυαλά
τα πήρε ο Δίας κι αφήνοντας πίσω του σπίτι και γονιούς
έφυγε να τιμήσει τον ασεβή Ευρυσθέα, ο δόλιος.
Κι ύστερα βέβαια αναστέναζε πολλές φορές
υπομένοντας το σφάλμα του· που να το πάρεις πίσω είναι αδύνατο.
(Ησ., Ασπίδα 87-93, μετ. Σ. Γκιργκένης)
Πάντως, στην εκδοχή που θέλει τον Ιφικλή πιστό στον Ηρακλή, τον βλέπουμε να ακολουθεί τον αδελφό του στην εκστρατεία του εναντίον του Αυγεία στην Ήλιδα και τραυματίστηκε ή σκοτώθηκε εκεί από τους Μολιονίδες. Άλλοι πάλι παραδίδουν ότι σκοτώθηκε στη Λακεδαίμονα στον πόλεμο εναντίον των γιων του Ιπποκόωντα, όταν ο Ηρακλής εκστράτευσε εκεί. Πάντως, μετά τον τραυματισμό του μεταφέρθηκε στον Φενεό της Αρκαδίας, όπου τον περιποιήθηκαν ο Φενεάτης Βουφάγος και η σύζυγός του Πρώμνη. Και όταν πέθανε, αυτοί τον έθαψαν σε λόφο που βρισκόταν ανάμεσα στην ακρόπολη της πόλης και του σταδίου της, και τουλάχιστον μέχρι τον 2ο αι. μ.Χ. οι Φενεάτες τον τιμούσαν ως ήρωα και του πρόσφεραν θυσίες. Ίσως η Ιόπη που αναφέρεται από τον Πλούταρχο ως σύζυγος του Θησέα να είναι δική του κόρη, αν και μπορεί να πρόκειται για μεταγενέστερη μυθοπλασία που συνδέει έμμεσα τον Θησέα με τον Ηρακλή, επειδή σκότωναν θηρία και εκπολίτιζαν τόπους και ανθρώπους (Πλούτ., Θησέας 29.2). Ο Ιφικλής συγκαταλέγεται και στους κυνηγούς του Καλυδώνιου κάπρου.
Σχετικά λήμματα
ΑΛΚΑΘΟΟΣ και ΑΛΚΑΘΟΥΣ, ΑΛΚΜΗΝΗ, ΑΜΦΙΤΡΥΩΝΑΣ, ΑΥΓΕΙΑΣ ή ΑΥΓΕΑΣ, ΑΥΤΟΜΕΔΟΥΣΑ, ΕΥΡΥΣΘΕΑΣ, ΗΡΑ, ΗΡΑΚΛΗΣ, ΙΟΛΑΟΣ, ΙΟΠΗ, ΙΠΠΟΚΟΩΝΤΑΣ, ΚΡΕΟΝΤΑΣ, ΛΙΝΟΣ, ΜΟΛΙΟΝΙΔΕΣ (ΕΥΡΥΤΟΣ-ΚΤΕΑΤΟΣ), ΟΡΦΕΑΣ, ΜΕΓΑΡΑ, ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ