Στα χρόνια του Όθωνα.
(κατοπινή ερνημεία από το Σταμάτη Κόκκοτα).
Η μουσική του τραγουδιού αυτού γράφτηκε από το Σταύρο Ξαρχάκο και οι στίχοι από το Νίκο Γκάτσο. Παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στην ταινία του 1966 Διπλοπενιές από τον αείμνηστο Δημήτρη Παπαμιχαήλ. Αργότερα ερμηνεύτηκε και από άλλους τραγουδιστές μεταξύ άλλων και το Σταμάτη Κόκκοτα.
Το τραγούδι παρουσιάζει τις πολιτισμικές διαφορές μεταξύ Όθωνα και των Ελλήνων της εποχής εκείνης.
Ο Όθωνας, ο οποίος κατάγεται από την Βαυαρία, τη νότια Γερμανία ήταν ο πρώτος βασιλιάς της Ελλάδας. Ήρθε στην Ελλάδα το 1833 και έφυγε από την Ελλάδα το 1862. Ο Όθωνας έφερε νέους τρόπους ζωής, οι οποίοι τότε ήταν ξένοι για τους Έλληνες. Συγκεκριμένα, Όθωνας έφερε το πρώτο πιάνο και το πρώτο κλαρίνο στην Ελλάδα, στόλισε το πρώτο Χριστουγεννιάτικο δέντρο στην Ελλάδα, έφερε τη μπίρα στην Ελλάδα, έφερε τον ευρωπαϊκό τρόπο ντυσίματος στην Ελλάδα, έκανε το πρώτο «ρεβεγιόν» στην Ελλάδα. Συχνά στις γειτονιές της Αθήνας επί Όθωνα έπαιζαν πετροπόλεμο επειδή κάποιοι Έλληνες φορούσαν ευρωπαϊκά ρούχα, αποτελώντας θέαμα για κοροϊδία και τότε Βαυαροί χωροφύλακες έτρεχαν να σταματήσουν το κακό.
Ωδή στο Γεώργιο Καραϊσκάκη.
Η μουσική και οι στίχοι του τραγουδιού αυτού έχουν γραφτεί από το Διονύση Σαββόπουλο το 1969. Το τραγούδι αυτό ερμηνεύτηκε για πρώτη φορά από το Διονύση Σαββόπουλο και έχει επίσης ερμηνευτεί από το Γιώργο Νταλάρα.
Να τανε το '21.
Η μουσική του τραγουδιού αυτού έχει γραφτεί από τον Σταύρο Κουγιουμτζή και οι στίχοι από την Σώτια Τσώτου το 1969. Το τραγούδι αυτό έχει ερμηνευτεί από το Γιώργο Νταλάρα. Όπως ο ίδιος ο Νταλάρας έχει τονίσει σε κατά καιρούς συνεντεύξεις, χρωστά μεγάλο μέρος της επιτυχίας του στον Σταύρο Κουγιουμτζή. Ήταν μία συνεργασία ζωής. Ο Γ.Νταλάρας βρήκε τον ήχο και τον λόγο που έψαχνε μέσα απ’ τα τραγούδια του Σταύρου Κουγιουμτζή και ο Σταύρος Κουγιουμτζής βρήκε στον Νταλάρα την φωνή που έψαχνε για τα τραγούδια του. Η σχέση του Νταλάρα με το Σταύρο Κουγιουμτζή υπήρξε πολύ φιλική μέχρι και τον ξαφνικό θάνατο του συνθέτη από καρδιακή ανακοπή, το Μάρτιο του 2005.
Ο Σταύρος Κουγιουμτζής αναφέρει για το τραγούδι αυτό τα εξής: «Μια μέρα μου τηλεφώνησε η Σώτια Τσώτου. Είχε ακούσει, όπως μου είπε αργότερα, το “Που ’ναι τα χρόνια” με τον Μπιθικώτση και το ’βαλε σκοπό να συνεργαστούμε. Εγώ ήξερα τους στίχους της από τα τραγούδια του Χατζή και δέχτηκα με χαρά να συναντηθούμε. Κλείσαμε ένα ραντεβού για την άλλη μέρα. Όταν βρεθήκαμε τη ρώτησα αν γράφει επάνω σε μουσική. “Είναι το ψωμί μου”, μου είπε. Εκείνες τις μέρες είχα γράψει μια μελωδία που άρεσε στην Αιμιλία , αλλά δεν άρεσε σε μένα. Κάθισα στο πιάνο και μ’ ένα μαγνητόφωνο την ηχογράφησα. “Ας κάνουμε μιαν αρχή”, της είπα και της έδωσα την μαγνητοταινία. Πρέπει να της άρεσε η μελωδία, γιατί, όταν έφευγε, ήταν χαρούμενη. Την άλλη μέρα είχε έτοιμους τους στίχους. Εμένα μου άρεσαν. Η Αιμιλία είχε επιφυλάξεις αν ταίριαζαν με τη μουσική. Ήταν το “Να ’τανε το ‘21”. … Πέρασε κανένας μήνας και είχα στα χέρια μου το δείγμα του “Εικοσιένα”. Πρώτη εκτέλεση με τον Γιώργο Νταλάρα. Μια μέρα που ήταν ο Γρηγόρης με τη Μεταξία στο σπίτι μας, έβαλα στο πικ – απ το δισκάκι. Όταν τελείωσε το τραγούδι, ρώτησα τον Γρηγόρη πως του φάνηκε. “Μην το συζητάς” μου είπε, “κανόνι, θα το γυρίσω κι εγώ”. Χάρηκα και στην συνέχεια τον ρώτησα πόσο νομίζει ότι θα πουλήσει. Έπρεπε να σπάσω το φράγμα των δέκα χιλιάδων δίσκων, για να με υπολογίζουν οι εταιρείες. Πήρε ο Γρηγόρης το δισκάκι, το κοίταξε από δω, το κοίταξε από κει, το ’βαλε στη δεξιά του παλάμη σαν να το ζύγιζε κι είπε : “Πάνω από 30 χιλιάδες”. Πήγε 180. Ακολούθησαν δεκαοκτώ εκτελέσεις ακόμη, μία απ’ αυτές και του Γρηγόρη. Έγινε επιθεώρηση και σκίτσα σε δυο-τρεις εφημερίδες. Ο Θεοφίλου, ο παράγωγος μας, μου έλεγε αστειευόμενος : “Κουγιουμτζάκια, ξέρεις κάτι; Ανοίγουν εταιρείες, γράφουν το “Εικοσιένα” κι ύστερα ξανακλείνουν”. Όταν το τραγούδησε κι ο Γρηγόρης, ο Ψαθάς έγραψε ένα άρθρο στα “Νέα” και σχολίαζε το τραγούδι και τις δυο εκτελέσεις, του σερ Μπιθικώτση και του γλυκύτατου Νταλάρα.».
Λόγω του τίτλου του («Να ’τανε το ’21») και σε συνάρτηση με την περίοδο της χούντας, όπου κυκλοφόρησε το τραγούδι (1969-1970), ήταν φυσικός ο συνειρμός του «’21» με το απριλιανό πραξικόπημα της 21ης Απριλίου του 1967. Έτσι, τα χρόνια εκείνα, το τραγούδι από άλλους θεωρήθηκε ως χουντικό, ενώ από άλλους ως αντιστασιακό! Αναφέρεται σχετικά ο ίδιος ο Κουγιουμτζής: : «Ένας φίλος μου μουσικός που δούλευε σ’ ένα μαγαζί, όπου πήγαινε το επαναστατικό συμβούλιο της δικτατορίας, μου είπε : “Μόλις μπαίνει ο Παττακός μέσα, μας κάνει νόημα με το χέρι κι εμείς καταλαβαίνουμε και παίζουμε το “Να ’τανε το ’21”. Εγώ είχα στεναχωρηθεί κι έλεγα : Τι γράψαμε; “Τραγούδι χουντικό;”. Εκείνη την εποχή γύρισε από την εξορία ένας φίλος ποιητής και μου είπε ότι εμείς μόλις ακούσαμε το “‘21”, είπαμε : “Να το πρώτο αντιστασιακό τραγούδι που κυκλοφόρησε στην Ελλάδα”. Και τα είχα χάσει, ο ένας το πήρε ως αντιστασιακό, ο άλλος το πήρε ως χουντικό. Και παίρνω την Σώτου, που έγραψε τους στίχους, και της λέω : “Τι τραγούδι γράψαμε;”, μου λέει, “εδώ η Μερκούρη το τραγουδάει στο Παρίσι και ακούς τι λένε εδώ ορισμένοι;”. Κι έτσι τελείωσε αυτό. Εκείνο που έχει σημασία είναι ότι όλη η Ελλάδα το είχε τραγουδήσει αυτό το τραγούδι, επομένως δεν μπορούσε να ήταν χουντικό.»
Ήταν, μάλιστα, και θύμα της λογοκρισίας το «Να ’τανε το ’21», αφού στην αρχική του έκδοση ο στίχος του στο ρεφρέν ήταν «και να κρατάω τις νύχτες με τ’ άστρα / μια τουρκοπούλα αγκαλιά». Το «τουρκοπούλα» ενόχλησε όμως, και, σε επόμενες εκδόσεις, αντικαταστάθηκε με το «ομορφούλα», όπου κι έγινε γνωστό το κομμάτι. Ο Σταύρος Κουγιουμτζής αναφέρει τα εξής: «Στην αρχή είχαμε μια Τουρκοπούλα αγκαλιά και έγινε στην τότε κυβέρνηση μια παρατήρηση από τον Τούρκο πρόξενο, όπως είχα μάθει, και παρεξηγήθηκαν οι Τούρκοι, γι’ αυτό βάλαμε μετά μια ομορφούλα αγκαλιά. Είχε μεγάλη περιπέτεια αυτό το τραγούδι.»
Η ολοκληρωμένη έκδοση του δίσκου, με την αρχική του μορφή (με τη λέξη «τουρκοπούλα»), έγινε στην επανέκδοση του δίσκου «Να ’τανε το ’21», από την εφημερίδα «Το Βήμα» στις 6 Μαρτίου του 2011.
Το τραγούδι αυτό ερμηνεύτηκε από πάρα πολλούς καλλιτέχνες: από το Γρηγόρη Μπιθικώτση ως το Γιώργο Ζωγράφο και από το Δημήτρη Μητροπάνο ως τους αδερφούς Κατσάμπα. Έγινε σημείο αναφοράς για την επικαιρότητα της εποχής αλλά και τίτλος επιθεώρησης στο Θέατρο Ακροπόλ με πρωταγωνίστρια τη Ρένα Βλαχοπούλου.
Δέκα παλικάρια.
Η μουσική του τραγουδιού αυτού έχει γραφτεί από το Μάνο Λοΐζο και οι στίχοι από τον Λευτέρη Παπαδόπουλο το 1970. Το τραγούδι αυτό έχει ερμηνευτεί από το Γιώργο Νταλάρα και ακούγεται από το Μιχάλη Βιολάρη στην ταινία του Ορέστη Λάσκου Διακοπές στην Κύπρο μας (1971).
Ελεύθεροι Πολιορκημένοι.
Το 1971 γράφτηκε ο κύκλος τραγουδιών Ελεύθεροι Πολιορκημένοι σε στίχους του Παναγιώτη Παναγιωτούνη και μουσική της Τερψιχόρης Παπαστεφάνου. Ο συγκεκριμένος κύκλος τραγουδιών έχει θέμα την πολιορκία του Μεσολογγίου. Τα τραγούδια ερμήνευσαν η Δανάη Μπαρμπούτη, η χορωδία Τρικάλων και ο Γιάννης Μπογδάνος.
Φίλοι κι αδέρφια
Στα χρόνια της δικτατορίας πολλοί καλλιτέχνες αντιστέκονταν με το έργο και τα τραγούδια τους παρά τη λογοκρισία που υπήρχε την εποχή εκείνη. Μία τέτοια παράσταση που έγραψε ιστορία εκείνη την εποχή ήταν η θεατρική παράσταση Το μεγάλο μας τσίρκο του Ιάκωβου Καμπανέλλη.
Η μουσική της παράστασης αυτής γράφτηκε από τον Σταύρο Ξαρχάκο. Η πρεμιέρα του έργου αυτού έγινε στις 22 Ιουνίου 1973. Σκηνοθέτης ήταν ο Κώστας Καζάκος και έπαιζαν μεταξύ άλλων η Τζένη Καρέζη και ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος. Τα σκηνικά ήταν του Ευγένιου Σπαθάρη.
Το έργο ήταν μία αναδρομή της ελληνικής ιστορίας από την Τουρκοκρατία και τη βασιλεία του Όθωνα μέχρι το 1940 και τα τότε επίκαιρα γεγονότα και στο τραγούδι αυτό γίνεται λόγος για την εξέγερση του 1843 που οδήγησε στην δημιουργία του πρώτου Συντάγματος.
Μπάρμπα Γιάννη Μακρυγιάννη
Η Μουσική του τραγουδιού αυτού είναι γραμμένη από το Σταύρο Ξαρχάκο και οι στίχοι από το Νίκο Γκάτσο. Κυκλοφόρησε το 1974 ερμηνευμένο από το Νίκο Ξυλούρη.
Μια φορά κι έναν καιρό
Το τραγούδι αυτό γράφτηκε για το θεατρικό έργο του Μήτσου Ευθυμιάδη Προστάτες το 1975. Η μουσική είναι του Χρήστου Λεοντή και η σκηνοθεσία του θεατρικού έργου έγινε από τον Κάρολο Κουν.
Λευτεριά – Ωδή στον Αθανάσιο Διάκο
Η μουσική του τραγουδιού αυτού έχει γραφτεί από το Νάσο Παναγιώτου και οι στίχοι είναι του Νίκου Καζαντζάκη. Ερμηνεύτηκε το 1975 από το Αντώνη Καλογιάννη.
Τσάμικος
Στις αρχές του 1976, ο Μάνος Χατζιδάκις ξεκίνησε να γράφει μουσική για ένα νέο κύκλο τραγουδιών πάνω σε στίχους του Νίκου Γκάτσου με τίτλο Αθανασία.
Κάποιο πρωί, ο Μανώλης Μητσιάς, ο ερμηνευτής του τραγουδιού αυτού, πήγε στο σπίτι του Γκάτσου με σκοπό να πάρει ορισμένους στίχους για το δίσκο. Εν συνεχεία, πέρασε από εκείνο του Χατζιδάκι για να τον πάρει και να πάνε στο στούντιο της Columbia, ούτως ώστε ο συνθέτης με βάση τους στίχους να γράψει κάποια από τα τραγούδια.
Φτάνοντας στο στούντιο, ο Μητσιάς έδειξε έναν από τους στίχους στον Μάνο Χατζιδάκι που είχε τίτλο Τσάμικος. Ο Χατζιδάκις απόρησε, καθώς δε μπόρεσε άμεσα ν’ αντιληφθεί το νόημα της λέξης και ζήτησε από το Μανώλη Μητσιά και το Νότη Μαυρουδή -που θα έπαιζε κιθάρα στις ηχογραφήσεις- να καθίσουν στο μπαρ της εταιρείας και να πιουν ένα καφέ μέχρι να τους ειδοποιήσει. Εν τω μεταξύ, πήρε μαζί του τον Θανάση Πολυκανδριώτη -που θα έπαιζε μπουζούκι στο δίσκο- κι ανέβηκαν οι δυο τους στο στούντιο. Εκεί, του ζήτησε να του παίξει ορισμένα τσάμικα ώστε να θυμηθεί το ρυθμό τους και ν’ αρχίσει σιγά-σιγά να γράφει τη μουσική γι’ αυτούς τους στίχους. Έτσι κι έγινε, οπότε ο Χατζιδάκις έγραψε το Τσάμικο μέσα σε πολύ λίγα λεπτά και φώναξε τον Μητσιά ν’ ανέβει στο στούντιο για πρόβα!
Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι
Οι στίχοι του τραγουδιού αυτού είναι απόσπασμα από το ποιητικό έργο του Διονύσιου Σολωμού Ελεύθεροι Πολιορκημένοι. Το έργο αυτό γράφτηκε κατά τη δεκαετία 1833-1844, και αναφέρεται στη δεύτερη πολιορκία του Μεσολογγίου και στην ηρωική έξοδο των κατοίκων. Το ποίημα περιγράφει την κατάσταση στο Μεσολόγγι τις τελευταίες ημέρες της πολιορκίας, όταν είχαν εξαντληθεί τα τρόφιμα και ήταν βέβαιο ότι η πόλη θα έπεφτε.
Ο Γιάννης Μαρκόπουλος ξεκίνησε να μελοποιεί αποσπάσματα του συγκεκριμένου ποιητικού έργου το 1973 έχοντας ως πηγή έμπνευσης τους αγώνες της νεολαίας κατά τη διάρκεια της Χούντας (1967-1974). Το έργο αυτό παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1977 στην Αθήνα στο ιστορικό πλέον γήπεδο του Παναθηναϊκού στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας με ερμηνευτή τον αείμνηστο Νίκο Ξυλούρη.