Θυμάμαι από μικρός την γιαγιά μου, να μένει ξύπνια μέχρι αργά, για να κάνει όλες τις δουλειές έως την Μ. Πέμπτη το βράδυ, γιατί όπως μου έλεγε «Την Μ. Παρασκευή, δε πρέπει να κάνουμε τίποτα, καμία δουλειά του σπιτιού.» Αφού λοιπόν έβαφε τα αυγά, τα έκρυβε για να μην τα βρει η πένθιμη μέρα, έκανε το σταυρό της και προετοιμαζόταν για την νηστεία, που θα γινόταν ακόμα πιο σκληρή από το επόμενο πρωί.
Μεγάλη Παρασκευή, μία ημέρα απόλυτης νηστείας, η Εκκλησία μας θυμίζει και βιώνει την πορεία του Ιησού προς τον Σταυρό και τον θάνατο, την ταφή του και, εν τέλει, την πλήρη επικράτηση του κακού επί του καλού, μέχρι το δεύτερο να θριαμβεύσει ξανά με την Ανάσταση.
Τα 12 Ευαγγέλια που διαβάζονται την Μεγάλη Πέμπτη το βράδυ και τα 5 την Μεγάλη Παρασκευή το πρωί μας παρουσιάζουν τα δραματικά γεγονότα από όλους τους Ευαγγελιστές.
Με τον τρόπο αυτό ζούμε την προδοσία και τη σύλληψη, την ανάκριση και τους εξευτελισμούς, την θανατική καταδίκη από τους Αρχιερείς και τον Πιλάτο, την άρνηση και τη μετάνοια του Πέτρου, την πορεία προς το Γολγοθά, τη Σταύρωση, το Θάνατο, την Αποκαθήλωση, την ταφή και τη σφράγιση του μνημείου.
Ο μπάρμπα-Πύπης, γηραιός φίλος μου, είχεν επτά ή οκτώ καπέλα, διαφόρων χρωμάτων, σχημάτων και μεγεθών, όλα εκ παλαιού χρόνου και όλα κατακαίνουργα, τα οποία εφόρει εκ περιτροπής μετά του ευπρεπούς μαύρου ιματίου του κατά τας μεγάλας εορτάς του ενιαυτού, οπόταν έκαμνε δύο ή τρεις περιπάτους από της μιας πλατείας εις την άλλην διά της οδού Σταδίου. Οσάκις εφόρει τον καθημερινόν κούκον του, με το σάλι του διπλωμένον εις οκτώ ή δεκαέξ δίπλας επί του ώμου, εσυνήθιζε να κάθηται επί τινας ώρας εις το γειτονικόν παντοπωλείον, υποπίνων συνήθως μετά των φίλων, και ήτο στωμύλος και διηγείτο πολλά κ' εμειδία προς αυτούς.
Όταν εμειδία ο μπάρμπα-Πύπης, δεν εμειδίων μόνον αι γωνίαι των χειλέων, αι παρειαί και τα ούλα των οδόντων του, αλλ' εμειδίων οι ιλαροί και ήμεροι οφθαλμοί του, εμειδία στίλβουσα η σιμή και πεπλατυσμένη ρις του, ο μύσταξ του ο ευθυσμένος με λεβάνταν και ως διά κολλητού κηρού λελεπτυσμένος, και το υπογένειόν του το λευκόν και επιμελώς διατηρούμενον, και σχεδόν ο κούκος του ο στακτερός, ο λοξός κ' επικληνής προς το ους, όλα παρ' αυτώ εμειδίων.
Είναι τρεις η ώρα μετά τα μεσάνυχτα και σπάνιοι οι διαβάτες στο δρόμο. Είναι οι τελευταίοι που γυρίζουν από την πρώτη Ανάσταση και πηγαίνουν βιαστικοί στα σπίτια τους. Σε λίγο τίποτε πια δεν ακούγεται και νεκρική σιγή βασιλεύει σ' όλη την τούρκικη συνοικία του Ηρακλείου. Ξαφνικά, ανοίγει αθόρυβα η αυλόπορτα ενός μεγάλου σπιτιού και προβάλλει ανθρώπινο κεφάλι. Γυρίζει δεξιά και αριστερά και παρατηρεί με προσοχή μέσα στα σκοτάδι. Τραβιέται μέσα και πάλι ξαναφαίνεται και κοιτάζει με προσοχή.
- Ελάτε, δεν είναι κανένας, ακούγεται χαμηλή φωνή.
Τρεις σκιές, η μια μεγάλη και οι δύο μικρότερες, βγήκανε στο δρόμο.
- Πάμε γρήγορα, ψιθύρισε ο ψηλός άντρας πάμε γρήγορα, γιατί αργήσαμε και θα μας περιμένει. Σκέπασε το πρόσωπο με το μαντήλι σου, Εσμέ! Ρεσίτ, δός μου το χέρι σου!
Περπατούσανε κι οι τρεις σιωπηλοί στο σκοτάδι. Μόλις όμως έστριψαν το στενό σοκάκι, βρήκανε μια γριά, που κρατούσε στο χέρι της αναμμένη λαμπάδα. Περπατούσε με κόπο, γιατί ήταν πολύ γριά. Και φρόντιζε με το αδειανό χέρι να προφυλάξει τη λαμπάδα της από τον αέρα, για να φέρει στο σπίτι το φως της Αναστάσεως, που πήρε από την εκκλησιά.