Το κτίριο χαρακτηρίζεται από μνημειακό και επιβλητικό ύφος, εξαιτίας του μεγέθους αλλά και της υψηλής ακαδημαϊκής αρχιτεκτονικής, που αποδίδεται με την εφαρμογή ανώτερων κανόνων σύνθεσης και ποιοτικών μορφολογικών και διακοσμητικών στοιχείων του νεοκλασικισμού.

Το κτίριο συνδυάζει πολλά από τα χαρακτηριστικά του στυλ Second-Empire με την πλούσια ως υπερβολική διακόσμηση, έντονης γλυπτικής υφής, που δημιουργεί αίσθηση αυτάρκειας, υπεροχής και εντυπωσιασμού.

Το ημιυπόγειο και το υπερυψωμένο ισόγειο διατυπώνονται ενιαία, με αδρά στοιχεία ισόδομης    λιθοδομής, δημιουργώντας το στιβαρό υπόβαθρο για την προβολή του ρυθμού στο τελευταίο όροφο.  

Σε όλα τα επίπεδα διακρίνεται η προοδευτική ένταση του ρυθμού, που αποδίδεται με ποιο επεξεργασμένα και σύνθετα στοιχεία στα ανώτερα επίπεδα. Έτσι  ο μεσαίος όροφος εμφανίζει ποιο επεξεργασμένη, κατά ζώνες, λιθοδομή από το υπόγειο, η οποία χρησιμοποιείται για να εκφράσει πιο έντονα  το μορφολογικό σύστημα, όπως είναι οι παραστάδες στις γωνίες, οι παραστάδες της κεντρικής ενότητας, η πλαισίωση ανοιγμάτων, επιστεγασμένων με πλήρη θριγκό κλπ. Στον όροφο  χρησιμοποιούνται διαφορετικών ρυθμών παραστάδες για τον τονισμό των γωνιών (δωρικού) και της κεντρικής ενότητας (σύνθετου), όπως και περίτεχνα πλαίσια ανοιγμάτων.

Η στέψη του κτιρίου εμφανίζει πιο περίτεχνη διακόσμηση, επαναλαμβάνοντας τον τονισμό των ίδιων, κατακόρυφων στοιχείων του κτιρίου, όπως των γωνιών, της κεντρικής ενότητας, των αξόνων των ανοιγμάτων κλπ. , ενώ φέρει απόληξη με στέγη τύπου  Manaard.

Το κτίριο αποκτά κίνηση και πλαστικότητα με την τοποθέτηση ολόκληρου του μεσαίου τμήματος της πρόσοψης σε εσοχή, το οποίο είναι άρτια διατυπωμένο με πεσσούς και επιστύλιο στο ισόγειο, κίονες με επίκρανα και επιστήλιο στον όροφο. Επιπλέων στην εσοχή επαναλαμβάνεται σε σμίκρυνση και με σκηνογραφικό ύφος η τριπλή διάθρωση της πρόσοψης    μέσω ενός ιδιότυπου ενετικού παραθύρου προσδίδοντας την ποικιλία της κλίμακας και του μέτρου.