Η ποίηση του κινηματογράφου
του Οδυσσέα Ελύτη
Πέρασε πια η εποχή εκείνη, όπου αισθητικοί της αξίας ενός Αλαίν αμφισβητούσαν την καλλιτεχνική σημασία του κινηματογράφου. Η τέχνη άλλωστε αυτή, εξαιρετικά δεμένη με την όλη ευαισθησία της σύγχρονης εποχής, ήταν φυσικό να παρουσιάσει ορισμένες δυσκολίες προσαρμογής στα πνεύματα εκείνα που, όσο κι αν στάθηκαν μεγάλα, τραφήκανε με έγνοιες και επιδιώξεις άλλων γενεών.
Η εφεύρεση του κινηματογράφου συνέπεσε με την έναρξη μιας εποχής τόσο πλούσιας, βαθιά πυρετικής, ριψοκίνδυνης, αντιφατικής και πολύτροπης, που μονάχα αυτός θα μπορούσε να έχει τις κατάλληλες δυνατότητες για να την εκφράσει πλούσια, βαθιά, συνθετικά και πολύτροπα.(…) Στην σύντομη έως σήμερα σταδιοδρομία του κινηματογράφου, έχουν ήδη, αναδειχθεί ορισμένες φυσιογνωμίες που «η καθεμιά της ήξερε κατά έναν ορισμένο τρόπο, να ερμηνεύει προσωπικά τις αντιλήψεις της για την οθόνη». Ο Σεργκέι Αϊζενστάιν, ο Τσάρλυ Τσάπλιν, ο Ρενέ Κλαίρ και, φυσικά ο Ουώλτ Ντίσνεϊ/ Walt Disney (1).
(…) Η σχέση κινηματογράφου και ποίησης και ειδικότερα της σύγχρονης ποίησης, είναι νομίζω αδιαμφισβήτητη. Ένα παράδειγμα μονομερές ίσως αλλά πολύ ζωηρό, έντονο, και πρόσφορο, είναι το έργο του Αμερικανού Ντίσνεϊ. Η αφετηρία της τεχνικής του Ντίσνεϊ παρουσιάζεται ολότελα διαφορετική από εκείνες που χρησιμοποιήθηκαν έως σήμερα στον κινηματογράφο. Δεν υπάρχει εδώ κινούμενο μάτι του σκηνοθέτη που να παραλαμβάνει τις φωτογραφικές στιγμές των αντικειμένων του υλικού κόσμου και να τις ξαναενώνει με άλλη μορφή στην οθόνη, ανασυνθέτοντας έτσι την όψη του κόσμου σε μεγαλοπρεπή έπη ή σε λυρικές εικόνες δυνατής ποιητικής πνοής. Έως σήμερα μονάχα η φωτογραφία μεγαλουργούσε. Ο Ντίσνεϊ έμπασε το σχέδιο. Αυτός σκέφθηκε να συνδυάσει την αλληλουχία των σχεδίων στην κινηματογραφική κορδέλα και (παρόμοια με τα πρωτόγονα παιχνίδια που μεταχειριζόμασταν στο σχολείο) να απαρτίσει σειρές ολόκληρες από μικρές υποθέσεις (2).
Αδελφώνοντας το χιουμοριστικό σχέδιο με την κίνηση και την μουσική, πέρασε γρήγορα από το απλό παιχνίδι στην καλλιτεχνική πράξη. Γιατί έχοντας σαν δεδομένα την απόλυτη ελευθερία και την δυναμικότητα του σχεδίου από την μια και την υπάκουη σε οποιοδήποτε θέληση, μουσική προσαρμογή από την άλλη, σκέφθηκε πως είχε στο χέρι του μια οπτική και ακουστική παντοδυναμία που έπρεπε να την χρησιμοποιήσει φτάνοντας αμέσως σε εκείνο που, για να πετύχουν άλλα φιλμ, έπρεπε να περάσουν από κινηματογραφικά ντεκουπάζ, τρυκάζ και μοντάζ αλλεπάλληλα. Κι έπρεπε να τα χρησιμοποιήσει ακόμα προς μια καθαρά αντιρρεαλιστική άποψη, δίνοντας ακριβώς εκείνο που δεν μπορούσε να γίνει στον φυσικό κόσμο (άρα να αντιγραφεί), εκείνο που θα θαρρούσε πως αποτελεί τον κόσμο της φαντασίας και που ως σήμερα είχε βρει μιαν εκδήλωση διαφορετικής υφής στον ποίημα, στο όνειρο, στο παραμύθι.
Παρακολουθήσαμε έτσι μια πλούσια σειρά μικρών έργων όπου ολόκληρο το ζωικό και το φυτικό βασίλειο έπαιρνε ζωή σαν από ξαφνική ανάσταση και με ιδιότητες ανθρώπινες έπαιζε δράματα πρωτόβλεπτης και πρωτάκουστης σημασίας. Από το πρώτο του καρτούν ως το τελευταίο μεγάλο του έργο του ανάγλυφου κινηματογράφου, το “Η Αλίκη και οι Επτά Νάνοι”, πέρασε κάτω από τα μάτια μας ένα αδιάκοπο ξετύλιγμα εκπληκτικών σκηνών, όπου η πολυχρωμική δροσιά της φύσης και του βίου των ζώων μας έδειξε ως ποιο σημείο ένας αγνός άνθρωπος είναι σε θέση να ξαναδημιουργήσει την ατμόσφαιρα της παιδικής αφέλειας και διαβολιάς που, καμιά φορά, δίνει και στους μεγάλους την πιο γνήσια λύτρωση.
Στην πρώτη του περίοδο- πριν χρησιμοποιήσει ακόμη το χρώμα- δημιούργησε τον τύπο του Μίκυ Μάους/ Mickey Mouse, που έγινε αμέσως διεθνής και δημοφιλέστατος. Ένα σπινθηροβόλο μικρό ποντίκι που δοκίμαζε όλες τις χαρές και τις λύπες του ανθρώπου, σκαρώνοντας βρομοδουλειές, τρυπώνοντας παντού, ανατρέποντας τα πάντα πότε χαρούμενο και πότε ερωτοχτυπημένο, αλλά πάντοτε συμπαθητικό. Στη δράση του, αυτό συνοδεύεται πιστά από μια ηχητική αντίστιξη, τόσο συγχρονισμένη και μπριόζα, που σφιχτοδένει το σύνολο και μας προσφέρει ένα παράδειγμα οπτικοακουστικής αρμονίας που άλλα φιλμ της εποχής εκείνης δεν κατάφεραν ποτέ.
Στην δεύτερη περίοδο του, γλιτώνει εγκαίρως από την αυτοεπανάληψη και την τυποποίηση, δημιουργεί έναν νέο τύπο, τον πολύπαθη Ντόναλντ/ Donald Duck, απλώνεται σε πολύ ευρύτερους ορίζοντες και αγκαλιάζει ολόκληρο τον αγαπημένο κόσμο της φαντασίας των παιδιών, προσθέτοντας ένα πολύτιμο στοιχείο, το ΧΡΩΜΑ που δυνάμωνε την οπτική εντύπωση λούζοντας με δροσιά την πριμιτιβιστική του χάρη. Εδώ πια ο πλουτισμός είναι απρόοπτος. Πουλιά, πετεινοί, πελαργοί, γουρουνόπουλα, σαλιγκάρια, σκουλήκια, πάπιες, ελέφαντες και καμηλοπαρδάλεις αποτελέσανε μια κοινωνία με εξαιρετική ζωτικότητα, γεμάτη από την σημασία των ασήμαντων επεισοδίων τους.
Παράλληλα τα δέντρα, τα φυτά, τα λουλούδια, τα σύννεφα, οι ρίζες, οι λίμνες και τα ποτάμια αποκτήσανε για πρώτη φορά κίνηση, επαναστατήσανε καταλύοντας την καθήλωση τους στο έδαφος και περιβληθήκανε με ανθρώπινες και υπερανθρώπινες δυνάμεις που, ξανοίγοντας έναν κόσμο άγνωστο, αυθόρμητο, παρθενικό και εντελώς καινούριο, αναγκάσανε και τον πιο αποστεωμένο και λογικό άνθρωπο, να αναγνωρίσει την ποιητική αξία της πρωτογονικής αυτής αποκάλυψης.
Το καρτούν Σίλλυ Σύμφωνυ/ Silly Symphony, δημιουργήθηκαν από μια σειρά τολμηρών, μοντέρνων ποιημάτων που το κάθε ένα τους τροποποιεί την πραγματικότητα, φτάνοντας στην υπερπραγματικότητα που το καθ’ ένα τους είναι μια ριψοκίνδυνη πράξη του πνεύματος μέσα στις περιοχές του αγνώστου και που κάτω απ’ την επίφαση παιχνιδιού και χιούμορ (που μονάχα αυτή γίνεται αντιληπτή και πολλές φορές ακόμη και με περιφρόνηση από τους αθεράπευτα σοβαροφανείς Έλληνες), κρύβει τα σπέρματα μιας ανήσυχης αλλά και γόνιμης ιδιοσυγκρασίας.
Ίσως, μου έχουν πει πολλοί, πως εκείνα που με κάνουν να εκφράζομαι με τόσο θαυμασμό για το έργο του Ντίσνεϊ είναι τα στοιχεία της έκπληξης, του απρόοπτου, του παραλογικού και του υπερβολικού, στοιχεία δηλαδή, που αποτελούν γι’ αυτούς, τα στίγματα της εφήμερης επιτυχίας κάθε μοντέρνου. Ναι δεν παραγνωρίζω πως υπάρχουν πράγματι τέτοια στοιχεία εκεί μέσα, μα μου φαίνεται πως πέρα απ’ όλα αυτά, υπάρχει και αξίζει να θαυμαστεί μια καταπληκτική κατανόηση της ιδιαίτερης εκείνης ευαισθησίας που μορφοποιήθηκε στον σημερινό άνθρωπο, ένα αίσθημα πηγαίο, ζωντανό και υγιές που με μια σπάνια ευκινησία κυκλοφορεί παντού, αγκαλιάζει σύγκορμα τα γήινα αγαθά, τα αξιοποιεί σε διαφορετικές κλίμακες τα ανθρωποιεί ή τα απολιθώνει και αυτά όλα με μια δύναμη ανώτερη με έναν αέρα μεγάλης ελευθερίας. Σε μια ορισμένη ιστορική στιγμή, ο κινηματογράφος έδωσε τα μέσα. Και δεν θα αργήσει καθόλου θαρρώ ή μέρα εκείνη, όπου μεγάλοι ζωγράφοι, μουσικοί και ποιητές θα συνεργαστούν με σκηνοθέτες και οπερατέρ για να παραστήσουνε, κατά έναν τρόπο μοναδικό εκείνο που ακόμη διαισθανόμαστε σήμερα εκείνο που αποκαλούμε ευαισθησία του μοντέρνου (3).
Ένας κόσμο ολόκληρος βγαίνει από την ουδετερότητα της ψυχρής ματιάς και παίζει τον ρόλο του, διαγράφοντας την καμπύλη μιας απρόβλεπτης τροχιάς μέσα στο διάστημα. Πτυχές λησμονημένων ονείρων, αφελείς τρόμοι παιδικών ηλικιών, φαντασιώσεις στιγμών της μοναξιάς, μορφές μυστικών παραμυθιών, χτυπητοί παραλογισμοί δυνατών συγκινήσεων, ξυπνούν μέσα από τα άδυτα της ψυχής μας και ορθώνονται θλιβερά ή χαρούμενα στο άγγιγμα της μπαγκέτας του μάγου Ντίσνεϊ. Ρόδινα πρωινά ξυπνούν τον μαγεμένο κόσμο. Τα δέντρα σκιρτούν, τεντώνουν τα μπράτσα τους, χασμουριούνται και ρίχνουν μια ματιά στις φωλιές που φυλάνε με στοργή τους θησαυρούς των νυχτερινών κελαηδισμών τους. Τα λουλούδια παίρνουν το μπάνιο τους στις δροσοσταρλίδες. Οι μικρές λίμνες γεμίζουν φως και φύκια. Τα ψάρια κυκλοφορούνε με κέφι για να ανταποκριθούν στις μικρές έγνοιες τους, που κατά βάθος είναι μεγάλες. Το πουλί που είχε χρησιμεύσει για ξυπνητήρι, πατάει στις νότες του ανεβαίνοντας στον ουρανό. Τα παιδιά του χορεύουν μπαλέτο στο ευαίσθητο κλαδί. Το πιο άτακτο, ξεφεύγει για να δοκιμάσει μια περιπέτεια με φίδια, σκουλήκια και φανταστικά ερπετά. Δέσμες από φλόγες χορεύουν. Ο άνεμος λυγίζει τα σπίτια. Όλα είναι δυνατά. Μαγικά στο πέλαγος ένα μικροσκοπικό καράβι χορεύει κυνηγημένο από το πνεύμα της τρικυμίας. Μια πελώρια τρίαινα ταράζει τους βυθούς. Ένα κύμα σηκώνεται ψηλότερα από τα άλλα, και αγριεμένο κοιτάζει το μικρό καράβι. Ένα άλλο γίνεται πελώριο χέρι, τα’ αρπάζει και το κλυδωνίζει. Μα η σωτηρία υπάρχει πάντοτε στις μικρές αγαθές ψυχές των πλασμάτων του υπερφυσικού αυτού κόσμου.
Όλα τελειώνουν καλά, και ποτέ χάππυ εντ δεν στάθηκαν τόσο δικαιολογημένα όσο μέσα σε αυτόν τον αυτόνομο κόσμο, που είναι ο αυτόνομος κόσμος τη ποίησης και που σαν μοναδικό του θέμα και μοναδικό του υλικό, έχει τη ζωή, τη μικρή και τη μεγάλη ζωή, οδυνηρή και πασίχαρη, πάντοτε εξαντλημένη και πάντοτε καινούργια στα μάτια ενός ολοκληρωμένου ανθρώπου. Γιατί, η ποίηση είτε λέξεις μεταχειρίζεται, είτε φθόγγους, είτε σχέδια, είτε χρώματα, είτε ύλη σκληρή, παραμένει ποίηση, παραμένει ως υπέρτατη σύλληψη του κόσμου. Και ίσως φανώ υπερβολικός όταν πω πως ο Ουώλτ Ντίσνεϊ ανήκει στις προσωπικότητες εκείνες που εργαστήκανε μοναδικά για να δώσουν τον ιδιαίτερο εκείνο τόνο που χαρακτηρίζει στις μεγάλες της γραμμές την σημερινή εποχή.
Κάθε βάθος, το δαιμόνιο που βρίσκει μαζί του διέξοδο στον κινηματογράφο, είναι το ίδιο που βρίσκει διέξοδο στους πίνακες ενός Ζαν Μιρώ, στις φωτογραφίες ενός Μαν Ρέυ, στα γλυπτά ενός Λίπσιτζ, στα υφαντά μιας Χίλντα Πόλστερερ, στους γύψους ενός Ζαντικίν, στα μέταλλα Ταγιά, στα κτίρια ενός Λε Κορμπυζιέ, στα ποιήματα ενός Ελμάρ…
Αν τώρα εμείς έχουμε περάσει από καιρό στην χειρότερη παχυδερμία, αν έχουμε μικρύνει τόσο πολύ τον εαυτό μας ώστε να μην μας είναι πια βολετό να προχωρήσουμε πέρα απ’ τις επιφάνειες, αν έχουμε αποξενωθεί από καθετί το αληθινό, το ζεστό και το υπέρτατο, αν δημιουργήσαμε μια χαμαίζηλη ρουτίνα ζωής γεμάτη κακίες και μικρότητες, αν τυφλωθήκαμε ξαφνικά και δεν βλέπουμε άλλα από τις ταπεινές μας ορέξεις, ποιος φταίει;
Παρήγορο είναι τουλάχιστον να αναλογιζόμαστε πως υπάρχουν μερικοί, λιγοστοί, γενναίοι άνθρωποι σε όλες τις γωνίες της γης, που εργάζονται άοκνα για να μας ανασυνδέσουν από άλλους, καινούργιους, άγνωστους δρόμους με το μεγάλο Νόημα της Ζωής.
Οδυσσέας Ελύτης, 1938
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1 Χρήσιμες αν και κάπως παλαιότερες υπήρξαν και ορισμένες μικρές μονογραφίες που τύπωσε ο οίκος Felix Alcon στο Παρίσι που περιστρέφονται γύρω από τις σχέσεις φιλολογίας και οθόνης Αντρέ Μωρούα La Poesie du Cinema, Αντρέ Λέβινσον Pour Une Poetique du Film, Αλμπέρ Βαλεντέν Introduction a la Magie Blache & Noire κ.ο.κ.
2 Η αλήθεια είναι πως η πατρότητα της ιδέας ανήκει στους Γάλλους που πραγματοποίησαν αρχικά μερικά κινούμενα σχέδια αλλά δυστυχώς τους έλειπε η πνοή της καλλιτεχνικής προσωπικότητας. Γι’ αυτό καθώς παρατηρεί ο Ντένις Μαριόν το γεγονός αυτό δεν έχει καμιά σημασία και τα ουσιαστικά πρωτεία κατέχει πάντοτε ο Ντίσνεϊ.
3 Ενδιαφέρον για την σχέση κινηματογράφου και φιλολογίας έδειξαν ήδη από το 1920 οι μελετητές των νέων ρευμάτων και είναι αλήθεια πως από τότε κατόρθωσαν να δουν πολλά πράγματα με σπάνια οξυδέρκεια. Ο Ζαν Επστάιν στο έργο του La Poesie d’ Aujourd hui-Un Nouvel Etat d’ Intelligence (Παρίσι Εκδόσεις Sirene, 1921) στα κεφάλαια Le Cinema et lesdeiettes Modernes κάνει λόγο για την ταχύτητα των εικόνων στην ποίηση του Ρεμπώ).
[Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Τα Νέα Γράμματα» #6-7 [6/1938]. Αναδημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Κομιξ» #127 [1/1999]. Διασώθηκε από τη λήθη από το μπλογκ http://historyofcomics.blogspot.gr]
Ο κινηματογράφος κυρίαρχη έκφραση της εποχής
Ο ποιητής Οδυσσέας Ελύτης στην επιφυλλίδα του «Ο κινηματογράφος κυρίαρχη έκφραση της εποχής» (1945) χαιρετίζει τον τερματισμό της αμφισβήτησης του κινηματογράφου από τους πνευματικούς ανθρώπους, εκφράζει την πλήρη εμπιστοσύνη του στις μελλοντικές δυνατότητες του σινεμά, αναγνωρίζει τον κινηματογράφο, μαζί με τη λυρική ποίηση, ως εκείνες τις τέχνες που είναι συνυφασμένες με την ευαισθησία της σύγχρονης εποχής, πιστεύει ότι το σινεμά ανακάλυψε μια νέα πηγή τροφοδοσίας της ποιητικής αίσθησης του κόσμου, λόγω κυρίως του αντιρεαλιστικού χαρακτήρα του, αναγνωρίζει τη στενή σχέση του κινηματογράφου και της ποίησης ως των τεχνών οι οποίες, εκφράζοντας την ίδια μοντέρνα ευαισθησία (αυτή που στην ποίηση φανέρωσε ο υπερρεαλισμός), πρωτοπορούν σε σύγκριση με τις άλλες τέχνες. Στο τέλος της επιφυλλίδας ο Ελύτης χαιρετίζει τη συναδέλφωση των ανθρώπων του σινεμά στα στούντιο των Σοβιέτ και των Η.Π.Α., στην αρχή της παγκόσμιας μεταπολεμικής ειρηνικής συνύπαρξης των λαών. Πάντως η οραματική αισιοδοξία του φαίνεται να αγνοεί το τότε ορατά διαφαινόμενο ελληνικό δράμα, τον Εμφύλιο.
Κάθε μεγάλη εποχή έχει και τη δική της ειδικώς ιδιότυπη ευαισθησία που βρίσκει βέβαια τον τρόπο να εκφραστεί μέσ’ απ’ όλες τις γνωστές μορφές της τέχνης, ευνοεί όμως μίαν απ’ όλες αυτές ιδιαίτερα και την κάνει έτσι μέσα στα χρονικά περιθώρια της έκτασής της εξαιρετικά ν’ ανθίσει. Η δραματική ποίηση στην κλασική Αθήνα, οι πλαστικές τέχνες στην Αναγέννηση, η μουσική στη ρομαντική Ευρώπη δείχνουν τί υπονοεί ο συλλογισμός αυτός.
Με βάση λοιπόν τον ίδιο συλλογισμό θα μπορούσε να υποστηρίξει κανένας σήμερα ότι η εποχή που αρχίζει είναι πιθανό να βρει κυριαρχικότερα την έκφρασή της στη λυρική ποίηση και στον κινηματογράφο. Η γνώμη αυτή πέφτοντας απότομα και σ’ ένα έδαφος κάπως απροετοίμαστο φυσικό είναι να παραξενέψει τουλάχιστον ως προς το δεύτερο μέρος της. Κι αλήθεια δεν πάει πολύς καιρός που ο κινηματογράφος εύρισκε τη μεγάλη πλειοψηφία των πνευματικών μας ανθρώπων ψυχρή και δύσπιστη μπροστά του. Το γεγονός ότι μια ταινία, ακόμα και η πιο αριστουργηματική, έμοιαζε καταδικασμένη να εξαντλεί τη γοητεία της μέσα σε περιορισμένα χρονικά όρια και ν’ αχρηστεύεται γρηγορότερα κι από το πιο μέτριο ποίημα ή το πιο αμφίβολο μουσικό κομμάτι, τους έκανε διστακτικούς, τους έβαζε ν’ αναρωτιούνται στο διάστημα συζητήσεων απέραντων αν είναι ή όχι τέχνη ο κινηματογράφος, κι αν είναι δυνατόν να γίνει, αφού αποκλείεται ν’ αποκτήσει ποτέ του αυτός έναν «Οθέλλο» π.χ. ή μια «Τζοκόντα» ή μιαν «Εννάτη»! Συλλογιστική σειρά από την αφετηρία της εσφαλμένη. Πρώτα πρώτα εκείνο που έχει σημασία σήμερα δεν είναι η θεωρητική ετικέτα που μπορούμε να κολλήσουμε απάνω σ’ έναν οποιοδήποτε τρόπο έκφρασης αλλά το ποσοστό της αίσθησης ζωής και της συγκινησιακής πρόκλησης που μπορούμε να βρούμε μέσα του. Ύστερα είναι πολύ πιο σωστό αν αντί να πασχίζουμε να κατατάξουμε τον κινηματογράφο σαν έβδομη ή όγδοη έκφραση τέχνης, της μουσικής, της ποίησης κλπ., φροντίζαμε να τον ορίσουμε σαν μια κατάσταση ανεξάρτητη αλλά παράλληλη της Τέχνης, που προχωρεί μαζί της ισότιμα και είναι ικανή σαν κόσμος αυτότελος ν’ αναπτύξει μέσα στο μέλλον αντίστοιχα δικά του ξεχωριστά είδη.
Όσοι αγαπούν να μελετούν μια τέχνη όχι μόνο από τ’ αποτελέσματα που έχει δώσει αλλά και από τις υποσχέσεις που αφήνει να διαγράφονται στον ορίζοντά της, όσοι παράλληλα πιστεύουν στη συναδέλφωση κατά κάποιο τρόπο μέσα στο μέλλον του επιστημονικού πνεύματος με το ποιητικό, που τα πρώτα σημάδια τους άρχισαν κιόλας στις ημέρες μας να παρουσιάζονται, θα καταλάβουν καλύτερα τη φράση αυτή. Ο κινηματογράφος, παρ’ όλα τα σπουδαία αποτελέσματα που πέτυχε να μας δώσει ίσαμε σήμερα, δεν μπόρεσε να βρει ακόμη τον πραγματικό εαυτό του, τη γνήσια και την οριστική του μορφή. Συνυφασμένος άμεσα με τις βιομηχανικές συνθήκες της παραγωγής, εξαρτημένος από μια τεχνική που η αδιάκοπη μεταβολή της δεν επέτρεψε τη δημιουργία παράδοσης σταθερής, υποχρεωμένος ν’ ανταποκρίνεται στη μέση στάθμη ενός κοινού διαφορετικού όχι μονάχα στην κοινωνική αλλά και την εθνολογική σύστασή του, είδε να του ’ρχονται δυσκολίες και εμπόδια από την ίδια μεριά από την οποία του είχαν αρχικά έρθει τα προνομιακά του αγαθά.
Ότι τα εμπόδια αυτά θα τα υπερνικήσει δεν υπάρχει αμφιβολία. Η κοινωνική οργάνωση της ζωής, σπρωγμένη από τις ανάγκες του σύγχρονου ανθρώπου και βοηθημένη από τις νέες της πειραματικής επιστήμης κατακτήσεις, θ’ αλλάξει οπωσδήποτε βάση. Και μια τέτοια αλλαγή δεν είναι δυνατόν παρά να δημιουργήσει τους όρους τους απαραίτητους για να συλληφθεί διαφορετικά στα μέσα της πραγμάτωσής του ο παράλληλος αυτός της Τέχνης κόσμος που σαν προϋπόθεση έχει την αρμονική συνεργασία ενός πλήθους διαφορετικών και από τη φύση και από τον προορισμό τους ανθρώπων. Οι κινήσεις της φαντασίας και οι μεταμορφώσεις της πραγματικότητας στην εποχή μας είναι τόσο μεγάλες, τόσο αλλεπάλληλες και αμοιβαίες συνάμα, έχουν τόσο πλατιά προοπτική μπροστά τους, ώστε να μη μπορούν ν’ ανταποκριθούν σ’ αυτές παρά μονάχα τρόποι έκφρασης κατάλληλοι να παρακολουθήσουν ώς το ανώτατο σημείο του υπερ-λογικού των διασκελισμού τις κινήσεις και τις μεταμορφώσεις αυτές. Η συνύφανση της επιστήμης και της τέχνης για την οποία μιλήσαμε πιο πάνω και που τείνει ύστερα από δεκάδες αιώνων διακοπή να μας ξαναφέρει μ’ έναν άλλο τρόπο στην ενότητα της εποχής των Ιώνων.
Ο επικός αέρας της ανθρωπότητας του 20ού αιώνα με τις μεγάλες μετακινήσεις των μαζών και τις ιστορικές αγωνίες της. Η διείσδυση στα μυστήρια όχι πια τα μεταφυσικά αλλά τα επίγεια, τα άμεσα, τα απτά. Η επαναφορά του ρεαλισμού στο προσκήνιο με σκοπόν όχι τη φωτογράφηση της εξωτερικής ζωής, αλλά την απεικόνιση με φυσικά μέσα της πιο δυναμικής φαντασίας. Η παράλληλη τέλος και σύγχρονη ανάπτυξη και αλληλοεμπλοκή όλων αυτών σε μια κατάσταση που θα μπορούσαμε να την ονομάσουμε «ταυτοχρονισμό», εννοώντας τη Simultanéité της σημερινής ζωής, αυτά όλα αποτελούν χαρακτηριστικά των καιρών μας και συγκροτούν ακαθόριστα τώρα στην αρχή έναν καινούριο μύθο που δεν είναι δυνατόν ν’ αποδοθεί ούτε στην καθολικότητα της έκτασής του, ούτε στην οξύτητα της έντασής του παρά μόνο με την εικονοπλαστική τόλμη του ποιητή και την παραστατική ευφυΐα του σκηνοθέτη.
Η ποίηση για ν’ ατενίσει και ν’ αποδώσει τους ορίζοντες της εκφραστικής αυτής ελευθερίας εδέησε να γνωρίσει μιαν αληθινή επανάσταση. Ο κινηματογράφος δεν έχει ανάγκη από το ίδιο. Είναι πολύ νέος, ορφανός από μακραίωνη παράδοση και απαλλαγμένος από το δυσάρεστο καθήκον ν’ αντιπαλαίσει με των ίδιων προκαταλήψεων τις αντιδράσεις. Περιμένει μόνο τους κατάλληλους ανθρώπους και τις κατάλληλες συνθήκες για ν’ αναπτυχθεί και να φτάσει ώς το σημείο που οι πιο μετριοπαθείς υπολογισμοί προσδιορίζουν, δηλαδή το σημείο που από μόνο του ήδη στέκει πολύ ψηλά. Για ένα τέτοιο σκοπό συγκεντρώνει μερικές βασικές προϋποθέσεις και λειτουργικές δυνατότητες που οι άλλες μορφές της Τέχνης ή δεν τις διαθέτουν καθόλου ή τις διαθέτουν σε τρόπο που να μην είναι εφικτή η ταυτόχρονη ενάσκησή τους.
Προνόμια δηλαδή του κινηματογράφου εξακολουθούν να παραμένουν: Η προσαρμογή της ρεαλιστικής ερμηνείας σε καθεμιά φαινομενολογική υπερλογική παράσταση. Η αποδέσμευση και η έκφραση καταστάσεων συναισθηματικών αντιφατικών στην ουσία τους αλλά ικανών να συζούν μέσα στο ίδιο κλίμα. Η καταστρατήγηση των περιορισμών του χρόνου και του χώρου. Η δύναμη που μπορεί στα χέρια ενός ανθρώπου αυτοπειθαρχημένου κι εξασκημένου να προωθήσει την κίνηση και τη σύνθεση ώς τ’ ακρότατα όρια της νόμιμης ελευθερίας και να δώσει αποτελέσματα αλήθεια μοναδικά.
Στα μεγάλα στούντιο των Σοβιέτ και των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, ήδη χιλιάδες άνθρωποι εργάζονται σήμερα κάτω απ’ αυτό το πνεύμα και κινούνται προς αυτή την κατεύθυνση. Οι δρόμοι τους είναι διαφορετικοί εντελώς αλλ’ αυτό μας χαροποιεί όλους εμάς τους πιστούς της κινηματογραφίας αντί να μας αποθαρρύνει. Είναι χαρά να νοιώθουμε ότι και για την εκδήλωση αυτή του ανθρώπου όπως και για όλες τις άλλες δεν υπάρχουν ένας ή δύο αλλά χιλιάδες δρόμοι που οδηγούν στο ίδιο υπέρτατο ιδανικό. Ας μας τους αποκαλύψει λοιπόν αυτούς τους δρόμους η διεθνής άμιλλα που από σήμερα με τόσον ευνοϊκούς όρους ξαναρχίζει.
Οδυσσέας Ελύτης, «Ο κινηματογράφος κυρίαρχη έκφραση της εποχής», εφ. Ελευθερία, 16 Οκτωβρίου 1945.
Ο ποιητής Κωστής Παλαμάς στην επιφυλλίδα του «Κινηματογραφήματα» (1923) κρίνει τον (βωβό ακόμα) κινηματογράφο με έντονη δόση ειρωνείας. Η αρχική εντύπωση του αναγνώστη ότι ο Παλαμάς συντάσσεται με όσους θεωρούν «ανοσιούργημα» τη μεταφορά έργων της αρχαίας τραγωδίας στον κινηματογράφο, επειδή κρίνουν απαράδεκτη την άρση των περιορισμών που χωρίζουν την υψηλή τέχνη (λογοτεχνία) από τη χαμηλή κουλτούρα (κινηματογράφος), διαψεύδεται παρακάτω, όταν ο επιφυλλιδογράφος ποιητής αναγνωρίζει ρητά ότι το σινεμά κυριαρχεί παγκοσμίως, επειδή περικλείει, συνοψίζει και συγκεντρώνει όλες τις απολαύσεις των «ωραίων τεχνών». Αυτή είναι η βασική θέση του παλαμικού κειμένου, ο εκθειασμός του σινεμά ως νέας τέχνης που βρίσκεται σε μια πορεία υπέρβασης και εντέλει ακύρωσης των παραδοσιακών καλλιτεχνικών εκδοχών.
Είδα κάπου ότι μεγάλη κινηματογραφική εταιρεία εις την Αμερικήν, νομίζω, ανέλαβε να μεταφέρη εις την σκηνήν του κινηματογράφου τα αριστουργήματα της αρχαίας αττικής τραγωδίας, δηλονότι τον Αισχύλον, τον Σοφοκλή, τον Ευριπίδην, και τον μέγαν κωμικόν αντίμαχον εκείνων, τον Αριστοφάνη, ότι δε το άγγελμα τούτο εξηρέθισε τα νεύρα εγκρίτου ιταλικού φύλλου, το οποίον και διεμαρτυρήθη ευγλώττως εναντίον του προπαρασκευαζομένου ανοσιουργήματος. Εθαύμασα με την αφέλειαν της ιταλικής εφημερίδος. Ελησμόνησεν ότι το μελετώμενον πραξικόπημα είναι αναγκαίον παρακολούθημα της παγκοσμίου κυριαρχίας του κινηματογράφου, του επί των ημερών ημών περικλείοντος, συνοψίζοντος και συγκεντρούντος πάσας τας εκ των ωραίων τεχνών απολαύσεις. Ο Κινηματογράφος επραγματοποίησεν κατά τρόπον απροσδόκητον το όνειρον του μεγαλεπηβόλου Βάγνερ, του μελετήσαντος και αποτολμήσαντος, με όλην την δύναμιν της υπερνεφέλου τευτονικής φαντασίας του διά του μουσικού του δράματος την αδελφοποίησιν και εις είδος απεράντου συμφωνίας συνεργασίαν ποιήσεως, μουσικής, πλαστικής. Ο κινηματογράφος φιλοδοξεί με την βοήθειαν της δράσεως και μόνης να εξεγείρη και διαδοχικώς και ταυτοχρόνως εις τας καρδίας και τας διανοίας, κυριώτατα δε εις τας αισθήσεις ημών τας μεθυστικάς συγκινήσεις, τας οποίας ακόμα εξακολουθούν να αποτελώσι διά τους συντηρητικούς και τους οπισθοδρομικούς των ανθρώπων αι λεγόμεναι ωραίαι τέχναι, υπολείμματα και λείψανα χρόνων άλλων και διαθέσεων, ημέρα τη ημέρα παρακμαζουσών και εξατμιζομένων. Με την διαφοράν ότι αι ωραίαι τέχναι παρέχουν τας συγκινήσεις ταύτας ταξινομημένας και διακεκριμένας, ως ειπείν, και μοιρασμένας εις εκάστην των αισθήσεων, και οπωσδήποτ’ εξιδανικευμένας και αποκρυσταλλωμένας και στατικάς· εκάστη τέχνη, Μούσα με ιδιαίτερα γνωρίσματα και με ιδιάζοντα χαρίσματα, εκάστη αυτόνομον βασίλειον, και ότε ακόμη απευθύνεται εις την δράσιν συγκρατείται εντός ορίων, τα οποία δεν δύναται να υπερβή, χωρίς να επιφέρη σύγχυσιν και να μεταβληθή από καλλιτεχνίας εις τερατολογίαν. Εις την Μουσικήν φθάνει ο ήχος για να γοητεύη και εις την Ποίησιν ο Λόγος. Και το Θέατρον, όσον και αν εκτροχιάζεται εις θέαμα αποκλειστικόν, ποτέ δεν λησμονεί να συγκρατή τον θεατήν με την χάριν της φράσεως, ρητορικής έστω και μελοδραματικής και τετριμμένης, και ακόμη με την παρέμβασιν του ανθρωπίνου με σάρκα και οστά παράγοντος, οποίος ο υποκριτής ή ηθοποιός, είδωλον προς το οποίον απευθύνονται αμέσως οι γέλωτες και τα δάκρυα, οι ενθουσιασμοί και αι επευφημίαι του κοινού. Τώρα όλ’ αυτά, και αν δεν παρέρχωνται και αν εξακολουθούν να συγκεντρώνουν ανθρωπίνους ομάδας, φανερόν ότι απωθούνται εις την δευτέραν γραμμήν, ότι μετατίθενται εις τα μετόπισθεν, μέχρις ου, παραμελούμενα, στερηθώσι των μέσων της καλλιεργίας, και βαθμηδόν, καχεκτικά και φθισικά, εξαφανισθούν από την σκηνήν του ματαίου τούτου κόσμου. Ο λόγος μου αφορά, κυριώτατα, εις την τέχνην του λόγου. Εις την γλώσσαν, την οποίαν ο ρυθμός, ο στίχος, ο ήχος, το άσμα και υπεράνω και υποκάτω τούτων, το νόημα, και, με μία λέξιν, το ύφος, ανυψώνουν εις το άκρον άωτον της εντελείας και της εκφραστικότητος, και την παρουσιάζουν και εναλλάξ και ταυτοχρόνως εις τα πνεύματα ημών με το σώφρον μεγαλείον της Αθηνάς και με την εκλύουσαν μαγευτικότητα της Αφροδίτης. Ο Κινηματογράφος ανύψωσεν εις περιωπήν, μέχρι της χθες απροσδόκητον εις τας φαντασίας των ανθρώπων, την ταπεινήν και την αγοραίαν παντομίμαν, ετραυμάτισε θανασίμως τον Λόγον, τί λέγω ετραυμάτισε; τον επέταξε ως περιττήν πολυτέλειαν, συνεχρόνισε ταχυδακτυλουργικώς και τεραστίαν ανέδειξεν την κίνησιν, έλυσε το πρόβλημα του αεικινήτου εις τέχνην ανταρτικήν, την οποίαν διέπλασεν όλως διόλου δυναμικήν, εις το πείσμα της πλαστικής, η οποία δεν είναι παρά η ακινησία, εκστατική και υποβλητική, καθώς γνωρίζουν να είναι ωρισμένα κλασσικά αριστουργήματα, και εδημιούργησε το βωβόν δράμα, ζωγραφικήν παλλομένην, πολύπαλον, ζώσαν, ως ένσαρκον, και με όλον της το αερώδες και το ασύλληπτον, κυριώτατα δε απέδειξε την Ποίησιν, η οποία επί της σκηνής από του Αισχύλου μέχρι του Ίψεν και των συνεχιστών εκείνων δεν έπαυσε να θαυματουργή με τον Λόγον, ομού και μέσον και σκοπόν, την απέδειξε χίμαιραν παιγνιώδη, ανήκουσαν εφεξής εις το παρελθόν, στερουμένην μέλλοντος, διατηρούσαν εις το παρόν ακόμη, χάρις εις την κτηθείσαν διά των αιώνων ταχύτηταν, φασματώδη ύπαρξιν. Πόσον παιδαριωδώς εσκέπτεπτο ο Έλλην ποιητής, ότε ανέκραξε με την συνηθισμένην εις τους ομοτέχνους του αφέλειαν: «Πάντα η Ποίησις θα ζη και Χάρο δε φοβάται – Ενόσω τ’ άστρα τ’ ουρανού γυρνούν φωτιά γεμάτα – κι η φύσις έχει άνοιξιν κι η ανθρωπότης νιάτα!» Και πόσον σοφώς εστοχάζετο ο ρώσσος Τολστόη, προφητεύων ότι, αργά ή γρήγωρα, ο στίχος είναι προωρισμένος να εκλίπη ως κάτι περιττόν και μάταιον, από τας ιεροτελεστίας των λειτουργών της Τέχνης. Ο Κινηματογράφος δεν επολέμησε τον στίχον, μεθ’ όλας τας διαμαρτυρίας των καλλιεργούντων αυτόν περί της θεότητός του· τον στίχον ούτε τον επρόσεξεν· επολέμησε κ’ εγονάτισε και συνέτριψεν αυτόν τον Λόγον. Εβίασε και κατέπεισε και παρέσυρε την μεγάλην πλειονότητα των ταλαιπόρων θνητών να εντρυφά εις την χαράν του Θεάτρου, υψίστου καρπού της ποιητικής Τέχνης, χωρίς να αισθάνεται την ανάγκην του Λόγου, ή μόνον ως είδους τοιχοκολλήματος του δρόμου διά να του διευκολύνη την μύησιν εις την υπόθεσιν του κινηματογραφημένου έργου. Και πώς όχι; Αφού το παράδειγμα εις την καταφρόνησιν του Λόγου μάς το έδωκαν μεταξύ άλλων, πρώτοι πάντων δύο γόητες της αριστοτέχνιδος γλώσσης, ο γάλλος Ανατόλ Φρανς και ο ιταλός Δανούντσιο, αφού έδωκαν την άδειαν —αντί αδράς, εννοείται, αμοιβής— να κινηματογραφηθούν ωρισμένα των αριστουργήματα. Είναι, ως να παρουσιάζης επί της σκηνής, έστω και με πολυτελή ενδύματα, βασιλίσσας του άσματος, καμμίαν Πάτη και καμμίαν Μαλιβράν, με φίμωτρον. Η «Σαλαμπώ», το επικόν ποίημα του μεγάλου Φλωμπέρ κινηματογραφημένον. Είμαι βέβαιος ότι ο αδιάλλακτος ούτος ποντίφηξ της θρησκείας του Λόγου θα έσχιζε τα ρούχα του, εάν έζη και του εγίνετο πρότασις να παραδώση την κόρην του εις απογυμνωτάς και εις βεβηλωτάς. Πολύ περισσότερον τον αιθέριον Λαμαρτίνον θα συνεκλόνη αποτροπίασις, εάν ηδύνατο να φαντασθή ότι το ως ψαλμόν του Δαβίδ και ως την ιστορίαν της Εσθήρ ιερόν έπος του, τον «Ζοσλαίν», θα τον μετέβαλλον εις θέαμα κινηματογραφικόν οι πολυμήχανοι επιχειρηματίαι, πάνσοφοι και άκαρδοι ως οι ήρωες της άλλης θαυμαστής εποποιίας του, της «Πτώσεως ενός αγγέλου». Εκείνον τον οποίον δεν ηυχαρίστει καμμία μετακίνησις και μελοποίησις ακόμη, της πασιγνώστου «Λίμνης» του και την ηξίου απαρασάλευτον και απαραβίαστον εις την αρχικήν μορφήν της. Και όμως και η «Σαλαμπώ» και ο «Ζοσλαίν» εκινηματογραφήθησαν. Τώρα φαντασθήτε τον Αισχύλον, χωρίς την αδιάπτωτον θρησκευτικήν δραματικήν, και άκρον άωτον της υψιγορίας, συγκίνησίν του, τον Σοφοκλή χωρίς την παναρμόνιον εντέλεια του λόγου του, και τον Ευριπίδην, αποστερημένον της μελωδικής και φιλοσόφου ρητορείας του, εάν, εννοείται, υποπτεύεσθε οπωσδήποτε την αξίαν και την αναγκαιότητα των πραγμάτων αυτών. Και πηγαίνετε τότε να διασκεδάσετε.
Κωστής Παλαμάς, «Κινηματογραφήματα», εφ. Εμπρός, 12 Ιουνίου 1923
Μεταπολεμικοί ποιητές και κινηματογράφος
Η στάση των μεταπολεμικών ποιητών απέναντι στον κινηματογράφο είναι ποικίλη: κάποιοι τον είδαν θετικά και ανέπτυξαν καλή σχέση μαζί του, ορισμένοι τον αντιμετώπισαν με επιφύλαξη γιατί τον θεωρούσαν λαϊκό θέαμα και άρα προϊόν υποκουλτούρας, ενώ άλλοι επέδειξαν αμφιθυμία.
Οι δύο νομπελίστες ποιητές μας, Οδυσσέας Ελύτης και Γιώργος Σεφέρης, έχουν και οι δύο γράψει σχετικά. Στο μελέτημά του «Η ποίηση του κινηματογράφου και ο WaltDisney» που δημοσιεύθηκε το 1938 στο περιοδικό Νέα Γράμματα, ο Οδ. Ελύτης εκφράζει τον θαυμασμό του για τις ταινίες του Αμερικανού: «Τα sillysymphonics δημιουργήθηκαν σαν μια σειρά τολμηρών μοντέρνων ποιημάτων που το καθένα τους τροποποιεί την πραγματικότητα φτάνοντας στην υπερπραγματικότητα, που το καθένα τους είναι μια ριψοκίνδυνη πράξη του πνεύματος μέσα στις περιοχές του αγνώστου».
Αντίθετα, ο Γιώργος Σεφέρης στο άρθρο του «Η ποίηση στον κινηματογράφο», το οποίο έγραψε με αφορμή μία ταινία βασισμένη στο έργο «Φονικό στην εκκλησιά» (Murderinthe Cathedral) του T. S. Eliot, την οποία σκηνοθέτησε ο Αυστριακός George Hoellering το 1951, υποστηρίζει :«Ως τώρα ο κινηματογράφος σήμαινε την παντοδυναμία της εικόνας, ως το αποκοίμισμα της συνείδησης του θεατή. Με το πείραμα της προβολής του “Φονικού στην εκκλησιά” γυρεύουμε να υποτάξουμε την κινούμενη εικόνα στον πνευματικότερο λόγο που ξέρουμε, τον ποιητικό λόγο (…) όμως αναρωτιέμαι μήπως [αυτό] σημαίνει και την αναίρεση του κινηματογράφου: το κυνήγημα μιας χίμαιρας».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε το 1986 στο περιοδικό Διαβάζω.
Πέρα όμως από κρίσεις και κριτικές, ας δούμε πώς πέρασε ο κινηματογράφος σε αυτό καθεαυτό το ποιητικό σώμα. Είναι γνωστό το σχετικό ποίημα του Ανδρέα Εμπειρίκου:
Τα μυστικά του σινεμά
Είναι σαν της ποιήσεως τη μαγεία
Είναι σαν ποταμός που ρέει
Εικών εικών και άλλες εικόνες
Κ αίφνης –διακοπή
Cut! Cut! Coupez!
(Παρών και ο clackman κάθε τόσο)
Κ έπειτα πάλι ο ποταμός
Κ έπειτα πάλι εικόνες
Και ουδέποτε χάνεται ο ειρμός
Όχι στο νόημα μα στη μαγεία
Όσο και αν ρέουν τα καρέ
Βωβού ή ομιλούντος
Σαν ποταμός που ρέει
Ή σαν κορδέλα που εκτυλίσσεται
Φθάνει να ρέει η κάθε εικόνα
Με άκραν συνέπειαν στον εαυτόν της
Φθάνει να ζει πλήρη ζωή η καθε μια
Τα μυστικά του σινεμά
Δεν είναι στο νόημα μα στην αλήθεια που έχουν
Τα ορατά οράματα κινούμενα μπροστά μας
Παράλογα ή λογικά
Τα μυστικά του σινεμά
Είναι και αυτά εικόνες.
Υπάρχουν όμως και άλλα,πιθανώς λιγότερο γνωστά ποιήματα, όπως «Το πρωί και το βράδυ» του Μίλτου Σαχτούρη (από τη συλλογή Ο Περίπατος, 1960), στο οποίο ο κινηματογράφος παρουσιάζεται ως επιθυμητός χώρος φυγής από τη σκληρή κοινωνική πραγματικότητα:
Το πρωί
βλέπεις το θάνατο
να κοιτάζει απ΄το παράθυρο
τον κήπο
το σκληρό πουλί
και την ήσυχη γάτα
πάνω στο κλαδί
έξω στο δρόμο
περνάει
τ’ αυτοκίνητο-φάντασμα
ο υποθετικός σοφέρ
ο άνθρωπος με τη σκούπα
τα χρυσά δόντια
γελάει
και το βράδυ
στον κινηματογράφο
βλέπεις
ό,τι δεν είδες το πρωί
το χαρούμενο κηπουρό
το αληθινό αυτοκίνητο
τα φιλιά με το αληθινό ζευγάρι
ότι δεν αγαπάει το θάνατο
ο κινηματογράφος
Με τον ίδιο τρόπο προβάλλει τον κινηματογράφο και ο Τίτος Πατρίκιος στο ποίημά του «Στον κινηματογράφο» (συλλογή Μαθητεία, 1963):
Ευγενικά ακουμπάμε δίπλα-δίπλα
γελάμε ή συγκινιόμαστε
ο διώκτης κι ο κυνηγημένος
ο βασανισμένος κι ο βασανιστής
ο εραστής και ο σύζυγος.
Για δυο ώρες μοναχά μες στο σκοτάδι
ήρεμοι, άγνωστοι και φιλικοί.
Ένα άλλο ποίημα, το οποίο ο καθηγητής Ευριπίδης Γαραντούδης θεωρεί το χαρακτηριστικότερο της σχέσης που οι μεταπολεμικοί ποιητές ανέπτυξαν με το σινεμά, είναι του Λουκά Κούσουλα. Γράφτηκε μεταξύ 1964 και 1977 (απροσδιόριστο πότε ακριβώς) και έχει τον εύγλωττο τίτλο «Θερινός κινηματογράφος»:
Μας πήραν στο λαιμό τους ένα-δυο ονόματα
ηθοποιών.η όλη υπόθεση
απεδείχθη για κλάματα.
Μείναμε ωστόσο. Πού να πηγαίνεις
περασμένη πια η ώρα,
χάνοντας ίσως από πάνω και τη δροσιά,
και τα εισιτήρια καλοπληρωμένα…
Αφρίσει-ξαφρίσει που λέει κι ο λαός.
Το πήραμε εξάλλου ελαφρά.
Ωραίο καλοκαιρινό βράδυ
με τον κόσμο να σμαριάζει χαρούμενος στα μπαλκόνια
και τα ουράνια πάνω μας
ανοιχτά.
Ξεχώριζαν κάτι αστέρια.
Από το ένα στο άλλο, χωρίς
να το καταλάβουμε καλά-καλά,
ανεπαισθήτως λοιπόν σχηματίσαμε,
θαμπή στην ανταύγεια με μια νέα ομορφιά,
τη Μεγάλη Άρκτο ολόκληρη.
Όχι, δεν ήταν μια χαμένη
βραδιά η περιπλάνησή μας στο απρόοπτο
καλοκαιρινό σινεμά.
Βλέπουμε ότι το θερινό σινεμά προσλαμβάνεται σαν ανοιχτός χώρος «κοινωνικής συνάθροισης, που προσφέρει στους θαμώνες του την ευκαιρία για απολαυστική φυγή στη θέαση του νυχτερινού ουρανού», όπως γράφει ο καθηγητής Ε. Γαραντούδης στο μελέτημά του «Ποίηση και κινηματογράφος», ακόμη κι αν είναι κακή η ταινία. Προβάλλει δηλαδή τον κινηματογράφο «με ρεαλιστικούς όρους, ως μέσο καθημερινής διασκέδασης, οργανικά ενταγμένο στην ατομική και τη δημόσια ζωή ανθρώπων που πολιτισμικά είναι συμφιλιωμένοι μαζί του, καθώς δεν καλλιεργούν την προσδοκία (βλ. τον στ.9: «Το πήραμε εξάλλου ελαφρά») και δεν έχουν την προκατάληψη ότι ο κινηματογράφος είναι ή πρέπει να γίνει μεγάλη τέχνη, ανάλογη της λογοτεχνίας».
Ενδιαφέρον, για τους αντίθετους λόγους, παρουσιάζει επίσης ένα μικρό και άτιτλο ποίημα που δημοσίευσε ο Ντίνος Χριστιανόπουλος το 1980 (στη συλλογή του Ιστορίες του γλυκού νερού) και αναφέρεται στον κινηματογράφο. Σε αυτό ο κινηματογράφος παρουσιάζεται αρνητικά ως μία από τις εκδηλώσεις των νέων ηθών που ευτελίζουν την πραγματική ζωή, υποκαθιστώντας τη με κούφια υποκατάστατα:
«καλύτερα να πάμε σινεμά» μου είπε
«βαριέμαι στο δωμάτό σου»
παράξενα παιδιά: προτιμούνε
να καυλώνουν εξ αποστάσεως
παρά εξ επαφής
Τα ποιήματα που παρατέθηκαν παραπάνω έχουν βασικό θέμα τους τον κινηματογράφο. Εάν επιχειρούσαμε να αναφερθούμε και στα ποιήματα που κάνουν απλή μνεία στον κινηματογράφο, ο αριθμός θα ήταν πολύ μεγαλύτερος. Εάν μάλιστα προσθέταμε και τα ποιήματα που μιλούν για αστέρες του κινηματογράφου, ο αριθμός θα έπαυε να είναι διαχειρίσιμος. Ανεξάρτητα λοιπόν από τη στάση που τήρησαν οι ποιητές απέναντι στην έβδομη τέχνη, είναι γεγονός ότι η ύπαρξή της τους απασχόλησε ιδιαίτερα, αξιώνοντας μια θέση στο εκφραστικό τους μέσο.
Μιλώντας για ποίηση με τον Τζιμ Τζάρμους
Περισσότερο από σκηνοθέτης, ο Τζιμ Τζάρμους μοιάζει να είναι ένας Αμερικάνος φίλος, ένας άνθρωπος που έχει ενδιαφέρουσες ιστορίες να αφηγηθεί, εντός κι εκτός της οθόνης. Με αφορμή το «Paterson» μοιράζεται μαζί μας μερικές από αυτές.
Μιλήστε μας λίγο για το πως προέκυψε το «Paterson», μια ταινία που μοιάζει ιδιαίτερα χαμηλότονη και ήσυχη, ακόμη και στο δικό σας, κινηματογραφικό σύμπαν.
Ήθελα να κάνω ένα φιλμ σαν αντίδοτο στο δράμα, στην δράση, στις συγκρούσεις, τις μυστηριώδεις γυναίκες. Δεν είμαι σίγουρος. Ποτέ δεν είμαι. Είμαι πολύ κακός να μιλάω γι αυτά τα πράγματα κυρίως γιατί δεν μου αρέσει να τα αναλύω. Ούτε όσο τα κάνω ούτε αφού τα έχω κάνει. Οπότε πιθανότατα όλες μου οι απαντήσεις θα είναι «δεν ξέρω. Τι νομίζεις εσύ;». Αλλά ξέρω ότι θέλαμε να κάνουμε μια ήσυχη ταινία, ηθελημένα μικρή. Και δεν χρησιμοποιώ την λέξη μικρή με την αρνητική της έκφραση, αλλά χαμηλότονη, σαν μια ταινία του Οζου, όχι ότι θέλαμε να μιμηθούμε κάποιον σκηνοθέτη συγκεκριμένα, αλλά να, είναι μια ταινία και για την ποίηση και με κάποιο τρόπο, το να είσαι ποιητής σημαίνει να παρατηρείς.
Και η πόλη του Πάτερσον; Γιατί τοποθετήσατε την δράση εκεί;
Ενδιαφέρθηκα για το Πάτερσον, όταν πήγα μια εκδρομή εκεί, 25 χρόνια πριν. Απέχει μόλις 20 χιλιόμετρα από τη Νέα Υόρκη αλλά είναι ένα μάλλον ξεχασμένο μέρος. Εχει αυτούς τους υπέροχους καταρράκτες που έδωσαν στον Αλεξάντερ Χάμιλτον την ιδέα να δημιουργήσει εκεί την πρώτη βιομηχανική πόλη στην Αμερική, που έγινε όντως. Ηταν μια πόλη γεμάτη μηχανικά κλωστήρια, κυρίως μεταξιού που κινούνταν από τον καταρράκτη. Εχει μια μεγάλη κι ενδιαφέρουσα ιστορία, πολλές απεργίες, το 1838 νομίζω έλαβε χώρα εκεί μια μαζική απεργία δύο χιλιάδων εργατών οι μισοί από τους οποίους ήταν παιδιά Ιρλανδικής καταγωγής, οι οποίοι απεργούσαν γιατί δούλευαν 13 ώρες την ημέρα, έξι μέρες την εβδομάδα. Η απεργία απέτυχε, αλλά οι ώρες εργασίας τους μειώθηκαν σε 11,5 την ημέρα και 9 ώρες το Σάββατο. Υπήρχε πολύ σκληρότητα εκεί κι ως εκ τούτου πολλοί αναρχικοί τους οποίους αναφέρουμε κάποια στιγμή στο φιλμ. Τώρα η πόλη έχει έναν εξαιρετικά ποικιλόμορφο πληθυσμό, πολλές εθνικότητές που ζουν εκεί. Έχει τον μεγαλύτερο αραβικό πληθυσμό από κάθε πόλη της Αμερικής μετά από το Ντίαρμπορν του Μίσιγκαν, πολλούς Αφροαμερικάνους, λατινοαμερικάνους, και φυσικά Ιρλανδούς και Ιταλούς. Ειναι μια πολύ ενδιαφέρουσα πολύ, αλλά ξεχασμένη και φτωχή. Το Πάτερσον είναι μια σκληρή και δύσκολη πόλη, συχνά βίαιή, αλλά έχει και ανθρώπους που απλά ζουν την ζωή τους και την καθημερινότητά τους. Η ταινία μας είναι γι αυτούς τους ανθρώπους δεν είναι ένα κοινωνικοπολιτικό ντοκιμαντέρ, αλλά είναι παράδοξο γιατί όπου κι αν κοιτάξεις βλέπεις την αντίθεση ανάμεσα στην ελπίδα και την απελπισία. Θα δεις ας πούμε ένα σπίτι να διαλύεται και να σαπίζει και στο διπλανό σπίτι, τους ανθρώπους να βάφουν την πόρτα τους. Οπού κι αν κοιτάξεις υπάρχουν αυτά τα δύο στοιχεία μαζί. Αλλά στην ταινία μας υπάρχει πολύ λιγότερη απελπισία απ΄ότι στο αληθινό Πάτερσον. Αλλά είναι μια ταινία για έναν ποιητή… Το Πάτερσον όμως έχει μια λαμπρή ιστορία ποιητών και ποίησης. Ο Γουίλιαμ Κάρλος Γουίλιαμς ήταν γιατρός εκεί, ο Αλεν Γκίνσμπεργκ μεγάλωσε εκεί, υπάρχουν ακόμη ποιητές κι εκεί και αυτό μου φαίνεται παράδοξο κι ενδιαφέρον.
Οι ποιητές ήταν ανέκαθεν οι ήρωές μου, γιατί δεν υπάρχει κανείς που να έγινε ποιητής για τα χρήματα.
Προφανώς έχετε μια ιδιαίτερη σχέση με την ποίηση.
Κατάγομαι από το Ακρον του Οχάιο μια πρώην βιομηχανική πόλη κι όταν έφυγα από εκεί στο τέλος της εφηβείας μου ο στόχος μου ήταν να γίνω ποιητής. Οι ποιητές ήταν ανέκαθεν οι ήρωές μου, γιατί δεν υπάρχει κανείς που να έγινε ποιητής για τα χρήματα. Το κάνουν από καθαρή αγάπη στην φόρμα, μια τόσο όμορφη φόρμα. Υπάρχουν τόσοι υπέροχοι ποιητές… Οταν ήμουν έφηβος ξεκίνησα να διαβάζω κυρίως γάλλους ποιητές σε μετάφραση και μέσα από αυτούς ανακάλυψα τους Αμερικάνους ποιητές, τον Γουόλτ Γουίτμαν, τον Χαρτ Κρέιν και φυσικά Γουάλας Στίβενς, τον Γουίλιαμ Κάρλος Γουίλιαμς. Κι όταν τελικά μετακόμισα στη Νέα Υόρκη για να σπουδάσω, βρέθηκα στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια με τον Κένεθ Κούκ και τον Ντέιβιντ Σαπίρο ανάμεσα στους καθηγητές μου, δυο σπουδαίους ποιητές της σχολής της Νέας Υόρκης. Το 1970 ο Ντέιβιντ Σαπίρο και ο Ρον Πάτζετ που έγραψε τα ποιήματα της ταινίας μας, εξέδωσαν το Anthology of New York Poets το οποίο όρισε την ιδέα αυτού που τώρα ονομάζουμε Σχολή της Νέας Υόρκης. Ποιητές που έχουν χιούμορ, διάθεση για ζωή, δεν είναι πάντα τόσο σοβαροί μια ιδέα βασισμένοι σε ένα μανιφέστο του Φρανκ Ο’Χαρα, ενός σπουδαίου ποιητή της Σχολής της Νέας Υόρκης, ο οποίος δούλευε ως curator του μουσείου Μοντέρνας Τέχνης, κι έγραφε ποιήματα στα διαλλείματά του για φαγητό. Ο Γουίλιαμ Κάρλος Γουίλιαμς ήταν γιατρός, ο Γουάλας Στίβενς ήταν επικεφαλής μιας ασφαλιστικής εταιρίας. Για κανέναν οι ποίηση δεν ήταν η δουλειά από την οποία ζούσε. Κανείς δεν μπορεί να ζήσει άνετα από την ποίησή του. Ολοι οι ποιητές που ξέρω είχαν πάντα μια άλλη δουλειά για τον βιοπορισμό τους. Ο Ο’Χαρα είχε γράψει στο μανιφέστο του ότι ένας ποιητής οφείλει να γράφει τα ποιήματά του, όχι για τον κόσμο, αλλά για ένα άλλο πρόσωπο. Σαν ένα μικρό σημείωμα. Κι ένα από τα πιο διακριτά παραδείγματα ενός τέτοιου ποιήματος ήταν αυτό του Γουίλιαμ Κάρλος Γουίλιαμς το οποίο ονομάζεται «this is just to say», το οποίο διαβάζουμε και στην ταινία και δεν είναι τίποτα άλλο από ένα σημείωμα αφημένο σε ένα τραπέζι. Η σχολή της Νέας Υόρκης γράφει ποιήματα για έναν άλλο άνθρωπο. Στο μυαλό τους, το να γράψεις για ολόκληρο τον κόσμο θα ήταν απλώς γελοίο.
Νιώθετε ότι κάνετε ταινίες με τον ίδιο τρόπο;
Θα ήμουν πολύ βαθιά τιμημένος αν κάποιος, κάποτε έλεγε ότι ήμουν το κινηματογραφικό αντίστοιχο των ποιητών της Σχολής της Νέας Υόρκης, γιατί ήταν κυριολεκτικά οι δάσκαλοί μου, αλλά ήταν και οι δάσκαλοί μου στην ευφορία, στην θετική διάθεση. Για παράδειγμα χρησιμοποιούν πολλά θαυμαστικά, κάτι που είναι παράδοξο στην ποίηση. Η πρώτη αράδα ενός ποιήματος του Φραν Ο’Χάρα είναι «Νέα Υόρκη, πόσο όμορφη είσαι σήμερα, σαν την Τζιντζερ Ρότζερς στο swing Time», θαυμαστικό. Να ένα παράδειγμα της «μη σοβαρότητάς τους». Ή ένα άλλο ποίημα του Κένεθ Κουκ με τον τίτλο Sleeping with Women, στο οποίο κάθε στίχος έχει την φράση «κοιμάμαι με γυναίκες». Κάθε γραμμή. «Είμαι στο Παρίσι και κοιμάμαι με γυναίκες». «Είμαι μόνος, αλλά κοιμάμαι με γυναίκες». «Ενώ κοιμάμαι, ονειρεύομαι ότι κοιμάμαι με γυναίκες». Και συνεχίζει έτσι. Οταν σπούδαζα με τον Κένεθ Κόουλ, θυμάμαι ότι μου είχε δώσει ένα ποίημα του Ρίλκε και μου είπε «Τζιμ, θέλω σε δυο μέρες να μου έχεις φέρει μια μετάφρασή του». Και του είπα, μα Κένεθ, δεν μιλάω ούτε λέξη γερμανικά. Στο οποίο μου απάντησε «ακριβώς». Αυτό ήταν το στιλ τους. Θα σε έβαζε να κάνεις μια μετάφραση ενός ποιήματος από τα γερμανικά δίχως να μιλάς την γλώσσα. Και το έκανα, έγραψα ένα ποίημα που είχε να κάνει με τους ήχους και την αίσθηση που πήρα από εκείνο το ποίημα που δεν καταλάβαινα. Οταν κάνεις σινεμά, το κοινό ολοκληρώνει ένα κύκλωμα. Δεν μπορείς να ανάψεις μια λάμπα δίχως να την βάλεις στην πρίζα. Κάπως έτσι οι θεατές μου ολοκληρώνουν αυτό το κύκλωμα. Αλλά αν κι όπως είπα δεν αναλύω την δουλειά μου, νιώθω λίγο ότι οι τελευταίες μου ταινίες είναι με κάποιο τρόπο σαν μικρά ερωτικά σημειώματα σε πράγματα που αγαπώ στον κόσμο. Οπότε ίσως έχουν κάποια σχέση με αυτό τον κόσμο.
Οταν κάνεις σινεμά, το κοινό ολοκληρώνει ένα κύκλωμα. Δεν μπορείς να ανάψεις μια λάμπα δίχως να την βάλεις στην πρίζα. Κάπως έτσι οι θεατές μου ολοκληρώνουν αυτό το κύκλωμα.
Εξακολουθείτε να ζείτε στην Νέα Υόρκη, πως είναι η πόλη τώρα σε σχέση με αυτή όταν ξεκινήσατε να κάνετε σινεμά;
Η αλήθεια είναι ότι έχω αρχίσει να κουράζομαι από την ζωή στη Νέα Υόρκη. Εξακολουθώ να ζω εκεί, αλλά μοιράζω τον χρόνο μου σε ένα μικρό σπίτι που περιτριγυρίζεται από φύση στα Κατσκιλς. Αυτή την στιγμή ζω περίπου τρεις εβδομάδες του μηνά στην πόλη και μία στην εξοχή, αλλά προσπαθώ να αντιστρέψω αυτή την ισορροπία. Το όνειρό μου στους επόμενους έξη μήνες ή τον επόμενο χρόνο θα είναι να ζω τρεις εβδομάδες τον μήνα εκεί. Η πόλη είναι πια τόσο πολύβουη και τόσο «πουλημένη», όλα εκεί έχουν να κάνουν με το χρήμα, το χρήμα, το χρήμα. Υπάρχουν τρεις φορές περισσότεροι άνθρωποι στην πόλη απ όταν μετακόμισα εκεί στην δεκαετία του 70, έχει αλλάξει τόσο πολύ. Κι ακόμη και η κουλτούρα της υποφέρει, αφού ένα underground κίνημα χρειάζεται μια νεανική ενέργεια για να αναπτυχθεί, αλλά σε μια πόλη όπου οι νέοι δεν μπορούν να ζήσουν γιατί είναι τόσο ακριβή, αυτή ενέργεια απομακρύνεται κι ανοίγει. Το νέο αίμα δεν είναι οι άνθρωποι της Wall Street, είναι καλλιτέχνες και δεν μπορούν να ζήσουν στο Μανχάταν.
Μοιάζει λίγο θλιβερό δεδομένης της ιστορίας της πόλης και της σχέσης της με την τέχνη.
Δεν νομίζω ότι χρειάζεται να είσαι σε ένα αστικό περιβάλλον, ή σε μια πόλη σαν την Νέα Υόρκη για να μπορείς να είσαι καλλιτέχνης. Στην πραγματικότητα αγόρασα το σπίτι μου στα Κατσκιλς πριν από είκοσι χρόνια για έχω ένα μέρος όπου να μπορώ να γράφω. Ηταν πολύτιμο να μπορώ να φεύγω από την πόλη. Συμβαίνουν τόσα πολλά πράγματα που σε αποσπούν εκεί κι επίσης έχω φίλους απ’ όλο τον κόσμο κι αν ζεις στην Νέα Υόρκη κάποιος θα είναι εκεί κάθε εβδομάδα. Τους αγαπώ, αλλά μερικές φορές χρειάζεσαι ένα διάλλειμα. Και το να είσαι στο δάσος είναι μια πολύ καλή δικαιολογία για να μην πας στο άνοιγμα μιας έκθεσης για παράδειγμα…
Πόσο συνδεδεμένος είστε εκεί;
Υπάρχει wifi στο σπίτι, αλλά δεν έχω σήμα για το κινητό μου τηλέφωνο οπότε πρέπει να κατέβω στην πόλη όταν θέλω να το χρησιμοποιήσω.
Εχετε κινητό τηλέφωνο πλέον;
Ναι έχω κινητό. Εχω κι ipad. Αλλά ακόμη δεν έχω κομπιούτερ. Είμαι σαν εκατομμύρια κινέζους που δεν έχουν υπολογιστή, αλλά έχουν tablet. Οταν βλέπω ανθρώπους να δουλεύουν σε υπολογιστή, πάντα με παραξενεύει ότι δεν μπορούν αν κινήσουν κάτι κατ’ ευθείαν με το δάχτυλό τους στην οθόνη; Ποντίκι, τι εννοείς ποντίκι; Γελά. Εχω δάχτυλα. Να κοίτα έχω κι ένα iphone. [το βγάζει από την τσέπη του]. Περπατούσα σε έναν δρόμο στην νέα Υόρκη κι είδα ένα μικρό μαγαζί που έκλεινε και πουλούσε όλες τις θήκες για τηλέφωνα για ένα δολάριο κι αγόρασα αυτή την θήκη με το σήμα των Motorhead. Ηταν δυο μέρες πριν πεθάνει ο Λέμι. Δυο μέρες μετά ο Λέμι ήταν νεκρός. Ελπίζω να μην φταίω σε κάτι…
Η Νέα Υόρκη είναι πια τόσο πολύβουη και τόσο «πουλημένη», όλα εκεί έχουν να κάνουν με το χρήμα, το χρήμα, το χρήμα.
Πόσος από τον εαυτό σας θα λέγατε ότι υπάρχει στο «Paterson»;
Αποφεύγω να σκέφτομαι αν οι χαρακτήρες μου έχουν κάτι από μένα, αλλά ξέρεις, ότι βγαίνει από σένα, έχει να κάνει με όλα τα πράγματα που έχεις προσλάβει, που έχεις χωνέψει. Αν κάτι σε συγκινεί το κάνεις δικό σου, σου ανήκει γιατί σημαίνει κάτι για σένα. Ενα βιβλίο, μια ταινία, ένα τραγούδι. Οπότε δεν ξέρω τι απ’ όσα κάνω, πόσο κομμάτι των χαρακτήρων ή των ταινιών μου έχει στοιχεία του εαυτού μου. Αλλά πάντα γράφω μόνος μου δεν δουλεύω με συνεργάτες ότι κι αν σημαίνει αυτό.
Και ο Ανταμ Ντράιβερ πως βρέθηκε στο σύμπαν της ταινίας σας;
Αυτή ήταν μια από τις πρώτες φορές που οι ήρωες μου δεν είχαν ήδη βρει τους ερμηνευτές τους στο κεφάλι μου από την στιγμή που έγραφα το σενάριο. Η αλήθεια είναι ότι δεν είχα δει τον Ανταμ Ντράιβερ σε πολλά πράγματα πριν το φιλμ, το είχα δει μόνο στο «Frances Ha», στο «Girls», αλλά διάβασα μια συνέντευξή του και σκέφτηκα ότι θα ήθελα να τον συναντήσω. Έβρισκα το πρόσωπό του ενδιαφέρον, τον τρόπο που κινείται, το πως παίζει, όχι σαν ένας συνηθισμένος ηθοποιός που υποδύεται έναν ρόλο, μα αντιδρώντας στους άλλους, στα ερεθίσματα που του δίνεις. Αυτού του είδους οι ηθοποιοί μου αρέσουν. Και μετά τον συνάντησα και είδα ότι ήταν τόσο κουλ και ενδιαφέροντας που μου άρεσε πολύ η ιδέα ότι θα είναι στην ταινία μου. Κι όλα αυτά πριν μάθουμε ότι θα παίξει στο «Star wars».
Είδατε την ταινία;
Οχι δεν έχω δει καμμιά από τις ταινίες του «Πολέμου των Αστρων» κι ο λόγος είναι ότι ξέρω τα πάντα, γι αυτές για τους χαρακτήρες, τη πλοκή, το ύφος την δράση, όλες τις πληροφορίες. Και πως τα ξέρω; Με το ζόρι αφού μας τα προσφέρουν σχεδόν με την βία σε έναν καταιγισμό πληροφορίας και διαφήμισης. Δεν θέλω να τις δω αυτές τις ταινίες, ονειρεύομαι ήδη τον R2D2 ακόμη κι αν δεν τον έχω δει ποτέ στην οθόνη. Είναι παντού
Και τώρα ο Καιλο Ρεν παίζει στo «Paterson».
Yeah man, δεν μπορώ να ξεφύγω με τίποτα από τον «Πόλεμο των Αστρων». [Γελά] είναι σαν να με βασανίζουν. Είναι ένα σχέδιο της NSA
«Dead Μan»- Ο Νεκρός-
το πιο αιρετικό, ανάποδο και απαισιόδοξο γουέστερν όλων των εποχών, η καλύτερη στιγμή του Τζιμ Τζάρμους και του Τζόνι Ντεπ του 1995!
Το σπινθηροβόλο πνεύμα και η διαβολεμένη ματιά του Τζιμ Τζάρμους μοιάζουν με τη βάρκα που πλέει μόνη της, οδηγώντας το πνεύμα του Βρετανού ποιητή και ζωγράφου Ουίλιαμ Μπλέικ (Τζόνι Ντεπ) προς τον καθρέφτη του ποταμού, εκεί όπου συναντώνται και κάνουν έρωτα η άκρη του ουρανού και το τέλος του ωκεανού. Την ίδια στιγμή να τραμπαλίζεται και προς τον ρεαλισμό και προς την ποίηση και προς τον σαρκασμό και προς την κοροϊδία. Ταυτόχρονα, ελεγεία και βία. Ταυτόχρονα, οι χαρακτήρες να είναι και «ζωντανοί» και συμβολικοί. Αληθινοί και ψεύτικοι. Αστείοι και σοβαροί. Ταυτόχρονα, η μεταφυσική να χορεύει με παρτενέρ την πιο άγρια Αμερική! Αν υπάρχει κάποιος σκηνοθέτης σε αυτό τον πλανήτη που μετά βδελυγμίας απεχθάνεται τη χώρα που τον γέννησε, δεν είναι άλλος από τον Τζιμ Τζάρμους. Σκεφτείτε μόνο ότι στο «Stranger than Ρaradise» («Πέρα από τον Παράδεισο» 1984) μια Ουγγαρέζα του υπαρκτού σοσιαλισμού είναι το μοναδικό πρόσωπο με νιονιό σε εκείνο το μελαγχολικό και αφασικό, ανθρώπινο τοπίο των Αμερικανών. Σκεφτείτε ότι ο λιλιπούτειος Ιταλός Ρομπέρτο Μπενίνι στο «Down by Law» («Στην παγίδα του νόμου» 1986) είναι μοναδική αχτίδα φωτός στο απέραντο, ακατοίκητο κενό του Τομ Γουέιτς κα του Τζον Λιούρι. Και τέλος, ο Dead Μan. Ένας ευτραφής, πανέξυπνος και πνευματώδης Ινδιάνος με την ονομασία Νobody (Κανένας) είναι ο οδηγός, ο σωτήρας και ο τελετάρχης του Τζόνι Ντεπ προς την ποίηση, τη λύτρωση και την Αχερουσία. White Μan you are a Dead Μan. Λευκέ άνθρωπε, είσαι νεκρός άνθρωπος!
Να τα πάρουμε από την αρχή, γιατί η ταινία μοιάζει απλή, σχεδόν νηπιακή. Πλάνη τραγική. Η ασπρόμαυρη primitive οπτική είναι άποψη, θέση και μαζί παραπλανητική αισθητική. Ας πούμε ότι η ιστορία είναι το καλώδιο. Ας πούμε ότι η σκηνοθεσία είναι μια πρίζα. Εντάξει; Ωραία. Τώρα, πώς θα προκύψει ρεύμα; Απλώς χρειαζόμαστε έναν μετασχηματιστή. Αυτή ακριβώς είναι η πηγή. Ο μετασχηματιστής. Ο Τζόνι Ντεπ μπαίνει στη σκηνή σαν αφελές, κουστουμαρισμένο και διοπτροφόρο μειράκιο, αλλά στη μέση της διαδρομής μετασχηματίζεται σε καουμπόι εκδικητή και στο τέλος, στο πνεύμα ενός θρυλικού, Βρετανού ζωγράφου, ποιητή και οραματιστή με το όνομα Ουίλιαμ Μπλέικ (1757-1827). Το ίδιο και με τον ευτραφή, πανέξυπνο και πνευματώδη Ινδιάνο με το όνομα Νobody (Κανένας). Μπαίνει σαν ιθαγενής και στη συνέχεια μετασχηματίζεται σε διανοούμενο της Οξφόρδης που συνομιλεί με τα μεγάλα πνεύματα του δυτικού αλλά και του ινδιάνικου πολιτισμού. Ανεξήγητο; Όχι! Αυθαίρετο οπωσδήποτε!
Δύο οι δυνάμεις που συγκρούονται διαρκώς σε μια μονομαχία με προαναγγελθείσα κατάληξη, όπως προαναγγελθείς είναι και ο θάνατος του Ποιητή (του Τζόνι Ντεπ, δηλαδή του αφελούς νέου που μετενσαρκώνεται σε Ουίλιαμ Μπλέικ). Ο Τζάρμους τοποθετείται απέναντι στην παράδοση του western. Από τη μια η Γη, από την άλλη ο Ουρανός. Από τη μια το σκυλολόι των πλιατσικολόγων, δολοφόνων και κανίβαλων της Άγριας Δύσης. Είναι γήινοι επειδή είναι αληθινοί. Είναι αληθινοί επειδή- το ξέρουμε ακόμα και σήμερα- είναι αρπακτικοί. Είναι αρπακτικοί, γι΄ αυτό η χώρα πανίσχυρη και κραταιά. Είναι πανίσχυρη, επειδή οι κυρίαρχες δυνάμεις λειτουργούν πέρα από κάθε ηθική. Πυρήνας της Λευκής, αμερικανικής κουλτούρας- λέει πλαγίως ο Τζάρμους- είναι η βία. Αντί για γλώσσα, η σφαίρα. Αντί για επιχειρήματα, το όπλο. Ο νόμος του δυνατού. Σκοτώνω, αρπάζω, καταβροχθίζω (ακόμα και ανθρώπινη σάρκα), κερδίζω, πλουτίζω. Αυτός ο Τζον Γουέιν , αυτή και η Γη της Αμερικής. Από την άλλη οι ποιητές, οι καλλιεργημένοι, οι σκεπτόμενοι, οι διανοούμενοι, οι Ινδιάνοι. Ο Ουρανός, δηλαδή μεταφυσική, δηλαδή πνεύματα από την παράδοση, τη λογοτεχνία, από πολυθεϊστικές, αρχαίες, θρησκείες αλλά και από θρυλικούς, κινηματογραφικούς ήρωες. Το πνεύμα του Τζιμ Τζάρμους τους ενώνει. Πνεύμα ο Ουίλιαμ Μπλέικ. Έρχεται από το Κλίβελαντ και στη συνέχεια, όπως ο άγνωστος καβαλάρης του Κλιντ Ίστγουντ, εκδικείται και σκοτώνει. Πνεύμα ο Νobody ο Ινδιάνος. Έρχεται από τη γενοκτονία των Ινδιάνων για να οδηγήσει τον Ουίλιαμ Μπλέικ στην εκδίκηση και στη συνέχεια στην Αχερουσία. «Πάει», του λέει στο τέλος, «δεν σε αφορά ο κόσμος αυτός». Το πνεύμα του Βρετανού ποιητή μετενσαρκωμένο σε δύο πρόσωπα μαζί. Από τη μια ο φτωχός, καλλιεργημένος νεαρός, από την άλλη ο Κλιντ ο εκδικητής. Η αυθαιρεσία του Τζιμ Τζάρμους πορεύεται με τη μεταφυσική και η μεταφυσική του με την ποίηση την ελεγειακή!
Δημήτρης Δανίκας
Ο ΤΖΙΜ ΤΖΑΡΜΟΥΣ ΓΙΑ ΤΟΝ «ΝΕΚΡΟ»
«Το δούλευα τουλάχιστον δυόμισι χρόνια στο μυαλό μου. Μέχρι κι εγώ έχω αλλάξει από τότε. Το να μιλάω για τον Νεκρό είναι σα να μιλάω για μια παλιά πτυχή του εαυτού μου. Μιλώ στον κόσμο σα να είναι η νέα μου ταινία και δεν είναι. Την έχω ήδη δει 4.000 φορές και τη δουλεύω πάνω από δύο χρόνια. Δεν πειράζει. Μου αρέσει αυτός ο Γάλλος ποιητής, ο Βαλερί, ο οποίος έχει πει ότι ένα ποίημα ποτέ δεν τελειώνει, το εγκαταλείπεις. Δε βλέπω ποτέ τις ταινίες μου αφότου έχουν βγει στις αίθουσες. Δεν κοιτώ ποτέ πίσω, κάπως σαν το Νεκρό».
————————————————————————————————————————————————————
Ο Ουίλιαμ Μπλέικ (1757 – 1827) δεν εκτιμήθηκε κατά την διάρκεια της ζωής του ως σπουδαίος ποιητής. Χαράκτης, ζωγράφος, συγγραφέας και οραματιστής, στην εποχή του χλευάστηκε ως παράφρων και σήμερα χαρακτηρίζεται “προφήτης” της Αγγλικής λογοτεχνίας. Άνθρωπος εκκεντρικός και πολύπλευρος, γεννήθηκε στο Λονδίνο από μια μικροαστική οικογένεια και πέθανε λίγο πριν ολοκληρώσει την εικονογράφηση της Θείας κωμωδίας του Δάντη, μιας από τις σημαντικότερες και πιο εμβληματικές εικονογραφήσεις που έγιναν ποτέ.
Η στάση των κριτικών της εποχής απέναντι του ήταν από ψυχρή ως εχθρική και οι οραματισμοί του εκλαμβάνονταν ως παραφροσύνη. Μάλιστα, σε μια από τις κριτικές πινάκων του που έχουν διασωθεί, ένας κριτικός έγραφε:
…ο Ουίλιαμ Μπλέικ, ένας δυστυχής παράφρων, ακίνδυνος κατά τα άλλα και γι’ αυτό έξω από το άσυλο, θα περνούσε εντελώς απαρατήρητος αν δεν διακήρυσσαν δημόσια τον θαυμασμό τους για αυτόν πολλοί διακεκριμένοι καθηγητές και ερασιτέχνες. Οι έπαινοι τους οποίους οι κύριοι αυτοί επεφύλαξαν πέρυσι στις εικονογραφήσεις του Τάφου (του Robert Blair) που φιλοτέχνησε ο δυστυχής, κατόρθωσαν να τον ωθήσουν να δημοσιοποιήσει την τρέλα του και έτσι να τον εκθέσουν και πάλι αν όχι στη χλεύη, στον οίκτο του κοινού.”
Ο ίδιος ο Μπλέικ, προσπαθώντας να υπερασπιστεί το έργο του απαντούσε:
Ενώ, το 1863, βαθύτατα συντετριμμένος από την κοινωνική απομόνωση στην οποία είχε περιέλθει, έγραφε, σε ένα ποίημα που πλέον θεωρείται από τα πιο αναγνωρίσιμα της Αγγλόφωνης ποίησης.
το Auguries of Innocence (Οιωνοί της αθωότητας)
O Andrei Tarkovsky και η ποίηση των στιγμών
Για το ποιητικό σύμπαν του Andrei Tarkovsky έχουν γραφτεί πολλά. Είτε επιπλέει ανάμεσα σε διαστημικά συντρίμια είτε πετάει λίγα μέτρα πάνω από το κρεβάτι, η κινηματογραφική αφήγηση είναι εκείνη που ορμάει μπροστά και η πραγματικότητα τρέχει με γρήγορο βηματισμό να την προλάβει. Ένα δωμάτιο που πλημμυρίζει και καταρρέει, τοίχοι που σαπίζουν, μια φωτιά που σιγοκαίει, ένας καθρέφτης που αντανακλά το χάος. Σε κάθε περίπτωση, είτε πρόκειται για διαστημική περιπέτεια είτε για κλειστοφοβικό αυτοβιογραφικό δράμα, το σινεμά του Tarkovsky περικλείει μέσα του τη σημαντική δύναμη ν’ ανακαλύπτει νέους τρόπους να εκφράσει την πραγματικότητα.
Η λέξη είναι μονάχα ο φλοιός,
Μόνο η μεμβράνη, ένας ήχος αδειανός,
Όμως μέσα του σπαρταρά παράξενα
Ένα κατακόκκινο σημείο.
Χτυπά το αίμα, πάλλεται η φλέβα,
Παίρνει φωτιά μια ακτίνα,
Όμως εσένα δεν σε νοιάζει
Αν η τύχη σου έρχεται στον κόσμο με πουκάμισο (1).
Στη λέξη υπάρχει δύναμη πολύ παλιά
Κι έτυχε να είσαι ποιητής
Και δεν υπάρχει άλλος δρόμος
Συχνά, στο ρωσικό λογοτεχνικό σύμπαν, η αφηγηματική αιτιότητα δίνει τη θέση της σε ποιητικές συνδέσεις. Ο Tarkovsky, προερχόμενος από οικογένεια με μακριά ποιητική παράδοση, με τον πατέρα του, Arseny Tarkovsky, μάλιστα, να αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους ποιητές στη μεταεπαναστατική Ρωσία, δε θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση. Στη φιλμογραφία του, το περιβάλλον συχνά συμπληρώνει τις σκέψεις και τις προθέσεις των ηρώων, οι αναμνήσεις περιπλέκονται με το παρόν, οι σχέσεις αιτίου-αιτιατού χαλαρώνουν, τα πρόσωπα παραλλάσσονται. Για το σινεμά του Tarkovsky, ο κόσμος είναι μια καλοκουρδισμένη μηχανή όπου όλα συνδέονται, όλα κάτι θέλουν να πουν. Γι’ αυτόν τον λόγο, αναφερόμαστε σε ένα σινεμά που δεν υποδεικνύει στον θεατή τι πρέπει να νιώσει, παρά μόνο τον υποβάλλει στην ατμόσφαιρά του, που είναι γεμάτη μαγικό ρεαλισμό και συνδέσεις. Μιλάμε για ένα σκηνοθετικό ύφος που επιτρέπει στον θεατή να δεχτεί την αφήγηση με τέτοιο τρόπο, ώστε να ταιριάζει στις δικές του ιδέες για την ύπαρξη. Με τα λόγια του ίδιου του δημιουργού:
Για τι πράγμα μας μιλάει αυτή η ταινία; Είναι μια ταινία για έναν άνθρωπο. Όχι τον συγκεκριμένο που ακούμε με τη φωνή του Ιννοκέντι Σμοκτουνόφσκι. Είναι μια ταινία για σένα, για τον πατέρα σου, για τον παππού σου, για κάποιον που θα ζει ύστερα από ‘σενα και θα εξακολουθεί να είναι εσύ. Για έναν άνθρωπο που ζει στη γη, αποτελεί κομμάτι της γης και η γη αποτελεί κομμάτι του εαυτού του· για το ότι ένας άνθρωπος είναι υπόλογος για τη ζωή του απέναντι στο παρελθόν, όσο και στο μέλλον. Απλώς παρακολούθησε την ταινία κι άκου τη μουσική του Bach και την ποίηση του Arseny Tarkovsky. Δες την όπως κοιτάει κανείς τ’ αστέρια, τη θάλασσα, ή όπως θαυμάζει ένα τοπίο. Δε θα βρεις εδώ μαθηματική λογική, γιατί αυτή η λογική δεν μπορεί να εξηγήσει τι είναι ο άνθρωπος και ποιό είναι το νόημα της ζωής.
Από τον εαυτό μου ειδήσεις δεν θέλω πιά,
τον εαυτό μου αποχαιρετώ ολοκληρωτικά,τον εαυτό μου αφήνω στο κενό,
με βλέπω αδιάφορα σαν κάποιος άλλος να ’ναι εδώ.Διαβάζω σελίδες από τα άγραφα βιβλία,
ακούω του στρογγύλου μήλου την κυκλική ομιλία,Μα κάποτε, άνθρωποι, φύλλα και χόρτα, ψάρια και πέτρες βαριές,
έβρισκαν μέσα μου λέξεις βαθιές.
Στην εποχή τους, οι ταινίες του Tarkovsky παραγνωρίστηκαν από τα κυρίαρχα μέσα και χαρακτηρίστηκαν από τους κριτικούς σαν μακρόσυρτες και δυσνόητες. Το δημοφιλέστερο περιοδικό για τον κινηματογράφο της εποχής, Sovietsky Ekran, υποβαθμίζει τις ταινίες του δημιουργού σαν «ακαταλαβίστικες και πολύ βαρετές» και καλεί το κοινό να απέχει από τις προβολές τους. Ο απλός κόσμος της Ρωσίας, ωστόσο, χωρικοί από τα προάστια του Λένινγκραντ, εργάτες εργοστασίων, καθηγητές της μέσης εκπαίδευσης κι ακόμα μητέρες, μαθήτριες και εργάτριες, αγκάλιασαν τις ταινίες του και τις ανέδειξαν σε ταξικό και συναισθηματικό σύμβολο της εποχής, παρά τις περιορισμένες προβολές τους. Πληθώρα επιστολών και ευχαριστήριων σημειωμάτων κατέκλυζε την οικία Tarkovsky μετά τις προβολές των ταινιών του στη Ρωσία. Χαρακτηριστική είναι η επιστολή που παραθέτει ο ίδιος στο δοκίμιό του «Σμιλεύοντας τον Χρόνο», προερχόμενη από έναν εργάτη εργοστασίου στο Λένινγκραντ, σπουδαστή σε νυχτερινό σχολείο:
Σου γράφω με αφορμή τον «Καθρέφτη» (1975), μια ταινία που δεν μπορώ να μιλήσω γι’ αυτήν, επειδή τη ζω. Είναι μεγάλη αρετή να μπορείς να ακούς και να καταλαβαίνεις. Αν δύο άνθρωποι δοκίμασαν έστω μια φορά την ίδια εμπειρία, θα μπορέσουν να καταλάβουν ο ένας τον άλλο – ακόμα κι αν ο ένας ζούσε στην εποχή των μαμούθ και ο άλλος την εποχή του ηλεκτρισμού.
Είναι αυτό το στοιχείο του πανανθρώπινου σινεμά, που θα λέγαμε ότι επαληθεύει την ύπαρξη ενός συλλογικού ασυνείδητου που είναι κοινό στον άνθρωπο και ξεπερνάει τις διαπροσωπικές διαφορές: Παρακάτω στο «Σμιλεύοντας το Χρόνο», ο Tarkovsky παραθέτει μια επιστολή που του γράφει μια γυναίκα από την πόλη Γκόρκι:
Ευχαριστώ για τον «Καθρέφτη». Έτσι ακριβώς ήταν τα παιδικά μου χρόνια. Πώς το ‘ξερες όμως; Υπήρχε αυτός ο αέρας, κι η καταιγίδα. «Γκάλκα βγάλε έξω τη γάτα», φώναζε η γιαγιά μου. Μες στο δωμάτιο ήταν σκοτεινά. […] Ξέρεις, μες στο σκοτάδι του κινηματογράφου, κοιτώντας ένα κομμάτι πανί, πρώτη φορά στη ζωή μου ένιωσα ότι δεν είμαι μόνη.
Aυτού του είδους ο κινηματογράφος επικυρώνει, δηλαδή, αυτό που λίγο-πολύ υποψιαζόμασταν ήδη: η ανθρώπινη εμπειρία, πολλαπλασιαζόμενη και εμπλουτιζόμενη ανά τους αιώνες, σκορπισμένη στον άξονα του χώρου και του χρόνου, δεν παρουσιάζει τον κατακερματισμό που της προσάπτουμε, αλλά αντίθετα, υψώνει ακέραια τα ίδια πανανθρώπινα αιτήματα για αξιοπρέπεια, για κατανόηση, για αγάπη, για κοινωνική δικαιοσύνη.
Ανθρακιά από στερνά φύλλα, πυκνή φωτιά
ανεβαίνει στον ουρανό και στο μονοπάτι σου
όλο το δάσος σ’ εκνευρισμό
ίδια όπως εσύ κι εγώ τον χρόνο που μας πέρασε
Ο δρόμος καθρεφτίζεται στα δακρυσμένα μάτια σου
όπως οι θάμνοι σε αγρό πλημμυρισμένο
Όλο το παρελθόν σαν απειλή
«προσέξτε και ξανάρχομαι, φυλαχτείτε μη σας σκοτώσω»
ο ουρανός μαζεύεται προς τα πάνω, κρατάει ένα
σφεντάμι σαν τριαντάφυλλο
-πού να πύρωνε κι άλλο!- σχεδόν στο ύψος των ματιών σου
Το ερωτικό στοιχείο δε λείπει από το σινεμά του Tarkovsky αν και είναι μάλλον δευτερεύουσα θεματική σε σχέση με τα ζητήματα του χρόνου και της φθοράς, που κατέχουν πιο κυρίαρχη θέση. Ο έρωτας για τους ήρωες αυτού του κινηματογραφικού αυτού σύμπαντος είναι ένας τρόπος να αποφύγουν τη φθορά και να κυριαρχήσουν πάνω στον χρόνο και ο Tarkovsky δίνει ιδιαίτερη έμφαση σε αυτό. Κληροδοτεί, έτσι, στην ανθρωπότητα τα τριανταπέντε πιο σημαντικά δευτερόλεπτα στην ιστορία του σινεμά: το μετέωρο φιλί του λοχαγού Χόλιν, σε ένα ήσυχο ενσταντανέ ανάμεσα σε πληθώρες μαχών, με μια νοσοκόμα με το όνομα Μάσα στα «Παιδικά Χρόνια του Ιβάν» (1962). Ένα φιλί που μπορεί να περικλείει όλη την εύθραυστη και πρόσκαιρη ομορφιά της ζωής (δύο νέοι που ονειρεύονται ο ένας τον άλλον, ένα δάσος γεμάτο ανθισμένες σημύδες) και μαζί την ασχήμια και το παράλογο του πολέμου (το θλιβερό οχυρό στην άκρη του ποταμιού, τα χαρακώματα). Λιγοστά δευτερόλεπτα μιας ποιητικά ακίνδυνης αιώρησης ανάμεσα σ’ εκείνα που φέρει ο άνθρωπος ως καθήκον και στις πιο μύχιες επιθυμίες του, στην ευθύνη του θανάτου και την ανάγκη για ζωή.
[Τα αποσπάσματα που παρατίθενται στο κείμενο προέρχονται από το ποιητικό έργο του Arseny Tarkovsky και είναι δανεισμένα από τις συλλογές:
Έξι Ευρωπαίοι Ποιητές – Γκέοργκ Τρακλ, Αρσένι Ταρκόφσκι, Ρ. Μ. Ρίλκε, Τόμας Μπέρνχαρντ, Ιβάν Γκολ, Γκότφριντ Μπεν, μτφρ. Α. Ίσαρης, Gutenberg, Αθήνα:2015 και
Χρόνος – Αρσένι Ταρκόφσκι: Εικοσιπέντε στάσεις στο ποιητικό του έργο, μτφρ. Λ. Ιωαννίδης – Μ. Κισιλιέρ, Ίνδικτος, Αθήνα:2008]
Κείμενα (Πηγές)
- Γ.Βασιλειάδης, Αντρέϊ Ταρκόφσκι, Αιγόκερως, Αθήνα:2018
- Έξι Ευρωπαίοι Ποιητές – Γκέοργκ Τρακλ, Αρσένι Ταρκόφσκι, Ρ. Μ. Ρίλκε, Τόμας Μπέρνχαρντ, Ιβάν Γκολ, Γκότφριντ Μπεν, μτφρ. Α. Ίσαρης, Gutenberg, Αθήνα:2015
- Χρόνος – Αρσένι Ταρκόφσκι: Εικοσιπέντε στάσεις στο ποιητικό του έργο, μτφρ. Λ. Ιωαννίδης – Μ. Κισιλιέρ, Ίνδικτος, Αθήνα:2008]
- Αντρέι Tarkovsky, Σμιλεύοντας το Χρόνο, Νεφέλη, Αθήνα:1987
Εικόνες (Πηγές)
- https://imgur.com/r/cinematography
- http://www.cinematheia.com
- https://medium.com