Όλοι μας, λίγο πολύ, έχουμε ακουστά τον όρο «goth». Τον χρησιμοποιούμε στις ημέρες μας συχνά προκειμένου να κατατάξουμε υφολογικά (συνήθως) νεαρούς ντυμένους στα μαύρα, με βαμμένα μαύρα νύχια και άλλες παρόμοιες αισθητικές επιλογές, οι οποίοι αποστασιοποιούνται από τις κυρίαρχες πολιτιστικές τάσεις των καιρών μας. Λίγοι όμως είναι εκείνοι που γνωρίζουν τις καταβολές της «γοτθικής υποκουλτούρας» από τον Ρομαντισμό. Μολονότι στην ιστορία της Ευρώπης η γοτθική τέχνη αποτέλεσε μεσαιωνική έκφραση, η οποία είχε να κάνει κυρίως με την αρχιτεκτονική των δυτικοευρωπαϊκών χριστιανικών ναών, στη νεώτερη εποχή ο όρος ανανεώθηκε μέσα στα πλαίσια της ρομαντικής κοσμοθέασης. Ο Ρομαντισμός ήταν ένα κίνημα με πολιτική, καλλιτεχνική, φιλοσοφική και λογοτεχνική έκφραση. Η ρομαντική λογοτεχνία αποτέλεσε το πεδίο από το οποίο γεννήθηκε η νεώτερη φανταστική λογοτεχνία και τα επιμέρους ρεύματά της. Ένα εξ αυτών ήταν και εκείνο της «γοτθικής φανταστικής λογοτεχνίας».

Οι ρομαντικές «γοτθικές νουβέλες» αφηγούνταν ιστορίες τρόμου και έλαβαν το χαρακτηρισμό «γοτθικές» από τα κτήρια με την μεσαιωνική αισθητική στα οποία λάμβαναν χώρα οι υποθέσεις των πρώτων από αυτές. Το πρώτο «γοτθικό» λογοτεχνικό έργο μας έρχεται από τον Άγγλο Οράτιο Ουόλπολ το 1764 και συγκεκριμένα πρόκειται για «Το Κάστρο του Οτράντο». Έπειτα ακολούθησαν η Αν Ράντκλιφ, ο Τσαρλς Ματσούριν, το ζεύγος Σέλλεϋ, ο Πολιντόρι, ο Βύρωνας και άλλοι, που δημιούργησαν μια πολύ ισχυρή σχολή γοτθικής ρομαντικής λογοτεχνίας τρόμου στην Βρετανία.

Μπραμ Στόκερ

Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού μεγάλη απήχηση απέκτησαν τα λογοτεχνικά έργα του Washington Irving που αφηγήθηκε τον θρύλο του «ακέφαλου καβαλάρη» στο «Ο Θρύλος του Sleepy Hollow», το οποίο δημοσιεύθηκε το 1820. Ο συγγραφέας έγραψε το βιβλίο αυτό βρισκόμενος στην Αγγλία και εμπνευσμένος από ιστορίες Ολλανδών που είχαν ζήσει στο Hudson Valley της Νέας Υόρκης. Ωστόσο, την πρωτοκαθεδρία στον αμερικανικό Ρομαντισμό αξίζει να αποδώσουμε στον Έντγκαρ Άλαν Πόε (1809-1867). Στην Γερμανία, επίσης, αναπτύχθηκε μια σπουδαία σχολή γοτθικής ρομαντικής λογοτεχνίας με συγγραφείς όπως ο E.T.A Χόφμαν, ο Λούντβηχ Τηκ, ο Χάινριχ φον Κλάιστ, ο φον Άρνιμ και άλλοι. Ακολούθησε η Γαλλία με τον Θεόφιλο Γκωτιέ, τον Έκτορα Μπερλιόζ και τον Βίκτωρα Ουγκώ.

Χέινριχ φον Κλάσιτ

Ο ακραίος ρομαντισμός ήταν πολύ διάσημος στην Αγγλία και τη Γερμανία και ελαφρώς λιγότερο στην Γαλλία, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα την δημιουργία νέων ειδών γοτθικής λογοτεχνίας. Στην Γερμανία είχαμε το Schauerroman και στη Γαλλία το Georgia. Στην Γερμανία το «γοτθικό διήγημα» έλαβε διαφορετικές διαστάσεις από το αγγλικό με αλλαγές στην πλοκή καθώς βασίστηκε πάνω στη ζωή παράνομων, των ιπποτών και των στρατιωτών.

Αλλά και στην υπόλοιπη Ευρώπη η εξάπλωση της επιρροής του Ρομαντισμού συνδέθηκε με την άνθιση του γοτθικού μυθιστορήματος. Στην Ρωσία ο Αλεξέι Τολστόι και στην Ουκρανία ο Ορέστι Σομώφ συνδύασαν την γοτθική λογοτεχνία τρόμου με τις εθνικές τους παραδόσεις.. Επίσης, μολονότι ο Fyodor Dostoyevsky χαρακτηρίζονταν από τους κριτικούς ως απλά ρομαντικός ή φανταστικός λογοτέχνης, υπήρξαν άλλοι σπουδαίοι συγγραφείς όπως ο Nikolay Mikhailovich Karamzin, που είναι ο πρώτος ο οποίος έγραψε γοτθικό διήγημα στην Ρωσική Αυτοκρατορία, ο Ostrov Borngolm και ο Nikolay Ivanovich Gnedich. Τέλος, στην Ελλάδα πολλά στοιχεία «γοτθικού τρόμου» ανιχνεύονται στα έργα των σπουδαίων λογοτεχνών του ελληνικού  Ρομαντισμού όπως ήταν ο Διονύσιος Σολωμός, ο Ανδρέας Κάλβος, οι αδελφοί Σούτσοι και ο Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής.

Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής

Ωστόσο και μετά το τέλος της εποχής του Ρομαντισμού υπήρξαν νεορομαντικά πολιτιστικά ρεύματα που όχι μόνο κράτησαν την «γοτθική λογοτεχνία τρόμου» ζωντανή αλλά και την ενδυνάμωσαν. Σημαντικοί εκπρόσωποι εκείνης της εποχής ήταν οι Προραφαηλίτες (μία ομάδα από Άγγλους ζωγράφους, λογοτέχνες και κριτικούς τέχνης που δημιουργήθηκε το 1848 από τους William Holman Hunt, John Everett Milais, και Dante Gabriel Rossetti), ο Μπραμ Στόουκερ, ο Όσκαρ Ουάλιντ (στου οποίου τα έργα ανιχνεύονται επιρροές του «γοτθικού μυθιστορήματος» χωρίς όμως να μπορούμε να τα κατατάξουμε εξολοκλήρου σε αυτή την κατηγορία) και ο Ρόμπερτ Λούις Στήβενσον.

Σύμφωνα με τον David H. Richter η γοτθική λογοτεχνία λαμβάνει χώρα σε ερειπωμένα κάστρα, εγκαταλελειμμένες εκκλησίες, κλειστοφοβικά μοναστήρια και μοναχικούς δρόμους σε βουνά. Άλλα τυπικά χαρακτηριστικά είναι ο σκληρός γονιός, ο απαίσιος ιερέας, ο γενναίος νικητής, η αβοήθητη ηρωίδα και υπερφυσικά όντα όπως δαίμονες, βαμπίρ, φαντάσματα και τέρατα. Συχνά οι πρωταγωνιστές είναι κακότυχοι, έχουν εσωτερικές συγκρούσεις και είναι αθώα θύματα «διαβολικών» δυνάμεων με αποτέλεσμα πολύ συχνά τα θύματα να τρελαίνονται. Όμως η γοτθική λογοτεχνική κουλτούρα δεν έχει μόνο αυτές τις επιρροές αλλά αντλεί έμπνευση από την τέχνη, την φιλοσοφία (συνήθως την υπαρξιακή φιλοσοφία) και τις παραδόσεις (Κελτικές, Χριστιανικές, Αιγυπτιακές και παγανιστικές).

Το γκόθικ λατρεύει τις σκηνές σε νεκροταφεία. Εδώ ο κλασσικός πίνακας του Κάσπαρ Φρήντριχ

Το λογοτεχνικό αυτό κίνημα συνδέθηκε άμεσα και με την γοτθική αναγεννησιακή αρχιτεκτονική της εποχής. Εξάλλου είναι εμφανές κι από το περιεχόμενο των διηγημάτων οι αφηγήσεις των οποίων αφορούν υποθέσεις που συνήθως λαμβάνουν τόπο σε ερειπωμένα κάστρα και εκκλησίες αυτής της αρχιτεκτονικής. Συχνά οι λογοτέχνες εμπνέονταν από τέτοια ερείπια και έδωσαν σε αυτά τον συμβολισμό της κατάπτωσης και καταστροφής των δημιουργημάτων των ανθρώπων. Το ερείπιο, ως απομεινάρι του παραδοσιακά αυθεντικού, ως απόσπασμα ενός Όλου το οποίο μπορεί να έχει χάσει την υλική του αρτιότητα αλλά υφίσταται ως αρχέτυπη ιδέα, αποτέλεσε σημείο αναφοράς της ρομαντικής θεώρησης.

Γκραβούρα από τον “Καλόγερο” του Λιούις

Κατά τον 20ο αιώνα ο όρος «γοτθική λογοτεχνία» συνέχισε να χρησιμοποιείται, όχι όμως τόσο εκτενώς όσο την εποχή του Ρομαντισμού. Τα «γοτθικά μυθιστορήματα» υπάγονται πλέον στην γενικότερη κατηγορία της φανταστικής λογοτεχνίας τρόμου. Ωστόσο η ρομαντικά «γοτθική» αισθητική απλώθηκε πέρα από την φανταστική λογοτεχνία ή τα comics και στον χώρο του κινηματογράφου. Η σχέση του «γοτθικού τρόμου» με την μεγάλη οθόνη ήταν έντονη από το πρώτο μισό του 20ου αιώνα μέχρι και τις ημέρες μας. Πλέον, σκηνοθέτες όπως ο Τιμ Μπάρτον αποτελούν παραδείγματα της πιο ποιοτικής διασύνδεσης του ρομαντικά «γοτθικού» στοιχείου με τον κινηματογράφο.

Αναδημοσίευση από το περιοδικό «Φανταστική Λογοτεχνία»


Πολλοί από εμάς γνωρίζουμε λίγο-πολύ τον όρο γκόθικ (γοτθικό) που μπορεί να εφαρμοστεί στην αρχιτεκτονική, στη λογοτεχνία, στη μουσική καθώς και στην τάση Goth.

Αλλά στο σημερινό άρθρο θα ήθελα να επικεντρωθώ στη γοτθική λογοτεχνία και στο από πού προήλθε ο όρος.

Γοτθική ΛογοτεχνίαΠροέλευση: Οι Γότθοι ήταν ένα γερμανικό φύλο που μιλούσαν την γοτθική γλώσσα και οι οποίοι έπαιξαν ένα σημαντικό ρόλο στην πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Για πολλά χρόνια οι Ιταλοί τους έβλεπαν ως βάρβαρους.
 Ο Ιταλός ζωγράφος και αρχιτέκτονας Giorgio Vasari στο βιβλίο του Vite (1550) χαρακτηρίζει υποτιμητικώς τα αρχιτεκτονικά στοιχεία που δεν είναι αμιγώς κλασσικά, δηλαδή τα βάρβαρα γερμανικά, γοτθικά. Τα κτίρια μ’ αυτά τα στοιχεία σιγά-σιγά θα χαρακτηρίζονται ως γοτθικά, με κύριά τους χαρακτηριστικά τα μεγάλα παράθυρα, τα μυτερά καμπαναριά,  τις επιβλητικές προσόψεις και άλλα. Αντιπροσωπευτικά γοτθικά κτίρια είναι κυρίως καθεδρικοί ναοί, όπως η Παναγία των Παρισίων, ο Καθεδρικός Ναός της Φλωρεντίας, ο Καθεδρικός Ναός της Κολωνίας και άλλοι.

Γοτθική ΛογοτεχνίαΑρχικά Στάδια: Η γοτθική λογοτεχνία άρχισε βασικά να διαδραματίζεται γύρω από ερείπια και κοντά σε γοτθικά κτίρια. Ο Άγγλος συγγραφέας Horace Walpole ήθελε να φτιάξει ένα αμάλγαμα που αποτελείτο από τη μία από τα φαντασιώδη μεσαιωνικά ρομάντζα του παρελθόντος και από την άλλη από τα μυθιστορήματα αυστηρού ρεαλισμού της εποχής του. Και έτσι έγραψε το The Castle of Otranto (1764) που χαρακτηρίζεται ως το πρώτο γοτθικό μυθιστόρημα. Μετά ακολούθησαν o επίσης Άγγλος Matthew Lewis με το The Monk (1796), η Αγγλίδα Ann Radcliffe με το The Mysteries of Udolpho (1794),  η Mary Shelley με το Frankenstein (1818) και τέλος ο Melmoth the Wanderer (1820) του Charles Maturin. Όλα αυτά τα πρώιμα γοτθικά (ρομαντικά) μυθιστορήματα είχαν στοιχεία μυστηρίου (γοτθικά ερείπια), υπερφυσικού (φαντάσματα), προγονικές κατάρες, την τρέλα κ.α.

Ανάπτυξη: Στη Βικτωριανή εποχή η γοτθική λογοτεχνία δεν Γοτθική Λογοτεχνίαείχε μόνο τα βασικά στοιχεία που προαναφέρθηκαν, αλλά επίσης στοιχεία ψυχολογίας και ηθικής, όπως στο Strange Case of Dr Jekyll and Mr Hyde (1886) του  Robert Louis Stevenson, καταδικασμένη αγάπη, όπως στο Wuthering Heights (1847) το μοναδικό βιβλίο της Emily Brontë, ή συνδυασμό γοτθικής αρχιτεκτονικής και τρέλας, όπως στο Jane Eyre (1847) της Charlotte Brontë. Αξιοσημείωτο παράδειγμα είναι και το Dracula (1897) του Bram Stoker από τα τελευταία αμιγώς γοτθικά μυθιστορήματα,  όπως και αρκετές ιστορίες του Αμερικανού Edgar Allan Poe, με πιο σημαντικές το The Fall of the House of Usher (1839) , The Oval Portrait (1842) (το οποίο φέρεται ως κύρια πηγή επιρροής για το The 3ePicture of Dorian Gray (1891) του Oscar Wilde) και το The Pit and the Pendulum (1842). Ο Poe υπήρξε κύρια επιρροή του H. P. Lovecraft, ο οποίος εισήγαγε νέα είδη τρόμου μη-ανθρώπινου [The Call of Cthulhu (1928)],  και ο οποίος με τη σειρά του επηρέασε τον βασιλιά του τρόμου Stephen King, του οποίου βιβλία με γοτθικά χαρακτηριστικά είναι το Salem’s Lot (1975) και το Τhe Shining (1977).

Risky Oak


Η λογοτεχνία, όπως την έχουμε αγαπήσει σε βάθος χρόνου, έχει διάφορα πρόσωπα. Από ρομαντικά μυθιστορήματα με ανεκπλήρωτους έρωτες, μέχρι αστυνομικές ιστορίες με έντονο σασπένς. O μέσος αναγνώστης έχει να επιλέξει μέσα από μια ευρεία γκάμα έργων που να πληρούν τις προϋποθέσεις και απαιτήσεις του. Μια ιδιαίτερη κατηγορία της λογοτεχνίας, λοιπόν, αποτελεί η γοτθική λογοτεχνία.
Η γοτθική λογοτεχνία δεν προέκυψε ως ένα ανεξάρτητο λογοτεχνικό είδος. Είναι μέρος της γοτθικής τέχνης γενικότερα, η οποία είχε, ως επί το πλείστον, συνδεθεί με τον γοτθικό αρχιτεκτονικό ρυθμό της Γαλλίας των τελών του 12ου αιώνα. Τα παραδείγματα γοτθικής αρχιτεκτονικής είναι αναρίθμητα και αφορούν κυρίως σε καθεδρικούς ναούς και κάστρα σε όλο τον κόσμο. Παράλληλα, στην γοτθική τέχνη περιλαμβάνεται η γοτθική γλυπτική αλλά και η γοτθική ζωγραφική, όπως οι μεγάλες τοιχογραφίες των εκκλησιών ή ακόμα και τα υαλουργήματα (βιτρώ).
Το κάστρο Bran του γνωστού “Δράκουλα” στην Τρανσυλβανία, χαρακτηριστικό δείγμα γοτθικής αρχιτεκτονικής
Καταλήγοντας στην διερεύνηση της γοτθικής λογοτεχνίας, αξίζει να τονίσουμε πως το περιεχόμενο των περισσότερων έργων που ανήκουν σε αυτό το είδος, συνήθως σχετίζεται με τον τρόμο, το μυστήριο, με περιγραφές αχανών κάστρων της εποχής, με την τρέλα και τον θάνατο, ενώ πληθώρα αυτών χαρακτηρίζεται από στοιχεία ρομαντισμού και ανεκπλήρωτου έρωτα. Όσον αφορά στο περιβάλλον στο οποίο διαδραματίζονται οι ιστορίες, θα λέγαμε πως στα περισσότερα έργα επικρατεί κυρίως το σκοτάδι, ενώ συχνά συναντούμε έντονες φυσιολατρικές περιγραφές όπως αυτές δασών, εξωτικών τόπων, θαλασσών, λιμνών και κουλτουρών, μακριά από τους οικείους μας πολιτισμούς.
Τις απαρχές της γοτθικής λογοτεχνίας συναντούμε πίσω στο 1764, όταν ο Horace Walpole θέτει εν αγνοία του τις βάσεις για την καθιέρωση του είδους, με το έργο του “Το κάστρο του Οτράντο”, το οποίο αποτελεί την κορυφή του παγόβουνου. Τοξικές οικογενειακές σχέσεις, ένα σκοτεινό κάστρο, μυστικά περάσματα και πόρτες – παγίδες είναι μερικά από τα στοιχεία τα οποία εδραίωσαν το συγκεκριμένο έργο στην κορυφή της γοτθικής λογοτεχνίας.
Την παράδοση του Walpole συνεχίζουν τον 19ο αιώνα οι αδερφές Emily και Charlotte Brontë, με τα έργα τους “Ανεμοδαρμένα Ύψη” και “Τζέιν Έιρ” αντίστοιχα. Με έντονο το ρομαντικό – ερωτικό στοιχείο που συχνά παραμένει ανεκπλήρωτο αφενός και την διαβίωση μέσα σε δυσλειτουργικές οικογένειες αφετέρου, μεταφέρουν ξεκάθαρα μηνύματα σχετικά με την εμπιστοσύνη, την ελευθερία και την ανεξαρτησία. Παράλληλα την ίδια εποχή, ο Αμερικανός Edgar Allan Poe αρχίζει να συγγράφει γοτθικά έργα όπως τo “Κοράκι”, τον “Μαύρο Γάτο” και άλλα, καθιερώνοντας τον εαυτό του ως έναν από τους βασικότερους εκπροσώπους του είδους, ενώ το “Πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέυ” του Oscar Wilde, με έντονες περιγραφές της βικτωριανής εποχής, αποτελεί ένα ακόμα σημαντικό έργο της κατηγορίας.
 
Μεταγενέστερα, τη σκυτάλη παίρνουν διάφοροι συγγραφείς οι οποίοι επικεντρώνονται στις ερωτικές σχέσεις, αλλά και στον τρόμο. Τα γοτθικά έργα του 20ού αιώνα αρχίζουν και γίνονται ακόμα πιο οικεία στον μέσο αναγνώστη, αφού πολλά εξ’ αυτών πλέον εμπνέουν διαχρονικές κινηματογραφικές παραγωγές. Πιο συγκεκριμένα αναφερόμαστε στα έργα “Ο Φρανκενστάιν”, “Ο Δράκουλας”, “Το φάντασμα της όπερας”, “Η Παράξενη Υπόθεση του Δόκτωρ Τζέκιλ και του Κύριου Χάιντ” (έργο των τελών του 19ου αιώνα, το οποίο όμως έχει εμπνεύσει πληθώρα κινηματογραφικών παραγωγών), καθώς και σε αναρίθμητα γνωστά ακόμα, τα οποία εδραίωσαν την γοτθική λογοτεχνία ως συγγραφικό είδος και ξεκαθάρισαν το τοπίο σχετικά με το περιεχόμενό της. Τα έργα αυτά διέπονται από έναν ιδιαίτερα έντονο ατμοσφαιρικό χαρακτήρα, με παραστατικές περιγραφές, που κάνουν τον αναγνώστη να σχηματίζει εικόνες από αυτά που διαβάζει και να μεταφέρεται άριστα στο χωροχρόνο που εκτυλίσσονται τα γεγονότα.
    
Μετά τα μέσα του 1900, συναντούμε λογοτεχνικά έργα με γοτθικό αέρα από διάφορους συγγραφείς, έργα των οποίων δεν θα περιμέναμε να ανήκουν σε αυτή την κατηγορία. Πιο συγκεκριμένα ο Stephen King, στο έργο του “Σάλεμς Λότ” ήθελε να αναπαραστήσει τον χαρακτήρα του Δράκουλα, επιμένοντας στο πως θα συμπεριφερόταν ο χαρακτήρας αν γεννιόταν τον 20ό αιώνα σε μια μικρή πόλη της αμερικανικής υπαίθρου.
Προς τα τέλη του 20ού αιώνα, και ειδικότερα την δεκαετία του 1990, ο Stephen King επανέρχεται στο προσκήνιο της γοτθικής λογοτεχνίας με το έργο του “Σάκος με κόκαλα” το οποίο χαρακτηρίζεται τόσο από τον σκοτεινό αέρα του θανάτου και του μυστηρίου, όσο και από φυσικές περιγραφές, όπως της λίμνης και του σπιτιού στο οποίο απομονώνεται ο πρωταγωνιστής. Ο συγγραφέας στο εν λόγω του βιβλίο επηρεάστηκε από το γοτθικό έργο “Ρεβέκκα” των αρχών του 20ού αιώνα, αφού κατά τις πρώτες σελίδες του συναντούμε συχνά σχετικές αναφορές. Και φυσικά δεν θα μπορούσαμε να παραλείψουμε το γνωστότατο έργο του συγγραφέα “Η Λάμψη”, χαρακτηριστικό του οποίου αποτελεί πέραν του τρόμου, τον οποίο βιώνουν οι πρωταγωνιστές, η περιγραφή του σκοτεινού και αφιλόξενου ξενοδοχείου στο οποίο διαμένουν.
Παράλληλα την ίδια δεκαετία, ο Carlos Ruiz Zafón στο πρώτο έργο του “Ο Πρίγκιπας της Ομίχλης” με περιγραφές της θάλασσας, αλλά και έντονου τρόμου που αισθάνεται ο πρωταγωνιστής μπροστά στα αλλόκοτα γεγονότα που του συμβαίνουν, δημιουργεί ένα έργο άξιο κατάταξης στα έργα της παγκόσμιας γοτθικής λογοτεχνίας.
        
Τέλος θα ήταν παράλειψη να μην τονίσουμε πως γοτθικά στοιχεία συναντούμε και σε κλασσικούς Έλληνες συγγραφείς όπως τον Εμμανουήλ Ροϊδη και τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, αφού στις περιγραφές τους συναντούμε έντονες εικόνες από την φύση, από μοναστήρια και εκκλησίες, ενώ συχνά οι πρωταγωνιστές τους στοιχειώνονται από διλήμματα και ενοχές.
Μέσα από τα παραπάνω κατανοούμε το βαθμό στον οποίο επηρέασε η γοτθική λογοτεχνία την γοτθική κουλτούρα γενικότερα. Είναι βέβαιο πως τα συγκεκριμένα έργα αποτελούν κλασσικές και διαχρονικές επιλογές και βρίσκονται στις βιβλιοθήκες ακόμα και ανθρώπων που δεν είναι λάτρεις της γοτθικής λογοτεχνίας, ενώ έχουν επηρεάσει μεταγενέστερους συγγραφείς και εμπνεύσει πληθώρα κλασσικών κινηματογραφικών παραγωγών από γνωστούς σκηνοθέτες, όπως το “Ρεβέκκα” από τον Alfred Hitchcock, την “Λάμψη” από τον Stanley Kubrick και άλλες.

Αν θελήσει κανείς να κάνει «αυστηρή» χρήση του όρου «γοτθική λογοτεχνία», θα πρέπει να αναφερθεί σε ζοφερά, κλασικά έργα του τέλους του 18ου αιώνα, όπως ο «Καλόγερος» (1796) του Βρετανού Μ. Γκρέγκορυ Λιούις και τα «Μυστήρια του Ουδόλφο» (1795) της επίσης Βρετανίδας Ανν Ράντκλιφ, ζοφερές, ατμοσφαιρικές δημιουργίες, όπου τα επιβλητικά γοτθικά κτίσματα είναι καθρέφτες των σκοτεινών ατραπών της ανθρώπινης ψυχής και των τρομαχτικών, συχνά ακραίων γεγονότων που βιώνουν οι ήρωες (ή που απειλούνται από αυτά), όπως ο βιασμός ή ο βίαιος θάνατος.

Ωστόσο, γοτθικά θεωρούνται και πολλά σκοτεινά έργα της εποχής του ρομαντισμού, του συγγενικού κινήματος που εμβάθυνε κι εμπλούτισε το γοτθικό πνεύμα με νέες αποχρώσεις, δίνοντάς του νέες, πιο σύνθετες διαστάσεις, και παράγοντας αριστουργήματα, όπως το «Φρανκενστάιν» (1821) της Μαίρη Σέλλευ, ίσως το πρώτο έργο επιστημονικής φαντασίας, το «Βρυκόλακα» (1821) του Πολιντόρι, που αναδεικνύει τη θεματική του βαμπιρισμού, το «Μέλμοθ, ο Περιπλανώμενος» του εκκεντρικού Τσαρλς Μάτιουριν. Μερικά χρόνια αργότερα, ο Έντγκαρ Άλαν Πόε ανανεώνει με μοναδικό τρόπο τη γοτθική λογοτεχνία την εποχή της παρακμής του ευρωπαϊκού ρομαντισμού, ακολουθούμενος από το Ναθάνιελ Χώθορν («Το Σπίτι με τα Εφτά Αετώματα»), αλλά και άλλους εκπρόσωπους του αμερικανικού ρομαντισμού.

Στη βικτοριανή εποχή, και παράλληλα με την έκδοση ανάλαφρων φτηνών ιστοριών τρόμου (penny dreadfuls) που πρόσφεραν, ωστόσο, πασίγνωστα έργα, όπως το “Varney, the Vampire” και το “Sweeney Todd”, το γοτθικό στοιχείο γνωρίζει νέα αναβίωση στη λογοτεχνία (Victorian Gothic) με συγγραφείς, όπως οι αδελφές Μπροντέ και κλασικά έργα τρόμου («Καρμίλλα», «Δράκουλας»). Βέβαια πρόκειται περισσότερο για μετα-γοτθικά έργα που μπορεί να διατηρούν το βασικό φόντο και συχνά κάποια στοιχεία του κλασικού γοτθικού κινήματος (το φόβο του υπερφυσικού ή την κλασική φιγούρα του gothic villain), εισάγουν, όμως, ταυτόχρονα τους δικούς τους νεωτερισμούς, εκμοντερνίζοντας σημαντικά το είδος και εδραιώνοντας τη λογοτεχνία τρόμου. Κατά τη βικτοριανή περίοδο, πολλοί συγγραφείς έδωσαν τις δικές τους εκδοχές γοτθικής γραφής, είτε συμβατικές είτε πρωτότυπες. Ο αρχετυπικός Πύργος συχνά αντικαθίσταται από το στοιχειωμένο αρχοντικό και έχουμε την ακμή των ghost stories (Τσαρλς Ντίκενς, Ελίζαμπεθ Γκάσκελ, Τζόζεφ Σέρινταν Λε Φανού).
Γύρω στο 1860-1870, εμφανίζεται και το λεγόμενο sensation novel, που έχει αρκετά κοινά στοιχεία με το κλασικό gothic fiction: η τρέλα, ο φόνος, η αποπλάνηση, η απαγωγή και η εξαπάτηση αποτελούν τη θεματολογία του. Τυπικοί συγγραφείς του είδους ήταν ο Γουίλκι Κόλλινς (“The Woman in White’) και έργα όπως το «Δρ Τζέκυλ και κύριος Χάιντ» του Ρ.Λ. Στήβενσον.
Ο 19ος αιώνας φτάνει στη δύση του με σκοτεινές, παράδοξες δημιουργίες, όπως το «Στρίψιμο της Βίδας» το οποίο δίνει μια προωθημένη εκδοχή της γοτθικής λογοτεχνίας, τη «Λίλιθ», όπου κατά κάποιον τρόπο, το μακάβριο, γοτθικό στοιχείο συναντά το fantasy, τα έργα του κινήματος του Decadence (“A rebours”, «Το πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέι») και έργα συγγραφέων όπως ο Άρθουρ Μάχεν, τα οποία αναδεικνύουν μια «σκοτεινή υπερβολή» και μια παρακμιακή ατμόσφαιρα, συχνά ανάλογη έργων του Πόε.

Στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα, το gothic fiction εξακολουθεί να εξελίσσεται, με εξαίρετους συγγραφείς τρόμου, όπως το Μόνταγκιου Ρ. Τζέιμς και με ατμοσφαιρικά, μυστηριώδη έργα, όπως τη «Ρεβέκκα» της Δάφνης Ντυ Μωριέ, όπου επανεμφανίζεται το στοιχείο του ρομάντζου των κλασικών γοτθικών έργων.
Παράλληλα, γοτθικά στοιχεία ανιχνεύονται σε έργα συγγραφέων όπως ο Άλτζερνον Μπλάκγουντ και ο Χ.Φ.Λάβκραφτ, που αναδείχτηκαν μέσω άλλων λογοτεχνικών ειδών.
Την ίδια εποχή περίπου, άκμασαν διάφορα υποείδη της σύγχρονης γοτθικής λογοτεχνίας, όπως το αμερικάνικο southern gothic(με έντονο το στοιχείο του «γκροτέσκο»), με συγγραφείς όπως ο Γουίλλιαμ Φώκνερ και η Φλάννερυ Ο’ Κόννορ (εκπρόσωποι της τάσης αυτής υφίστανται και σήμερα), ενώ κάποια ιδιαίτερα έργα έλαβαν το χαρακτηρισμό του gothic fantasy (“Titus Groan”).

Από τη δεκαετία του ‘60, η γοτθική λογοτεχνία αναδύεται με ολοένα νεότερες μορφές: στο “The Haunting of Hill House” της Σίρλευ Τζάκσον, ένα κλασικό ghost story του 20ού αιώνα, η «επίδραση» του επιβλητικού αρχοντικού στον ψυχισμό των ηρώων, παίρνει πολύ προωθημένες διαστάσεις, εκμοντερνίζοντας εκ νέου τη λογοτεχνία τρόμου, ενώ τα έργα συγγραφέων όπως η Τζόυς Κάρολ Όουτς (που εν μέρει ανήκει στην τάση του “southern gothic”) και του Ρόμπερτ Μπλοχ («Ψυχώ»), συχνά απογυμνωμένα από τα κλασικά μοτίβα, δίνουν έμφαση στο «σκοτάδι» του ανθρώπινου ψυχισμού και χαρακτηρίζονται επάξια «νεογοτθικά» από πολλούς κριτικούς λογοτεχνίας. Οι ερεβώδεις πύργοι έχουν αντικατασταθεί από καταθλιπτικά σπίτια και πόλεις και οι παμπάλαιες οικογενειακές κατάρες από τον ασφυκτικό κλοιό της σύγχρονης οικογένειας και την αποξένωση του ατόμου. Το στοιχείο της τρέλας που φωλιάζει στην ψυχή του μοναχικού ατόμου παραμένει, συνοδευόμενο συχνά από αιμομιξία και σεξουαλική κακοποίηση – στοιχεία που έχουν τις ρίζες τους στις απαρχές του γοτθικού κινήματος.

Στις μέρες μας, η σύγχρονη γοτθική λογοτεχνία εκπροσωπείται από ιδιαίτερα αξιόλογους δημιουργούς, όπως οι Βρετανοί Πάτρικ Μακ Γκραθ (“Grotesque” ,1989) και Susan Hill (“The Woman in Black”, 1983) -με την τελευταία στην παράδοση του κλασικού ghost story- αλλά και από συγγραφείς όπως η Anne Rice και η Tanith Lee που ασχολήθηκαν με το πάλαι ποτέ γοτθικής προέλευσης θέμα του βαμπιρισμού. Παράλληλα, συγγραφείς όπως η Storm Constantine και η Christa Faust δίνουν το δικό τους νεογοτθικό στίγμα, προχωρώντας σε προσμείξεις στοιχείων και υβριδικά λογοτεχνικά είδη, προσφέροντας ακόμη πιο μοντέρνες εκδοχές. Σχεδόν στο σύνολό της, η σύγχρονη λογοτεχνία τρόμου αδιαμφισβήτητα οφείλει πολλά στη μακρά παράδοση του γοτθικού στοιχείου, το οποίο αποδεικνύεται διαχρονικό, αν και οι μορφές του εναλλάσσονται ανά τις περιόδους, διατηρώντας, ωστόσο, το αιώνιο στοιχείο του σκοταδιού. Το κλασικό μοτίβο του «επιβλητικού μεσαιωνικού κάστρου» παλιότερων εποχών, βέβαια, έχει σχεδόν εκλείψει, αλλά η μεταγενέστερη εκδοχή του, το «στοιχειωμένο σπίτι», υφίσταται ακόμη και μάλλον θα συνεχίσει. Και γενικά, το γοτθικό στοιχείο ανιχνεύεται λιγότερο ή περισσότερο σε πάμπολλους συγγραφείς, από τη γένεση του γοτθικού κινήματος μέχρι τη σύγχρονη εποχή. Γεγονός, πάντως, είναι πως οι φανατικοί λάτρεις της γοτθικής λογοτεχνίας πάντα ανατρέχουν στα κλασικά έργα του παρελθόντος, όπου ανιχνεύονται οι πρώτες αξέχαστες τρομαχτικές ιστορίες…

Οι Απαρχές του Γοτθικού Μυθιστορήματος

Το «Κάστρο του Οτράντο» (1764) του Οράτιου Ουόλπολ θεωρείται το πρώτο γνωστό έργο από το οποίο ξεπήδησαν τα αρχετυπικά στοιχεία του γοτθικού μυθιστορήματος: τα μεσαιωνικά επιβλητικά ερείπια που πλάθουν μια ιδιαίτερα σκοτεινή ατμόσφαιρα και τα εξίσου «σκοτεινά θέματα» που διαπραγματεύεται. Βασικά χαρακτηριστικά που γεννιούνται είναι η υπερβολή των συναισθημάτων, ο τρόμος, το υπερφυσικό μυστήριο, η έντονη αίσθηση της απειλής (ο συγγραφέας είχε μια εμμονή με το Μεσαίωνα και μάλιστα είχε χτίσει το σπίτι του σαν κάστρο). Εντούτοις, το έργο του Οράτιου Ουόλπολ είναι πολύ πρωτόλειο και σίγουρα όχι τόσο επιδραστικό όσο μεταγενέστερα έργα, που έδωσαν στο κλασικό γοτθικό μυθιστόρημα τη μορφή με την οποία το γνωρίζουν οι σύγχρονοι αναγνώστες.
Οι τρομαχτικές ιστορίες της γερμανικής παράδοσης, επίσης, φαίνεται να έχουν επηρεάσει το γοτθικό κίνημα. Δέκτες αυτής της επίδρασης ήταν περισσότερο έργα όπως ο «Καλόγερος» που είναι πιο βίαια και περιγραφικά από τα περισσότερα αγγλικά γοτθικά μυθιστορήματα, δίνοντας έμφαση στο υπερφυσικό στοιχείο αλλά και στη σεξουαλικότητα που συνδέεται με την τρέλα και το θάνατο.
Αρκετές γυναίκες συγγραφείς έπαιξαν ρόλο στη διαμόρφωση του γοτθικού μυθιστορήματος, όπως η Κλάρα Ρηβ (“The Old English Baron” -1766) και η Σοφία Λη (“The Recess”-1783).
Αξιοσημείωτο είναι πως οι γυναίκες συγγραφείς του γοτθικού μυθιστορήματος ήταν πολλές (Charlote Dacre, Charlote Smith, Regina M. Roche, Elizabeth Bonhote, Mary Wolstencraft, Eleanor Sleath, Eliza Parsons) και συνέβαλλαν αποφασιστικά στην ανάπτυξη του female gothic. Εξάλλου, και το αναγνωστικό κοινό της Ανν Ράντκλιφ αποτελούνταν κυρίως από γυναίκες.
Εκπρόσωποι της γοτθικής τάσης υπήρχαν βέβαια στη Γερμανία (Schauerroman) αλλά και στη Γαλλία (Roman Noir) και ο Γάλλος Baculard d’Arnaud θεωρείται μάλιστα πως επηρέασε την Ανν Ράντκλιφ στη σύνδεση του τρόμου με το ρομάντζο. Τα γερμανικά έργα είχαν πιο άγριες απεικονίσεις, άλλωστε και ο γερμανικός ρομαντισμός που ήταν τότε στην ακμή του, διακρινόταν από υπερβολή και σφοδρότητα.
Η Ανν Ράντκλιφ, ωστόσο, ήταν εκείνη που ουσιαστικά διαμόρφωσε το γοτθικό μυθιστόρημα όπως επικράτησε αργότερα και όπως το γνωρίζουν οι σύγχρονοι αναγνώστες, επηρεάζοντας αποφασιστικά τους ρομαντικούς αλλά και πολλούς μετέπειτα συγγραφείς του 19ου αιώνα. Η νεαρή Αγγλίδα εντελώς απροσδόκητα έγινε η πιο διάσημη Βρετανίδα συγγραφέας του τέλους του 18ου αιώνα, όχι μόνο στη χώρα της αλλά και σε ολόκληρη την ηπειρωτική Ευρώπη και τα έργα της γνώρισαν αναρίθμητες μεταφράσεις κι επανεκδόσεις μέχρι τις μέρες μας.

Ars Nocturna


Οι καιροί που βιώνουμε είναι άκρως σκοτεινοί.

Ανά τους αιώνες από την απομυθοποίηση του κλασικισμού φτάσαμε στην αποθέωση του ρομαντισμού και του σκοταδιού, και γνωρίσαμε όχι μόνο τον τρόμο αλλά και τη βαθύτερη ομορφιά του, εντρυφώντας σε έναν προβληματισμό που αγγίζει πολλαπλά πεδία

Η γοτθική αισθητική και φιλοσοφία, από την Ανν Ράντκλιφ και τον Μάθιου Λιούις, τους διάσημους εκπροσώπους του κλασικού γοτθικού μυθιστορήματος, έως τους Sisters of Mercy και το σύγχρονο gothic subculture, από τα κλασικά αριστουργήματα του Πόε και του Μπραμ Στόουκερ έως τις ταινίες του Τιμ Μπάρτον και τα σύγχρονα θρίλερ, επανεμφανίζεται με διάφορες παραλλαγές σε διαφορετικές εποχές. Πρωταγωνιστής το μυστήριο, το σκοτάδι και η απαράμιλλη γοητεία τους, μορφές βγαλμένες από τους παγκόσμιους μύθους όπως η Λίλιθ και παντοτινές φιγούρες του απόλυτου κακού που πέρασαν στη λαϊκή κουλτούρα όπως ο Κόμης Δράκουλας από κοινού με τα κλασικά πλέον μοτίβα των στοιχειωμένων αρχοντικών που έχουν μεταβληθεί σε καταθλιπτικούς ουρανοξύστες του σύγχρονου αστικού τοπίου που θα έχουν πάντα μια θέση στο συλλογικό μας φαντασιακό.

The Gothic is not of the Germans but of the Soul”

Edgar A. Poe

Στη σημερινή εποχή η γοτθική αισθητική γνωρίζει πρωτοφανή αναβίωση.

Το γκόθικ σαν φιλοσοφία είναι διαχρονικό, επίκαιρο αλλά και πολυμορφικό – επισήμως ξεκίνησε από την κλασική λογοτεχνία τρόμου του 18ου αιώνα και έφτασε μέχρι τη σύγχρονη εναλλακτική κουλτούρα, τη μουσική και τον κινηματογράφο ακριβώς γιατί ο προβληματισμός και η ενατένισή του έχουν βάθος αλλά και πλατιά απήχηση.

Από το 19ο αιώνα ως σήμερα σε εποχές συγκρούσεων, αμφισβήτησης και καταπίεσης υπήρξε τρόπος διοχέτευσης της καταπιεσμένης δημιουργικότητας ποιητών όπως ο Λόρδος Βύρων και ο Πέρσυ Σέλλευ, καλλιτεχνών, και κυρίως των νέων όπως ακριβώς η λογοτεχνία φαντασίας και η αντικουλτούρα γενικότερα. Έχει εμπνεύσει καλλιτεχνικά κινήματα όπως ο ρομαντισμός και ο υπερρεαλισμός καθώς και τη σύγχρονη εναλλακτική αισθητική και φυσικά έχει περάσει στη μόδα ελαφρώς ή… βαρέως “παραλλαγμένο” και προσαρμοσμένο στις πιο mainstream τάσεις (πχ. το μπεστ σέλλερ «Λυκόφως» ή η μουσική του Marilyn Manson), αποδεικνύοντας ωστόσο μια γοητεία απαράμιλλη και μια απίστευτη ανθεκτικότητα στο χρόνο.

Ίσως η απάντηση για τη μόνιμη επανεμφάνισή του στους αιώνες είναι ακριβώς αυτή η ομορφιά και η έλξη που ασκεί το σκοτεινό απόκοσμο στοιχείο και κυρίως η δυνατότητα διερεύνησης των απόκρυφων περιοχών της ανθρώπινης ύπαρξης: η σεξουαλικότητα, η βία, η τρέλα, η σύγκρουση καλού και κακού, διαφθοράς και αθωότητας, ο φόβος του υπερφυσικού, ο θάνατος. Η γοτθική λογοτεχνία έχει αγγίξει μια πολύ ευρεία θεματολογία που κυμαίνεται από τη μεταφυσική αγωνία του ατόμου έως βασικά κοινωνικοπολιτικά ζητήματα όπως η σύγκρουση του συντηρητικού στοιχείου με τις προοδευτικές δυνάμεις, της θρησκείας και της οικογένειας με την ατομική συνείδηση και είναι ίσως το πρώτο είδος που συστηματικά ασχολήθηκε με τη γυναικεία χειραφέτηση (female gothic), δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στη σύγχρονη εποχή στο θέμα της κοινωνικής αποξένωσης και της τρέλας (postmodern gothic) ενώ πολλοί υποστηρίζουν πως υπήρξε ο γεννήτορας της επιστημονικής φαντασίας λόγω του «Φρανκενστάιν» της Μαίρης Σέλλευ∙ ένα είδος που διδάσκεται στα σχολεία της Ευρώπης και των ΗΠΑ ως κλασική λογοτεχνία, μελετάται συστηματικά από διάσημους ακαδημαϊκούς και έχει άπειρα subgenres (American gothic, Southern gothic, Asian gothic, Canadian gothic, κλπ)

Ars Nocturna


Τα πρώτα δειλά βήματα προς τον γοτθικό κινηματογράφο εντοπίζονται στις αρχές του 20ου αιώνα. Ωστόσο ήδη το 1896 έχουμε την εμφάνιση μιας μόλις 2 λεπτών διάρκειας ταινία, με τίτλο “Πύργος του Διαβόλου” και σε σκηνοθεσία του Ζορζ Μελιές, την οποία μπορούμε να θεωρήσουμε ως την πρώτη του είδους και στην οποία παρακολουθούμε μια νυχτερίδα να μεταμορφώνεται σε Μεφιστοφελή. Παρ’ όλα αυτά, η πρώτη άξια λόγου

ταινία του είδους, ήταν το “The Avenging Consience” του 1914 σε σκηνοθεσία του πολυπράγμονος D.W.Griffith. Το θέμα της ταινίας βασίζεται στην πλοκή του κλασικού διηγήματος “The Tell Tale Heart – Η Προδότρα Καρδιά” του Poe και πραγματεύεται μια ιστορία για φόνο, με τις αντίστοιχες ενοχές του, διανθισμένο με σκηνές από τις “Ιστορίες του Γκροτέσκο και του Αραβουργήματος”. Όμως οι πραγματικές ρίζες του γοτθικού κινηματογράφου βρίσκονται στη Γερμανία, η οποία έγινε διάσημη για την παραγωγή των schauerfilme (δηλαδή ταινιών που προκαλούν ανατριχίλα) κάπου ανάμεσα χρονικά στην ανασυγκρότηση της από τον Ά Παγκόσμιο Πόλεμο και στην άνοδο των Ναζί στην εξουσία, τη δεκαετία του ’30. Ο Γερμανικός εξπρεσιονισμός, ένα κίνημα που χρωστά πολλά στο γερμανικό ρομαντισμό, αλλά αναπτύχθηκε όχι τυχαία σε μια περίοδο κοινωνικής αστάθειας και φόβων, αποτελεί την πρώτη σοβαρή απόπειρα οργάνωσης των μύθων του σινεμά του φανταστικού, σ’ έναν ομοιογενή αισθητικό και θεματικό κύκλο. Τα schauerfilme δανείστηκαν από το θέατρο και τη λογοτεχνία τη χαρακτηριστική προσέγγιση του εξπρεσιονισμού, στην οποία η ατμόσφαιρα, η διάθεση και η ψυχολογία, είχαν τον πρώτο ρόλο. Ιδιαιτέρως σημαντική, λοιπόν, στην ιστορία του γοτθικού κινηματογράφου, είναι η ταινία “Der Golem – Γκόλεμ” του 1914, βασισμένη σ’ έναν παλιό εβραϊκό μύθο, στον οποίο ένας άνδρας από πηλό αποκτά ζωή μέσα από αρχαίες καβαλιστικές τελετές για να υπερασπιστεί την εβραϊκή κοινότητα. Μια ταινία, αναμφίβολα προφητική για την εποχή της, αν αναλογιστούμε τι επακολούθησε κατόπιν στη Γερμανία. Όμως η ταινία ορόσημο, στο είδος που εξετάζουμε είναι σίγουρα, “Το Εργαστήρι του Δρος Καλιγκάρι – Das Cabinet des Dr. Caligari” του 1919. Η σουρεαλιστική ιστορία της αφορά έναν κακό υπνωτιστή ονόματι Καλιγκάρι ο οποίος παρουσιάζει τον υπνωτισμένο Καίσαρα σ’ ένα πανηγύρι, υποστηρίζοντας ότι στην ημικωματώδη κατάστασή του, μπορεί να προβλέπει το μέλλον. Ο Καίσαρας προβλέπει τον θάνατο κάποιου πελάτη και τότε ο Καλιγκάρι εκπληρώνει την προφητεία στέλνοντας τον υπνοβάτη, μόλις πέσει η νύχτα, για να σκοτώσει όσους είχε προηγουμένως προειδοποιήσει. Σε κάθε σκηνή υπάρχει ένα ειδικό σκηνικό, το οποίο κατασκευάστηκε και ζωγραφίστηκε στο χέρι, για να ταιριάζει με την ατμόσφαιρα κάθε σκηνής. Θα δείτε έτσι για παράδειγμα, τον Καίσαρα, τον υπνωτισμένο τρόφιμο, να αιωρείται σ’ ένα δρόμο που μοιάζει να έχει ξεριζωθεί από κάποιον εφιάλτη, περιστοιχισμένο με παραμορφωμένα σπίτια και μελαγχολικά παράθυρα, τα οποία μαχαιρώνονται από αστραπές και σκοτεινιάζουν μέσα σε μαύρες σκιές… Βέβαια, η αλήθεια είναι πως, όσο κι αν οι ταινίες αυτού του ρεύματος προκαλούν δέος και ενίοτε φόβο, η μόνη καθαρά ταινία τρόμου του γερμανικού εξπρεσιονισμού είναι το “Νοσφεράτου – Nosferatu”. Μια ελεύθερη διασκευή του Δράκουλα του Στόουκερ και πρώτη ταινία της βαμπιρικής μυθολογίας, που εντυπωσιάζει ακόμα και σήμερα με το λυρισμό και τη μουσικότητα των «βουβών» σκηνών της. Το Νοσφεράτου, μια αρχαϊκή λέξη της κεντρικής Ευρώπης που σημαίνει βρυκόλακας, προβλήθηκε για πρώτη φορά το 1922 και ήταν η πρώτη ταινία μεγάλου μήκους με θέμα τους βρυκόλακες. Ο Γκραφ Ορλόκ, το «τέρας» της ιστορίας, είναι ένας φαλακρός βρυκόλακας που αφήνει πίσω του, ως αναγνωριστικό σημάδι την πανούκλα. Τον ομώνυμο ρόλο, ενσάρκωσε ένας ηθοποιός που αυτοαποκαλείτο Max Schreck (τον ίδιο ρόλο έπαιξε ο Klaus Kinski στο βαριά ατμοσφαιρικό remake του Werner Herzog το 1979), ο οποίος καλύπτεται ακόμα από ένα πέπλο μυστηρίου. Στην πραγματικότητα, Schreck ήταν το καλλιτεχνικό ψευδώνυμό του, μια λέξη που στα γερμανικά σημαίνει «τρόμος» ή «φόβος». Ο συνδετικός κρίκος, που ένωσε τα γοτθικά schauerfilme με το ανερχόμενο Τρίτο Ράιχ της εποχής, απέκτησε σάρκα και οστά στο πρόσωπο του παράξενου τυχοδιώκτη και συγγραφέα επιτυχημένων βιβλίων Hanns Heinz Ewers. Το πιο επιτυχημένο βιβλίο του ήταν το Alraune (1911), το οποίο γυρίστηκε αρκετές φορές σε ταινία (το 1918, το 1928, το 1930 και το 1952), ενώ ο Ewers έγραψε πολλά σενάρια για schauerfilme, όπως την εκδοχή του φαουστικού μύθου της «συμφωνίας με τον Διάβολο» στο “Ο Φοιτητής της Πράγας – Der Student von Prag” το 1913. Ο όρος «τρόμος» δεν είχε ακόμη εφευρεθεί έτσι ώστε να προσδιορίζει το είδος και το Hollywood της βωβής εποχής είχε μονάχα έναν σταρ που εξερευνούσε με επιτυχία τα γοτθικά θέματα. Ο Lon Chaney είχε εξαρχής ένα περίεργο πλεονέκτημα στη δουλειά του, καθώς προερχόταν από κωφάλαλους γονείς και έτσι είχε αναγκαστεί να εκφράζεται από νεαρή ηλικία με κινήσεις. Έγινε ιδιαιτέρως δημοφιλής στο χώρο των σκηνοθετών, διότι οι υποκριτικές του ικανότητες και το ταλέντο του στο μακιγιάζ του επέτρεπαν να ενσαρκώνει παραπάνω από έναν ρόλους σε μια ταινία (μάλιστα σε μια παραγωγή δολοφονεί τον εαυτό του). Αυτό του χάρισε τον τίτλο του «ανθρώπου με τα χίλια πρόσωπα». Η ταινία με την οποία έγινε διάσημος ήταν η κινηματογραφική μεταφορά της “Παναγίας των Παρισίων” του Βίκτωρος Ουγκό, το 1923. Η διασημότερη ερμηνεία του ωστόσο ήταν στον ομώνυμο ρόλο του στο “Φάντασμα της Όπερας” (The Phantom of the Opera) του 1925. Ο ερχομός του ομιλούντος κινηματογράφου στα τέλη της δεκαετίας του ’20, σήμανε αυτόματα και το τέλος της καριέρας πολλών αστέρων, καθώς οι φωνές τους δεν μπορούσαν να φτάσουν στο ύψος του οπτικού τους ταλέντου. Το 1927 η Universal Pictures αγόρασε τα δικαιώματα του “Δράκουλα” του Bram Stoker για να ανεβάσει μια επιτυχημένη παραγωγή στο θέατρο. Τον ομώνυμο ρόλο ενσάρκωσε ένας Ούγγρος μετανάστης ονόματι Bela Lugosi. Το 1931 κυκλοφόρησε στους κινηματογράφους η ομώνυμη ταινία, με τον ίδιο πάντα πρωταγωνιστή. Ήταν τέτοια η επιτυχία της ταινίας, ώστε έκτοτε η ουγγρική έγινε η στερεότυπη προφορά του βρυκόλακα, μολονότι η Τρανσυλβανία βρίσκεται στην πραγματικότητα στη Ρουμανία, μια περιοχή με πολύ διαφορετική προφορά. Ακόμα και η εμφάνιση του Lugosi – μαύρα μαλλιά τραβηγμένα πίσω και κάπα – καθιερώθηκε ως εικόνα του Δράκουλα, παρά τις διαφορές που παρουσίαζε σε σχέση με το μυθιστόρημα. Κάπως έτσι λοιπόν ο γοτθικός κινηματογράφος φτάνει και στην Αμερική σηματοδοτώντας για πολλούς το 1931 ως την ημερομηνία γέννησης της «ταινίας τρόμου». Πλέον, το Hollywood είχε στα χέρια του ένα καινούργιο είδος προς εκμετάλλευση και η Universal γρήγορα προχώρησε στην παραγωγή μιας διασκευής του “Φρανκενστάιν” της Mary Shelley. Στον ρόλο του τέρατος επιστρατεύεται άλλος ένας εκπατρισμένος ηθοποιός, που μέχρι τότε αναλάμβανε δεύτερους ρόλους, ονόματι Boris Karloff ( το πραγματικό του όνομα ήταν William Henry Pratt). Στο μεταξύ, πολυάριθμα στούντιο άρχισαν να κάνουν ότι και η Universal, αφού γνώριζαν ότι αυτό το καινούργιο είδος ταινιών τρόμου, έφερνε χρήματα σε μια εποχή στην οποία η οικονομική ύφεση απειλούσε να τους αφήσει όλους άνεργους. Συγκεκριμένες εφημερίδες, ένωσαν τις δυνάμεις τους με κάθε λογής εκκλησιαστικές ομάδες και διάφορους συλλόγους ομοίων α ν τ ι λ ή ψ ε ω ν , διαμαρτυρόμενοι για την άνοδο των ταινιών του συγκεκριμένου είδους. Όμως, όπως συνήθως συμβαίνει σ’ αυτές τις περιπτώσεις, το παντοδύναμο δολάριο μιλούσε πιο δυνατά απ’ ότι εκείνοι και το κοινό συνέχιζε να πληρώνει για να δραπετεύει από τη μιζέρια της καθημερινότητας μπαίνοντας στον κόσμο του γοτθικού θεάματος. Το 1934 γυρίστηκε μια ταινία φερόμενη ως διασκευή έργου του Edgar Alan Poe, η οποία είχε ως υποτιθέμενη πηγή έμπνευσης της, την Μαύρη Γάτα (The Black Cat). Τη σκηνοθέτησε ο Edgar G. Ulmer – άλλος ένας Γερμανός βετεράνος των schauerfilme – και ήταν εν μέρει εμπνευσμένη από τις σκανδαλώδεις δραστηριότητες του Aleister Crowley. Ο Ulmer, σκηνοθέτησε εδώ, για πρώτη φορά μαζί, τους Lugosi και Karloff σε μια από τις ζοφερότερες γοτθικές ταινίες αυτής της περιόδου. Ο λάτρης του Σατανά Hjalmar Poelzig, τον οποίο υποδύεται ο Karloff και ουσιαστικά αποτείνει φόρο τιμής στον σπουδαίο εξπρεσιονιστή αρχιτέκτονα Hans Poelzig, συναντά τον παλιό του αντίπαλο, τον Lugosi δηλαδή, στο ρόλο του Vitus Werdegast (το οποίο μεταφράζεται ως «η ζωή γίνεται προσκεκλημένος»). Το 1941 η Universal κυκλοφόρησε στις αίθουσες το “The Wolf Man – Ο Λυκάνθρωπος”, συμπληρώνοντας έτσι τη σειρά των κλασικών τεράτων και σηματοδοτώντας σταδιακά το τέλος της Χρυσής Εποχής του χολιγουντιανού Gothic. Στη συγκεκριμένη ταινία πρωταγωνιστούσε ο γιος του Lon Chaney, όπου η αλήθεια είναι ότι ο ηθοποιός άλλαξε απρόθυμα το όνομά του από Cheighton Chaney σε Lon Chaney Jr., για να επωφεληθεί η εταιρία από το μύθο του πατέρα του. Παρότι ο Bela Lugosi περίμενε τον πρωταγωνιστικό ρόλο, τελικά έπαιξε το δευτερεύοντα ρόλο ενός τσιγγάνου λυκάνθρωπου σε μια τελευταία αναλαμπή της παρακμάζουσας πια σταδιοδρομίας του. Ενδιαφέρον προκαλεί το γεγονός ότι, ο λυκάνθρωπος της ευρωπαϊκής λαϊκής παράδοσης μεταμορφωνόταν ηθελημένα χρησιμοποιώντας μαγεμένα δέρματα ζώων ή μαγικά φίλτρα, εξακολουθώντας ωστόσο να είναι ευάλωτος στα κοινά όπλα. Σε αντίθεση, οι κανόνες του Hollywood απαιτούσαν οι λυκάνθρωποι να είναι τριχωτοί άνδρες με κοφτερά δόντια, οι οποίοι «κολλούσαν την ασθένεια», όταν τους δάγκωνε ένας άλλος λυκάνθρωπος. Ενώ μεταμορφώνονταν, ανάλογα με τις φάσεις της σελήνης και ήταν ευάλωτοι μονάχα σε σφαίρες από ασήμι. Παρατηρούμε λοιπόν τη δύναμη, αυτού του νέου σχετικά είδους έκφρασης καθώς παρουσιάζεται το γεγονός, ότι όλα αυτά έχουν χαρακτεί τόσο βαθιά στη λαϊκή συνείδηση (όπως συνέβη και στην περίπτωση των βρυκολάκων), ώστε στη σύγχρονη εποχή ο κινηματογράφος να θεωρείται ως η κύρια πηγή της λαϊκής μυθολογίας. Στη δεκαετία του ’40 οι ταινίες τρόμου γνώρισαν σταθερά φθίνουσα πορεία όσον αφορά τόσο στην ποσότητα όσο και στην ποιότητα. Η βρετανική λογοκρισία, η οποία από καιρό δεν ενέκρινε αυτό το είδος, χρησιμοποίησε ως δικαιολογία τον ΄Β Παγκόσμιο Πόλεμο ώστε να τις απαγορεύσει για όσο διάστημα θα διαρκούσε ο πόλεμος. Παρ’ όλα αυτά, αν και ο γοτθικός κινηματογράφος περνούσε περίοδο ισχνών αγελάδων, η δεκαετία του ’40 ανέδειξε κάποιες άξιες λόγου ατμοσφαιρικές ταινίες και συγκεκριμένα, αυτές που γύρισε για λογαριασμό του στούντιο RKO ο ρωσικής καταγωγής παραγωγός Val Lewton, ο οποίος επηρέασε τις δημιουργίες του, περισσότερο και από τους σκηνοθέτες, τους οποίους εξάλλου, ο ίδιος προσλάμβανε. Ξεχωρίζουμε ανάμεσα τους, το “Cat People – Φιλί της Μάγισσας“ του 1942 σε σκηνοθεσία Ζακ Τουρνέρ (ταινία που γυρίστηκε ξανά το 1981 με τίτλο Η αγριόγατα από τον Πολ Σρέιντερ και πρωταγωνίστρια την Nastassja Kinski σε μια αρκετά πιο πικάντικη εκδοχή), το “I Walked with a Zombie – Περπάτησα μ’ ένα Ζόμπι” του 1943 πάλι σε σκηνοθεσία Ζακ Τουρνέρ και φυσικά το “The Seventh Victim – Το Έβδομο Θύμα“, της ίδιας χρονιάς. Η αυξανόμενη δημοτικότητα της τηλεόρασης τη δεκαετία του ’50 τρομοκράτησε αρχικά το Hollywood. Σε πρώτη φάση, ο κινηματογράφος χρησιμοποίησε διάφορα τεχνάσματα. Ένα από αυτά, ήταν το 1954 η προβολή μιας τρισδιάστατης ταινίας με τίτλο “Creature from the Black Lagoon – Πλάσμα της Μαύρης Λίμνης”. Μια αμφιβόλου ποιότητας νέα είσοδο στον κατάλογο των τεράτων της Universal. Αν και η αλήθεια είναι, ότι το ανθρωπόμορφο πλάσμα με τα λέπια ήταν περισσότερο αποκύημα επιστημονικής φαντασίας παρά ένα γοτθικό τερατούργημα, σημάδι της νέας μόδας που σιγά σιγά εξαπλωνόταν. Μιας μόδας, που ήθελε τα νέα κινηματογραφικά τέρατα του ’50, να προέρχονται περισσότερο από το διάστημα ή τη ραδιενέργεια και λιγότερο από το νεκροταφείο, ενδεικτικό του ψυχροπολεμικού κλίματος που επικρατούσε. Βρισκόμαστε πια στην εποχή της rock ‘n’ roll μουσικής, εκεί όπου οι έφηβοι αναγνωρίζονται ίσως για πρώτη φορά, ως μια νέα ξεχωριστή ομάδα καταναλωτών, την ίδια στιγμή που το αυτοκίνητο γινόταν αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής, στην Αμερική. Και είναι όντας, το εφηβικό αυτό κοινό, που αντιμετωπίστηκε κυριολεκτικά και μεταφορικά, ως μάννα εξ ουρανού για τα μικρά στούντιο των B-movies. Κάπως έτσι λοιπόν, άρχισαν να πληθαίνουν τα drive-in, εκεί όπου η παρακολούθηση της ταινίας περνάει σε δεύτερη μοίρα σε σχέση με άλλες δραστηριότητες, όπως οι ερωτικές περιπτύξεις ή η κατανάλωση αλκοόλ. Στοχεύοντας βασικά σ’ ένα κοινό χωρίς ιδιαίτερες απαιτήσεις, τα στούντιο της εποχής, ανταποκρίθηκαν άμεσα, γυρίζοντας απίστευτα φτηνές ταινίες, οι οποίες θα λέγαμε, στην καλύτερη των περιπτώσεων, ότι απλά προσβάλουν τη νοημοσύνη μας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτών που προαναφέραμε, είναι η ταινία του 1959 με τίτλο “Plan 9 from Outer Space – Σχέδιο 9 από το Διάστημα“ του Edward D. Wood. Ταινία η οποία θα έμενε για πάντα στην αφάνεια, αν οι γνωστοί κινηματογραφικοί κριτικοί, αδερφοί Medved, στο επιτυχημένο τους βιβλίο του 1980 “The Golden Turkey Awards – Βραβεία Χρυσής Γαλοπούλας“ δεν την χαρακτήριζαν ως «η χειρότερη ταινία όλων των εποχών», χαρίζοντάς της μια ανέλπιστη φήμη ως cult ταινίας. Η αλήθεια είναι, ότι η μόνη σχέση του Wood με το Gothic που εξετάζουμε, είναι η στενή του φιλία με τον Bela Lugosi, τον οποίο χρησιμοποίησε και στις ταινίες του. Στο δεύτερο μέρος αυτού του αφιερώματος, θα περάσουμε να δούμε δύο καλλιτέχνες που άφησαν το σημάδι τους στον χώρο του γοτθικού κινηματογράφου και όχι μόνο. Ο λόγος φυσικά γίνεται, για τον ηθοποιό Vincent Price και τον σκηνοθέτη Roger Corman. Η πρώτη μεταφορά του Poe στη μεγάλη οθόνη από τον σκηνοθέτη Roger Corman με πρωταγωνιστή τον Price έγινε το 1960. Ο Price, είναι η αλήθεια ότι, μπήκε σχετικά αργά στις ταινίες τρόμου, έχοντας ωστόσο πίσω του μια μεγάλη καριέρα στο σανίδι αλλά και στο mainstream Hollywood (υπέγραψε με την Universal πρώτη φορά το 1938). Αρχικά τον προσλάμβαναν ως ρομαντικό χαρακτήρα αλλά, το πρόβλημα με τον Price ήταν ότι, λόγω της «αριστοκρατικής» του προφοράς (την οποία πολλοί περνούσαν για Αγγλική) θεωρήθηκε πολύ σοφιστικέ για το κοινό με αποτέλεσμα να χάσει πολλούς ρόλους. Όταν λοιπόν ο Corman έψαχνε τον σταρ του για την προβεβλημένη μεταφορά της “Πτώσης του Οίκου των Άσερ” (που πήρε τον τίτλο “Ο Πύργος των Καταραμένων”), ο Price ήταν η προφανής επιλογή. Προφανής μεν, όχι όμως φτηνή. Γεγονός που σε συνδυασμό με το ότι η ταινία εγκατέλειπε το μοντέλο της ταινίας με τέρατα που με τόση επιτυχία ακολουθούσε μέχρι τότε ο εν λόγω σκηνοθέτης, καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του ’50, ήταν κάτι παραπάνω από αρκετό για να ανησυχήσει τους παραγωγούς της AIP (American International Pictures). Έδωσαν ωστόσο το πράσινο φως για να ξεκινήσουν τα γυρίσματα, χάρη στο ρεκόρ κερδοφόρων ταινιών που είχε κάνει ο σκηνοθέτης. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Corman έδωσε στην αυτοβιογραφία του τον τίτλο How I Made a Hundred Movies in Hollywood and Never Lost a Dime, δηλαδή «Πως γύρισα 100 ταινίες χωρίς να χάσω ούτε μία δεκάρα». Μάλιστα ο συγγραφέας επιστημονικής φαντασίας Stephen King, συνήθιζε να παρομοιάζει την πρόοδο που έκανε ο Corman, περνώντας από τις «φτηνές και χαρωπές» ταινίες exploitation της δεκαετίας του ’50 στο χολιγουντιανό Gothic, με τη μεταμόρφωση της κάμπιας σε πεταλούδα… Σύμφωνα με την παράδοση του Hollywood, η AIP βλέποντας ότι όλη η υπόθεση ήταν επικερδής, ενθάρρυνε τον Corman να εκμεταλλευτεί την επιτυχημένη συνταγή όσο περισσότερο γινόταν. Όντως, στα τέσσερα χρόνια που ακολούθησαν, ο δημιουργός παρέδωσε άλλες εφτά ταινίες του λεγόμενου «κύκλου του Poe». Μαζί με τον Vincent Price, ο Corman προσέλαβε και άλλους ταλαντούχους επαγγελματίες που με τη σειρά τους, έχτισαν τη δική τους καριέρα. Επί παραδείγματι, να αναφέρουμε μεταξύ των άλλων τους: Jack Nicholson που ξεκίνησε παίζοντας ρομαντικούς πρωταγωνιστές απέναντι στους κακούς αντιήρωες Price και Boris Karloff, τον σκηνοθέτη Francis Ford Coppola ο οποίος ήταν βοηθός σκηνοθέτη του Corman και αργότερα δήλωσε σχετικά ότι για εκείνον ήταν «μια υπέροχη ευκαιρία», αλλά και τον τότε ακόμα φωτογράφο Nicolas Roeg που έδωσε στη “The Masque of the Red Death – Η Μάσκα του Κόκκινου Θανάτου“ του 1964, τον σκοτεινό σχεδόν ψυχεδελικό παλμό της, πριν καθίσει και ο ίδιος αργότερα, στην καρέκλα του σκηνοθέτη. Τέλος, δεν θα μπορούσαμε να παραλείψουμε να αναφέρουμε και τον Richard Matheson, σεναριογράφο στις περισσότερες ταινίες του Corman. Ο Matheson, ο οποίος στη συνέχεια έγινε ευρύτερα γνωστός στο ευρύ κοινό ως συγγραφέας “σκοτεινών” μυθιστορημάτων, είναι και ο δημιουργός του “I Am Legend – Ζωντανός Θρύλος“ του 1954. Του βιβλίου, δηλαδή, που γυρίστηκε τρεις φορές σε ταινία. Μία με τον Vincent Price στον ομώνυμο ρόλο στο “The Last Man on Earth – Ο Τελευταίος Άνθρωπος στη Γη“ του 1964, μία με τον Charlton Heston στο “The Omega Man” του 1971 και μία πιο πρόσφατη με τον Will Smith στο “I Am Legend – Ζωντανός Θρύλος” του 2007. Αλλάζοντας ήπειρο και χώρα, περνάμε στη Hammer Films – για πολλούς η αντίστοιχη AIP της Μ. Βρετανίας – η οποία επίσης «λεηλάτησε» τη χρυσή εποχή της ευρωπαϊκής γοτθικής λογοτεχνίας. Χαρακτηριστικά, μπορούμε να αναφέρουμε την ταινία “The Curse of Frankestein – Η Κατάρα του Φρανκενστάιν” του 1957 που καθιέρωσε παγκοσμίως το εν λόγω στούντιο ως την κορωνίδα των θρίλερ εποχής διαθέτοντας στο cast της, δύο πρωταγωνιστές είδωλα των ταινιών τρόμου, τους Peter Cushing και φυσικά τον Christopher Lee. Η Hammer, περιέβαλε την επιτυχημένη αυτή ομάδα της, με τον Terence Fisher, ο οποίος επρόκειτο να σκηνοθετήσει τα περισσότερα γοτθικά θρίλερ της, αλλά και τον Jimmy Sangster στο πόστο του σεναριογράφου. Ο επόμενος ρόλος του Lee στη Hammer, ήταν ο ομώνυμος ρόλος στην ταινία “Dracula ή Horror of Dracula – Δράκουλας, ο Βρικόλακας των Καρπαθίων” του 1958. Ο ηθοποιός ήταν πραγματικά γεννημένος, γι’ αυτόν το ρόλο. Όπως δηλώνει και ο ίδιος στην αυτοβιογραφία του: «την ίδια εποχή που γεννιόμουν εγώ (1922), γεννιόταν και το “Νοσφεράτου”, ή αλλιώς ο “Δράκουλας”, η σπουδαία βωβή εκδοχή του Γερμανού F.W.Murnau». Μέρος του μυστικού της επιτυχίας του στον ρόλο του Κόμη Δράκουλα σύμφωνα πάντα με τον ίδιο, ήταν το γεγονός ότι, αγνόησε την ερμηνεία του Bela Lugosi του 1931 και στράφηκε αντ’ αυτού στο μυθιστόρημα που έγραψε ο Bram Stoker το 1887. Προς τα τέλη της δεκαετίας του ’60 όμως, η πλοκή και τα σενάρια της Hammer είχαν αρχίσει να τυποποιούνται, ενώ οι προϋπολογισμοί όλο και μειώνονταν. Όταν τελικά ο Christopher Lee, αποφάσισε να ξαναφορέσει τη μαύρη μπέρτα, το 1966, στην ταινία “Dracula, Prince of Darkness – Δράκουλας, ο Άρχων του Σκότους” το έκανε με επιφυλάξεις. Η Hammer γύρισε άλλες πέντε ταινίες του Δράκουλα με τον Lee: “Dracula Has Risen from the Grave – Ο Δράκουλας Βγήκε από τον Τάφο” του 1968, “Taste the Blood of Dracula – Φίλησε το Αίμα του Δράκουλα” του 1969, “Scars of Dracula – Τα Σημάδια του Δράκουλα” του 1970, “Dracula AD – Δράκουλας” του 1972 και “The Satanic Rites of Dracula – Ο Δράκουλας Διψάει για Φρέσκο Αίμα” του 1973. Ωστόσο, όλη αυτή η σειρά επεδείκνυε σημάδια ενός στούντιο που περνάει κρίση και προσπαθεί απεγνωσμένα να ανανεώσει την επιτυχημένη συνταγή του. Αφήνουμε προς το παρόν πίσω μας τη Μ. Βρετανία και το στούντιο της Hammer για να περάσουμε στη γειτονική μας Ιταλία. Εκεί, οι σκηνοθέτες, εμφανώς επηρεασμένοι από το στυλ των γοτθικών ταινιών της Hammer, θα καταφέρουν να πάνε ακόμα παραπέρα το είδος που τους ενέπνευσε. Με τον Mario Bava αρχικά (La Maschera del Demonio – Black Sunday – Η Μάσκα του Σατανά – του 1960) ο οποίος γύριζε ταινίες τρόμου από τη δεκαετία του ’60 ως τις αρχές της δεκαετίας του ’80, που πλέον θεωρούνται κλασικές. Άξιοι συμπαραστάτες του θεωρούνται τόσο ο Lucio Fulci, όσο φυσικά και ο Dario Argento (Suspiria) του οποίου τα απίστευτα, εντυπωσιακά σκηνικά δημιούργησαν μια ολόκληρη σχολή. Εν κατακλείδι, θα λέγαμε ότι στις ιταλικές ταινίες, ο τρόμος είναι πιο φανερός και οπτικά καλαίσθητος απ’ ότι στις αντίστοιχες βρετανικές ή αμερικάνικες παραγωγές, αν και εδώ συνήθως η πλοκή δεν έχει συνοχή και πυκνά συχνά το εκάστοτε σενάριο είναι δευτερεύουσας σημασίας. Το 1968 εμφανίζεται μία ταινία ορόσημο για το είδος που εξετάζουμε. Ταινία που κέρδισε την αποδοχή κοινού και κριτικών, καθώς και ένα Όσκαρ ΄β γυναικείου ρόλου. Αναφερόμαστε φυσικά στο “Rosematy’s Baby – Το Μωρό της Ρόζμαρι”, η ιστορία της οποίας βασίζεται στο best–seller του Ira Levin για τον αστικό σατανισμό. Πολλά ακούστηκαν και πολλά περισσότερα γράφτηκαν για τα παρασκήνια της συγκεκριμένης ταινίας. Φυσικά ο πολωνικής καταγωγής σκηνοθέτης Roman Polanski αποκάλεσε τους ισχυρισμούς αυτούς «γελοίους». Όμως και ο ίδιος ο Polanski βρέθηκε στο μάτι ενός κυκλώνα δραματικών γεγονότων που εκτυλίχθηκαν κάπου μεταξύ κινηματογράφου και αποκρυφισμού. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι στην εικονογραφημένη ιστορία των καταραμένων ταινιών με τίτλο Hollywood Hex, η συγγραφέας Mikita Brottman αφιερώνει δύο από τα εφτά κεφάλαια στις συμπτώσεις, τις κατάρες και τις συμφορές που ακολούθησαν την καριέρα του Polanski. Προσπαθώντας έτσι, να απαριθμήσει λεπτομερώς τους πολυάριθμους μύθους και οιωνούς που στοιχειώνουν τις ταινίες του Polanski πριν αλλά και μετά από το “Rosematy’s Baby”, με αποκορύφωμα φυσικά τη δολοφονία της ετοιμόγεννης σχεδόν γυναίκας του το 1969 από τα χέρια μιας ομάδας χίπηδων που πήραν το όνομα «Manson Family» από τον Charles Manson, τον αρχηγό τους. Ο Polanski, έγινε αρχικά διάσημος με μια σειρά κλειστοφοβικών ψυχοδραμάτων στις αρχές της δεκαετίας του ’60, προτού να γυρίσει μια κωμική γοτθική ταινία τρόμου το 1967, το “Χορό των Βρυκολάκων – Dance of the Vampires” ή αλλιώς “Η Νύχτα των Βρυκολάκων – The Fearless Vampire Killers” με υπότιτλο “Συγνώμη, αλλά τα δόντια σας είναι στο λαιμό μου – Pardon me, but your teeth are in my neck”. Παρά τον εύθυμο χαρακτήρα της ταινίας, ορισμένες σκηνές ξεπερνούν το χιούμορ και προσδίδουν μια μακάβρια μεγαλοπρέπεια. Πρωταγωνίστρια στο χορό ήταν η πανέμορφη κοκκινομάλλα σύζυγος του Polanski, η Sharon Tate, η οποία, σύμφωνα με το σενάριο, έγινε «θυσία στον Εωσφόρο» πέφτοντας θύμα των βρυκολάκων που αναφέρονται στον τίτλο. Αφήνοντας στην άκρη τα τραγικά γεγονότα που σημάδεψαν την καριέρα του Polanski, το γεγονός ότι τα στούντιο παρείχαν μεγάλη οικονομική στήριξη σ’ έναν Ευρωπαίο σκηνοθέτη ταινιών τέχνης για να γυρίσει μια ταινία τρόμου – η οποία μάλιστα ήταν και κερδοφόρα – άλλαξε άρδην τη συμπεριφορά του Hollywood απέναντι στο είδος. Τη δεκαετία του ’70 λοιπόν και για πρώτη φορά μετά από τη δεκαετία του ’30, οι εταιρίες παραγωγής χρηματοδοτούν και προσλαμβάνουν μεγάλα ονόματα για να γυρίσουν ταινίες τρόμου, όπως τον “Εξορκιστή – The Exorcist” του 1973 και την “Προφητεία – The Omen” του 1976. Δύο ταινίες που όχι μόνο κέρδισαν Όσκαρ, αλλά απέφεραν και οικονομικά κέρδη, κατατάσσοντας μάλιστα τον “Εξορκιστή”, ως την πιο εμπορική ταινία τρόμου, μέχρι εκείνη τη στιγμή. Όμως και οι δύο αυτές ταινίες αντιπροσώπευαν την είσοδο σε πιο ραφιναρισμένα mainstream χωράφια, χωρίς να έχουν τη θρησκευτική αμφισημία του “Rosematy’s Baby”. Ο Polanski θα επέστρεφε στην αρένα του gothic το 1999 με την “Ένατη Πύλη – The Ninth Gate”, όπου όμως παρά την παρουσία του πρωταγωνιστή Johnny Deep δεν είχε την αναμενόμενη εμπορική επιτυχία. Κάποιες άλλες ταινίες που έγραψαν τη δική τους ιστορία στο χώρο που εξετάζουμε είναι: «Η Νύχτα των Ζωντανών Νεκρών» του 1968, η οποία γυρίστηκε από τον σκηνοθέτη George A. Romero, που το έγραψε μαζί με τον John Russo και ήταν το μικρού προϋπολογισμού ντεμπούτο τους. Στο ίδιο μήκος κύματος, έχουμε το 1974 το «Σχιζοφρενή Δολοφόνο με το Πριόνι – The Texas Chainsaw Massacre» του Tobe Hooper. Και τα δύο αυτά φιλμ, θεωρούνται ταινίες ορόσημο, είτε ως καινούργιο ναδίρ γραφικής ταινίας exploitation, είτε ως τολμηρή ματιά στα μυστικά της κοινωνίας, αναλόγως βέβαια με την οπτική γωνία του εκάστοτε θεατή. Ο Romero, γύρισε ξανά ταινία το 1985, το «Ξύπνημα των Νεκρών – Dawn of the Dead», ενώ ο έτερος συνεργάτης του John Russo μετά από δικαστικές μάχες πρόβαλε το 1985 την «Επιστροφή των Ζωντανών Νεκρών – Return of the Living Dead», ένα εναλλακτικό sequel.

Ενώ όμως οι προαναφερόμενες ταινίες, εισήγαγαν ένα καινούργιο τέρας υπό τη μορφή του ανθρωποφάγου ζόμπι, το άλλο πλάσμα που κυριάρχησε στις ταινίες τρόμου των τελών του 20ού αιώνα, ήταν ο ίδιος ο δολοφόνος. Αν και κάποιοι ισχυρίζονται ότι η σχετική μόδα, ξεκίνησε με το «Psycho – Ψυχώ» του Χίτσκοκ το 1960, οι πραγματικοί πρωτοπόροι ήταν η επιτυχημένη «Halloween – Νύχτα με τις Μάσκες» που γύρισε το 1978 ο John Carpenter και η τεράστια εμπορική επιτυχία «Friday the 13th – Παρασκευή και 13» του Sean Cunningham που όμως δεν είχαν ανάλογη συνέχεια, καθώς γέννησαν άνοστα sequel. Στο ίδιο μήκος κύματος ήταν και το «Nightmare on Elm Street – Εφιάλτη στο Δρόμο με τις Λεύκες» όπου κυριαρχούσε το μοτίβο των ονείρων του «κακού» Φρέντι Κρούγκερ, ταινία που σηματοδοτεί και το κινηματογραφικό ντεμπούτο του Johnny Deep.

Οι «κακές γλώσσες» υποστηρίζουν ότι τα splatter προέκυψαν εν μέρει για να ανταποκριθούν στην καινούργια αγορά των video, που δημιουργήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του ’80. Όπως ακριβώς δηλαδή, είχε συμβεί πριν με τα drive-in που είχαν δημιουργήσει τη δεκαετία του ’50 μια ζήτηση για καινούργιες αλλά ευτελείς παραγωγές. Όπως όμως και στη δεκαετία του ’50, έτσι και τώρα, υπήρχαν κάποια διαμάντια ανάμεσα στο σύνολο των αισθητικών εκπτώσεων. Το πιο σημαντικό ίσως ήταν το διαταραγμένο «Νεκρός την Αυγή – The Evil Dead» που σκηνοθέτησε ο Sam Raimi το 1983. Μια πνευματώδης ταινία, γεμάτη όσο δεν πάει με σκηνές που σοκάρουν και σκηνές που προκαλούν γέλιο. Πρωταγωνιστές εδώ είναι οι δυνάμεις του κακού που ελευθερώνονται χάρη σ’ ένα αρχαίο βιβλίο που λέγεται Νεκρονομικόν, μια ειρωνική αναφορά στον H. P. Lovecraft, ο οποίος επινόησε το βιβλίο αυτό ως ανίερη Βίβλο της μυθολογίας Κθούλου.

Φτάνουμε έτσι στην ταινία «Hellraiser» του 1987, την οποία έγραψε και σκηνοθέτησε ο Clive Barker, βασιζόμενος στο διήγημά του «The Hellbound Heart». Η ιστορία μας εισάγει στο βασίλειο των δαιμονικών Κενοβιατών, οι οποίοι υποβάλουν εαυτούς και θύματα σ’ αέναο βασανιστήριο οδύνης χρησιμοποιώντας μια γκάμα ευφάνταστων τεχνικών. Γρήγορα η ταινία έγινε cult, καθιερώνοντας τον Clive Barker και δημιουργώντας μια σειρά από sequel.

1992 και ο Francis Ford Coppola μας παρουσιάζει την δική του εκδοχή για τον μύθο του Δράκουλα μέσα από την ταινία «Bram Stoker’s Dracula». Εδώ ο Κόμης όπως τον έπαιξε ο Gary Oldman, διαφοροποιείται αρκετά από το στερεότυπο Lugosi/Lee και ενώ ο Keanu Reeves στο ρόλο του Άγγλου ήρωα είναι έξω απ’ τα νερά του, ο τραγουδοποιός Tom Waits που επιλέχθηκε για τον ρόλο του Ρένφιλντ μας αποζημιώνει και με το παραπάνω. Όμως η Μίνα Χάρκερ (Winona Ryder), ένας σχετικά δευτερεύουσας σημασίας χαρακτήρας στο μυθιστόρημα, καταλήγει εδώ να γίνεται το επίκεντρο της ταινίας ως η μετενσάρκωση της νεκρής αγάπης του Κόμη. Αυτό ήταν ένα από τα μεγαλύτερα στερεότυπα πλοκής στη γοτθική λογοτεχνία και φαινόταν ήδη τετριμμένο όταν χρησιμοποιήθηκε στον «Βρυκόλακα των Πυραμίδων» με τον Boris Karloff το 1932. Παρ’ όλα αυτά η ταινία αυτή της Columbia Pictures κατάφερε να κερδίσει Όσκαρ για τα κοστούμια, το μακιγιάζ και τα ηχητικά εφέ, συν μια υποψηφιότητα για καλλιτεχνική διεύθυνση. Η οικονομική επιτυχία του όλου εγχειρήματος ήταν βέβαιο ότι θα οδηγούσε τον Coppola με μαθητική ακρίβεια στην αναζήτηση άλλου ενός βιβλίου της γοτθικής λογοτεχνίας, για να καταλήξει στο προφανές. Ο λόγος φυσικά γίνεται για τον «Φράνκενσταϊν – Mary Shelley’s Frankenstein» του 1994. Αυτή τη φορά ο Coppola ανέλαβε μονάχα καθήκοντα παραγωγού και παραχώρησε την καρέκλα του σκηνοθέτη στον καταξιωμένο σαιξπηρικό ηθοποιό Kenneth Branagh, ο οποίος ανέλαβε και τον πρωταγωνιστικό ρόλο του Βίκτωρ Φράνκενσταϊν. Ο Robert De Niro, κλήθηκε να υποδυθεί απέναντι στον Branagh το δημιούργημα του Φράνκενσταϊν, με τη Helena Bonham Carter στον ρόλο της μνηστής του, Ελίζαμπεθ.

Την ίδια χρονιά, κυκλοφόρησε άλλη μία ταινία σχετικού θέματος η «Συνέντευξη μ’ ένα Βρικόλακα – Interview with the Vampire» από το ομώνυμο βιβλίο της Anne Rice που είχε αποτελέσει εκδοτικό φαινόμενο το 1976. Η επιλογή στους πρωταγωνιστικούς ρόλους των Tom Cruise και Prad Pitt είναι η αλήθεια ότι αρχικά ανησύχησε τους λάτρεις του βιβλίου καθώς και την ίδια τη συγγραφέα. Όμως σκηνοθέτης ήταν ο Neil Jordan, ο οποίος είχε ήδη μεταφέρει στον κινηματογράφο πριν από μια δεκαετία την «Παρέα των Λύκων – The Company of Wolves – 1984» της Angela Carter, που πλέον θεωρείται κλασική ταινία. Το σημαντικό βέβαιο ήταν ότι ο Jordan, όπως προσέλαβε την Carter για να τον βοηθήσει να προσαρμόσει την ιστορία στη μεγάλη οθόνη, έτσι ανέθεσε και στην Rice τη συγγραφή του σεναρίου για τη « Συνέντευξη μ’ ένα Βρικόλακα – 1994» με το αποτέλεσμα να τον δικαιώνει. Κατά τα φαινόμενα, το 1994 ήταν η χρονιά που η χολιγουντιανή Gothic μόδα, έφτασε στο αποκορύφωμά της με τον Jack Nicholson να ερμηνεύει άλλο ένα σπουδαίο κινηματογραφικό πλάσμα της νύχτας στο «Γουλφ – Wolf».

Αφήνοντας πίσω μας το 1994 και πριν πλησιάσουμε και άλλο στη νέα χιλιετία, ας ρίξουμε μια ματιά σ’ έναν σκηνοθέτη, το όνομα του οποίου, αποτελεί συνώνυμο της gothic ατμόσφαιρας. Αναφερόμαστε φυσικά στον Tim Burton, όπου προσπερνώντας στα γρήγορα τις δύο πρώτες δημιουργίες του, το Vincent και το Frankenweenie περνάμε στην πρώτη πραγματικά «μπαρτονική» ταινία, τον «Σκαθαροζούμη – Beetlejuice». Ο σκαθαροζούμης είναι μια γοτθική κωμωδία με στοιχεία υπερφυσικού. Οι Μπέλαντ, ένα καλοκάγαθο ζευγάρι, πεθαίνουν σε τροχαίο και αναγκάζονται να στοιχειώσουν τους Ντιζ, μια οικογένεια γιάπηδων που μετακομίζει στο σπίτι τους. Ευτυχώς, για τα «φαντάσματα», βρίσκουν έναν σύμμαχο στο πρόσωπο της γκοθούς Λίντια (Winona Ryder), της κόρης των Ντιζ. Μέσω της Λίντα, οι Μέιτλαντ προσλαμβάνουν τον ομώνυμο χαρακτήρα (Michael Keaton), που ειδικεύεται σε «εξορκισμούς ζωντανών». Η ταινία αποτέλεσε μια ανέλπιστη εισπρακτική επιτυχία και δικαίωσε τον Burton εξασφαλίζοντας του ένα Όσκαρ για τα εφέ. Μετά από αυτό, ο Burton ανταμείφθηκε με την καρέκλα του σκηνοθέτη στη μεγάλη παραγωγή της Warner «Μπάτμαν – Batman» το 1989. Ωστόσο ο γνωστός σκηνοθέτης και σύμφωνα πάντα με δηλώσεις του ίδιου, ένιωθε άβολα με την υπερβολική διαφήμιση και προσοχή που συνόδευαν μία τόσο προβεβλημένη παραγωγή κι έτσι μετά την ολοκλήρωσή της, επέστρεψε και πάλι σε κάτι που του ταίριαζε περισσότερο. Το 1990 λοιπόν γυρίζει τον «Ψαλιδοχέρη – Edward Scissorhands». Η Winona Ryder πρωταγωνιστεί και πάλι εδώ σε ταινία του Burton στο ρόλο ενός συνηθισμένου κοριτσιού το οποίο βλέπει την ομορφιά που κρύβει ο Έντουαρντ. Μαζί της, στον ομώνυμο ρόλο, ο Johnny Depp, που ξεκινούσε έτσι μια πολύ παραγωγική συνεργασία με τον Burton. O Depp – που σύμφωνα με τον Burton εσφαλμένα «θεωρείτο σκοτεινός, δύσκολος και παράξενος» – έμελλε να γίνει το πρώτο gothic είδωλο της νεολαίας από το χώρο του mainstream Hollywood.

Μετά από αυτήν την ταινία είχε έρθει η ώρα να επιστρέψει ο σκηνοθέτης σ’ ένα ακόμα συγκριτικά συμβατικό project. Μιλάμε βέβαια για τη συνέχεια του επιτυχημένου Batman. Κι ενώ το 1992 σκηνοθετούσε το σκοτεινό, «Ο Μπάτμαν επιστρέφει – Batman Returns» ο Burton έδωσε στον σκηνοθέτη Henry Selick μια ιδέα που επεξεργαζόταν από τον καιρό της Disney, το «Χριστουγεννιάτικο Εφιάλτη – Tim Burton’s the Nightmare Before Christmas». Το αποτέλεσμα ήταν ένα μιούζικαλ κινουμένων σχεδίων με την τεχνική του stop-motion, μ’ έναν κάπως μακάβριο εορταστικό τόνο που ικανοποιεί καλόκαρδους και μη θεατές.

Στη συνέχεια ο Burton απέτισε φόρο τιμής στις b-movies της δεκαετίας του ’50 με δύο ταινίες του: τον «Ed Wood» του 1994 και το «Οι Αρειανοί Επιτίθενται – Mars Attacks» του 1996. Όμως καμία από τις δύο δεν έκανε σημαντική εισπρακτική επιτυχία και μεταξύ μας, δεν είχαν και ιδιαίτερα gothic χαρακτηριστικά. Ωστόσο, η επόμενη δημιουργία του, έγραψε έναν σκοτεινό επίλογο στον πρώτο αιώνα του κινηματογράφου, όπως ακριβώς του άξιζε. Ο «Μύθος του Ακέφαλου Καβαλάρη» του 1999 είναι ίσως η πιο τέλεια γυρισμένη ταινία του Tim Burton, καθώς διάνθισε με μακάβρια στοιχεία ένα παραδοσιακό διήγημα που έγραψε ο Washington Irving το 1820 καταφέρνοντας να μας μεταδώσει το κλίμα της εποχής που περιγράφει, στην πρώτη του καθαρόαιμη gothic ταινία τρόμου.

Κάπως έτσι λοιπόν στην βρετανική εφημερίδα Guardian, ο κριτικός Joe Queenan χαιρετίζει τον ερχομό ενός νέου κύματος θρίλερ που βάζουν σε πρώτη μοίρα τη δυσοίωνη ατμόσφαιρα παρά τις σκηνές που σοκάρουν και τη βία. Τον κύκλο αυτό ξεκίνησε η «Έκτη Αίσθηση – The Sixth Sense» το 1999, με μια ιστορία για ένα αγόρι που πιστεύει ότι μπορεί να μιλάει με τους νεκρούς, σ’ ένα δεξιοτεχνικό και έξυπνο φιλμ. Τη σκυτάλη πήρε το low budget ψευτο-ντοκιμαντέρ «Blair Witch Project», με θέμα τρία νέα παιδιά που χάνονται στο δάσος ενώ γυρίζουν μια ταινία για έναν τοπικό μύθο, σχετικό με μια μάγισσα. Στο ίδιο μήκος κύματος, ως προς τη θεματολογία τουλάχιστον, βρίσκονται το «Ένοχο Μυστικό – What Lies Beneath» και το «Στοιχειωμένο Σπίτι – The Haunting». Ταινίες που επικεντρώνονται σε φαντάσματα τα οποία προσπαθούν απεγνωσμένα να έρθουν σε επαφή με τους ζωντανούς, ελπίζοντας να δικαιωθούν, να εκδικηθούν ή να βρουν συναισθηματική γαλήνη. Παραμένουμε στο θέμα μας για να δούμε στη συνέχεια δύο διαμαντάκια του είδους. Μιλάμε φυσικά για το «Οι Άλλοι – The Others», μια ταινία με φόντο ένα στοιχειωμένο σπίτι τη δεκαετία του ’40, η οποία χαρακτηρίζεται ως μία από τις πιο κλειστοφοβικές ταινίες. Αλλά και το «Session 9» όπου το Ψυχιατρικό Ινστιτούτο του Ντάνβερς Στέιτ, κλειστό εδώ και δεκαπέντε χρόνια, τώρα ετοιμάζεται να δεχτεί πέντε νέους επισκέπτες. Φορώντας προστατευτικό εξοπλισμό, οι άντρες της εταιρίας απολυμάνσεων Χάζματ βρίσκουν το θάρρος και μπαίνουν μέσα στο ανατριχιαστικό άσυλο που μπορεί να φαίνεται άδειο, το γεμίζει όμως ένα μυστηριώδες και απόλυτα κακό παρελθόν. Ασθενείς που τους κακοποίησαν βίαια, μεσαιωνικές ιατρικές μέθοδοι και φήμες για δαιμονισμένους είναι μόνο λίγα από τα σκοτεινά μυστικά που κρύβει το φρικιαστικό αυτό νοσοκομείο και δεν είναι τίποτα μπροστά σε αυτά που πρόκειται να ανακαλύψουν οι πέντε άντρες. Και θα κλείσουμε αυτό το αφιέρωμα έχοντας φτάσει αισίως στο 2000 με μία ταινία που συνδέει το παρελθόν με το παρόν. Αναφερόμαστε φυσικά στο «Shadow of the Vampire – Στη Σκιά του Βρικόλακα». Μια ταινία χαμηλού προϋπολογισμού με καλές κριτικές, που μας φέρνει στο σημείο εκκίνησης του γοτθικού κινηματογράφου, καθώς αποτελεί φανταστική μεταφορά των γυρισμάτων της γερμανικής ταινίας «Νοσφεράτου» του 1922. Η ταινία εν ολίγοις, μας λέει ότι, ο Max Schreck, ο ηθοποιός δηλαδή που ενσάρκωσε τον ομώνυμο βρυκόλακα, ανήκε στην «πραγματικότητα» κι εκείνος στους νεκροζώντανους. Επισημαίνοντας έτσι ότι, ο σκηνοθέτης F.W.Murnau, τον προσέλαβε σε μια παθιασμένη αναζήτηση του αυθεντικού. Ο William Dafoe, στον πρωταγωνιστικό ρόλο, είναι κι εδώ πραγματικά αρκετά καλός. Ο γνωστός ηθοποιός, ενσαρκώνει τον Schreck, ο οποίος παραμονεύει στα πλατό τα οποία κατασκευάστηκαν με πολλή φροντίδα, ώστε να θυμίζουν τα αυθεντικά εξπρεσιονιστικά σκηνικά, καθιστώντας έτσι θολή τη διάκριση μεταξύ πραγματικότητας και κινηματογράφου…

Πηγή : chimeres.gr



Η ιστορία του κινηματογραφικού τρόμου δείχνει τους αληθινούς εφευρέτες του είδους

Η πρώτη ταινία τρόμου έγινε από τον Γάλλο πρωτοπόρο του κινηματογράφου Georges Méliès, ο οποίος δημιούργησε το House of the Devil το 1896. Θεωρήθηκε ως χαμένη ταινία μέχρι που βρέθηκε ένα αντίγραφο στην Ταινιοθήκη της Νέας Ζηλανδίας το 1988. Η ταινία μικρού μήκους γυρίστηκε στον κήπο του Méliès στο Montreuil, στο Seine-Saint-Denis, και η μελλοντική σύζυγός του, Jehanne d’Alcy, φαίνεται να βγαίνει από ένα καζάνι. Το House of the Devil χρησιμοποιεί πολλά ειδικά εφέ όπως μια νυχτερίδα που μετατρέπεται σε άνθρωπο και διάφορες οντότητες που εμφανίζονται από τον αέρα.

Την ίδια χρονιά, ο Méliès δημιούργησε το A Terrible Night, μια κωμωδία τρόμου με επιρροές από τον Charlie Chaplin όπου βλέπουμε έναν άνδρα (τον οποίο υποδύεται ο ίδιος ο σκηνοθέτης) να προσπαθεί να καταπολεμήσει μια αράχνη για να μπορέσει να κοιμηθεί. Η ταινία περιλαμβάνει αναμφισβήτητα την πρώτη ονειρική σεκάνς που απεικονίζεται στην οθόνη. Με την κυκλοφορία της, η ταινία διαφημίστηκε ως ταινία φαντασίας, η οποία αναφερόταν στον κινηματογράφο που περιείχε στοιχεία τρόμου κι επιστημονικής φαντασίας.

Το επόμενο έτος, ο Méliès δημιούργησε μια άλλη κωμωδία τρόμου, το The Bewitched Inn, που σηματοδότησε την πρώτη φορά που απεικονίζονται άψυχα αντικείμενα να γίνονται αισθητά στην οθόνη. Ένα κερί κινείται στο δωμάτιο πριν εκραγεί, τα ρούχα ενός άνδρα περνούν μέσα από το ταβάνι και οι αποσκευές του εξαφανίζονται μυστηριωδώς. Δεδομένου ότι ο Méliès πρωτοστάτησε σε πολλές κινηματογραφικές τεχνικές και ειδικά εφέ, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι η ταινία του 1898, The Cave of the Demons έγινε η πρώτη κινούμενη εικόνα που χρησιμοποίησε διπλή έκθεση. Δυστυχώς, αυτή η ταινία έχει χαθεί.

Το 1897, ο George Albert Smith αποφάσισε να χρησιμοποιήσει ακτίνες Χ, οι οποίες είχαν εφευρεθεί μόλις δύο χρόνια πριν, για την ταινία τρόμου του, The X-Ray Fiend. Στη μικρού μήκους ταινία, ένα ζευγάρι φλερτάρει μεταξύ τους πριν ενεργοποιηθεί ένα μηχάνημα ακτίνων Χ, μεταμορφώνοντας τους σε σκελετούς. Αυτή η τεχνική επιτεύχθηκε από το ζευγάρι που φορούσε μαύρα κορμάκια, αλλά αυτό το αποτέλεσμα ήταν αναμφίβολα τρομακτικό για ένα κοινό που ήταν νέο στην έννοια των ακτίνων Χ.

Την επόμενη χρονιά, ο Smith κυκλοφόρησε το Photographing A Ghost, το οποίο έκτοτε έχει χαθεί. Ωστόσο, η ταινία θεωρείται ως ένα από τα πρώτα παραδείγματα κινηματογράφου έρευνας παραφυσικών φαινομένων. Η ταινία του Smith ακολουθεί μια ομάδα ανδρών που αποτυγχάνουν να απαθανατίσουν ένα φάντασμα στην κάμερα. Αντίθετα, βασανίζονται από την οντότητα που τους ακολουθεί.

Σε όλο τον κόσμο, η Ιαπωνία δημιουργούσε επίσης μερικά συναρπαστικά πρώιμα κινηματογραφικά έργα τρόμου. Το 1898, η εταιρεία Konishi Honten κυκλοφόρησε το Resurrection of a Corpse και το Jizo the Spook, σε σενάριο και των δύο από τον Eijiro Hatta. Οι ταινίες είχαν τις ρίζες τους σε ιαπωνικούς θρύλους, με το Jizo the Spook να απεικονίζει ένα στοιχειωμένο άγαλμα που χρησιμοποιείται παραδοσιακά ως προστάτης των νεκρών. Αυτές πλέον θεωρούνται χαμένες ταινίες.

Από τα τέλη του 1800, ο κινηματογράφος τρόμου έχει ανθίσει σε ένα από τα πιο κερδοφόρα είδη στον κόσμο. Η ταινία τρόμου με τις υψηλότερες εισπράξεις όλων των εποχών είναι το It του 2017, η οποία είναι εντελώς διαφορετική από τις πρώτες ταινίες τρόμου που αναφέρονται παραπάνω. Ανεξάρτητα από αυτό, ο σύγχρονος κινηματογράφος τρόμου οφείλει τα χρέη του σε πρωτοπόρους όπως ο Méliès, που άνοιξε το δρόμο για τη δημοτικότητα του είδους.

Στέλιος Παπαγρηγορίου – CNN Greece


Η σχεδίαση ειδικών εφέ στην κινηματογραφική αναπαράσταση φανταστικών στοιχείων


Ο υπερφυσικός τρόμος στη Λογοτεχνία (download)

του Howard Phillips Lovecraft

Είναι ευτύχημα που ο Χ.Φ. Λάβκραφτ αποφάσισε να γράψει αυτό το δοκίμιο ιστορίας, κριτικής και αισθητικής πάνω στη λογοτεχνία του τρόμου. Όχι μόνο γιατί μας πληροφορεί με σαφήνεια και πληρότητα για τις καταβολές, τους συγγραφείς και την εξέλιξη του λογοτεχνικού είδους, μα, κυρίως, επειδή μας υποδεικνύει εκείνους που τον επηρέασαν ή που θαύμαζε, καθώς και τις απόψεις του για ποικίλα θέματα που εμφανίζονται στις ιστορίες του. Αν και δεν αναφέρεται καθόλου στον μεγαλύτερο συγγραφέα τρόμου, τον εαυτό του, μας μιλάει για τη διαμόρφωση της ίδιας της τέχνης του, μέσα από τη μελέτη του έργου συγγραφέων όπως ο Ουόλπολ, ο Στόουκερ, ο Ε. Άλαν Πόε, ο Μάχεν, ο Ντάνσανι, καθιστώντας έτσι πιο κατανοητές για μας τις απαράμιλλες ιστορίες του. Ο Λάβκραφτ που θαυμάζουμε βρίσκεται εδώ!

Το κάλεσμα του Κθούλου (download)

του Howard Phillips Lovecraft

Με αυτή τη νουβέλα, ο Λάβκραφτ γράφει τη δεκαετία του 1920 μια από τις πιο διάσημες ιστορίες της αμερικάνικης λογοτεχνίας του φανταστικού. Ο Κθούλου, ο μεγάλος αρχαίος που ονειρεύεται και περιμένει στα βάθη της σκοτεινής αβύσσου του ωκεανού, θα γίνει από μόνος του το σύμβολο ολόκληρου του σύμπαντος που δημιούργησε ο συγγραφέας από την Πρόβιντενς.

Απ’ τη “γοτθική λογοτεχνία”, στη “γοτθική μυθοπλασία” στον κινηματογράφο του 20ου αιώνα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.