«DUNE» (NTIOYN)
Η διαστρική ανθρώπινη κοινωνία του έτους 10191 είναι ένας κόσμος υψηλής τεχνολογίας, αλλά πολύπλοκης νεοφεουδαρχικής δομής, με δαιδαλώδη, αντικρουόμενα πολιτικά συμφέροντα και με το μυστικιστικό και το παραψυχολογικό στοιχείο να έχουν αναβαθμισμένο ρόλο. Ένας πλανήτης είναι η μοναδική πηγή του πολύτιμου «άλατος» (spice mélange): το άλας διευρύνει τη συνείδηση, επεκτείνει τη ζωή και επιτρέπει τα διαστρικά ταξίδια μέσω του υπερχώρου – άρα και το γαλαξιακό εμπόριο. Ο καλυμμένος από αμμώδη έρημο πλανήτης είναι ο Αρράκις, γνωστός και ως Ντιουν, με τους ιθαγενείς κατοίκους του Φρέμεν να διαβιούν υπό την τυραννία του σαδιστικού Οίκου των Χαρκόννεν – μόνη έγνοια των τελευταίων είναι η διασφάλιση της ομαλής ροής παραγωγής άλατος ώστε να διατηρείται ικανοποιημένη η πανίσχυρη Συντεχνία των Πλοηγών (παρόμοια με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία του ευρωπαϊκού Μεσαίωνα) και το πολιτικό πιόνι τους, ο Αυτοκράτορας Σαντάμ IV του Οίκου των Κορρίνο. Όταν ο ευγενής Οίκος των Ατρειδών, ευρισκόμενος από παλιά σε βεντέτα με τους Χαρκόννεν, διατάσσεται από τον Αυτοκράτορα να αναλάβει τη διακυβέρνηση του Αρράκις, όλοι διαισθάνονται πως πρόκειται για παγίδα. Αυτή είναι η έναρξη μίας περιπέτειας η οποία θα επιφέρει την πτώση των Ατρειδών και θα οδηγήσει τον νεαρό γιο του επικεφαλής των τελευταίων, τον Πωλ, στον σφετερισμό του μεσσιανικού ρόλου που αποδίδει μία προφητεία των Φρέμεν σε κάποιον αναμενόμενο «απελευθερωτή» τους, στη συνένωσή τους υπό την ηγεμονία του και στον ολοκληρωτικό πόλεμο κατά των Χαρκόννεν και του Αυτοκράτορα. Το έπαθλο είναι μοναδικό: ο έλεγχος του άλατος, ο έλεγχος του Σύμπαντος.
Μια τετραετία μετά τον εμπορικό, πολυβραβευμένο και «ομαλής αφήγησης» Άνθρωπο Ελέφαντα και ύστερα από τρία έτη παραγωγής, ο Ντέιβιντ Λιντς παραδίδει στη μεγάλη οθόνη μία σχετικά πιστή …περίληψη της πολυσύνθετης και επικής διαστημικής όπερας του Φρανκ Χέρμπερτ Ντιουν (1965), εμβληματικού μυθιστορήματος της σύγχρονης επιστημονικής φαντασίας. Υπό τη διεύθυνση του γνωστού Ιταλού παραγωγού Ντίνο ντε Λορέντις (υπεύθυνου για διάσημες αγγλόφωνες ταινίες, μετά τη μεταφορά της επιχειρηματικής του έδρας στις ΗΠΑ, αλλά και για παλιότερα φιλμ του Φελίνι), ο Λιντς συντονίζει ορισμένους μόνιμους συνεργάτες του, ένα επιτελείο φημισμένων ηθοποιών (Μπραντ Ντούριφ, Χοσέ Φερέρ, Γιούργκεν Πρόχνοφ, Μαξ φον Σίντοφ, Σον Γιανγκ, Πάτρικ Στιούαρτ και …ο τραγουδιστής Στινγκ) μα και τον κατοπινό ερμηνευτή-φετίχ του, τον νεαρό τότε Κάιλ Μακλάχλαν στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Η ποπ ροκ μπάντα της εποχής Toto και ο ταλαντούχος συνθέτης Μπράιαν Ίνο ανέλαβαν τη μουσική επένδυση, ενώ για λόγους μείωσης του κόστους η ταινία κινηματογραφήθηκε (με προϋπολογισμό 40 εκατομμυρίων δολαρίων) σε στούντιο του Μεξικού. Ο Λιντς συνέγραψε ο ίδιος το σενάριο, χωρίς να έχει προηγούμενη επαφή όχι μόνο με το Ντιουν αλλά και ευρύτερα με την επιστημονική φαντασία, ενώ πριν από την κυκλοφορία της ταινίας στις αίθουσες δόθηκε μεγάλη δημοσιότητα στο εγχείρημα, τόσο λόγω της κινηματογράφησης ενός πασίγνωστου μυθιστορήματος με άριστες πωλήσεις, όσο και εξαιτίας της εμπλοκής του καλλιτέχνη που σκηνοθέτησε τον αναγνωρισμένο και φημισμένο Άνθρωπο Ελέφαντα. Ήταν η πρώτη έγχρωμη ταινία του και η πρώτη φορά (μοναδική, όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων) που αναλάμβανε ένα συμβόλαιο τόσο υψηλού προϋπολογισμού και αναμενόμενων αποδόσεων.
Το βιβλίο εξερευνά με πολλαπλούς τρόπους ζητήματα όπως ο μεσσιανισμός, η γεωπολιτική, η πρόγνωση του μέλλοντος, η οικολογική ισορροπία, το αρχετυπικό μυθικό «ταξίδι του ήρωα», οι αυτοκρατορικές δομές, η αλληλεπίδραση θρησκείας και πολιτικής. Ξεχωριστά χαρακτηριστικά της ιστορίας είναι η πολύπλοκη νεοφεουδαρχική γαλαξιακή κοινωνία, οι αραβικές και ισλαμικές επιρροές στην κουλτούρα των Φρέμεν, η λεπτομερής, ρεαλιστική περιγραφή του Αρράκις και το άλας ως μεταφορά για το πετρέλαιο – τον κύριο ενεργειακό πόρο του εικοστού αιώνα – αλλά και για ψυχεδελικές ουσίες όπως το LSD, οι οποίες διαδίδονταν ταχέως στη Δύση της δεκαετίας του 1960 ως μέσα «διεύρυνσης της συνείδησης» και καταλύτες μυστικιστικών οραμάτων. Το φιλμ απλώς αγγίζει εν συντομία όλα αυτά τα εγγεγραμμένα στην πλοκή του θέματα χωρίς να εμβαθύνει, προκειμένου να συμπιέσει σε δύο ώρες και είκοσι λεπτά το γιγάντιο μυθιστόρημα του Χέρμπερτ. Το αποτέλεσμα είναι πως οι περισσότεροι κριτικοί στάθηκαν εχθρικοί απέναντί του, υποστηρίζοντας πως είναι αδύνατη η κατανόηση της πλοκής για όποιον δεν έχει προηγουμένως διαβάσει το βιβλίο, ενώ ο Λιντς δήλωσε πως ο ντε Λορέντις και οι χρηματοδότες του επενέβησαν επανειλημμένα κατά τη διάρκεια της παραγωγής με επακόλουθο να μην έχει τον πλήρη καλλιτεχνικό έλεγχο της ταινίας. Ο Φρανκ Χέρμπερτ έγραψε ωστόσο πως το έργο είναι πιστή διασκευή του μυθιστορήματος, με κύριο παράπονό του το γεγονός ότι στο βιβλίο ο Πωλ υποδύεται τον θεό για το δικό του όφελος, εκμεταλλευόμενος τα ταλέντα του, τις προφητείες των Φρέμεν και τις παραδόσεις του πανταχού παρόντος θρησκευτικού τάγματος των Μπένε Τζέζεριτ, ενώ στο φινάλε του φιλμ τού αποδίδεται μία ρητά θεϊκή φύση.
Η αρχική τρίωρη εκδοχή του Λιντς προκάλεσε την παρέμβαση των παραγωγών, με αποτέλεσμα αρκετές σκηνές να κοπούν, άλλες να απλοποιηθούν και ορισμένες να αντικατασταθούν από προσαρτημένα σύντομα σπικάζ – εσωτερικούς μονολόγους των εκάστοτε εικονιζόμενων χαρακτήρων, προκειμένου η διάρκεια να μειωθεί στο συνηθέστερο και εμπορικότερο δίωρο. Το γεγονός αυτό ίσως ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό για την αποτυχία της ταινίας: οι περισσότεροι χαρακτήρες εκτός από τους πρωταγωνιστικούς δεν αναπτύσσονται επαρκώς, η πλοκή πράγματι κινείται με υπερταχείς ρυθμούς (κυρίως στο τελευταίο τρίτο του φιλμ), τα αφηγηματικά κλισέ επικρατούν από νωρίς, κάθε ίχνος χιούμορ λείπει παντελώς, οι ερμηνείες είναι ξύλινες και στομφώδεις, ενώ τα δεκάδες εκ των υστέρων προστεθειμένα σπικάζ που φανερώνουν στο κοινό τις εσωτερικές σκέψεις των χαρακτήρων, ώστε η εξέλιξη και το υπόβαθρο της ιστορίας να είναι περισσότερο διαυγή, όχι μόνο παρεμβαίνουν αρνητικά στην ατμόσφαιρα των σκηνών όπου προσαρτήθηκαν, αλλά συνήθως μοιάζουν περιττά και άτεχνα. Τα ειδικά εφέ είναι μάλλον φτηνιάρικα και ξεπερασμένα, ακόμα και για τα δεδομένα του 1984, ενώ η ηλεκτρική μουσική των Toto – χαρακτηριζόμενη από τη διακριτή αισθητική του ’80 – σήμερα ακούγεται αστεία και αταίριαστη, αν εξαιρέσουμε το επικό, κεντρικό μουσικό θέμα. Ωστόσο η παταγώδης εμπορική αποτυχία και οι εξαιρετικά αρνητικές κριτικές της εποχής ήταν αδικαιολόγητες, αφού παρέβλεπαν τα θετικά σημεία του εγχειρήματος.
Πέρα από τα προφανή πλεονεκτήματα – τουλάχιστον ως προς το περιεχόμενο και τους χαρακτήρες – τα οποία προσφέρει η σχετικά πιστή μεταφορά ενός πολυεπίπεδου, βραβευμένου και πολύπλοκου μυθιστορήματος, ο σκηνοθέτης επιχείρησε εμφανώς να μεταστρέψει το φιλμ σε δικό του έργο, διατηρώντας το όμως ταυτόχρονα προσβάσιμο σε όλους και αναγνωρίσιμο ως διασκευή του βιβλίου. Καθόλου τυχαία δίνει έμφαση στο θρησκευτικό / μυστικιστικό συστατικό του μυθιστορήματος και στη σκιαγράφηση των πρωταγωνιστών. Έτσι οι γνωστές λυντσικές θεματικές και οπτικοακουστικές μέθοδοι είναι διάσπαρτες αλλά σε ψήγματα, ώστε να μην κατακλύσουν μία ταινία σχεδιασμένη εκ των προτέρων ως εμπορική επιτυχία για το ευρύ κοινό. Όμοια τακτική είχε ακολουθηθεί και για τον Άνθρωπο Ελέφαντα, μόνο που εκεί δεν ήταν στόχος τόσο η εμπορική επιτυχία, όσο τα βραβεία και η αναγνώριση από το κινηματογραφικό κατεστημένο.
Πλούσια και γοητευτικά μπαρόκ σκηνικά διανθίζουν την ιστορία, κυρίως στις σκηνές με τον Αυτοκράτορα. Πανέμορφα χρώματα σκεπάζουν όλες τις επιφάνειες, αφήνοντας διαφορετική αίσθηση αναλόγως με τον πλανήτη όπου τοποθετείται η εκάστοτε σκηνή. Μια μελετημένη νοσηρότητα και αλλόκοτη σχεδίαση διαπερνά τις ενδυμασίες, την εμφάνιση και τη συμπεριφορά των Χαρκόννεν, των Πλοηγών και των Μπένε Τζέζεριτ. Μηχανικοί βόμβοι υποβάθρου, διαρροές αερίων και ατμών, αναφορές σε ανούσια πρωτόκολλα και μία βιομηχανική αισθητική στιγματίζουν τις σκηνές με τις δολοπλοκίες της άρχουσας τάξης, αποτελώντας συνδετικό κρίκο με το παλαιότερο έργο του Λιντς – εκείνο που στηλιτεύει τη νεωτερική «κοινωνία των αυτομάτων». Αυτή τη διεφθαρμένη κοινωνία ο νεορομαντικός σκηνοθέτης ουσιαστικά αντιπαραθέτει με τους προνεωτερικούς Φρέμεν, στηριζόμενος στο διάχυτο θρησκευτικό και μυστικιστικό στοιχείο ως μεσολαβητή της εν λόγω κοσμικών διαστάσεων μανιχαϊκής πάλης. Προσθήκες της ταινίας άφαντες στο μυθιστόρημα, όπως οι καρδιακές βαλβίδες, το περιστατικό με τη γάτα, τα μόνιμα εξανθήματα στο πρόσωπο του Βαρόνου Χαρκόννεν και η αποκρουστική, τερατώδης εμφάνιση των Πλοηγών, μεγεθύνουν το κλίμα νοσηρότητας. Τα εμβόλιμα οράματα του Πωλ, εμπνευσμένα από το βιβλίο αλλά κινηματογραφημένα με ξεχωριστό τρόπο, παραπέμπουν εμφανώς στις ονειρικές σεκάνς του Eraserhead και του Ανθρώπου Ελέφαντα: μονταρισμένα με αισθητικά και όχι αφηγηματικά κριτήρια, συνοδευόμενα από ατμοσφαιρική μουσική, στοχεύοντας στην οικοδόμηση αγωνίας και μιας αφύσικης αίσθησης, ισορροπούν μεταξύ του παράδοξου εφιάλτη και του εφιαλτικά γνώριμου, προοικονομώντας παράλληλα μελλοντικές εξελίξεις. Συνολικά, η ταινία διαθέτει μία υπόγεια υπνωτιστική αύρα: η παρακολούθησή της μοιάζει με τη βίωση ενός ονείρου.
Είναι αξιοσημείωτο ότι αρνητικά σχόλια προκάλεσε η απεικόνιση του Βαρόνου Χαρκόννεν: δεν είναι μόνο σαδιστής, παιδόφιλος, εγωκεντρικός, δολοφόνος, βιαστής και μονοδιάστατα μοχθηρός, αλλά τυγχάνει και εμφανώς ομοφυλόφιλος (ο Λιντς το αποδίδει κυρίως μέσω λάγνων βλεμμάτων), ενώ τα εξανθήματα του προσώπου του έχουν συσχετιστεί με τα ανάλογα συμπτώματα του AIDS – θεωρούμενο ως «ασθένεια των ομοφυλοφίλων» κατά την εποχή που γυρίστηκε η ταινία. Οι περισσότεροι χαρακτήρες είναι επίπεδοι και ανεπαρκώς αναπτυγμένοι, ενώ η οικολογική διάσταση του βιβλίου δεν διερευνάται σε βάθος. Ορισμένοι κριτικοί δυσαρεστήθηκαν επίσης από την «ελαττωματική» φυσική δράση του φιλμ, με την επική μάχη του φινάλε ιδίως να μοιάζει ανιαρή και ακατανόητη, ενώ στηλιτεύθηκε επανειλημμένα η πομπώδης εκφορά των ηθοποιών που κάνουν απλές δηλώσεις με εξαιρετικό στόμφο. Θα μπορούσε βεβαίως να πει κανείς για όλα αυτά ότι ο σκηνοθέτης απλώς εικονογράφησε με τον ξεχωριστό του τρόπο την αίσθηση που πράγματι αναδίδει το μυθιστόρημα, σε μια ιδιόρρυθμη ταινία που έτσι κι αλλιώς – όπως έχει λεχθεί – δεν είναι παρά μια μείξη του Λόρενς της Αραβίας και του Πολέμου των Άστρων! Επιπρόσθετα, ο Λιντς κατορθώνει να αποσπάσει καλές – ακόμα και σαγηνευτικές – ερμηνείες από ορισμένους ηθοποιούς (ξεχωρίζει η μητέρα του Πωλ).
Κατά τη δεκαετία του 1970 τα δικαιώματα κινηματογραφικής μεταφοράς του μυθιστορήματος είχαν καταλήξει στον Αλεχάνδρο Γιοντορόφσκι (τον σουρεαλιστή σκηνοθέτη του καλτ φιλμ Ελ τόπο και δημιουργό του πασίγνωστου κόμικ Ίνκαλ). Με μεγάλο μέρος της παραγωγής έτοιμο και εξασφαλισμένη τη συμμετοχή του ζωγράφου και σκηνογράφου Γκίγκερ, του σεναριογράφου Νταν Ο’ Μπάνον, του Σαλβαντόρ Νταλί στον ρόλο του Αυτοκράτορα και με τους Pink Floyd υπεύθυνους για τη μουσική επένδυση, τα χρήματα τελείωσαν πριν την έναρξη των γυρισμάτων και ο Γιοντορόφσκι δεν κατάφερε να συγκεντρώσει τα απαραίτητα κεφάλαια. Τα δικαιώματα αγοράστηκαν από τον ντε Λορέντις και αυτός προσέλαβε τον νεαρό τότε σκηνοθέτη Ρίντλεϊ Σκοτ για την υλοποίηση του φιλμ, διατηρώντας ένα μέρος από την προεργασία του Γιοντορόφσκι. Ο Σκοτ εγκατέλειψε την παραγωγή ύστερα από επτά μήνες δουλειάς και ο ντε Λορέντις προσέλαβε τελικά τον Λιντς το 1981 – ο τελευταίος αρνήθηκε την προσφορά του Τζορτζ Λούκας περί σκηνοθεσίας της Επιστροφής των Τζεντάι προκειμένου να αναλάβει το Ντιουν, ενώ η τελική ταινία δεν έχει καμία σχέση με το παλαιότερο σχέδιο. Αξιοσημείωτο είναι πως ο Ο’ Μπάνον, ο Γκίγκερ και ο Σκοτ συνεργάστηκαν τελικά στο πασίγνωστο θρίλερ επιστημονικής φαντασίας Alien του 1979, είναι πιθανόν επομένως να είχαν επηρεαστεί από το Ντιουν, ενώ ο Γιοντορόφσκι έχει δηλώσει ρητά πως το αποτυχημένο εκείνο εγχείρημα «άλλαξε τη ζωή του» και επέδρασε σημαντικά στον σχεδιασμό του Ίνκαλ.
Το 1988 το στούντιο, με βάση το περικομμένο υλικό και την κινηματογραφική έκδοση, συναρμολόγησε μία νέα, τρίωρη εκδοχή της ταινίας, πολύ διαφορετική από αυτήν που είχε αρχικά στο μυαλό του ο σκηνοθέτης, προορισμένη για τηλεοπτική προβολή. Η έκδοση αυτή, από την οποία ο Λιντς απέσυρε το όνομά του, κατά γενική ομολογία έχει πιο διαυγή και ξεκάθαρη πλοκή, αλλά είναι περισσότερο άρρυθμη, με απόντα ειδικά εφέ στις νέες σκηνές και λογοκριμένα τα αιματηρά πλάνα. Στη συνέχεια, μία παντελώς διαφορετική τηλεοπτική διασκευή του μυθιστορήματος υπό μορφή μίνι σειράς το 2000 χαρακτηρίστηκε από παταγώδη καλλιτεχνική αποτυχία.