Η συνθήκη των Βερσαλλιών

Εκτύπωση
Κατηγορία: Πρίν το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο
Δημιουργηθηκε στις Τετάρτη, 10 Απριλίου 2013

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η συνθήκη των Βερσαλλιών (1919) είναι η συνθήκη ειρήνης που τερμάτισε επίσημα τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ανάμεσα στην Αντάντ (γαλλ. entente) και τη Γερμανική Αυτοκρατορία. Μετά από έξι μήνες διαπραγματεύσεων, που έλαβαν χώρα στη Διάσκεψη Ειρήνης του Παρισιού, η συνθήκη υπεγράφη ως συνέχεια της ανακωχής της 11ης Νοεμβρίου 1918 του δάσους του Κομπιένης. Παρότι υπήρχαν πολλές διατάξεις στη συνθήκη, μία από τις πιο σημαντικές όριζε ότι η Γερμανία αποδεχόταν την πλήρη ευθύνη για την έναρξη του πολέμου και, σύμφωνα με τα άρθρα 231-248, αποδεχόταν να πληρώσει πολεμικές αποζημιώσεις σε διάφορες χώρες.

Οι διαπραγματεύσεις ανάμεσα στους συμμάχους άρχισαν στις 18 Ιανουαρίου στην Αίθουσα Καθρεπτών των Βερσαλλιών. 70 αντιπρόσωποι και 26 έθνη διαπραγματεύθηκαν τους όρους της συνθήκης. Η Γερμανία, η Αυστρία, η Ουγγαρία και η Ρωσία αποκλείστηκαν από τις διαπραγματεύσεις. Αλλά τον πιο σημαντικό ρόλο για τη συγγραφή των όρων της συνθήκης είχαν οι τακτικές διαβουλεύσεις των «Δέκα Μεγάλων», που περιελάμβαναν τους επτά κύριους νικητές (ΗΠΑ, Γαλλία, Μεγάλη Βρετανία, Ρωσία, Ιταλία, Βέλγιο και Σερβία). Αργότερα η Ρωσία και άλλες πέντε χώρες εγκατέλειψαν τις διαβουλεύσεις οπότε έμειναν μόνο οι «Τέσσερις Μεγάλοι». Αφού έφυγε και η Ιταλία, οι τελικοί όροι καθορίστηκαν από τους «Τρεις Μεγάλους»: ΗΠΑ, Γαλλία και Μεγάλη Βρετανία.

 

 Οι διαπραγματεύσεις ανάμεσα στους συμμάχους

 

Στις 29 Απριλίου, η γερμανική αντιπροσωπεία υπό την ηγεσία του Υπουργού Εξωτερικών Ulrich Graf von Brockdorff-Rantzau έμαθε επιτέλους τους όρους της ειρήνης. Αυτοί περιελάμβαναν την απώλεια εδαφών, την απώλεια όλων των αποικιών και τον περιορισμό των στρατιωτικών τις δυνάμεων. Καθώς δεν επιτρεπόταν στη γερμανική αντιπροσωπεία να πάρει μέρος στις διαπραγματεύσεις, η γερμανική κυβέρνηση δημοσίευσε μια έγγραφη διαμαρτυρία για τους, κατά τη γνώμη της, άδικους όρους, και σύντομα αποχώρησε από τις διεργασίες του συνεδρίου. Στις 20 Ιουνίου, δημιουργήθηκε νέα κυβέρνηση υπό τον καγκελάριο Γκούσταφ Μπάουερ αφού παραιτήθηκε ο Φίλιπ Σάιντεμαν. Η Γερμανία τελικά συμφώνησε με τους όρους με 237 ψήφους υπέρ και 138 κατά στις 23 Ιουνίου.

 

(Απο αριστερά πρός δεξιά) Οι ?4 Μεγάλοι?: David Lloyd George (Αγγλία), Vittorio Orlando (Ιταλία), Georges Clemenceau (Γαλλία), και Woodrow Wilson (Η.Π.Α).

 

Στις 28 Ιουνίου 1919, ο Χέρμαν Μύλερ, ο νέος Γερμανός Υπουργός Εξωτερικών, και ο Υπουργός Μεταφορών, Johannes Bell, συμφώνησαν να υπογράψουν τη συνθήκη που επικυρώθηκε από την Κοινωνία των Εθνών στις 10 Ιανουαρίου 1920. Στη Γερμανία, η συνθήκη προκάλεσε σοκ και αισθήματα ταπείνωσης γιατί πολλοί Γερμανοί θεωρούσαν άδικο να επωμιστεί μόνο η Γερμανία και οι σύμμαχοί της την ευθύνη για την έναρξη του πολέμου.

 

Η Γερμανική αντιπροσωπεία κατά την υπογραφή της ταπεινωτικής συνθήκης.

 

Οι «Τρεις Μεγάλοι» που διαπραγματεύθηκαν τη συνθήκη ήταν ο βρετανός Υπουργός Εξωτερικών Λόυντ Τζωρτζ, ο γάλλος Πρωθυπουργός Ζωρζ Κλεμανσώ και ο αμερικανός Πρόεδρος Γούντροου Γουίλσον. Ο ιταλός Πρωθυπουργός Βιτόριο Ορλάντο διαδραμάτισε δευτερεύοντα ρόλο στις διαπραγματεύσεις. Η Γερμανία δε συμμετείχε διόλου σε αυτές. Στις Βερσαλλίες, ήταν δύσκολο να αποφασιστεί μία κοινή θέση γιατί οι επιδιώξεις των διαφόρων χωρών συγκρούονταν μεταξύ τους. Το αποτέλεσμα ήταν ένας «δυσχερής συμβιβασμός».

 

 

Vittorio Orlando (Ιταλία), David Lloyd George (Αγγλία),  Georges Clemenceau (Γαλλία),  Woodrow Wilson (Η.Π.Α)

Οι όροι

Η συνθήκη όριζε την ίδρυση της Κοινωνίας των Εθνών, γεγονός μείζονος σημασίας για τον αμερικανό Πρόεδρο Γουίλσον. Η Κοινωνία των Εθνών επρόκειτο να διαιτητεύει τις διεθνείς διαφορές και έτσι να αποφεύγει μελλοντικούς πολέμους. Μόνο τρία από τα δεκατέσσερα σημεία του Γουίλσον πραγματοποιήθηκαν, αφού ο αμερικανός πρόεδρος αναγκάστηκε να συμβιβαστεί με τον Κλεμανσώ, τον Λόυντ Τζωρτζ και τον Ορλάντο σε μερικά σημεία για να επιτύχει την έγκρισή τους προκειμένου να ιδρυθεί το δέκατο τέταρτο σημείο, η Κοινωνία των Εθνών.

Η καθιερωμένη άποψη είναι ότι ο Κλεμανσώ ήταν αυτός που διεκδικούσε με περισσότερη εμπάθεια την εκδίκηση σε βάρος της Γερμανίας, καθώς μεγάλο μέρος του πολέμου διαδραματίστηκε στη βορειοανατολική Γαλλία με καταστροφικές συνέπειες για τη χώρα. Αυτή η συνθήκη θεωρήθηκε υπέρμετρα αυστηρή καθώς έριχνε όλο το βάρος της ευθύνης στους ώμους της Γερμανίας. Όμως, πολλοί σύγχρονοι ιστορικοί θεωρούν αυτή την άποψη υπεραπλουστευτική.

H Γερμανία έχασε τα παρακάτω εδάφη:

  • Αλσατία-Λωραίνη, η Γερμανία είχε κερδίσει αυτά τα εδάφη σύμφωνα με την προκαταρκτική συνθήκη ειρήνης που υπογράφτηκε στις Βερσαλλίες στις 26 Φεβρουαρίου 1871, και με τη συνθήκη της Φρανκφούρτης στις 10 Μαΐου 1871. Τα εδάφη αυτά επανήλθαν υπό γαλλική επικυριαρχία χωρίς δημοψήφισμα ήδη από την ημέρα της ανακωχής στις 11 Νοεμβρίου, 1918. (έκταση: 14.522 χμ², πληθυσμός 1.815.000(1905)).
  • Βόρειο Σλέσβιγκ (γερμ.Schleswig), περιλαμβανομένων των γερμανικών πόλεων Tondern (T?nder), Apenrade, Sonderburg, Hadersleben και L?gum στο Σλέσβιγκ-Χόλσταϊν (γερμ. Schleswig-Holstein). Ενσωματώθηκαν στη Δανία μετά από δημοψήφισμα (έκταση: 3.984 χμ², πληθυσμός 163.000 (1920)).
  • Οι πρωσικές επαρχίες του Posen και της Δυτικής Πρωσίας, που είχαν προσαρτηθεί με τον Διαμερισμό της Πολωνίας (1772-1795), αποδόθηκαν στην νεοδημιουργηθείσα Πολωνία. Τα εδάφη είχαν ήδη απελευθερωθεί από τον ντόπιο πολωνικό πληθυσμό κατά τη Μεγάλη Εξέγερση της Πολωνίας του 1918-9. (έκταση 53.800 χμ², πληθυσμός (1931): 4.224.00 κάτοικοι, περιλαμβάνοντας 510 χμ² και τους 26.000 κατοίκους της Άνω Σιλεσίας).

Η Δυτική Πρωσία δόθηκε στην Πολωνία για να έχει διέξοδο στη θάλασσα, παρότι είχε σημαντικό γερμανικό πληθυσμό. Έτσι δημιουργήθηκε ο λεγόμενος Πολωνικός Διάδρομος.

  • Η περιοχή Hlu??nsko Hulczyn της Άνω Σιλεσίας παραχωρήθηκε στην Τσεχοσλοβακία (έκταση 316 ή 333 χμ², πληθυσμός: 49.000 κάτοικοι)
  • Το ανατολικό τμήμα της Άνω Σιλεσίας στην Πολωνία (έκταση 3.214 χμ², πληθυσμός: 965.000 κάτοικοι), παρότι το 60% ψήφισε υπέρ της Γερμανίας στο δημοψήφισμα.
  • Οι γερμανικές πόλεις Eupen και Malmedy με τις γύρω περιοχές παραχωρήθηκαν στο Βέλγιο.
  • Η περιοχή του Soldau στην Ανατολική Πρωσία (σταθμός του τρένου στη διαδρομή Βαρσοβία- Gda?sk) στην Πολωνία (έκταση 492 χμ²)
  • Το βόρειο τμήμα της Ανατολικής Πρωσίας με την πόλη Μέμελ (στα γερμανικά η περιοχή ονομάζεται Memelland) πέρασε υπό γαλλικό έλεγχο, ενώ αργότερα έγινε τμήμα της Λιθουανίας χωρίς δημοψήφισμα.
  • Η Warmia και η Masuria δόθηκαν στην Πολωνία.
  • Η περιοχή του Σάαρ πέρασε υπό την επικυριαρχία της Κοινωνίας των Εθνών για 15 χρόνια, στη συνέχεια θα ακολουθούσε δημοψήφισμα όπου οι κάτοικοι θα διάλεγαν είτε τη Γερμανία είτε τη Γαλλία. Για αυτό το διάστημα η Γαλλία έπαιρνε τον άνθρακα.
  • Το λιμάνι του Ντάντσιχ (γερμ. Danzig, πολ. Gda?sk) με το δέλτα του ποταμού Βιστούλα στη Βαλτική δημιούργησε την Ελεύθερη Πόλη του Ντάντσιχ υπό την προστασία της Κοινωνίας των Εθνών. (έκταση: 1.893 χμ² , πληθυσμός: 408.000 κάτοικοι (1929))

Οι γερμανικές αποικίες περιήλθαν υπό την επικυριαρχία της Κοινωνίας των Εθνών: η Γερμανική Ανατολική Αφρική στη Βρετανία, η Γερμανική Νοτιοδυτική Αφρική στη Νότιο Αφρική, το Καμερούν και το Τόγκο στη Βρετανία και τη Γαλλία, η Γερμανική Σαμόα στη Νέα Ζηλανδία, η Γερμανική Νέα Γουινέα στην Αυστραλία, τα νησιά Μάρσαλ και τα νησιά του Ειρηνικού βόρεια του Ισημερινού στην Ιαπωνία.

  • Επίσης στη συνθήκη περιλαμβανόταν ο όρος ότι η Γερμανία αναγνωρίζει και σέβεται την ανεξαρτησία της Αυστρίας.

Σύμφωνα με το άρθρο 156 οι γερμανικές κτήσεις στο Σανντόνγκ (Shandong) της Κίνας μεταφέρονταν στην Ιαπωνία αντί να επιστραφούν στην Κίνα. Οι Κινέζοι εξοργίστηκαν με αυτή τη διάταξη και πραγματοποίησαν διαδηλώσεις, ενώ δημιουργήθηκε το λεγόμενο κίνημα της 4ης Μαρτίου που συνέβαλε στην άρνηση της Κίνας να υπογράψει τη συνθήκη. Η Κίνα ανακοίνωσε το τέλος του πολέμου με τη Γερμανία το Σεπτέμβριο του 1919 και υπέγραψε χωριστή συνθήκη με τη Γερμανία το 1921.

 

 

Πέρα από τις εδαφικές παραχωρήσεις η συνθήκη όριζε επίσης τα εξής:

  • Οι Γερμανοί έχασαν τα προνόμια και τα εμπορικά τους δικαιώματα στην Κίνα, την Αίγυπτο και τη Μέση Ανατολή.
  • Αποστρατιωτικοποίηση της Ρηνανίας και του νησιού Helgoland.
  • Ο γερμανικός στρατός περιοριζόταν σε 100.000 άνδρες χωρίς υποβρύχια και εναέριες δυνάμεις.
  • Στρατιωτική κατοχή από τους συμμάχους της δυτικής όχθης του Ρήνου, της Κολωνίας, του Κόμπλεντς και του Μάιντς από τον Ιανουάριο του 1920.
  • Η συνθήκη του Μπρεστ-Λιτόφσκ θεωρούνταν άκυρη. Η Γερμανία έπρεπε να εκκενώσει τα βαλτικά κράτη και τα υπόλοιπα κατεχόμενα εδάφη.
  • Ο Κανονισμός της Κοινωνίας των Εθνών ήταν ενσωματωμένος στη συνθήκη.
  • Όπως αναφέρθηκε παραπάνω η Γερμανία αποδεχόταν το άρθρο της «πολεμικής ενοχής», αποδεχόταν να πληρώσει αποζημιώσεις και συμφωνούσε ότι ήταν ο υπεύθυνος για την έκρηξη του πολέμου.

Η διαμάχη σχετικά με τις αποζημιώσεις

Τα οικονομικά προβλήματα που προέκυψαν λόγω της αποπληρωμής και η γερμανική οργή για τους όρους αναφέρονται συχνά ως δύο από τους αποφασιστικούς λόγους που οδήγησαν στην κατάρρευση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, την άνοδο του Χίτλερ και τελικά την έκρηξη του Β΄ Παγκόσμιου Πόλεμου. Η άποψη αυτή υποστηρίχθηκε από πολλούς ιστορικούς καθώς και από διανοούμενους διεθνούς φήμης όπως ο Τζον Μαίυναρντ Κέυνς και ο Μπέρτραρντ Ράσσελ.

Από την άλλη μεριά, ορισμένοι ιστορικοί διαφώνησαν με αυτή την άποψη. Η Μάργκαρετ Μακ Μίλλαν έγραψε ότι: « από την αρχή, η Γαλλία και το Βέλγιο επιχειρηματολογούσαν ότι τα αιτήματα για άμεση ζημιά θα έπρεπε να λάβουν προτεραιότητα έναντι της διανομής των αποζημιώσεων. Το Βέλγιο είχε λεηλατηθεί πλήρως. Στο βιομηχανοποιημένο Βορρά της Γαλλίας, οι Γερμανοί έπαιρναν ότι επιθυμούσαν και κατέστρεψαν τα υπόλοιπα. Ακόμα και όταν υποχωρούσαν το 1918, οι γερμανικές δυνάμεις βρήκαν το χρόνο να ανατινάξουν μερικά από τα πιο σημαντικά ορυχεία άνθρακα της Γαλλίας.» Το άρθρο 231 της συνθήκης (το επονομαζόμενο «άρθρο της πολεμικής ενοχής») όριζε ότι η Γερμανία ήταν αποκλειστικά υπεύθυνη για όλες τις «απώλειες και ζημιές» που είχαν υποστεί οι Σύμμαχοι στη διάρκεια του πολέμου και έθετε τη βάση των αποζημιώσεων. Τον Ιανουάριο του 1921, το συνολικό ποσό που αποφασίστηκε από τη Διασυμμαχική Επιτροπή Αποζημιώσεων ορίστηκε στα 269 εκατομμύρια χρυσά μάρκα (2.970 χρυσά μάρκα αντιστοιχούσαν σε ένα γραμμάριο καθαρού χρυσού), περίπου £6.6 δισεκατομμύρια η $32 δισεκατομμύρια. Η Γερμανία θα έπρεπε να πληρώνει μέχρι το 1984. Πολλοί οικονομολόγοι έκριναν το ποσό υπερβολικό. Αργότερα τον ίδιο χρόνο, το ποσό περιορίστηκε στα 132 δισεκατομμύρια μάρκα, που παρέμενε αστρονομικό σύμφωνα με τους περισσότερους γερμανούς παρατηρητές, τόσο λόγω του ύψους του ποσού όσο και γιατί η Γερμανία θα έπρεπε να πληρώνει μέχρι το 1984.

Το 1921, ο Καρλ Μελχιόρ (γερμ. Carl Melchior) στρατιωτικός και γερμανός επενδυτής με τη M. M. Warburg & Co, που ήταν μέλος της γερμανικής αντιπροσωπίας, θεώρησε σκόπιμο να αποδεχτεί η Γερμανία το βάρος αστρονομικών αποζημιώσεων. Όπως είπε: «Μπορούμε να τα καταφέρουμε τα δύο-τρία πρώτα χρόνια με δάνεια από το εξωτερικό. Μετά από αυτό το διάστημα τα ξένα κράτη θα έχουν συνειδητοποιήσει ότι αυτές οι αποζημιώσεις μπορούν να πληρωθούν μόνο με τεράστιες γερμανικές εξαγωγές και ότι αυτές οι εξαγωγές θα καταστρέψουν το εμπόριο στην Αγγλία και την Αμερική, οπότε οι ίδιοι οι πιστωτές θα πιέσουν για μετατροπή των όρων.»

Το 1924, το σχέδιο Dawes άλλαξε τις γερμανικές πληρωμές αποζημιώσεων. Το Μάιο του 1929, το σχέδιο Young, περιόρισε κι άλλο τις γερμανικές πληρωμές στα 112 δισεκατομμύρια χρυσά μάρκα (US $26,350,000,000) για μια περίοδο 59 ετών (1988). Επιπλέον, το σχέδιο Young διαίρεσε την ετήσια πληρωμή (δύο εκατομμύρια χρυσά μάρκα, US$473 εκατομμύρια) σε δύο μέρη: ένα «απαραβίαστο» μέρος που ισοδυναμούσε με το ένα τρίτο και ένα που επιδεχόταν αναβολής που ισοδυναμούσε με τα δύο τρίτα. Παρ? όλ? αυτά, το Κραχ του Χρηματιστηρίου της Νέας Υόρκης, τον Οκτώβριο του 1929, και η μεγάλη οικονομική κρίση που ακολούθησε ανάγκασαν τους Συμμάχους να θέσουν moratorium πληρωμών για το 1931-2, κατά τη διάρκεια του οποίου η Συνδιάσκεψη της Λωζάννης ψήφισε υπέρ της κατάργησης των αποζημιώσεων. Μέχρι τότε, η Γερμανία είχε πληρώσει μόνο το ένα όγδοο του ποσού που απαιτούνταν από τη Συνθήκη των Βερσαλλιών. Παρ? όλ? αυτά, η Συμφωνία της Λωζάννης προϋπέθετε ότι οι ΗΠΑ θα συμφωνούσαν επίσης στην παύση των πληρωμών των δανείων που χρωστούσαν οι δυτικές κυβερνήσεις. Το σχέδιο τελικά απέτυχε γιατί το Κογκρέσο των ΗΠΑ διαφώνησε με την παύση των πληρωμών, αλλά όπως και να έχει, οι Γερμανοί σταμάτησαν πλέον στην πράξη να πληρώνουν αποζημιώσεις.

Εκ πρώτης όψεως, η πληρωμή των αποζημιώσεων μοιάζει αδύνατη. Όμως, σύμφωνα με τον William R. Keylor στο Versailles and International Diplomacy, «η αύξηση της φορολογίας και ο περιορισμός της κατανάλωσης στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης θα είχε δημιουργήσει το απαραίτητο πλεόνασμα εξαγωγών για τη δημιουργία ξένου συναλλάγματος και την πληρωμή των αποζημιώσεων. » Όμως προφανώς, μια τέτοια πολιτική θα είχε δημιουργήσει μια δυσχερή πολιτική κατάσταση. Στο American Reparations to Germany 1919-33, ο Stephen Schuker θεωρεί ότι η Δημοκρατία της Βαϊμάρης κατέληξε να μην πληρώνει καθόλου καθαρές αποζημιώσεις, παίρνοντας αμερικανικά εμπορικά δάνεια για να πληρώνει για τις αποζημιώσεις, προτού τελικά τις αποκηρύξει πλήρως στις αρχές της δεκαετίας του 1930.

 

Οι επιδιώξεις των Τριών Μεγάλων

Οι γαλλικές επιδιώξεις

Η Γαλλία είχε υποστεί πολύ σημαντικές απώλειες κατά τη διάρκεια του πολέμου (περίπου 1.24 εκατομμύρια στρατιώτες και 40.000 πολίτες νεκροί), ενώ η βορειοανατολική Γαλλία υπήρξε ένα από τα επίκεντρα των πολεμικών συγκρούσεων. Η Γαλλία επιθυμούσε τον έλεγχο των γερμανικών εργοστασίων. Με αυτή την επιδίωξή του ο Κλεμανσώ απλώς εξέφραζε τις απαιτήσεις της γαλλικής κοινής γνώμης.

Ο άνθρακας της βιομηχανικής περιοχής του Ρουρ μεταφερόταν στη Γαλλία σιδηροδρομικώς. Ο γαλλικός στρατός κατέλαβε γερμανικές πόλεις με στρατηγική σημασία όπως το Gau Algesheim, αφήνοντας τους κατοίκους άστεγους. Οι υπάλληλοι των γερμανικών σιδηρόδρομων σαμποτάριζαν τη μεταφορά άνθρακα στη Γαλλία. Περίπου 200 γερμανοί σιδηροδρομικοί υπάλληλοι εκτελέστηκαν για σαμποτάζ από τους Γάλλους.

Οι προθέσεις του Κλεμανσώ ήταν απλές και σαφείς: αυστηρές αποζημιώσεις και η αποδυνάμωση του γερμανικού στρατού σε τέτοιο βαθμό ώστε να μην είναι ποτέ ξανά σε θέση να εισβάλει στη Γαλλία. Ο Κλεμανσώ επίσης επιθυμούσε να καταστρέψει συμβολικά την παλιά, μιλιταριστική Γερμανία με το να ζητά να απαγορευτεί στους προπολεμικούς πολιτικούς να επιστρέψουν στα δημόσια πράγματα και να απαιτεί τον απαγχονισμό του Κάιζερ (ο οποίος στο μεταξύ είχε παραιτηθεί και ζούσε στην Ολλανδία). Επιθυμούσε επίσης να προστατεύσει τις μυστικές συμφωνίες και να επιβάλει ναυτικό αποκλεισμό στη Γερμανία, ώστε η Γαλλία να ελέγχει τις εισαγωγές και τις εξαγωγές της.

Η Γαλλία θεωρούσε άλλωστε ότι η Γερμανία έπρεπε να τιμωρηθεί και εδαφικά. Προφανώς επιδίωκε την επιστροφή της Αλσατίας-Λωραίννης αλλά και την αποστρατιωτικοποίηση του Ρήνου. Επιπλέον, οι γερμανικές αποικίες έπρεπε να διανεμηθούν στους νικητές. Ο Κλεμανσώ, που είχε το παρατσούκλι ο «Τίγρης» (γαλλ. le tigre), ήταν αναμφίβολα ο πιο ριζοσπαστικός από τους «Τέσσερις Μεγάλους».

Οι βρεττανικές επιδιώξεις

Συχνά θεωρείται ότι ο Λόυντ Τζωρτζ εξέφραζε τη μέση οδό ανάμεσα στον ιδεαλιστή Γουίλσον και τον εκδικητικό Κλεμανσώ. Παρ? όλ? αυτά, η στάση του υπήρξε πιο λεπτή απ? ότι φαίνεται εκ πρώτης όψεως. Το βρετανικό κοινό επιθυμούσε να τιμωρήσει τη Γερμανία όσο και το γαλλικό. Επίσης, οι συντηρητικοί (που συμμετείχαν στην κυβέρνηση συνασπισμού) πίεζαν για σκληρή τιμωρία της Γερμανίας ώστε να αποφευχθεί ο πόλεμος στο μέλλον, αλλά και για να διατηρηθεί η Βρετανική Αυτοκρατορία. Ο βρετανός πρωθυπουργός κατόρθωσε να αυξήσει το συνολικό ποσό των αποζημιώσεων ζητώντας αποζημιώσεις για τις χήρες, τα ορφανά και τους άντρες που έμειναν άνεργοι λόγω αναπηρίας. Επιπλέον, ήθελε να διατηρήσει και να αυξήσει τις βρετανικές αποικίες και τόσο αυτός όσο και ο Κλεμανσώ ένιωθαν άβολα με την αρχή της «αυτοδιάθεσης» του αμερικανού Προέδρου, που αποτελούσε άμεση απειλή για τις αποικίες τους. Τέλος, όπως και ο Κλεμανσώ, υποστήριξε τη διατήρηση των μυστικών συμφωνιών και την ιδέα του ναυτικού αποκλεισμού.

Παρ? όλ? αυτά ο Λόυντ Τζωρτζ κατανοούσε τους κινδύνους που μπορούσαν να προέλθουν από μια πικραμένη Γερμανία και θεωρούσε ότι μια λιγότερο σκληρή συνθήκη, αύξανε μακροπρόθεσμα τις πιθανότητες για ειρήνη. Ένας άλλος σημαντικός παράγοντας ήταν ότι η Γερμανία ήταν ο δεύτερος εμπορικός εταίρος της Βρετανίας και μία κατεστραμμένη γερμανική οικονομία θα ήταν καταστροφική για το βρετανικό εμπόριο. Επιπλέον, ο Λόιντ Τζωρτζ (όπως και ο Κλεμανσώ) αναγνώριζε ότι οι ΗΠΑ ήταν πλέον η νέα οικονομική υπερδύναμη και γι? αυτό επιθυμούσε «να πάει με τα νερά της». Τέλος, η Βρετανία ήθελε να διατηρήσει την ισορροπία δυνάμεων στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Αν οι επιθυμίες της Γαλλίας πραγματοποιούνταν θα γινόταν η νέα ευρωπαϊκή υπερδύναμη και αυτό ήταν προφανώς αντίθετο με τα βρετανικά συμφέροντα.

Οι βρετανικές επιδιώξεις μπορούν να συνοψιστούν ως εξής: α) υπεράσπιση των βρετανικών συμφερόντων μέσω της διατήρησης της βρετανικής ναυτικής υπεροχής, καθώς και τη διατήρηση και πιθανή επέκταση της αποικιακής αυτοκρατορίας. β) μείωση της γερμανικής στρατιωτικής ισχύος και επιβολή αποζημιώσεων. γ)αποφυγή της δημιουργίας μιας πικραμένης Γερμανίας που θα απειλούσε την ειρήνη μακροπρόθεσμα. δ) να βοηθήσει τη Γερμανία να ανακάμψει οικονομικά ώστε να ξαναγίνει ο ισχυρός εμπορικός εταίρος της Γερμανίας.

Οι επιδιώξεις των ΗΠΑ

Οι ΗΠΑ είχαν γενικά μια πιο ιδεαλιστική τάση που ερχόταν σε έντονη αντίθεση με τον ευρωπαϊκό ρεαλισμό και κυρίως με τη γαλλική επιθυμία να καταβληθεί πλήρως η Γερμανία. Ο Πρόεδρος Γουίλσον παρουσίασε δεκατέσσερα σημεία πάνω στα οποία θα έπρεπε να βασιστεί η μεταπολεμική ειρήνη. Στόχος του αμερικανού Προέδρου ήταν «να κάνει τον κόσμο ασφαλή για τη δημοκρατία».

© 2015 - Σχεδίαση & Συντήρηση Ιστοτόπου : Λάμπρου Αθανάσιος - Καθηγητής Πληροφορικής 1ου Γενικού Λυκείου Αρτέμιδος