Ιστορία νομού Καρδίτσας - Η πόλη της Καρδίτσας
Οι παλαιότερες θέσεις κατοίκησης έχουν επισημανθεί στις πεδινές περιοχές του νομού. Εκεί η εύφορη γη με τα άφθονα νερά ευνοούσε την εγκατάσταση, όπως το Καρποχώρι, η Σικυώνα, η Μύρινα, η Μαγούλα, η Μαγουλίτσα, ο Πρόδρομος, όπου εντοπίστηκαν δείγματα κεραμικής της 6ης χιλιετίας π.Χ. Χαρακτηριστικό είναι το πήλινο ομοίωμα σπιτιού, με θαυμάσια γραπτή διακόσμηση, που βρέθηκε στο νεολιθικό οικισμό Μύρινα, με άνοιγμα στη στέγη για την εστία και στο δάπεδο δύο τρύπες, προφανώς για τους κίονες.
Από τις αρχαιότερες πόλεις, η Άρνη, υπήρξε έδρα των Βοιωτών πριν από την εγκατάσταση των Θεσσαλών, δηλαδή πριν από το 1900 π.Χ. Άρνη ήταν η κόρη του Αίολου και μητέρα του γενάρχη Βοιωτού. Στα Ιστορικά Χρόνια η πόλη μετονομάστηκε Κιέριο. Σύμφωνα με τις επιγραφές ταυτίζεται με την αρχαία θέση «Ογλά» , δυτικά από το χωριό Πύργος Κιερίου, πολύ κοντά στον Κουάριο ή Κουράλιο ποταμό (Σοφαδίτικο). Σώζονται ερείπια από τα ισχυρά τείχη και από άλλα κτίσματα. Η Άρνη τοποθετείται στη θέση «Μακριά Μαγούλα». Το Κιέριο ήταν μια από τις τρεις σημαντικές πόλεις του σημερινού νομού (οι άλλες δυο ήταν η Μητρόπολη και οι Γόμφοι) και χαρακτηρίζεται πρώτη πρωτεύουσα της Θεσσαλιώτιδας, στο πρώτο μισό του 4ου αιώνα π.Χ. Τότε κόπηκαν και τα πρώτα χάλκινα και αργυρά νομίσματα. Εικονίζει το Δία και την Άρνη, κοριτσάκι να παίζει γονατιστή αστραγάλους. Στα ασημένια εικονίζεται και ο Ασκληπιός, η λατρεία του οποίου έχει τις ρίζες στη Θεσσαλία. Στην πόλη λάτρευαν και τον Ποσειδώνα Κουέριο, επίθετο που συσχετίζει το θεό με το ποτάμι, το νερό και τις πηγές. Επιγραφές σώζουν πληροφορίες για επιφανείς Κιέριους που έγιναν ταγοί, στρατηγοί, γραμματείς του Κοινού των Θεσσαλών, ιερομνήμονες στους Δελφούς, πρόξενοι σε άλλες θεσσαλικές πόλεις, και νίκησαν σε αγώνες. Μια επιγραφή του 1ου αιώνα π.Χ. αναφέρεται σε δικαστική απόφαση του Κοινού των Θεσσαλών, όπου δικαιώθηκε το Κιέριο, σε εδαφική διαφορά με τη Μητρόπολη. Η Μητρόπολη βρισκόταν στη θέση του σημερινού ομώνυμου χωριού και έχει εντοπιστεί από ενεπίγραφο γωνιόλιθο σε σπίτι. Σύμφωνα με τις αρχαίες πηγές δημιουργήθηκε με το συνοικισμό τριών μικρών οικισμών. Η πρώτη αναφορά στην πόλη διασώθηκε σε επιγραφή των Δελφών του 360 π.Χ. όπου η πόλη συμμετείχε στην ανακατασκευή του ναού του Απόλλλωνα με το σεβαστό ποσό των 120 δρχ. Αργότερα συνοικίστηκαν άλλες γειτονικές πόλεις στη Μητρόπολη, όπως το Ονθύριο, οι Πολίχνες και η Ιθώμη, που είχε πάρει μέρος στον Τρωικό Πόλεμο με τους βασιλείς της Τρίκκης, Ποδαλείριο και Μαχάονα, τους γιους του Ασκληπιού. Τα παλαιότερα αργυρό νομίσματα της Μητρόπολης χρονολογούνται στις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ. και στα μέσα του 3ου αιώνα π.Χ. κόπηκαν χάλκινα νομίσματα με την Αφροδίτη - κύρια. θεότητα - ή το περιστέρι, σύμβολο της θεάς. Στη Μητρόπολη λατρεύονταν επίσης ο Δίας, ο Ποσειδώνας, ο Απόλλωνας, ο Διόνυσος και οι Μοίρες.
Στη θέση «Επισκοπή», στην αριστερή όχθη του ποταμού Πάμισου, κοντά στο Μουζάκι, έχουν επισημανθεί τα ερείπια της αρχαίας πόλης Γόμφοι. Λείψανα από τα ισχυρό τείχη της έχουν επισημανθεί στην κορυφή του λόφου στα βόρεια της πόλης. Στα χρόνια του Φιλίππου Β' είχε μετονομαστεί σε Φιλιππόπολη. Τότε, γύρω στα 340 π.Χ., έκοψε τα πρώτα αργυρά νομίσματα και αργότερα χάλκινα, με το όνομα Γόμφοι. Εδώ λάτρευαν το Δία Ακραίο - συναντάται και με το επίθετο Παλάμνιος - και το Διόνυσο Κάρπιο. Το 198 π.Χ. οι Γόμφοι περιέρχονται στο βασίλειο της Αθαμανίας, του Αμύνανδρου. Η Αθαμανία ήταν η περιοχή της κεντρικής Πίνδου που διαρρέεται από τον Άνω Αχελώο, τον αρχαίο Ίναχο. Περιελάμβανε το νοτιοανατολικό τμήμα της Ηπείρου και το δυτικό ορεινό τμήμα της Θεσσαλίας. Αθαμάνες και Μολοσσοί αποκαλούνται λαοί της Ηπείρου από το Στράβωνα. Η ορεινή περιοχή του νομού Καρδίτσας, όπου βρίσκονται τα χωριά της Αργιθέας, αποτελούσαν στην αρχαιότητα τμήμα της Αθαμανίας. Οι Αθαμάνες ήταν ένα από τα ελληνικά φύλα που εγκαταστάθηκαν εδώ τη 2η χιλιετία π.Χ. και πήραν μέρος στις μετακινήσεις των Ελλήνων στα τέλη του 12ου αιώνα π.Χ. ως τον 9ο αιώνα π.Χ. Γενάρχης τους, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Απολλόδωρου, ήταν ο Αθάμας, βασιλιάς της Βοιωτίας, ο οποίος εγκαταστάθηκε στις πλαγιές της Πίνδου μετά από περιπλανήσεις και «φιλοξενήθηκε» από άγρια ζώα. Διώχθηκε από την πατρίδα του επειδή είχε σκοτώσει το γιο του - με την Ινώ - Λέαρχο.
Στις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ. οι Αθαμάνες ήταν φίλοι των Λακεδαιμονίων, ενώ το 395 π.Χ. συμμετείχαν στη συμμαχία Αθηναίων, Βοιωτών, Θεσσαλών και άλλων. Το 375 π.Χ. συμμετείχαν στη Β' Αθηναϊκή Συμμαχία και στον Γ? Ιερό πόλεμο, το 355 π.Χ., συμμάχησαν με Θεσσαλούς, Μακεδόνες και άλλους Έλληνες εναντίον των Φωκέων. Γνωστοί βασιλείς των Αθαμάνων υπήρξαν ο Θεόδωρος και ο Αμύνανδρος. Στα χρόνια που κυβέρνησε ο Αμύνανδρος, η Αθαμανία υπήρξε σημαντικός πολιτικός και στρατιωτικός παράγων, λόγω της θέσης της ανάμεσα στην Αιτωλία και τη Μακεδονία. Στα 198 - 191 π.Χ. τα όριά της είχαν επεκταθεί ανατολικά σε αρκετές θεσσαλικές πόλεις, την Τρίκκη, τη Φαλώρεια, το Αιγίνιο, τις οποίες ο Αμύνανδρος είχε αποσπάσει από το Φίλιππο Ε' της Μακεδονίας. Στην κρίσιμη για την ιστορία του έθνους μας μάχη της Πύδνας το 168 π.Χ., Μολοσσοί και Αθαμάνες τάχθηκαν στο πλευρό του Μακεδόνα Περσέα, σε μια τελευταία προσπάθεια να αντισταθούν στους Ρωμαίους. Οι Έλληνες έχασαν τη μάχη και ο νικητής Αιμίλιος Παύλος επιδόθηκε σε λεηλασίες και καταστροφές. Αργότερα, το 48 π.Χ., τις διαφορές Πομπηίου Καίσαρα στο ρωμαϊκό εμφύλιο πλήρωσαν οι Γόμφοι με λεηλασία, καταστροφές και θανατώσεις πολιτών. Επιγραφή του 165 π.Χ., που βρέθηκε στους Δελφούς, αναφέρεται στο Κοινό των Αθαμάνων, το οποίο κράτησε τουλάχιστον ως το 80 π.Χ., σύμφωνα με επιγραφή που βρέθηκε στη Λάρισα. Πρωτεύουσα των Αθαμάνων ήταν η Αργιθέα. Λείψανα έχουν εντοπιστεί κοντά στο ομώνυμο χωριό. Άλλες σπουδαίες πόλεις ήταν η Θευδορία ή Θεοδωρία (Θεοδωριανά Άρτας), η Τετραφυλία στην κοιλάδα του Αχελώου, η Ηράκλεια (Βουλγαρέλι ή Δροσοπηγή Άρτας), η Χαλκίδα (Χαλίκι Τρικάλων), το Πότναιο ή Πότνειο (στην περιοχή της Ελάτης Τρικάλων).
Ο χριστιανισμός επικράτησε νωρίς στην Καρδίτσα και το πανθεσσαλικό ιερό της Ιτωνίας Αθηνάς, «παρά τον Κουράλιον», μετατράπηκε σε χριστιανική εκκλησία. Ανακαλύφθηκαν λείψανα παλαιοχριστιανικής βασιλικής (5ου αιώνα), ρωμαϊκό ή παλαιοχριστιανικό ψηφιδωτό δάπεδο και χριστιανικοί τάφοι μεταγενέστεροι της βασιλικής. Η περιοχή δέχτηκε καταστροφικές επιδρομές από τους εχθρούς της βυζαντινής αυτοκρατορίας και κυρίως από τους Βούλγαρους. Οι Γόμφοι και η Μητρόπολη ήταν από τις σημαντικότερες πόλεις της Θεσσαλίας και ο Ιουστινιανός (527-565) ανακαίνισε την οχύρωση.
Όταν κατέλαβαν το νομό οι Τούρκοι στα 1420, οι κάτοικοι αποσύρθηκαν στις δυσπρόσιτες πλαγιές των Αγράφων, εξασφαλίζοντας την ελευθερία τους. Οι κατακτητές αναγκάστηκαν να παραχωρήσουν προνόμια, τα οποία ανανεώθηκαν με τη συνθήκη του Ταμασίου, το 1525 - αφού δεν κατάφεραν να υποτάξουν τους κατοίκους. Με τη συνθήκη απαγορευόταν η εγκατάσταση Τούρκων στην περιοχή. Έτσι λειτούργησαν ονομαστές σχολές, όπως των Βραγκιανών, όπου δίδαξε ο Ευγένιος Γιαννούλης και φοίτησε ο Κοσμάς ο Αιτωλός και ο Βραγκιανός δάσκαλος του Γένους Αναστάσιος Γόρδιος.
Γνωστή ήταν και η σχολή Φουρνά, με αξιόλογο εργαστήρι αγιογραφίας, όπως δείχνουν οι κατάγραφες εκκλησίες των Αγράφων. Οι Αγραφιώτες έδωσαν πρώτοι το σύνθημα της εξέγερσης το 1854 και η επανάσταση εξαπλώθηκε σε όλη τη Θεσσαλία. Μεγάλη μορφή του αγώνα υπήρξε ο Χριστόδουλος Χατζηπέτρος. Παρά την εξάπλωση της επανάστασης και τις πρώτες νίκες, οι Έλληνες έχασαν ακόμα μια ευκαιρία να επεκτείνουν το κράτος, εξαιτίας της στάσης της Αγγλίας και της Γαλλίας, που υποστήριξαν ανεπιφύλακτα την Τουρκία και άσκησαν πίεση στην ελληνική κυβέρνηση, με αποτέλεσμα την αποδυνάμωση των στρατευμάτων και την ήττα της 6ης Ιουνίου 1854. Προσαρτήθηκε στην Ελλάδα το 1881.
Η Καρδίτσα ήταν η πρώτη πόλη της Ευρώπης που απελευθερώθηκε από τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής (2-9-1943). Η είδηση μεταδόθηκε σε όλες τις γλώσσες από το ραδιοφωνικό σταθμό του Λονδίνου: «Οι Έλληνες αντάρτες απελευθέρωσαν την Καρδίτσα. Είναι η πρώτη πόλη της Ευρώπης που απελευθερώνεται από δυνάμεις αντιστάσεως».
Η πόλη της Καρδίτσας
Η Καρδίτσα, η πρωτεύουσα του ομώνυμου νομού, χτισμένη σε παραπόταμο του Πηνειού, σε απόσταση 10 χλμ από τις υπώρειες της Πίνδου (και σε υψόμετρο 110 μέτρων), ακριβώς στο μέσον της Ελλάδας, στην καρδιά του εύφορου θεσσαλικού κάμπου - από όπου πιθανώς και το όνομα - αποτελεί διοικητικό, οικονομικό και πολιτιστικό κέντρο του νομού, με ζωηρή εμπορική κίνηση. Οι ευρύχωρες πλατείες, το μεγάλο πάρκο Παυσίλυπο οι πεζόδρομοι, οι μικροί πευκώνες και τα καλλωπιστικό φυτά, ανάμεσα σε παλαιά και σύγχρονα κτίρια, δίνουν αέρα και ξεχωριστό χρώμα στην πόλη. Η Καρδίτσα ιδρύθηκε στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, στα τέλη του 17ου αιώνα από τους κατακτητές, που δεν άντεχαν τις επιθέσεις των Αγραφιωτών. Μαζί εγκαταστάθηκαν και ορισμένοι εύποροι Έλληνες. Η πρώτη σημαντική μαρτυρία για την πόλη προέρχεται από πρόθεση της Ι. Μ. Αγ. Τριάδας (Δρακότρυπα), όπου γίνεται λόγος για τη "Μαγούλα Καρδιτζίου" (μέσα 18ου αιώνα). 'Άλλωστε ο Άγγλος περιηγητής Leake θα επιβεβαιώσει την ύπαρξη της πόλης στα 1810. Γύρω στα 1810 -1818 αποτελούσε ήδη σταθμό και κέντρο εμπορίου ανάμεσα στην πεδινή και την ορεινή περιοχή. Στα 1821 η πανώλη ερήμωσε την πόλη. Κατοικήθηκε ξανά μετά τον απελευθερωτικό αγώνα, το 1858. Οι Έλληνες εγκαταστάθηκαν στη συνοικία Βαρούσι - 32 οικογένειες - και συνέχισαν τον αγώνα με τη γη και τον εχθρό. Η πόλη της Καρδίτσας θα ανακηρυχθεί σε δήμο το 1882.
Οι κάτοικοι της, όπως όλοι οι Θεσσαλοί, είναι ζεστοί. Η καλύτερη εποχή να επισκεφθείτε την Καρδίτσα είναι οι αρχές Σεπτεμβρίου, όταν γίνεται το Διεθνές Χορωδιακό Φεστιβάλ. Συγκροτήματα μεγάλα, από όλο τον κόσμο, φιλοξενούνται στην πόλη και εμφανίζονται στο δημοτικό κινηματοθέατρο.
Το μεγάλο πάρκο του Παυσίλυπου, αποτελεί για την πόλη κόσμημα. Οι μελέτες επέκτασης και ένωσης του Παυσίλυπου με την πλατεία Πλαστήρα κατόρθωσαν να συνδυάσουν τη λειτουργικότητα με την καλαισθησία και το σεβασμό για τις ανάγκες του σημερινού πολίτη, καθιστώντας το κέντρο αναφοράς και συνάντησης.
Δεν είναι πάρα πολλά σε αριθμό τα αξιοθέατα της πόλης, αλλά τούτη η ποσοτική έλλειψη, που οφείλεται άλλωστε και στη μικρή ηλικία της, αντισταθμίζεται από το εξαιρετικό ενδιαφέρον που αυτά παρουσιάζουν.
Η μητρόπολη του Αγίου Κων/νου του 19ου αιώνα φιλοξενεί τοιχογραφίες του γνωστού Kαρδιτσιώτη ζωγράφου Δημήτρη Γιολδάση. Όμορφο ξυλόγλυπτο τέμπλο κοσμεί την εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής (Καμινάδων), επίσης του 19ου αιώνα.
Το δημοτικό κτήριο της νέας αγοράς, το οποίο αποπερατώθηκε στις πρώτες δεκαετίας του αιώνα, αναμένεται να ξεχωρίσει ακόμα περισσότερο με τα προγράμματα ανάδειξης. Αξιοσημείωτος είναι ο μνημειακός χαρακτήρας του καθώς αποτελεί αντιπροσωπευτικό, και ίσως το μοναδικό εναπομένον παράδειγμα του αρχιτεκτονικού στιλ των αρχών του αιώνα που έγινε γνωστό ως "Μοντέρνο Κίνημα" βασισμένο στον αρχιτεκτονικό τύπο (αγοράς) της Ελληνιστικής και Ρωμαϊκής περιόδου.
Εξαιρετικά είναι και τα νεοκλασικά κτίρια του πρώην κιν/φου "Παλλάς" και του ξενοδοχείου Άρνη. Το "Παλλάς" χτίστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα και αρχικά λειτουργούσε ως ξενοδοχείο. Εδώ φιλοξενήθηκε ο Ελευθέριος Βενιζέλος όταν επισκέφθηκε την πόλη το 1911. Το ξενοδοχείο "Άρνη" κτίσθηκε το 1920 από γάλλο αρχιτέκτονα και διαθέτει θολωτό τρούλο.
Επιβλητικός ο ανδριάντας του Ν. Πλαστήρα (του Μαύρου Καβαλάρη), λιτή, σεμνή και διακριτική η προτομή του Γ. Καραϊσκάκη έρχονται να υπογραμμίσουν την παρουσία των δύο ανδρών και τη σημασία τους στη νεότερη ελληνική ιστορία.
Μία σειρά από μερικά εξαιρετικά στοιχεία αρχιτεκτονικής και ιστορικής αναφοράς προσδιορίζουν ακόμα την ταυτότητα της πόλης: Το Δικαστικό Μέγαρο, το ανακαινισμένο οίκημα της Επισκοπής, το αξιόλογο πέτρινο κτίριο της Εθνικής Τράπεζας, το Λαογραφικό Μουσείο (έτος ίδρυσης 1980) όπου εκτίθεται η συλλογή έργων του Γ. Βαλταδώρου και συχνά πραγματοποιούνται εκθέσεις ελλήνων δημιουργών.