χρονολόγιο Δες κι εδώ
1025| 1028| 1028| 1034| 1041| 1042| 1054 | 1055| 1056| 1057 | 1059 | 1060 | 1068 | 1071 | 1077 | 1078 | 1080 | 1081 | 1082 | 1096 | 1111 | 1118 | 1143 | 1176 | 1180 | 1183 | 1185 | 1195 | 1203 | 1204 | 1204 | 1205 | 1221 | 1254 | 1258 | 1259 | 1261 | 1274 | 1282 | 1326 | 1328 | 1341 | 1347 | 1354 | 1376 | 1389 | 1390 | 1391 | 1402 | 1425 | 1430 | 1439 | 1444 | 1449 | 1453 |
Την ίδια περίοδο νέοι εχθροί άρχισαν να απειλούν την εδαφική ακεραιότητα του κράτους. Στην Ανατολή, εμφανίστηκαν οι Σελτζούκοι, τουρκικό φύλο που στη μάχη του Ματζικέρτ, κοντά στη λίμνη Βαν της Αρμενίας (1071), συνέτριψε τα μισθοφορικά στρατεύματα του Βυζαντίου. Η έλλειψη οπλισμού, πειθαρχίας και ηθικού ήταν οι κυριότεροι παράγοντες της ήττας.
Με την ίδια ταχύτητα οι σκανδιναβικής καταγωγής Νορμανδοί αφαίρεσαν από το Βυζάντιο τις ιταλικές του κτήσεις. Το 1071 έπεσε στα χέρια τους το τελευταίο βυζαντινό οχυρό της Ιταλίας, η πόλη Μπάρι, στις ακτές της Αδριατικής. Το γεγονός αυτό σήμανε το τέλος της Βυζαντινής Ιταλίας. Επικίνδυνοι αντίπαλοι αποδείχτηκαν και οι Ούγγροι και οι Σέρβοι στα βόρεια σύνορα του κράτους.
Όταν ο Αλέξιος Α' (1081-1118), ο ιδρυτής της δυναστείας των Κομνηνών, ανήλθε στον θρόνο, το Βυζάντιο δεχόταν επίθεση και κινδύνευε σε όλα τα μέτωπα.
Οι εχθροί του Βυζαντίου (τέλη 11ου αι.) | |
---|---|
Όνομα λαού | Η δράση τους |
Νορμανδοί | Απειλούν τις ακτές της Ηπείρου |
Κουμάνοι-Πατζινάκες | Λεηλατούν τα Βαλκάνια |
Σελτζούκοι Τούρκοι |
Κατακτούν μέρος της Μ. Ασίας |
Αλέξιος Α' εκμεταλλεύτηκε επιδέξια τις επιχειρήσεις των σταυροφόρων στη Μ. Ασία και, βασιζόμενος στις συμφωνίες που υπέγραψε με τους αρχηγούς τους στην Κωνσταντινούπολη, ανέκτησε τη δυτική Μ. Ασία που περιλάμβανε σημαντικές πόλεις (Νίκαια, Σμύρνη, Έφεσος, Σάρδεις). Στα Βαλκάνια ο αυτοκράτορας πέτυχε με τη διπλωματία και τον πόλεμο να απαλλαγεί από τις επιδρομές των Πατζινακών και των Κουμάνων.
Ο Ιωάννης Κομνηνός (1118-1143) κατέκτησε διάφορα ξένα κρατίδια στη Μ. Ασία και έφτασε ως τη συριακή Αντιόχεια. Στα Βαλκάνια επέβαλε την κυριαρχία του στους Σέρβους και προσπάθησε να θέσει υπό βυζαντινή κηδεμονία το Ουγγρικό Βασίλειο που αποτελούσε μια αναδυόμενη δύναμη.
Ο Μανουήλ Α' Κομνηνός (1143-1180), καινοτομώντας ακολούθησε φιλοδυτική εσωτερική πολιτική και στηρίχθηκε στις υπηρεσίες των Λατίνων.
Στην εξωτερική πολιτική συνήψε ειρήνη με τους Ούγγρους, κυριάρχησε στα βορειοδυτικά Βαλκάνια και ταπείνωσε τους Σέρβους. Επίσης συνέχισε τις εκστρατείες του πατέρα του κατά των σελτζουκικών κτήσεων στη Μ. Ασία.
Η εμπλοκή του όμως στο ιταλικό μέτωπο ενθάρρυνε το σουλτάνο των Σελτζούκων να ανανεώσει τις επιθέσεις του κατά των εδαφών του Βυζαντίου. Ο βυζαντινός στρατός δεν μπόρεσε να ανακόψει την πρόοδο των Τούρκων και στο Μυριοκέφαλο της Φρυγίας (1176) σχεδόν εξολοθρεύτηκε. Ο ίδιος ο Μανουήλ συνέκρινε την ήττα αυτή με την καταστροφή που είχε υποστεί το Βυζάντιο πριν από 105 χρόνια στο Ματζικέρτ.
Η νίκη αυτή παγίωσε τη θέση των Τούρκων και επηρέασε καθοριστικά τη φυσιογνωμία της Μ. Ασίας. Οι καταλήψεις πόλεων, οι σφαγές και η φυγή των χριστιανών στις γειτονικές χώρες, σε συνδυασμό με τις συνέπειες της πείνας και της πανούκλας, επέφεραν τον εξισλαμισμό (δηλαδή τη μεταστροφή στο Ισλάμ) των μικρασιατικών επαρχιών που άλλοτε αποτελούσαν τους πνεύμονες του βυζαντινού κράτους.
Για να αποκρούσει τους Νορμανδούς της Ιταλίας που είχαν αποβιβαστεί στα παράλια της Ηπείρου και ήταν έτοιμοι να βαδίσουν κατά της βυζαντινής πρωτεύουσας, ο Αλέξιος Α' ζήτησε τη συνδρομή των Βενετών. Με τη βοήθεια του πανίσχυρου βενετικού στόλου, το Βυζάντιο κατανίκησε τους Νορμανδούς. Για να ανταμείψει τους συμμάχους του, ο Αλέξιος A' τους έδωσε, με το χρυσόβουλο (δηλ. επίσημη έγγραφη συμφωνία, υπογεγραμμένη από τον αυτοκράτορα και σφραγισμένη με τη χρυσή του βούλα) του 1082, τα ακόλουθα προνόμια:
1. Παραχώρησε τίτλους και χρηματικές χορηγίες στους κοσμικούς και εκκλησιαστικούς άρχοντες της Βενετίας.
2. Παραχώρησε στους εμπόρους της Βενετίας σκάλες (δηλ. αποβάθρες) και εμπορικά καταστήματα στην προκυμαία της πρωτεύουσας.
3. Επέτρεψε στους Βενετούς να εμπορεύονται ελεύθερα και χωρίς να πληρώνουν δασμούς σε όλα τα σημαντικά βυζαντινά λιμάνια.
Με τη διμερή αυτή συνθήκη το Βυζάντιο παραιτήθηκε εκούσια από τα φορολογικά, ναυτιλιακά και οικονομικά δικαιώματά του, τα οποία τώρα δόθηκαν στους Βενετούς ως προνόμια. Έτσι οι Βενετοί διείσδυσαν οικονομικά και ίδρυσαν μια πανίσχυρη αποικιακή αυτοκρατορία στην Ανατολή, ενώ το Βυζάντιο έχασε το ρόλο του μεσάζοντα μεταξύ Αράβων και Δυτ. Ευρώπης και την κυρίαρχη θέση του στο εμπόριο της Μεσογείου.
Οι αυτοκράτορες επιχείρησαν αργότερα να αντιδράσουν δημεύοντας τις περιουσίες Βενετών ή υποκινώντας βιαιότητες του πληθυσμού της πρωτεύουσας εναντίον τους ή παραχωρώντας προνόμια και στις άλλες ιταλικές ναυτικές πόλεις (Πίζα και Γένουα). Το τελευταίο μέτρο εφαρμόστηκε κυρίως από τον Μανουήλ Κομνηνό, ο οποίος πέτυχε να διχάσει τους αντιπάλους του και να παρέμβει στρατιωτικά στην Ιταλία, επαναφέροντας στη ζωή τη φιλόδοξη πολιτική του Ιουστινιανού Α'.
Στις σταυροφορίες που διαδέχτηκαν την πρώτη σταυροφορία υποχώρησαν βαθμιαία τα θρησκευτικά και κυριάρχησαν τα υλικά κίνητρα. Το αποκορύφωμα της εξέλιξης σημειώθηκε με την τέταρτη σταυροφορία. Οι σταυροφόροι, αυτοί οι υποτιθέμενοι στρατιώτες του Χριστού, που είχαν αρχικό στόχο την Αίγυπτο και τη Συρία, παρεξέκλιναν από αυτόν και κατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη (1204).
α. Τα λατινικά κράτη
Με τη διανομή των βυζαντινών εδαφών (Ρωμανία) αρχίζει η περίοδος της Λατινοκρατίας. Η μερίδα του λέοντος περιήλθε στους Βενετούς, που έλαβαν το μεγαλύτερο μέρος της Βασιλεύουσας και τα σημαντικότερα λιμάνια και νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου Πελάγους.
Ο κόμης Βαλδουίνος της Φλάνδρας πήρε την αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης, από την οποία εξαρτιόταν το βασίλειο της Θεσσαλονίκης (περιλάμβανε θρακικά και μακεδονικά εδάφη). Στη Ν. Ελλάδα υπήρχαν δύο ακόμη λατινικά κράτη, εξαρτημένα από το Βασίλειο Θεσσαλονίκης, κατά το σύστημα της αλυσιδωτής εξάρτησης: το δουκάτο των Αθηνών και η ηγεμονία της Αχαΐας. Στο πρώτο κυριάρχησαν κατά το 14ο αι. αρχικά οι Καταλανοί και αργότερα μια φλωρεντινή οικογένεια τραπεζιτών, ενώ από το δεύτερο γεννήθηκε το Δεσποτάτο του Μυστρά.
β. Τα ελληνικά κράτη
Μετά την πτώση της Πόλης (1204) οι δυνάμεις του Ελληνισμού βρήκαν καταφύγιο σε τρία ελληνικά κράτη:
● το πρώτο από αυτά ήταν η αυτοκρατορία της Τραπεζούντας που εκτεινόταν στις ΝΑ ακτές του Ευξείνου Πόντου.
● το δεύτερο και ισχυρότερο, όπως αποδείχτηκε στη συνέχεια, κράτος ήταν η αυτοκρατορία της Νίκαιας στο ΒΔ τμήμα της Μ. Ασίας,
● και το τρίτο το κράτος της Ηπείρου, που περιλάμβανε την Ήπειρο και την Αιτωλοακαρνανία.
Μετά τη μάχη της Πελαγονίας (1259) τα κάστρα Μάνη, Γεράκι, Μονεμβασία και Μυστράς παραχωρήθηκαν από τους Φράγκους στο Βυζάντιο και αποτέλεσαν τον πυρήνα ενός μικρού κράτους που απορρόφησε βαθμιαία τις φραγκικές κτήσεις και εξελίχτηκε στο δεσποτάτο του Μυστρά. Αυτό κυβερνιόταν από ένα δεσπότη, αδελφό του βυζαντινού αυτοκράτορα.
Πρωτεύουσα του δεσποτάτου ήταν ο Μυστράς. Η πόλη, που έχει σήμερα δεν κατοικείται και είναι αρχαιολογικός χώρος, αποτελεί με τα παλάτια, τα αρχοντικά και τις εκκλησίες της ζωντανή μαρτυρία για το μεγαλείο του πολιτισμού και της τέχνης του δεσποτάτου.
γ. Λατίνοι και 'Έλληνες
Τα τέσσερα αυτά κράτη συσπείρωσαν τις δυνάμεις του Ελληνισμού κατά των Λατίνων. Οι κατακτητές έδειξαν υπεροψία και περιφρόνηση προς τους «σχισματικούς» Έλληνες, οι οποίοι, με ελάχιστες εξαιρέσεις, αντιστάθηκαν αποφασιστικά στους Λατίνους.
δ. Νέα ιδεολογία και ανάκτηση της Πόλης
Όπως είπαμε και πιο πάνω, τα ελληνικά κράτη συνένωσαν τις δυνάμεις του Ελληνισμού και αποτέλεσαν το φιλόξενο καταφύγιο τους, αποκρούοντας τις επιθέσεις των Λατίνων. Ήδη από το 1071 και ιδίως όμως μετά την Άλωση της Πόλης (1204), ο Βυζαντινός άρχισε να συνδέεται με το ιστορικό του παρελθόν. Αρχαία ελληνική κληρονομιά και χριστιανική πίστη αρχίζουν να συμβιβάζονται στη συνείδησή του και να γίνονται τα συστατικά της στοιχεία. Η νέα αυτή ιδεολογία ισοδυναμεί με το ξύπνημα ενός εθνικού αισθήματος στον Ελληνισμό που αποτελεί πλέον το μοναδικό στήριγμα του Βυζαντίου.
Αφού εδραίωσαν τη θέση τους, τα ελληνικά κράτη οργανώθηκαν στρατιωτικά και πολιτικά, πρόκοψαν στην οικονομία και τον πολιτισμό και επιδόθηκαν σε έναν αγώνα δρόμου για την ανάκτηση της Πόλης και την ανασύσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Το έργο αυτό πραγματοποιήθηκε τελικά από τον αυτοκράτορα της Νίκαιας Μιχαήλ Η' Παλαιολόγο (1261).
α. Εμφάνιση και επέκταση των Οθωμανών
Οι Οθωμανοί ήταν μια τουρκική φυλή διαφορετική από τους Σελτζούκους, ασιάτες νομάδες που μετανάστευσαν σε μια περιοχή κοντά στην Προύσα. Οι Οθωμανοί οργανώθηκαν αρχικά από το σουλτάνο (ηγεμόνα) Οθμάν ή Οσμάν, στον οποίο οφείλουν και το όνομά τους. Εκμεταλλεύτηκαν την κατάργηση των βυζαντινών ακριτώνν μετά το 1261 και αξιοποίησαν τον ισλαμικό θεσμό των γαζήδων (δηλ. των φανατικών μαχητών του Ισλάμ), για να αποκλείσουν και να εξαναγκάσουν, μετά από μακρόχρονη πολιορκία, τις ελληνικές πόλεις σε παράδοση. Έτσι κατέκτησαν βαθμιαία όλη τη Μ. Ασία.
Η ανάγκη ενίσχυσης του στρατού των Οθωμανών οδήγησε στη στρατολόγηση των χριστιανοπαίδων (ονομάστηκε παιδομάζωμα) και τη συγκρότηση του επίλεκτου τάγματος των γενίτσαρων («νέος στρατός»).
Στα μέσα του 14ου αι. οι Οθωμανοί πέρασαν στην Ευρώπη και κατέκτησαν την οχυρή Καλλίπολη (1354). Οι διαιρεμένοι βαλκανικοί λαοί υπέκυψαν μπροστά στις υπέρτερες δυνάμεις των Οθωμανών. Στη μάχη του Κοσσυφοπεδίου (1389) οι Σέρβοι νικήθηκαν και αναγνώρισαν την οθωμανική επικυριαρχία.
β. Προσπάθειες ανάσχεσης των Οθωμανών
Στις αρχές του 15ου αι. οι Μογγόλοι εισέβαλαν στη Μ. Ασία και κατανίκησαν το σουλτάνο Βαγιαζίτ στη μάχη της Άγκυρας (1402). Η ήττα προκάλεσε βαθιά κρίση στο Οθωμανικό Κράτος και έδωσε παράταση ζωής στο ετοιμόρροπο Βυζάντιο. Κατά τον τελευταίο αιώνα πριν την Άλωση οι βυζαντινοί αυτοκράτορες Ιωάννης Ε' (1369-71), Μανουήλ Β' (1399-1402) και Ιωάννης Η' ταξίδεψαν για βοήθεια στη Δύση. Ο τελευταίος ανανέωσε στη σύνοδο της Φερράρας-Φλωρεντίας την ένωση δηλ. την υποταγή της Ορθόδοξης στη Ρωμαϊκή Εκκλησία (1438-9), που είχε πρώτος αποδεχτεί ο Μιχαήλ Η' στη σύνοδο της Λυών (1274). Η υποχώρηση αυτή, που δεν έγινε δεκτή από το λαό, αποδείχτηκε μάταιη, καθώς το Βυζάντιο έμεινε απροστάτευτο στα κατακτητικά σχέδια των Οθωμανών.
γ. Πολιορκία και άλωση της Πόλης
Μετά τη μάχη της Άγκυρας η Οθωμανική Αυτοκρατορία βυθίστηκε στην αναρχία. Ο σουλτάνος Μουράτ Β' (1421-51) επανέφερε την τάξη σ' αυτή και ανανέωσε την επιθετικότητά της: κατέλαβε τα Γιάννενα και τη Θεσσαλονίκη (1430) και κατανίκησε ένα σταυροφορικό στρατό στη Βάρνα (1444). Έτσι προετοίμασε την πολιορκία της Πόλης, την οποία διεξήγαγε με επιτυχία ο διάδοχος του Μωάμεθ Β' Πορθητής (1451-81).
Προτού αρχίσει την πολιορκία, ο Πορθητής έχτισε στην ευρωπαϊκή ακτή του Βοσπόρου το φρούριο της Ρούμελης, για να εμποδίσει τον επισιτισμό της Πόλης από τον Εύξεινο. Η πολιορκία κράτησε 54 μέρες (6 Απριλίου 29 Μαΐου 1453). Ο γενναίος αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ΙΑ' διέθετε ελάχιστες δυνάμεις. Η υπεροχή των Τούρκων σε στρατιώτες και οπλισμό ήταν συντριπτική.
Οι Βυζαντινοί, αβοήθητοι από τα χριστιανικά κράτη, αγωνίστηκαν ηρωικά, αλλά ο αγώνας ήταν άνισος. Η τελική έφοδος έγινε τη νύχτα της 29ης Μαΐου. Κατόπιν σφοδρού βομβαρδισμού και συνεχών επιθέσεων οι γενίτσαροι πέρασαν από τα ρήγματα των τειχών και έγιναν κύριοι της Πόλης.
Ο αυτοκράτορας έπεσε στο πεδίο της μάχης, κυκλωμένος από τους εισβολείς. Όπως προέβλεπε ο θρησκευτικός νόμος, η Πόλη παραδόθηκε στους μαχητές. Οι σφαγές και η λεηλασία διήρκεσαν τρεις ολόκληρες μέρες. Από την πρώτη κιόλας μέρα ο Μωάμεθ μπήκε με πομπή στην κατακτημένη πόλη, προσευχήθηκε στην Αγία Σοφία και ανήγγειλε ότι εφεξής πρωτεύουσά του θα είναι η Πόλη.
δ. Οι συνέπειες
Η Άλωση τραυμάτισε αρχικά την περηφάνεια των Ελλήνων που θρήνησαν τη μεγάλη συμφορά σε όλους τους τόνους. Ωστόσο, σύντομα άρχισε να διαμορφώνεται η ελπίδα της Ανάστασης του Γένους.
Το πνεύμα του Βυζαντίου μεταφέρθηκε από τους λογίους του στη Δύση.
Οι Οθωμανοί έκλεισαν τους δρόμους της Ανατολής, ωθώντας τους Ευρωπαίους στις μεγάλες γεωγραφικές ανακαλύψεις.
Όταν πέθανε ο αυτοκράτορας Βασίλειος Β' (1025), το Βυζάντιο είχε θριαμβεύσει στα πεδία των μαχών και είχε εξελιχθεί σε παγκόσμια δύναμη με ευρύτατο διεθνή ρόλο.
Ωστόσο, σύντομα παρουσιάστηκαν σύννεφα στον ορίζοντα. Η ψευδαίσθηση ότι είχε εξασφαλιστεί αδιατάρακτη και διαρκής ειρήνη οδήγησε τη βυζαντινή κυβέρνηση σε μέτρα αποστρατιωτικοποίησης:
● Παραμέλησε το στόλο, που χαρακτηρίζεται από μια σύγχρονη πηγή ως η «δόξα της Ρωμανίας»,
● διέλυσε σταδιακά τα θέματα και τους θεματικούς στρατούς,
● αντικατέστησε την υποχρεωτική στρατιωτική θητεία μ' ένα φόρο που χρησιμοποιήθηκε για τη στρατολογία ξένων μισθοφόρων και
● χρησιμοποίησε πολλούς ξένους σε ανώτερες θέσεις.
● Επιβλήθηκαν νέοι φόροι που οδήγησαν σε ταραχές και εξεγέρσεις των επαρχιακών αγροτικών πληθυσμών.
Στο εσωτερικό οι Κομνηνοί στηρίχτηκαν στους ευγενείς, εφαρμόζοντας το θεσμό της Πρόνοιας. Παραχωρούσαν δηλαδή, ισόβια, αγροκτήματα και φορολογικά έσοδα στους ευγενείς, με αντάλλαγμα την παροχή στρατιωτικών υπηρεσιών. Οι ευγενείς αυτοί ονομάστηκαν προνοιάριοι ή στρατιώτες και έγιναν η άρχουσα τάξη, ενώ οι απλοί αγρότες βυθίστηκαν στην αθλιότητα.
Στα χρόνια του Κωνσταντίνου Θ' η παλιά αντιπαράθεση Ανατολής-Δύσης, που αφορούσε ουσιαστικά το ζήτημα της κυριαρχίας επί της χριστιανικής οικουμένης, οδηγήθηκε στη ρήξη. Οι σχέσεις μεταξύ των πατριαρχείων Ρώμης και Κωνσταντινούπολης, με το οποίο συμπαρατάχτηκαν τα πατριαρχεία Αντιοχείας, Ιεροσολύμων και Αλεξανδρείας, διακόπηκαν πλήρως. Το γεγονός αυτό είναι γνωστό ως Σχίσμα των δύο Εκκλησιών και έγινε υπό τις ακόλουθες συνθήκες:
Παπική πρεσβεία με αρχηγό τον καρδινάλιο Ουμβέρτο επισκέφτηκε την Κωνσταντινούπολη, για να συζητήσει με τον πατριάρχη Μιχαήλ Κηρουλάριο την επίλυση των λειτουργικών και δογματικών διαφορών που υπήρχαν ανάμεσα στα δύο πατριαρχεία. Οι διαφορές δεν ήταν αγεφύρωτες, αλλά η αλαζονεία των διαπραγματευτών οδήγησε σε οριστική ρήξη μεταξύ των δύο πατριαρχείων, τα οποία στο εξής αντιπροσωπεύουν δύο χωριστές χριστιανικές εκκλησίες (την Ορθόδοξη και τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία). Η εξέλιξη αυτή προκάλεσε μεγάλη αντιπαλότητα και μίσος μεταξύ Ανατολής και Δύσης.
Οι σύγχρονοι δεν αντιλήφθηκαν τη σημασία των γεγονότων που ωστόσο έμελλαν να έχουν ανυπολόγιστες επιπτώσεις στις τύχες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Η βυζαντινή ιδεολογία επηρέασε έντονα την ιδεολογία του Μοσχοβίτικου Κράτους. Οι Ρώσοι θεώρησαν ότι ήταν οι μοναδικοί κληρονόμοι της βυζαντινής πνευματικής και πολιτικής παράδοσης και διατύπωσαν στις αρχές του 16ου αι. τη θεωρία ότι η Μόσχα ήταν η Τρίτη Ρώμη, η πόλη που έμελλε να ανασυστήσει τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία.
Πέραν των Ρώσων και οι ορθόδοξοι βαλκανικοί λαοί επηρεάστηκαν βαθιά από το βυζαντινό πολιτισμό, ενώ η Ορθοδοξία συνέβαλε στη διατήρηση της πνευματικής τους ταυτότητας στα χρόνια της Τουρκοκρατίας.
Συνολικά η συνεισφορά του Βυζαντίου στον ευρωπαϊκό και παγκόσμιο πολιτισμό ήταν πολύ σημαντική. Η αυτοκρατορία διέσωσε τον ευρωπαϊκό πολιτισμό από την απειλή των αραβικών κατακτήσεων κατά τον 7ο και 8ο αι. Ανέπτυξε μια μεγάλη και πρωτότυπη τέχνη που επηρέασε Ανατολή και Δύση.
Εκτός του ορθόδοξου σλαβικού κόσμου, χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν η ιταλική προαναγεννησιακή τέχνη και η οθωμανική αρχιτεκτονική. Το Βυζάντιο διαφύλαξε, καλλιέργησε και μετέδωσε στην Ευρώπη την κλασική κληρονομιά, στην οποία ανήκει και η ρωμαϊκή νομική παράδοση. Ανέπτυξε νέα γραμματειακά είδη (όπως τη χρονογραφία και τη λειτουργική ποίηση) και τις θετικές επιστήμες (όπως την αστρονομία και τα μαθηματικά) και τελειοποίησε την οργάνωση των κρατικών υπηρεσιών, από την οποία επηρεάστηκαν το Χαλιφάτο, τα μεσαιωνικά βαλκανικά κράτη, η Ρωσία και το Οθωμανικό Κράτος. Συνέβαλε επίσης στη διαμόρφωση της θρησκευτικής μουσικής, του μοναστισμού, των ουμανιστικών ή ανθρωπιστικών σπουδών και άλλων εκφάνσεων του πολιτισμού στη δυτική Ευρώπη.