1760-1860: Βιομηχανική Επανάσταση
Η Bιομηχανική Επανάσταση ήταν ένα ιδιαίτερα σύνθετο σύστημα ραγδαίων μεταβολών και ανακατατάξεων - τεχνικών, οικονομικών, κοινωνικών και πνευματικών - οι οποίες οδήγησαν για πρώτη φορά στην εμφάνιση της "εκβιομηχανισμένης" κοινωνίας στη Μεγάλη Βρετανία μεταξύ των ετών 1760 - 1860. Την αλλαγή αυτή ακολούθησαν ανάλογες, αλλά όχι και ταυτόσημες βιομηχανικές επαναστάσεις και στις άλλες ευρωπαϊκές κοινωνίες που από την αγροτική κυρίως μορφή τους επέφεραν την εκβιομηχάνισή τους. Ιδιαίτερα επηρεάστηκε η Γαλλία και αργότερα οι ΗΠΑ σε σχέση με το τρόπο λειτουργίας και ανάπτυξης της οικονομίας και της δομής της κοινωνίας. Οι ιδέες του διαφωτισμού που κυριαρχούσαν την εποχή αυτή, ήρθαν να ντύσουν με το πνευματικό μανδύα το σύνολο των μεταρρυθμίσεων και στον ιδεολογικό μεταρρυθμιστικό χάρτη.
Τα κύρια χαρακτηριστικά της Βιομηχανικής Επανάστασης ήταν:
- H εκτεταμένη χρήση νέων τεχνικών μέσων που περιόριζαν τη χειρωνακτική εργασία, αυξάνοντας την παραγωγή και μειώνοντας το κόστος των προϊόντων.
- H αξιοποίηση νέων μορφών ενέργειας.
- H εφαρμογή καινοτομιών στη μεταλλουργία.
- H ανάδειξη του εργοστασίου ως του βασικού τόπου παραγωγής, όπου συγκεντρώθηκε η πλειοψηφία των εργατών.
- Oι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης.
Κορυφαίο επίτευγμα της Βιομηχανικής Επανάστασης θεωρείται η εφεύρεση της ατμομηχανής στη Μεγάλη Βρετανία, οι εφαρμογές της οποίας επεκτάθηκαν σε διάφορους τομείς της οικονομίας, και ο σιδηρόδρομος. Το πρώτο τρένο κυκλοφόρησε το 1830 στη Μεγάλη Βρετανία, ενώ τα επόμενα χρόνια σιδηροδρομικό δίκτυο άρχισε να κατασκευάζεται στη Μεγάλη Βρετανία, τη Γαλλία και άλλα κράτη. Ουσιαστικά ο σιδηρόδρομος έφερε την επανάσταση στις μεταφορές. Αντίστοιχα στις θαλάσσιες μεταφορές την επανάσταση έφερε η χρήση ατμόπλοιου που έκανε τις μεταφορές ασφαλείς και γρήγορες. Άλλα περίφημα επιτεύγματα ήταν η μηχανή εσωτερικής καύσης, η παραγωγή ηλεκτρισμού και ο τηλέγραφος με τον οποίο χρησιμοποιείται ηλεκτρισμός για να μεταδοθεί μέσα από καλώδια ένα μήνυμα φτιαγμένο από σήματα. Την περίοδο της βιομηχανικής επανάστασης έγιναν πολλές καινοτομίες που βοήθησαν στην ανάπτυξη κάποιων τεχνών και στην επίτευξη κάποιων κατασκευών. Μετά το 1880 έγιναν νέοι βιομηχανικοί κλάδοι που συνδέονταν με την επιστημονική έρευνα. Η χημεία πέρασε από τον χώρο του εργαστηρίου στην μαζική παραγωγή. Επαναστατικές επιστημονικές ανακαλύψεις γέννησαν την οργανική χημεία και επέτρεψαν την παραγωγή μεγάλων ποσοτήτων συνθετικών βαφών, λιπασμάτων, πλαστικών υλών και εκρηκτικών (δυναμίτιδα). Χάρη στη χημεία αναπτύχθηκαν, ακόμη, οι βιομηχανίες φαρμάκων, ψυγείων φωτογραφικών και κινηματογραφικών ειδών. Παράλληλα, ο ηλεκτρισμός αποτέλεσε, ίσως, την κυριότερη καινοτομία του δεύτερου μισού του 19 αι. , τόσο ως πηγή ενέργειας για τους ηλεκτρικούς κινητήρες ως μέσο φωτισμού. Στο δεύτερο μισό του 19 αι. , η εξέλιξη των κινητήρων και η ενσωμάτωση τους σε οχήματα είχε ως αποτέλεσμα την δημιουργία του αυτοκινήτου, αλλά και τον πειραματισμό στην δημιουργία ιπτάμενων μηχανών, των πρώτων αεροπλάνων. Τέλος άλλες καινοτομίες έγιναν στα μέσα μετάδοσης ήχου σε μεγάλες αποστάσεις (ηλεκτρικός τηλέγραφος, τηλέφωνο, ασύρματος τηλέγραφος) τα οποία έκαναν ευκολότερη την επικοινωνία.
Η Βιομηχανική Επανάσταση στην Αγγλία
Ο λόγος για τον οποίο οι επαναστατικές αλλαγές στην τεχνολογία και στην οργάνωση της βιομηχανικής παραγωγής συνέβησαν πρώτα στην Αγγλία είναι ότι εκεί υπήρχαν οι κατάλληλες συνθήκες. Στην Αγγλία στον τομέα της κλωστοϋφαντουργίας, όπου συντελέστηκε πρώτα η εκβιομηχάνιση της παραγωγής, παρουσιάστηκαν, στο τελευταίο τέταρτο το 18ου αιώνα, μεγάλη αύξηση της ζήτησης βαμβακερών υφασμάτων και ταυτόχρονα αδυναμία των παραγωγών και των εμπόρων να ικανοποιήσουν αυτή τη ζήτηση. Τεχνολογικά επιτεύγματα ωστόσο έδωσαν τη δυνατότητα μεγάλης αύξησης της παραγωγής κλωστών και υφασμάτων. η μηχανική ανέμη. Την «κλώστρια Τζένη», όπως ονομάστηκε, ακολούθησαν άλλες εφευρέσεις και τεχνολογικές εφαρμογές τους στην παραγωγή, με αποκορύφωμα την ατμομηχανή. Στην Αγγλία εξάλλου υπήρχαν τα απαραίτητα κεφάλαια για επενδύσεις από τη συσσώρευση πλούτου που εξασφάλισε η Εμπορική Επανάσταση. Υπήρχε επίσης το διαθέσιμο εργατικό δυναμικό, καθώς και το αγροτικό πλεόνασμα από τις περιφράξεις κοινοτικών γαιών από τους μεγάλους γαιοκτήμονες στα κτήματά τους. Η Αγγλία διέθετε επιπλέον, σε σύγκριση με τις άλλες χώρες της Ευρώπης, ελεγχόμενες πηγές πρώτων υλών και αγορές των βιομηχανικών προϊόντων στις αποικίες της, καθώς και τον απαραίτητο εμπορικό στόλο για την ασφαλή μεταφορά των προϊόντων. Η χώρα αστή διέθετε ακόμη ένα εξαιρετικά ανεπτυγμένο σύστημα πλωτής και οδικής συγκοινωνίας, καθώς και μεγάλες ποσότητες γαιάνθρακα σε βάθος που επέτρεπε την εξόρυξή του με τα μέσα της εποχής. Στην Αγγλία επίσης είχαν ατονήσει οι μεσαιωνικές συντεχνίες, σε βαθμό που να μην προβάλλουν προσκόμματα στην ανεξέλεγκτη παραγωγή προϊόντων.
Η εξάπλωση της Βιομηχανικής Επανάστασης και σε άλλες χώρες της Ευρώπης και των ΗΠΑ
Εκτός, όμως, από την Ευρώπη, ο αντίκτυπος της Bιομηχανικής Eπανάστασης έφτασε και στον υπόλοιπο κόσμο μέσω των εξερευνήσεων στις αποικίες των ευρωπαϊκών δυνάμεων. Το οικονομικό άλμα της Αγγλίας υποχρέωσε και τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες να στραφούν προς την ίδια αναπτυξιακή κατεύθυνση, επειδή τα αγγλικά βιομηχανικά προϊόντα απειλούσαν με ολοσχερή καταστροφή τις παλαιές βιοτεχνίες των ηπειρωτικών χωρών της Ευρώπης. Η εκβιομηχάνιση της παραγωγής όμως στην ηπειρωτική Ευρώπη, όπως και στον υπόλοιπο κόσμο, καθυστέρησε για διάφορους λόγους, κυρίως επειδή δεν υπήρχαν εκεί οι παράγοντες και οι συνθήκες που είχαν αναπτυχθεί στην Αγγλία. Επιπλέον, σε αντίθεση προς την Αγγλία, την εκβιομηχάνιση στην Ευρώπη ανέλαβαν και προώθησαν οι κυβερνήσεις, με παρεμβάσεις που δεν επέτρεπαν την ελεύθερη λειτουργία της αγοράς. Οι παρεμβάσεις αυτές οδηγούσαν αφενός σε διασπάθιση πολύτιμων εθνικών πόρων σε επιχειρηματίες ευνοούμενους της πολιτικής εξουσίας -όχι κατ' ανάγκην ικανούς- και αφετέρου στη «μετανάστευση» κεφαλαίων στην Αγγλία προς επένδυση σε δυναμικές επιχειρήσεις.
Οι βιομηχανικές χώρες της Ευρώπης και οι ΗΠΑ αποτελούσαν κατά τον 19ο αιώνα το κέντρο ενός παγκόσμιου οικονομικού συστήματος. Το σύστημα αυτό ήταν μοναδικό, αλλά και ευαίσθητο και εύθραυστο: βασιζόταν στη συνεχή αύξηση του πληθυσμού της Ευρώπης ,στην ελεύθερη μετανάστευση ανθρώπινου δυναμικού και κεφαλαίων έξω από την Ευρώπη, στην εκλεκτική ανάπτυξη της βιομηχανίας σε περιοχές του κόσμου, στην ανάπτυξη των συγκοινωνιών και των επικοινωνιών, καθώς και του ασφαλιστικού και τραπεζικού συστήματος, και στην αύξηση του διεθνούς εμπορίου. Προϋποθέσεις για την ομαλή λειτουργία αυτού του ευρω-ατλαντικού, παγκόσμιου συστήματος ήταν η ειρήνη, η ελευθερία του διεθνούς εμπορίου και η οικονομική ηγεμονία των χωρών που αποτελούσαν τον πυρήνα του στον υπόλοιπο κόσμο. Ο χρυσός αποτελούσε το βάθρο του συστήματος. Αυτό το αυτορρυθμιζόμενο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα κατέρρευσε με την έκρηξη του Α' Παγκόσμιου Πολέμου (1914).
Φυσικοί της εποχής
Coulomb Charles Augustin (1736-1806)
Το 1774 ο Coulomb έγινε μέλος της Ακαδημίας Επιστημών του Παρισιού. Βραβεύτηκε από την Ακαδημία για μία εργασία του σχετικά με τις μαγνητικές πυξίδες. Το 1779 δημοσίευσε την ανάλυσή του για την τριβή στη λειτουργία των μηχανών και συγκεκριμένα τον τρόπο της μεταβολής της τριβής με την πίεση. Βραβεύθηκε εκ νέου για αυτήν την μελέτη του, μία εργασία που έμεινε αξεπέραστη για 150 χρόνια. Τα επόμενα 25 χρόνια παρουσίασε στην Ακαδημία άλλες 25 μελέτες πάνω σε θέματα του ηλεκτρισμού, μαγνητισμού, της στρέψης και των εφαρμογών της. Συνέγραψε επίσης εκατοντάδες μελέτες για κατασκευές δημοσίων έργων.
Watt James (1736-1819)
Ο Watt ίδρυσε μαζί με τον επιχειρηματία Boulton το εργοστάσιο κατασκευής ατμομηχανών «Boulton & Watt» στο Μπέρμινχαμ και το 1778 άρχισε να τελειοποιεί την ατμομηχανή του χαμηλής πιέσεως, της οποίας την ευρεσιτεχνία είχε από το 1769. Ανέπτυξε την ατμομηχανή διπλής δράσης, στην οποία ο ατμός επενεργεί εναλλάξ και στις δύο κατευθύνσεις της κίνησης του εμβόλου. Η ατμομηχανή είχε γίνει μία σημαντική δασκάλα των φυσικών. Ήταν φανερό ότι η ανθρωπότητα είχε μπει στον αιώνα του ατμού.
Volta Alessandro (1745-1827)
Ο Volta εφηύρε τη βολταϊκή στήλη (ηλεκτρική μπαταρία) και το ηλεκτρόμετρο, καθώς επίσης ανακάλυψε και το μεθάνιο. Το καινούριο που έφερνε η ΣΤΗΛΗ ΤΟΥ VOLTA ήταν η δυνατότητά της να προσφέρει ΗΛΕΚΤΡΙΚΟ ΡΕΥΜΑ, όπως και η φιάλη Leyden, κάθε φορά που ενώνονταν με σύρμα τα δύο άκρα της. Η νέα συσκευή προκάλεσε μεγάλο ενδιαφέρον στην επιστημονική κοινότητα της αυγής του 19ου αιώνα. Τον Νοέμβριο του 1800 προσκεκλημένος στο Παρίσι εποχής εκτελεί πειράματα με την ηλεκτρική στήλη παρουσία του Αυτοκράτορα. Λίγο αργότερα ο Ναπολέων παραγγέλνει να κατασκευαστεί μια μεγάλη συστοιχία (γαλλλικά BATTERIE, ελληνικά μπαταρία) από 600 στήλες την οποία προσφέρει στην Ecole Polytechnique του Παρισιού. Μια ακόμα ισχυρότερη μπαταρία κατασκευάζεται στο Λονδίνο από την Royal Society.
Charles Jacques Alexandre Cesar (1746-1823)
Έχοντας μελετήσει το έργο του Robert Boyle, ο Charles σκέφτηκε πως το υδρογόνο θα μπορούσε να είναι ένα κατάλληλο μέσο ανύψωσης για μπαλόνια. Αφού σχεδίασε το σκάφος, εργάστηκε μαζί με τα αδέρφια Anne-Jean και Nicholas-Luis Robert για να το κατασκευάσει στο εργαστήριό του στο Παρίσι. Έτσι, στις 27 Αυγούστου του 1783, ανυψώθηκε το πρώτο μπαλόνι που ήταν γεμάτο με υδρογόνο από τη σημερινή περιοχή του Πύργου του Άιφελ. Το μπαλόνι ταξίδεψε για 45 λεπτά προς τα βόρεια και προσγειώθηκε στο χωριό Gonesse. Το Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου ένα μπαλόνι γεμάτο με υδρογόνο με επιβάτες τον Charles και τον Nicholas-Luis Robert έφτασε σε ύψος 1600μ. από το έδαφος. Ο ίδιος επανέλαβε το εγχείρημα αρκετές φορές, όλες με υδρογόνο και όλες με επιτυχία. Την ίδια περίοδο σχεδίασε τον εξοπλισμό που είναι εγκατεστημένος στα μπαλόνια αερίου: τη γραμμή βαλβίδας, το προσάρτημα και το ατρακτίδιο.
Laplace Pierre-Simon (1749-1827)
Προς τιμήν του Laplace, η δύναμη που ασκεί το μαγνητικό πεδίο σε ένα ρευματοφόρο καλώδιο, δόθηκε από τους Γάλλους η προσωνυμία «Δύναμη Laplace». Το 1814, ο Laplace οραματίστηκε το Δαίμονα του Laplace, έναν υποθετικό δαίμονα που, αν γνώριζε την ακριβή θέση του κάθε ατόμου στο σύμπαν, τότε θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τους νόμους του Νεύτωνα για να αποκαλύψει όλη την πορεία των κοσμικών γεγονότων, του παρελθόντος και του παρόντος: Αν θεωρηθεί για μια στιγμή ότι υπάρχει μια νοημοσύνη ικανή να κατανοήσει όλες τις δυνάμεις που κινητοποιούν τη φύση, καθώς και την αντίστοιχη κατάσταση των όντων που τη συνθέτουν, θα περιέκλειε στον ίδιο μαθηματικό τύπο τις κινήσεις των μεγαλύτερων ατόμων. Αφού για αυτήν τίποτα δε θα ήταν αβέβαιο, το μέλλον, όπως ακριβώς και το παρελθόν, θα φάνταζε στα μάτια της ως παρόν.
Ampère André-Marie (1775-1836)
Ο Ampère ασχολήθηκε με πληθώρα επιστημονικών θεμάτων, αλλά κατέληξε στον ηλεκτρομαγνητισμό. Από μικρή ηλικία είχε μια κλίση στα φυσικομαθηματικά, πραγματοποιώντας έτσι μεγάλες επιτυχίες, και κατόρθωσε να γίνει διεθνής φυσιογνωμία με το φιλολογικά και φιλοσοφικά του έργα. Το 1801 έγινε καθηγητής στη Φυσική και στη Χημεία στην Κεντρική Σχολή. Ακολούθησε η διάκρισή του ως καθηγητής του λυκείου της Λυών καθώς και επιμελητής της Πολυτεχνικής Σχολής το 1804. Τέλος, ήταν μέλος του συμβουλευτικού γραφείου των τεχνών, επιθεωρητής του Πανεπιστημίου το 1808, καθηγητής ανάλυσης στο Πολυτεχνείο το 1809 και ασφαλώς μέλος πολλών ξένων Ακαδημιών.
Oersted Hans Christian (1777-1851)
Με το ονώνυμο πείραμά του, το 1820, ο Oersted επιβεβαίωσε την άμεση σχέση του ηλεκτρισμού με τον μαγνητισμό. Σήμερα, η μονάδα μέτρησης της μαγνητικής επαγωγής στο σύστημα μονάδων CGS ονομάζεται oersted προς τιμή της συνεισφοράς του στον Ηλεκτρομαγνητισμό. Οι ανακαλύψεις του Έρστεντ είχαν ως αποτέλεσμα την εντατική έρευνα της Ηλεκτροδυναμικής από την επιστημονική κοινότητα. Η ανακάλυψη του Oersted αντιπροσωπεύει επίσης ένα σημαντικό βήμα προς μια ενοποιημένη σύλληψη της έννοιας της ενέργειας. Το έτος 1825, ο Έρστεντ έκανε μια σημαντική συνεισφορά και στη Χημεία, όταν παρήγαγε για πρώτη φορά αλουμίνιο. Η ανακοίνωση του Oersted έφθασε στο Παρίσι μια εβδομάδα αργότερα και ανέβασε κατακόρυφα το ενδιαφέρον των Γάλλων φυσικών για τον Ηλεκτρομαγνητισμό.
Gay-Lussac Joseph (1778-1850)
Αξιοποιώντας τα πειράματα και τις αναλύσεις του Charles διαπίστωσε ότι και η αύξηση της πίεσης είναι ΑΝΑΛΟΓΗ προς την αύξηση της θερμοκρασίας και μάλιστα για κάθε βαθμό αύξησης της θερμοκρασίας η πίεση αυξάνεται κατά το 1/273 της προηγούμενης τιμής της καθώς και ότι η κατά το 1/273 ΑΥΞΗΣΗ της πίεσης ανά βαθμό ισχύει για οποιοδήποτε αέριο. Ο Gay-Lussac δημοσίευσε την εργασία του αλλά ομολόγησε γραπτώς ότι πριν δεκαπέντε χρόνια, παραμονές της Γαλλικής Επανάστασης, ο César Charles είχε οδηγηθεί στα ίδια ακριβώς συμπεράσματα αλλά δεν τα δημοσίευσε ποτέ. Στα χρόνια που θα ακολουθήσουν θα διακριθεί και εκείνος για τις επιδόσεις του με ΑΕΡΟΣΤΑΤΟ. Το 1804 πραγματοποίησε πτήσεις με αερόστατο ΥΔΡΟΓΟΝΟΥ σε ακόμα μεγαλύτερα ύψη. Σε μία από αυτές έφτασε σε ύψος 6500 μέτρων μεγαλύτερο και από εκείνο των Άλπεων. Το 1810 ανακάλυψε μια νέα μέθοδο για την ποσοτική χημική ανάλυση. Ένα χρόνο αργότερα ανακάλυψε το στοιχείο ΙΩΔΙΟ.
Ohm Georg (1789-1811)
Το 1833 ο Ohm διορίστηκε διευθυντής στην Πολυτεχνική Σχολή της Νυρεμβέργης και το 1849 έγινε καθηγητής της Φυσικής στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου. Στον Ωμ οφείλεται η ανακάλυψη του θεμελιώδους νόμου του συνεχούς ηλεκτρικού ρεύματος (1827). Το 1830 επισήμανε το φαινόμενο της πόλωσης των ηλεκτρικών στηλών. Ο Ωμ ασχολήθηκε επίσης με την Ακουστική, την Οπτική και τη Μηχανική. Το 1843 απέδειξε ότι το ανθρώπινο αυτί είναι σε θέση να συλλάβει ημιτονοειδείς ταλαντώσεις και διατύπωσε μια θεωρία για τη λειτουργία της σειρήνας. O Ohm γνωρίζοντας την εργασία του Fourier, πίστεψε στην ύπαρξη μιαςαναλογίας ανάμεσα στα φαινόμενα ροή θερμότητας και ροή ηλεκτρικού φορτίου.
Faraday Michael (1791-1867)
Η πρώτη ανακάλυψη του Faraday στον ηλεκτρομαγνητισμό έγινε (σύμφωνα με τα προσεγμένα αρχεία που διατηρούσε) στις 3 Σεπτεμβρίου 1821, τη χρονιά που ξεκίνησε η Ελληνική Επανάσταση, αφού είχε επαναλάβει το πείραμα του Έρστεντ. Ο Φαραντέι παρατήρησε την αλλαγή στον προσανατολισμό της μαγνητικής βελόνας όταν αυτή πλησίαζε ευθύγραμμο ρευματοφόρο αγωγό, κάτι που είχε ήδη επισημάνει ο Έρστεντ. Επιχειρώντας όμως να αναπαραστήσει τη δύναμη που προκαλούσε αυτή την αλλαγή σε διάφορα σημεία γύρω από τον ευθύγραμμο αγωγό, διαπίστωσε ότι η αναπαράσταση που προέκυπτε είχε την μορφή ομόκεντρων κύκλων με κέντρο τον άξονα του αγωγού. Αυτός ο τρόπος απεικόνισης ενός μαγνητικού πεδίου χρησιμοποιείται ευρύτατα στον ηλεκτρομαγνητισμό: πρόκειται για τις γνωστές δυναμικές γραμμές. Σημειώνεται ότι και ο όρος 'μαγνητικό πεδίο' ('magneticfield') αποδίδεται στον Φαραντέι. Στις 29 Αυγούστου όμως του 1831 οι προσπάθειες του Άγγλου πειραματιστή τελεσφόρησαν, ενώ εργαζόταν ως διευθυντής του εργαστηρίου του Βασιλικού Ιδρύματος. Έτσι, μέσα από αλλεπάλληλα συμπεράσματα οδηγήθηκε στη δημιουργία ηλεκτρικού ρεύματος από μαγνήτη, με άλλα λόγια στη μετάβαση από τον μαγνητισμό στον ηλεκτρισμό.
Carnot Sadi (1796-1832)
Ο Carnot γεννήθηκε σε μια εποχή πολιτικής αναταραχής στη Γαλλία και για αυτό την εκπαίδευσή του την έλαβε κυρίως από τον πατέρα του. Σε ηλικία 16 ετών έγινε δεκτός στην ÉcolePolytechnique σ' ένα σύνολο εκατόν εβδομήντα εννέα νέων ανθρώπων μεταξύ των οποίων ήταν και ο Chasles με τον οποίο έμειναν φίλοι για όλη του την ζωή. Καθηγητές του υπήρξαν ο Poisson, ο Ampère και ο Arago. Τελείωσε δέκατος, το 1814, σε μια τάξη εξήντα πέντε φοιτητών, την εποχή που η Αυτοκρατορία του Ναπολέοντα παρέπαιε. Γύρω στo 1824, σε ηλικία είκοσι οκτώ ετών, ο Carnot έδειξε ενδιαφέρον για τις ατμομηχανές, που είχαν επινοηθεί και αναπτυχθεί από πρακτικούς ανθρώπους για πρακτικούς σκοπούς. Η ανάπτυξη τους βασιζόταν κυρίως στην εμπειρία.
Henry Joseph (1797-1878)
Το 1829, ο Henry βελτίωσε την εφεύρεση του, εισάγοντας πυρήνα σιδήρου σε πηνίο και κατασκεύασε έναν πολύ ισχυρό ηλεκτρομαγνήτη για το πανεπιστήμιο του Γέιλ. Με τις βελτιώσεις που πραγματοποίησε στο ηλεκτρομαγνητικό εξάρτημα ρελέ, έκανε εφικτή την εφεύρεση του τηλέγραφου. Το 1831 ο Χένρι βασιζόμενος σε μία πρόσφατη ανακάλυψη πάνω στον ηλεκτρομαγνητισμό κατασκεύασε μία διάταξη που αποτέλεσε τον πρόγονο του σημερινού DC κινητήρα.
Weber Wilhelm (1804-1891)
Οι σημαντικότερες έρευνες του Weber δημοσιεύτηκαν μεταξύ του 1825 και 1838. Σε ηλικία 27 ετών, το 1831, με υπόδειξη του μαθηματικού Karl Friedrich Gauss προσελήφθη από το πανεπιστήμιο του Γκέτινγκεν ως καθηγητής Φυσικής. Το 1833 σε συνεργασία με τον Gauss κατασκεύασε τον πρώτο ηλεκτρομαγνητικό τηλέγραφο με τον οποίο συνέδεσε το αστεροσκοπείο με το ινστιτούτο φυσικής του Γκέτινγκεν. Ένα από το πιο σημαντικά έργα του ήταν ο Άτλας του γήινου μαγνητισμού Atlas des Erdmagnetismus τον οποίο παρουσίασε το 1840, έχοντας μελετήσει τον Μαγνητισμό σε συνεργασία με τον 27 χρόνια μεγαλύτερό του «δάσκαλο» Karl Friedrich Gauss.
Joule James Prescott (1818-1889)
Το 1838, ο Joule δημοσίευσε στα "Χρονικά του Ηλεκτρισμού" την περιγραφή της ηλεκτρομαγνητικής μηχανής την οποία είχε εφεύρει, ενώ δύο χρόνια αργότερα δημοσίευσε τα πρώτα αποτελέσματα επί του μηχανικού ισοδύναμου της θερμότητας το οποίο και προσδιόριζε κατά τέσσερις διαφορετικούς τρόπους. Το 1843 δημοσίευσε υπόμνημα για την θερμότητα που εκλύεται κατά την ηλεκτρόλυση του ύδατος και το 1847 ανήγγειλε τις εργασίες του στην επαλήθευση του αξιώματος της διατήρησης της ενέργειας.
Clausius Rudolf Julius Emmanuel (1822-1888)
Το 1846, ο Clausius εισήλθε στο Βασιλικό Σεμινάριο "Boeck's Royal Seminary" για ανώτερες σπουδές και στις 15 Ιουλίου 1848 έλαβε το διδακτορικό του από το Πανεπιστήμιο του Χάλλε με "eximia cum laude" (εξαίρετο μετ' επαίνων). Ο τίτλος της διατριβής του ήταν "de iis Atmosphaerae Particulis quibus Lumen reflectitur" (σε ελεύθερη απόδοση "περί των σωματιδίων που ανακλούν το φως στην ατμόσφαιρα"). Το 1850 γίνεται καθηγητής στην Βασιλική Σχολή Πυροβολικού και Μηχανικού στο Βερολίνο και υφηγητής (Privatdozent) στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου.
Kirchhoff Gustav (1824-1887)
Ο Kirchhoff έχει συνεισφέρει σε διάφορα πεδία της Φυσικής και της Χημείας όπως η μηχανική, ο ηλεκτρισμός, η φασματογραφία, η θερμική ακτινοβολία και η αστροφυσική. Γύρω στο 1845 μελέτησε τους νόμους που διέπουν τα ηλεκτρικά κυκλώματα, και στη συνέχεια έδειξε ότι η ταχύτητα αποστολής ενός ηλεκτρικού σήματος είναι ίση με την ταχύτητα του φωτός.