Ἀναμφισβήτητα ἡ Θ. Λειτουργία τῶν Προηγιασμένων Τιμίων Δώρων διασώζει ἀρχαία λειτουργικὴ πρακτικὴ[1], ἀλλὰ κυρίως τὸ ἀσκητικὸ ἦθος καὶ τὴν πνευματικότητα τῆς Ὀρθοδόξου παραδόσεως μέχρι τὶς ἡμέρες μας. Ἡ περίοδος τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς εἶναι ἡ κατ’ ἐξοχὴν πένθιμη περίοδος τῆς Ἐκκλησίας μας. Τὸ πένθος δηλοῦται μὲ τὴν ἀπαγόρευση τελέσεως ἑορταστικῶν ἐκδηλώσεων καὶ ἀκολουθιῶν[2], ἀλλὰ καὶ μὲ δύο πρακτικὲς ποὺ σχετίζονται ἄμεσα μὲ τὸ ὑπὸ ἐξέταση θέμα: μὲ τὴν καθιέρωση αὐστηρότατης νηστείας καὶ μὲ τὴν ἀπαγόρευση τελέσεως Θ. Λειτουργίας τὶς καθημερινὲς ἡμέρες τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς.
1. Ἡ νηστεία τῶν καθημερινών καθ’ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς, προβλέπει πλήρη ἀσιτία μέχρι τὴν ἐνάτη ὥρα (3:00 μμ) κατὰ τὴν ὁποία ὁ Κύριος παρέδωσε ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ τὸ Πνεῦμα Του[3]. Οἱ κανονικὲς διατάξεις ποὺ προβλέπουν τὴν νηστεία τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς εἶναι οἱ κανόνες Αποστ-69 και Λαοδ-50[4], οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἐπικυρωθεῖ ἀπὸ τον Στ-2.