Ελληνικός πολιτισμός, Διδάσκοντας την Οδύσσεια


14η ενότητα: ι 42/<39> κ.ε. (περίληψη) – ι 240-512/<216-461> (ανάλυση)

13η 14η 15η

 

 

ΚΥΡΙΑ ΘΕΜΑΤΑ:

● Oι τρεις πρώτες περιπέτειες του Oδυσσέα

● Aναμέτρηση του πολυμήχανου με τον Kύκλωπα

● Oι σχέσεις του Oδυσσέα με τους συντρόφους του

Η Οδύσσεια διαρκεί 41 ημέρες. Στην ενότητα διανύουμε την 33η ημέρα:

 

 

Α1. Περιληπτική αναδιήγηση της ραψωδίας ι 1 42/<39> κ.ε.
Αλκίνου Άπόλογοι
2: Τὰ περὶ Κίκονας, Λωτοφάγους καὶ Κύκλωπας,
(Ο Οδυσσέας διηγείται τις περιπέτειές του στους Κίκονες, στους Λωτοφάγους και στους Κύκλωπες)

 

Από την Τροία ο άνεμος έφερε τα δώδεκα καράβια μου στη Θράκη. Λεηλατήσαμε 3 εκεί την πόλη Ίσμαρο των Κικόνων και διέταξα να φύγουμε αμέσως, οι νήπιοι όμως σύντροφοι το ’ριξαν στο φαγοπότι. Δεχτήκαμε τότε αντεπίθεση και υποχωρώντας χάσαμε έξι συντρόφους από κάθε καράβι. Συνεχίσαμε έτσι θλιμμένοι το ταξίδι.

 

Στη χώρα των Κικόνων

 

Στον Μαλέα τα κύματα μας παρέσυραν μακριά, κι έπειτα από εννέα μέρες βρεθήκαμε στη χώρα των Λωτοφάγων. Έστειλα εκεί τρεις συντρόφους να εξερευνήσουν την περιοχή, αλλά εκείνοι έφαγαν «τον μελιστάλαχτο» λωτό και λησμόνησαν την πατρίδα, τους πήρα όμως μαζί μου με τη βία.

 

Στη χώρα των Λωτοφάγων

 

Από εκεί τα πλοία μάς έφεραν στη χώρα των πελώριων Κυκλώπων, που ζουν απομονωμένοι και ανοργάνωτοι, χωρίς νόμους· δεν καλλιεργούν τη γη, δεν έχουν καράβια· είναι βοσκοί και συλλέκτες αυτοφυών καρπών. Διάλεξα δώδεκα συντρόφους, πήρα και το ασκί με το δυνατό γλυκό κρασί του Μάρωνα και πήγα στη σπηλιά του θεόρατου Κύκλωπα Πολύφημου. Ο ίδιος απουσίαζε, και οι σύντροφοι με παρακαλούσαν να πάρουμε από κει προμήθειες και να φύγουμε, εγώ όμως, δυστυχώς, δεν τους άκουσα, γιατί ήθελα να τον γνωρίσω.

 

Όταν μπήκε με το κοπάδι του στη σπηλιά, έκλεισε την είσοδο με πέτρα τεράστια, έκανε τις ποιμενικές δουλειές του και ρώτησε ποιοι είμαστε. Του είπα την αλήθεια και ζήτησα φιλοξενία στο όνομα του Ξένιου Δία. Εκείνος όμως μίλησε περιφρονητικά για τους θεούς, άρπαξε δύο συντρόφους και τους έφαγε. Το πρωί έφαγε άλλους δύο, και βγάζοντας το κοπάδι για βοσκή έκλεισε την έξοδο.

 

Ετοιμάσαμε τότε έναν πάσσαλο και το βράδυ, αφού έφαγε πάλι δύο συντρόφους, τον μέθυσα με το κρασί που είχα μαζί μου, του δήλωσα ότι ονομάζομαι Οὖτις / Κανένας και, όταν κοιμήθηκε, τον τυφλώσαμε. Ο Πολύφημος ζητούσε βοήθεια ουρλιάζοντας και δηλώνοντας ότι τον σκοτώνει ο Οὖτις· έτσι, οι γειτονικοί του Κύκλωπες νόμισαν ότι τρελάθηκε, ενώ εγώ γελούσα ικανοποιημένος από το αποτέλεσμα της απάτης μου.

 

Από τη σπηλιά βγήκαμε χωρίς να μας αντιληφθεί ο τυφλωμένος γίγαντας, γιατί ψηλαφώντας τα κριάρια έψαχνε να μας βρει στις ράχες τους, εμείς όμως ήμασταν δεμένοι κάτω από τις κοιλιές τους.

 

Απομακρυνθήκαμε παίρνοντας μαζί μας πολλά γιδοπρόβατα και ανοιχτήκαμε στη θάλασσα. Φώναξα τότε λόγια εκδικητικά προς τον Κύκλωπα, αποκάλυψα και την ταυτότητά μου και μίλησα προσβλητικά για τον πατέρα του, τον Ποσειδώνα. Με τα στοιχεία που του έδωσα, απηύθυνε κατάρα για μένα στον πατέρα του. Έτσι, όταν πατήσαμε στεριά και πρόσφερα ευχαριστήρια θυσία στον Δία, εκείνος δεν τη δέχτηκε· σκεφτόταν μόνο πώς να εκπληρώσει την κατάρα του Πολύφημου.

 

 

Μάρωνας

 

O ιερέας των Kικόνων, ο Mάρωνας, προσφέρει στον Oδυσσέα ένα ασκί με εξαιρετικό κρασί, επειδή τον σεβάστηκε και του χάρισε τη ζωή.

Κρατήρας, Ζωγράφος του Μάρωνα, 340-330 π.X.

(Λίπαρι Iταλίας, Aρχαιολογικό Mουσείο Eoliano)

 

τύφλωση

 

Tύφλωση του Πολύφημου.
Οινοχόη, Ζωγράφος του Θησέα, 510-490 π.Χ.

(Παρίσι, Mουσείο Λούβρου)

 

Α' ΚΕΙΜΕΝΟ ι 240-512/<216-461> (ανάλυση)
Ο Οδυσσέας με δώδεκα συντρόφους μπαίνει στη σπηλιά και αντιμετωπίζει τον Κύκλωπα



Ν.Χατζηκυριάκος-Γκίκας
Genni Loci
Οδυσσέας

Ο Οδυσσέας στη σπηλιά του Πολύφημου: ι 240-5Ι2 (με ενδιάμεσες παραλείψεις)

 

240 «[...] Φτάσαμε τότε με σπουδή ως τη σπηλιά, εκείνον όμως μέσα
δεν τον βρήκαμε· έβοσκε στο λιβάδι τα παχιά του πρόβατα.
Μπαίνοντας στη σπηλιά κοιτούσαμε έκθαμβοι το καθετί:
γεμάτα από τυριά πανέρια καλαμένια· στις μάντρες να στενάζουν
ερίφια κι αρνιά, με τάξη όμως μεταξύ τους χωρισμένα· [...].
248
Τότε λοιπόν οι σύντροφοι με προλαβαίνουν, παρακαλιούνται
με τα λόγια τους να πάρουμε όσα τυριά, και πίσω να γυρίσουμε· [...].
253
Όμως εγώ δεν άκουσα, πράγμα που θα ’ταν συμφερότερο·
ήθελα να τον δω, μήπως και μου φανεί φιλόξενος
. αρχαίο κείμενο
Αλλά δεν έμελλε, μόλις τον είδαμε, να δείξει καλοσύνη στους συντρόφους. [...]
259
Στη ράχη κουβαλούσε ασήκωτο φορτιό με ξεραμένα ξύλα,
260
χρήσιμο για το δείπνο του· κι όπως το ξεφορτώθηκε
στη μέση της σπηλιάς, ξεσήκωσε ορυμαγδό. 4
Τρομάζοντας τότε κι εμείς, βρεθήκαμε στο βάθος της σπηλιάς·
263-4
εκείνος μπάζει τα παχιά του ζώα στο μεγάλο σπήλαιο, / όλα που θ’ άρμεγε [...].
266-7
Έπειτα φράζει το άνοιγμα, ψηλά σηκώνοντας τεράστιο λίθο / και βαρύ [...].
270
Ύστερα γονατίζοντας πήρε να αρμέγει πρόβατα και γίδια που βελάζουν [...].

[Έπηξε το μισό γάλα για να γίνει τυρί και κράτησε το άλλο μισό για να πίνει.]

276 Κι όταν με τάξη και σπουδή αυτά τα έργα του αποτέλειωσε,
άναψε την πυρά, ρίχνει το μάτι του σ’ εμάς, και μας ρωτά:
«Ξένοι, ποιοι να ’στε; κι από πού σας φέρνουν καταδώ οι πλωτοί σας δρόμοι;
μήπως για εμπόριο; ή όπου λάχει τριγυρνάτε,
280
καθώς το κάνουν οι ληστές στα πέλαγα, παίζοντας τη ζωή τους,
στους άλλους όμως προξενούν κακό;» 5
Έτσι μιλώντας, η δική μας η καρδιά πήγε να σπάσει
από τον φόβο της βαριάς φωνής και της πελώριας θωριάς του.
Και μολοντούτο εγώ αποκρίθηκα, μιλώντας του μ’ αυτά τα λόγια:
285
«Εμείς, από την Τροία μισεύοντας, είμαστε Αχαιοί περιπλανώμενοι,
που μας εχτύπησαν κάθε λογής ανέμοι [...].
293
Και να, η τύχη εδώ μας φέρνει, οπού ικετεύοντας προσπέφτουμε
στα γόνατά σου· ανίσως ήθελες να μας φιλοξενήσεις, κι ακόμη
295
να μας δώσεις κάποιο δώρο, όπως το ορίζει κι η τιμή στους ξένους.
Αλλά σεβάσου, όσο μεγάλη αν είναι η δύναμή σου, τους θεούς· είμαστε
ικέτες σου, κι ο Δίας εκδικείται και τους ικέτες και τους ξένους [...].»  6
299
Έτσι του μίλησα, εκείνος όμως απαντούσε μ’ άσπλαχνο φυσικό:  7
300
«Είσαι μωρός, άνθρωπε ξένε· φτασμένος από μέρη μακρινά, εσύ
μου παραγγέλλεις ή να φοβάμαι τους θεούς ή να αποφεύγω
την οργή τους; Μάθε λοιπόν, οι Κύκλωπες δεν νοιάζονται
τι λέει ο Δίας με την αιγίδα του μήτε οι μακάριοι θεοί·  8
είμαστε εμείς κατά πολύ πιο δυνατοί. [...]
308
Μα τώρα πες μου· καλοχτισμένο το καράβι σου πού το κρατάς; [...]»
310
Μιλώντας έτσι γύρευε να με ψαρέψει·
εμένα όμως, που πολλά ο νους μου κόβει,
ο δόλος δεν μου ξέφυγε, γι’ αυτό κι αμέσως αποκρίθηκα με δόλια λόγια:
«Α, το καράβι μου το σύντριψε ο κοσμοσείστης Ποσειδών [...]·
315
το τσάκισε πάνω σε κάβο, όπου και το παρέσυρε ο πελαγίσιος άνεμος,
μόνος εγώ, μ’ αυτούς εδώ, γλίτωσα τον φριχτό χαμό.»

Ο Κύκλωπας καταβροχθίζει δύο συντρόφους

Έτσι του μίλησα, όμως αυτός καμιάν απόκριση δεν δίνει, άσπλαχνη καρδιά·
μόνο πετάχτηκε κι απλώνει τα δυο του χέρια στους συντρόφους,
αρπάζει δυο μαζί, και καταγής, σάμπως κουτάβια, τους χτυπά. [...]
321
μετά τους διαμελίζει και με τα μέλη τους στρώνει το δείπνο του· [...].
324
Εμείς, θρηνώντας, τα χέρια μας υψώναμε στον Δία,
325
βλέποντας μπρος στα μάτια μας έργα φριχτά, ανήμποροι
και σαν παραλυμένοι.
327
Ώσπου ξεχείλισε ο Κύκλωπας τη φουσκωμένη του κοιλιά,
μασώντας κρέας ανθρώπινο και καταπίνοντας άμεικτο γάλα.
Τέλος, ξαπλώθηκε φαρδύς πλατύς στη μέση της σπηλιάς,
330
ανάμεσα στα πρόβατά του.
Τότε κι εγώ μελέτησα μες στη γενναία ψυχή μου
να τον σιμώσω και, τραβώντας κοφτερό σπαθί απ’ τον μηρό,
333-4
να του το μπήξω εκεί στο στήθος, [...]· δεύτερη όμως σκέψη με συγκράτησε.
335
Γιατί κι εμάς φριχτός χαμός θα μας περίμενε επιτόπου·
αφού πώς θα μπορούσαμε από τις θύρες τις ψηλές, και μόνο με τα χέρια μας,
τον λίθο εκείνο τον βαρύ να τον μετακυλήσουμε [...];
339
Γι’ αυτό και περιμέναμε στενάζοντας πότε θα φέξει η θεία Αυγή.

Την άλλη μέρα ο Κύκλωπας έφαγε άλλους δύο συντρόφους και βγήκε

340 Κι όταν, χαράζοντας την άλλη μέρα, ρόδινη φάνηκε στον ουρανό η Αυγή,
τότε κι εκείνος άναψε πυρά κι άρμεξε τα καλά του γιδοπρόβατα [...].
343
Αποτελειώνοντας, μ’ όση σπουδή μπορούσε, το έργο της ημέρας,
άρπαξε πάλι δυο συντρόφους, τους έφαγε για πρόγευμα [...].

 

[Και βγήκε με το κοπάδι του κλείνοντας με τον βράχο την έξοδο της σπηλιάς.]

Ο Οδυσσέας καταστρώνει σχέδιο σωτηρίας: α. ετοιμάζει έναν πάσσαλο

350 [... ] όμως κι εγώ απομονωμένος
βυσσοδομούσα το κακό, πώς θα μπορούσα εκδίκηση να πάρω,  9
αν ήθελε κι η Αθηνά να με δοξάσει.
Κι όπως σκεφτόμουν μόνος μου, αυτή μου φάνηκε η πιο καλή βουλή: [...]

[Ετοίμασε έναν πάσσαλο για να τον τυφλώσει.]

373 Σουρούπωσε, και φτάνει εκείνος οδηγώντας
374-75 τα μαλλιαρά βοσκήματά του· [...] / ένα προς ένα, όλα [...].
378
Μετά, ψηλά σηκώνοντας τον μέγα βράχο, την είσοδο σφραγίζει
κι ύστερα κάθισε, αρνιά και γίδια αρμέγοντας [...].
381
Τελειώνοντας με τάξη και σπουδή αυτό του το έργο,
αρπάζει πάλι δυο, κι έπιασε να τους τρώει.

β. δίνει κρασί στον Κύκλωπα


Ο Οδυσσέας ρίχνει κρασί στην κούπα του Κύκλωπα

Τότε κι εγώ, από πολύ κοντά, προσφώνησα τον Κύκλωπα,
στο χέρι μου κρατώντας μια γαβάθα μαύρο κρασί:
385
«Κύκλωπα, να, πιες το κρασί, τώρα που χόρτασες κρέας ανθρώπινο·
386-7
να δεις και μόνος σου τι θείο ποτό έχει κρυμμένο / το δικό μας το καράβι. [...]»
393
Του μίλησα, κι αυτός το κέρασμά μου δέχτηκε, το ρούφηξε μεμιάς, ένιωσε
φοβερή ηδονή πίνοντας το γλυκό κρασί, μου ζήτησε και δεύτερο:
395
«Αν είσαι εντάξει, δώσ’ μου κι άλλο, πες μου και το όνομά σου
τώρα εδώ, αν θες να σου χαρίσω δώρο φιλόξενο [...].»
401
Δεν πρόλαβε να το ζητήσει, κι εγώ του ξαναδίνω κρασί φλογάτο·
του φέρνω τρεις φορές να πιει, το πίνει και τις τρεις [...].

γ. τον παραπλανά με το όνομα Οὖτις

404 Και μόνο όταν πια του ανέβηκε του Κύκλωπα στα φρένα το κρασί, 10
405
γύρισα προς το μέρος του, μιλώντας μελιστάλακτα:
«Κύκλωπα, με ρωτάς το ξακουστό μου τ' όνομα· λοιπόν κι εγώ
θα σου το φανερώσω· όμως κι εσύ δώσε δώρο φιλόξενο,
όπως το υποσχέθηκες.
Ούτις το όνομά μου, με φωνάζουν Ούτιν
410 μάνα, πατέρας κι όλοι οι άλλοι φίλοιαρχαίο κείμενο
Έτσι του μίλησα, κι αυτός μου δίνει αμέσως την απάντηση, σκληρή καρδιά:
«Τον Ούτιν θα τον φάω τελευταίον ανάμεσα στους άλλους του συντρόφους·
πρώτα θα φάω τους άλλους· τώρα το ξέρεις το φιλόξενό μου δώρο.»

δ. τον τυφλώνει
Ο Πολύφημος ζητά βοήθεια

Η τύφλωση
Η τύφλωση του Πολύφημου Η τύφλωση του Πολύφημου Η τύφλωση του Πολύφημου Η τύφλωση του Πολύφημου Η τύφλωση του Πολύφημου, Sperlonga Sculptural Group Ο Οδυσσέας τυφλώνει τον Πολύφημο Η τύφλωση του Πολύφημου, H. Matisse

Μιλώντας, πέφτει πίσω ανάσκελα, με τον χοντρό λαιμό γερτό
415
στο πλάι, κι αμέσως βυθίστηκε στον ύπνο, που μας δαμάζει όλους. [...]

[Ο Οδυσσέας πύρωσε τον πάσσαλο στη φωτιά και βοηθούμενος από συντρόφους τύφλωσε τον Πολύφημο.]

441 Μούγκρισε τότε από τον πόνο [...]·
443
[...] τράβηξε από το μάτι του το αιμόφυρτο παλούκι,
κι αλλόφρων το άφησε να πέσει από τα χέρια του.
445
Αμέσως βγάζει φωνή μεγάλη, τους Κύκλωπες καλώντας [...].
447
Εκείνοι, τη βοή του ακούγοντας, μαζεύονται, καθένας κι απ’ αλλού,
448-9
κι έμειναν γύρω απ’ τη σπηλιά να τον ρωτούν / ποιο πάθος να τον βρήκε [...]
454
Μέσα από τη σπηλιά τούς δίνει απόκριση ο δυνατός Πολύφημος:
455
«Φίλοι μου, με σκοτώνει ο Ούτις, με δόλο κι όχι με τη βία» αρχ
Κι εκείνοι ανταπαντώντας λόγια του ανέμου αγόρευαν:
«Αν ο κανείς δεν σε βιάζει, κι είσαι μόνος,
τρόπο δεν έχεις να γλιτώσεις τη νόσο του μεγάλου Δία· 11
ευχήσου όμως στον δεσποτικό πατέρα σου, τον Ποσειδώνα.»
460
Μιλώντας, έφυγαν· εμένα ωστόσο αναγέλασε η καρδιά μου,
που το όνομά μου τους απάτησε κι η τέλεια έμπνευση μου. αρχαίο κείμενο[...]

ε. και οργανώνει την έξοδο από τη σπηλιά

Η απόδραση
Η απόδραση του Οδυσσέα Η απόδραση του Οδυσσέα Η απόδραση του Οδυσσέα, Theodor van Thulden

[Ο Οδυσσέας οργάνωσε και την έξοδο από τη σπηλιά.]

485 Κι όταν, την άλλη μέρα ξημερώνοντας, φάνηκε ρόδινη στον ουρανό η Αυγή,
εκείνος τα έβγαλε, για να βοσκήσουν, τα σερνικά του κοπαδιού·
τα θηλυκά, βελάζοντας που δεν τ’ αρμέξαν, μείναν στις μάντρες [...].
[...] Ο αφέντης, τυραννισμένος
από τους φριχτούς του πόνους, όλα τα ψηλαφούσε τα κριάρια του στη ράχη,
490
κι αυτά ορθωμένα στέκονταν μπροστά του·
δεν συλλογίστηκε ο μωρός ποιοι στα μαλλιαρά τους στήθη ήσαν δεμένοι.
Απ’ το κοπάδι τελευταίος πήγαινε ο κριός μπροστάρης
προς το πέρασμα, βαρύς απ’ το μαλλί του κι από μένα,
που ’χε συλλάβει ο νους μου τέτοια τέχνη.
495
Σ’ αυτόν τα χέρια του ακουμπώντας, έτσι του μίλησε ο δυνατός Πολύφημος:
«Κριάρι μου καλό, πώς και γιατί απ’ όλο το κοπάδι τελευταίο
βγαίνεις κι αφήνεις τη σπηλιά; Δεν το συνήθιζες πιο πριν
ν’ ακολουθείς και να ξεμένεις πίσω· το πρώτο πρώτο ήσουν
από τα γιδοπρόβατά μου που πιλαλώντας έτρεχες να βοσκήσεις [...]·
501
και πάλι πρώτο γύρευες να γυρίσεις στο μαντρί, / σαν έπεφτε το βράδυ. [...]
503
Μάλλον θ’ αποζητάς του αφεντικού το μάτι, που του το τύφλωσε
ο κακός εχθρός κι οι άθλιοι σύντροφοί του, αφού του σκότισε
505
τον νου με το κρασί, αυτός ο Ούτις –
όχι, μα την αλήθεια, δεν ξέφυγε τον όλεθρό του ακόμη. [...]»
512
Έτσι μιλώντας στο κριάρι του, τ’ άφησε να τον προσπεράσει.

 

Ερωτήσεις κατανόησης Ερωτήσεις κατανόησης ερωτήσεις Σταυρόλεξο Σταυρόλεξοερωτήσεις

 

Κύκλωπας

 

Σαρκοφάγος με παράσταση της εξόδου του Oδυσσέα και των συντρόφων του από τη σπηλιά του Πολύφημου

(Παλαίπαφος, Mουσείο Kουκλιών). P. Flourenzos, The Sarcophagus of Palaipafos, Nicosia 2007.

 

 

 

 

 


 

1. Η ραψωδία ι επονομάζεται «Κυκλώπεια», επειδή το μεγαλύτερο μέρος της αναφέρεται στους Κύκλωπες.

2. «Ἀπόλογοι»: Οι διηγήσεις του Οδυσσέα στις ραψωδίες ι 41 - μ ονομάζονται «Ἀπόλογοι», και ειδικότερα «Ἀλκίνου» ή «Μεγάλοι Ἀπόλογοι», για να διακρίνονται τόσο από τον «Αρήτης Απόλογον» όσο και από τον «Μικρόν Ἀπόλογον» προς την Πηνελόπη στη ραψωδία ψ.

3. Η λαφυραγωγία δεν συνδυαζόταν με την τιμιότητα ή τη δικαιοσύνη· ήταν ένας τρόπος ανεφοδιασμού του στρατού και υπογράμμιζε την παλικαριά (πρβλ. την τακτική των «κλεφτών» επί Τουρκοκρατίας).

4. (στ. 261) ξεσήκωσε ορυμαγδό: έκανε δυνατό κρότο.

5. (στ. 278–81) Οι στίχοι αυτοί είναι τυπικοί· λέγονταν σε περιπτώσεις που κάποιος έφτανε σε ξένο τόπο και οι ντόπιοι τον αντιμετώπιζαν με καχυποψία, γιατί κυκλοφορούσαν πειρατές.

6 (στ. 297) ο Δίας εκδικείται και τους ικέτες και τους ξένους: Ο (Ξένιος και Ικέσιος) Δίας παίρνει εκδίκηση για λογαριασμό των ξένων και των ικετών (βλ. και το σχόλιο 4 της 11ης Ενότητας.)

7. (στ. 299) μ’ άσπλαχνο φυσικό: με την έμφυτη (την εκ γενετής) ασπλαχνία του.

8. (στ. 303) ο Δίας με την αιγίδα/Ζεύς αἰγίοχος – Αιγίδα (ασπίδα από δέρμα αίγας/γίδας) ήταν η φοβερή ασπίδα του Δία (πρβλ. καταιγίδα). Ανάλογα με τις περιπτώσεις, η αιγίδα μπορούσε να προκαλεί τρόμο ή να παρέχει προστασία. Από τη δεύτερη ιδιότητά της έχει μείνει η φράση υπό την αιγίδα = υπό την προστασία, με την υποστήριξη· π.χ. οργανώθηκε έκθεση μαθητικής ζωγραφικής υπό την αιγίδα του Υπουργείου Πολιτισμού.

9. (στ. 404) όταν πια του ανέβηκε [...] στα φρένα το κρασί: όταν μέθυσε (πρβλ. «τον χτύπησε το κρασί στο κεφάλι»).

10. (στ. 458) τρόπο δεν έχεις να γλιτώσεις τη νόσο του μεγάλου Δία: Οι άλλοι Κύκλωπες δηλαδή φαντάστηκαν ότι ο Πολύφημος «τα έχει χαμένα», ότι τρελάθηκε (πρβλ. τη φράση: «του πήρε ο θεός το μυαλό»).

 

αρχή

 



 

α. Μια φορά ένας μυλωνάς είχε θράκα φτιαγμένη στο μύλο του και έψηνε μια σούβλα κρέας. Εκεί που γύριζε τη σούβλα του βλέπει στην άλλη μεριά έναν Καλικάντζαρο και γύριζε μια σούβλα βατράχους. Δεν του μίλησε καθόλου. Ύστερα τον ρωτάει ο Καλικάντζαρος πώς τον λένε.

– «Απατός» τού λέει ο μυλωνάς, με λένε. Εκεί που γύριζε τη σούβλα, ο Καλικάντζαρος βάνει τη σούβλα με τους βατράχους απάνω στο κρέας. Πατ! Δεν αργεί ο μυλωνάς και του φέρνει μια με το δαυλί, και καθώς ήταν γυμνός, τον έκαψε. Φωνές, κακό ο Καλικάντζαρος. – Βοηθάτε, αδέρφια, τι μ’ έκαψαν! - Ρε, ποιος σ’ έκαψε, του λένε οι άλλοι Καλικαντζαραίοι απόξω. – Απατός, τους λέει εκείνος απομέσα. – Αμ σαν κάηκες απατός σου, τι σκούζεις έτσι; Κι έτσι την έπαθε ο καλός σου ο Καλικάντζαρος.

 

(Παραμύθι από την Κυνουρία, Ν.Γ. Πολίτης, Παραδόσεις, αρ. 626)

 

β. Ένας παπάς με το καλογεροπαίδι του χάθηκαν μια μέρα μέσα στο δάσος, και όταν έπεσε η νύχτα, είδαν από μακριά φωτιά, και όταν πλησίασαν, βρέθηκαν μπροστά στη σπηλιά ενός μονομάτη γίγαντα. Εκείνος τούς ανοίγει την πλάκα που έκλεινε τη σπηλιά και ήταν τόσο βαριά, που μήτε εκατό άντρες μπορούσαν να τη μετασαλέψουν, και τους αφήνει να μπουν και να καθίσουν κοντά στη φωτιά, για να ζεσταθούν. Έπειτα, τους ψαχουλεύει στο σβέρκο και βρίσκοντας τον παπά πιο παχύ, τον σουβλίζει, τον ψήνει και τον τρώει. Όταν ύστερα χορτάτος πλαγιάζει κοντά στο τζάκι, βλέπει το παιδί να παίρνει ένα παλούκι και με το μαχαίρι του να μυτερώνει τη μια του άκρη. Όταν το ρωτάει τι κάνει, εκείνο αποκρίνεται πως του άρεσε, για να περνάει την ώρα του, όταν έβοσκε το κοπάδι του, να πελεκάει και να σκαλίζει το ξύλο. Μόλις ο γίγαντας αποκοιμιέται, το καλογεροπαίδι τού μπήζει το παλούκι στο μάτι και τον τυφλώνει, έπειτα χώνεται στο τομάρι ενός σφαγμένου κριαριού και καταφέρνει να το σκάσει από τη σπηλιά ανάμεσα στο άλλο κοπάδι.

 

(Παραμύθι από τη Σερβία - Από το βιβλίο της Ε. Κακριδή, Η διδασκαλία των ομηρικών επών.

ΟΕΛΒ, Αθήνα 1988, σσ. 281–282)

 

Aναζητήστε κοινά σημεία στο παραμύθι του Kύκλωπα και στα πιο πάνω νεότερα παραμύθια.

 

αρχή

 


 

  1. α. Πώς παρουσιάζονται οι σχέσεις Oδυσσέα-συντρόφων στις τρεις πρώτες περιπέτειες; β. Πόσοι σύντροφοι χάθηκαν στις περιπέτειες αυτές και ποιοι ευθύνονται; (με βάση κυρίως την περίληψη της ραψωδίας ι).

  2. Ποια στοιχεία των στίχων 259-266 δίνουν την εντύπωση ότι ο Πολύφημος είναι υπερφυσικά δυνατός;

  3. Ποιο σχέδιο σωτηρίας σκέφτηκε πρώτα ο Oδυσσέας και γιατί το απέρριψε; (βοηθούν οι στίχοι 331-338).

  4. Tι όπλα διέθεσαν στη μεταξύ τους αναμέτρηση ο Oδυσσέας κι ο Πολύφημος και ποιο υπερίσχυσε;

  5. Σχολιάστε τη σχέση του Πολύφημου με το κριάρι του (με βάση τους στίχους 496 κ.ε. και την εικόνα 8).

  6. Mπορείτε να διευρύνετε το θέμα της πάλης του ανθρώπου με στοιχεία υπερφυσικά, στην προσπάθεια να δαμάσει τον κόσμο που τον περιβάλλει, με αναφορές: α. στη μυθολογία (Hρακλής, Θησέας κ.ά)· β. στη λογοτεχνία· γ. στην επιστήμη (επιτεύγματα που δεν χωράει ο νους) κτλ.

  Η πάλη του ανθρώπου με τα υπερφυσικά στοιχεία

 

αρχή

 



 

Στην «Kυκλώπεια» αναδεικνύεται η μῆτις του πολυμήχανου Οδυσσέα περισσότερο από οποιοδήποπτε άλλο επεισόδιο και χωρίς να μπορεί να του αποδοθεί κατηγορία, αφού πρόκειται για τη ζωή τη δική του και των συντρόφων του.
Eντοπίστε τα σημεία που επαληθεύουν την άποψη αυτή στους ακόλουθους στίχους:
α. στ. 308-316:
β. στ. 385-402:
γ. στ. 406-410, πρβλ. 455-461:
δ. στ. 491-494:

 


 

αρχή

 


 

Ερμηνευτικές επισημάνσεις

 

1. Οι Κίκονες

Το επεισόδιο των Kικόνων είναι η μόνη ρεαλιστική περιπέτεια (σαν τις επιδρομές που επιχειρούσαν οι Αχαιοί κατά τη διάρκεια του Τρωικού πολέμου για λόγους ανεφοδιασμού)· από τους Λωτοφάγους και μετά περνούμε στον χώρο του μύθου και του παραμυθιού, «στον οποίο οι πάγιες ηρωικές αξίες, οι αξίες της ανθρώπινης κοινωνίας και του αρχαιοελληνικού πολιτισμού, δεν έχουν κανένα απολύτως αντίκρισμα. O Οδυσσέας δεν έρχεται αντιμέτωπος με ηρωικούς αντιπάλους αλλά με υπερφυσικά όντα, γίγαντες, μάγισσες και θαλάσσια τέρατα». Στη Σχερία μόνο, αλλά σε περιβάλλον παραμυθιακό και εκεί, ξανασυναντά ανθρώπους.

 

2. Η τεχνική in medias res

H επιλογή του ποιητή να αρχίσει την Oδύσσειά του in medias res έχει ως ευτυχή συνεπαγόμενα:

• Να διηγηθεί ο ίδιος ο Οδυσσέας τις πρώτες δίχρονες περιπέτειες που έζησε μαζί με τους συντρόφους του. Και κάνει αισθητή τη χρονική απόσταση, που τον χωρίζει από αυτές, καθώς η διήγησή του συνταιριάζει δυο φωνές: η μία διηγείται τα γεγονότα στη διαδοχική τους εξέλιξη και η άλλη τα σχολιάζει και ως ένα σημείο τα ερμηνεύει, άλλοτε εκ των προτέρων και άλλοτε εκ των υστέρων. Στην ενότητα αυτή, π.χ., αποκαλεί προκαταβολικά «νηπίους» τους συντρόφους στο επεισόδιο των Kικόνων, χαρακτηρίζει τον Πολύφημο πριν τον γνωρίσει, σχολιάζει τις σωστές ενέργειές του (310- /< 81- >, 460-1/<413-4>, 493-4/<445>, κ.ά) αλλά και τη λανθασμένη ( 53-4/< 8-9>). Αποδεικνύεται, λοιπόν, δεξιοτέχνης αφηγητής των περιπετειών του ο ήρωας, έπαινος που ανήκει στον υποβολέα του, τον ποιητή της Οδύσσειας.

• Να αναστραφεί έτσι η ροή της αφήγησης: στο ποιητικό παρόν του έπους να ενταχθεί το ποιητικό του παρελθόν με την τεχνική της αναδρομικής διήγησης (flashback)· ο Οδυσσέας να διαδεχτεί τον Δημόδοκο· το τραγούδι να γυρίσει σε διήγηση, ο αοιδός σε ραψωδό των δικών του δεινών, τα οποία όμως η ποίηση, συνεπικουρούμενη από τη χρονική απόσταση και την ευφρόσυνη ώρα μεταβάλλει σε ακροαματική τέρψη. Και καθώς ο Οδυσσέας ξετυλίγει την ιστορία του, το πλασματικό του ακροατήριο υποχωρεί αφήνοντας τη θέση του στο εκάστοτε πραγματικό ακροατήριο του έπους, οπότε και ο πλασματικός αφηγητής μεταβάλλεται σε πραγματικό − ταυτίζεται κατά κάποιον τρόπο με τον ίδιο τον ποιητή.

 

3. Ο Οδυσσέας και οι σύντροφοι

Στο πλαίσιο των «Ἀπολόγων», Οδυσσέας και σύντροφοι συνυπάρχουν· έχουμε έτσι τη δυνατότητα να παρακολουθούμε τις σχέσεις τους και να τις αξιολογούμε σε σχέση και με την προεξαγγελία του προοιμίου.

Από τα συμβάντα στους Κίκονες, στους Λωτοφάγους και στους Κύκλωπες, διαπιστώνουμε ότι:

• λειτουργούν ως ομάδα με αρχηγό που κατευθύνει τις ενέργειές τους και συνεργάζεται μαζί τους επιλέγοντας τους καλύτερους για την κάθε περίσταση (όπως φαίνεται στην περίληψη κυρίως)·

• εκείνος φροντίζει για τη σωτηρία όλων και στην ανάγκη τούς παίρνει μαζί του με τη βία·

• τους δίνει εντολές, που όταν δεν τηρούνται έχουν οδυνηρές συνέπειες για όλους (η παρακοή τους στους Κίκονες τους στοίχισε έξι συντρόφους από κάθε καράβι: 1 χ6=7 )·

• κάνει όμως και εκείνος λάθος που το αναγνωρίζει, αλλά και το δικαιολογεί 0 ( 48-54/< 4-9>), το πληρώνουν ωστόσο με τη ζωή τους έξι σύντροφοι·

• μοιράζονται εξίσου τα λάφυρα· τιμητική μόνο είναι η διάκριση υπέρ του αρχηγού (610-3/<548-51>)·

• θλίβονται και θρηνούν όλοι μαζί για τους συντρόφους που χάνουν κάθε φορά.

 

→ Παρουσιάζεται λοιπόν υπεύθυνος αρχηγός ο Οδυσσέας, όχι όμως πάντοτε και ανεύθυνος για τον χαμό των συντρόφων του.

 

4. Οι Κύκλωπες

Με βάση την περίληψη της ραψωδίας, τους σχετικούς στίχους του αποσπάσματος ( 40-4/< 16- 0>, 59-77/< 33-51>, 99-307/< 7 -8>) και την όλη σύγκρουση του Oδυσσέα με τον Πολύφημο ως τύπο αντιπροσωπευτικό των Κυκλώπων (317/< 87> κ.ε.), συνθέτουμε την κατάσταση και την εικόνα τους:

• ζουν απομονωμένοι μέσα σε σπηλιές· δεν έχουν θεσμούς (φιλοξενίας π.χ.) ούτε κάποια οργάνωση κοινωνική ή πολιτική (επικοινωνία μεταξύ τους, συνέλευση για τη συζήτηση κοινών θεμάτων και λήψη αποφάσεων) ούτε δεσμεύσεις ηθικές (αίσθηση δικαίου, π.χ.)· δεν έχουν τεχνίτες για την κατασκευή καραβιών, ώστε να επικοινωνούν με άλλους τόπους· δεν σέβονται τους θεούς·

• παρουσιάζονται τερατόμορφοι (γιγαντόσωμοι και μονόφθαλμοι ), υπερφυσικά δυνατοί και ανθρωποφάγοι, ανήκουν όμως στην κατηγορία του ανθρώπινου γένους, αφού μιλούν και σκέπτονται (απλοϊκότατα βέβαια, γι’ αυτό και εύκολα εξαπατώνται), ανάβουν φωτιά, εκμεταλλεύονται γιδοπρόβατα, κτλ.

→ Από τα παραπάνω προκύπτει ότι οι Κύκλωπες «αντικατοπτρίζουν περισσότερο πρωτόγονες καταστάσεις της ανθρωπότητας παρά αληθινά τέρατα».

 

Σ’ αυτόν τον προπολιτισμικό κόσμο εισβάλλει ο πολιτισμένος (στην επική του εκδοχή) ήρωας με σκοπό να τον γνωρίσει, επιχειρεί όμως και να τον φέρει, εκβιαστικά, στο επίπεδο του δικού του πολιτισμού: παρουσιάζεται στον Κύκλωπα ως ικέτης και του μιλά στην αρχή με ειλικρίνεια διεκδικώντας τα δικαιώματα του ικέτη και του ξένου στο όνομα του Ξένιου Δία ( 85-97/< 59-71>), ο Κύκλωπας όμως μένει ασυγκίνητος από τις ηθικές αξίες του πολιτισμένου κόσμου (300-7/< 73-8>)· ο Οδυσσέας θεωρεί κακούργημα την ανθρωποφαγία του, που την τιμωρεί ο Δίας (531-4/<476-8>), ο Κύκλωπας όμως τρώει ανθρώπους όπως πίνει το γάλα του (3 7-8/< 96-7>). H σύγκρουσή τους είναι αναπόφευκτη αλλά με τρόπους και μέσα εντελώς διαφορετικά:

• O Κύκλωπας παρουσιάζεται πελώριος και υπερφυσικά δυνατός, όταν κλείνει την είσοδο της σπηλιάς (266) και όταν κομματιάζει και καταβροχθίζει τους συντρόφους (318- 1/< 88-91>), αλλά αφελής, όταν προσπαθεί ν’ αποσπάσει χρήσιμες γι’ αυτόν πληροφορίες (308-9/< 79-80>, 395-6/<355-6>).

• O Οδυσσέας, καθώς δεν μπορεί να ανταγωνιστεί τον αντίπαλό του στη σωματική δύναμη, και οι συνθήκες δεν του επιτρέπουν να χρησιμοποιήσει ξίφος (331-8/< 99-305>), αξιοποιεί στο έπακρο την μῆτιν –το μόνο όπλο του απέναντι στην τερατώδη δύναμη του Κύκλωπα– και εκμεταλλεύεται τη χοντροκεφαλιά του: τον παραπλανά με τις ψευδείς πληροφορίες για το καράβι τους (313-6/< 83-6>) και για το όνομά του (406-10/<364-7>, πρβλ. 455-61/<408-14>), τον εξαπατά με το κρασί (385-40 /<347-61>), κοιμισμένο και μεθυσμένο τον τυφλώνει και τον εξουδετερώνει ως απειλή (414/<371> κ.ε.), όχι όμως και ως δύναμη, που τη θέτει τώρα στη δική του υπηρεσία· έτσι, και με το εύρημα των κριαριών κατορθώνει και βγαίνει από τη σπηλιά με τους έξι συντρόφους που του απόμειναν.

→ Από την αναμέτρησή τους νικητής, μέχρις εδώ, βγαίνει ο πολύμητις (και χωρίς καμιά θεϊκή επέμβαση αυτή τη φορά), όχι όμως χωρίς απώλειες, που είναι πάντοτε οδυνηρές για έναν αρχηγό – ο καρπός της γνώσης πληρώνεται ακριβά από καταβολής κόσμου.

 

5. O παραμυθιακός χαρακτήρας της «Κυκλώπειας»

 

• Υπάρχουν πολλές παραλλαγές του παραμυθιού του Κύκλωπα στην παγκόσμια μυθολογία, που από τα πανάρχαια χρόνια διασώζουν τον εξής βασικό πυρήνα: ένα έξυπνο παλικάρι εγκλωβίζεται στη σπηλιά ενός ανθρωποφάγου γιγαντόσωμου βοσκού (συχνά μονόφθαλμου), τον εξουδετερώνει όμως τυφλώνοντάς τον και δραπετεύει ντυμένος μια προβιά ή γαντζωμένος στην κοιλιά ενός προβάτου (βλ. και το B΄ στο BM).

• Το θέμα, άρα, αποδεικνύεται ιδιαίτερα αγαπητό στον (λαϊκό) ακροατή, που καμαρώνει για την επιβολή της (πολιτισμένης) δύναμης του νου στην (πρωτόγονη) σωματική δύναμη.

• Ο ποιητής της Οδύσσειας προσάρμοσε δημιουργικά τον κεντρικό πυρήνα αυτού του παραμυθιού στις ανάγκες του δικού του έργου, τον πλούτισε με στοιχεία από παρεμφερή παραμύθια (αν δεν είναι δικές του επινοήσεις), όπως το όνομα Oὖτις και το μεθύσι του Κύκλωπα, και του πρόσθεσε συναισθήματα.

 

Αποσπάσματα από τη σχετική βιβλιογραφία / αρθογραφία

 

1. Mῆτις: έννοια και εφαρμογές

α. «H μῆτις είναι [...] μια μορφή νόησης και σκέψης, ένας τρόπος γνώσης· προϋποθέτει ένα περίπλοκο αλλά πολύ συνεκτικό σύνολο νοητικών στάσεων, διανοητικών συμπεριφορών, που συνδυάζουν την όσφρηση, την οξυδέρκεια, την προβλεπτικότητα, την ευστροφία πνεύματος, την προσποίηση, την καπατσοσύνη, την επαγρύπνηση, την αίσθηση της ευκαιρίας, διάφορες επιδεξιότητες, μια μακρόχρονη εμπειρία· εφαρμόζεται σε φευγαλέες, ασταθείς, μπερδεμένες και αμφίλογες πραγματικότητες, που δεν προσφέρονται ούτε για συγκεκριμένη μέτρηση, ούτε για ακριβή υπολογισμό, ούτε για αυστηρό διαλογισμό.» (Vernant-Detienne, σ. 1 , A΄).

β. «Τα πρότυπα της δολόπλοκης αυτής νόησης υπήρξαν, στην αρχή, το κυνήγι και το ψάρεμα, γρήγορα όμως ξεπεράστηκε αυτό το πλαίσιο, όπως αποδεικνύει, στον Όμηρο, το πρόσωπο του Oδυσσέα, που είναι η ανθρώπινη ενσάρκωση της μήτιος. H μῆτις ρυθμίζει μια σειρά από δραστηριότητες: τα μηχανεύματα του πολεμιστή, όταν ενεργεί με αιφνιδιασμό, δόλο ή ενέδρα· την τέχνη του καπετάνιου να οδηγεί το πλοίο κόντρα στις δυσκολίες· τις λεκτικές απάτες του σοφιστή, που στρέφει κατά του αντιπάλου του το ισχυρό επιχείρημα που εκείνος χρησιμοποίησε· την επινοητικότητα του τραπεζίτη και του εμπόρου, που, όπως οι ταχυδακτυλουργοί, πλουτίζουν από το τίποτα· την οξυδέρκεια του πολιτικού, που, με την προαίσθησή του, ξέρει να συλλαμβάνει εκ των προτέρων την αβέβαιη εξέλιξη των γεγονότων· τα κόλπα, τα μυστικά του επαγγέλματος, που εξασφαλίζουν στους τεχνίτες τον έλεγχο μιας ύλης, η οποία αντιστέκεται [...] στην κοπιώδη προσπάθειά τους. Πρόκειται, δηλαδή, για όλες τις δραστηριότητες, όπου ο άνθρωπος πρέπει να μάθει να χειρίζεται εχθρικές δυνάμεις, υπερβολικά ισχυρές για να ελεγχθούν με άμεσο τρόπο, αλλά που μπορεί κανείς να τις χρησιμοποιήσει παρά τη θέλησή τους, χωρίς ποτέ να τις αντιμετωπίσει κατά πρόσωπο, φέρνοντας έτσι εις πέρας, μέσ’ από έναν πλάγιο, απρόβλεπτο δρόμο, το σχέδιο που είχε συλλάβει.»

 

2. H συμπεριφορά του Oδυσσέα στο επεισόδιο της «Κυκλώπειας»

«Aν σε άλλα επεισόδια του τρωικού κύκλου –όπως λ.χ. στην εξόντωση του Παλαμήδη, στην κρίση των όπλων [...]– η πανουργία του ήρωα προκαλούσε δυσαρέσκεια, επειδή ακριβώς μετέφερε με τους όρους και το περιεχόμενό της ένα ήθος ξένο στον ηρωικό κόσμο του έπους, εδώ η δυσαρέσκεια αυτή παραμερίζεται ολότελα. Γιατί η πανουργία του Oδυσσέα αποδείχνεται στη συγκεκριμένη περίπτωση συγγενής και σύμφυτη προς το περιβάλλον μέσα στο οποίο εκκολάπτεται και ασκείται· μπροστά στην τερατώδη μορφή του Πολύφημου, την απάνθρωπή του συμπεριφορά και τη βάναυσή του δύναμη, τα τεχνάσματα του πανούργου Oδυσσέα δικαιώνονται· δεν μας εκπλήττουν καθόλου και κερδίζουν αποκλειστικά και μόνο την κατάφασή μας και τον θαυμασμό. Γιατί δίχως τα μέσα της πανουργίας του, ο Οδυσσέας και οι σύντροφοί του θα γίνονταν βορά στις βάναυσες ορέξεις του Κύκλωπα. Εξάλλου οι δόλοι και η μῆτις του ήρωα δεν χρησιμοποιούνται αμέσως και από την αρχή· στην πρώτη φάση του επεισοδίου ο Οδυσσέας επιδιώκει μια διαλεκτική συνεννόηση με τον τερατώδη αντίπαλό του, και μόνο όταν η προσπάθειά του αυτή αποτυχαίνει και προβάλλει το φάσμα του γενικού εξολοθρεμού, θυμάται ο ήρωας την παλιά του τέχνη.»

 

(Mαρωνίτης Αναζήτηση και νόστος του Oδυσσέα. H διαλεκτική της «Οδύσσειας»,

εκδ. Kέδρος, Αθήνα 2 1978. σ.184, Γ΄· βλ. και Δελμούζος, σσ. 199- 0 , Δ΄).

 

αρ