ΚΥΡΙΑ ΘΕΜΑΤΑ:
● Oι τρεις πρώτες περιπέτειες του Oδυσσέα
● Aναμέτρηση του πολυμήχανου με τον Kύκλωπα
● Oι σχέσεις του Oδυσσέα με τους συντρόφους του
Η Οδύσσεια διαρκεί 41 ημέρες. Στην ενότητα διανύουμε την 33η ημέρα:
Α1. Περιληπτική αναδιήγηση της ραψωδίας ι
42/<39> κ.ε.
Αλκίνου Άπόλογοι
: Τὰ περὶ Κίκονας, Λωτοφάγους καὶ Κύκλωπας,
(Ο Οδυσσέας διηγείται τις περιπέτειές του στους Κίκονες, στους Λωτοφάγους και στους Κύκλωπες)
Από την Τροία ο άνεμος έφερε τα δώδεκα καράβια μου στη Θράκη. Λεηλατήσαμε εκεί την πόλη Ίσμαρο των Κικόνων και διέταξα να φύγουμε αμέσως, οι νήπιοι όμως σύντροφοι το ’ριξαν στο φαγοπότι. Δεχτήκαμε τότε αντεπίθεση και υποχωρώντας χάσαμε έξι συντρόφους από κάθε καράβι. Συνεχίσαμε έτσι θλιμμένοι το ταξίδι.
Στον Μαλέα τα κύματα μας παρέσυραν μακριά, κι έπειτα από εννέα μέρες βρεθήκαμε στη χώρα των Λωτοφάγων. Έστειλα εκεί τρεις συντρόφους να εξερευνήσουν την περιοχή, αλλά εκείνοι έφαγαν «τον μελιστάλαχτο» λωτό και λησμόνησαν την πατρίδα, τους πήρα όμως μαζί μου με τη βία.
Από εκεί τα πλοία μάς έφεραν στη χώρα των πελώριων Κυκλώπων, που ζουν απομονωμένοι και ανοργάνωτοι, χωρίς νόμους· δεν καλλιεργούν τη γη, δεν έχουν καράβια· είναι βοσκοί και συλλέκτες αυτοφυών καρπών. Διάλεξα δώδεκα συντρόφους, πήρα και το ασκί με το δυνατό γλυκό κρασί του Μάρωνα και πήγα στη σπηλιά του θεόρατου Κύκλωπα Πολύφημου. Ο ίδιος απουσίαζε, και οι σύντροφοι με παρακαλούσαν να πάρουμε από κει προμήθειες και να φύγουμε, εγώ όμως, δυστυχώς, δεν τους άκουσα, γιατί ήθελα να τον γνωρίσω.
Όταν μπήκε με το κοπάδι του στη σπηλιά, έκλεισε την είσοδο με πέτρα τεράστια, έκανε τις ποιμενικές δουλειές του και ρώτησε ποιοι είμαστε. Του είπα την αλήθεια και ζήτησα φιλοξενία στο όνομα του Ξένιου Δία. Εκείνος όμως μίλησε περιφρονητικά για τους θεούς, άρπαξε δύο συντρόφους και τους έφαγε. Το πρωί έφαγε άλλους δύο, και βγάζοντας το κοπάδι για βοσκή έκλεισε την έξοδο.
Ετοιμάσαμε τότε έναν πάσσαλο και το βράδυ, αφού έφαγε πάλι δύο συντρόφους, τον μέθυσα με το κρασί που είχα μαζί μου, του δήλωσα ότι ονομάζομαι Οὖτις / Κανένας και, όταν κοιμήθηκε, τον τυφλώσαμε. Ο Πολύφημος ζητούσε βοήθεια ουρλιάζοντας και δηλώνοντας ότι τον σκοτώνει ο Οὖτις· έτσι, οι γειτονικοί του Κύκλωπες νόμισαν ότι τρελάθηκε, ενώ εγώ γελούσα ικανοποιημένος από το αποτέλεσμα της απάτης μου.
Από τη σπηλιά βγήκαμε χωρίς να μας αντιληφθεί ο τυφλωμένος γίγαντας, γιατί ψηλαφώντας τα κριάρια έψαχνε να μας βρει στις ράχες τους, εμείς όμως ήμασταν δεμένοι κάτω από τις κοιλιές τους.
Απομακρυνθήκαμε παίρνοντας μαζί μας πολλά γιδοπρόβατα και ανοιχτήκαμε στη θάλασσα. Φώναξα τότε λόγια εκδικητικά προς τον Κύκλωπα, αποκάλυψα και την ταυτότητά μου και μίλησα προσβλητικά για τον πατέρα του, τον Ποσειδώνα. Με τα στοιχεία που του έδωσα, απηύθυνε κατάρα για μένα στον πατέρα του. Έτσι, όταν πατήσαμε στεριά και πρόσφερα ευχαριστήρια θυσία στον Δία, εκείνος δεν τη δέχτηκε· σκεφτόταν μόνο πώς να εκπληρώσει την κατάρα του Πολύφημου.
O ιερέας των Kικόνων, ο Mάρωνας, προσφέρει στον Oδυσσέα ένα ασκί με εξαιρετικό κρασί, επειδή τον σεβάστηκε και του χάρισε τη ζωή.
Κρατήρας, Ζωγράφος του Μάρωνα, 340-330 π.X.
(Λίπαρι Iταλίας, Aρχαιολογικό Mουσείο Eoliano)
Tύφλωση του Πολύφημου.
Οινοχόη, Ζωγράφος του Θησέα, 510-490 π.Χ.
(Παρίσι, Mουσείο Λούβρου)
Ο Οδυσσέας στη σπηλιά του Πολύφημου: ι 240-5Ι2 (με ενδιάμεσες παραλείψεις)
240 «[...] Φτάσαμε τότε με σπουδή ως τη σπηλιά, εκείνον όμως μέσα
δεν τον βρήκαμε· έβοσκε στο λιβάδι τα παχιά του πρόβατα.
Μπαίνοντας στη σπηλιά κοιτούσαμε έκθαμβοι το καθετί:
γεμάτα από τυριά πανέρια καλαμένια· στις μάντρες να στενάζουν
ερίφια κι αρνιά, με τάξη όμως μεταξύ τους χωρισμένα· [...].
248 Τότε λοιπόν οι σύντροφοι με προλαβαίνουν, παρακαλιούνται
με τα λόγια τους να πάρουμε όσα τυριά, και πίσω να γυρίσουμε· [...].
253
Όμως εγώ δεν άκουσα, πράγμα που θα ’ταν συμφερότερο·
ήθελα να τον δω, μήπως και μου φανεί φιλόξενος.
Αλλά δεν έμελλε, μόλις τον είδαμε, να δείξει καλοσύνη στους συντρόφους. [...]
259 Στη ράχη κουβαλούσε ασήκωτο φορτιό με ξεραμένα ξύλα,
260 χρήσιμο για το δείπνο του· κι όπως το ξεφορτώθηκε
στη μέση της σπηλιάς, ξεσήκωσε ορυμαγδό.
Τρομάζοντας τότε κι εμείς, βρεθήκαμε στο βάθος της σπηλιάς·
263-4 εκείνος μπάζει τα παχιά του ζώα στο μεγάλο σπήλαιο, / όλα που θ’ άρμεγε [...].
266-7 Έπειτα φράζει το άνοιγμα, ψηλά σηκώνοντας τεράστιο λίθο / και βαρύ [...].
270 Ύστερα γονατίζοντας πήρε να αρμέγει πρόβατα και γίδια που βελάζουν [...].
[Έπηξε το μισό γάλα για να γίνει τυρί και κράτησε το άλλο μισό για να πίνει.]
276 Κι όταν με τάξη και σπουδή αυτά τα έργα του αποτέλειωσε,
άναψε την πυρά, ρίχνει το μάτι του σ’ εμάς, και μας ρωτά:
«Ξένοι, ποιοι να ’στε; κι από πού σας φέρνουν καταδώ οι πλωτοί σας δρόμοι;
μήπως για εμπόριο; ή όπου λάχει τριγυρνάτε,
280 καθώς το κάνουν οι ληστές στα πέλαγα, παίζοντας τη ζωή τους,
στους άλλους όμως προξενούν κακό;»
Έτσι μιλώντας, η δική μας η καρδιά πήγε να σπάσει
από τον φόβο της βαριάς φωνής και της πελώριας θωριάς του.
Και μολοντούτο εγώ αποκρίθηκα, μιλώντας του μ’ αυτά τα λόγια:
285 «Εμείς, από την Τροία μισεύοντας, είμαστε Αχαιοί περιπλανώμενοι,
που μας εχτύπησαν κάθε λογής ανέμοι [...].
293 Και να, η τύχη εδώ μας φέρνει, οπού ικετεύοντας προσπέφτουμε
στα γόνατά σου· ανίσως ήθελες να μας φιλοξενήσεις, κι ακόμη
295 να μας δώσεις κάποιο δώρο, όπως το ορίζει κι η τιμή στους ξένους.
Αλλά σεβάσου, όσο μεγάλη αν είναι η δύναμή σου, τους θεούς· είμαστε
ικέτες σου, κι ο Δίας εκδικείται και τους ικέτες και τους ξένους [...].»
299 Έτσι του μίλησα, εκείνος όμως απαντούσε μ’ άσπλαχνο φυσικό:
300 «Είσαι μωρός, άνθρωπε ξένε· φτασμένος από μέρη μακρινά, εσύ
μου παραγγέλλεις ή να φοβάμαι τους θεούς ή να αποφεύγω
την οργή τους; Μάθε λοιπόν, οι Κύκλωπες δεν νοιάζονται
τι λέει ο Δίας με την αιγίδα του μήτε οι
μακάριοι θεοί·
είμαστε εμείς κατά πολύ πιο δυνατοί. [...]
308 Μα τώρα πες μου· καλοχτισμένο το καράβι σου πού το κρατάς; [...]»
310 Μιλώντας έτσι γύρευε να με ψαρέψει·
εμένα όμως, που πολλά ο νους μου κόβει,
ο δόλος δεν μου ξέφυγε, γι’ αυτό κι αμέσως αποκρίθηκα με δόλια λόγια:
«Α, το καράβι μου το σύντριψε ο κοσμοσείστης Ποσειδών [...]·
315 το τσάκισε πάνω σε κάβο, όπου και το παρέσυρε ο πελαγίσιος άνεμος,
μόνος εγώ, μ’ αυτούς εδώ, γλίτωσα τον φριχτό χαμό.»
Έτσι του μίλησα, όμως αυτός καμιάν απόκριση δεν δίνει, άσπλαχνη καρδιά·
μόνο πετάχτηκε κι απλώνει τα δυο του χέρια στους συντρόφους,
αρπάζει δυο μαζί, και καταγής, σάμπως κουτάβια, τους χτυπά. [...]
321 μετά τους διαμελίζει και με τα μέλη τους στρώνει το δείπνο του·
[...].
324 Εμείς, θρηνώντας, τα χέρια μας υψώναμε στον Δία,
325 βλέποντας μπρος στα μάτια μας έργα φριχτά, ανήμποροι
και σαν παραλυμένοι.
327 Ώσπου ξεχείλισε ο Κύκλωπας τη φουσκωμένη του κοιλιά,
μασώντας κρέας ανθρώπινο και καταπίνοντας άμεικτο γάλα.
Τέλος, ξαπλώθηκε φαρδύς πλατύς στη μέση της σπηλιάς,
330 ανάμεσα στα πρόβατά του.
Τότε κι εγώ μελέτησα μες στη γενναία ψυχή μου
να τον σιμώσω και, τραβώντας κοφτερό σπαθί απ’ τον μηρό,
333-4 να του το μπήξω εκεί στο στήθος, [...]· δεύτερη όμως σκέψη με συγκράτησε.
335 Γιατί κι εμάς φριχτός χαμός θα μας περίμενε επιτόπου·
αφού πώς θα μπορούσαμε από τις θύρες τις ψηλές, και μόνο με τα χέρια μας,
τον λίθο εκείνο τον βαρύ να τον μετακυλήσουμε [...];
339 Γι’ αυτό και περιμέναμε στενάζοντας πότε θα φέξει η θεία Αυγή.
340 Κι όταν, χαράζοντας την άλλη μέρα, ρόδινη φάνηκε στον ουρανό η
Αυγή,
τότε κι εκείνος άναψε πυρά κι άρμεξε τα καλά του γιδοπρόβατα [...].
343 Αποτελειώνοντας, μ’ όση σπουδή μπορούσε, το έργο της ημέρας,
άρπαξε πάλι δυο συντρόφους, τους έφαγε για πρόγευμα [...].
[Και βγήκε με το κοπάδι του κλείνοντας με τον βράχο την έξοδο της σπηλιάς.]
350 [... ] όμως κι εγώ απομονωμένος
βυσσοδομούσα το κακό, πώς θα μπορούσα εκδίκηση να πάρω,
αν ήθελε κι η Αθηνά να με δοξάσει.
Κι όπως σκεφτόμουν μόνος μου, αυτή μου φάνηκε η πιο καλή βουλή: [...]
[Ετοίμασε έναν πάσσαλο για να τον τυφλώσει.]
373 Σουρούπωσε, και φτάνει εκείνος οδηγώντας
374-75 τα μαλλιαρά βοσκήματά του· [...] / ένα προς ένα, όλα [...].
378 Μετά, ψηλά σηκώνοντας τον μέγα βράχο, την είσοδο σφραγίζει
κι ύστερα κάθισε, αρνιά και γίδια αρμέγοντας [...].
381 Τελειώνοντας με τάξη και σπουδή αυτό του το έργο,
αρπάζει πάλι δυο, κι έπιασε να τους τρώει.
Τότε κι εγώ, από πολύ κοντά, προσφώνησα τον Κύκλωπα,
στο χέρι μου κρατώντας μια γαβάθα μαύρο κρασί:
385 «Κύκλωπα, να, πιες το κρασί, τώρα που χόρτασες κρέας ανθρώπινο·
386-7 να δεις και μόνος σου τι θείο ποτό έχει κρυμμένο / το δικό μας το
καράβι. [...]»
393 Του μίλησα, κι αυτός το κέρασμά μου δέχτηκε, το ρούφηξε μεμιάς,
ένιωσε
φοβερή ηδονή πίνοντας το γλυκό κρασί, μου ζήτησε και δεύτερο:
395 «Αν είσαι εντάξει, δώσ’ μου κι άλλο, πες μου και το όνομά σου
τώρα εδώ, αν θες να σου χαρίσω δώρο φιλόξενο [...].»
401 Δεν πρόλαβε να το ζητήσει, κι εγώ του ξαναδίνω κρασί φλογάτο·
του φέρνω τρεις φορές να πιει, το πίνει και τις τρεις [...].
404 Και μόνο όταν πια του ανέβηκε
του Κύκλωπα στα φρένα το κρασί,
405 γύρισα προς το μέρος του, μιλώντας μελιστάλακτα:
«Κύκλωπα, με ρωτάς το ξακουστό μου τ' όνομα· λοιπόν κι εγώ
θα σου το φανερώσω· όμως κι εσύ δώσε δώρο φιλόξενο,
όπως το υποσχέθηκες.
Ούτις το όνομά μου, με φωνάζουν Ούτιν
410 μάνα, πατέρας κι όλοι οι άλλοι φίλοι.»
Έτσι του μίλησα, κι αυτός μου δίνει αμέσως την απάντηση, σκληρή καρδιά:
«Τον Ούτιν θα τον φάω τελευταίον ανάμεσα στους άλλους του συντρόφους·
πρώτα θα φάω τους άλλους· τώρα το ξέρεις το φιλόξενό μου δώρο.»
Μιλώντας, πέφτει πίσω ανάσκελα, με τον χοντρό λαιμό γερτό
415 στο πλάι, κι αμέσως βυθίστηκε στον ύπνο, που μας δαμάζει όλους. [...]
[Ο Οδυσσέας πύρωσε τον πάσσαλο στη φωτιά και βοηθούμενος από συντρόφους τύφλωσε τον Πολύφημο.]
441 Μούγκρισε τότε από τον πόνο [...]·
443 [...] τράβηξε από το μάτι του το αιμόφυρτο παλούκι,
κι αλλόφρων το άφησε να πέσει από τα χέρια του.
445 Αμέσως βγάζει φωνή μεγάλη, τους Κύκλωπες καλώντας [...].
447 Εκείνοι, τη βοή του ακούγοντας, μαζεύονται, καθένας κι απ’
αλλού,
448-9 κι έμειναν γύρω απ’ τη σπηλιά να τον ρωτούν / ποιο πάθος να
τον βρήκε [...]
454 Μέσα από τη σπηλιά τούς δίνει απόκριση ο δυνατός Πολύφημος:
455 «Φίλοι μου, με σκοτώνει ο Ούτις, με δόλο κι όχι με τη βία»
Κι εκείνοι ανταπαντώντας λόγια του ανέμου αγόρευαν:
«Αν ο κανείς δεν σε βιάζει, κι είσαι μόνος,
τρόπο δεν έχεις να γλιτώσεις τη νόσο του μεγάλου Δία·
ευχήσου όμως στον δεσποτικό πατέρα σου, τον Ποσειδώνα.»
460 Μιλώντας, έφυγαν·
εμένα ωστόσο αναγέλασε η καρδιά μου,
που το όνομά μου τους απάτησε κι η τέλεια έμπνευση μου.
[...]
[Ο Οδυσσέας οργάνωσε και την έξοδο από τη σπηλιά.]
485 Κι όταν, την άλλη μέρα ξημερώνοντας, φάνηκε ρόδινη στον ουρανό η
Αυγή,
εκείνος τα έβγαλε, για να βοσκήσουν, τα σερνικά του κοπαδιού·
τα θηλυκά, βελάζοντας που δεν τ’ αρμέξαν, μείναν στις μάντρες [...].
[...] Ο αφέντης, τυραννισμένος
από τους φριχτούς του πόνους, όλα τα ψηλαφούσε τα κριάρια του στη ράχη,
490 κι αυτά ορθωμένα στέκονταν μπροστά του·
δεν συλλογίστηκε ο μωρός ποιοι στα μαλλιαρά τους στήθη ήσαν δεμένοι.
Απ’ το κοπάδι τελευταίος πήγαινε ο κριός μπροστάρης
προς το πέρασμα, βαρύς απ’ το μαλλί του κι από μένα,
που ’χε συλλάβει ο νους μου τέτοια τέχνη.
495 Σ’ αυτόν τα χέρια του ακουμπώντας, έτσι του μίλησε ο δυνατός
Πολύφημος:
«Κριάρι μου καλό, πώς και γιατί απ’ όλο το κοπάδι τελευταίο
βγαίνεις κι αφήνεις τη σπηλιά; Δεν το συνήθιζες πιο πριν
ν’ ακολουθείς και να ξεμένεις πίσω· το πρώτο πρώτο ήσουν
από τα γιδοπρόβατά μου που πιλαλώντας έτρεχες να βοσκήσεις [...]·
501 και πάλι πρώτο γύρευες να γυρίσεις στο μαντρί, / σαν έπεφτε το
βράδυ. [...]
503 Μάλλον θ’ αποζητάς του αφεντικού το μάτι, που του το τύφλωσε
ο κακός εχθρός κι οι άθλιοι σύντροφοί του, αφού του σκότισε
505 τον νου με το κρασί, αυτός ο Ούτις –
όχι, μα την αλήθεια, δεν ξέφυγε τον όλεθρό του ακόμη. [...]»
512 Έτσι μιλώντας στο κριάρι του, τ’ άφησε να τον προσπεράσει.
Ερωτήσεις κατανόησης Ερωτήσεις κατανόησης Σταυρόλεξο Σταυρόλεξο
Σαρκοφάγος με παράσταση της εξόδου του Oδυσσέα και των συντρόφων του από τη σπηλιά του Πολύφημου
(Παλαίπαφος, Mουσείο Kουκλιών). P. Flourenzos, The Sarcophagus of Palaipafos, Nicosia 2007.
α. Μια φορά ένας μυλωνάς είχε θράκα φτιαγμένη στο μύλο του και έψηνε μια σούβλα κρέας. Εκεί που γύριζε τη σούβλα του βλέπει στην άλλη μεριά έναν Καλικάντζαρο και γύριζε μια σούβλα βατράχους. Δεν του μίλησε καθόλου. Ύστερα τον ρωτάει ο Καλικάντζαρος πώς τον λένε.
– «Απατός» τού λέει ο μυλωνάς, με λένε. Εκεί που γύριζε τη σούβλα, ο Καλικάντζαρος βάνει τη σούβλα με τους βατράχους απάνω στο κρέας. Πατ! Δεν αργεί ο μυλωνάς και του φέρνει μια με το δαυλί, και καθώς ήταν γυμνός, τον έκαψε. Φωνές, κακό ο Καλικάντζαρος. – Βοηθάτε, αδέρφια, τι μ’ έκαψαν! - Ρε, ποιος σ’ έκαψε, του λένε οι άλλοι Καλικαντζαραίοι απόξω. – Απατός, τους λέει εκείνος απομέσα. – Αμ σαν κάηκες απατός σου, τι σκούζεις έτσι; Κι έτσι την έπαθε ο καλός σου ο Καλικάντζαρος.
(Παραμύθι από την Κυνουρία, Ν.Γ. Πολίτης, Παραδόσεις, αρ. 626)
β. Ένας παπάς με το καλογεροπαίδι του χάθηκαν μια μέρα μέσα στο δάσος, και όταν έπεσε η νύχτα, είδαν από μακριά φωτιά, και όταν πλησίασαν, βρέθηκαν μπροστά στη σπηλιά ενός μονομάτη γίγαντα. Εκείνος τούς ανοίγει την πλάκα που έκλεινε τη σπηλιά και ήταν τόσο βαριά, που μήτε εκατό άντρες μπορούσαν να τη μετασαλέψουν, και τους αφήνει να μπουν και να καθίσουν κοντά στη φωτιά, για να ζεσταθούν. Έπειτα, τους ψαχουλεύει στο σβέρκο και βρίσκοντας τον παπά πιο παχύ, τον σουβλίζει, τον ψήνει και τον τρώει. Όταν ύστερα χορτάτος πλαγιάζει κοντά στο τζάκι, βλέπει το παιδί να παίρνει ένα παλούκι και με το μαχαίρι του να μυτερώνει τη μια του άκρη. Όταν το ρωτάει τι κάνει, εκείνο αποκρίνεται πως του άρεσε, για να περνάει την ώρα του, όταν έβοσκε το κοπάδι του, να πελεκάει και να σκαλίζει το ξύλο. Μόλις ο γίγαντας αποκοιμιέται, το καλογεροπαίδι τού μπήζει το παλούκι στο μάτι και τον τυφλώνει, έπειτα χώνεται στο τομάρι ενός σφαγμένου κριαριού και καταφέρνει να το σκάσει από τη σπηλιά ανάμεσα στο άλλο κοπάδι.
(Παραμύθι από τη Σερβία - Από το βιβλίο της Ε. Κακριδή, Η διδασκαλία των ομηρικών επών.
ΟΕΛΒ, Αθήνα 1988, σσ. 281–282)
→ Aναζητήστε κοινά σημεία στο παραμύθι του Kύκλωπα και στα πιο πάνω νεότερα παραμύθια.