ΚΥΡΙΑ ΘΕΜΑΤΑ:
● Yποδοχή του Tηλέμαχου από τον Eύμαιο
● Συνάντηση του γιου με τον αγνώριστο ακόμη πατέρα του
Η Οδύσσεια διαρκεί 41 ημέρες. Στην ενότητα διανύουμε την 38η ημέρα:
Οι δυο τους πάλι, ο Οδυσσέας και πλάι ο θείος χοιροβοσκός,
ανάβοντας χαράματα φωτιά, ετοίμαζαν το πρωινό τους [...].
5 Ωστόσο οι σκύλοι, που γαβγίζουνε τους ξένους, μόλις τον είδαν
τον Τηλέμαχο να πλησιάζει, έτρεξαν γύρω του κουνώντας την ουρά τους –
δεν τον εγάβγισαν. Το πήρε ο θείος Οδυσσέας είδηση
που τα σκυλιά τον χάιδευαν με την ουρά τους, κι ήλθε στα αυτιά του
9 χτύπος από βήματα. Αμέσως γύρισε στον Εύμαιο μιλώντας [...]
[Και ανήγγειλε την άφιξη κάποιου γνωστού, αφού «δεν αλυχτούν οι σκύλοι».]
15 Δεν πρόλαβε να πει τον λόγο του, κι ο αγαπημένος γιος του
πρόβαλε στη θύρα. Τα ’χασε ο χοιροβοσκός,
κι όπως πετάχτηκε όρθιος, του πέφτουν οι κούπες απ’ το χέρι,
που τις ετοίμαζε να συγκεράσει κρασί σπινθηροβόλο.
Τρέχοντας, με τον κύρη του αντικρίστηκε και βουρκωμένος τον ασπάστηκε
20 στην κεφαλή, στα δυο ωραία του μάτια, στα δυο του χέρια.
Με πόση αγάπη ένας πατέρας υποδέχεται τον γιο του,
που γύρισε επιτέλους από χώρα μακρινή πάνω στα δέκα χρόνια,
μοναχογιός μονάκριβος, μεγαλωμένος με βάσανα και κόπο·
έτσι και τον θεόμορφο Τηλέμαχο τον έσφιξε στην αγκαλιά του
25 ο θείος χοιροβοσκός
και τον εγέμισε φιλήματα,
σάμπως να γλίτωσε από θάνατο.
Ολοφυρόμενος τον προσφωνούσε και σαν πουλιά τα λόγια του πετούσαν:
«Ήλθες, γλυκό μου φως! Κι εγώ δεν έλεγα πως θα σε ξαναδούν τα μάτια μου,
αφότου εμίσεψες με το καράβι σου στην Πύλο.
30 Μα τώρα εμπρός, κόπιασε μέσα, παιδί μου αγαπημένο, να σε χαρεί η ψυχή μου
βλέποντας πως είσαι πάλι εδώ,
φτασμένος απ’ τα ξένα. [...]»
37 Κι ο συνετός Τηλέμαχος ανταποκρίθηκε:
«Μεγάλη μου χαρά, καλέ μου γέροντα· για τη δική σου εξάλλου χάρη
βρίσκομαι εδώ, για να σε δουν τα μάτια μου, τον λόγο σου
40 ν’ ακούσω, ανίσως είναι ακόμη στο παλάτι η μάνα μου [...].»
44 Πήρε ξανά τον λόγο ο Εύμαιος, της συντροφιάς του ο πρώτος:
45 «Μένει και παραμένει στο παλάτι, καρτερικά υπομένοντας·
φεύγουν οι μέρες της κι οι νύχτες όλες,
χάνονται μες στη συμφορά, κι αυτή μουσκεύει με τα δάκρυά της.»
Είπε, και πήρε από το χέρι του το χάλκινό του δόρυ.
Εκείνος μέσα πέρασε πατώντας το λίθινο κατώφλι,
50 προχώρησε κι ο Οδυσσέας υποχώρησε, πήγε ο πατέρας του να σηκωθεί,
αλλά από μέρους του ο Τηλέμαχος τον εμποδίζει λέγοντας:
«Κάθισε, ξένε μου· θα βρούμε εμείς αλλού τη θέση μας
σ’ αυτή τη στάνη· δική μας είναι [...].»
55 Έτσι του μίλησε, κι αυτός μετακινήθηκε και ξανακάθισε·
τότε ο χοιροβοσκός έστρωσε κάτω χλοερά κλαδιά κι απάνω τους
προβιά, όπου κι ακούμπησε ο αγαπημένος γιος του Οδυσσέα.
Ευθύς τους έφερε μπροστά τους πινάκια
με κρέατα ψημένα, όσα περίσσεψαν από το χθεσινό τους δείπνο.
60 Κι ακόμη με σπουδή γέμισε τα πανέρια τους ψωμί και συγκερνούσε
στη γαβάθα το γλυκόπιοτο κρασί –
πήγε μετά κι αντίκρυ κάθισε στον θείο Οδυσσέα.
Εκείνοι τότε απλώνουν στο έτοιμο φαγητό τα χέρια τους,
κι όταν εκόρεσαν τον πόθο τους για το φαΐ και το πιοτό,
65 γύρισε ο Τηλέμαχος στον θεϊκό χοιροβοσκό και τον προσφώνησε:
«Πες μου, παππούλη, από πού μας
ήλθε ο ξένος; πώς έτσι και τον έφεραν
προς την Ιθάκη οι ναυτικοί; για ποια γενιά τους καμαρώνουν;
Γιατί φαντάζομαι δεν έφτασε πεζός αυτός στα μέρη μας.»
Και τότε, Εύμαιε χοιροβοσκέ,
πήρες τον λόγο κι αποκρίθηκες:
70 «Και βέβαια θα σου πω, παιδί μου, όλη την αλήθεια.
Για τη γενιά του από τη μεγάλη Κρήτη καμαρώνει·
λέει πως περιπλανώμενος γνώρισε παραδέρνοντας
πολλών ανθρώπων πολιτείες, γιατί ένας δαίμονας του όρισε τη μοίρα αυτή·
πως τώρα ξέφυγε από καράβι Θεσπρωτών – έτσι πως έφτασε
75 στη στάνη μου. Εγώ σ’ τον παραδίδω, και κάμε τον εσύ ό,τι θελήσεις [...].»
77 Ο συνετός Τηλέμαχος αντιμιλώντας είπε:
«Εύμαιε, δάγκωσε αλήθεια την ψυχή μου ο λόγος σου·
γιατί πώς θα μπορούσα εγώ τον ξένο να δεξιωθώ στο σπίτι μου;
80 Είμαι ακόμη νέος πολύ, δεν εμπιστεύομαι τα χέρια μου,
για ν’ αποκρούσω κάποιον, αν πρώτος αγριέψει. [...]
87 Τον ξένο ωστόσο που έφτασε στο υποστατικό σου εδώ
υπόσχομαι πως θα τον ντύσω με χλαίνη και χιτώνα, ωραία ρούχα,
πως θα του δώσω ξίφος δίκοπο και πέδιλα στα πόδια του –
90 μετά θα τον ξεπροβοδίσω όπου η ψυχή κι η όρεξή του θέλουν.
Αν πάλι προτιμάς, λέω να τον κρατήσεις στο καλύβι σου
κι εσύ να τον φροντίζεις· εγώ θα στείλω ρούχα εδώ
και το απαραίτητο ψωμί για την τροφή του, να μη σου γίνει βάρος [...].
95 Όμως εκεί, με τους μνηστήρες, δεν θα τον άφηνα εγώ
να ’ρθει. Είναι το θράσος τους μεγάλο και ξεδιάντροπο,
μην τον χλευάσουν, οπότε η λύπη μου θα γίνει ασήκωτη. [...]»
100 Πήρε τον λόγο τώρα και του μίλησε βασανισμένος ο Οδυσσέας και θείος:
«Φίλε, θαρρώ πως επιτρέπεται να πω κι εγώ τον λόγο μου.
Σ’ ακούω αλήθεια κι η καρδιά μου γίνεται κομμάτια,
με τις ξεδιαντροπιές που λέτε των μνηστήρων, όσα μες στο παλάτι
μηχανεύονται και δεν σε λογαριάζουν, ας είσαι αυτός που είσαι.
105 Πες μου, [...] μήπως από φωνή θεού
σ’ εχθρεύεται ο λαός; ή πικραμένος κατηγορείς
τ’ αδέλφια σου; Κι όμως σ’ αυτά στηρίζεται
όποιος συναγωνίζεται μαζί τους, αν έχει σηκωθεί φιλονικία μεγάλη.
Νέος ας ήμουνα κι εγώ, αν είχα το κουράγιο σου,
110 να ’μουνα ο γιος του άψογου Οδυσσέα· [...]
112 τότε επιτόπου να μου κόψει το κεφάλι ο κάθε ξένος,
αν δεν γινόμουνα σ’ όλους αυτούς η συμφορά τους [...].
115 Αν πάλι, έναν εμένα, οι πολλοί με δάμαζαν,
καλύτερα μες στο παλάτι μου νεκρός να πέσω χτυπημένος,
παρά να βλέπουν συνεχώς τα μάτια μου τα ανόσια έργα τους· [...].»
122 Ανταποκρίθηκε στα λόγια του ο φρόνιμος Τηλέμαχος:
«Ξένε, ξεκάθαρα, χωρίς περιστροφές θα σου μιλήσω.
Μήτε ο λαός μ’ εχθρεύεται κι είναι βαρύς μαζί μου,
125 μήτε τ’ αδέλφια μου κατηγορώ, που όποιος συναγωνίζεται μαζί τους,
βρίσκει σ’ αυτά πράγματι στήριγμα, αν σηκωθεί φιλονικία μεγάλη.
Γιατί ο Κρονίδης τη γενιά μας μονόκληρη την έκαμε·
μοναχογιό τον γέννησε ο Αρκείσιος τον Λαέρτη,
μοναχογιό ο Λαέρτης τον πατέρα μου Οδυσσέα·
130 κι ο Οδυσσέας πάλι μόνο εμένα έσπειρε και μ’ άφησε
σε τούτο το παλάτι, αλλά δεν πρόλαβε το όφελος να δει.
Και να στο σπίτι τώρα χιλιάδες οι κακόβουλοι ξεφύτρωσαν· [...]
136 τόσοι της μάνας μου οι μνηστήρες, τόσοι λυμαίνονται το βιος μου.
Κι εκείνη μήτε αρνείται τον μισητό της γάμο μήτε μπορεί
να βάλει τέλος στην υπόθεση· στο μεταξύ τρων κι αφανίζουν
οι μνηστήρες τ’ αγαθά μου· ακόμη λίγο, θα με φαν κι εμένα ολόκληρο –
140 όμως αυτά το ξέρω πως είναι στο χέρι των θεών.
Και τώρα, γέροντά μου, όσο μπορείς πιο γρήγορα, πήγαινε
στη συλλογισμένη Πηνελόπη, το νέο να πεις πως είμαι σώος,
πως έφτασα καλά από την Πύλο. Εγώ προς το παρόν θα μείνω εδώ.
Εσύ γύρισε πάλι πίσω, αφού μόνο σ’ εκείνην / αναγγείλεις το μήνυμά μου·
144-5 από τους Αχαιούς άλλος κανείς μην πάρει είδηση,
αφού πολλοί θέλουν και μελετούνε το κακό μου.» [...]
170 Μιλώντας έτσι, τον ξεσήκωσε· έπιασε αμέσως τα σαντάλια του στο χέρι
171-2 και τα ’δεσε ο χοιροβοσκός στα πόδια του – / ύστερα κίνησε να πάει στην πόλη.
Ερωτήσεις κατανόησης Ερωτήσεις κατανόησης
Απόσπασμα δημοτικού τραγουδιού
Καλύτερα να σκοτωθώ, καλλιά ’χω να ποθάνω,
παρά να έχω την ντροπή στον κόσμο τον απάνω.
(Aπό το βιβλίο του Aναστασιάδη, ό.π., σ. 155)
→ Πώς αντιμετωπίζουν την προσβολή ο ήρωας του πιο πάνω δημοτικού τραγουδιού και ο Oδυσσέας; (στ. 115-117)