ΚΥΡΙΑ ΘΕΜΑΤΑ:
● Aναγνώριση του Oδυσσέα από τον Tηλέμαχο
● Kατάστρωση σχεδίου αντιμετώπισης των μνηστήρων
Η Οδύσσεια διαρκεί 41 ημέρες. Στην ενότητα διανύουμε την 38η ημέρα:
[Όταν έφυγε ο Εύμαιος, η Αθηνά κάλεσε τον Οδυσσέα έξω από το καλύβι, και του είπε:]
185 «Λαερτιάδη διογέννητε, ω πολυμήχανε Οδυσσέα,
έφτασε η ώρα, ομολογήσου τώρα στο παιδί σου, μην του κρύβεσαι·
οι δυο να συνταιριάξετε τον φόνο των μνηστήρων και τον χαλασμό τους,
κι ύστερα κατεβαίνετε στη δοξασμένη πόλη. Αλλά κι εγώ
δεν πρόκειται να σας αφήσω για πολύ – φλέγομαι αλήθεια
190 να μπω σ’ αυτή τη μάχη.»
Είπε, και τον ακούμπησε τον Οδυσσέα η Αθηνά με το χρυσό ραβδί της.
Του φόρεσε γύρω στο στήθος πουκαμίσα καθαρή
και πανωφόρι. Και ξαφνικά ξανάνιωσε, έδειξε πιο ψηλός·
το δέρμα του έγινε πάλι μελαχρινό, τα μάγουλά του τσίτωσαν,
195 και μαύρισε το γένι γύρω στο πιγούνι.
Το έργο της τελειώνοντας, απομακρύνθηκε η θεά· ο Οδυσσέας όμως
προχωρούσε τώρα στην καλύβα. Τον είδε ο γιος του κι έμεινε
έκθαμβος, γύρισε αλλού το βλέμμα του με δέος,
μήπως του φανερώθηκε κάποιος θεός.
200 Κι όπως του μίλησε, πέταξαν σαν πουλιά τα λόγια του:
«Αλλιώτικος φαντάζεις τώρα, ξένε, παρ’ ό,τι πριν·
άλλα τα ρούχα σου, άλλαξε και το δέρμα σου.
Ανίσως είσαι ένας θεός απ’ όσους τον απέραντο ουρανό κρατούν,
σπλαχνίσου μας, κι εμείς θα σου προσφέρουμε
205-6 θυσία ευχάριστη, δώρα από δουλεμένο μάλαμα. / Μόνο ελέησέ μας.»
Πήρε τον λόγο τότε κι αποκρίθηκε βασανισμένος ο Οδυσσέας και θείος:
«Όχι, θεός δεν είμαι, πώς με φαντάστηκες αθάνατο;
Είμαι ο πατέρας ο δικός σου· που εσύ για χάρη του στενάζεις
210-11 και πολλά υποφέρεις, σηκώνοντας τα βάρη από βίαιες πράξεις / άλλων ανδρών.»
Μιλώντας, φίλησε τον γιο του κι άφησε να κυλήσουνε από τις παρειές
στο χώμα δάκρυα, που πριν με τόση επιμονή τα συγκρατούσε.
Αλλά ο Τηλέμαχος δεν ήθελε να το πιστέψει πως έβλεπε μπροστά του
215 τον πατέρα του, γι’ αυτό πήρε ξανά τον λόγο και του μίλησε:
«Όχι, δεν είσαι ο Οδυσσέας εσύ, δεν είσαι εσύ ο πατέρας μου·
217-18 ένας θεός θα με μαγεύει, για να στενάζω και να οδύρομαι / ακόμη πιο πολύ.
Γιατί δεν θα μπορούσε κανείς θνητός, με το δικό του το μυαλό,
220 να φανταστεί το έργο αυτό·
εκτός κι αν τον συνέτρεχε
221-2 κάποιος θεός που εύκολα, αν θέλει, κάνει τον γέρο νέο / και τον νέο γέρο.
Εσύ πρωτύτερα ήσουν γέρος, ντυμένος με άσχημα κουρέλια,
και τώρα μοιάζεις στους θεούς που τον απέραντο ουρανό κρατούν.»
225 Του αντιμίλησε έπειτα ο Οδυσσέας πολυμήχανος :
«Τηλέμαχε, όχι, δεν σου πρέπει με τον πατέρα σου στο πλάι,
να αποθαυμάζεσαι τόσο πολύ και να αμφιβάλλεις.
Δεν πρόκειται άλλος Οδυσσέας να φτάσει εδώ·
είναι μπροστά σου κι είμαι εγώ· που πάτησα τα πατρικά μου χώματα
230-1 μετά από πάθη φοβερά κι από μεγάλη περιπλάνηση – / είκοσι χρόνια πάνε τώρα.
Το έργο αυτό που βλέπεις και θαυμάζεις, είναι της Αθηνάς που της αρμόζει
του πολέμου η λεία· εκείνη μ’ έκανε όπως θέλει και μπορεί,
τη μια να μοιάζω με φτωχό ζητιάνο,
235 την άλλη νέος που φορεί στο σώμα του ωραία ρούχα. [...]»
239 Μιλώντας, υποχώρησε και κάθισε, αλλά ο Τηλέμαχος
240 χύθηκε πάνω του οδυρόμενος, και βουρκωμένος τώρα τον αγκάλιασε.
Τότε τους συνεπήρε
και τους δυο του θρήνου ο ίμερος·
σπαραχτικά θρηνούσαν, πιο δυνατά κι από πουλιά,
σαν αετοί, γύπες γαμψώνυχοι, που τα μικρά τους
κυνηγοί τούς άρπαξαν, προτού ξεπεταρίσουν·
245 τόσο πικρό και το δικό τους δάκρυ από τα βλέφαρά τους κύλησε.
Και θα μπορούσε ο οδυρμός τους να κρατήσει ώσπου να δύσει ο ήλιος,
αν ο Τηλέμαχος δεν προσφωνούσε τον πατέρα του:
«Με ποιο καράβι, αγαπημένε μου πατέρα, ποιοι ναυτικοί
σ’ έφεραν στην Ιθάκη; για ποια γενιά καμάρωναν;
250 Φαντάζομαι δεν έφτασες στα μέρη μας πεζός.»
«Παιδί μου, την αλήθεια θέλω να σου πω·
οι Φαίακες, θαλασσινοί διάσημοι, μ’ οδήγησαν – ξεπροβοδούν αυτοί
κι άλλους πολλούς, όποιον πατήσει στο νησί τους. [...]
259 Κι έφτασα εδώ με σύσταση της Αθηνάς,
260 να αποφασίσουμε μαζί τον φόνο των εχθρών μας.
Έλα λοιπόν, λογάριασε και μέτρησέ μου τους μνηστήρες [...].»
[Ο Τηλέμαχος τους απαριθμεί και αποφασίζουν τρόπο αντιμετώπισής τους.]
298 «[...] / Μα τώρα εσύ, μόλις φανεί στον ουρανό η Αυγή, πήγαινε
σπίτι, ανακατέψου πάλι με τους περήφανους μνηστήρες –
300 εμένα θα με κατεβάσει αργότερα στην πόλη ο χοιροβοσκός,
με τη μορφή ενός γέρου, κουρελή ζητιάνου.
Κι αν μέσα στο ίδιο μου το σπίτι εκείνοι με καταφρονήσουν,
να μείνει ψύχραιμη η καρδιά σου, βλέποντας
το κακό που πάσχω· ακόμη κι αν στο πάτωμα με σύρουν απ’ τα πόδια
305 να με πετάξουν έξω, ή ρίξουν τις βολές τους πάνω μου, βλέπε
και κάνε εσύ υπομονή. Μόνο με λόγια μαλακά τους λες
τις αφροσύνες τους να σταματήσουν. Αυτοί, είναι σίγουρο,
δεν θα σ’ ακούσουν· γιατί τους μέλλεται η μοιραία μέρα.
Αλλά και κάτι άλλο έχω να σου πω, να το φυλάξει ο νους σου:
310 μόλις φωτίσει το μυαλό μου πολύβουλη η Αθηνά,
εγώ κουνώντας το κεφάλι θα σου κάνω νεύμα, πιάνεις εσύ τότε
το νόημα, κι αμέσως σηκώνεις τα όπλα του πολέμου
που παραμένουν στη μεγάλη αίθουσα
– να τα
μαζέψεις όλα
στη γωνιά της πάνω κάμαρης. [...]
324 Μόνο για μας τους δυο άφησε μέσα δυο σπαθιά, δυο δόρατα,
325 και δυο σκουτάρια από βοδίσιο δέρμα· πρόχειρα να ’ναι,
όταν διαλέξουμε την ώρα να εφορμήσουμε. Μετά η Παλλάδα Αθηνά
θα τους μαγέψει αυτούς, αλλά κι ο Δίας βαθυστόχαστος.
Και κάτι ακόμα θα σου πω, να το θυμάσαι·
αν είσαι γιος μου κι αίμα μου, κανείς μην πάρει είδηση
330 πως ο Οδυσσέας βρίσκεται στο σπίτι. Μήτε ο Λαέρτης να το μάθει
μήτε ο χοιροβοσκός μήτε άλλος άνθρωπος δικός μας –
ούτε κι η ίδια η Πηνελόπη.
Μόνο εσύ κι εγώ, μαζί να δούμε των γυναικών το φρόνημα
και λέω να δοκιμάσουμε τους άλλους δούλους· αν κάποιος μας τιμά
335 και μας φοβάται, και ποιος καθόλου δεν μας λογαριάζει
κι εσένα σε ατιμάζει, κι ας είσαι αυτός που είσαι.»
Ερωτήσεις κατανόησης Ερωτήσεις κατανόησης
Αναγνώριση του Ορέστη από την αδελφή του, την Ηλέκτρα
[Η Ηλέκτρα ζούσε δυστυχισμένη στα ανάκτορα των Μυκηνών, όπου βασίλευε ο Αίγισθος και η Κλυταιμνήστρα (μετά τη δολοφονία του Αγαμέμνονα), και περίμενε εκδικητή τον Ορέστη, που μικρόν τον είχε φυγαδεύσει στη Φωκίδα. Στο ακόλουθο απόσπασμα ο Ορέστης, που έχει επιστρέψει, συναντά την αδελφή του.]
Ηλ. Ξέρεις ποιον καλούσα στις ευχές μου;
Ορ. Ξέρω. Τον Ορέστη λαχταρούσες· λιώνοντας.
Ηλ. Και που τον λαχταρούσα μήπως εισακούστηκα;
Ορ. Εγώ είμαι. Μην ψάχνεις άλλον από μένα.
Ηλ. Ξένε, γιατί; Κακό μού πλέκεις δόλο;
Ορ. Ο ίδιος τότε· εναντίον μου.
Ηλ. Περιπαίζεις τα δεινά μου.
Ορ. Και τα δικά μου τότε.
Ηλ. Ορέστη να σε πω; Είσαι ο Ορέστης;
Ορ. Τον Ορέστη βλέπεις. Το απίστευτο.
[Ο Ορέστης παρουσιάζει σημάδια που πείθουν την αδελφή του
και συνεχίζει:]
Κράτα την· κράτα την τη χαρά σου μην ξεσπάσει.
Μας μισούν οι πιο δικοί μας.
Ηλ. Αχ λαχτάρα γλυκιά του πατρικού μου. Μόνη!
Δάκρυα και ελπίδα μου
Της γενιάς μας σωτήρα
Τα χέρια σου τα δυνατά θα το ξαναπάρουν
το πατρικό μας.
Των ματιών μου χαρά είσαι· τετράδιπλη.
Πατέρα μου σε λέω
Μάνα μου είσαι. [...] Εκείνην τη μισώ.
Και της σφαγμένης αδερφής μας [= της Ιφιγένειας]
είσαι ο πιστός ο αδερφός. Ο εκδικητής.
Να μας συντρέξει μόνο η Ισχύς και η Δίκη
και πάνω απ’ όλους ο Δίας ο μέγιστος.
(Αισχύλος, Χοηφόροι, στ. 216–245, μτφρ. Κ. Τοπούζης, εκδ. Επικαιρότητα, Αθήνα 1991)