ΚΥΡΙΑ ΘΕΜΑΤΑ:
● O Tηλέμαχος στο παλάτι: ενημερώνει τη μητέρα του και φροντίζει διακριτικά τον «ξένο»
● O Άργος αναγνωρίζει τον Oδυσσέα και σε λίγο πεθαίνει
● H πρώτη μέρα του Oδυσσέα-ζητιάνου στο σπίτι του
● Εμφάνιση της Πηνελόπης στους μνηστήρες
Η Οδύσσεια διαρκεί 41 ημέρες. Στην ενότητα διανύουμε την 39η ημέρα:
Α.1 Περιληπτική αναδιήγηση της ραψωδίας ρ και ανάλυση των στ. 331-376:
Τηλεμάχου καὶ Ὀδυσσέως ἐπάνοδος εἰς Ἰθάκην
Το πρωί (39η μέρα της Οδύσσειας), ο Τηλέμαχος πήγε στο παλάτι με τον μάντη Θεοκλύμενο. Εξιστόρησε στη μητέρα του τα σχετικά με το ταξίδι, από τα οποία ενδιαφέρον για την Πηνελόπη είχε η πληροφορία ότι ο Οδυσσέας βρίσκεται αποκλεισμένος στο νησί της Καλυψώς. Πήρε όμως τον λόγο ο μάντης και τη βεβαίωσε ότι ο άντρας της βρίσκεται κάπου στην Ιθάκη και σχεδιάζει την εξόντωση των μνηστήρων.
Στο μεταξύ, ξεκίνησαν για την πόλη κι ο Εύμαιος με τον «ζητιάνο». Στον δρόμο συνάντησαν τον γιδοβοσκό Μελάνθιο, που τους έβρισε και κλότσησε τον «ξένο». Πλησιάζοντας στο παλάτι, άκουσαν τον ήχο της κιθάρας του Φήμιου και σταμάτησαν· συγκινημένος ο Οδυσσέας έσφιξε το χέρι του βοσκού, εξέφρασε τον θαυμασμό του για τα ανάκτορα και δάκρυσε μόλις αντίκρισε ανήμπορο πάνω στην κοπριά το πιστό σκυλί.
331 Κι ενώ εκείνοι συναλλάσσοντας τα λόγια τους μιλούσαν,
ένα σκυλί που ζάρωνε, σήκωσε ξαφνικά τ’ αυτιά και το κεφάλι του –
ο Άργος του
καρτερικού Οδυσσέα! Τον είχε ο ίδιος
μεγαλώσει, όμως δεν πρόλαβε να τον χαρεί· πρωτύτερα
335 αναχώρησε να πάει στην άγια Τροία.
Τα πρώτα χρόνια οι νιούτσικοι τον έβγαζαν κυνήγι,
και κυνηγούσε αγριοκάτσικα, ζαρκάδια και λαγούς.
Μετά τον παραμέλησαν, αφότου ο κύρης του ταξίδεψε μακριά,
και σέρνονταν στην κοπριά, χυμένη σε σωρούς από τις μούλες
340 και τα βόδια στην αυλόθυρα μπροστά, απ’ όπου
του Οδυσσέα οι δούλοι σήκωναν κάθε τόσο να κοπρίσουν
το μέγα τέμενός του.
Εκεί τώρα σερνόταν το σκυλί, μ’ αμέτρητα τσιμπούρια ο Άργος.
Κι όμως, αναγνωρίζοντας τον Οδυσσέα στο πλάι του,
345 σάλεψε την ουρά του και κατέβασε πάλι τ’ αυτιά του,
όμως τη δύναμη δεν βρήκε να φτάσει πιο κοντά στον κύρη του.
Τον είδε εκείνος, και γυρίζοντας αλλού το βλέμμα του,
σκούπισε ένα δάκρυ – από τον Εύμαιο κρυφά,
για να τον ξεγελάσει. Ύστερα μίλησε ρωτώντας:
350 «Εύμαιε, τι παράξενο· τέτοιο σκυλί μες στις κοπριές να σέρνεται,
φαίνεται η καλή του ράτσα. Δεν ξέρω ωστόσο και γι’ αυτό
ρωτώ· εξόν από την ομορφιά, ήταν και γρήγορο στο τρέξιμο;
ή μήπως έτσι, σαν τους άλλους σκύλους που τριγυρίζουν
στα τραπέζια των αντρών, και τους κρατούν οι άρχοντες
355 μόνο για το καμάρι τους;»
Και τότε, Εύμαιε χοιροβοσκέ, πήρες ξανά τον λόγο κι αποκρίθηκες:
«Ω ναι, ετούτο το σκυλί σ’ αυτόν ανήκει που αφανίστηκε
πέρα στα ξένα. Αν είχε ακόμη το σκαρί, αν είχε και την αντοχή,
όπως ο Οδυσσέας το άφησε, μισεύοντας στην Τροία,
360 βλέποντας θα το θαύμαζες και για τη γρηγοράδα
και για την αλκή του· που, κυνηγώντας, δεν του ξέφευγε
κανένα αγρίμι, βαθιά χωμένο στο δάσος το βαθύ –
ξεχώριζε πατώντας πάνω στα πατήματά του.
Τώρα το πλάκωσε η μιζέρια, αφότου χάθηκε το αφεντικό του
365 μακριά από την πατρίδα του, κι αδιάφορες οι δούλες
αφρόντιστο το αφήνουν.
Ξέρεις, οι δούλοι, σαν τους λείψει το κουμάντο των αρχόντων,
δεν θέλουν πια να κάνουν τη στρωτή δουλειά τους.
Γιατί κι ο Δίας, που το μάτι του βλέπει παντού, κόβει του ανθρώπου
370 τη μισή αρετή, απ’ τη στιγμή που θα τον βρει
η μέρα της σκλαβιάς.»
Μιλώντας πια, προχώρησε στα ωραία δώματα,
και πέρασε στην αίθουσα με τους περήφανους μνηστήρες.
Κι αυτοστιγμεί τον Άργο σκέπασε η μαύρη μοίρα του θανάτου,
375 αφού τα μάτια του είδαν ξανά, είκοσι χρόνια περασμένα, τον Οδυσσέα
Ο «ζητιάνος» ακολούθησε τον Εύμαιο, κάθισε στο κατώφλι και δέχτηκε ελεημοσύνη από τον Τηλέμαχο, ενώ η Αθηνά τον παρακίνησε να ζητιανέψει από όλους, για να δει «ποιοι το μέτρο σέβονται και ποιοι το δίκαιο καταργούν». Όλοι κάτι του έδιναν εκτός από τον Αντίνοο που, όταν άκουσε από τον Μελάνθιο ότι τον «ζητιάνο» τον έφερε στο παλάτι ο Εύμαιος, επέπληξε τον χοιροβοσκό («γιατί μας τον κουβάλησες αυτόν εδώ στην πόλη;») και πρόσβαλε βάναυσα τον «ξένο»· εκείνος προσπάθησε μάταια να προκαλέσει τον οίκτο του, όταν δε τόλμησε να σχολιάσει τη συμπεριφορά του («δεν φαίνεται στα κάλλη σου να ταίριαξε και το μυαλό σου»), ο Αντίνοος έριξε καταπάνω του ένα σκαμνί. Ο Οδυσσέας έμεινε ασάλευτος· κούνησε μόνο το κεφάλι σκεπτόμενος την εκδίκηση. Οι άλλοι μνηστήρες προσπάθησαν να συνετίσουν τον Αντίνοο με το επιχείρημα ότι μπορεί ο «ζητιάνος» να κρύβει έναν θεό, αλλά μάταια. Ο Τηλέμαχος οργίστηκε με το χτύπημα, αλλά δεν εκδηλώθηκε.
Η Πηνελόπη, μόλις πληροφορήθηκε το χτύπημα του «ζητιάνου», καταράστηκε τον Αντίνοο, και ζήτησε από τον Εύμαιο να της φέρει τον «ξένο», για να του ζητήσει πληροφορίες για τον άντρα της. Ο Οδυσσέας όμως πρότεινε να αναβληθεί η συνάντηση, ώσπου να δύσει ο ήλιος και να αδειάσει ο χώρος από τους επικίνδυνους μνηστήρες. Η βασίλισσα βρήκε λογική την πρόταση του – και ο Εύμαιος έφυγε για το χοιροστάσιο.
Η ύβρη των μνηστήρων [πηγή: ομηρικά Έπη: Οδύσσεια Α΄ Γυμνασίου, Βιβλίο Εκπαιδευτικού]
Η συμπεριφορά των δούλων Μελάνθιου και Μελανθώς [πηγή: Ομηρικά Έπη: Οδύσσεια Β΄ Γυμνασίου, Βιβλίο Εκπαιδευτικού]
Α2. Περιληπτική αναδιήγηση της ραψωδίας σ:
Ὀδυσσέως καί Ἲρου πυγμή (Πυγμαχία Οδυσσέα–Ίρου)
Το βραδάκι, έφτασε στο παλάτι ο γνωστός στην Ιθάκη ζητιάνος Ίρος, που ενοχλήθηκε από την παρουσία του άλλου «ζητιάνου» και επιχείρησε να τον διώξει. Ο Οδυσσέας όμως διεκδίκησε τη θέση του κι εκείνος τον προκάλεσε να παλέψουν. Ο Αντίνοος θεώρησε την πάλη τους ευκαιρία για διασκέδαση, όρισε μάλιστα και έπαθλο για τον νικητή μια ψημένη γιδοκοιλιά και το αποκλειστικό δικαίωμα της ζητιανιάς στο παλάτι. Μαζεύτηκαν λοιπόν όλοι γύρω τους και παρακολουθούσαν το θέαμα.
Ο Οδυσσέας κέρδισε τον αγώνα με το πρώτο χτύπημα και δέχτηκε τα δώρα των μνηστήρων και την ευχή να του δώσει ο Δίας «ό,τι καλύτερο ποθεί». Ο Αμφίνομος μάλιστα τον περιποιήθηκε ιδιαίτερα, κι ο «ζητιάνος» τον συμπάθησε και προσπάθησε να τον πείσει να γυρίσει σπίτι του, γιατί ο Οδυσσέας δεν θα αργήσει να νοστήσει, εκείνος όμως βημάτισε μελαγχολικός στην αίθουσα και επέστρεψε στη θέση του.
Στο μεταξύ, η Αθηνά φρόντισε για τον καλλωπισμό της Πηνελόπης στον ύπνο της και την υποκίνησε να παρουσιαστεί στους μνηστήρες, που μόλις την είδαν τους συνεπήρε ο πόθος να την παντρευτούν, εκείνη όμως στράφηκε στον γιο της και τον μάλωσε που επέτρεψε να συρθεί ο «ξένος» «σε πάλη αισχρή».
Ενώ ο Τηλέμαχος δικαιολογούνταν, πήρε τον λόγο ο Ευρύμαχος: Επαίνεσε την ομορφιά και τη σύνεση της Πηνελόπης, εκείνη όμως δήλωσε ότι τα κάλλη της τα έχασε από τη μέρα που ο άντρας της έφυγε για την Τροία και αναφέρθηκε στην παρακαταθήκη που της είχε αφήσει: «όταν [...] δεις στα μάγουλα του γιου σου να φυτρώνει / γένι, τότε μπορείς να παντρευτείς ξανά». Βλέπει λοιπόν ότι έφτασε η ώρα του δεύτερου, μισητού, γάμου της και θλίβεται που οι μνηστήρες της, αντί να συναγωνίζονται μεταξύ τους για την προσφορά δώρων στη νύφη, ρημάζουν ξένα αγαθά. Ο Οδυσσέας χάρηκε ακούγοντας τη γυναίκα του να χειρίζεται έξυπνα το θέμα του γάμου της «κι ας μελετούσε άλλα ο νους της», ενώ ο Αντίνοος πρότεινε στη βασίλισσα να δεχτεί τα δώρα τους, και όλοι τής έστειλαν αμέσως δώρα πολύτιμα. Ανέβηκε έτσι πλουσιότερη στην κάμαρή της.
Στήθηκαν τότε τρεις πυροστάτες για φωτισμό κι ο «ζητιάνος» ζήτησε να αναλάβει τη φροντίδα τους. Οι υπηρέτριες όμως τον ειρωνεύτηκαν, η δε Μελανθώ (αδερφή του Μελάνθιου) τον πρόσβαλε, σκόρπισαν ωστόσο όλες τρομαγμένες όταν εκείνος τις απείλησε.
Φροντίζοντας λοιπόν τους πυροστάτες, ο Οδυσσέας παρακολουθούσε τα πάντα και μελετούσε το σχέδιό του, ενώ η Αθηνά δεν άφηνε τους μνηστήρες να σταματήσουν τις προσβολές εις βάρος του, για να θυμώνει όλο και περισσότερο ο Οδυσσέας μαζί τους. Ο Ευρύμαχος τον ειρωνεύτηκε για τη φαλάκρα του και τον χαρακτήρισε τεμπέλη. Ο «ζητιάνος» τον προκάλεσε τότε να παραβγεί μαζί του σε οποιαδήποτε δουλειά, κι εκείνος τού πέταξε ένα σκαμνί, χτύπησε όμως τον οινοχόο. Οι μνηστήρες αναστατώθηκαν, ενώ ο Τηλέμαχος τους επέκρινε και τους θύμισε ότι είναι ώρα να φύγουν για τα σπίτια τους. Εκείνοι απόρησαν με το θάρρος του, ο Αμφίνομος όμως αναγνώρισε το δίκιο του και πρότεινε να αποχωρήσουν αφήνοντας τον «ξένο» στην έγνοια του Τηλέμαχου, αφού στο σπίτι του έφτασε ικέτης.
Κοσμήματα [πηγή: Γεωμετρική Περίοδος- Ελληνική Ιστορία στο Διαδίκτυο- Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού]
Ερωτήσεις κατανόησης Ερωτήσεις κατανόησης Σταυρόλεξο Σταυρόλεξο
Μ. Longley, «Άργος» (μτφρ. X. Βλαβιανός)
Υπήρξαν κι άλλοι αποχωρισμοί και τόσο πολλοί
ώστε ο Άργος, το σκυλί που περίμενε είκοσι χρόνια τον Οδυσσέα,
συνέχιζε να περιμένει, ακόμη εγκαταλελειμμένος πάνω σ’ ένα σωρό κοπριά
στο κατώφλι μας, γεμάτος τσιμπούρια, περισσότερο νεκρός παρά ζωντανός,
αυτός που κάποτε κυνηγούσε αγριοκάτσικα και ζαρκάδια· ο εκλεκτός,
γνήσιο καθαρόαιμο, ένα έξοχο λαγωνικό,
που ακόμη και τώρα κουνάει την ουρά του, χαμηλώνει τ’ αυτιά του
κι αγωνίζεται να πλησιάσει τη φωνή που αναγνωρίζει
για να πεθάνει στην προσπάθεια· έτσι, σαν τον Οδυσσέα,
θρηνούμε για τον Άργο το σκυλί, και για όλα εκείνα τ’ άλλα σκυλιά [...].
(Περιοδικό Ποίηση 26/2005, σ. 40)
→ Προσέξετε πώς ο Iρλανδός ποιητής M. Longley (1939-) μεταπλάθει στο ποίημά του τη συγκίνηση του Oδυσσέα για το εγκαταλελειμμένο σκυλί του, τον Άργο (ρ 331-376).
Λιλή Ζωγράφου, «Στρίγγλα και Καλλονή» [πηγή: Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Α΄ Γυμνασίου]
Τζακ Λόντον, « Ένας σκύλος σωτήρας» [πηγή: Ανθολόγιο Λογοτεχνικών Κειμένων ΣΤ΄ Δημοτικού]