ΚΥΡΙΑ ΘΕΜΑΤΑ:
● H κάθοδος των μνηστήρων στον Άδη («Μικρή Nέκυια»)
● Aναγνώριση του Oδυσσέα και από τον Λαέρτη
● Σύγκρουση των συγγενών των μνηστήρων με τον Oδυσσέα
● Aποκατάσταση της βασιλείας και συμφιλίωση
Η Οδύσσεια διαρκεί 41 ημέρες. Στην ενότητα διανύουμε την 40ή και την 41η ημέρα:
Α.1 Περιληπτική αναδιήγηση της ραψωδίας ω: Σπονδαὶ (Συνθήκη ειρήνης)
Ο Ερμής οδηγούσε τις ψυχές των μνηστήρων στον Άδη την ώρα που ο Αγαμέμνονας συνομιλούσε με τον Αχιλλέα και τον καλοτύχιζε για τον ένδοξο θάνατό του σε αντίθεση με το άγριο δικό του τέλος. Ανάμεσα στους μνηστήρες ο Αγαμέμνονας διέκρινε τον γνωστό του Αμφιμέδοντα· τον ρώτησε πώς πέθαναν όλοι μαζί τόσο σπουδαίοι άντρες, και εκείνος διηγήθηκε τα καθέκαστα από τον δόλο της Πηνελόπης με το υφαντό μέχρι τον αγώνα τόξου και τον θάνατό τους, χωρίς να αρνείται τις ευθύνες τους· παραπονέθηκε μόνο που τα σώματά τους έμεναν ακόμη άταφα. Ο Αγαμέμνονας δεν τους συμπόνεσε για τη συμφορά τους, καλοτύχισε μόνο τον Οδυσσέα για την ανεκτίμητη γυναίκα του, που θα γίνει τραγούδι αθάνατο, σε αντίθεση με την Κλυταιμνήστρα, που θα γίνει τραγούδι μισητό.
Ο Οδυσσέας, στο μεταξύ, μαζί με τον Τηλέμαχο και τους δύο βοσκούς, πήγε στο αγρόκτημα. Έστειλε τους άλλους στην αγροικία, ενώ εκείνος αναζήτησε τον πατέρα του στο περιβόλι, όπου δούλευε με όψη και αμφίεση δούλου. Άρχισε συζήτηση μαζί του και του διηγήθηκε μια πλαστή ιστορία, που συγκίνησε τον Λαέρτη και κατέληξε στην αναγνώριση. Πήγαν έπειτα κι αυτοί στην αγροικία, όπου η γερόντισσα που φρόντιζε τον Λαέρτη τον έλουσε και τον έντυσε με ρούχα καθαρά. Έφτασε σε λίγο και ο σύζυγος της γερόντισσας, ο Δολίος, με τους έξι γιους τους και καλωσόρισαν τον Οδυσσέα.
Μαθεύτηκε, εν τω μεταξύ, το φονικό, και οι συγγενείς των μνηστήρων τούς θρήνησαν και τους κήδεψαν. Συγκεντρώθηκαν έπειτα στην αγορά, όπου πήρε τον λόγο ο πατέρας του Αντίνοου, ο Ευπείθης. Κατηγόρησε τον Οδυσσέα για την καταστροφή του στρατού και του στόλου και για τον θάνατο των παιδιών τους και κάλεσε τους πολίτες να πάρουν εκδίκηση, με τίμημα ακόμη και τη ζωή τους, για να μη μείνει πάνω τους η ντροπή. Ο Μέδοντας όμως, ως αυτόπτης μάρτυρας, τους βεβαίωσε ότι ο Οδυσσέας είχε θεό συμπαραστάτη, ο δε μάντης Αλιθέρσης τούς θύμισε τις δικές τους ευθύνες και πρότεινε να μην επιτεθούν. Οι περισσότεροι τον άκουσαν, αρκετοί όμως πήραν το μέρος του Ευπείθη και ετοιμάστηκαν για επίθεση.
Την ίδια ώρα στον Όλυμπο η Αθηνά έθεσε το πρόβλημα της σύγκρουσης των Ιθακησίων με τον Οδυσσέα κι ο Δίας την εξουσιοδότησε να κατεβεί στην Ιθάκη και να συμφιλιώσει τους αντιπάλους επικυρώνοντας τη βασιλεία του Οδυσσέα. Έτσι, η σύγκρουση, που είχε ήδη αρχίσει, σταμάτησε και η Αθηνά επέβαλε ειρήνη υποχρεώνοντας τις αντίπαλες ομάδες να δώσουν όρκους φιλίας με τον Οδυσσέα για πάντα βασιλιά.
Α2. Κείμενο α. Aναγνώριση του Oδυσσέα από τον Λαέρτη: ω 265-377/<244-355> (με ενδιάμεσες παραλείψεις)
265 «Γέροντα,
αμάθητος δεν φαίνεσαι στο πώς φροντίζουν ένα περιβόλι. [...]
269 Αλλά θα κάνω τώρα άλλη ερώτηση, και μη θυμώσεις σε παρακαλώ.
270 Δεν βλέπω να φροντίζεσαι κι εσύ ο ίδιος· πέφτουν βαριά
τα γηρατειά στους ώμους σου· άπλυτος έμεινες και στέγνωσες, άσχημα είναι
272 και τα ρούχα που φορείς. [...]
278 Παρ’ όλα ταύτα και τούτο πες μου, μη μου κρύψεις την αλήθεια:
ποιος ο αφέντης που υπηρετείς και που το χτήμα του δουλεύεις;
280 Αλλά και κάτι ακόμη σου ζητώ, θέλω ακριβώς να μάθω·
αν πράγματι είναι αυτή η Ιθάκη εδώ που φτάσαμε [...]·
288 κάποτε κάποιον φιλοξένησα στην πατρική μου γη [...].
291 Αυτός λοιπόν περηφανεύονταν ότι κρατεί η γενιά του απ’ την Ιθάκη,
έλεγε μάλιστα πως είχε πατέρα τον Λαέρτη, τον γιο του Αρκείσιου.
Κι εγώ τον πήρα και τον έφερα στο σπιτικό μου, καλά τον φιλοξένησα,
τον φίλεψα μ’ αγάπη, μ’ όσα πολλά αγαθά είχε το αρχοντικό μου.
295 Του χάρισα δώρα φιλόξενα, όπως ταιριάζει στην περίσταση [...].»
301 Στον Οδυσσέα απάντησε ο πατέρας του με βουρκωμένα μάτια:
«Πράγματι, ξένε μου, φτάνεις στη χώρα που ρωτάς και που αναζητούσες,
μόνο που τώρα την κατέχουν άντρες παράνομοι, αλαζόνες [...].
305 Αν ζωντανό τον έβρισκες εκείνον εδώ στον δήμο της Ιθάκης,
στα δώρα σου ανταμοιβή καλή θα σου έδινε [...].
309 Μα τώρα κάτι άλλο θέλω να μου πεις, μην κρύψεις την αλήθεια·
310 πόσα τα χρόνια που προσπέρασαν, αφότου εσύ τον έρμο εκείνον
φιλοξένησες, τον δύσμοιρό μου γιο, αν είχα κάποτε / κι εγώ ένα γιο; [...]
320 Και κάτι ακόμη, πες το μου τώρα αληθινά για να το μάθω·
ποιος είσαι και από πού; ποια η πατρίδα σου, ποιοι οι γονείς σου;
και κατά πού το γρήγορο καράβι αγκυροβόλησε [...].»
325 Στα λόγια του αποκρίθηκε ο Οδυσσέας πολύγνωμος:
«Όλα που ρώτησες θα σου τα πω, τίποτα δεν θα κρύψω.
327-8 Πατρίδα μου ο Αλύβαντας [...]· / είμαι ο γιος του βασιλιά
Αφείδα [...]·
το όνομά μου Επήριτος· όμως κάποιος θεός, άγνωστο ποιος,
330 από τη Σικανία
άθελά μου με
παρέσυρε, κι έφτασα τώρα εδώ.
Στέκει αραγμένο το καράβι μου μακριά απ’ την πόλη, σ’ απόμερο
γιαλό· πέρασαν κιόλας πέντε χρόνια, αφότου ο δύσμοιρος εκείνος
φεύγοντας άφησε τα μέρη μας· στον μισεμό του όμως τον συνόδεψαν
δεξιά πουλιά και καλοσήμαδα· έτσι, χαρούμενος εγώ τον ξεπροβόδισα,
335 χαρούμενος ξεκίνησε κι εκείνος. Με την ελπίδα στην ψυχή κοινή,
ξανά οι δυο φιλόξενα να σμίξουμε, ωραία δώρα πάλι ν’ ανταλλάξουμε.»
Έτσι του μίλησε, και τον πατέρα του τον κάλυψε μαύρη νεφέλη πόνου·
στα δυο του χέρια φούχτωσε καμένη στάχτη, την έριξε
στο γκρίζο του κεφάλι,
σπαραχτικά
θρηνώντας.
340 Του Οδυσσέα τότε η καρδιά σπαρτάρησε, έτοιμος να ξεσπάσει,
έτρεμαν
τα ρουθούνια του, βλέποντας τον πατέρα του τόσο βαριά
να κλαίει και να βογγά.
Ρίχτηκε πάνω του, τον αγκαλιάζει, τον φιλεί κι ομολογεί:
«Είμαι εγώ, πατέρα μου, αυτός που αναζητούσες, μπροστά σου εδώ ·
345 κι αν πέρασαν στο μεταξύ είκοσι χρόνια, έφτασα τέλος στην πατρίδα.
Αλλά συγκράτησε τώρα τον θρήνο σου, σταμάτησε το δακρυσμένο βογκητό σου.
Κι αμέσως θα το πω – ο χρόνος τρέχει, πρέπει να βιαστούμε·
σκότωσα τους μνηστήρες μέσα στο παλάτι, την άπονή τους βλάβη εκδικήθηκα,
τα ανόσια έργα τους.»
350 Πήρε τον λόγο ο Λαέρτης πάλι, φώναξε:
«Αν πράγματι ο Οδυσσέας είσαι, αν έφτασες εδώ εσύ ο γιος μου,
σημάδι πες μου αληθινό, τότε θα σε πιστέψω. »
Ο Οδυσσέας πολύγνωμος αμέσως αποκρίθηκε:
«Ας δουν τα μάτια σου ετούτη πρώτα την ουλή, που τη στιγμάτισε
355-6 με τ’ άσπρο δόντι του ο κάπρος, ψηλά όταν βρέθηκα / στον
Παρνασσό· [...].
358 [...] θα πω ακόμη και τα δέντρα
στο νοικοκυρεμένο χτήμα σου, όσα εσύ, σαν ήμουν κάποτε παιδί, μου χάρισες,
360 καθώς στο περιβόλι εγώ σ’ ακολουθούσα και σου ζητούσα αυτό κι
εκείνο.
Κι όπως περνούσαμε ανάμεσά τους, εσύ τα ονόμασες ένα προς ένα:
δέκα μηλιές μού χάρισες, συκιές σαράντα και δεκατρείς μού μέτρησες
ωραίες αχλαδιές· είπες δικά μου και πενήντα αράδες κλήματα [...].»
367 Τόσα του είπε, λύθηκαν τότε του Λαέρτη γόνατα και καρδιά,
αναγνωρίζοντας
σημάδια απαραγνώριστα, όσα ομολόγησε ο Οδυσσέας.
Οπότε, απλώνοντας τα δυο του χέρια, κρεμάστηκε από τον λαιμό του,
370 ενώ λιπόθυμο τον συγκρατούσε πάνω του βασανισμένος ο Οδυσσέας και
θείος.
Μόλις ωστόσο πήρε ανάσα κι ήλθε η ψυχή στον τόπο της,
βρίσκοντας πάλι τη μιλιά του, είπε:
«Ω Δία πατέρα, αλήθεια υπάρχετε οι θεοί στον Όλυμπο ψηλά,
αν πράγματι οι μνηστήρες πλήρωσαν την αλαζονική τους ύβρη.
375 Μόνο που τώρα με τρώει ο φόβος, μήπως και καταφθάσουν
εδώ Ιθακήσιοι, κι ακόμη στείλουν μήνυμα παντού να ξεσηκώσουν
απ’ τα πολίσματά τους τους Κεφαλλονίτες
.»
[Μεσολαβεί η συνέλευση των Ιθακησίων και η ετοιμασία για επίθεση.]
Α3 Κείμενο β Θεϊκή επέμβαση αποτρέπει τη σύγκρουση και επιβάλλει συμφιλίωση: ω 501-580/<472-548>
501 Στο μεταξύ κι η
Αθηνά στον Δία, γιο του Κρόνου, στράφηκε μιλώντας:
«Πατέρα μας Κρονίδη, ο πρώτος όλων των θεών, δώσε μου
τώρα απόκριση σε μιαν ερώτηση: στο βάθος τι να κρύβει πάλι ο νους σου;
Θ’ ανοίξεις πόλεμο φριχτό, άγρια σφαγή ανάμεσό τους; ή μήπως
505 σκέφτεσαι να επιβάλεις μεταξύ τους συμφιλίωση;»
Ανταποκρίθηκε στον λόγο της ο Δίας, θεός που συμμαζεύει τις νεφέλες:
«Καλή μου κόρη, τι ρωτάς και τι λογής απάντηση γυρεύεις;
Εσύ δεν είσαι που αποφάσισες με το μυαλό σου αυτή τη λύση,
να πάρει ο Οδυσσέας εκδίκηση, γυρίζοντας πίσω στον τόπο του;
510 Κάνε λοιπόν καταπώς θες, κι εγώ θα πω το τι ταιριάζει·
αφού ο θείος Οδυσσέας τιμώρησε τους άνομους μνηστήρες,
τώρα να δώσουν όρκους μεταξύ τους, να μείνει αυτός για πάντα βασιλιάς.
Εμείς για τα παιδιά τους και τα σκοτωμένα αδέλφια τους
προτείνουμε τη λήθη· όπως και πριν, έτσι και πάλι
515
να φιλιώσουν μεταξύ τους, ας γίνει η ειρήνη, με περίσσια πλούτη
.»
Έτσι ο θεός παρότρυνε την Αθηνά σ’ αυτό που εκείνη επιθυμούσε·
χύθηκε τότε κατεβαίνοντας από του Ολύμπου τις κορφές. [...]
[Στο μεταξύ οι Ιθακήσιοι με επικεφαλής τον Ευπείθη πλησίαζαν στο αγρόκτημα. Αρματώθηκε και η δωδεκαμελής τώρα ομάδα του Οδυσσέα και ήταν ν’ αρχίσει η μάχη.]
532 Την ίδια ώρα η Αθηνά, του Δία η θυγατέρα, βρέθηκε πλάι τους,
με τη μορφή του Μέντορα, ίδια στην όψη, ίδια στη φωνή.
Την πήρε είδηση βασανισμένος ο Οδυσσέας και θείος,
535 και γύρισε μιλώντας στον Τηλέμαχο, τον ακριβό του γιο:
«Τηλέμαχε, έφτασε τώρα η ώρα ορμητικά να μπεις κι εσύ στη μάχη
αντρών που πολεμούν, όπου και ξεχωρίζουν οι γενναίοι. Κοίταξε όμως
μην ντροπιάσεις τους προγόνους σου· από καιρό είμαστε φημισμένοι
σ’ όλη την οικουμένη για την αντρεία και το θάρρος μας.»
540 Ανταποκρίθηκε ο Τηλέμαχος, φρόνιμο κι έξυπνο μυαλό:
«Πατέρα μου, θα δεις και μόνος σου, φτάνει να το θελήσεις, πως πάνω
στην ορμή μου δεν θα ντροπιάσω τη γενιά σου εγώ,
όπως το λες και το παινεύεσαι.»
Ακούγοντας τα λόγια του, ένιωσε μέσα του χαρά ο Λαέρτης κι ομολόγησε:
545 «Τι μέρα αυτή, αθάνατοι θεοί, για μένα! Χαρά με πλημμυρίζει·
γιος κι εγγονός για την παλικαριά τους συνερίζονται.» [...]
[Η Αθηνά ενδυνάμωσε τον Λαέρτη κι αυτός με το δόρυ του σκότωσε τον Ευπείθη.]
557 Την ίδια ώρα ο Οδυσσέας κι ο λαμπρός του γιος ορμούν με τους προμάχους,
χτυπούν σπαθιά, πέφτουν αμφίκυρτα
στη μύτη τους
κοντάρια.
Όλους θα τους αφάνιζαν,
θα γύριζαν τον νόστο ανόστιμο,
560 αν τη στιγμή εκείνη η Αθηνά, η θυγατέρα του αιγίοχου Δία, δεν έβγαζε
φωνή μεγάλη, που άφησε σύξυλους τους δυο στρατούς:
«Τον άγριο πόλεμό σας, Ιθακήσιοι, πάψτε, καιρός με δίχως αίματα,
φίλοι να χωριστείτε.» [...]
[Τρομοκρατημένοι οι Ιθακήσιοι έτρεξαν προς την πόλη γυρεύοντας να σωθούν.]
568 Ο Οδυσσέας όμως, πολύπαθος και θείος, χύμηξε πίσω τους
με φοβερή κραυγή, σαν αετός από ψηλά πετώντας.
570 Μα τώρα αφήνει ο γιος του Κρόνου κεραυνό πυρφόρο, κι έπεσε αυτός
μπροστά στης Αθηνάς τα πόδια, γλαυκόματης θεάς πανίσχυρου πατέρα.
Τα μάτια λάμποντας, η Αθηνά στον Οδυσσέα γύρισε μιλώντας:
«Γιε του Λαέρτη, του Διός βλαστέ, πανούργε Οδυσσέα,
κράτα τη μάνητά σου
πια του φοβερού πολέμου, μήπως
575 του Κρόνου ο γιος, ο Δίας βροντόφωνος, εξοργιστεί μαζί σου.»
Έτσι του μίλησε η θεά, κι εκείνος άκουσε τον λόγο της κι αλάφρωσε
από χαρά η καρδιά του. Τότε η Παλλάδα Αθηνά, η θυγατέρα
του αιγίοχου Δία, βάζει τους δυο στρατούς να κάνουν
όρκους συμφιλίωσης, και για το μέλλον –
580 με τη μορφή του Μέντορα κυκλοφορούσε, ίδια στην όψη, ίδια στη φωνή.
Ερωτήσεις κατανόησης Ερωτήσεις κατανόησης Σταυρόλεξο Σταυρόλεξο