Ο μύθος της Ιόλης ανήκει στον κύκλο του Ηρακλή. Είναι γνωστό από την παράδοση ότι ο Ηρακλής είχε πολλές ερωτικές περιπέτειες. Όμως για λίγες γυναίκες αγωνίστηκε για να τις κατακτήσει, κυρίως δύο, οι ιστορίες των οποίων συμπλέκονται. Πρόκειται για τη Δηιάνειρα και την Ιόλη. Άλλοι θεωρούν ότι ο Ηρακλής παντρεύτηκε τη Δηιάνειρα και αργότερα είδε την Ιόλη, κόρη του βασιλιά της Οιχαλίας Εύρυτου και θέλησε να την αποκτήσει· άλλοι πάλι, για παράδειγμα ο Απολλόδωρος, αναφέρει ότι πρώτη προτεραιότητα του Ηρακλή ήταν η Ιόλη, δεν μπόρεσε να την αποκτήσει, μπλέχτηκε σε μια σειρά περιπετειών, παντρεύτηκε τη Δηιάνειρα, απέκτησε μαζί της παιδιά και μετά ένιωσε πόθο για την Ιόλη, κάτι που οδήγησε και τους δυο συζύγους, τον Ηρακλή και τη Δηιάνειρα, στον θάνατο. Όπως και να έχει, η Ιόλη ήταν κόρη του Εύρυτου, βασιλιά της Οιχαλίας, και της Αντιόχης ή Αντιόπης, κόρης του Πύλωνα, αδελφή τεσσάρων αδελφών, του Δηίονα ή Δηιονέα, του Κλυτίου, του Τοξέα και του Ίφιτου, εγγονή του Απόλλωνα.
Σύμφωνα με τον Απολλόδωρο (2.6), ο Ηρακλής, αφού πραγματοποίησε τους άθλους του, πήγε στη Θήβα, όπου έδωσε τη Μεγάρα, την πρώτη του γυναίκα, στον ανεψιό του Ιόλαο, γιατί, σύμφωνα με τον Διόδωρο (31.1), φοβόταν να κάνει ξανά παιδιά μαζί της εξαιτίας της συμφοράς που τους βρήκε, όταν σε κατάσταση μανίας σκότωσε τα παιδιά που είχαν αποκτήσει μαζί. Ζητούσε, λοιπόν, μια γυναίκα με την οποία θα μπορούσε να κάνει μαζί της παιδιά χωρίς να φοβάται. Τότε ήταν που πληροφορήθηκε ότι ο δάσκαλός του στο τόξο Εύρυτος είχε ορίσει ως έπαθλο την κόρη του Ιόλη γι’ αυτόν που θα νικούσε τον ίδιο και τα παιδιά του σε αγώνα τοξοβολίας. Ο ήρωας έφτασε στην Οιχαλία, πήρε μέρος στον αγώνα και νίκησε αποδεικνύοντας την ανωτερότητά του στο τόξο έναντι του δασκάλου του Εύρυτου και των γιων του. Και ενώ η νίκη του, σύμφωνα με την εικαστική παράδοση [1], [Εικ. 1, 2] γιορτάστηκε με ένα συμπόσιο, ο γάμος δεν έγινε, επειδή ο Εύρυτος και οι γιοι του φοβήθηκαν μήπως ο Ηρακλής σκοτώσει τα παιδιά που θα αποκτούσε με την Ιόλη, όπως είχε κάνει και με τα παιδιά του από τη Μεγάρα. Ο μοναδικός που είχε αντίρρηση ήταν ο αδελφός της Ίφιτος. Μετά από λίγο καιρό, κλάπηκαν μερικά βόδια στην περιοχή της Οιχαλίας, μάλλον από τον Αυτόλυκο, τον κλέφτη γιο του κλέφτη θεού Ερμή, δάσκαλο του Ηρακλή στην τέχνη της πάλης. Οι υποψίες έπεσαν στον Ηρακλή, όμως ο Ίφιτος, διατηρώντας τις αμφιβολίες του για τον ένοχο, πήγε να συναντήσει τον Ηρακλή, για να τον βοηθήσει να πάρει πίσω το βιος του. Ο Ηρακλής το υποσχέθηκε και φιλοξένησε τον νέο που και στην περίπτωση του επικείμενου γάμου του με την Ιόλη τον είχε υποστηρίξει. Όμως ο Ηρακλής καταλήφθηκε πάλι από μανία, και έριξε τον νέο από τα τείχη της Τίρυνθας. Όταν συνήλθε, θέλησε να εξαγνιστεί από τον φόνο, πήγε, λοιπόν, αρχικά στον Νηλέα, τον βασιλιά της Πύλου, ο οποίος λόγω της φιλίας του με τον Εύρυτο, αρνήθηκε να αναλάβει τον καθαρμό του Ηρακλή και τον έδιωξε. Μετά από αυτό ο Ηρακλής κατέφυγε στις Αμύκλες, όπου εξαγνίστηκε από τον Δηίφοβο, τον γιο του Ιππόλυτου. Όμως ο καθαρμός αυτός δεν τον απάλλαξε από τον φόνο του υποστηρικτή και φίλου του Ίφιτου, μάλιστα καταλήφθηκε από φοβερή αρρώστια. Έτσι, πήγε στους Δελφούς προκειμένου να ζητήσει χρησμό πώς θα μπορούσε να απαλλαχτεί από τη νόσο. Και επειδή η Πυθία δεν του έδινε χρησμό, ο Ηρακλής έφτασε στο σημείο να συγκρουστεί με τον αδελφό του Απόλλωνα, μέχρι που τελικά, και με την παρέμβαση του Δία, επήλθε η συμφιλίωση και ο χρησμός δόθηκε. Το μαντείο, λοιπόν, όριζε ότι, για να απαλλαχθεί από τη νόσο, έπρεπε να πωληθεί και να υπηρετήσει δουλικά για τρία χρόνια και το αντίτιμο από την πώληση να δοθεί στον Εύρυτο ως ικανοποίηση για τον φόνο του Ίφιτου —ο βασιλιάς πατέρας είχε ζητήσει τριάντα τάλαντα. Όμως τελικά ο Εύρυτος δεν δέχτηκε τα χρήματα. Έτσι, όταν ο Ηρακλής έφτασε εξόριστος στην Τραχίνα από την Τίρυνθα, μαζί με τη γυναίκα του Δηιάνειρα και τον γιο τους Ύλλο, συγκέντρωσε στρατό για να επιτεθεί στην Οιχαλία, με σκοπό να τιμωρήσει τον Εύρυτο. Μαζί του πολέμησαν οι Αρκάδες και οι Μηλιείς από την Τραχίνα και οι Επικνημίδιοι Λοκροί, σκότωσε τον Εύρυτο και τα παιδιά του Τοξέα, Μολίονα και Κλυτίο, κατά μία παράδοση, εικαστική, και τον Ίφιτο, και κυρίευσε την πόλη. Ύστερα έθαψε όσους από τους συμπολεμιστές του είχαν πεθάνει, λαφυραγώγησε την πόλη και πήρε αιχμάλωτη την Ιόλη. Στην τραγωδία Τραχίνιες του Σοφοκλή ο Ηρακλής στέλνει την Ιόλη μαζί με άλλες αιχμάλωτες γυναίκες στην Τραχίνα, στη γυναίκα του. [Εικ. 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10, 11, 12, 13] Τις οδηγούσε ο κήρυκας Λίχας, ο οποίος ζήτησε από τη Δηιάνειρα λαμπρή φορεσιά, για να την πάει στον Ηρακλή, ώστε να τελέσει θυσία στον βωμό που είχε ιδρύσει στο ακρωτήριο Κήναιο της Εύβοιας. Και ενώ στην αρχή ο Λίχας απέκρυψε την ταυτότητα της αιχμάλωτης Ιόλης, στη συνέχεια αναγκάστηκε να αποκαλύψει την αλήθεια, ότι δηλαδή για χάρη της ο Ηρακλής κυρίευσε μια ολόκληρη πόλη και την έστειλε στην Τραχίνα για να την έχει κοντά του αλλά και για να την προσέχει, υποτίθεται μαζί με τις υπόλοιπες αιχμάλωτες από την Οιχαλία, η γυναίκα του Δηιάνειρα. Και εκείνη, αν και νωρίτερα είχε εξυμνήσει τη δύναμη του έρωτα και την αδυναμία θεών και ανθρώπων να του αντισταθούν, ομολογεί τη δυσκολία της να αποδεχθεί πως ο Ηρακλής θα είναι για την Ιόλη ο άνδρας, ενώ για εκείνη απλώς ο σύζυγος. Για τον λόγο αυτό, και επειδή πίστεψε ότι πράγματι ο Κένταυρος Νέσσος της έδωσε ένα ερωτικό ελιξίριο που θα κρατά τον Ηρακλή δεμένο ερωτικά μαζί της, μη μπορώντας εκείνη τη στιγμή της θλίψης να σκεφτεί λογικά, γιατί δηλαδή ο θανάσιμα τραυματισμένος από τον άνδρα της Κένταυρος να θέλει να τη βοηθήσει, στέλνει στον Ηρακλή ένα πουκάμισο, μια ξεχωριστή φορεσιά, που την επάλειψε με το δηλητήριο που της είχε δώσει ο Νέσσος, να τη βάλει επάνω του ο Ηρακλής την ώρα της θυσίας στους θεούς. Ο Ηρακλής το φόρεσε, ξεκίνησε τη θυσία αλλά το δηλητήριο, με την επίδραση της φωτιάς του βωμού, άρχισε τη διαβρωτική του δράση, μέχρι που ο Ηρακλής, σε κατάσταση απελπισίας, ζήτησε να τον μεταφέρουν στην Οίτη και να τον κάψουν. Νωρίτερα δεσμεύει τον γιο του με όρκους υιικής πίστης ότι θα παντρευτεί και θα προστατεύει την Ιόλη, κάτι που ο Ύλλας ακούει με φρίκη καθώς θεωρεί τη νεαρή αιχμάλωτη υπεύθυνη για τον θάνατο και των δυο γονιών του. Ωστόσο, όταν ο Ύλλος ενηλικιώθηκε, παντρεύτηκε την Ιόλη και απέκτησαν τον Κλεοδαίο ή Κλεόδοτο, την Ευαίχμη, τον Λίχα και τον Κήυκα.
Σύμφωνα με τον ιστορικό, γεωγράφο και ορυκτολόγο Νικία Μαλλώτη, μαρτυρία του οποίου διασώζει ο Πλούταρχος, όταν ο Ηρακλής κυρίευσε την Οιχαλία, η Ιόλη επιχείρησε να αυτοκτονήσει. Καθώς όμως ρίχτηκε από τα τείχη, τα φαρδιά της ρούχα τη συγκράτησαν και έπεσε ομαλά στο έδαφος. Ο Ηρακλής την αιχμαλώτισε, την έστειλε στη Δηιάνειρα και εκείνη ετοίμασε το θανατηφόρο ελιξίριο του έρωτα: «ΗΡΑΚΛΗΣ τοῦ Ἰόλης γάμου ἀποτυχὼν τὴν Οἰχαλίαν ἐπόρθησεν. ἡ δ᾽ Ἰόλη ἀπὸ τοῦ τείχους ἔρριψεν ἑαυτήν. συνέβη δὲ κολπωθείσης ὑπ᾽ ἀνέμου τῆς ἐσθῆτος μηδὲν αὐτὴν παθεῖν· καθάπερ ἱστορεῖ Νικίας Μαλλώτης» (Πλούτ., Συναγωγὴ ἱστοριῶν παραλλήλων ἑλληνικῶν καὶ ῥωμαϊκῶν 308.E.12-F.4). Σε άλλη παραλλαγή, όταν ο Ηρακλής κατέλαβε την Οιχαλία, η Ιόλη αντιστάθηκε στον έρωτά του Ηρακλή. Κι εκείνος, για να κάμψει τη θέλησή της, απείλησε να σκοτώσει τους γονείς της μπροστά της. Και πάλι το κορίτσι αρνήθηκε και είδε τους γονείς της να πεθαίνουν μπροστά στα μάτια της. Ύστερα ο Ηρακλής την έστειλε αιχμάλωτη στη Δηιάνειρα με τη γνωστή εξέλιξη της ιστορίας. (Υγίνος, 35)
Σχετικά λήμματα
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ, ΑΥΤΟΛΥΚΟΣ, ΔΗΙΑΝΕΙΡΑ, ΕΡΜΗΣ, ΕΥΡΥΤΟΣ, ΗΡΑΚΛΗΣ, ΙΟΛΑΟΣ, ΙΦΙΤΟΣ, ΚΗΥΚΑΣ, ΛΙΧΑΣ, ΜΕΓΑΡΑ, ΝΕΣΣΟΣ, ΠΥΘΙΑ, ΥΛΛΟΣ