Στη Ρωσία, όπου εργάζεται εδώ και πολλά χρόνια, τον λατρεύουν - τον θεωρούν δικό τους άνθρωπο και τον αποκαλούν "τρομερό παιδί". Σε ηλικία μόλις είκοσι τριών ετών άρχισε να διευθύνει τη Φιλαρμονική της Αγίας Πετρούπολης, ενώ έχοντας περάσει από τα Μπολσόι, αλλά και την Όπερα του Νοβοσιμπίρσκ (τη μεγαλύτερη της Ευρασίας), πριν από ένα χρόνο ανέλαβε τη διεύθυνση του Θεάτρου Όπερας και Μπαλέτου της πόλης Περμ.
Ο πρωθυπουργός της Ρωσίας Βλαντίμιρ Πούτιν συγκαταλέγεται μεταξύ των δηλωμένων θαυμαστών του, ενώ και ο ρώσος πρόεδρος Ντμίτρι Μεντβιέντεφ τον έχει τιμήσει με το "Παράσημο της Φιλίας", σε αναγνώριση της μεγάλης συμβολής του στη διατήρηση, ανάπτυξη και εκλαΐκευση της ρωσικής κουλτούρας στο εξωτερικό. Φέτος, τιμήθηκε, για τέταρτη φορά, με τη "Χρυσή Μάσκα", το μεγαλύτερο θεατρικό βραβείο της Ρωσίας, αλλά και ένα από τα μεγαλύτερα διεθνώς.
Ο αρχιμουσικός δεν επαναπαύεται στις δάφνες του, αφού, όπως δηλώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο καλλιτέχνης πρέπει να βρίσκεται, σε όλη του τη ζωή, σε μία κατάσταση συνεχούς αναζήτησης. "Δεν υπάρχει τέλος σε αυτή την ιστορία. Πρέπει να αισθάνεσαι σε όλη σου τη ζωή ότι βρίσκεσαι σε μία φοιτητική αναζήτηση. Αυτό είναι ένα θαύμα και εκεί βρίσκεται η ευτυχία", τονίζει.
Ο Ταμπαρί γεννήθηκε στη Στοκχόλμη στις 5 Μαρτίου 1930. Ξεκίνησε να δουλεύει ως σκιτσογράφος το 1956 στο περιοδικό Vaillant και το 1958 δημιούργησε τον ήρωα Totoche και τους φίλους του.
Δύο χρόνια αργότερα συνεργάστηκε με τον σεναριογράφο Ρενέ Γκοσινί στο κόμικ Valentin. Η συνεργασία τους έφερε το 1962 τη δημιουργία ενός από τους διασημότερους και πιο αστείους "κακούς" στην ιστορία των κόμικ, του βεζίρη Ιζνογκούντ, που "ήθελε να γίνει χαλίφης στη θέση του χαλίφη".
Μετά το θάνατο του Γκοσινί, το 1977, ο Ταμπαρί συνέχισε μόνος την ιστορία του Ιζνογκούντ.
Όπως ανακοίνωσε η κόρη του, Μιριέλ Ταμπαρί-Ντιμά, που διευθύνει τις Εκδόσεις Ταμπαρί, ο πατέρας της υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο το 2004, ενώ τον επόμενο χρόνο έχασε τη σύζυγό του, γεγονός από το οποίο δεν συνήλθε.
Οι περιπέτειες του Ιζνογκούντ έγιναν ταινία το 2004 από τον Γάλλο σκηνοθέτη Πατρίκ Μπραουντέ, στην οποία τον πρωταγωνιστικό ρόλο είχε ο Μικαέλ Γιουν, ενώ ο Ζακ Βιγιερέ έπαιξε τον καλό χαλίφη Χαρούν ελ Πουσάχ.
Οι γερμανοί την αποκαλούσαν "Λευκό Ποντίκι" - λόγω της ικανότητάς της να μην εντοπίζεται - ενώ υπήρξε μία εποχή το πλέον καταζητούμενο πρόσωπο από την Γκεστάπο.
Τιμήθηκε με το μετάλλιο της Λεγεώνας της Τιμής, την ύψιστη στρατιωτική διάκριση στη Γαλλία, καθώς και με το αμερικανικό Μετάλλιο της Ελευθερίας. Έλαβε επίσης διακρίσεις από την Αυστραλία, τη Βρετανία και τη Νέα Ζηλανδία.
Γεννημένη στη Νέα Ζηλανδία, η Γουέικ μετεγκαταστάθηκε ως βρέφος στην Αυστραλία, όπου και μεγάλωσε. Εργάστηκε για μικρό διάστημα ως νοσοκόμα και στη συνέχεια ως δημοσιογράφος στην Ευρώπη. Από το 2001 ζούσε στο Λονδίνο. Το 1939 παντρεύτηκε έναν γάλλο επιχειρηματία, τον Ανρί Φιοκά.
Εγκλωβίστηκε στη Γαλλία όταν εισέβαλαν οι Ναζί και σύντομα έγινε κατάσκοπος. Όταν την πρόδωσαν, διέφυγε στο Λονδίνο, αλλά ο σύζυγός της βασανίστηκε και δολοφονήθηκε από την Γκεστάπο.
Ο Γκρέγκορ Μέντελ (20 Ιουλίου 1822 - 6 Ιανουαρίου 1884) γεννήθηκε στην πόλη Χάιντσεντορφ της τότε Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας. Το ενδιαφέρον του για τις Φυσικές Επιστήμες αναπτύχθηκε αρκετά νωρίς. Κατά τη διάρκεια της παιδικής του ηλικίας ο Μέντελ δούλεψε ως κηπουρός, ενώ σπούδασε για 2 χρόνια στο Φιλοσοφικό Ινστιτούτο του Όλομουτς. Το 1843 μόνασε στη μονή του τάγματος των Αυγουστινιανών στο Μπρυν (σημερινό Μπρνο, στην Τσεχία).
Ο Μέντελ γεννήθηκε με το όνομα Γιόχαν, το όνομα 'Γκρέγκορ' το απέκτησε με την είσοδό του στη μοναστική ζωή. Χειροτονήθηκε ιερέας το 1847, ενώ το 1850 έδωσε εξετάσεις για τακτικός δάσκαλος, χωρίς όμως επιτυχία. Ένα χρόνο αργότερα στάλθηκε από τη μονή του στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης για σπουδές φυσικής, χημείας, μαθηματικών, ζωολογία και βοτανικής. Το 1854 επέστρεψε στο Μπρυν και δίδαξε Φυσικές επιστήμες στο Γυμνάσιο της πόλης.