ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ
Σαν παραμυθάκι
- Πληροφοριακά Στοιχεία
- Γονική Κατηγορία: ΙΣΤΟΡΙΑ
- Κατηγορία: Ιστορίες ψαράδων
- Δημοσιεύθηκε : Σάββατο, 30 Μάιος 2015 20:57
- Γράφτηκε από τον/την Super User
- Εμφανίσεις: 1039
Πρώτη βραδιά στο πέλαγος
Ο μικρός με συναισθήματα ανάμεικτα προχώρησε προς τον πλάτανο. Ούτε καν το πραγματικό όνομα του φίλου του δεν κατόρθωσε να μάθει . Όμως όπως είπε ο κιαχαγιάς το πρωί θα τους έφερνε φρούτα Ήταν ευκαιρία να τον ρωτήσει ξανά αν και στο βάθος δεν ήθελε και τόσο να μάθει το όνομα αφού του είχε δώσει ένα νέο . Τον βασάνιζε όμως και μια άλλη σκέψη: Μήπως θα έπρεπε να φέρει τον μπόμπι κοντά στην αδερφή του? Άραγε θα την αναγνώριζε σαν αδερφή του ή απλά σαν ένα ξένο ζώο ίδιας φυλής? Και τελικά ήτανε σωστό να σμίξουν ξανά τα δυο σκυλιά ή πιο καλά να έμειναν έτσι όπως ήτανε στην νέα τους ζωή? Με τις σκέψεις αυτές έφτασε στην παραλία και έπιασε τον κάβο του καϊκιού. Ήδη στον πλάτανο είχε εμφανιστεί ο κιαχαγιάς και κάτι έλεγε και χειρονομούσε. Αλλά δεν μπορούσε να ακούσει καλά . Άλλωστε δεν θα χανότανε κιόλας. Ήδη ο καπετάνιος είχε μπεί στο καΐκι και είχε ανάψει τον φλόγιστρο. Έπρεπε ο μικρός να βιαστεί για να μην νυχτωθούν στο καλουμάρισμα. Πράγματι έλυσε τον κάβο μπήκε στο νερό και έσπρωξε το καΐκι ενώ ταυτόχρονα πιάστηκε από το χαλκά της πλώρης. Το όμορφο σκαρί πλατσούρισε λίγο και έφυγε πίσω παρασύροντας και τον μικρό που με ένα σάλτο βρέθηκε στην κουβέρτα μαζεύοντας το σχοινί. Σειρά είχε η άγκυρα. Την μάζευε από την πλώρη για να αναγκάσει το σκάφος να βλέπει προς το πέλαγος ώστε να μην χρειαστεί να βάλει κουπιά. Άλλωστε θα είχε όλο τον καιρό να χορτάσει κωπηλασία στο καλουμάρισμα και στο λεβάρισμα των παραγαδιών τους. Ήδη είχε τελειώσει και το μάζεμα της άγκυρας που την είχε ανεβάσει στην κουπαστή και την τακτοποιούσε όταν ακούστηκε η γνώριμη εντολή:-Μπροοοός Κατέβηκε στο αμπάρι και έδωσε κτύπημα στην μηχανή που πήρε αμέσως μπροστά σπάζοντας την σιγαλιά και σκεπάζοντας τον ήχο των τζιτζικιών στο ποτάμι του Άγκιστρου. Με το μπρός το τρεχαντήρι άρχισε να ανοίγεται προς το πέλαγος και ο μικρός καθισμένος στη πλώρη κοιτούσε αριστερά προς το μέρος του Φονιά. Ο πύργος έστεκε στη θέση του αγέρωχος αλλά κάτω από τον πύργο υπήρχε ένα άλλο σπιτάκι που έκρυβε τον καλό του φίλο. Όμως από τόσο μακριά δεν ξεχώριζε τίποτα. Άραγε θα ήτανε μέσα και ο μπόμπι ή θα καθότανε στην όχθη του ποταμού περιμένοντας τον φίλο του? Ο ήλιος ήτανε ακόμα ψηλά και ο μικρός θυμήθηκε πως είχε ένα ψάρι στο πανεράκι του που ήτανε το δώρο φίλου του. Μέχρι να πάνε στο «μέρος» έπρεπε να το κόψει σε κομματάκια και να φτιάξει ψαροδόλια ώστε με το πέσιμο του ήλιου να δοκιμάσει να πιάσει κανένα ψάρι για να ικανοποιήσει την υπόσχεσή του. Πραγματικά παίρνει το μαχαιράκι του και άρχισε να κόβει φέτες το ψάρι. Έφτιαξε 25-30 δολώματα ΄Εφταναν κιόλας Μακάρι να έβγαζε 25 ψάρια . Θα έκανε πανηγύρι με τον φίλο του. Αφού κοίταξε και τις δυο πετονιές του τα έβαλε ξανά στο πανεράκι του. Ήτανε πανέτοιμος για να εκπληρώσει την αποστολή του . Ο φίλος είχε πιάσει ένα ψάρι χωρίς δόλωμα και χωρίς εργαλεία. Ο μικρός με τα εργαλεία του έπρεπε να πιάσει πολύ περισσότερα Τις σκέψεις του αυτές τις διέκοψε ο ήχος της μηχανής που άλλαξε πήγε στο ρελαντί. Άρα φτάσανε. Σηκώθηκε και πραγματικά βλέπει πως ήτανε στο «μέρος» Φαινότανε τα σημάδια στο βουνό
Πρέπει να πούμε πως εκείνη την εποχή επειδή δεν υπήρχαν βυθόμετρα για να βρουν οι ψαράδες το μέρος όπου θα έριχναν παραγάδια ή δίχτυα έπρεπε να βάλουν δυο ακίνητα μέρη ως σημάδια στη στεριά που με νοητές ευθείες και την διασταύρωσή τους θα έδινε ένα σημείο όπου θα ήταν το «μέρος» Ο καπετάνιος έκανε κράτει και σβήνει την μηχανή. Τώρα είναι η σειρά του κωπηλάτη. Βάζει τα κουπιά και κάνει «Σία αριστερά » οπότε το σκάφος γύρισε κατά τον Φονιά. Ο καπετάνιος πήρε την πρώτη σαμαντούρα «σημαδούρα» έδεσε την άκρη του παραγαδιού και την πέταξε στη θάλασσα Καλουμάριζε μέχρι να πιάσει πάτο. Και τότε άρχισαν οι εντολές: -Μπροοοοος -Σία αριστεράα -σία και τα δυό -σίιαααααα .. Το σκάφος γύριζε και προχωρούσε ανάλογα με τις εντολές και τα αγκίστρια έπεφταν στην θάλασσα αδειάζοντας σιγά -σιγά το πανέρι. Είχε κατέβει αρκετά ο ήλιος όταν τα πανέρια άδειασαν και πετάξανε το χαλίκι στη θάλασσα . Μες το πανέρι πάντα βάζαμε ψιλό χαλίκι και όχι στεγνό για να κρατάει την πετονιά κάτω και να μην μπερδεύεται. Μόλις τελείωνε φυσικά το άδειαζαν μες την θάλασσα Ακόμα όμως ήταν μέρα. Και ο μικρός είχε και μια υποχρέωση Και ενώ το σκάφος αρμένιζε μόνο του ακούστηκε η φωνή του καπετάνιου από τα ανέλπιστα: -Θα δοκιμάζαμε κάθετή για κανένα λυθρίνι όσο βαστά ο ήλιος αλλά δεν έχουμε δόλωμα -Έχω κρατήσει εγώ απαντάει ο μικρός και ανοίγει το πανεράκι του -Βρε διαβολάκο που το βρήκες? Ρώτησε όλο απορία ο καπετάνιος. Τι να πει όμως? Θα τον πίστευε ?? Αποφάσισε να μην πει -Πόσο βάθος έχουμε εδώ? Ρωτάει αλλάζοντας θέμα -12 οργιές αλλά με το ρέμα θέλει 15-18 οργιές πετονιά Και ενώ ο καπετάνιος ετοιμάζει την άγκυρα ο μικρός ετοιμάζει την πετονιά του -Να αφήσεις το καΐκι να σταματήσει και μετά να ρίξεις λέει ο καπετάνιος και αφήνει την άγκυρα να βουλιάξει αργά –αργά.Ο μικρός δολώνει με επιμέλεια τα δύο αγκίστρια της κάθετής του και μόλις το καΐκι ορθοπλωρίζει αφήνει το βαρίδιο να πάει κάτω. Δεν πρόλαβε να το πιάσει πάτο και νοιώθει ένα δυνατό τράβηγμα και αμέσως μετά άλλο ένα. Δοκιμάζει αν ανεβάσει την πετονιά ήτανε ασήκωτη. Κάτι την τραβούσε με πολύ δύναμη προς τα κάτω είχε όμως μάθει να ψαρεύει ο μικρός από τα μαθήματα που του έκανε ο καπετάνιος. Όταν το ψάρι τραβάει του δίνουμε σφιχτά μπόσικα και μόλις σταματήσει να τραβάει το λεβάρουμε. Αυτό θα εφάρμοζε και ήταν ευκαιρία να αποδείξει πως ήτανε και σωστό Θα τα κατάφερνε άραγε??Όσο ανέβαζε την πετονιά τόσο και το βάρος μεγάλωνε αλλά έπρεπε να το ανεβάσει να δει τι είναι. Σε λίγο έφτασε στα χέρια του στο στριφτάρι και στην επιφάνεια στης θάλασσας είχαν πλαγιάσει 2 λυθρίνια του κιλού. Ο μικρός δεν έχασε καιρό άρπαξε την απόχη και έβαλε μέσα και τα δυο ψάρια από φόβο μην φύγουν και τα έφερε στη κουβέρτα. Το βλέπει ο καπετάνιος και αναφώνησε: -Μπρεεεεε !!!!! Η έκφραση αυτή χρησιμοποιειται κατά κύριο λόγο ως έκφραση θαυμασμού και όχι μόνο. Ο μικρός δεν έχασε χρόνο. Ξεψαρίζει τα ψάρια δολώνει τα αγκίστρια και αφήνει το βαρίδιο απαλά να πάει στον πυθμένα ενώ ταυτόχρονα βάζει τα ψάρια στο πανέρι και τα σκεπάζει με ένα τσουβάλι βρεγμένο. Αυτό θα τα κρατήσει ως το πρωί οπότε θα τα έβαζε μαζί με τα άλλα από το παραγάδι και φυσικά μαζί με αυτά που θα έπιαναν στην καθετή αφού στο μεταξύ και ο καπετάνιος έριξε καθετή για να δοκιμάσει. Τα ψάρια χτυπούσαν σαν «στραβά» Τώρα ανέβαζαν σκαθάρια μεγάλου μεγέθους και οι δυο το ίδιο. -Ίσα και θα γεμίσουμ του πανέρ με ντη καθετή (Ισα και θα γεμίσουμε το πανέρι με την καθετή)φώναξε ο καπετάνιος. Ο μικρός αμίλητος συνέχιζε να βγάζει πότε ένα πότε δυο και να τα ρίχνει στο πανέρι του. Μόλις νύχτωσε τσιμπούσαν πιο πολύ Άναψαν ένα φαναράκι και το έβαλαν πάνω στο σπιράγιο για να βλέπουν να δολώνουν και φυσικά τι ψάρια ανέβαζαν μη τυχόν και πιάσουν καμιά δράκαινα ή κανένα σκορπιό ή μουγκρί και τους κάνει ζημιά . Σε κάθε ρίξιμο βγάζανε και 1-2 ψάρια. Κάποια στιγμή ο μικρός θυμήθηκε τις ιστορίες του καπετάνιου πως όταν είναι να κάνει μπουρίνι τα ψάρια τσιμπούν σαν στραβά αλλά αφού στο σκάφος ήταν ο ίδιος ο καπετάνιος δεν υπήρχε λόγος ανησυχίας. Θα ήξερα πιο καλά τον καιρό. Γύρω στις 10 το βράδυ άρχισε να φυσάει ένα ασθενικό αεράκι από το πέλαγος αλλά η θάλασσα ήταν ήρεμη. Τα ψάρια αραίωσαν και τσιμπούσαν ασθενικά. -Πρέπει να σαλπάρουμε είπε ο καπετάνιος μάζεψε τις πετονιές -Να μην καθίσουμε καμιά ώρα ακόμα ?ρώτησε με αγωνία -Μπαααα Να τα μαζέψουμ για να πέσουμ γιαλό απάντησε ο καπετάνιος. Για να το λέει έτσι θα είναι κιόλας σκέφτηκε ο μικρός. Ύστερα είχε πιάσει και τόσα ψάρια οπότε θα το γλεντούσαν με τον φίλο του. Ας πήγαιναν γιαλό να ξαπλώσουν και λίγο και αύριο πάλι μέρα ήτανε .Ο μικρός με βαριά καρδιά άρχισε να μαζεύει την πετονιά του ενώ ο ήχος του φλόγιστρου έσπασε την σιγαλιά της νύχτας. Αφού τα μάζεψαν όλα και σήκωσαν και την άγκυρα έβαλαν μπροστά τη μηχανή και ο μικρός έμεινε στο αμπάρι ενώ στο δοιάκι ήτανε ο καπετάνιος. Που να πηγαίνανε άραγε? Μέσα στο Φονιά ήτανε αδύνατο να μπούνε την νύχτα. Θα κάνανε ζημιά. Αλλά τι τον ένοιαζε? Κοίταξε το πανεράκι του που ήτανε γεμάτο ψάρια και σκέφτηκε το γεύμα που θα κάνανε με τον φίλο του στην όχθη του Φονιά . Κοιτώντας την πλώρη την νύχτα μπροστά του διακρινότανε τα βράχια της Αγίας Παρασκευής
Λες να φουντάριζαν εδώ? Πραγματικά μόλις πέρασαν τους βράχους το καΐκι έστριψε αριστερά και η μηχανή κατέβηκε στο ρελαντί. Εδώ θα έμενα. –Ετοίμασε το σίδερο.. Όντως έσβησε η μηχανή έπεσε η άγκυρα και το καΐκι ηρέμησε στον κόλπο της Αγιας Παρασκευής που είναι αμμώδης και δεν έχει που να σκαλώσει η άγκυρα κάτω .Εδώ θα κοιμηθούμε Έδεσαν καλά τη πλώρη του σκάφους με το σκοινί της άγκυρας και έστρωσαν στο αμπάρι. Μια κουρελού και μια κουβέρτα και φυσικά ύπνος με τα ρούχα. Μια τελευταία ματιά στο πετρέλαιο και στη πυρόφουσκα και ύπνο είναι πολύ όμορφα να κοιμάται κανείς σε σκάφος και να κουνάει η θάλασσα ανάλαφρα από κάτω ακούγονται τα χαλίκια να χτυπάνε και δίπλα να πετάγονται ψάρια παίζοντας ή κυνηγώντας . Θεσπέσιος ύπνος . Ο μικρός έριξε μια τελευταία ματιά στο πέλαγος. Σαν να του φάνηκε πως είδε μια λάμψη. Το ανέφερε στον καπετάνιο: Σαν να είδα αστραπή στο πέλαγος. Σηκώνεται ο καπετάνιος και κοιτάει προς τα εκεί. Τίποτα Μόνο ο φάρος της Αλεξανδρούπολης διακρίνεται να τρεμοφέγγει.- Ο φάρος είναι λέει στο μικρό Να ξέρεις όμως αν πέσουμε σε φουρτούνα να πιάσεις αυτήν εδώ την σαμαντούρα σφιχτα λέει και του δείχνει μια σιδερένια σημαδούρα δίπλα στην κουπαστή. Μπήκαν και οι δυο στο αμπάρι και ξάπλωσαν με ανοιχτά τα καπάκια για δροσιά. Μες την σιγαλιά της νύχτας ακουγότανε πολλές και διάφορες φωνές ζώων και ήχοι που ανακατευόταν αρμονικά. Έξω ακουγότανε οι φωνές από δυο νυχτοπούλια μαζί με τους ήχους από τριζόνια και χλιμίντρισμα από μουλάρια (μλάρια) και στο βάθος γαβγίσματα σκύλων. Θα ήτανε μαζί και η φωνή του μπόμπι σκέφτηκε ο μικρός και θα περιμένει το γεύμα που του είχε υποσχεθεί και θα το έφτιαχνε αφού είχε πιάσει πολλά ψάρια με δόλωμα το ψάρι του . Όλη αυτή η σύνθεση ήχων τους νανούριζε γλυκά -γλυκά. Το καΐκι κουνούσε όλο και πιο έντονα και έστρεφε συνεχώς την πλώρη του αριστερά και δεξιά σαν πουλαράκι μικρό και άβγαλτο. Έξω φαινότανε η εκκλησία της Αγίας Παρασκευής που σχεδόν ακουμπάει στη θάλασσα και φαίνεται να την κάνει μύρο για να ταξιδεύουν με ασφάλεια οι ναυτικοί. Θα ήτανε άραγε όμορφη η βραδιά??Οι δυο τους αποκοιμήθηκαν αφού τους περίμενε μια πολύ δύσκολη ημέρα με το λεβάρισμα των παραγαδιών και αν είχανε καλή ψαριά έπρεπε να το επαναλάβουν αφού πήγαιναν τα ψάρια στο λιμανάκι στα Θέρμα για να το δώσουν στους μαγαζάτορες της περιοχής. Μόλις είχε δειλά - δειλά να αναπτύσσεται ο τουρισμός στην περιοχή αλλά δεν είχε ακόμα καλό οδικό δίκτυο και οι μεταφορές γινότανε μα καΐκια Σε κάποια στιγμή το καΐκι άρχισε να σκαμπανεβάζει όλο και πιο ρυθμικά και πιο νευρικά. Κάνει ο μικρός να ρωτήσει τον καπετάνιο τι έχει γίνει αλλά δίπλα του δεν βλέπει κανένα. Ψαχουλεύει με το χέρι του και πιάνει σκέτα τα σκεπάσματα . Τι να είχε συμβεί. Προσπαθεί να συρθεί στο αμπάρι προς την μηχανή και να βγάλει έξω το κεφάλι του να δει αλλά τον δυσκολεύει το κούνημα του καϊκιού. Σε κάποια στιγμή βλέπει την εκκλησία να έχει πλησιάσει πάρα πολύ και σχεδόν τα βράχια της παραλίας να είναι δίπλα στη μάσκα του σκάφους. Παραπάνω ανέφερα πως η παραλία είναι αμμώδης και η άγκυρα δεν έχει που να πιάσει στον πυθμένα. Επομένως στην φουρτούνα η άγκυρα οργώνει τον βυθό και το σκάφος ξεσέρνει και μετακινείται επικίνδυνα. Κοιτάει την κουπαστή τα κουπιά στη θέση τους και το παλάγγο διπλα από τα φαλάγγια. Τα σκοινιά μαζεμένα εκτός από αυτό της άγκυρας το πανεράκι του δίπλα στο αμπάρι και οι κουρελούδες μαζί με τις κουβέρτες απλωμένα στο αμπάρι. Ο αέρας τον χτυπούσε στο πρόσωπο και ο κυματισμός δυνάμωνε σπρώχνοντας το σκάφος στα βράχια. Αλλά ο καπετάνιος που είχε πάει? Δεν πρόλαβε να το σκεφτεί πολύ και ακούστηκε μες την φασαρία ο γνώριμος ήχος του φλόγιστρου . Να που ήτανε ο καπετάνιος. Ζέσταινε την μηχανή που δεν είχε προλάβει να κρυώσει τελείως. Έπρεπε όμως οι ενέργειες να γίνουν συντονισμένες; Να πάρει μπρος η μηχανή να διατηρηθεί η πλώρη προς το πέλαγος αφού δεν είχε ανάποδα να σηκωθεί η άγκυρα και το πιο σημαντικό: Να μη προλάβει ο κυματισμός και τους πετάξει στα ρηχά όπου η μηχανή θα ήτανε άχρηστη. Στο μεταξύ άρχισε να βρέχει τόσο πολύ που δεν έβλεπες από την πλώρη την πρύμνη. Η θάλασσα αγρίευε όσο πάει και χειρότερα αλλά ο μικρός κοιτούσε την εκκλησία που διακρινότανε στο σκοτάδι Σκέφτηκε πως η Αγία Παρασκευή δεν θα τους αφηνε να πνιγούν αλλά θα έβρισκε τρόπο να τους βοηθήσει
Μέσα σε αυτά θυμήθηκε την σωτήρια φράση: αν πέσουμε σε φουρτούνα να πιάσεις αυτήν εδώ την σαμαντούρα σφιχτά. –Μπροοοός ακούστηκε η γνώριμη φωνή Ο μικρός δίνει μια στο βολάν με όλη τη δυναμη του ποδιού του. Πάνω στον πανικό δεν πρόλαβε να τραβήξει το πόδι του και η μηχανή που άρπαξε αμέσως τον πέταξε ψηλά ευτυχώς που κρατούσε το σπιράγιο και δεν έφυγε από το σκάφος. Αμέσως πιάνει την σαμαντούρα σφιχτά ενώ ο καπετάνιος κάνοντα μπρος στο ρελαντί σηκώνει και τυλίγει το σκοινί της άγκυρας. Η μηχανή με χαμηλές στροφές μόλις και μετά βίας κρατούσε το σκάφος. Κάποια στιγμή που πήρε στην άγκυρα άνοιξε πιο βαθειά και λέει στο μικρό:- Έλα πίσω . Θα θυμίσω εδώ πως η μηχανή ήτανε σχετικά μικρή και ξεπροπέλιαζε. Άρα ήθελε βάρος πίσω .΄ Κυρίως όμως το πίσω πήγαινε αλλού. Επειδή έβρεχε ο καπετάνιος σκεφτηκε να βάλει τον μικρό μέσα στην ζεστασιά της μηχανής στο σπιράγιο. Και όντως αυτό έκανε. Μόλις βγήκε το καΐκι από τον κόλπο της Αγίας Παρασκευής ανεβάζει τις στροφές της μηχανής και ο μικρός ακούει μια φράση που θα του μείνει αξέχαστη: -Τώρα βγάλε καπνό. Η φράση αυτή σημαίνει πως τώρα δε σε φοβάμαι. Το σκάφος άνοιξε στο πέλαγος και έστριψε δεξιά προς τον Άγκιστρο. Δεν είχε πορεία προς το λιμάνι. Μα πού θα πήγαιναν? Από τον Άγκιστρο είχαν φύγει για να μη τους πιάσει μπουρίνι. Θυμάστε που τα ψάρια τσιμπούσαν σαν στραβά? Εαυτό είναι δείγμα πως θα βγάλει μπουρίνι αλλά πολλοί δεν το ξερουν και την πατάνε κυρίως ερασιτέχνες με εξωλέμβιες μηχανές. Δεν κατηγορώ τις εξωλέμβιες ίσα –ίσα που είναι πολύστροφες αν και με εξωλέμβια είχα ξοριάσει αργότερα .Θυμάμαι όμως την φράση πολλών παλιών καπεταναίων: Ζήσεις χρονίσεις μηχανή καθιστή και πετρελαίου να έχεις (Ζηης χουυνίσς μηχανή καθστή με του γαζ). Το σκάφος πάλευε με τα κύματα ο ουρανός κοβότανε στα δύο η θάλασσα μούγκριζε κανένας ήχος από την στεριά εκτός από το σκάσιμο των κυμάτων και οι δυο ψαράδες να ταξιδεύουν χωρίς όργανα βασιζόμενοι μόνο στην πείρα του καπετάνιου στο ένστικτο και σε μια μηχανή μονοκύλινδρη.
Ειχανε αφήσει πίσω τους σκοτεινούς όγκους των βράχων της Αγίας Παρασκευής και ταξίδευαν όλο δεξιά σε μέρος που ο μικρός δεν ήξερε .Στον Άγκιστρο δεν μπορούσαν να πιάσουν ούτως η άλλως. Που λοιπόν θα πήγαιναν?? Και τι θα γινότανε η υπόσχεση που είχε δώσει στον φίλο του? Όλο και απομακρυνότανε από το σημείο συνάντησης. Αλήθεια σε αυτόν τον χαλασμό ο μπόμπι θα ήτανε στο σπιτάκι του? Θα τον προστάτευε από την βροχή και τον αέρα? Ποιος ξέρει? Αλλά τα σκυλιά μπορούν και μόνα τους να προστατευτούν. Όχι όπως οι άνθρωποι Στη κατάσταση που ήτανε και οι ναυτικοί δεν μπορούσαν να πιάσουν στεριά και σε λίγο θα χρειαζότανε πόσιμο νεράκι Αν ήμουν στο αμπάρι θα έπινα λίγο νεράκι σκέφτηκε ο μικρός Στην κατάσταση όμως αυτή πρώτη προτεραιότητα ήτανε να επιβιώσουν από τα στοιχεία της φύσης. Αν αντέχανε 1-2 ώρες ακόμα θα ξημέρωνε και την ημέρα όλα είναι υπό έλεγχο. Από την άλλη πάλι ο καπετάνιος δεν ήξερε που πήγαινε? Με αυτές τα σκέψεις ξεχώρισε η σιλουέτα του πλάτανου στον Άγκιστρο και το καΐκι ταξίδευε στο πέλαγος Άρα δεν πηγαίνανε στον Άγκιστρο αλλά κάπου αλλού Ήδη στο πέλαγος είχε κόψει η βροχή και το σκάφος ταξίδευε ομαλά άνω στις κορυφές των κυμάτων Ο μικρός έβγαλε δειλά –δειλά το κεφάλι του έξω βλέποντας τους αφρούς που σκάγανε στην πλώρη του σκάφους Καλοτάξιδο σκαρί με καλό καπετάνιο και μηχανή .Τι να φοβηθεί κανείς? Φυσικά η Αγία Παρασκευή είχε βάλει το χέρι της Αν αργούσε λίγο να πάρει μπροστά η μηχανή που δεν ήτανε και ασυνήθιστο θα τους είχε σπάσει στα βράχια έξω. Αφού καβατζάρανε τον κάβο του Άγκιστρου έστριψε ελαφρώς δεξιά και συνέχισε με ταχύτητα πορείας Στο βάθος ξεχώριζε ο όγκος του βουνού που κατέβαινε προς τη θάλασσα. Ήδη άρχισε να χαράζει κιόλας και είδανε από γιαλό να σκάνε κύματα θεόρατα και το σκάφος ανέβαινε και κατέβαινε σε βουνά κυμάτων. Αλλά προχωρούσε απτόητα προς τον όγκο Φαινότανε ένας κάβος από μακριά όπου τα κύματα έσκαγαν Ίσως θα πήγαιναν εκεί μετά τον κάβο ποιος ξέρει Όσο ξημέρωνε τόσο ο συλλογισμός γινότανε βεβαιότητα. Πραγματικά μόλις πέρασαν τον κάβο είχε πια ξημερώσει για τα καλά Τα κύματα ήτανε βουβά και αναρια μεταξύ τους και ο αέρας είχε κόψει Ο καπετάνιος έκανε αργά τη μηχανή και πέρασαν γιαλό όπου είχε άλλα δυο καΐκια και τα δυο τρεχαντήρια Το ένα ήταν του καπετάν Βαγγέλη και το άλλο του καπετάν Γιώργη με τον πατέρα του Γνώριμα και τα δυο φουνταρισμένα εδώ. Είχαν φτάσει στη περίφημη παραλία των Κήπων Την παραλία αυτή την είχε ακούσει ο μικρός σε ιστορίες απο τον καπετάνιο. Να όμως που ήρθε η ώρα να την δει από κοντά. Πανεμορφη αλλά με άγρια ομορφιά
Εδώ λοιπόν ήτανε το φουντάγιο με το μπουρίνι? Έκανε κράτει η μηχανή και ακούστηκε η καδένα της άγκυρας που έφευγε προς τον πυθμένα. Πολύ ωραία παραλία μόνο που δεν μπορουσαν να βγούν έξω εξαιτίας του κυματισμού. Οι καπεταναίοι άναψαν τσιγάρο και κουβέντιαζαν. Τα άλλα δυο τρεχαντήρια είχαν βάλει δίχτυα. Ο μικρός μόνο παραγάδια. Συζητούσαν πώς θα πήγαιναν να πάρουν τα εργαλεία αν έσπαγε ο καιρός πράγμα δύσκολο. Το μπουρίνι είχε περάσει αλλά άφησε πίσω του κυματισμό βουνά. Έτσι έφτασε ο ήλιος ψηλά. Η απόφαση είχε βγει: Πάμε για λιμάνι και αν κόψει ερχόμαστε για τα εργαλεία μας και εννοούσαν τα δίχτυα ή τα παραγάδια . Ό,τι είχε βάλει ο καθένας μας.
Σχόλια
Παραθέτοντας Σιάκα Ειρήνη:
Καλή ιδέα!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!
Μετα από κάθε νηνεμία έρχεται φουρτουνα.. Το έμαθες πολύ καλά από τότε που σε ειχα πλήρωμα στη βάρκα μας!!!!!!!!!!!!!!!
Ξέρω πως σου αρέσει πολύ το ψάρεμα
Τα σημάδια τα ήξερα λίγοι καπεταναίοι και τα μεταβίβαζαν στα παιδιά τους σαν κάτι πατροπαράδοτο μυστικο!!!!!
Είναι τα γνήσια Σαμοθρακίτικα όπως τα μιλούσαμε την δεκαετία του 60
Τροφοδοσία RSS για τα σχόλια αυτού του άρθρου.