ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ
Σαν παραμυθάκι
- Πληροφοριακά Στοιχεία
- Γονική Κατηγορία: ΙΣΤΟΡΙΑ
- Κατηγορία: Ιστορίες ψαράδων
- Δημοσιεύθηκε : Σάββατο, 30 Μάιος 2015 20:57
- Γράφτηκε από τον/την Super User
- Εμφανίσεις: 1039
Γνωριμία με τις πανέμορφες αλλά απρόσιτες παραλίες της Σαμοθράκης
Τα καΐκια έβαλαν μπρος τις μηχανές. Τα δυο έφυγαν για τον Άγκιστρο . Το καΐκι του μικρού έφυγε για την Βουρλιά. Ήτανε δύσκολο να νικήσει τον κυματισμό. Πιο καλά να τον είχε πρίμα Φεύγουν λοιπόν να πάνε στο λιμάνι και οι δυο καθισμένοι στη πρύμνη για να πιάνει η προπέλα. Ήτανε πρώτη φορά που ο μικρός θα έκανε τον γύρο του νησιού έστω και με αυτόν τον τρόπο.Ήδη τα ψάρια που είχε στο πανεράκι του είχαν αρχίσει να μυρίζουν. –Να τα πετάξεις λέει ο καπετάνιος. Περνώντας από την Βουρλιά ο μικρός βγάζει το πανεράκι και το αδειάζει στη θάλασσα. Ήδη τα θαλασσοπούλια το πήρανε χαμπάρι. Ένα κοπάδι γλάροι σηκώθηκε με τη μία και μερικές καραπλάνκες (κορμοράνοι) που ήτανε καθισμένοι στους βράχους έπεσαν στο νερό. Έτοιμη τροφή και θα την άφηναν έτσι? Βέβαια έπρεπε πρώτα να την τεμαχίσουν αφού ήτανε πολύ μεγάλα τα ψάρια σκέφτηκε ο μικρός. Από την άλλη όμως αυτά τα ψάρια ήτανε και το φαγητό που είχε τάξει στον φίλο του. Με μισή καρδιά τα πετούσε αφού είχαν ήδη σχεδόν βρωμίσει. Ε όχι και να τα περιποιηθεί για να τα φάνε κάποια θαλασσοπούλια!!!!! Ας κουραζότανε και λίγο δεν πειράζει. Έτσι άδειασε όλο το πανεράκι με τα πανέμορφα ψάρια που ειχε πιάσει με την καθετή χρησιμοποιώντας δόλωμα το ψάρι του μπόμπι. Ανοιχτά περνώντας φάνηκε το κρεμαστό ο πιο όμορφος καταράκτης που είχε δει ποτέ. Φαίνεται το νερό σαν να σκάει απο μέσα απο τα βράχια και να πέφτει στην θάλασσα
Το Κρεμαστό Νερό ευρίσκεται στη νότια ακτή της νήσου κι είναι προσβάσιμο μόνο δια θαλάσσης. Λέγεται έτσι επειδή είναι ένας καταρράκτης που πέφτει στη θάλασσα! (Για να πάει κανείς σε αυτόν τον πλανήτη να δει άλλο μέρος όπου καταρράκτες πέφτουν στη θάλασσα, θα πρέπει να ταξιδέψει έως τη Γροιλανδία!). Το χειμώνα, λόγω πολλών νερών, ο καταρράκτης δε γλείφει τα βράχια και πέφτει στον αέρα. Εξ ου και τ' όνομά του. Ο καταρράκτης αυτός καταγράφεται ως ο υψηλότερος στην Ελλάδα, 4ος στην Ευρώπη κι 11ος στον πλανήτη, αφού πέφτει από ύψος 180 μ.! Το νερό φαίνεται να σκάει μέσα από το βουνό αλλά δε είναι έτσι.
Είναι πολύ εντυπωσιακό και είναι σαν το νερό να γίνεται σκόνη κατεβαίνοντας από ύψος 180 μέτρων. Δεν μπορούσαν να πλησιάσουν πολύ κοντά εξαιτίας των κυμάτων. Ο μικρός όμως υποσχέθηκε στον εαυτό του πως κάποια άλλη φορά που θα ήτανε μπουνάτσα θα ερχότανε να τον δει από πολύ κοντά Προς το παρόν έπρεπε να τον θαυμάσει από μακριά ενώ το καΐκι προχωρούσε Σε λίγο φάνηκε μια πανέμορφη παραλία κλειστή από παντού και ένα ποταμάκι κυλούσε προς τη θάλασσα.Η πανέμορφη παραλία του Βάτου. Ευκαιρία να χορτάσουν νερό αλλά ήτανε δύσκολο να προσεγγισουν την παραλία.Μεγάλος κυματισμός και το σκάφος κινδύνευε να σπάσει αν κτυπούσε κάτω.Άραγε θα δοκίμαζαν να βγούνε?
Ο μικρός θυμήθηκε πως διψούσε αλλά ήτανε αδύνατον να πέσουν γιαλό. Ο καπετανιος σαν να διάβασε τη σκέψη του:-Κάνε υπομονή και σε λίγο θα βρούμε και νερό είπε και έβγαλε να ανάψει ένα τσιγάρο για να ξεχάσει τη δίψα του. Τι να κάνει ο μικρος? Άπλωσε το χέρι του στη θάλασσα και πήρε λίγο νεράκι βρέχοντας τα χείλη του.Ο μικρός θυμήθηκε πως διψούσε αλλά ήτανε αδύνατον να πέσουν γιαλό. Ο καπετανιος σαν να διάβασε τη σκέψη του:-Κάνε υπομονή και σε λίγο θα βρούμε και νερό είπε και έβγαλε να ανάψει ένα τσιγάρο για να ξεχάσει τη δίψα του. Είναι πολύ παράξενο αλλά να βρεθείς στη θάλασσα με τόσο νερό και να πάθεις αφυδάτωση? Και όμως.. Φυσικά υπάρχει εξήγηση για όλα φταίει το αλάτι που έχει μέσα το θαλασσινό νερό άρχισε λοιπόν να σκέφτεται τον φίλο του που ήτανε στο ποτάμι του Φονιά. Αυτός είχε όσο νερό ήθελε τουλάχιστον αλλά φαγητό είχε? Βέβαια ο μικρός ούτε νερό ούτε φαγητό είχε.Αλλα για μια στιγμή? Μέσα στο δισάκι είχε μια ντομάτα και λίγο ψωμάκι. Ευκαιρία να το φάνε από μισό. Αν όμως στραβοκατάπιναν και ήθελαν νερό? Όχι .. ας περίμενε Σε λίγο φάνηκε ένας βράχος ασυνήθιστος:
- Τι είναι αυτό? Ρώτησε ανυπόμονα –Αυτά είναι της γριάς τα τζάτζαλα (πανιά) απάντησε ο καπετάνιος σχεδόν αμέσως Ο μικρός ξέχασε και την πείνα και την δίψα του κοιτούσε χωρίς να χορταίνει. Τι φτιάχνει η φύση όταν έχει κέφια? Σκέφτηκε Φαινότανε σαν κάποια γυναίκα να είχε απλώσει τα πανιά της να στεγνώσουν και αυτά μαρμάρωσαν εκεί πάνω . Προφανώς είναι γεωλογικοί σχηματισμοί υπό μεγάλη πίεση και μετά από διάβρωση πολλών αιώνων. Φυσικά η μορφή τους και το σχήμα τους έδινε τροφή στη φαντασία των ντόπιων. Και έφτιαξαν ένα μύθο που μεταφέρεται από γενιά σε γενιά όπως άλλωστε και κάθε τόπος. Εδώ τη Σαμοθράκη κυρίαρχα στοιχεία της φαντασίας αυτής είναι: Ο τόπακας , ο μούτσινους , η γιααααγκίδα και το στχειό.
Φυσικά επιμέρους η μυθοπλασία ήθελε μια γριούλα να απλώνει τα κουρέλια της στον ήλιο για να στεγνώσουν και αυτά να μαρμαρώνουν πάνω στα βράχια . Όταν η θάλασσα είναι μπουνάτσα και το καΐκι πλησιάσει την ακτή ο σχηματισμός είναι υπέροχος. Αν αυτό γίνει αρκετά πρωί επειδή τα οι γρανίτες είναι υγροί από την πρωινή υγρασία το φώς του ήλιου παιχνιδίζει και από ανάκλαση και διάχυση δίνει διάφορους χρωματισμούς που φαντάζουν θεσπέσιοι. Αν έχει όμως και ομίχλη τότε «ζωντανεύει » ακόμα και η γριούλα και φαίνεται να κινείται πάνω στα βράχια καθοδηγώντας τα κατσίκια της. Αυτά όμως από μεταγενέστερο χρόνο. Τώρα ο μικρός ναύτης είχε κρεμαστεί στη κουπαστή και είχε ξεχάσει τη δίψα του θαυμάζοντας την όμορφη αλλά απροσπέλαστη ακτή. Υποσχέθηκε όμως πως θα ερχότανε ξανά να δει να θαυμάσει και να καταγράψει ότι υπήρχε .Στη νότια ακτή του νησιού, όπου μπορεί κανείς να πλησιάσει μόνο με σκάφος, βρίσκονται Της Γριάς τα Πανιά, ένα από τα αξιοθέατα της φύσης στη Σαμοθράκη.
Πρόκειται έναν παράξενο γεωλογικό σχηματισμό πάνω στα βράχια της ακτογραμμής, που μοιάζει με τεράστια υφάσματα. Οι ντόπιοι καθιέρωσαν την ονομασία Της Γριάς τα Πανιά, συνδυάζοντας το σημείο με έναν από τους αρχαίους θρύλους της Σαμοθράκης.Ο θρύλος που εξηγεί Της Γριάς τα Πανιά, λέει πως κάποτε ζούσε εδώ μια ηλικιωμένη γυναίκα με μόνη συντροφιά τα κατσίκια της. Μια μέρα, που είχε αφήσει τα πλυμένα ρούχα της στο βράχο να στεγνώσουν, φύσηξε δυνατός αέρας που τα κατέσχισε και τα πέταξε στην ακτή. Στεναχωρημένη και πικραμένη η γυναίκα τα καταράστηκε να πετρώσουν, όπως και έγινε! Της Γριάς τα Πανιά δεν είναι παρά τα ρούχα της ηλικιωμένης εκείνης, που έμειναν πάνω στο γκρίζο βράχο να διακρίνονται μόνο από τις ολόλευκες γραμμές που τον κατασχίζουν. Στο μεταξύ η μηχανή απτόητη : ντούκου- ντούκου –ντούκου έσπρωχνε τον Άγιο Νικόλαο προς τα δεξιά. Ήδη τα πανιά της γριάς είχανε μείνει πίσω και ο μικρός αναπολούσε τον καλό του φίλο. Είχε ήδη ξημερώσει για τα καλά. Τέτοια ώρα ο μπόμπι θα είχε ξυπνήσει και αφού είχε κάνει επιθεώρηση την περιοχή του θα είχε πάει στο ποτάμι. Σαν να τον έβλεπε ο μικρός. Θα είχε καθίσει στα πίσω πόδια του και θα έβλεπε προς το πέλαγος περιμένοντας να ακούσει τον γνώριμο ήχο της μηχανής που θα έφερνε κοντά του τον μικρό ναύτη. Τα πανιά της γριάς είναι διαμετρικά αντίθετα από τον Φονιά Άρα για να πάει εκεί είχε πολύ δρόμο ακόμα. Αλλά τι θα γινότανε? Θα πήγαινε εκεί ξανά σήμερα? Και αν πήγαινε που θα έβρισκε τα ψάρια που του είχε τάξει? Αφού αυτά που πιάσανε τα είχανε πετάξει. Θα εξηγούσε βέβαια στον φίλο του σε κάποια γλώσσα . Θα καταλάβαινε όμως? Μήπως πίστευε πως τον είχε ξεχάσει κιόλας και ένοιωθε απογοήτευση?? Τέτοιες σκέψεις στριφογύριζαν στο μυαλό του μικρού. Στο μεταξύ η δίψα είχε μεγαλώσει και άρχισε ν συνοδεύεται και από πείνα. Κοιτάει κατά την πρύμνη και βλέπει τον καπετάνιο να έχει ανάψει τσιγάρο και ο καπνός να συνοδεύει τον καπνό που έβγαζε η μηχανή. Δούλευε τόσες ώρες αλλά ήτανε υδρόψυκτη οπότε δεν κινδύνευε να πάθει ζημιά. Ο πρωινός στεριανός αέρας που κατέβαινε από τα βουνά του δρόσισε το μέτωπο και ανακούφισε λίγο την δίψα του. Έσκυψε στην κουπαστή και έβαλε το χέρι του στη θάλασσα. Πόσο δροσερή ήτανε!!!!!! Έφερε το χέρι στο στόμα και δρόσισε και τα χείλη του . Δεν μπορεί σκέφτηκε. Ο καπετάνιος που ήτανε έμπειρος κάτι θα είχε στο μυαλό του. Ξαφνικά ο ήχος της μηχανής άλλαξε. Χαμήλωσαν οι στροφές. Κοιτάει έξω και βλέπει μια πανέμορφη παραλία με άσπρη άμμο σαν από κάποιο αόρατο ποτάμι. Πρώτη φορά έβλεπε ο μικρός τόση ποταμίσια άμμο μαζεμένη σε παραλία. Δεν τον ένοιαζε που ήταν το ποτάμι όσο το πως θα βρίσκανε νερό να πιούνε
Το σκάφος έστριψε δεξιά και πήγαινε αργά προς την αμμουδιά .Κατάλαβε ο μικρός πως εδώ θα σταματούσαν για κάποιο λόγο. Σηκώθηκε και ετοίμασε το σχοινί της πλώρης. Ήξερε πως αν ήταν να φουντάρουν ο ένας θα είχε την άγκυρα και ο άλλος το σχοινί της πλώρης. Το τύλιξε σε κουλούρα γύρω από το χέρι του και κοίταξε τον βυθό. Στα κρυστάλλινα νερά υπήρχε άμμος και πολλά ψαράκια που τρέχανε χωρίς νόημα. Παίζανε ή κυνηγούσανε. Άκουσε τον θόρυβο που έκανε η άγκυρα πέφτοντας στο νερό και προχώρησε στην πλώρη να είναι έτοιμος να κάνει σάλτο. Το καΐκι ήρθε ομαλά και κάθισε στην άμμο . Η μηχανή ακόμα δούλευε πίσω αλλά ο μικρός ένοιωσε πως σχεδόν ήτανε στη στεριά. Το όμορφο σκαρί είχε ακουμπήσει τον βυθό και έμεινε ακίνητο σαν να έλεγε: Σας έφερα με ασφάλεια στην άμμο. Ο καπετάνιος αφού εδεσε την το σχοινί της άγκυρας κοίταξε γύρω αμίλητος ενώ ο μικρός ετοιμάστηκε για μια νεα εξερέυνησηΉτανε αρκετά βαθειά. Κατεβαίνει ο μικρός και απλώνει το σκοινί το δένει χαλαρά σε ένα «γιαλόξλο» . Είναι ξύλο που το έχει πετάξει η θάλασσα στην στεριά. Συνήθως κορμός δέντρου. Κοίταξε προς τη θάλασσα. Το όμορφο τρεχαντηράκι πλατσουρίζε αμέριμνο πάνω στα κυματάκια της θάλασσας παίζοντας μαζί τους. Ο καπετάνιος είχε ήδη πάρει το παγουράκι και κατέβηκε και αυτός. Μπροστά φαινότανε ένα εκκλησάκι πανω στα βράχια.Είναι το διάσημο εκκλησάκι της Παναγίας της Κρημνιώτισσας που στέκεται αγέρωχα πάνω στο βράχο και φυλάει όλους τους ναυτικούς του κόσμου.
Ο μικρός προχώρησε προς το μέρος του καπετάνιου. Κρατούσε ένα μικρός φτυάρι που το είχανε για να στρώνουν τον ορκό. Ορκός είναι το μέρος που τραβούν τα καΐκι έξω στη στεριά πάνω στα φαλάγγια τους. Προχώρησε λίγα μέτρα και άρχισε να σκάβει στην άμμο. Στους 20 πόντους παρουσιάστηκε νερό πολύ δροσερό. Ο καπετάνιος με ένα μικρό μαστραπά το έπαιρνε και βάζοντας το μαντήλι μπροστά σν σουρωτήρι το έριχνε μέσα στο παγουράκι.Σιγά σιγά το παγουράκι γέμιζε. Όταν έφτασε στα μισά γεμίζει ένα μπαστραπά και το δίνει στο μικρό. –Πιές του λέει. Ο μικρός το πήρε στα χέρια του και χωρίς καμιά κουβέντα άρχισε να πίνει. Το νερό ήτανε πού δροσερό αλλά γλυφό. Όμως με την δίψα που ειχε του φαινόταν σαν νερό Α διαλογής. –Γένα αααααα πιείς ( ένα να πιείς)του λέει ο καπετάνιος. Σια γύστηηα αααα πιεις ακόμα γένα. Με του μαλακό. (Πιο μετά θα πιείς ακόμ ένα)Αυτό ήτανε και το σωστό. Αφού ο ήπιε ο μικρός άφησε τον μαστραπά και ήπιε και ένα ο καπετάνιος. Το παγούρακι ήτανε γεμάτο. -Παρτο και και πάντου στ αμπαρ.. (Πάρτο και πήγαινέ το στο αμπάρι)Ο μικρός πήρε το παγούρι και τράβηξε για το σκάφος ενώ ο καπετάνιος άναψε τσιγάρο. Πηγαίνοντας για το καΐκι σκεφτόταν: καλά ήπιαμε αλλά από τροφή?? Μπαίνει μέσα αφήνει το νερό σε σκιερό μέρος και ψάχνει για την κμπάνια. Βλέπει πως είχε μείνει ένα μεγάλο κομμάτι ψωμί μια ντομάτα και κάμποσες ελιές. Τα παίρνει όλα και βγαίνει στην παραλία. –Ααα καλά έκανες και το έφερες του λέει ο καπατένιος.Παίρνει τν σουγιά που ητανε δεμένος με σπάγγο από την ζώνη του και κόβει την ντομάτα στα τέσσερα. Πήγαινε να την πλύνεις σντου γιαλό. Είπε κοφτά. Το ξέπλυμα στη θάλασσα είχε διπλό ρόλο: Και να πλυθεί και να αλατιστεί. Πράγματι ήτανε πιο νόστιμη έτσι. Μοιράζονται λοιπόν την ντομάτα και τις ελιές . Τρώνε για κολατσιό και το ψωμί . Κάπως χόρτασαν Πιο καλά ξεγέλασαν την πείνα τους. Αν είχανε κρατήσει και τα ψάρια θα τα είχανε ψήσει εδώ και θα τρώγανε καλά σκέφτηκε ο μικρός αλλά τις σκέψεις του τις διέκοψε ένα γάβγισμα.
Τινάχτηκε ο μικρός πάνω Είναι δυνατόν να είχε έρθει εδώ ο φίλος τους? Μα πως πέρασε όλες αυτές τις απροσπέλαστες ακτές που δεν ήτανε και καθόλου φιλικές? Δηλαδή ταξίδευε όλη νύχτα για να ακολουθήσει το καΐκι μες το μπουρίνι? Μακάρι να ήτανε έτσι. Αλλά τότε τι θα τον έδινε να φάει αφού δεν υπήρχε τίποτα? Άσε που θα ειχε αθετήσει την υπόσχεσή του αφού είχε πετάξει όλα τα ψάρια στη πορεία/ Λες να ητανε της φαντασίας του?Με τις σκέψεις του αυτές έστρεψε το βλέμμα προς το γάβγισμα. Βλέπει δυο κιαχαγιάδες ένα ψηλό και ένα πιο κοντό με τις βράκες με ντου γκντουρ και τσι σκύλοι να έρχονται προς το μέρος τους.- Εεεε καπετάνιε. Αααααα μας παρς ως του Λάκουμα?? (Εεεεε καπετάνιε θα μας πάρεις ως το Λάκκωμα?)Φώναξε ο ένας δείχνοντας με το μπαστούνι δεξιά όπου έπεφτε το Λάκκωμα. Το Λάκκωμα είναι ένα χωριό της Σαμοθράκης στην νότια πλευρά
Ο καπετάνιος κοίταξε προς το μέρος τους και απάντησε: Ελάτε εδώ βρέ παιδί!!!! Οι δυο κιαχαγιάδες πλησίασαν και ο μικρός είδε πως στη πλάτη τους είχαν από μία βούλια ( τομάρι από κατσίκι κατάλληλα επεξεργασμένο που παίζει το ρόλο του ταγαριού) Ξεχώρισε και στα πόδια τους τα τσερβούλια (είδος υποδήματος που χρησιμοποιούν οι βοσκοί στη Σαμοθράκη). Τους βοηθούσε να μην βουλιάζουν στην άμμο αλλά και τους προστάτευε από τα κακοτράχαλα μονοπάτια αφού στο κάτω μέρος είχε σόλα από ελαστικό αυτοκινήτου. Πίσω τους στεκότανε δυο σκύλοι που κοιτούσαν άγρια .Οι βοσκοί πλησίασαν και είπανε ξανά το αίτημά τους. Αααααα μας παρς ως του Λάκουμα? Για τι σας θελα σας πάου αλλά δε βαζου σκύλοι στου καΐκι (για σας θα σας έπαιρνα αλλά δεν βάζω σκύλους μέσα στο καΐκι)ήταν η απάντηση του καπετάνιου. Το θεωρούν γρουσουζιά όπως και πολλά άλλα Καλά δε πειάζει . Ηλάτε να σας δώσουν κουμάτ αθότυου (καλά δεν πειράζει ελάτε να σας δώσουμε λίγη μυζήθρα)είπε ο ψηλός και έβγαλε ντη βούλια από την πλάτη. Ο μικρός πλησίασε . Να που θα τρώγανε καλά και θα χόρταιναν από τους κιαχαγιάδες. Πήγε στο καΐκι και πήρε ντου τουρβά.. Ο κιαχαγιάς ήδη είχε βγάλει τουν αθότυουυ (μυζήθρα Σαμοθράκης) και έκοψε ένα μεγάλο κομμάτι. Συνάμα ο δευτερος έβγαλε από την βούλια ένα κομμάτι κρέας (γουργόβαααασσστου) και το είχε κοψει και αυτός σε 4 κομμάτια. Τα δυο ήτανε δικά τους . Τα άλλα δυο πήγαιναν για τους ναυτικούς. Και φυσικά τα κόκκαλα στα σκυλιά. Ωραία ζωή σκέφτηκε ομικρός. Ο φίλος του όμως θα ειχε τάχα να φάει? Μήπως περίμενε στο ποτάμι να φανεί το καΐκι και να παίξουν ή να φάνε τα ψάρια που του είχε τάξει? Τις σκεψεις του διέκοψε η φωνή του καπετάνιου. –Σαλπάρουμε Πήρε το φαγητό και προχώρησε προς το σκάφος αφού είπε ευχαριστώ στους δυο βοσκούς. Ανέβηκε επάνω έβαλε το φαγητό στο αμπάρι και κοιτούσε προς την εκκλησία της παναγίας της Κρημνιώτισσας. Θα ξαναρχότανε αυτό ήτανε σίγουρο. Ο καπετάνιος αφού μίλησε λίγο με τους δυο βοσκούς ανέβηκε στο καΐκι. Άναψε τσιγάρο και τον φλόγιστρο. Ο μικρός είχε ήδη μαζέψει το σχοινί της πλώρης και τώρα μάζευε το σχοινί της άγκυρας. Ανυπομονούσε να σαλπάρουν . Πράγματι όλα πήγαν σαν ρολόι. Η μηχανή πήρε αμέσως μπροστά σπάζοντας την σιγαλιά της περιοχής. Μερικοί γλάροι πέταξαν και έκαναν κύκλους γύρω από το σκάφος. Αριστερά από τα βράχια δυο καραπλάνκες βούτηξαν στο νερό και πίσω δεξιά πετάχτηκαν μερικά κεφάλια τρομαγμένα από το θόρυβο της μηχανής. Με το μπρός άρχισε το όμορφο σκαφος να ανοιγεται προς το πέλαγος. Έπρεπε να περάσει τα βράχια και να κινηθεί προς την Κοιτάδα.
Στην παραλία οι δυο κιαχαγιάδες αφού έβαλαν τις βούλιες στην πλάτη πήραν τον ανήφορο χρησιμοποιώντας το μπαστούνι για στήριγμα με τους σκύλους να ακολουθούν. Ο μικρός καθισμένος στη πλώρη του καϊκιού κοιτούσε την παραλία αλλά η σκέψη του ήτανε στον Φονιά. Ο φίλος του θα τον περίμενε? Δεν φταίει φυσικά ο ίδιος που δε είχε πάει στο ραντεβού τους. Αλλά και μέσα στην νύχτα με το μπουρίνι θα είχε προλάβει να πάει στο σπιτάκι του? Θα είχε φαγητό να φάει ? Ποιος ξέρει? Τις σκέψεις του διέκοπτε ο ρυθμικός ήχος της μηχανής –Ντούκου ντούκου… Αλλά έπρεπε να δει και την θετική πλευρά της υπόθεσης. Αφού το νησί ήταν κυκλικό κάθε χτύπος της μηχανής τον έφερνε πιο κοντά στον φίλο του. Το πιο πιθανό ήταν να πανε στο λιμάνι και να αράξουν. Από την άλλη όμως στον Άγκιστρο ήτανε τα εργαλεία τους . Δυο παραγαδάκια ήταν μέσα από την προηγούμενη νύχτα. Θα τα άφηναν εκεί? Μήπως θα συνέχιζαν και θα πήγαιναν να τα σηκώσουνε? Αυτή η σκέψη τον χαροποίησε. Έσκυψε στο αμπάρι και πήρε το παγουράκι .Ήπιε μερικές γουλιές δροσερό νεράκι ενώ ήδη καβατζάριζαν τον κάβο. Πάνω στα βράχια καθισμένες καραπλάνκες τους αγνοούσαν παντελώς και μερικοί γλάροι έκαναν βουτιές πάνω από τα κεφάλια τους. Ένα σμήνος αγριοπερίστερα πετούσαν αμέριμνα και μερικά κοράκια έκρωζαν χτυπώντας τα φτερά τους. Ο μικρός κοιτούσε μαγεμένος.. Ποιος το περίμενε πως το ξαφνικό μπουρίνι θα του έδινε μια τέτοια χρυσή ευκαιρία να κάνει τον γύρω της Σαμοθράκης? Έβλεπε όμορφες παραλίες για πρώτη φορά και κατέγραφε τα ονόματά τουςΚαθισμένος στη πλώρη ο μικρός κοιτούσε μαγεμένος τις όμορφες παραλίες καθώς το τρεχαντήρι έσχιζε τα γαλάζια νερά μεταφέροντας τους δυο ψαράδες προς το λιμάνι της Καμαριώτισσας. Σιγά – σιγά άφηνε πίσω τις απόκρημνες παραλίες και πλησίαζε σε παραλίες γνώριμες. Ήδη μπροστά φάνηκαν το Λάκκωμα και οι Μακρυλιές και στο βάθος αριστερά η Λάμπη
και το Μκόο Βνι Από εδώ φαίνονται και τα Αλώνια Ο ήλιος είχε σηκωθεί ψηλά όταν φτάσανε στην παραλία στο Λιβάδι που ήτανε πού γνώριμη αφού εκεί κάνανε τα μπάνια τους όλοι οι κάτοικοι των Αλωνίων. Ο μικρός σηκώθηκε όρθιος να δει και να θαυμάσει την πλαζ όπου ήδη υπήρχαν μερικοί κολυμβητές που παίρνανε το πρωϊνό τους μπάνιο. Να και ο κάβος του Αγίου Ανδρέα
Μόλις θα τον περνούσανε θα φαινότανε η Καμαριώτισσα. Το καΐκι λες και ένοιωθε τις σκεψεις του μικρού έσχιζε με υπερηφάνεια τα νερά σαν να του έλεγε : θα σε πάω στο λιμάνι μην ανησυχείς. Μερικά δελφίνια ακολούθησαν το σκαρί και μόλις πέρασαν τον κάβο έστριψαν κατά το πέλαγος. Να και το λιμανάκι. Μόλις βγούμε έξω θα ζητήσω ένα παγωτό χωνάκι σκέφτηκε ο μικρός. Θα το φάω με μία μπουκιά και θα πιώ νερό δροσερό από τη Τουρκόοβυυυυσα. Όρθιος στην πλώρηέβλεπε τον αφρό που πετούσε η πλώρη. Παρατήρησε όμως πως το καΐκι δεν έστριβε κατά το λιμάνι αλλά η πλώρη έδειχνε το Λιμνίδι. Σκέφτηκε μήπως ο καπετάνιος αποκοιμήθηκε αλλά στρέφοντας τον είδε με το τσιγάρο στα χέρια . Τι να είχε συμβεί? Καλά άλλος είναι ο κυβερνήτης σκέφτηκε. Και ξαναπήγε στη πλώρη κοιτώντας τον αφρό που πετούσε. Ήδη είχαν περάσει το Ροδοφύλι όταν άκουσε μια φωνή: -Έλα πίσω Προχώρησε με σταθερό βήμα προς την πρύμνη και κάθισε στο δοιάκι. –Εγώ θα ξαπλώσω λίγο στο αμπάρι. Να κρατάς πορεία για τον Άγκιστρο. Αυτό ήταν Θα πήγαιναν πίσω να πάρουν τα παραγάδια τους. Μα τότε θα περνούσαν και από τον Φονιά όπου ήταν ο φίλος τους. Ωραία σκέφτηκε θα τον ξαναδώ σύντομα. Πιο σύντομα από όσο ήλπιζα. Έβαλε πλώρη για την Παλαιόπολη και θυμήθηκε που του είχε πεί ο καπετάνιος να μην ανοίγεται πολύ γιατί στο πέλαγος έχει ρέματα που δυσκολεύουν το καΐκι. Τώρα καπετάνιος ήτανε ο μικρός. Ένοιωθε να έχει όλο τον κόσμο στα χέρια του και τον είχε αλήθεια. Έπρεπε να οδηγήσει το σκάφος με ασφάλεια. Μόλις πέρασαν τη Παλαιόπολη ο βοριάς έδειχνε τα δόντια του. Ένα πυκνοθαλάσσι χτυπούσε το σκάφος αλά αυτό δεν καταλάβαινε τίποτα λες και ήξερε και ένοιωθε τα αφεντικά του. Από τα πανάρχαια χρόνια οι ναυτικοί έδιναν όνομα στα πλοία και κυρίως γένους θηλυκού όπως η Αργώ η Πάραλος κ.α Θεωρούσαν πως δεν ήτανε ένα άψυχο κατασκεύασμα αλλά ένα «ον» που ένοιωθε τον καπετάνιο και το πλήρωμα. Με τις σκέψεις αυτές έπεσε γιαλό στους Καρυώτες και στα Θέρμα
Ήδη άνοιξε ο κάβος και φάνηκε ο Πύργος του Φονιά. Ο μικρός ένοιωσε ρίγος Άραγε ο μπόμπι θα τον περίμενε?? Πλησιάζοντας βλέπει ένα όγκο καθισμένο στην παραλία και ξαφνικά άκουσε το γνώριμο γάβγισμα. Να λοιπόν που τον περίμενε Όρθιος όπως ήτανε χαιρέτισε με τα χέρια τον φίλο του και αυτός γάβγισε χαρούμενα Δεν μπορούσε όμως να πέσει γιαλό το σκάφος εξαιτίας του κυματισμού αλλά και πάλι δεν είχε τίποτα να του δώσει Το καΐκι όμως απομακρυνότανε συνέχεια και ο σκύλος έμεινε στη παραλία να κοιτάει προς το μέρος του . Όταν πέρασαν την Αγία Παρασκευή ο μικρός άρχισε να χτυπάει το σπιράγιο με τον κόπανο. Ήταν το σύνθημα προς τον καπετάνιο να ξυπνήσει. Ήδη άνοιξε προς τον Άγκιστρο όπου ο βοριάς είχε πέσει πια και φαινόταν οι σημαδούρες από τα παραγάδια Άφησε το τιμόνι και προχώρησε προς το αμπάρι αλλάζοντας θεση με τον καπετάνιο. Μέχρι να γίνουν όλα αυτά φτάσανε στο μέρος. Ο καπετάνιος έσβησε την μηχανή . Καιρός ήτανε να ξεκουραστεί και αυτή και έβαλε τα κουπιά στους σκαρμούς. Από και πέρα θα αναλάμβανε η ξυλομηχανή δηλαδη τα κουπιά. Πράγματι όταν έπιασαν τν πρώτη σημαδούρα ήταν καταμεσήμερο πια. Κάθε αγκίστρι είχε και ένα ψάρι: Σκαθάρια σαργούς κακαρέλους τσιπούρες λιθρίνια φαγκριά συναγριδάκια χάνους σπάρους και πέρκες. Όλα όμως χαλασμένα και σχεδόν βρωμικα. Μόλις τα ξαγκίστρωνε τα πετούσε στη θάλασσα. Όλη η σοδειά πήγε στράφι. Κάποια στιγμή ο μικρός θυμήθηκε και το τάμα του.-Άμα ανέβει κανένα που δεν μυρίζει κράτα το να το δώσω στο σκύλο είπε Πράγματι ο καπετάνιος έριξε μερικά στο πανεράκι που ήτανε αρκετά φρέσκα Φαίνεται πως είχαν πιαστεί τη ημέρα και ακόμα δεν είχαν χαλάσει Αλλά το ερώτημα είναι πως θα τα δίνανε στο σκύλο? Αφού μάζεψαν τα εργαλεία τους ξεκίνησαν για την επιστροφή με το μυαλό του μικρού να είναι στον μπόμπι. Ήδη η θάλασσα είχε "πέσει" και είχε γίνει λάδι και το τρεχαντήρι ανάλφρο είχε πάρει πορεία προς το λιμάνι
Σχόλια
Παραθέτοντας Σιάκα Ειρήνη:
Καλή ιδέα!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!
Μετα από κάθε νηνεμία έρχεται φουρτουνα.. Το έμαθες πολύ καλά από τότε που σε ειχα πλήρωμα στη βάρκα μας!!!!!!!!!!!!!!!
Ξέρω πως σου αρέσει πολύ το ψάρεμα
Τα σημάδια τα ήξερα λίγοι καπεταναίοι και τα μεταβίβαζαν στα παιδιά τους σαν κάτι πατροπαράδοτο μυστικο!!!!!
Είναι τα γνήσια Σαμοθρακίτικα όπως τα μιλούσαμε την δεκαετία του 60
Τροφοδοσία RSS για τα σχόλια αυτού του άρθρου.