ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ
Σαν παραμυθάκι
- Πληροφοριακά Στοιχεία
- Γονική Κατηγορία: ΙΣΤΟΡΙΑ
- Κατηγορία: Ιστορίες ψαράδων
- Δημοσιεύθηκε : Σάββατο, 30 Μάιος 2015 20:57
- Γράφτηκε από τον/την Super User
- Εμφανίσεις: 1038
Η πρώτη μεγάλη επιτυχία
Μόλις φτάσανε στον Φονιά έκανε αργά την μηχανή και έστρεψε κατά την μπούκα του ποταμιού Με αργές κινήσεις μπήκαν μέσα στο ποτάμι. Η χαρά του μικρού ήτανε απερίγραπτη Δέσανε το καΐκι και άκουσε τον καπετάνιο να λέει. –Πήγαινε να μαζέψεις ξύλα να ανάψουμε φωτιά να ψήσουμε τα ψάρια για κολατσιό. Είχανε στο πανεράκι 10 ψάρια που ήτανε αρκετά φρέσκα Ο μικρός πετάχτηκε έξω και έτρεξε προς τον πύργο να δει τον φίλο του. Πουθενά όμως. Άρχισε να φωνάζει: Μπόμπιιιιι Μπόμπιιιιιι και τότε από μακριά άκουσε το γνώριμο γάβγισμα Να και ο μπόμπι Επιτέλους πάλι μαζί.Έλα να μαζέψουμε ξύλα όχι να παίξουμε αλλά να ψήσουμε ψάρια. Σαν να κατάλαβε ο σκύλος και ακολούθησε Η θάλασσα ήτανε γεμάτη γιαλόξυλα. Μάζεψε μια καλή αγκαλιά ο μικρός και τα πήγε πίσω ακολουθούμενος από τον μπόμπι Ο καπετάνιος άναψε φωτιά και ο μικρός πήρε να καθαρίσει τα ψάρια από τα εντόσθια που τα πετούσε μέσα στο ποτάμι. Σε λίγο μαζεύτηκαν κεφαλόπουλα μουρμούρια και σπάροι και άρχισαν να τρώνε. Ο μπόμπι ήταν έτοιμος να επέμβει αλλά ο μικρός τον συγκράτησε. –Όχι αυτά εμείς θα φάμε το ψάρι. Αλλά και ο μικρός έκανε κάτι πιο παράξενο πήρε την απόχη και περίμενε να μαζευτούν τα ψαράκια οπότε με μια απότομη κίνηση βουτάει και η απόχη τσάκωσε ένα σπάρο. –Εσένα θα σε κάνω δόλωμα είπε και τον άφησε στη στεριά Από τα ψάρια που καθάριζε τα λέπια δεν τα έβγαζε Αυτά παρέμεινα στο ψήσιμο και εμπόδιζαν το ψάρι να καεί Έδωσε τα ψάρια στον καπετάνιο και πήρε τον φίλο του να κάνουν ένα μπανάκι στο ποτάμι. Έπεσε μέσα με τα ρούχα και τον ακολούθησε ο σκύλος Η χαρά τους δεν περιγράφεται Θα έτρωγαν και ίσως να ξάπλωναν και λίγο στη σκιά στα πλατάνια Πράγματι σε λίγο άκουσε την φωνή του καπετάνιου:-Ελάτε για κολατσιό. Ήτανε η πρώτη φορά που έτρωγε τόσο νόστιμα ψάρια και μάλιστα με την πιο καλή παρέα. Ο μπόμπι μασουλούσε το δικό του ψάρι γρυλίζοντας από ευχαρίστηση Μόλις τελείωσαν λέει ο καπετάνιος: -Μια και έπεσε ο καιρός θα ξαναρίξουμε παραγάδια στον Άγκιστρο.. Αυτό σημαίνει ξανά πεταλίδες και ξανά ίδια εργασία. Αλλά χαλάλι αφού ξαναβρήκε τον φίλο του Πήρε το σακί και το μαχαιράκι και παρέα τον μπόμπι και μπήκαν στη θάλασσα Άρχισε να μαζεύει πεταλίδες ενώ ο σκύλος έφερνε ξυλάκια αφού θεωρούσε όλο αυτό σαν ένα παιχνίδι Πιο δίπλα ο καπετάνιος μαζευε και αυτός πεταλίδες Θα ξαναδοκίμαζαν και ίσως να ήτανε πιο τυχεροί. Άραγε ο σκύλος τα καταλάβαινε?? Υπέθεσε πως μάλλον ναι τα σκυλιά έχουν ένστικτο και νοιώθουν πολλά για τους ανθρώπους. Μόλις γέμισαν τα μικρα σακιά τα έριξααν στον αμπάρι και ετοιμάστηκαν να σαλπάρουν Δεν είχαν και πολύ χρόνο στη διάθεσή τους. Ο μικρός χαιρέτησε τον μπόμπι με μια αγκαλιά έλυσε το παλαμάρι της πλώρης και σαλτάρισε μέσα στο αμπάρι έτοιμος στη θέση του Αφού βάλανε μπροστά το σκάφος ανοίχτηκε για το πέλαγος γύρισε και είδε τον φίλο του που γάβγιζε χαρούμενος και χορτασμένος Ήταν όλοι ευχαριστημένοι: Ο μικρός που εκπλήρωσε το τάμα του ο σκύλος ου βρήκε τον φιλο του και ο καπετάνιος που θα πήγαινε στο λιμάνι με ψάρια αφού η προηγούμενη βραδιά πήγε στράφι. Για να δούμε όμως. Μόλις καλουμάρισαν τα παραγάδια τους έπεσαν γιαλο στον Άγκιστρο και φουντάρισαν για να είναι και κοντά στο μέρος. Δεν θα ξαναέκανε μπουρίνι και αυτή τη βραδιά Άλλωστε τα σημάδια έδειχναν πως θα είχαν μια πολύ όμορφη νύχτα. Ο Ουρανός ξάστερος φύλλο δεν κουνιότανε και το καΐκι σχεδόν ακίνητο λες και ήτανε στη στεριά καλη βραδιά για ψάρεμα σκέφτηκε ο μικρός αλλά ήτανε ήδη κουρασμένος Προτιμούσε ένα υπνακο στο αμπάρι να ακούει τα πετραδάκια να χτυπάνε στον βυθό. Όμως δεν έχανε τίποτα να ρίξει ένα πεταχτάρι. Δόλωμα είχανε. Στα γρήγορα αρμάτωσε ένα πεταχτάρι το δόλωσε και το έριξε στη θάλασσα. Έδεσε τη πετονιά στη πρύμνη διπλα στην άγκυρα και πήγε να ξαπλώσει στο αμπάρι. Κάτι θα έπιανε αλλά και τίποτα να μην έπιανε δεν έχανε και πολλά πράγματα Ο καπετάνιος ήδη είχε κάνει το τσιγάρο του και είχε ξαπλώσει –Που πήγες τον ρώτησε –Εριξα πεταχτάρι πίσω απάντησε –Θα μαγκώσει κάτω έχει πολλές πέτρες εδώ αλλά άστο. Ξάπλωσε δίπλα ο μικρό με το αμπάρι ανοικτό. Φαινότανε τα άστρα και άκουγαν ήχους παράξενους και αρμονικούς. Κάπου μακριά ένας σκύλος γάβγιζε που ίσως ήταν ο φίλος του Αλλά ήτανε ευχαριστημένος. Με τις σκέψεις αυτές τον πήρε ο ύπνος και μάλιστα ουτε όνειρο δεν είδε από τη κούραση
Η ΠΡΩΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΕΠΙΤΥΧΙΑ
Κάποια στιγμή ακούει κάτι σαν χτύπημα. Ξυπνάει και βλέπει πως είχε πια χαράξει η μέρα και ο καπετάνιος έλλειπε από το αμπάρι. Σηκώνεται και τον βλέπει πίσω στην πρύμνη Έλα να δεις φώναξε. Σηκώνεται ο μικρός και τι να δει? Ένα λαβράκι γύρω στα 3 κιλα πάνω στη πρύμνη. Τότε θυμήθηκε το πεταχτάρι που είχε ρίξει στη θάλασσα Άρχισε να χοροπηδάει από την χαρά του Ήταν η πρώτη φορά που έβγαζε ένα τόσο μεγάλο ψάρι –Γούρι λέει ο καπετάνιος Σήκω να πάμε για τα παραγάδια μας Σηκώθηκε ο μικρός έβρεξε με θαλασσινό νερό το πρόσωπό του και έπιασε το λαβράκι. Του φαινότανε απίστευτο πως κατάφερε πιάσει ένα τόσο μεγάλο ψάρι με το δόλωμα που είχε βγάλει με την βοήθεια του Μπόμπυ. Πρέπει να θυμηθούμε πως σαν δόλωμα είχε βάλει τον σπάρο που έπιασε στον Φονιά όταν έριχνε τα εντόσθια από τα ψάρια που καθάριζε. Αλλά και πάλι ο σκύλος ήτανε μέσα στην ιστορία.. Αυτός ο σκύλος είναι πολύ γουρλίδικος σκέφτηκε. Και στη Σαμοθράκη οι ψαράδες έχουν διάφορα πράγματα και γεγονότα ως γούρικα ή ως γρουσουζιά αντίστοιχα . Για παράδειγμα αν πεις σε ψαρά όταν ξεκινάει να πάει στη δουλειά «καλή ψαριά» το θεωρεί μέγιστη γρουσουζιά. Αφού έβρεξε το πρόσωπο ο μικρός έβαλε πήρε τη θέση του στο αμπάρι να δώσει εκκίνηση στη μηχανή. Η θάλασσα ήτανε λάδι και όλα πήγαιναν καλά. Έβαλαν την μηχανή μπροστά και ανοίχτηκαν στο πέλαγος. Ο ήλιος μόλις είχε βγει και φαινότανε πως βγήκε από τη θάλασσα . Το σκάφος γλιστρούσε πάνω στα νερά ανάλαφρο και ο καπετάνιος μόλις είχε ανάψει τσιγάρο. Ο μικρός κοιτούσε μια τον θάλασσα και μια τον ουρανό. Λες και είχανε ενωθεί στο βάθος .Για να δούμε σκέφτηκε. Τι είδους γούρι θα έφερνετο λαβράκι που μόλις είχε πιάσει?
Σκέπασε με τρυφερότητα το ψάρι με ένα τσουβάλι και το έβρεξε με νερό για να αντέξει μέχρι να σηκώσουν τα παραγάδια και να φτάσουν στο λιμάνι. Δεν πρόλαβε να τελειώσει τις σκέψεις του και καταλαβαίνει πως ο καπετάνιος έκανε κράτει στη μηχανή. Ήρθε η ώρα σκέφτηκε. Χωρίς δεύτερη σκέψη τοποθέτησε τα κουπιά στους σκαρμούς ενώ το τρεχαντήρι ακόμα γλιστρούσε πάνω στα ήρεμα νερά. Ο καπετάνιος έβγαλε το τιμόνι και αφού έσβησε τη μηχανή πήρε τη θέση του στη πλώρη να πιάσει τη σαμαντούρα. Μόλις ανέβασε την άκρη από το παραγάδι έδωσε την πρώτη εντολή: Σίααα αριστερά. Ο μικρός κατάλαβε αμέσως. Κάνει αριστερά σία και ετοιμάζει την απόχη. Σε λίγο μια συναγρίδα γύρω στα 3 κιλά είχε έρθει στο σκάφος. Και ξανά σίαααααα και ξανά μπρος. Ένα –ένα τα αγκίστρια που ερχότανε μέσα έφερναν και κάτι: Σαργούς κακαρέλους σκαθάρια λιθρίνια φαγκρόπουλα χάνους σπάρους πέρκες. Μέχρι να πάρουν το μισό παραγάδι είχε γεμίσει το πρώτο τελάρο. Το αρπάζει ο μικρός και το κατεβάζει στο αμπάρι και δίνει τον δεύτερο με την ευχή να γεμίσει. Πράγματι γεμίζει και το δεύτερο όμορφα ψάρια κούκλες όπως τα έλεγε ο καπετάνιος Το πρώτο παραγάδι έδωσε 2 τελάρα ψάρια αλλά έμεινε και το δεύτερο που ήτανε στο «μέρος» Άντε μπρός να πάρουμε και το δεύτερο λέει ο καπετάνιος. Το λαβράκι σου μας έφερε γούρι. –Και ο σκύλος λέει ο μικρός να μη το ξεχνάμε. –Και ο σκύλος λέει ο καπετάνιος και ανάβει πάλι τσιγάρο από τη χαρά του. Με μερικές κουπιές και με τη βοήθεια του ρέματος έφτασαν και το δεύτερο. Με το που ανεβάζει το πρώτο αγκίστρι ακούστηκε η γνώριμη φωνή-Σιααααα πράγματι με τη βοήθεια της απόχης ανέβηκε μια στήρα πάνω από 3 κιλά. –Το τελάρο κοντά. Άρχισε να γεμίζει και το τρίτο τελάρο με τη ίδια σοδειά μόνο που τώρα προστέθηκαν και μελανούρια και μερικές τσιπούρες. –Αυτό θα μας δώσει παραπάνω είπε χαρούμενος ο καπετάνιος. –Ναι λέει ο μικρός και κοιτάει δίπλα στο σκάφος να κολυμπάει μια χελώνα. Αρπάζει ένα χάνο και της τον ρίχνει στα κρυφά. Όμως αμέσως σχεδόν βούτηξε μια παρέα από γλάρους κρώζοντας και ο χάνος εξαφανίστηκε αμέσως στο ράμφος κάποιου πεινασμένου γλάρου. Αμέσως ο μικρός αρπάζει δεύτερο χάνο και τον ρίχνει στη χελώνα.Την βλέπει να τον πλησιάζει αλλά η φωνή του καπετάνιου του κόβει τον ειρμό: Σίααααα και πιάνει τον γάντζο. Μπα κάτι μεγάλο ανεβαίνει σκέφτηκε ο μικρός. Τι όμως?? Βλέπει τον καπετάνιο να ψαρέυει κανονικά το ψάρι: Μια του δίνει μπόσικα μια τον λεβάρει και η αγωνία του μικρού χτυπάει κόκκινο Τι να είναι άραγε? Και γιατί τον γάντζο? Ας περιμένουμε να δούμε σκέφτηκε και έπιασε πάλι τα κουπιά παρακολουθώντας το παραγάδι για να κουμαντάρει τα σκάφος. Μετά από αρκετή ώρα βλέπει τον καπετάνιο να σκύβει με τον γάντζο και ξαφνικά ένας ροφός πάνω από 5 κιλά βρέθηκε στην κουβέρτα.
–Ροφό με ψιλό παραγάδι? Ρώτησε όλο απορία –Πήγε να φάει μια σπέρκα που είχε πιαστεί και την έπαθε λέει όλο χαρά ο καπετάνιος. Βάλτον μέσα –Δύσκολο αυτό Κάνει ο μικρός να τον πιάσει από τα βραγχια. –Μηηηηηη ακούει τον καπετάνιο Δεν τον πιάνουν από εκεί αλλά από τα μάτια αλλιώς θα σου κόψει το χέρι. Να ένα ακόμα μάθημα από έμπειρο ψαρά. Τον ρίχνει στο αμπάρι και συνεχίζει να ρίχνειτα ψάρια στα τελάρα Με το τελείωμα του παραγαδιού είχανε γεμίσει 4 τελάρα ψάρια πρώτα και έμειναν και κάποια ακόμα αλλά δεν είχανε άλλα τελάρα Τα ρίξανε χύμα στο αμπάρι. Μπερεκέτ είπε ο καπετάνιος Αντε να την κάνουμε τώρα για Τουρκόβυσσσσσα –Ναι είπε ο μικρός Να φάω και το παγωτό μου.-Σημερα χαλάλ σ του απαντά ο καπετάνιος του βγάλαμ και με του παραπάν Μαζεύει τα κουπιά και τα βάζει στην κουπαστή Έριξε λίγο νερό στα ψάρια να τα δροσίσει και κάθισε στη πλώρη όσο ο καπετάνιος ζέσταινε την μηχανή Μόλις πάρει μπρός θα ξαπλώσω στη κουβέρτα σκέφτηκε ο μικρός αλλά στον Φονιά θα σηκωθώ να χαιρετίσω τον φιλαράκο μου τον γουρλή. Το μεροκάματο είχε βγει είχανε γύρω στα 30 κιλά πρώτα ψάρια γύρω στα 20 κιλά δεύτερα χωριστά το λαβράκι και οι 4 στήρες Με ένα γρήγορο υπολογισμό θα πρέπει να κόστιζαν αυτά γύρω στις 1000-1100 δραχμές. Πολύ μεγάλο ποσό αν σκεφτεί κανείς πως το πιο μεγάλο μεροκάματο δεν ξεπερνούσε τις 50 δραχμές. Χαλάλι ο κόπος και η ταλαιπωρία λοιπόν. Το σκάφος ξεκίνησε από ανοιχτά με πλώρη κατά τα Θέρμα για να πέσει γιαλό. Ο μικρός ξάπλωσε στη πλώρη και αφού υπολόγισε την αξία των ψαριών η σκέψη του πήγε στον φίλο του. Αν μπορούσε να κάνει μια ευχή θα ήταν να δει πάλι τον ευγενικό του φίλο αλλά σιγά τώρα. Η πλώρη σταθερά έδειχνε τα Θέρμα . Φτάνοντας στον Φονιά σηκώθηκε όρθιος αλλά ο μπόμπυ πουθενά. Μπορεί και να ήτανε στην παραλία αλλά ήτανε πολύ ανοιχτά για να τον δει Ύστερα η το τρεχαντήρι έτρεχε κατά το λιμάνι Ο μικρός έμεινε όρθιος να θαυμάζει τη Πλατειά όπου η φύση είχε δώσει τον πιο καλό της εαυτό μέσα στα δέντρα και στα νερά . Πάνω στο λιμανάκι στα Θέρμα διέκριναν δυο φιγούρες να κουνούν τα χέρια τους σν να έκαναν σήμα στο καΐκι. Ο καπετάνιος το είδε από πίσω και έστριψε κατά το λιμανάκι. Μάλλον θα θέλανε να τους πάρουμε για την Καμαριώτισσα σκέφτηκε ο μικρός αφού δεν είχε μεταφορικά μέσα παρά μόνο τα ζώα και τα καΐκια. Το τρεχαντήρι έπεσε πολύ γιαλό και κάνοντας κράτει ο καπετάνιος φώναξε: -Τι πάθετε βρε παιδί?? -Μπάρμπα μήπως έχεις ψάρια φώναξε ο ένας από τους δυο ο ψηλός. –Έχουμ αλλά είναι πουλλά. Πόσα θελτε? –Καμιά 40 κιλά άμα έχετε τα πάιρνουμ. Γήρταν τουριστές και θέλ να φαν
Άρχισαν οι μανούβρες για φουντάρισμα στην μαρίνα στα Θέρμα. Πραγματικά μόλις φουντάρισε το καΐκι μπαίνουν μεσα και οι δυό και βλέπουν τα ψάρια: -Αααααα τα παουμ γούλ (Θα τα παρουμε όλα) Πόσου καν? (πόσο κοστίζουν) -Γούλα μαζι με ντου ρουφό και του λαβράκ(ι) κάν 1300 δραχμές και γένα μπιτόν γάζ (όλα μαζί με τον ροφό κοστίζουν 1300 δραχμες και ένα μπετόνι πετρέλαιο)-Εντάξει είπαν και οι δυο Τα πήραμε. Άρχισε το ξεφόρτωμα. Πήραν όλα τα ψάρια πλήρωσαν και είπε ο ένας –Απάντεχε μπαρμπα να ση κατεβάσουμ κι του γαζ (Περίμενε θείε να σου κατεβάσουμε και το πετρέλαιο) Ο καπετάνιος αφού έβαλε τα λεφτά στη τσέπη από το πουκάμισο λέει στον μικρό. –Αφού τα δώσαμ εδιου αααα ξαναπάμε σντου Φουνιά ( Αφού τα δώσαμε εδώ θα ξαναπάμε στον Φονιά) Σε λίγο ήρθε ο ψηλός και έφερε το μπετόνι με τα πετρέλαιο και μια σακούλα με δαμάσκηνα και πραγούστια. Ότι έπρεπε γιαεκείνη την ώρα. Πήρε μερικά ο μικρός τα έπλυνε στη θάλασσα και άρχισε να τα τρώει. Ο καπετάνιος αφού πήρε το πετρέλαιο πετάχτηκε στη στεριά και άρχισε να ανηφορίζει κατά το χωριό. Σε λίγο κατέβηκε με δυο σακούλες και τις δίνει στο μικρό. Κοιτάει μέσα και τι να δει? Χαλβάς ντομάτες ελιές δυο κονσέρβες με ζαμπόν τρία ψωμιά και δυο αρμαθιές τζουτζούκια και ένα παγωτό χωνάκι. Αυτό και αν ήτανε δώρο!!!! Το άρπαξε ο μικρός και άρχισε να το τρώει. Η χαρά του απερίγραπτη: πρώτον για το παγωτό και δεύτερον γιατί θα ξαναπήγαινε στον αγαπημένο του φίλο και να ήτανε τυχεροί θα ξαναγέμιζαν τα τελάρα με ψάρια
Σχόλια
Παραθέτοντας Σιάκα Ειρήνη:
Καλή ιδέα!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!
Μετα από κάθε νηνεμία έρχεται φουρτουνα.. Το έμαθες πολύ καλά από τότε που σε ειχα πλήρωμα στη βάρκα μας!!!!!!!!!!!!!!!
Ξέρω πως σου αρέσει πολύ το ψάρεμα
Τα σημάδια τα ήξερα λίγοι καπεταναίοι και τα μεταβίβαζαν στα παιδιά τους σαν κάτι πατροπαράδοτο μυστικο!!!!!
Είναι τα γνήσια Σαμοθρακίτικα όπως τα μιλούσαμε την δεκαετία του 60
Τροφοδοσία RSS για τα σχόλια αυτού του άρθρου.