Ο ΑΚΕΡΑΙΟΣ ΚΥΡ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ
Θαμνώδη ρήματα και φύλλα καταπράσινα της γλώσσας.
Μεγάλος άνθρωπος κι ανέσπερος έλληνας που κράτησε
τον πόνο στο σωστό του το ύψος
αγνοώντας και δημοτικισμούς και εξελικτισμούς και μόδες
αγνοώντας τα εκάστοτε μορμολύκεια
την ασίγαστη γενικότητα των πιθήκων
αγνοώντας τον αιώνα της καλπάζουσας εξυπνάδας
ο ανοξείδωτος.
Ήδη τα θύματα της Προόδου που πρόωρα σκουριάζει
πάνε στην πατρίδα του τη Σκιάθο
κι αγοράζουν ελπίζοντας οικόπεδα
πάνε για λίγο αεράκι λίγη θάλασσα και φρέσκο φεγγάρι.
Μα ειν’ αδύνατο να κοροϊδέψουμε τη ρημαγμένη φύση
με ξιπόλητα Σαββατοκύριακα και με τροχόσπιτα.
Ο ακέραιος κυρ Αλέξανδρος
εκείνος ο περιούσιος Παπαδιαμάντης
και το κεράκι μας ακόμη δεν το θέλει.
Νίκος Καρούζος
…Υπήρχαν όμως ανέκαθεν ταινίες που επιθυμούσαν να αναπνεύσουν και που τις καλύπτει ένα πέπλο σιωπής, ταινίες που μοιάζουν με βαθιές ανάσες, μακριά από το νέφος των ιδεολογημάτων. Οι ταινίες αυτές αποσιωπήθηκαν ή θεωρήθηκαν εξαιρέσεις: ίσως να μην είναι καθόλου τυχαίο το ότι οι περισσότεροι θεωρούν την «Αναπαράσταση» του Αγγελόπουλου ως εναρκτήριο λάκτισμα του νέου ελληνικού κινηματογράφου, σπρώχνοντας έτσι στη λήθη το αριστουργηματικό «Μέχρι το Πλοίο» του Αλέξη Δαμιανού, που προηγήθηκε κατά τρία χρόνια. Και όμως, η προσεκτική σύγκριση των δύο ταινιών αποκαλύπτει μια διαφορά που δεν είναι ιδεολογικής τάξεως: με δύο λόγια, ενώ και οι δύο ταινίες διαπιστώνουν την ίδια καταστροφή της ελληνικής επαρχίας, ο Αγγελόπουλος το κάνει αυτό εκ των υστέρων ενώ ο Δαμιανός το συλλαμβάνει εν τω γεννάσθαι. Η «Αναπαράσταση» προωθεί την ιδέα ότι ο κινηματογράφος στην Ελλάδα έχει τη μοναδική αποστολή να κηδέψει μέσω των εικόνων την ερειπωμένη ελληνική πραγματικότητα. Αντίθετα, ο Δαμιανός οδηγεί την ταινία του από τα βουνά στον Πειραιά, πιστεύοντας ακράδαντα ότι ο κινηματογράφος σε αυτή τη χώρα αποκτά πραγματική υπόσταση μόνο όταν συντονίζεται με τη βασανιστική πορεία της επιβίωσης. Για τον Διαμιανό, ότι πεθαίνει συνεχίζει να υπάρχει και έτσι μια γυναίκα, η «Ευδοκία», κουβαλάει πάντα αυτή την Ελλάδα που ο Αγγελόπουλος συνεχίζει να θεωρεί χαμένη κηδεύοντάς την από ταινία σε ταινία.
…Έτσι ο Δαμιανός – που έχει αποσυρθεί στην Εύβοια – μπορεί να αποδειχθεί στο μέλλον ο πιο σημαντικός Έλληνας κινηματογραφιστής, ακριβώς γιατί προοιωνίσθηκε μια δέσμη ταινιών όπου η αισθητική, η ιδεολογία και η τεχνική περνάνε σε δεύτερη μοίρα και η σκηνοθεσία εγκαταλείπει τη θέση του υπέρτατου κριτή για να εμπλακεί σε ένα άγνωστο, ηδονικό και βασανιστικό παιχνίδι με τη πραγματικότητα.
(Η ελληνική δέσμη, Χ. Βακαλόπουλος)
Οι εναπομείναντες κινηματογραφιστές μοιάζουν όλο και περισσότερο με τις μικρές εκκλησίες που συναντάει ο Παπαδιαμάντης στην εξοχή, τις ελληνικές εκκλησίες.
(Πέρα από την κινηματογραφοφιλία ή Για ένα ελληνικό βλέμμα, Χ. Βακαλόπουλος)
Αλέξης Δαμιανός: O ποιητής της εικόνας και το «Ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας»
Ο σπουδαίος Έλληνας κινηματογραφιστής Αλέξης Δαμιανός, γεννήθηκε στις 21 Ιανουαρίου του 1921 στην Αθήνα και έφυγε από τη ζωή, στις 4 Μαΐου του 2006. Με αφορμή το γεγονός αυτό, παρουσιάζουμε ένα θεματικό αφιέρωμα στο έργο του ποιητή, συγγραφέα, σκηνοθέτη και ηθοποιού. Από το φιλμ «Μέχρι το Πλοίο» του 1967, μέχρι τη θρυλική «Ευδοκία» του 1971. Διαβάστε επίσης: Η αληθινή ιστορία της κινηματογραφικής «Ευδοκίας».
«Το θέμα είναι πόσο αγαπάμε αυτό τον τόπο. Πάμε να του βρούμε την ταυτότητά του, όλοι. Ψάχνουμε μια ταυτότητα όλοι μας, άλλοι πιο πολύ άλλοι λιγότερο, άλλοι με περισσότερα ελαττώματα άλλοι με λιγότερα. Ανθρωπάκια του Θεού είμαστε όλοι. Τα επιτεύγματά μας δεν έχουν τόση σημασία. Σημασία έχει η μάχη του καθενός μας. Πήραμε την συνταγή την ξένη και προσπαθήσαμε να την εφαρμόσουμε εδώ. Και γίναμε γελοίοι. Και την γελοιότητα αυτή την κάναμε αποδεκτή. Από έναν λαό που τραγουδούσε τα δημοτικά τραγούδια, ένα λαό τόσο ερωτικό που πάλλεται, που τρέχει σαν το νεράκι. Όλες αυτές τις μνήμες για την καταγωγή πρέπει να τις ξυπνήσουμε. Η λήθη που υπάρχει δεν μπορεί να πάει παραπέρα. Πρέπει να φτάσουμε στην Αλήθεια που σημαίνει μη Λήθη, το στερητικό Α και τη Λήθη. Να φτάσουμε στην ομολογία, στη ταπείνωση. Και ν’ αγαπάμε, όποιος δεν αγαπά εκείνος χάνει.» – Αλέξης Δαμιανός (Παρασκήνιο 1995)
Ο Αλέξης Δαμιανός, γεννήθηκε στις 21 Ιανουαρίου του 1921 στην Αθήνα. Ηθοποιός, σκηνοθέτης, συγγραφέας. Σπούδασε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου και στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών. Ιδρυτής του «Πειραματικού Θεάτρου» και του Θεάτρου «Πορεία», όπου σκηνοθέτησε πολλά θεατρικά έργα. Έχει σκηνοθετήσει τρεις μεγάλου μήκους ταινίες και έχει πρωταγωνιστήσει σε πολλές ταινίες Ελλήνων σκηνοθετών όπως στον «Κλέφτη» του Παντελή Βούλγαρη, στο «Σύντομο Διάλειμμα» του Ντίνου Κατσουρίδη, στον «Φόβο» του Κώστα Μανουσάκη, και στον «Καιρό των Ελλήνων» του Λάκη Παπαστάθη. Οι ταινίες του απέσπασαν πολλά βραβεία και του χάρισαν διεθνή αναγνώριση. Πέθανε στις 4 Μαΐου του 2006.
Οι ταινίες του Αλέξη Δαμιανού, τρεις στο σύνολό τους, διασχίζουν σχεδόν σαράντα χρόνια και σφραγίζουν ανεξίτηλα την πορεία του νέου ελληνικού κινηματογράφου. Το τρίπτυχο του έργου του ξεκινά το 1966 με το «Μέχρι το Πλοίο» και μαζί του ξετυλίγεται η ιστορία του σύγχρονου ελληνικού κινηματογράφου.
Σταθμός στο 1971 και στην «Ευδοκία», μία από τις σημαντικότερες ελληνικές ταινίες όλων των εποχών. Επόμενος σταθμός το 1995 και ο «Ηνίοχος», η πιο πολυαναμενόμενη κινηματογραφική επιστροφή που γνώρισε το ελληνικό σινεμά. Σκληρή ποίηση, κοινωνική διείσδυση, ιστορικός προβληματισμός με επίκεντρο πάντα τον άνθρωπο χαρακτηρίζει το μοναδικό έργο του Αλέξη Δαμιανού, ο οποίος έφυγε από τη ζωή, στις 4 Μαΐου του 2006
Οι τρεις ταινίες του σκηνοθέτη και σεναριογράφου, Αλέξη Δαμιανού:
«Μέχρι το Πλοίο» (1967)
Ταινία βασισμένη στο «Δαχτυλίδι» του Σπήλιου Πασαγιάννη, τη «Νανότα» του Γρηγόρη Ξενόπουλου και ένα δημοτικό τραγούδι. Πρόκειται για την κατάβαση ενός άντρα από το βουνό στον κάμπο κι από εκεί στο λιμάνι προκειμένου να φύγει μετανάστης στην Αυστραλία. Ένα φιλμ σκληρής ποίησης – καταγραφή αρχέτυπων συμπεριφορών, ένας ύμνος σε πανάρχαιες δομές, μια ελεγεία με φόντο την ελληνική φύση και πρόσωπα ανθρώπων της υπαίθρου και του μόχθου.
Η ταινία κέρδισε παμψηφεί το πρώτο βραβείο ξένης ταινίας στο Φεστιβάλ της Ιέρ και εξασφάλισε διανομή στο Παρίσι. Οι Γάλλοι κριτικοί ενθουσιάστηκαν με το σπάνιο κινηματογραφικό διαμάντι από την Ελλάδα.
«Ευδοκία» (1971)
Έναν χρόνο μετά έρχεται η δικτατορία των συνταγματαρχών. Ο Αλέξης Δαμιανός με τη σύζυγό του Άρτεμη και τα τρία παιδιά τους μετακομίζουν για έναν χρόνο στην Αγγλία. Το σενάριο με τίτλο εργασίας «Η Πόρνη και ο Στρατιώτης» μπαίνει στην τελική ευθεία. Παραγωγοί ο ίδιος με τη γυναίκα του, ωστόσο αποφάσισαν να βρουν έναν Άγγλο συμπαραγωγό ώστε να προστατεύσουν την ταινία από κάθε λογής επιπλοκές στην Ελλάδα.
Ένα δεκαεπτάχρονο κορίτσι, αυθόρμητο, καθόλου χυδαίο, ερωτικό μέσα από την αθωότητα που εξέπεμπε, η Μαρία Βασιλείου, κυπριακής καταγωγής, από τις λαϊκές συνοικίες του Λονδίνου, επιλέχθηκε για τον πρωταγωνιστικό ρόλο, ενώ ο λοχίας βρέθηκε σ’ ένα γιαπί στον Πειραιά. Ένα αγόρι 21 χρόνων, ο Γιώργος Κουτούζης, ωραίος, ψηλός, αψεγάδιαστης αντρικής συμπεριφοράς, έσφυζε από νιάτα και δύναμη.
Η «Ευδοκία», όπως ήταν ο τελικός τίτλος της ταινίας, το όνομα της ηρωίδας αλλά και το όνομα της μάνας του Δαμιανού, γυρίστηκε στα αγγλικά. Στην ελληνική εκδοχή, η τραγουδίστρια Ελένη Ροδά ντουμπλάρισε τον κεντρικό ρόλο, με βραχνή φωνή -κράμα χυδαιότητας και πίκρας – συμβάλλοντας καθοριστικά στην ερμηνεία της Βασιλείου.
Η μουσική του Μάνου Λοΐζου, βασισμένη σε βυζαντινά μοτίβα που έψαλε ο ίδιος ο Δαμιανός για να τον καθοδηγήσει, καθαγιάζει την ταινία:
Μερικές εικόνες που μένουν ανεξίτηλες στη μνήμη: το αυθαίρετο σπίτι στα Ανω Λιόσια λουσμένο στο φως (εκπληκτική η φωτογραφία του Χρήστου Μάγκου), με το μπανάλ εσωτερικό του, η ιεροτελεστική επίδειξη ασκήσεων με τη γυμνή διμοιρία κάτω από το λιοπύρι, το τραμπάλισμα με τη σχοινένια κούνια στην Πάρνηθα και το σπαραχτικό γέλιο της Ευδοκίας…
Αυτή η μοναδική ταινία, λιτή αλλά με την αρχιτεκτονική σύγχρονης τραγωδίας, προβλήθηκε στο Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης του 1971 (12o Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου, 1971) αλλά με εξαίρεση το Βραβείο Ά Γυναικείου Ρόλου (Μάρω Βασιλείου), δεν δέχτηκε καλές κριτικές, ενώ παράλληλα πέρασε από άπειρες επιτροπές λογοκρισίας, μέχρι να της δοθεί άδεια προβολής. Παρ’ όλα αυτά, η ταινία του Αλέξη Δαμιανού δικαιώθηκε πλήρως το 1985, η Πανελλήνια Ένωση Κριτικών Κινηματογράφου (Π.Ε.Κ.Κ.), την ανακήρυξε ως την σημαντικότερη ελληνική ταινία όλων των εποχών.
«Ηνίοχος» (1995)
Ο Δαμιανός έκανε είκοσι χρόνια να επιστρέψει στον κινηματογράφο. Στα χρόνια που ακολούθησαν την «Ευδοκία», επέλεξε να αποτραβηχτεί στο χωριό Βασιλικά, στη Βόρεια Εύβοια. Αυτό για το οποίο αγωνιούσε πια ήταν να αφηγηθεί την τραγωδία τής σύγχρονης Ελλάδας. Χρειάστηκαν τέσσερα χρόνια γυρισμάτων και την ολική οικονομική καταστροφή του, καθώς το επίσημο κράτος ήταν απόν και σ’ αυτό το εγχείρημα του σπουδαίου καλλιτέχνη. Ο «Ηνίοχος» ολοκληρώθηκε το 1995, χάρη στη συνδρομή εκατοντάδων επαγγελματιών και ερασιτεχνών, «ένα κίνημα» όπως το αποκαλούσε ο ίδιος. Μια ταινία αφάνταστου λυρισμού, ανυπέρβλητης αισθητικής, ένας αφηγηματικός λαβύρινθος σπάνιας κινηματογραφικής ομορφιάς.
Αλέξης Δαμιανός, η τελευταία του συνέντευξη
Εμένα πάντα μ’ άρεσε να στεριώνω με τους ανθρώπους. Δεν ήθελα, δεν θέλω να τους αλλάζω τους ανθρώπους μου. Αλλά και μακριά να βρίσκονται κάποια στιγμή, χωρισμένοι να ‘μαστε, πάλι αυτούς θέλω. Πάντα αυτούς, πάντα εσάς σκέφτομαι.
Είναι όμως κι ένα σωρό νέοι, νέα παιδιά, που σας πλησιάζουνε, οδηγημένοι από τον έρωτα για το έργο σας, δεν είναι;
Τα νέα παιδιά μ’ αγαπούσανε και θα μ’ αγαπάνε πάντα γιατί τα σέβομαι. Γιατί κι εγώ τ’ αγαπούσα και τ’ αγαπάω. Γιατί ποτέ δεν ένιωσα ικανός να τα κοροϊδέψω. Ποτέ. Ποτέ, ποτέ, ποτέ! Θυμάμαι μόνο μια φορά που τους θύμωσα λίγο, με τον Πανουσόπουλο στο «Μέχρι το Πλοίο»…
Πιτσιρικά, φαντάζομαι, τότε…
Ναι. Που τραβούσε την ταινία και μου λέγανε όλο όρους γαλλικούς του σινεμά, επίτηδες λες, που εγώ να μην ξέρω. Κι αφού μου λέγανε, μου λέγανε, τους λέω κι εγώ: «Τι μου τα λέτε αυτά τώρα; Από ‘δω ώς εδώ εγώ θέλω να πάρουμε κι από ‘κει ώς εκεί»!
Να την πούμε κι αυτή την ιστορία της αρχής, αλλά εγώ αναφερόμουνα και στους σημερινούς νέους, στα πολύ νέα παιδιά: Γιατί, λοιπόν;
Γιατί; Ν’ αρχίσω κι εγώ όπως όλοι οι βλάκες, «-Κοίταξε να δεις»; Ας πούμε γιατί δεν έχω, δεν είχα ποτέ προθέσεις αυθεντίας. Δεν καμάρωνα, και δεν καμαρώνω. Γιατί δεν είμαι ικανός να καμαρώνω, γι’ αυτό. Επί τόπου εννοώ. Την ώρα της δουλειάς. Γιατί μετά είναι άλλη, τελείως, υπόθεση.
Μετά, επιτρέπεται το καμάρωμα!
Πάτε τώρα κι εσείς να με σώσετε. Αλλά εγώ πού να σωθώ, δεν σώζομαι! Όμως στα γυρίσματα τουλάχιστο νομίζω πως υπήρξα ταπεινός. Δεν θυμάστε στον «Ηνίοχο», που παίζατε κι εσείς; Δεν θέλετε να σας πω για τον Πανουσόπουλο στο «Μέχρι το Πλοίο», πάνω στην πέτρα με την οχιά από κάτω;
Ήταν τότε με τα γαλλικά που σας έλεγα. Που μου λέγανε. Κι είχε ανέβει ο Γιώργος πάνω σ’ ένα βράχο με την κάμερα και υπολόγιζε, κι εγώ έβλεπα στα πόδια του την οχιά, κι έλεγα πως να του το πω να μην τρομάξει κιόλας. Και τους λέω: «Άμα είναι κάτι να μου προτείνετε, δεν έχετε παρά να μου πείτε το πώς και το γιατί. Το λόγο του κάθε πλάνου, δηλαδή». Ο ρυθμός και το γιατί μ’ ενδιέφεραν πάντα. Και το γιατί πιο πολύ απ’ όλα.
Κι η οχιά;
Και, τελειώνοντας, του λέω: «Τώρα, μην κουνηθείς καθόλου. Μείνε ακίνητος τελείως». Και στάθηκε ο Γιώργος, και πάω εγώ μ’ ένα ξύλο μες στο δάσος που ‘μασταν, κι αρχίζω να τη βαράω την οχιά στο κεφάλι, μέχρι να της το λιώσω. Θα τον είχε φάει, έτσι που ήτανε συνεπαρμένος από την καλλιτεχνία του. Κι είδα τότε στον Γιώργο, αυτό δεν το ‘χω ξεχάσει ποτέ, πώς με κοίταξε: με την ευγένεια την πραγματική στα μάτια του.
Σας είχε τύχει και καλός, πολύ καλός, μεταξύ μας…
Μα τι λέτε, τώρα; Αν δεν ήταν αυτός… Δεν υπάρχει, δεν υπήρχε άλλος σαν τον Γιώργο. Το Μεγάλο Ταλέντο. Το πολύ Μεγάλο Ταλέντο, αναμφισβήτητα. Εδώ μόλις είχε παντρευτεί με τη γυναίκα του την Ελένη τότε, που πρωταγωνιστούσε και στην ταινία, και μου ’ρθε απάνω στον Παρνασσό χωρίς τη μηχανή. Κι έτρεχε μετά η δική μου η γυναίκα, η Άρτεμη, κάτω, να τη φέρει τη μηχανή, να συνεχίσουμε την ταινία!
Οι ταινίες σας άρα έχουνε αυτό το «γιατί» μέσα; Την ουσία της ουσίας;
Για ουσίες δεν ξέρω να σας πω. Αλλά, εκείνο που ξέρω είναι πως κοίταγα τους ανθρώπους πολύ. Πάρα πολύ. Βούταγα μέσα στους ανθρώπους κυριολεκτικά. Και φρόντιζα να τους κάνω έτσι ώστε ν’ ανοίγουνε τις πόρτες τους. Τις πόρτες της ψυχής, της καρδιάς τους. Αυτό το ‘χω πολύ. Από μικρός. Από πάντα.
Αυτό δεν είναι η ουσία της… ουσίας, τι είναι; Ποιοι άλλοι το ‘χουνε, ο… Ρενουάρ κι εσείς ίσως;
Δεν ξέρω για σκηνοθέτες να σας πω. Για τον Χάρρυ Μπωρ, τον παλιό μεγάλο γάλλο ηθοποιό αν θέλετε να σας πω, σας λέω: ναι, αυτός το ‘χε. Σ’ όλα τα παλιά έργα που τον βλέπαμε. Αλλά κι αυτός ήρθε εδώ, είδε τον Βεάκη «Βασιλιά Ληρ», και, χωρίς να ξέρει λέξη ελληνικά, ένιωσε την ανάγκη να υποκλιθεί μπροστά του. Να γονατίσει. Μπροστά ήμουνα, σας το ‘χω ξαναπεί νομίζω. Τον είδα, λόγω τιμής, να γονατίζει. Αυτοί τους ήξεραν τους ανθρώπους τέλεια, μέχρις εκεί που δεν παίρνει. Δεν μπορείτε καν να φανταστείτε πόσο καλά ξέρανε τους ανθρώπους αυτοί. Ο Χάρρυ Μπωρ κι ο δικός μας, ο Βεάκης. Εγώ πήγαινα και του ‘κανα παρέα του Βεάκη. Αυτός κι αν ήτανε μεγάλη προσωπικότητα. Πού να βρεις πια τέτοιες προσωπικότητες, τέτοιους ανθρώπους;
Και ποιήματα έγραφε, δεν έγραφε ο Βεάκης; Δεν ήταν ηθοποιός με όλη την έννοια του όρου, άνθρωπος δηλαδή πνευματικός κι ενήμερος;
Βέβαια. Εγώ πέρασα τότε πολλές ώρες μαζί του, μεγάλος πια ήτανε, κι υπέφερε απ’ τη μέση του. Μια φορά όμως, έτσι όπως ήτανε, άρχισε να μου διηγείται τους «Επτά επί Θήβας», και μια κίνησή του, ένα βλέμμα του, εγώ νόμιζα πως παιζότανε όλο το έργο μπροστά μου, μπροστά στα μάτια μου όλη, μα όλη η τραγωδία! Με λίγα, με το τίποτα μου τα ‘δειχνε όλα μπροστά μου. Μέχρι που με πιάσανε τα κλάματα εμένα, τόσο πολύ συγκινήθηκα.
Ο λόγος πάει πρώτα απ’ όλα, άρα; Εσείς είστε του θεάτρου κατ’ αρχήν, άλλωστε.
Δεν είμαι, όχι. Δεν είμαι και τόσο του θεάτρου. Δεν λέω, τ’ αγάπησα πάρα πολύ και το θέατρο, μια φορά κι έναν καιρό. Αλλά, να πάω τώρα, δύσκολα, δεν πάω. Φοβάμαι! Αλλά και τι να δει κανείς στο θέατρο άμα έχει προλάβει εκείνους τους παλιούς, τους τόσο μεγάλους;
Είχαμε, πάντως, και γυναίκες μεγάλες ηθοποιούς, τα χρόνια που λέτε.
Είχαμε; Είχαμε κάποιες θεατρίνες, αγαπημένες μιας άρχουσας τότε τάξης, που και δι’ απλής μόνο δηλώσεώς τους είχανε καθιερωθεί ως μεγάλες. Αυτά έκανε η ιθύνουσα τάξη της εποχής. Που κατέστρεψε έναν λαϊκό πολιτισμό τελείως, λαϊκό πολιτισμό από τους καλύτερους του κόσμου. Μόνο την Παπαδάκη την Ελένη εγώ παραδέχτηκα τότε για πολύ μεγάλη όντως αξία. Μόνον αυτή.
Με το τόσο δραματικό τέλος.
Ναι. Και τον δάσκαλό μου στη Σχολή πάντα θυμάμαι: τον Παπαγεωργίου. Που μου ‘πε κι εκείνο το τρομερό κάποτε, «Τι θα γίνει πια μ’ εσένα; Το ένα σου χέρι θα το ‘χεις πάντα στις λάσπες και τ’ άλλο στ’ άστρα; Άνθρωπε του Νίτσε»! Γιατί είχα κοιμηθεί τη νύχτα στην Πάρνηθα, κι ήρθα με τα ρούχα λερωμένα και τα ‘κρυψα κάτω απ’ το κάθισμα, τι να κάνω; Και τα βρήκε εκείνος, και μ’ άρχισε στο υβρεολόγιο.
Εσείς όμως καλά δεν κάνατε; Και ανθρώπινος δεν ήσασταν πάντα, και υπερβατικός μαζί;
Πολύ δύσκολο αυτό το πράγμα για μια ζωή ολόκληρη. Κινδυνεύεις ανά πάσα στιγμή ν’ αγγίξεις της πορνείας τα όρια, δεν κινδυνεύεις; Τέλος πάντων. Να μην είμαστε και αφοριστικοί. Άλλη μία μεγάλη πραγματικά ηθοποιός που μ’ άρεσε εμένα ήτανε κι η Σαπφώ η Αλκαίου. Μεγάλοι είναι οι ηθοποιοί εκείνοι που μπορούν όσο γίνεται πιο απλά να σου ανοίγουν συνέχεια πόρτες. Με δυο βήματα να σε παίρνουν μαζί τους σ’ όλον τον κόσμο. Αλλά πρέπει κι εσύ να είσαι έτοιμος ν’ ανοιχτείς, να γίνεις καλός δέκτης. Στο «Πορεία» τότε κάναμε πολύ καλές, εξαιρετικές νομίζω, παραστάσεις. Αλλά συχνά με τρεις θεατές. Με καλά, με πολύ καλά έργα.
Όπως;
Όπως το «Γεύση από Μέλι», κι άλλα. Και μια κωμωδία δική μου επίσης. Κωμωδία ωραία. Κι ανεβάζουμε και τα «Κόκκινα Φανάρια». Και, ακριβώς πριν ανοίξει η αυλαία, καθίσαμε με την Άρτεμη στις κουίντες από πίσω, κι είπαμε: «Αν τώρα πιάσει αυτό το έργο, καιρός είναι να το κλείσουμε αυτό το θέατρο»!
Ας ήτανε, όπως λέγεται, μια παράσταση άριστη, απ’ όπου και το κινηματογραφικό έργο μετά;
Ας ήτανε. Με Χέλμη, Χρονοπούλου, και, και. Μιλάμε για μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του ελληνικού θεάτρου, μεγαλύτερη κι από το «Αγάπη μου Ουά-Ουά»! Δυο χρόνια, χειμώνα-καλοκαίρι, παιζότανε συνέχεια. Αλλά το βάρος των έργων που ήθελα εγώ δεν το ‘χε. Εγώ αλλιώς ήθελα να το υπηρετώ και το θέατρο. Αν γινότανε, να, σαν τον Βεάκη και τον Μπωρ, που λέγαμε πιο πριν. Δεν ήθελα να παίζω έργα για να μην πάω από τα χρέη φυλακή. Κι είπα τότε: «Τι με νοιάζει εμένα θέατρο ή σινεμά; Αυτά που θέλω να πω, όπου και να τα πω, τα ίδια θα πω». Κάτι είχα μέσα μου να πω, κι ήθελα να το πω. Όχι σαν μήνυμα. Σαν σημασία. Σαν κάτι δικό μου.
Η κωμωδία πάντως που είπατε ήταν το «Ανοιχτό Κλουβί»; Ο Καραγκιόζης-γιατρός σας, καλή ώρα τώρα με τον Δήμο τον Αβδελιώδη;
Ναι. Όσοι ερχόντουσαν να μας δούνε, τρελαινόντουσαν, πέφτανε από τα γέλια κάτω. Μέχρι που μια γυναίκα ξεγέννησε κανονικά μες στην παράσταση. Απ’ τα γέλια. Την ίδια αυτή παράσταση, το ίδιο έργο, το ξανακάναμε το ’79 στο χωριό, στην Εύβοια, με όλους τους βοσκούς και τους χωριάτες ηθοποιούς, κι έγινε το σώσε. Το σκηνοθέτησαν μάλιστα και οι ίδιοι: ήτανε το ωραιότερο πράγμα που ’χω δει σ’ ολόκληρη τη ζωή μου. Μόνους τους τούς έβαζα και φτιάχνανε τα ρούχα τους, όλα. Ερχότανε όλο το χωριό κι έκανε πρόβες κάθε μέρα. Και πήγα να παίξω κι εγώ ένα ρόλο, και δεν ταίριαζα καθόλου. Κι ένας έρχεται και μου λέει: «Εγώ θα ’ρχομαι στις πρόβες όλες, αλλά στην παράσταση να μη με περιμένεις»!
Έξι μήνες περάσαμε υπέροχα, ακόμα το θυμούνται όλοι εκεί το «Ανοιχτό Κλουβί» τους. Που άνοιξε την πόρτα το πουλάκι κι έφυγε. Γιατί εμένα μ’ αρέσει να το σκάνε τα πουλιά. Όχι όλα. Τ’ …αντιστασιακά πουλιά! Αλλά κάθε διαχείριση του ανθρώπου από άλλους ανθρώπους εγώ ποτέ δεν την ήθελα. Στη ζωή μου όλη. Μέχρι στον Καραγκιόζη, λοιπόν, έφτασα για να πω πέντε πράματα. Και ύστερα ήρθαν και μας δίνανε λεφτά, αναλαμβάνανε την παραγωγή, να πάει όλο το χωριό όπως ήτανε, με όλα τα έξοδα πληρωμένα, να πάμε να το παίξουμε στην Αγγλία το έργο. Κι εγώ ήθελα πολύ να γινότανε κι αυτό.
Αλλά;
Αλλά πού να φύγουνε οι άνθρωποι, ν’ αφήσουνε τα χωράφια τους, τις δουλειές τους; Κι έτσι μου ’πανε, όταν πήγα και τους είπα για την πρόταση: «¬ Και τα γίδια ποιος θα τα ’χει; Τις κατσίκες ποιος θα τις αρμέγει;». Αυτή ήταν η απάντησή τους.
Απάντηση ανθρώπων που είχαν κι άλλη ζωή. Μη επαγγελματιών ηθοποιών…
Εγώ, τελικά, με τους επαγγελματίες καμία σχέση δεν πρέπει να ’χω. Δεν έχω, δεν είχα, και ποτέ δεν θα ’χω. Τι να ’χω; Εγώ είμαι καμια φορά σαν εκείνον τον τρελό πάνω στ’ άλογο που γύρναγε και φώναζε, «¬Μετανοείτε για θα πάτε στην Κόλαση, και θα με βρείτε εκεί να σας κοροϊδεύω»! Γιατί εγώ ποτέ δεν θέλησα να γίνω τίποτα δι’ απλής μου δηλώσεως. Ποτέ.
Στην Ελλάδα που είσαι ό,τι δηλώσεις;
Στην Ελλάδα αυτή. Εγώ ήμουνα αριστούχος στο Εθνικό, και δίπλα μου προχωράγανε άνθρωποι που όταν τους ρώταγες “Ποιος έγραψε την Αντιγόνη” σου απαντάγανε “Ο Κρέων”! Κι αυτοί οι άνθρωποι, αυτά τα παιδιά, χαράζανε μετά και πορεία στον πολιτισμό μας… Πάντως, όταν η ιθύνουσα τάξη που σας έλεγα κυριάρχησε πια πέρα ώς πέρα, η τάξη η λαϊκή την ακολούθησε, την πρόδωσε κι αυτή την ουσία της. Πρόδωσε τον ιδρώτα που έχυνε και χύνει, την αγνότητα και την ευπρέπειά της. Αυτοί που θα ’πρεπε να συνεχίσουν να είναι οι δημιουργοί μιας αγάπης αυτόματης. Σαν ν’ αποθέσανε κάτω τη γυμνή τους την ψυχή, χωρίς πια να γυρίσουν πίσω, χωρίς να ξανακοιτάξουν προς τις ρίζες τους. Κι έγινε ό,τι έγινε, πάθαμε ό,τι πάθαμε, κι έχει φτάσει πια ο πολιτισμός μας εκεί που ’χει φτάσει. Μας κοροϊδεύανε οι άλλοι, κι εμείς πήραμε την κοροϊδία τους για κουλτούρα, για πολιτισμό. Να: αυτό έγινε.
Κυκλοφορεί τον τελευταίο πάντως καιρό πως ένα νέο σενάριο ετοιμάζετε. Πως δεν το ‘χετε βάλει καθόλου κάτω.
Ναι. Αυτό κάνω.
Τι;
Θέλω επιτέλους να γδυθούμε όλοι σ’ αυτόν τον τόπο και να δηλώσουμε πραγματικά ποιοι είμαστε. Ποιος είναι ο καθένας μας. Ποιος είναι ποιος. Όχι στα ψέματα. Όχι με τα ψέματα. Να δούμε αν υπάρχουν ακόμη άνθρωποι μεταξύ μας που φροντίζουν να μην εξευτελίζεται η πατρίδα μας, η ζωή μας. Που προστατεύουν εκείνους που αγωνίζονται πάντα να δημιουργούν, να καταθέτουν, να μην καταστρέφουν. Να μη δοξολογούν τα τίποτα. Το Τίποτα.
Ο Άνθρωπος;
Ο άνθρωπος. Ο άνθρωπος ο τρελός!
Πού διαφέρει ουσιαστικά η τέχνη του θεάτρου από εκείνη του κινηματογράφου, κύριε Δαμιανέ; Το σινεμά τα λέει όλα με μια εικόνα;
Και το θέατρο με τις εικόνες συχνά προχωράει. Στο θέατρο δε, μια εικόνα μπορεί να είναι πιο δυναμική από μια του κινηματογράφου.
Λέτε;
Ναι, λέω. Ιδίως όταν ο κινηματογράφος παύει να είναι μια πράξη κατ’ εξοχήν πνευματική. Κι ανακατεύονται τα χρήματα σε πρώτο πλάνο, κι η υπερβολή. Οι αμερικανοί ρίχνουνε, ρίχνουνε λεφτά στην πυρά του κινηματογράφου, να φουντώσει, να βγάλουνε μετά πολλαπλάσια.
Φτιάχνοντας εικόνες ψεύτικες;
Τι ψεύτικες; Πολύ καλές εικόνες! Αφού πληρώνουνε αράδα, δεν θα βρούνε τους καλύτερους, τις πιο ωραίες γκόμενες; Αλλά με μόνο εικόνα δεν γίνεται, πώς να γίνει; Αν έχει όμως το γιατί της η εικόνα αυτή, αν σημαίνει, αν έχει ο λόγος μετουσιωθεί σωστά σε κινήσεις και χρώματα, αμέσως βρίσκει την είσοδο, την έξοδο, τη διέξοδο ο θεατής, κι αμέσως ταυτίζεται, συμπάσχει, κάνει κρακ κάτι μέσα του. Έτσι δεν έχει γίνει μ’ εκείνη την περίφημη κούνια της «Ευδοκίας»;
Πώς;
Εγώ σαν να μην ήξερα. Με κατσαρόλες μέσα από τα δέντρα ήμασταν, για να γίνουν οι σκιές οι σωστές, να βρεθεί στον ουρανό το κορίτσι. Η ψυχή του, δηλαδή. Και μου ’πανε, «Βρε άτιμε!». Γιατί μ’ αγαπούσανε, μ’ αγαπήσανε μ’ όλ’ αυτά, κι ο Παπαστάθης, κι όλοι οι δικοί μου οι άνθρωποι. Από ένα σχοινί, από ένα κρέμασμα, από ένα κορίτσι τόσο ωραίο μια στον ουρανό και μια στα Τάρταρα. Φτάνει, πάντα έφτανε ένα κορίτσι. Όπως και τότε, μετά το πρώτο μου θεατρικό, μετά το «Καλοκαίρι θα Θερίσουμε». Που πήγαμε μετά, με τον καλύτερό μου φίλο, τον Σίμωνα τον Ταπεινό, και ψιλόβρεχε. Κι ακολουθήσαμε εκείνη την κοπελίτσα απ’ το λούνα-παρκ, που ’δινε στη σκοποβολή τα βελάκια. Κι αυτή μας οδήγησε στις πρώην στέρνες, σε κάτι παράγκες, που ’μενε με τον φίλο της. Και σκύψαμε και μπήκαμε, και μας κεράσανε κρασί, ξίδι σκέτο, και ψωμί. Σαν το καλύτερο γλέντι μετά την πρεμιέρα. Ακριβώς μετά τον Πόλεμο ήτανε, στη φτώχεια μέσα και τη στέρηση. Και βγήκα εγώ ύστερα, και κοίταγα, και δεν υπήρχε πια σταγόνα νερό στις στέρνες. Αλλά σε μια μάντρα πάνω, σε μια ξερολιθιά, χωρίς καθόλου χώμα, χωρίς καθόλου νερό, είχε ανθίσει ένα ραδίκι, ένα λουλούδι πανέμορφο. Με τον ήλιο μόνο είχε ανθίσει, με τον ήλιο μόνο ζούσε. Αυτή ήταν κι η ιδέα μου όλη της «Ευδοκίας». Από τότε. Ένα λουλούδι που τα καταφέρνει μες στην πέτρα. Η Ελλάδα, δηλαδή…
Μια μέρα πάλι στον Σχινιά, είχαμε πάει με τη γυναίκα μου και τα τρία μας παιδιά για μπάνιο. Κι ήταν κάτι αμερικανοί εκεί πέρα. Και γιορτάζανε την εθνική τους εορτή, αρχές Ιουλίου. Με παράτες και τέτοια. Κάτι απίθανοι, όχι αυτοί που είναι στην ταινία.
Οι πραγματικοί.
Ναι. Μέχρι και μποξ παίζανε, τέτοια. Κι εκείνη την ώρα, εμφανίζεται μια μοτοσυκλέτα, ένα μηχανάκι μάλλον, μ’ έναν τύπο μπασκινο-νταβατζή για οδηγό. Ένας τελείως χάλια, κοντός, χοντρός, άγριος. Και πίσω του είχε μια υπέροχη μορφή όμως: χαμηλοκώλα κι αυτή, καμία σχέση με τη Μαρία τη Βασιλείου, αλλά με τα μαλλάκια της να τα παίρνουν ο αέρας κι ο ήλιος και να της τα κάνουνε στεφάνια υπέροχα. Αυτή ήτανε. Ένα πολύ μπανάλ πράγμα, αλλά με τόση λάμψη! Εγώ, ξέρετε, την μπαναλιτέ την αγάπησα πολύ.
Ωραίος τίτλος κι αυτός: «Εγώ, την μπαναλιτέ την αγάπησα πολύ»…
Μα δεν αγάπησα στη ζωή μου τίποτα περισσότερο. Εννοώ από την μπαναλιτέ της λειτουργίας του ελληνικού λαού. Την ασύγκριτη καθημερινότητά μας. Προσοχή: όχι, κατηγορηματικά όχι, την μπαναλιτέ της ιθύνουσας τάξης. Την απλότητα του καθημερινού μας ανθρώπου. Που του φτάνει ένα κρασάκι για να ’ναι δικός του ο κόσμος όλος.
Και ξίδι να ’τανε το κρασάκι αυτό. Από μπουκάλι φτηνό…
Την άλλη μέρα, δυο μέρες μετά, κάθισα κι έγραψα την «Ευδοκία», λοιπόν.
Η «Ευδοκία» ήτανε ένα ραδικάκι, κι η εικόνα εκείνου του άλλου κοριτσιού. Το «Μέχρι το Πλοίο»;
Εκείνο το σιδεράδικο, κι η μουσική του. Δυο φίλοι που συναντώνται εκεί. Κι η πέτρα που του ’ρχεται στο χέρι, και λέει, «Όλοι μας σαν τα κοτρώνια αυτά κατρακυλάμε». Και πάμε, και ξεριζωνόμαστε…
Όπως κι εσείς από το θέατρο, ας πούμε;
Μα τι λέμε τώρα; Τα ’παμε. Δεν βρήκα πόρτες ανοιχτές εγώ στο θέατρο. Αντίθετα: οι θέσεις όλες της δόξας ήσαν πιασμένες. Από ανθρώπους με αξίες μισές. Και η πορεία τού «Πορεία» κάποια στιγμή θα τελείωνε, θα διεκόπτετο. Όπως κι έγινε. Θέλετε να σας πω πώς στράφηκα στο σινεμά; Να σας το πω κι αυτό.
Αλέξης Δαμιανός: Η πολιτική, απαίσιο εφεύρημα…
(Ο δημιουργός της Ευδοκίας στοχάζεται για το σινεμά και τη ζωή…)
Πάθος δεν έχω για τίποτε. Πάθος έχω μόνο για την πίστη μου ότι ο Παράδεισος δεν έχει χαθεί. Υπάρχει αλλά δεν τον βλέπουμε. Είναι η κατάρα του Οιδίποδα, το «νους ορά και νους ακούει», που είπε αργότερα ο Ιησούς, η διαρκής δυνατότητα του ανθρώπινου όντος να αποκαλύπτει τη μεγαλοσύνη της ζωής. Η τεχνολογία είναι ένα εργαλείο όπως το πιστόλι το μπαρούτι. Το είχαν οι Κινέζοι, οι τόσο συκοφαντημένοι σαν «κίτρινος κίνδυνος». Αλλά είναι η δυτική νοοτροπία υπεύθυνη για την κακή του χρήση. Το μπαρούτι ο Νόμπελ το έκανε θάνατο. Κι έμεινε το βραβείο του να αντιπροσωπεύει ένα πολιτισμό θανάτου. Ο άνθρωπος συμπεριφέρεται με την τεχνολογία σαν ένα κρετίνικο παιδί που κραυγάζει και χρησιμοποιεί τα εργαλεία του μέσα σε μια έννοια παιχνιδιού και εκμετάλλευσης. Χωρίς συνείδηση του τι είναι αυτό που θα μπορούσε να του προσφέρουν. Δεν θεωρώ τίποτε λάθος. Κάθε τι είναι ένα δυναμικό που θα μπορούσε να είναι συν ή πλην. Έχω το αυτοκίνητο και για να πάω στην Αθήνα θέλω δύο ώρες, όταν κάποτε με τα πόδια έκανα μια…
(…) Προσπαθώ να μιμηθώ τη ζωή με την εξυπνάδα και το μυαλό, έχω χάσει όλες τις δυνατότητες της ελευθερίας μου. Κάποτε με το ένστικτο μου, με τη συλλογική μνήμη του κυττάρου, ήξερα τι θα φάω. Τώρα πρέπει να το μάθω κι αυτό. Θα στο πω με ένα παράδειγμα.
Είχα κάποτε μια φοράδα κι εκεί που την έδενα για βοσκή είχε φυτρώσει χασίς. Εγώ κοίταζα κι έλεγα τι να είναι αυτό, καναπίτσα θα είναι, λυγαριά. Πήγαινα λοιπόν τη φοράδα κάθε φορά και τη έβαζα να το φάει, αλλά αυτή ούτε να το μυρίσει. Αναπηδούσε, έκανε ανορθώσεις, έδειχνε την αηδία της με κάθε τρόπο.
Εγώ κατάλαβα πολύ αργότερα από αυτήν ότι ήταν χασίς… Εμείς χρειαζόμαστε μια επίπονη ιστορική κι εμπειρική παιδεία για να αποκτήσουμε τη γνώση αυτή. Και ξέρεις, εγώ θεωρώ μια από τη σημαντικότερες παιδείες το στρατό. Ο στρατός δεν είναι μια εφεύρεση της πολιτικής. Όλες οι πρωτόγονες φυλές, έχουν κάποιο είδος στρατιωτικής παιδείας για τους εφήβους. Όχι για να κάνουν πόλεμο, μα για γνωρίσουν τη ζωή. Κάποιες φυλές στη Νότια Αφρική βάφουν τους εφήβους με ανεξίτηλη λευκή μπογιά και τους διώχνουν για δύο χρόνια στη ζούγκλα. Πρέπει να νικήσουν, να νικηθούν και να κάνουν τον κύκλο, να γυρίσουν στη φυλή χωρίς τη μπογιά, γιατί η μπογιά είναι όνειδος. Κι όταν έρχεται η γέμιση του φεγγαριού που όλοι περιμένουν, γυρίζουν από τη δοκιμασία και τους περιμένουν οι κοπελίτσες, έτοιμες να γίνουν μητέρες πια, και γίνεται το νυφοπάζαρο… Έχω γράψει το Ερυσίχθονα, που ήταν ο πρώτος Οιδίποδας της μυθολογίας μας, γι’ αυτό. Που γυρίζει θριαμβευτής από το δοκιμασία του Καιάδα. Όπως κι οι Ινδιάνοι, που πρέπει να γυρίσουν έχοντας πάρει τα νύχια του αετού. Πώς θα τα πάρουν, πώς θα ανεβούν εκεί ψηλά πως θα παλέψουν με τον αετό, τι πρέπει να μηχανευτούν… Αυτό όμως είναι μια παιδεία. Όπου πραγματικά θα καταλάβεις, την αλληλεγγύη των ανθρώπων, θα γευτείς την άμιλλα σαν τον ύστατο νέκταρ της ζωής, θα αγαπήσεις το συναγωνιστή σου και τον καλύτερο σου που παλεύετε τον ίδιο αγώνα. Κι έτσι κάθε φορά προχωρά το όριο των επιτεύξεων σου κι αυτό σου δίνει χαρά. Γιατί για τους ανθρώπους που αμιλλώνται και δεν ανταγωνίζονται η ζωή είναι γιορτάσι.
(…) Δεν είμαι ηθοποιός. Είμαι ένας άνθρωπος που προσπαθώ να αναπλάσω τη ζωή μέσα από τις δραστηριότητες που μου έχουν δοθεί ως στοιχεία. Όπως τα πέτρινα δόρατα που βρίσκουμε στα πανάρχαια σπήλαια ή τα ντολμέν που αποκαλύπτουν την πανάρχαια γνώση. Έγινα ηθοποιός από βιοπορισμό και από ασικλίκι. Έπαιξα στη τηλεόραση από πείσμα, όταν κάποιοι με προκάλεσαν ότι κάνω ποιοτικό θέατρο, επειδή δεν μπορώ να κάνω κάτι ζωντανό και εμπορικό. Και θύμωσα τόσο που πήγα στον «Παράξενο Ταξιδιώτη» κι όταν έφυγα από τη τηλεόραση είχα το καλύτερο κασέ, αλλά ντρεπόμουν γιατί το θεωρώ αίσχος αυτό που έκανα.
[Το να είσαι σκηνοθέτης] Είναι κάτι σαν αναγκαιότητα. Το να βγω και να κηρύττω το λόγο του Ιησού μπορώ να το κάνω εμπόρευμα; Βέβαια το σελιλόιντ είναι εμπόρευμα και οι εταιρείες σε εκμεταλλεύονται όπως οι νταβατζήδες τις πουτάνες. Έχω να σου πω μια κοινωνική πρόταση. Αυτοί σου λένε τις θέλεις; Κατέβαινε. Αυτόν τον ρόλο τον ανέχεσαι και είναι μια δέσμευση. Αλλά δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς.
(…) Όταν πρωτοβγήκε [η «Ευδοκία»] συνάντησε τη σιωπή και την εχθρότητα. Το διάβασα λοιπόν και γέλασα [ότι σήμερα έχει αναγνωριστεί ως μια από τις καλύτερες ελληνικές ταινίες]. Ήμουν ταλαιπωρημένος και λασπωμένος από όργωμα. Εγώ δεν μπορώ να κάνω ένα έργο για να πάρω ένα βραβείο. Κι όταν κάνω το μοντάζ είμαι καταστρεπτικά δωρικός. Πετάω αριστουργήματα, γοητευτικά πράγματα, για να μείνει το έργο να μιλήσει μόνο του. Και δεν με ενδιαφέρουν οι διανοούμενοι. Με ενδιαφέρουν οι απλοί συνάνθρωποι μου. Η Ευδοκία ήταν δύο χρόνια στο συρτάρι της εταιρείας και όταν βγήκε έκανε σε μια εβδομάδα 95.000 εισιτήρια. Γιατί τότε ήθελα πια να την καταστρέψω. Γιατί το «Μέχρι το πλοίο» μου αρέσει πιο πολύ. Είναι ατελέστερο και το αγαπώ γιατί ήταν η πρώτη μου μάχη.
(…) Εγώ ήμουν και είμαι πάντα σε σιγηλή διείσδυση. Προσπαθώ να συναρτήσω το ανατρεπτικό περιεχόμενο της ζωής και των πράξεων του ανθρώπου. Δεν με ενδιαφέρουν οι ρυθμοί. Έχω μια πρόταση για τους συνανθρώπους μου και χρειάζεται μια συνεχής τριβή και απόπειρα ισορροπιών και μια προετοιμασία για να βρεις την κατεύθυνση πραγμάτωσης. Μου έδωσαν κάποτε πολλά λεφτά για να ανεβάσω τους Πέρσες και να γυρίσω τους Μαυρόλυκους. Αρνήθηκα γιατί δεν είμαι έτοιμος. Ανταγωνιστικότητα; Οι Έλληνες ένα μόνο πράγμα μπορούμε να κάνουμε ανταγωνιστικό, πνευματικές πράξεις, κι όχι να μιμηθούμε τη γιγαντιαία κινηματογραφική βιομηχανία που αναζητεί διακαώς το μέγα τίποτε, μέσα από φουρφουλένια και εντυπωσιακά πράγματα που δεν λένε ποτέ πράγματα με το όνομα τους. Οι Έλληνες πρέπει να κάνουν τραγωδίες. Έχουμε ένα ναό έτοιμο. Έχουμε μια ευθύνη. Έχουμε κάτι που κανένας άλλος λαός δεν έχει αγγίξει.
(…) [Ο «Ηνίοχος»] είναι το αποτέλεσμα μιας πολιτικής διαδρομής από το Αλβανικό Έπος έως τις μέρες μας, το πως διαγράφει αυτή την ιστορική καμπύλη ένας σεμνός άνθρωπος. Ηνίοχος είναι το ψευδώνυμο που έχει όταν μπαίνουν οι Γερμανοί και που προέρχεται από την αποκαλυπτική σχέση που έχει με το ομώνυμο άγαλμα.
(αποσπάσματα από συνέντευξη του Αλέξη Δαμιανού στον δημοσιογράφο Γιάννη Κιμπουρόπουλου. Δημοσιεύθηκε στο Auto Week, ένθετο περιοδικό του Επενδυτή)
ΑΛΕΞΗΣ ΔΑΜΙΑΝΟΣ – ΕΥΔΟΚΙΑ
Τίτλοι με λατινικούς χαρακτήρες: EVDOKIA
Χρονιά Παραγωγής: 1971
Σκηνοθέτης: ΔΑΜΙΑΝΟΣ ΑΛΕΞΗΣ
Είδος: ΜΕΓΑΛΟΥ ΜΗΚΟΥΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ, ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ
Σενάριο: ΔΑΜΙΑΝΟΣ ΑΛΕΞΗΣ
Δ/ντής Φωτογραφίας: ΜΑΓΚΟΣ ΧΡΗΣΤΟΣ
Μοντάζ: McCARTHY MATT
Ηχολήπτης: ΔΕΣΠΟΤΙΔΗΣ ΝΙΚΟΣ, ANSCOMBE TONY
Ενδυματολόγος: ΑΝΔΡΕΑΔΟΥ ΤΖΟΥΛΙΑ
Μουσική Σύνθεση: ΛΟΪΖΟΣ ΜΑΝΟΣ
Βοηθ. Σκηνοθέτη: ΠΑΠΑΣΤΑΘΗΣ ΛΑΚΗΣ, ΖΕΡΒΟΣ ΝΙΚΟΣ
Βοηθ. Δ/ντή Φωτογραφίας: ΑΛΕΞΑΚΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ, ΜΕΡΟΝΤΗΣ ΕΡΡΙΚΟΣ
Μακιγιάζ: ΑΝΔΡΕΑΔΟΥ ΤΖΟΥΛΙΑ
Οπερατέρ: ΑΛΕΞΑΚΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ, ΜΕΡΟΝΤΗΣ ΕΡΡΙΚΟΣ
Δ/ντής Παραγωγής: ΣΤΑΜΠΟΥΛΟΠΟΥΛΟΣ ΓΙΩΡΓΟΣ
Παραγωγή: KATAMOR PROCUCTIONS, ΠΟΡΕΙΑ
Πρώτη προβολή: 21 Σεπτεμβρίου 1971 (Ελλάδα)
Διάρκεια: 92´
Προέλευση: Ελλάδα
Γλώσσα: ελληνική
Ηθοποιοί:
ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΜΑΡΙΑ, ΑΓΑΓΙΩΤΟΥ ΚΟΥΛΑ, ΚΟΥΤΟΥΖΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ, ΖΟΡΜΠΑΣ ΧΡΗΣΤΟΣ, ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ ΒΑΣΙΛΗΣ, ΡΟΥΣΣΟΣ ΠΑΥΛΟΣ, ΔΟΥΛΓΕΡΑΚΗΣ ΝΤΙΝΟΣ, ΚΑΤΑΚΟΥΖΗΝΟΣ ΝΑΣΟΣ, ΚΥΡΙΑΚΟΠΟΥΛΟΣ ΣΠΥΡΟΣ, ΣΑΒΑΤΙΑΝΟΣ ΓΙΑΝΝΗΣ, ΡΗΓΑΣ ΚΩΣΤΑΣ, ΜΠΡΑΟΥΔΑΚΗ ΕΛΠΙΔΑ, ΑΚΡΙΤΑ ΓΙΟΥΛΙΚΑ
Χρώμα: ΕΓΧΡ.
Βραβεία-Διακρίσεις: ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ (12ο) ΕΛΛΑΔΑ 1971 Α΄ ΓΥΝΑΙΚΕΙΟΥ ΡΟΛΟΥ
Σύνοψη της υπόθεσης: Ένας λεβεντόκορμος και μπρούτος λοχίας, ο Μπάσκος (Γιώργος Κουτούζης), γνωρίζει σε μια ταβέρνα μια μοναδικής ομορφιάς και ζωικότητας πόρνη, την Ευδοκία (Μαρία Βασιλείου) και την ερωτεύεται. Εκείνη τον ξεχωρίζει απ’ τους άλλους άντρες κι αρχίζει να κάνει παρέα μαζί του, αλλά ο προστάτης κι αγαπητικός της (Χρήστος Ζορμπάς) αντιδρά βίαια. Ο σύντομος ερωτικός δεσμός των δύο νέων οδηγείται σε ποικίλες αμφιταλαντεύσεις. Όταν όμως ο λοχίας απολύεται και είναι έτοιμος να ριχτεί στη μάχη της ζωής, ο προστάτης της Ευδοκίας και οι φίλοι του επανέρχονται, τον ξυλοκοπούν και του παίρνουν την κοπέλα για να συνεχίσουν να την εκμεταλλεύονται.
Κέρδισε βραβείο Α΄ γυναικείου ρόλου στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και έγινε διάσημη για το μουσικό θέμα της, ένα ζεϊμπέκικο που έγραψε ο Μάνος Λοΐζος, Το ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας, που πλέον θεωρείται κλασικό.
Το σενάριο και η σκηνοθεσία είναι του Αλέξη Δαμιανού. Στην ταινία πρωταγωνιστούν οι Γιώργος Κουτούζης, Μαρία Βασιλείου, Χρήστος Ζορμπάς και Κούλα Αγαγιώτου.
Σε μία μικρή επαρχιακή πόλη της Βόρειας Ελλάδας, ο λοχίας Πεζικού Γιώργος Μπάσκος (Γιώργος Κουτούζης) θα γνωρίσει την Ευδοκία (Μαρία Βασιλείου), μία πόρνη. Οι δυο τους ερωτεύονται κεραυνοβόλα και παντρεύονται. Αλλά ο συντηρητισμός της επαρχίας, οι κατεστημένες αξίες, το κοινωνικό σύστημα και οι προκαταλήψεις δυσκολεύουν τη ζωή τους. Η απόπειρά τους να αντιμετωπίσουν την καθεστηκυία τάξη πραγμάτων αποτυγχάνει και συντρίβεται, όπως στις αρχαίες τραγωδίες.
Σχεδόν μυθικές διαστάσεις έχει πάρει το μουσικό θέμα της ταινίας, ένα ζεϊμπέκικο που έγραψε ο Μάνος Λοΐζος. Το ζεϊμπέκικο αυτό χορεύει ο λοχίας Μπάσκος στα πρώτα λεπτά της ταινίας, στο μαγαζί που συναντά για πρώτη φορά την Ευδοκία, η οποία του χτυπά παλαμάκια, προκαλώντας την οργή του νταβατζή της, ενός διεφθαρμένου πρώην χωροφύλακα.Δύο μερόνυχτα χρειάστηκαν για να γυριστεί η σκηνή της ταινίας “Ευδοκία” του Αλέξη Δαμιανού, με το περίφημο ζεϊμπέκικο. Σε ένα ταβερνάκι της Κάτω Κηφισιάς, ένας νεαρός λοχίας (Γιώργος Κουτουζής), χορεύει για τα μάτια της Ευδοκίας ζεϊμπέκικο. Ο ηθοποιός χορεύει το τραγούδι «Η άτακτη» του Μάρκου Βαμβακάρη, επειδή ο σκηνοθέτης Αλέξης Δαμιανός δεν είχε βρει ακόμα ποιος θα συνέθετε τη μουσική για την ταινία του. Ο ηθοποιός Χρήστος Ζορμπάς, που έπαιζε στην ταινία το νταβατζή της Ευδοκίας, του μίλησε για έναν νέο ταλαντούχο συνθέτη που θα το έκανε ευχαρίστως χωρίς να ενδιαφέρεται για παχυλή αμοιβή. Αρχές του καλοκαιριού του 1971, ο Δαμιανός και ο Λοΐζος δίνουν τα χέρια και ο συνθέτης ξεκινά να γράφει τη μουσική για την ταινία.
Ο Μάνος, αρχικά έπαιξε τη μελωδία του θρυλικού ζεϊμπέκικου με τον παλιό ρεμπέτη Γιώργο Μουφλουζέλη και τον τζουρά του. Τελικά στην ηχογράφηση πείθει το Θανάση Πολυκανδριώτη να παίξει και αυτός με ένα παλιό τζουρά και όχι με το μπουζούκι. Έτσι ο ήχος ήταν πιο οξύς και αυθεντικός.
Όταν τελείωσε με τη μουσική του ζεϊμπέκικου, ο Λοΐζος το έδωσε στον Λευτέρη Παπαδόπουλο για να του γράψει στίχους, αλλά ο Παπαδόπουλος αρνήθηκε λέγοντάς του ότι «αυτό το πράγμα δεν παίρνει λόγια, δεν υπάρχουν στίχοι να το υποστηρίξουν». Ο Μάνος πείστηκε και το ζεϊμπέκικο έφθασε στο κοινό μόνο με τις νότες που παρέσυραν στο ρυθμό τους πάντες.
Ο κινηματογραφικός λοχίας που χορεύει το ζεϊμπέκικο. Πρωταγωνιστής της ταινίας του Αλέξη Δαμιανού “Ευδοκία”, ήταν ένας λοχίας. Ο σκηνοθέτης έψαχνε το ιδανικό πρόσωπο. Ήθελε έναν όμορφο νεαρό που να μην έχει σχέση με την υποκριτική και τον βρήκε στο πρόσωπο του Γιώργου Κουτουζή, ενός νεαρού οικοδόμου από την Καβάλα, ο οποίος μόλις είχε απολυθεί από φαντάρος. Ο Δαμιανός τον συνάντησε τυχαία στην Νέα Ερυθραία έξω από ένα καφενείο, να προσπαθεί να αμυνθεί σε έναν καβγά. Ήταν καμιά τριανταριά μαζεμένοι εναντίον του κι εκείνος για να προστατευθεί είχε σηκώσει ένα μηχανάκι στον αέρα, απειλώντας να το πετάξει επάνω τους. Μόλις είδε τη σκηνή από το αυτοκίνητό του ο Δαμιανός είπε, «αυτός κάνει για τον λοχία». Στην αρχή ο νεαρός Γιώργος παρεξήγησε τις προθέσεις του σκηνοθέτη, αλλά πείστηκε να το κάνει μόλις διάβασε το σενάριο. Ο ερασιτέχνης ηθοποιός χόρεψε μοναδικά το τραγούδι, κέρδισε την αναγνώριση κοινού και κριτικών και δεν ασχολήθηκε ποτέ ξανά με την υποκριτική. Η φτώχεια, όπως έχει πει ο ίδιος δεν του άφησε πολλά περιθώρια για σπουδές και για θέατρο. Εργάστηκε στη ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη του Περάματος, ως λεβητοποιός και πλέον είναι συνταξιούχος. Από το 1976 είναι παντρεμένος με τη ζωγράφο Σοφία Κουτούζη.
Ο σκηνοθέτης σταμάτησε την προετοιμασία της ταινίας μέχρι να βρεθεί η κατάλληλη πρωταγωνίστρια. Και την βρήκε στο πρόσωπο της Μαρίας Βασιλείου, την οποία γνώρισε στο Λονδίνο, μέσω ενός διαφημιστικού γραφείου. Ανάμεσα σε φωτογραφίες διάφορων όμορφων κοριτσιών που πόζαραν ερωτικά στο φακό, ξεχώρισε μία. Μαζί με τη γυναίκα του Άρτεμη, μόλις είδαν τη φωτογραφία της κατάλαβαν ότι αυτή είναι η «Ευδοκία». Η Μαρία Βασιλείου ήταν Κύπρια που είχε γεννηθεί στο Λονδίνο στις 16 Σεπτεμβρίου του 1950. Η οικογένεια της ήταν πολύτεκνη, φτωχή και με πολλά προβλήματα. Έτσι, η μητέρα της δέχτηκε αμέσως την πρόταση του ζεύγους Δαμιανού να πάρουν τη 17χρονη κόρη τους στην Αθήνα. Η Μαρία Βασιλείου και η αδελφή της Ελένη εγκαταστάθηκαν στην Εκάλη, στο σπίτι του σκηνοθέτη. Για ένα χρόνο, όσο κράτησαν οι πρόβες και τα γυρίσματα, έμενε στο σπίτι του σκηνοθέτη που φιλοξενούσε και τον συμπρωταγωνιστή της. Έτσι ο Δαμιανός καθοδηγούσε καθημερινά τους δύο ερασιτέχνες ηθοποιούς, καθώς έκανε την καθοριστική επιλογή να μη δουλέψει με επαγγελματίες. Το ρίσκο ήταν μεγάλο. Η φωνή της ήταν ακόμη ανώριμη και μετά από πρόταση του Μάνου Λοΐζου, την ντούμπλαρε η τραγουδίστρια Ελένη Ροδά.
Μετά την επιτυχία της ταινίας, η Μαρία Βασιλείου προσπάθησε να συνεχίσει την πορεία της στο κινηματογράφο. Έκανε δύο ταινίες με τον Όμηρο Εσυτρατιάδη, αλλά έπαιξε και στο «Θίασο» του Θεόδωρου Αγγελόπουλου. Ένας σφοδρός έρωτας έκανε τη Μαρία να τα εγκαταλέιψει όλα και να επιστρέψει στο Λονδίνο. Το 1973, σε ένα γνωστό αθηναϊκό κλαμπ, γνώρισε τον μουσικό Σωτήρη Κοματσιούλη που εμφανιζόταν με την αδελφή της Ελένη, η οποία τραγουδούσε. Ερωτεύθηκαν και τον ακολούθησε στις περιοδείες του με το συγκρότημα «Κάστορες». Ωστόσο ήταν χούντα και ο Κοματσιούλης δέχθηκε συστάσεις για τη μουσική και τη γενικότερη στάση του. Οι δύο νέοι φοβήθηκαν. Το ζευγάρι έφυγε για το Λονδίνο και παντρεύτηκαν στο δημαρχείο της πόλης. Στην Αγγλία έμειναν στο πατρικό σπίτι της Βασιλείου μαζί με όλη την πολύτεκνη οικογένεια, κάτι που για την εποχή δεν ήταν και τόσο ασυνήθιστο στα νιόπαντρα ζευγάρια. Ο παιδικός της φίλος Robert Wyatt, βοήθησε τον άντρα της να μπει στα μουσικά κυκλώματα της Μεγάλης Βρετανίας και μάλιστα βρέθηκε ακόμη και στη Τζαμάικα να ηχογραφεί με τα ανίψια του Bob Marley, τους Third World. Ο γάμος κράτησε δύο χρόνια και μετά από πολλούς καβγάδες χώρισαν.
Στην Ελλάδα, ο καλλιτεχνικός κόσμος δεν είχε ξεχάσει την όμορφη πρωταγωνίστρια Μαρία Βασιλείου, που είχε κερδίσει το πρώτο βραβείο γυναικείου ρόλου στο αξιοσέβαστο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Αρχίσουν να κυκλοφορούν φήμες ότι πέθανε σε τροχαίο το 1977, αλλά γρήγορα τα ανόητα κουτσομπολιά διαψεύστηκαν. Ωστόσο, η Βασιλείου δεν έκανε την καριέρα που όλοι περίμεναν. Μετά από πολύχρονη μάχη με τον καρκίνο, έφυγε τον Ιούλιο του 1989. Το κοριτσάκι που είχε αποκτήσει, το μεγάλωσε η αδερφή της Ελένη.
Η «Ευδοκία» του Αλέξη Δαμιανού, προβλήθηκε για πρώτη φορά τον Σεπτέμβριο του 1971. Στις 28 Μαρτίου του 1971 στις Κάννες, πήρε το βραβείο των Cineclubs της Γαλλίας. Η Μαρία Βασιλείου κέρδισε το πρώτο βραβείο γυναικείου ρόλου στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Μετά την προβολή, ο σκηνοθέτης φυλακίστηκε για έξι μήνες. Καταδικάστηκε, επειδή θεωρήθηκε ότι έθιξε τις αξίες του ελληνικού στρατού. Ο Αλέξης Δαμιανός έκανε την επόμενη ταινία του μετά από είκοσι χρόνια.
Πηγή: Η ΜΗΧΑΝΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ
Ο μέγας ερασιτέχνης του ελληνικού σινεμά
Από το 1970 και μετά, κάθε φορά που ο ελληνικός κινηματογράφος ήθελε να δηλώσει το πρόσωπό του, στρεφόταν στον Αλέξη Δαμιανό. Από χθες στη θέση του θα βρίσκεται μόνο το έργο του. O σκηνοθέτης, που ονομάστηκε «πατριάρχης» του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου, εμπλουτίζοντας το κινηματογραφικό μας «λεξιλόγιο», πέθανε χθες το μεσημέρι, στο σπίτι του στην Εκάλη, σε ηλικία 85 ετών, από καρκίνο του πνεύμονα. Εδώ και μια πενταετία, περίπου, ο Αλ. Δαμιανός είχε αποσυρθεί οριστικά από την πολιτιστική πραγματικότητα. Καθηλωμένος από την άνοια, ζούσε πλαισιωμένος από την οικογένειά του, στενή και ευρύτερη: Τη γυναίκα του Αρτεμη, τους γιους του Μάρκο και Πανίκο (η τραγική απώλεια της κόρης του Χριστίνας, είχε επιβαρύνει την κατάστασή του) και τις τακτικές επισκέψεις δύο σκηνοθετών, με τους οποίους τον συνέδεε αδελφική φιλία, τον Λάκη Παπαστάθη και τον Γιάννη Σολδάτο. Οι ίδιοι βρέθηκαν και στο σπίτι του, λίγο μετά το ήσυχο τέλος του, το οποίο «είχε αφήσει στο πρόσωπο του μια γαλήνια, τρυφερή έκφραση».
Τρεις μόλις ταινίες υπέγραψε μέσα σε τριάντα χρόνια ο Αλέξης Δαμιανός. Και κατόρθωσε μέσα στις δύο πρώτες, το «Μέχρι το πλοίο» (1966) και την «Ευδοκία» (1970), να συμπυκνώσει με τρόπο τραχύ και σκληρό, χωρίς εξωραϊσμούς και καλλιγραφίες, την κοινωνική πραγματικότητα της εποχής του. Χάραξε δικό του μονοπάτι, υπονομεύοντας αξίες και μυθολογίες, χτίζοντας το δικό του οικοδόμημα πάνω σε ένα μόλις διαφαινόμενο υπόστρωμα ηθογραφίας και μελοδράματος. Ανελέητο φως, τρομακτική δύναμη εικόνων, φαντασμαγορία και συμβολισμός συμβαδίζουν με τον άγριο νατουραλισμό. H «ζωική ορμή» των ταινιών του στηρίχτηκε σε υλικά χωμάτινα, σε ποίηση σκληρή και ακατέργαστη. Οι αρχετυπικοί ήρωές του «μιλούν» με διαβρωτική ειλικρίνεια, παραβαίνουν κανόνες και τιμωρούνται για την «ύβρι» που διαπράττουν. O Αλέξης Δαμιανός, αυτός ο ερασιτέχνης του κινηματογράφου (δεν είχε κάνει σπουδές), που ενδεχομένως να αγνοούσε γωνίες λήψης, φωτισμούς, χρήσεις του χρώματος, έφτιαξε το δικό του συντακτικό.
Φλόγα και δίψα
Οπως έγραφε ο κριτικός Κώστας Σταματίου, «μπρούτος, αδέξιος, σαν ταύρος σε υαλοπωλείο, εισέβαλε στο χώρο του μακαρίως κοιμωμένου ελληνικού κινηματογράφου και με την πρώτη του κιόλας απόπειρα, το «Μέχρι το πλοίο», τάραξε τα λιμνάζοντα ύδατα». Οπλο του, η εσωτερική του φλόγα, η δίψα του να πει αλήθειες για την Ελλάδα και τους ανθρώπους της. H ίδια φλόγα που τον οδηγούσε να τραγουδάει, να ψέλνει, να καλλιεργεί το χωράφι του στη Βόρεια Εύβοια, να θαυμάζει το κρασί που έφτιαξε, να κόβει και να λειαίνει μόνος του τα πατώματα του σπιτιού του στην Εκάλη, να μοντάρει σε ένα μικρό δωμάτιο κομμάτι κομμάτι επί χρόνια, τον «Ηνίοχο», την τελευταία του ταινία. Όταν παρουσιάστηκε σε εκδήλωση το βιβλίο του «Πηγές ερημικές (Ηνίοχος)» (εκδόσεις Λιβάνης – Νέα Σύνορα), προβλήθηκε μια ταινία του Λάκη Παπαστάθη που με την Εύα Στεφανή κινηματογραφούσαν στιγμιότυπα από την καθημερινότητά του. Το ντοκουμέντο αυτό τελείωνε με τη φράση του Αλ. Δαμιανού: «Δεν την αντέχω τόση αγάπη». Παραγνωρισμένος στην αρχή (ο μύθος του Δαμιανού, δημιουργήθηκε αργά και σταθερά), ύστερα αποτραβηγμένος ο ίδιος, δεν στερήθηκε ποτέ φίλους και αγάπη, ιδιαίτερα από νέα παιδιά.
Ηθοποιός και συγγραφέας
Το βιογραφικό του περιλαμβάνει τις ιδιότητες του ηθοποιού, σκηνοθέτη θεάτρου και θεατρικού συγγραφέα. O γεννημένος το 1921 στην Αθήνα, Αλέξης Δαμιανός σπούδασε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου και στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Συμμετείχε ως ηθοποιός στο θίασο των Ενωμένων Καλλιτεχνών (1946) όπου παίχτηκε και το πρώτο του έργο «Το καλοκαίρι θα θερίσουμε», δράμα σοσιαλιστικού ποιητικού ρεαλισμού. Το 1948 δημιούργησε το «Πειραματικό Θέατρο» (όπου ανέβασε και δυο έργα του «Το σπιτικό μας» και «T’ αγρίμια»), το 1961 ίδρυσε το θέατρο «Πορεία» στο οποίο σκηνοθέτησε πολλά ελληνικά και ξένα έργα. Το «Ανοιχτό κλουβί», έργο δικό του, που παρουσίασε το ’63, αποπειράται να συνδυάσει μορφικά τον Καραγκιόζη, τον συμβολισμό και τη διαλεκτική με ποιητικό ένδυμα. Συμμετείχε ως ηθοποιός στους θιάσους Δημ. Παπαμιχαήλ και Αλ. Αλεξανδράκη, εμφανίστηκε για πρώτη φορά στην τηλεόραση στον δημοφιλή «Παράξενο ταξιδιώτη» (1971). Στον κινηματογράφο, πρωτοέπαιξε στον «Κλέφτη» του Π. Βούλγαρη και ακολούθησαν το «Ναι μεν αλλά…» του Π. Τάσιου, ο εμβληματικός ληστής στον «Καιρό των Ελλήνων» του Λ. Παπαστάθη, η «Παρεξήγηση» του Δ. Σταύρακα, ο «Καβάφης» του Γ. Σμαραγδή, το «Αίνιγμα» του Γ. Σολδάτου, κ.ά.
Το βιογραφικό του σκιαγραφεί ένα αμάλγαμα, πυκνό σε συστατικά, δημιουργικό, πολυποίκιλο (ακόμη και επιτυχή πειράματα με βιολογικές καλλιέργειες στην Εύβοια, περιλαμβάνει). H τρίτη και τελευταία ταινία που υπέγραψε (ο «Ηνίοχος» το 1995) ήταν το πιο φιλόδοξο εγχείρημά του, κατέληξε μύθος λόγω της περιπετειώδους κατασκευής της κυρίως και όχι του αποτελέσματος που προκάλεσε μάλλον αμηχανία. Το 2004, το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης οργάνωσε μεγάλο αφιέρωμα στο έργο του. O ίδιος δεν μπόρεσε να παραστεί. Είχε όμως δηλώσει σε συνέντευξή του το 2000: «Παλιά δεν έδινα και πολλή σημασία στα βραβεία και στις κριτικές. Τώρα που γέρασα, δίνω περισσότερη. Θλιβερό δείγμα παρακμής!». Και συνέχισε συμπυκνώνοντας τη ζωή και το πιστεύω του: «Οι άνθρωποι της γενιάς μου έκαναν αυτό που ήταν να κάνουν. Αυτό που τους αντιστοιχούσε. H εφηβεία μας ταυτίστηκε με την λαμπερή ανάταση ενός ολόκληρου λαού. Οι άνθρωποι της γενιάς μου δεν διαμαρτυρήθηκαν, γιατί δεν φοβήθηκαν ποτέ, παρά μόνο το φόβο. Σήμερα συνθλίβονται και για πρώτη φορά φοβούνται την ευτέλεια που μας κατακλύζει».
Ο Αλέξης Δαμιανός, που οργιζόταν με όσους «δοξολογούν τα τίποτα. Το τίποτα», κηδεύεται αύριο, 11 π.μ., από το B΄ Νεκροταφείο, δημοσία δαπάνη.
Ενα ξημέρωμα στην Πάρνηθα για μια σκηνή της «Ευδοκίας»
Ο Λάκης Παπαστάθης αφηγείται την εμπειρία του ως βοηθός του Αλέξη Δαμιανού στην «Ευδοκία». H περίοδος εκείνη είναι το αντικείμενο βιβλίου που έγραψε και θα κυκλοφορήσει τις προσεχείς ημέρες (εκδόσεις Πατάκη).
«…Η σκηνή της κούνιας στην Πάρνηθα είναι το πρώτο γύρισμα της ταινίας. Ξεκινήσαμε από το παλιό Χόλιγουντ στην πλατεία Κάνιγγος, στις 2 μετά τα μεσάνυχτα. Κομβόι αυτοκινήτων ανέβαινε στην Πάρνηθα. Γεννήτριες και φορτηγά. Τράβελινγκ και τα παρελκόμενα. Φωτιστικά καζάνια της εποχής. Σαν εκστρατεία. Σχεδόν τίποτε από αυτά δεν χρησιμοποιήθηκε, γιατί ο Δαμιανός ξέρει να δουλεύει με το τίποτα. Μόλις φτάσαμε στην Πάρνηθα και στο σημείο που θα γυριζόταν η σκηνή, ο Αλέξης άρχισε να λέει ιστορίες για τον πατέρα του. «Εδώ κατασκηνώναμε, εδώ μου διάβαζε ο πατέρας Ομηρο, εκεί παίζαμε θέατρο, σ’ αυτό το σημείο πρωτοένιωσα ερωτική επιθυμία για μια θεία μου, εκεί τραγουδούσαμε, εκεί ανάβαμε φωτιά, κάτω από αυτό το δέντρο σκότωσα το πρώτο μου πουλάκι». Λες και χρειαζόταν όλα αυτά για να στήσει τη σκηνή. Με το που ξημέρωσε, πρωτοακούστηκε το μοτέρ. O Γιώργος και η Μαρία, με τα καλοκαιρινά, κρύωναν πολύ στο πρωινό αγιάζι και δεν κρατιότανε, θέλανε να παίξουν για να ζεσταθούν. Οσοι ζήσαμε τη σκηνή εκεί, είχαμε την ίδια, ίσως και μεγαλύτερη, συγκίνηση από το κινηματογραφικό αποτέλεσμα. Δεν θα ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου την πραγματική στριγκλιά της Ευδοκίας και την ηχώ της στα βουνά, τον κίνδυνο, το δέσιμό της με τη φύση, το ιδιαίτερο και μυστηριώδες θρησκευτικό αίσθημα (…). Τέλος, ποτέ, ίσως, άλλοτε δεν είδα τόσο φωτεινό τον Αλέξη Δαμιανό».
* Στοιχεία αντλήθηκαν από την έκδοση για τον Αλέξη Δαμιανό του 45ου Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης που επιμελήθηκε ο Γ. Σολδάτος.
της Μαρίας Κατσουνάκη (5/5/2006)
«Ποιητής, σκηνοθέτης, ηθοποιός, αγρότης…»
Ο Δημήτρης Παντελιάς μιλάει για το δικό του Αλέξη Δαμιανό
Βοηθός σκηνοθέτη στον «Ηνίοχο», ο Δημήτρης Παντελιάς υπήρξε στο πλευρό του Αλέξη Δαμιανού, πριν απ’ όλα μαθητής του. Στο Flix μιλάει, με αφορμή το αφιέρωμα στο έργο του, για τη συνάντηση – εμπειρία που τον σημάδεψε για πάντα.
Ο Δημήτρης Παντελίας περιγράφει τα τέσσερα χρόνια που βρέθηκε ως βοηθός σκηνοθέτη δίπλα στον Αλέξη Δαμιανό μέχρι να ολοκληρωθεί ο «Ηνίοχος» – η τρίτη και τελευταία του ταινία – όχι ως μια δουλειά, αλλά ως μία «μυητική διαδικασία», από αυτές που σου αλλάζουν τη ζωή με ένα τρόπο καθοριστικό.
Με αφορμή το «Μια Δυνατή Φωτιά», το αφιέρωμα στο πλήρες (κινηματογραφικό, θεατρικό, ποιητικό, μουσικό) έργο του Αλέξη Δαμιανού που ξεκινάει την Πέμπτη 5 Μαΐου και θα διαρκέσει μέχρι τις 11 Μαΐου στην Αλκυονίδα, ο Δημήτρης Παντελίας μιλάει στο Flix για τον άνθρωπο Αλέξη Δαμιανό, για τη διαχρονικότητα και την επικαιρότητα του έργου του, τις αντιθέσεις που τον ολοκλήρωναν ως καλλιτέχνη, όλα όσα τον πλήγωναν και τον θύμωναν και όλα όσα τον έκαναν να συνεχίζει.
[Οι φωτογραφίες είναι του Δημήτρη Παντελιά και της Κατερίνας Παπανδρέου από τα γυρίσματα του «Ηνίοχου»]
(από αριστερά) Ο διευθυντής φωτογραφίας Χρήστος Βουδούρης, η Αρτεμις Δαμιανού, ο Αλέξης Δαμιανός, ο βοηθός σκηνοθέτη Δημήτρης Παντελιάς, ο ηθοποιός Κώστας Γαζέττας
Αν έπρεπε να συστήσετε τον Αλέξη Δαμιανό σε κάποιον που δεν ξέρει καθόλου το έργο του, τι θα χρησιμοποιούσατε για να φτιάξετε το βιογραφικό του;
Ποιητής, σκηνοθέτης, ηθοποιός, αγρότης… Σε όλα του ήταν ένας άνθρωπος που ήξερε να «βλέπει» κι όχι να «κοιτάζει». Σιωπηρά εκρηκτικός, ένας δωρητής του κινηματογράφου, ένας δάσκαλος του γένους όπως είπε ο ποιητής Κώστας Καναβούρης, κατ΄εμέ ένα άλλο Ερέχθειο για τις γενιές που έρχονται.
Ο Αλέξης υπήρξε επικίνδυνος για κάποιους. Και όντως δεν βολευόταν ούτε με τους άλλους ούτε με τον εαυτόν του. Επικίνδυνος για τους άφρονες εξουσιαστές, για τους εχθρούς του πολιτισμού μας, για τους καλλιτέχνες που εκπορνεύουν την τέχνη τους, εχθρός της κάθε είδους βαρβαρότητας που μας κατακλύζει.
Μπορούσε να δει βαθιά μέσα στις ψυχές, δεν ήταν εύκολο να τον ξεγελάσεις κι αυτό τον έκανε ακόμα πιο επικίνδυνο.
Ο Αλέξης μπορούσε να γίνει εύκολα ο καθρέφτης σου και να σε αναγκάσει να δεις τον εαυτό σου όπως είναι, όχι εξιδανικευμένο όπως τον φαντάζεσαι κι αυτό σε πολλούς δεν άρεσε, όμως δεν έφταιγε ο καθρέφτης τους. Δεν ήταν βολικός, δεν του άρεσαν τα κάλπικα όρια, αγαπούσε τους ανοιχτούς ορίζοντες.
Πίστευε πως δεν μπορείς να ζείς μισώντας τον καλύτερό σου, δεν μπορείς να ζείς αγαπώντας ό,τι θα σ΄άφανίσει, γιατί έτσι, δεν μπορείς να αντιμετωπίσεις την πιο μεγάλη σου τρομάρα, το θάνατο. Γιατί όποιος φοβάται το θάνατο πεθαίνει κάθε μέρα, δεν είναι ελεύθερος, δεν είναι άξιος να ζήσει.
Τον Αλέξη δεν τον έπιανες από πουθενά γιατί η αλήθεια του δεν είχε να κάνει με το άσπρο ή με το μαύρο αλλά με όλη την γκάμα των χρωμάτων κι έτσι βρισκόταν διαρκώς σε μια αντίθεση που σε τρέλαινε. Μια τρέλα γόνιμη όμως, μια τρέλα δημιουργική. Αυτήν την τρέλα, αν δεν την άντεχες, έφευγες τρέχοντας. Αν την άντεχες όμως, γινόσουν άλλος άνθρωπος, αλλιώς έβλεπες τη ζωή, θωρακιζόσουν απέναντι στην ψευτιά, ξαναγύριζες στην πηγή. Μάθαινες να ξεχωρίζεις την αλήθεια από το ψέμα εύκολα, γινόσουν κι εσύ επικίνδυνος…
Γιατί, κατά τη γνώμη σας, το κινηματογραφικό έργο του Αλέξη Δαμιανού υπήρξε τόσο επιδραστικό – αντιστρόφως ανάλογα με την ποσότητά του;
Γιατί ήταν αποκαλυπτικό. Κι οι αποκαλυπτικές δημιουργίες δεν λειτουργούν με κριτήριο την ποσότητα αλλά την ποιότητα. Το έργο του δεν απευθύνεται σε θεατές, απευθύνεται σε κοινωνούς, σε ενεργούς, συμμετέχοντες θεατές. Αν παραμείνεις ουδέτερος απέναντί του, δεν θα επιδράσει με κανέναν τρόπο πάνω σου.
Ολες οι δημιουργίες που επικοινωνούν με τους αποδέκτες τους είναι έντονα επιδραστικές ασχέτου ποσότητας. Γιατί σε υποχρεώνουν να ξυπνήσεις, να αλλάξεις, να φύγεις από κει διαφορετικός, να ενηλικιωθείς χωρίς να σκοτώσεις το παιδί μέσα σου.
Ηταν ένας από τους λίγους ανθρώπους που μπορούσε να εναρμονίσει, να προκαλέσει τον συγκερασμό εις σάρκα μία, του πλούτου του πολιτισμού του Σπαρτιάτη με το μέγεθος της πνευματικής έκρηξης του Αθηναίου.
Τον Αλέξη δεν τον έπιανες από πουθενά γιατί η αλήθεια του δεν είχε να κάνει με το άσπρο ή με το μαύρο αλλά με όλη την γκάμα των χρωμάτων κι έτσι βρισκόταν διαρκώς σε μια αντίθεση που σε τρέλαινε. Μια τρέλα γόνιμη όμως, μια τρέλα δημιουργική.»
Ντίνα Ανδριοπούλου και Αλέξης Δαμιανός
Ποια είναι η δική σας θεωρία για το γιατί ο Αλέξης Δαμιανός έκανε τόσες λίγες ταινίες;
Το έργο του Αλέξη δεν αθροίζεται σε αριθμούς ταινιών, δεν θα είχε νόημα κάτι τέτοιο, θα ήταν σαν να έλεγες γιατί οι Αθηναίοι έκτισαν μόνο μία Ακρόπολη. Αλλωστε στο πέρασμα της ζωής του έκανε πολλά, έπαιξε σε δεκάδες παραστάσεις, σκηνοθέτησε άλλες τόσες, έφτιαξε σήριαλ, έγραψε ποιήματα, έγραψε θεατρικά, έφτιαξε θέατρα (Ορφέας – το μετέπειτα υπόγειο του Κουν, το Πορεία).
Εφτιαξε και την πρώτη πειραματική σκηνή. Δημιούργησε και ένα αγρόκτημα. Δεν ήταν επαγγελματίας σκηνοθέτης κινηματογράφου και δεν ήθελε νά είναι.
Φυσούσε την ζωή μέσα από το έργο του χωρίς να τον νοιάζει το μέσον ή η ποσότητα, το έκανε μόνο όταν ήταν ερωτευμένος. Οπως απάντησε σε Γάλλους κριτικούς στην ίδια ερώτηση: «όταν είμαι ερωτευμένος δεν πάω σε μπορδέλα». Που σημαίνει πως όταν παίρνω-δίνω ζωή από την τέχνη μου, δεν την εξαγοράζω, δεν την κάνω επάγγελμα. Παραμένω ένας ερασιτέχνης με την ουσιαστική έννοια της λέξης. Θέλει μαγκιά αυτό. Και μπέσα. Τι να γίνει; Ολα έχουν το τίμημα τους κι αυτό ο Αλέξης το ήξερε καλά.
Σου ζητούσε να είσαι εκεί σαν εραστής, όχι σαν «πόρνη». Αν το μπορούσες έμπαινες στη μυσταγωγία. Αν όχι… έφευγες. Δεν είχες άλλη λύση.
Τι ενώνει και τι χωρίζει τις τρεις ταινίες του;
Δεν τις χωρίζει τίποτα. Και οι τρεις αναφέρονται στα δεινά του ανθρώπου και της χώρας του. Και τις τρεις τις ενώνουν οι προτάσεις που κάνει για αξιοπρέπεια, για μνήμη, για ήθος, για καθαρή ματιά.
Προτείνει και στις τρεις, να φύγουμε από τον καταστρεπτικό εγωκεντρισμό μας, να φτάσουμε εκεί βαθιά που είναι κρυμμένη η λέξη άνθρωπος, να αναζητήσουμε στην πραγματική μας φύση την αξιοπρέπεια, την αρετή, το θάρρος. Η φράση «το κατά φύσιν ζην εστί κατ’αρετήν» του Αριστοτέλη, βρίσκονταν συχνά ανάμεσα στις κουβέντες του, συνόψιζε την κοσμοθεωρία του για την ζωή.
Τις ταινίες του αλλά και το σύνολο του έργου του τα ενώνει η πρόταση που έκανε πάντα στον κόσμο να επαναστατήσει, δηλαδή να ξανασταθεί στα πόδια του. Να πάρει τη μοίρα του στα χέρια του. Να την αγαπήσει και να την κάνει σπόρο για ευλογημένο θέρο. Και να αντέξει το τίμημα. Να δεχτεί πως αν δεν φυτευτεί ο σπόρος, δεν μπορεί να υπάρξει φυτό, καρπός, θρέψη.
Δεν υπάρχει έλεγε ζωή χωρίς το θάνατο. Γι’ αυτό οι ηρωίδες του σε όλες τις ταινίες σπαράζουν από έρωτα, γελάνε κατάμουτρα στις ψευτοηθικές, περνάνε σε κατάσταση έκστασης, δεν ευτυχούν, θυσιάζονται. Γι’ αυτό οι ήρωες του σε όλες τις ταινίες οδοιπορούν διαρκώς, περνάνε από την μία κατάσταση στην άλλη, εκτίθενται σε κινδύνους, αλλάζουν. Κι όλα αυτά μέσα σε μια γιορτή, ένα χορό, ένα τραγούδι, τα χέρια ανοιχτά σαν φτερά και σαν σταυρός μαζί, τα πόδια στη γη, γερά ριζωμένα, κι ο κίνδυνος πάντα εκεί. Μια γιορτή της ζωής και του θανάτου είναι όλο του το έργο και φυσικά και οι ταινίες του.
Δεν υπάρχει έλεγε ζωή χωρίς το θάνατο. Γι’ αυτό οι ηρωίδες του σε όλες τις ταινίες σπαράζουν από έρωτα, γελάνε κατάμουτρα στις ψευτοηθικές, περνάνε σε κατάσταση έκστασης, δεν ευτυχούν, θυσιάζονται.»
Ο Δημήτρης Παντελιάς
Συνδέεστε πιο στενά με τη δημιουργία του “Ηνίοχου” αφού εργαστήκατε στενά με τον Δαμιανό ως βοηθός σκηνοθέτης. Τι θυμάστε, τι κρατάτε, τι μάθατε, τι δεν θα ξεχάσετε ποτέ από τον σκηνοθέτη Αλέξη Δαμιανό;
Τον συνάντησα στο όνειρό μου και ήξερα πως με έχει καλέσει. Ανταποκρίθηκα στο κάλεσμά του, ανταποκρίθηκα στο δικό μου όνειρο για μια ζωή που να μπορεί να γιορτάζει τα πάντα. Την κάθε στιγμή καλή και κακή. Ετσι και τα τέσσερα χρόνια μαζί του σαν βοηθός του δεν ήταν μια δουλειά, ήταν μια μυητική διαδικασία, το μισοκρυμμένο μονοπάτι που μας αποκάλυψε ώστε να δραπετεύσουμε στην υπέροχη ζωή μιας εξ ίσου μισοκρυμμένης αλήθειας αλλά τόσο ζωντανής, τόσο βροντερής.
Οταν τέλειωσε όλο αυτό, ματώσαμε για να τα καταφέρουμε να επιστρέψουμε σε μια πλασματική πραγματικότητα της χρηματικής ανταλλαγής των αξιών και της «κανονικότητας».
Θυμάμαι τον Αλέξη πλάι στο τζάκι να φυσάει μέσα από ένα καλάμι για να δυναμώσει τη φωτιά. Τον θυμάμαι να σηκώνει τα χέρια ψηλά, να λυγίζει τα γόνατα και να στέκει έτσι μετέωρος ανάμεσα σε γη και ουρανό. Τον θυμάμαι να σκαρφαλώνει σαν το κατσίκι στα περάσματα και να μου μιλάει για χόρτα και βοτάνια και ζούδια κι ότι άλλο η φύση κρατάει κρυμμένο αλλά εκείνος το ήξερε και μας το φανέρωνε. Τον θυμάμαι να παλεύει με τις ώρες έναν ηθοποιό για να βγάλει την αλήθεια του με όλο το συνεργείο να περιμένει ένα γύρω άπρακτο, με αγωνία, όπως περιμένουν οι συγγενείς τη γυναίκα για να γεννήσει.
Ελεγε, ζητούσε, απαιτούσε από την κάθε σκηνή να είναι τόσο δυνατή ώστε να είναι ικανή να σπάσει το εκράν. Ζητούσε όλη την αλήθεια των στιγμών, απαιτούσε αυτό που ήταν να βγει, να αφορά κι αυτόν κι εμάς. Ηθελε την μέγιστη προσέγγιση της αλήθειας όλα εν εγρηγόρσει-όλα εν συνειδήσει.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ την αγάπη του γι’ αυτό τον τόπο και τον τρόπο που το τραγουδούσε, λες κι άκουγες τις μουσικές του κόσμου από όταν γεννηθήκανε.
Θα σταθώ σε δύο στιγμές-χιλιάδες στιγμές. Η μία από τα γυρίσματα. Ολοι, οι περισσότεροι, δούλευαν με των ελαχίστων τα οικονομικά (πούλησε πολλά για να χρηματοδοτήσει την ταινία). Κάποια στιγμή σε ώρα πρόβας πριν το γύρισμα σκηνής ο βοηθός κάμερας, αποκόπηκε απ’ αυτό που γινόταν, κάνοντας πλάκα, γελώντας με κάποιους άλλους, σπάζοντας τον ρυθμό της στιγμής. Τον κάλεσε κοντά του με άγρια φωνή, τον ρώτησε αν πληρώνεται για την δουλειά που κάνει. Απάντησε ο Τάσος «όχι» και αμέσως εισέπραξε: Τότε γιατί δεν το κάνεις καλά;
Η άλλη στιγμή, ήταν στην Πάρνηθα. Η Πάρνηθα ήτανε το αγαπημένο του βουνό. Μια μέρα ήθελε να τον πάω να περπατήσουμε σε δυόμιση μέτρα χιόνι. Για πρώτη φορά, μέσα στο τίποτα του ήχου του χιονιού, άκουσα την βροντερή, πλούσια σιωπή του. Τότε κατάλαβα γιατί έλεγε ότι γεννήθηκε το 1821. Μνήμες.
«Ο Δαμιανός ενώνει με το έργο του, δεν διχάζει», είχε ειπωθεί παλιότερα. Ισχύει; Τι σημαίνει;
Ο Δαμιανός δεν ήθελε να καταδικάζει, δεν ήθελε να γίνει ο κατήγορος του «απέναντί» του, εκτιμούσε τις διαφορετικές κι αντίθετες συμπεριφορές, με την έννοια της προσέγγισης κι εν τέλει της αποκάλυψης των λόγων και των συνισταμένων βάσει των οποίων ο καθένας έπαιρνε ένα δρόμο ή τηρούσε μία στάση απέναντι στα κρίσιμα ζητήματα.
Οι ήρωες του, όποια επιλογή κι αν είχαν κάνει, υπήρξαν εξ ίσου σεβαστοί γι’ αυτόν, αρκεί βέβαια να παρέμεναν αυθεντικοί. Δεν είναι μονοσήμαντοι, έχουν ρωγμές, με ένα τρόπο κι από κάποιο δρόμο τους δικαιώνει όλους. Η ρήξη του δεν είναι με τους ανθρώπους αλλά με τις συνθήκες που τους δημιούργησαν. Με αυτή την έννοια το έργο του αλλά και η στάση ζωής του παρότι αιχμηρή, ενώνει τις αντίθετες πλευρές και δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι διχαστικός.
Ελεγε, ζητούσε, απαιτούσε από την κάθε σκηνή να είναι τόσο δυνατή ώστε να είναι ικανή να σπάσει το εκράν. Ζητούσε όλη την αλήθεια των στιγμών, απαιτούσε αυτό που ήταν να βγει, να αφορά κι αυτόν κι εμάς. Ηθελε την μέγιστη προσέγγιση της αλήθειας όλα εν εγρηγόρσει-όλα εν συνειδήσει.»
Ο Δημήτρης Παντελιάς με τον Αλέξη Δαμιανό
Τι είναι αυτό που τον πλήγωνε περισσότερο, αυτό που τον θύμωνε, αυτό που τον έκανε να συνεχίζει;
Τον πλήγωνε η βαρβαρότητα που κατακλύζει τη χώρα μας γιατί την αγαπούσε βαθιά την Ελλάδα. Το ληστρικό κράτος που ξεπουλάει τη χώρα μας στους ξένους «προστάτες», ο μιμητισμός της δυτικής ατομικιστικής νοοτροπίας, η νοσταλγία του μετανάστη, του εξόριστου, ήταν επίσης πράγματα που τον πλήγωναν. Τον θύμωνε ο εγωκεντρισμός, η κυριαρχία του υπερτροφικού «Εγώ» που την θεωρούσε τρέλα και καταστροφή.
Αυτό που τον έκανε να συνεχίζει, ήταν η πεποίθηση πως ζωή δεν υπάρχει χωρίς κίνηση κι αγώνα.
Πόσο επίκαιρο είναι το συνολικό έργο του Αλέξη Δαμιανού στην Ελλάδα της κρίσης, της εποχής μας και γιατί;
Πιο επίκαιρο και διαχρονικό συνάμα πιθανώς να μην βρούμε στον εντόπιο κινηματογραφικό χώρο.
Ξεκινώντας από το «Μέχρι το πλοίο» σε μια Ελλάδα καλχαίνουσα που μεταναστεύει εξωτερικά και εσωτερικά στην δεκαετία του ’60, που θέλουν να της ξεριζώσουν ό,τι έχει μείνει από τον πολιτισμό και την παράδοση της, περνώντας στην «Ευδοκία» με δύο Γιώργηδες να την διεκδικούν σε ένα περιβάλλον παρακμάζοντος πολιτισμού του ’70 που θέλει να πουλήσουμε τα προικιά μας σ’ έναν αγοραίο έρωτα (σήμερα παγκοσμιοποίηση-εταίροι-αγορές) μέχρι τον «Ηνίοχο» για την περίοδο ’40 ως ’80 σε μια Ελλάδα που προσπαθεί να διώξει τον κατακτητή κι ύστερα να τρώει τα σωθικά της με τον εμφύλιο, σε μια Ελλάδα που φωνάζει πως ανάγκα γίνεται κλέφτρα αλλά ποτέ πουτάνα… τι πιο επίκαιρο, και οι τρεις ταινίες μαζί, για το σήμερα;
Τον θύμωνε ο εγωκεντρισμός, η κυριαρχία του υπερτροφικού «Εγώ» που την θεωρούσε τρέλα και καταστροφή. Αυτό που τον έκανε να συνεχίζει, ήταν η πεποίθηση πως ζωή δεν υπάρχει χωρίς κίνηση κι αγώνα.»
Ο Αλέξης Δαμιανός
Τι κινηματογραφικά σχέδια είχε μοιραστεί με τους συνεργάτες του; Ταινίες που δεν πρόλαβε να κάνει…
Hθελε να κάνει ένα έργο, μια ταινία για τον μύθο του Ερυσίχθωνα. Είναι ένας αρχαίος μύθος, πολύ λίγο γνωστός, που μοιάζει να είναι το πρώτο οικολογικό μήνυμα στην ιστορία της ανθρωπότητας και φανερώνει τις ολέθριες συνέπειες της υπερτροφίας του «εγώ».
Ο Ερυσίχθων, νέος, ωραίος, δυνατός, πλούσιος και επιτυχημένος, βλασφημεί, κόβοντας το ιερό δέντρο της Δήμητρας την ώρα της γιορτής. Οι Δρυιάδες, κόρες της Θεάς, που κατοικούσαν στο δέντρο, βγαίνουν ματωμένες από τις φυλλωσιές και αλλόφρονες τρέχουν στη μητέρα τους. Η Δήμητρα θυμώνει και βρίσκει την Πείνα. Ητανε τότε που μόλις είχανε αποτραβηχτεί τα νερά του Αιγαίου από την Θεσσαλία και η πεδιάδα φάνταζε ένας ξερός απέραντος τόπος γεμάτος αλάτι και μαύρα βράχια. Η Πείνα καθόταν ξεδοντιάρα κουρελού, στην μαύρη ξεραΐλα. Η Δήμητρα της λέει να πάει να βρει τον Ερυσίχθωνα και να του δώσει ένα φιλί στο στόμα. Η Πείνα πηγαίνει, τον βρίσκει να κοιμάται, του δίνει το φιλί και χάνεται. Εκείνος ξυπνάει κι αισθάνεται λιγούρα. Πεινάει. Τρώει. Πεινάει κι άλλο. Ξανατρώει. Πεινάει. Πεινάει. Πεινάει. Ακατάσχετα. Τρώει πια ότι βρίσκει μπροστά του: φυτά, ζώα, τη γυναίκα του, την κόρη του – που μόλις προλαβαίνει να μεταμορφωθεί σε φοραδίτσα και τρέχει να γλιτώσει – τα ξύλα του σπιτιού του, τα πάντα. Μέχρι που πια δεν υπάρχει τίποτα γύρω του και μέσα στην μέση της ερημιάς, αγριεμένος τρώει τα κρέατα του. Τις σάρκες του.
Ερυσις σημαίνει πληγή και χθών σημαίνει γη, δηλαδή Ερυσίχθων μπορεί και να σημαίνει πληγή της γης.
Φαίνεται πως για κάθε καινούργιο, επίκαιρο και κρίσιμο στις μέρες μας ερώτημα, είχε αντλήσει ο Δαμιανός από την πολιτιστική μας παράδοση και τον πολιτισμό μας, την απάντηση. Αν τελικά είχε γυρίσει αυτήν την ταινία, η απάντησή του δεν θα ήταν βολική, θα ήταν και πάλι επικίνδυνη. Αποκαλυπτικά επικίνδυνη.
Ετοιμάζοντας το αφιέρωμα για τα 10 χρόνια από το θανατό του, τι σας ήρθε πιο συχνά στο μυαλό απ’ αυτόν ή το έργο του;
Το να αγαπάμε. Γιατί όποιος δεν αγαπά αυτός χάνει. Εκείνοι που γνωρίζουν το μυστικό της αγάπης γνωρίζουν το μεγαλύτερο μυστικό της ζωής.
Ο Αλέξης Δαμιανος με την Ντίνα Ανδριοπούλου και τον Βάσια Ελευθεριάδη
04 MAY 2016 / Μανώλης Κρανάκης (FLIX)
Η πολύτιμη σιωπή του Αλέξη Δαμιανού
Εκδήμησε και ο Αλέξης Δαμιανός. Στα 85 του χρόνια. Θα πούνε και πάλι τα γνωστά (όχι βέβαια εκείνοι που τον ήξεραν και τον αγαπούσαν) ότι έφυγε «πλήρης ημερών». Ποιος; Ένας άνθρωπος που κάθε του μέρα ήταν «πλήρης ημερών». Καμωμένος από εκείνη τη σπάνια στόφα των μοναδικών ανθρώπων. Δεν έχω το δικαίωμα να μιλήσω για το έργο του. Και τι να πω, για το «Μέχρι το πλοίο», για την «Ευδοκία», για τον «Ηνίοχο». Υπάρχουν οι ειδικοί για να το κάνουν και το έχουν κάνει ήδη. Προσωπικά ως θεατής να αναφέρω μόνο πως και οι τρεις ταινίες του ήταν για μένα ηλεκτρικές εκκενώσεις. Ταινίες πλήρεις ημερών, τόσο πλήρεις ώστε όποτε και να τις δεις, θα είναι κατάλληλη μέρα. Ειδικά μάλιστα για τον «Ηνίοχο» έχω τη βαθιά αίσθηση πως είναι ένα έργο που επωάζεται στη σιωπή, γιατί ακόμη δεν αποκτήσαμε το βλέμμα ώστε να μπορέσουμε να το δούμε. Ίσως και να περάσουν χρόνια μέχρι να τα καταφέρουμε. Μέχρι τότε όμως το ίδιο το έργο δεν θα σταματήσει να μεγαλώνει μέσα στη σιωπή του. Άλλωστε και ο Αλέξης Δαμιανός ένας άνθρωπος της σιωπής ήταν. Και το έργο του μια μουσική καμωμένη από σιωπές. Είναι σπάνια πράγματα αυτά. Δεν συναντάς κάθε μέρα τέτοιους ανθρώπους που και η φωνή τους ακόμη να σου δίνει μια αίσθηση σιωπής. Που μπορούν να μιλούν ατελείωτα και να έχουν τη βαθύτητα της συννεφιάς και άλλοτε της ομίχλης. Δηλαδή να σου αφήνουν χώρο για να μάθεις. Πολύτιμοι άνθρωποι. Γαλήνιοι, θητεύοντας διαρκώς στην πληρότητα των ημερών τους, μαθαίνοντας οι ίδιοι δια της συμμετοχής τους την περιπέτεια του τόπου και του χρόνου όπου τους έλαχε να ζήσουν. Και γι’ αυτό δάσκαλοι. Διότι η ίδια τους η ύπαρξη ήταν διδάσκουσα. Και είναι ευτυχείς όσοι κατανόησαν και διδάχτηκαν ύλη ζωής από τον Αλέξη Δαμιανό. Όσοι δεν «έφυγαν» από τον άνθρωπο, το έργο και τον τρόπο του.
Αν δε φοβόμουν τις μεγαλοστομίες που συνηθίζεται τέτοιες ώρες από τα χείλη των ασεβών που, αν ήξεραν, θα έμεναν άλαλα, θα έλεγα πως ο Αλέξης Δαμιανός ανήκει στη χωρεία των δασκάλων του γένους. Αλλά είναι τόσο εύκολες τέτοιες κουβέντες. Κι εκεί θυμώνεις. Να έχουν ειπωθεί τόσες φορές και να έχουν τόσο πολύ εκπέσει από την πολλή συνάφεια ώστε να μην μπορεί να τις πεις για έναν άνθρωπο που πραγματικά τις άξιζε. Κι όμως ναι: ο Αλέξης Δαμιανός ανήκε και θα ανήκει για πάντα στους δασκάλους του γένους. Σε όσους μαθητές ήταν έτοιμοι εμφανίστηκε και τους μίλησε. Και δεν θα σταματήσει εδώ γιατί το μέλλον δεν έχει μόνο ξηρασία. Προετοιμάζει και καινούργιους μαθητές. Ακόμα και η ξηρασία του μέλλοντος προετοιμάζει καινούργιους μαθητές. Γιατί το έργο του Αλέξη Δαμιανού είναι το νεράκι που παίρνουμε μαζί μας για να αντιμετωπίσουμε την ξηρασία του μέλλοντος. Εκείνο το μισό γέλιο, μισό ειρωνεία κι όλο μαζί μια χαρμολύπη από τη φωνή της Ελένης Ροδά που ντουμπλάριζε τη Μαρία Βασιλείου στην «Ευδοκία». Δεν σβήνει αυτό το γέλιο σαν αεράκι συννεφιάς ή ομίχλης που σε πάει μακριά, πιο μακριά από τη συννεφιά ή την ομίχλη. Στην αρμονία του σύμπαντος κόσμου, όπου και η ξηρασία έχει τη θέση της. Μας το έμαθε αυτό ο Αλέξης Δαμιανός: τον κόπο που χρειάζεται για να ανακαλύψεις το απαραίτητο. Την πηγή της τέχνης και της ζώσας ζωής. Τον χορευτικό βηματισμό της σιωπής. Μας έμαθε έργω και λόγω ότι δεν είναι εύκολο πράγμα να ζεις. Να ζεις όμως, όχι να διατρέξεις απλώς το διάστημα μεταξύ γέννησης και θανάτου. Γι’ αυτό και κάθε μέρα ήταν πλήρης ημερών. Το έργο του το ίδιο είναι πλήρες ημερών. Ημερών που πέρασαν και ημερών που θα έρθουν. Ένα έργο, για να επαναλάβω, που επωάζεται μέσα στη σιωπή.
Ας μην κομπορρημονούν οι κραυγαλέοι, οι επιτυχημένοι, οι παράκλητοι, οι ολόφωτοι για τις νίκες τους. Ας μην επιχαίρουν οι υλόφρονες, οι ματαιόφρονες στην επικράτεια των ημερών τους με τις φρούδες βεβαιότητες. Άλλη είναι η επικράτεια του Αλέξη Διαμιανού: άλλη είναι η σιωπή του από εκείνη που νομίζουν ότι του επιδίκασαν. Η σιωπή του είναι σιωπή δημιουργίας. Κι αν ισχύει το αξίωμα πως ένας από τους προορισμούς της τέχνης είναι να δημιουργεί δημιουργούς, τότε το έργο του παραμένει εσαεί επικίνδυνο. Πάει να πει, όχι πεποιημένο, αλλά διαρκώς ποιούμενο. Και διαρκώς αλλιώς. Διαρκώς μεταφράσιμο επομένως στις γλώσσες των καιρών και του χρόνου. Γιατί ακριβώς η γλώσσα της σιωπής του Αλέξη Δαμιανού είναι η γλώσσα τους αίεν. Όπου θα κατοικεί πάντοτε η ομιλία.
Δεν ξέρω πως τα κατάφερε κι έσκυψε τόσο βαθιά μέσα στο σκοτεινό πηγάδι. Πιο πολύ, δεν ξέρω που βρήκε τα κουράγια και έκανε τα κουμάντα του. Ξέρω απλώς ότι μας έμαθε πως ο καθένας με τον τρόπο που νομίζει μπορεί να σκύψει βαθιά μέσα στο σκοτεινό πηγάδι και αναλόγως να κάνει τα κουμάντα του. Ώστε κρατώντας το αργυρό κουμπάσο του Είναι, να κουμπασάρει τον καιρό και να πλεύσει προς το χρόνο.
Ο Αλέξης Δαμιανός δεν υπάρχει πια. Πάει, πέθανε. Ό,τι ήταν να κάνει το έκανε. Το έκανε όμως; Πιστεύω πως όχι. Και είναι αυτός ο φόβος της επαιρόμενης αδαημοσύνης. Της κατισχύουσας τυφλότητας που ξέρει από την ίδια της την οντότητα ότι η φράση του Νίτσε ισχύει: «Μερικοί άνθρωποι γεννιώνται μετά θάνατον». Αντίο σας, κύριε. Εις το επανιδείν. Γιατί δεν σας θεωρώ νεκρό. Σας θεωρώ απλώς ξενιτεμένο από την πόλη. Κι αν τώρα λέω «ανάθεμα και τα μακρά», είναι που το «μάτεμ εσκοτείνεψεν από την αλαλία». Θα τα ξαναπούμε όμως. Να το πείτε και στους άλλους ξενιτεμένους ερωδιούς. Αντίο. Χαιρετισμούς και σεβάσματα σε όλους.
Κώστας Καναβούρης
Δημοσιεύτηκε στην «Κυριακάτικη Αυγή», 7 Μαΐου 2006
Για την ελληνικότητα των εικόνων
(Σχόλιο για τον Αλέξη Δαμιανό)
Μυθικό πρόσωπο στο χώρο του Ελληνικού σινεμά, περισσότερο δημιουργός παρά σκηνο-θέτης εικόνων, ο Αλέξης Δαμιανός έχει καταφέρει να διαβεί αλώβητος την αχανή έρημο του Ελληνικού κινηματογράφου: οι ταινίες του αποτελούν οάσεις στο άνυδρο τοπίο, φωτεινές εξαιρέσεις σ’ ένα χώρο που κυριαρχείται από μια κακή εκδοχή εμπορικού σινεμά και από μετέωρες διανοουμενίστικες απόπειρες.
Η ολοένα αυξανόμενη φήμη του, παρ’ όλο το μικρό σε έκταση έργο του -τρεις ταινίες στο διάστημα 30 χρόνων (Μέχρι Το Πλοίο/ 1966, Ευδοκία/1971, Ηνίοχος/1995) – δεν δημιουργήθηκε τυχαία: Ο Αλέξης Δαμιανός πέτυχε να συλλάβει την πιο ζωντανή, αντιφατική και αληθινή πλευρά της ζωής στον Ελληνικό Χώρο, να μιλήσει για τη μυθολογία, τους αρχαίους και νέους μύθους του τόπου.
Είναι το ίδιο το πρόσωπο του Αλέξη Δαμιανού -όπως εξ’ άλλου και οι εικόνες των ταινιών του-, ένας τόπος στον οποίο συγκλίνουν όλες οι ιδιότητες που ορίζουν το ελληνικό τοπίο: Τραχύ, ακατέργαστο, άγονο, φαινομενικά νηφάλιο (αλλά εσωτερικά ανήσυχο), αποκαλύπτει -πίσω από την επιφανειακή σκληρότητα-, την ηπιότητα και ηρεμία που προσδίδει στον άνθρωπο ο αγώνας για εσωτερική γαλήνη, για αξιοπρέπεια, για επιβίωση. Αυτή την εσωτερική γαλήνη αποζητούν και τα πρόσωπα των ταινιών του -πρόσωπα που βιώνουν, με τον πλέον δραματικό τρόπο, μια εξωτερική τραγωδία (την τραγωδία της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας) και μια εσωτερική πάλη: ανάμεσα στο ένστικτο και τη λογική, ανάμεσα στην ελευθερία της επιθυμίας και τα δεσμά της κοινωνικής σύμβασης.
Είναι η οδύνη και η ηδονή, ο πόθος και η αμαρτία, τα δίπολα που ορίζουν την εσωτερικό κόσμο των προσώπων. Δέσμιοι των ιστορικών (Κατοχή-Εμφύλιος) και κοινωνικών τραγωδιών (μετανάστευση-αστυφιλία) που σημάδευσαν τον ελληνικό χώρο, οι ήρωες των ταινιών του Δαμιανού δεν υπήρξαν αθώοι θεατές της Ιστορίας, παρατηρητές εξ’ αποστάσεων των δεινών του τόπου. Συμμέτοχοι των παθών του, ενεργοί διαμορφωτές του ιστορικού γίγνεσθαι (Ηνίοχος) μεταφέρουν πάνω στο σώμα και στο πρόσωπο τους τα σημεία της Ιστορίας. Ο αγώνας τους είναι ένας αγώνας συμφιλίωσης με τα τραύματα που προκάλεσε η Ιστορία στον ελληνικό χώρο, με τις κοινωνικές αλλαγές που συντάραξαν την μεταπολεμική Ελλάδα. Είναι όμως παράλληλα και ένας αγώνας απελευθέρωσης από τα δεσμά της Ιστορίας και της Κοινωνίας, δεσμά που παγιδεύουν τα πρόσωπα των ταινιών του. Είναι όμως κυρίως ο τόπος -εχθρικός, σκληρός, άγονος, αφιλόξενος, εξωτερικά φωτεινός και εσωτερικά σκοτεινός, αντίστοιχος και παράλληλος με την κοινωνική πραγματικότητα- που περικλείει και παγιδεύει τα πρόσωπα.
Υπάρχει λοιπόν μια οργανική σχέση ανάμεσα στα πρόσωπα και στον περιβάλλοντα χώρο -είτε της υπαίθρου (Μέχρι Το Πλοίο) είτε των αστικών κέντρων (Ευδοκία)- που κάνει τα πρόσωπα να αποτελούν σημεία του τοπίου, αλλά την ίδια στιγμή να αναδύονται από αυτό – κυρίαρχοι του χώρου, αλλά και δεσμώτες του: Είναι ο σπασμός των σωμάτων και η πάλη τους με τα δεσμά του χώρου, που κάνει τα πρόσωπα να βρίσκονται μετέωρα ανάμεσα στη Γη και τον Ουρανό.
Τα πρόσωπα και οι εικόνες των ταινιών του, δεν κινούνται στις άνετες εθνικές οδούς μια λαμπερής Ελλάδας, ούτε και στις φωτεινές λεωφόρους των αστικών της κέντρων- προτιμούν τους δύσβατους επαρχιακούς δρόμους, τα στενά σοκάκια των λαϊκών συνοικιών, τα απάτητα μονοπάτια των ορεινών όγκων. Είναι οι εικόνες μιας άλλης Ελλάδας Αληθινής, μιας Ελλάδας πνευματικής, αλλά και υλικής.
Αυτή η απεικόνιση του Ελληνικού τόπου και των προσώπων του θα μπορούσε να καταλήξει στο μελοδραματισμό: Η υπερβολή των καταστάσεων -σύμφυτη με το χώρο και τα πρόσωπα- θα μπορούσε να αφαιρέσει από την μυθοπλασία την ζωτικότητα της, να την οδηγήσει στον συναισθηματισμό και στο κενό της σύμβασης. Με αυτό τον μελοδραματισμό είναι ξένος ο Αλέξης Δαμιανός: καθώς οι εικόνες του -τραυματικές και βιωματικές, άμεσες και αληθινές-, αρνούνται την επιφάνεια, αναζητούν την πρωταρχική ουσία των πραγμάτων, ανακαλύπτουν τον χώρο και τα πρόσωπα από την αρχή. Το ακατέργαστο της σκηνοθεσίας δεν παραπέμπει στην ανέχεια του χώρου, αλλά υποδεικνύει την πολιτιστική παράδοση του: προσδίδοντας στις εικόνες μια υλική υπόσταση και βαρύτητα, κάνει το σινεμά να κατάγεται από την αρχαία ελληνική γλυπτική των μορφών και των όγκων.
Αυτές οι πρωτογενείς και πρωτόγονες εικόνες του τόπου και των προσώπων -που λαξεύονται στο σελιλόιντ-, μοιάζουν να έρχονται από το μακρινό ιστορικό παρελθόν του Ελληνικού τόπου, έχουν την σκόνη της ιστορίας του. Διανύουν μια πορεία που ξεκινά από το φως και το ανάγλυφο της κλασσικής αρχαιότητας, την αυστηρότητα και εσωτερικότητα τον μορφών του Βυζαντίου και καταλήγουν στην σύγχρονη ιστορική πραγματικότητα (απόλυτα τραυματική για τον σκηνοθέτη και τους θεατές του): Αποτελούν ίσως την πιο καθαρή και απόλυτη έκφραση ελληνικότητας στον κινηματογράφο.
Δημήτρης Μπάμπας
(Δημοσιεύτηκε στην εβδομαδιαία εφημερίδα ΕΠΑΦΗ ΠΤΟΛΕΜΑΪΔΑΣ)
Ο Αλέξης Δαμιανός στέλνει ανοιχτή επιστολή
Στον κόσμο γύρω μας γίνεται μια αναθεώρηση αξιών. Τα γεγονότα σχεδόν απρόσμενα «συντελούνται» κι ο άνθρωπος μοιάζει σαν να ετοιμάζεται ν’ αγωνιστεί για μια απαλλαγή από καταστάσεις, που ο ίδιος έχυσε ποταμούς αίματος και δακρύων για να κατακτήσει. Οι μέρες οι ώρες, οι στιγμές είναι καθοριστικές για το μέλλον… και η θολή ελπίδα δε φωτίζει αυτό το μέλλον. Ούτε, όμως, δικαιώνει κανέναν αυτή η χρεοκοπία.
Εκείνο που φανερώνει είναι ότι ο άνθρωπος και η δυνατότητα του μυαλού του, ο εύφρων άνθρωπος δικάζεται αυτή την ώρα, ο πνευματικός άνθρωπος. Ο Homo Sapiens. Την ίδια ώρα που συντελούνται παντού στην Ευρώπη και σ’ όλο τον κόσμο τα γνωστά γεγονότα, εμείς έχουμε μια κρίση… οικονομική, ισχυρίζονται. Δυστυχώς, ξεχνάμε την κρίση των αξιών, που καλλιεργείται με την αλλοτρίωση, τον καταναλωτισμό, την καταβαράθρωση του αθλητικού ιδανικού, από τον πρωταθλητισμό και τον εμπορισμό.
Με το ρουσφέτι, την κατάρα της φυλής μας που εν ονόματι της ψηφοθηρίας παζαρεύει μ’ έναν ολόκληρο λαό την αξιοπρέπεια του. Κι όχι μόνο όταν αρπάξει σαν ψηφοφόρος μια θεσούλα στο Δημόσιο είσαι ευτυχής και αισθάνεσαι «έξυπνος», αλλά και οι υπόλοιποι στη θέση του «κορόιδου» αμφισβητούν την αρετή, σιωπούν και οδηγούνται στο κυνήγι ή ενός ρουσφετιού ή κάτι πιο ευπρεπούς όπως η σιωπηλή ανοχή που μοιάζει συναίνεση. Κραυγάζουν αυθεντίες και μη: η κρίση της εποχής μας είναι κρίση αξιών και θεματοφύλακες των αξιών είναι οι δάσκαλοι, η παιδεία… Είναι οι πνευματικοί άνθρωποι, που δε ζήτησαν μια στέγη ισχύος, μα στέκονται στα μετερίζια της αγάπης στον τόπο τους, όχι σαν «χαζοί ρομαντικοί», αλλά με γνώση πραγματική τού ότι η αρετή είναι ανάγκη ύπαρξης.
Η κρίση είναι πνευματική και η ηγεσία του τόπου πρέπει να ξέρει ότι, υποβαθμίζοντας την πνευματική παραγωγή, θα βαθαίνει περισσότερο την οικονομική κρίση. Τα γεγονότα που συντελούνται με την κοσμογονική αμφισβήτηση των κρατούντων αξιών χρειάζονται γνώση ιστορική… όχι παραποιημένη ή δικολαβική, γιατί έτσι θα γίνει πείρα, όχι λήθη, ούτε επανάληψη ιστορίας των λαθών.
Πρέπει όποιοι υπηρετούν να υπηρετούν καθαρά, ελεύθερα, γιατί οι αποφάσεις και οι πραγματώσεις τώρα θα είναι σοβαρότερες από απλές επιπτώσεις του λάθους. Θέλει ευθύτητα, ταπεινότητα κι ανύψωση των υπευθύνων στις σημερινές συνθήκες, γιατί αλλιώς αντί να φυτεύσουμε για την αθανασία, θα σπέρνουμε το θάνατο και θα έχουμε την ευθύνη για την κατάντια των παιδιών μας και του μέλλοντος.
Η ανοιχτή επιστολή του Αλέξη Δαμιανού δημοσιεύτηκε στις 9 Φεβρουαρίου του 1990 στην εφημερίδα Καθημερινή.