Η Θάλασσα στις καλές τέχνες (κινηματογράφο, λογοτεχνία, ζωγραφική, μουσική)

 Άρθρο σχετικό με το θέμα, “Η Θάλασσα στον Κινηματογράφο”, του επικείμενου 33ου Συνεδρίου της Ομοσπονδίας Κινηματογραφικών Λεσχών Ελλάδας (Ο.Κ.Λ.Ε.), που θα πραγματοποιηθεί στη Νάξο 11-13 Ιουνίου 2021.

«Μίλα.
Έχουµε τόση θάλασσα µπροστά µας.
Εκεί που τελειώνουµε εµείς
αρχίζει η θάλασσα».
 
Κική Δημουλά
 
«Θάλασσα», 5ος αι. μ.Χ., Μουσείο Χατάι Αντιόχειας

Ulysses by Longhi 1954 1st printing Kirk Douglas

250+1 Θαλασσινές ταινίες

Οδύσσεια
Παραγωγή: Lux Films / Dino De Laurentiis, Carlo Ponti
Διανομή: Paramount Pictures
Σκηνοθεσία: Mario Camerini
Είδος: Ιστορική περιπέτεια
Σενάριο: Mario Camerini, Franco Brusati, Hugh Gray, Ennio De Concini, Ben Hecht, Ivo Perelli, Irwin Shaw
Ηθοποιοί: Kirk Douglas, Silvana Mangano, Anthony Quinn, Rossana Podesta, Daniel Ivernel, Franco Interlenghi
Διάρκεια: 100΄
 
Υπόθεση: Μετά την καταστροφή και την άλωση της Τροίας, πολλοί από τους Έλληνες που πήραν τον δρόμο της επιστροφής για την πατρίδα είχαν περιπέτειες. Τις περισσότερες, όμως, περιπέτειες απ’ όλους είχε ο Οδυσσέας (Kirk Douglas), ο βασιλιάς της Ιθάκης. Ξεκίνησε για τον γυρισμό με δώδεκα καράβια και με εξακόσιους πολεμιστές αλλά από την πρώτη κιόλας μέρα συνάντησε τρικυμίες, χάνοντας καράβια και πολεμιστές σε μικρό χρονικό διάστημα. Περιπλανήθηκε καταδικασμένος να ταξιδεύει αβοήθητος, αντιμετωπίζοντας πολλές εχθρικές καταστάσεις, μέχρι να καταφέρει να επιστρέψει στο αγαπημένο του νησί. Εκεί συνάντησε την γυναίκα του, Πηνελόπη (Silvana Mangano), και τον γιο του Τηλέμαχο (Franco Interlenghi). Όμως, ακόμα και τότε, θ’ αναγκαστεί ν’ αντιμετωπίσει μια τελευταία πρόκληση…
 
 
Μια από τις πιο ένδοξες ιστορίες της Αρχαίας Ελλάδας, ο μύθος του ήρωα που πάλεψε με ανθρώπους, τέρατα και στοιχεία της φύσης, βγαίνοντας στο τέλος νικητής, αντλώντας δύναμη από την αγάπη του για την Πηνελόπη. Τη γυναίκα που τον περίμενε πιστή, όσα χρόνια διήρκεσαν οι περιπλανήσεις του. Επτά σεναριογράφοι επιστρατεύθηκαν δίνοντας στο σύνολο μια από τις καλύτερες ιταλικές παραγωγές, που συνδυάζει την δράση και την περιπέτεια με την μυθολογία. Η “Paramount” εξασφάλισε τα δικαιώματα προβολής της ταινίας, η οποία γνώριζε μεγάλη εμπορική επιτυχία όποτε προβαλλόταν. Η «Οδύσσεια» προβλήθηκε στην Ελλάδα στις 6 Δεκεμβρίου του 1954.
Διαφημιστική καταχώρηση της ταινίας στην εφημερίδα “Ελευθερία”, στις 5 Δεκεμβρίου 1954 (Αρχείο Σπύρου Πιτικάρη)
 

http://mikrosserifis.blogspot.com/
 

 

4. Cast Away 2000, 143 min.

Robert Zemeckis  •   Starring: Tom HanksHelen HuntViveka Davis

 

8. Titanic 1997, 194 min.

James Cameron  •   Starring: Leonardo DiCaprioKate WinsletBilly Zane

 

12. Life of Pi 2012, 117 min.

Ang Lee  •   Starring: Suraj SharmaIrrfan KhanRafe Spall

 
 
 

26. Moby Dick 1956, 116 min.

John Huston  •   Starring: Gregory PeckHarry AndrewsSeamus Kelly

 
 
 
 

32. All Is Lost 2013, 106 min.

J.C. Chandor  •   Starring: Robert Redford

 

38. Jaws 2 1978, 116 min.

Jeannot Szwarc  •   Starring: Roy ScheiderLorraine GaryMurray Hamilton

 

39. Aquaman 2018, 143 min.

James Wan  •   Starring: Jason MomoaAmber HeardPatrick Wilson

 
 

46. White Squall 1996, 129 min.

Ridley Scott  •   Starring: Caroline GoodallJohn SavageJeremy Sisto

 

47.The Ghost Ship 1943, 69 min.

Mark Robson  •   Starring: Richard DixBen BardEdmund Glover

 
 
 
 
 
 

58. Deep Blue Sea 1999, 105 min.

Renny Harlin  •   Starring: Thomas JaneMichael RapaportLL Cool J

 
 

61. Billy Budd 1962, 119 min.

Peter Ustinov  •   Starring: Peter UstinovTerrence StampRobert Ryan

 
 
 
 
 
 

72. The Sea Chase 1955, 117 min.

John Farrow  •   Starring: John WayneLana TurnerDavid Farrar

 
 

76. China Seas 1935, 87 min.

Tay Garnett  •   Starring: Clark GableJean HarlowWallace Beery

 
 

78. Atlantis 1913, 121 min.

August Blom  •   Starring: Olaf FønssIda OrlovEbba Thomsen

 

79. Blood Alley 1955, 115 min.

William A. Wellman  •   Starring: John WayneLauren BacallPaul Fix

 
 
 
 

92. Moby Dick 1930, 80 min.

Lloyd Bacon  •   Starring: Noble JohnsonJohn BarrymoreJoan Bennett

 

 
 
 

105. ffolkes 1980, 100 min.

Andrew V. McLaglen  •   Starring: Roger MooreJames MasonAnthony Perkins

 

110. Black Sea 2014, 115 min.

Kevin Macdonald  •   Starring: Jude LawScoot McNairyBen Mendelsohn

 
 

114. Souls at Sea 1937, 92 min.

Henry Hathaway  •   Starring: Gary CooperGeorge RaftFrances Dee

 

119. Mara Maru 1952, 98 min.

Gordon Douglas  •   Starring: Errol FlynnRuth RomanRaymond Burr

 
 

121. Kidnapped 1917, 65 min.

Alan Crosland  •   Starring: Raymond McKeeJoseph BurkeRay Hallor

 
 

125. Moby Dick 1998, 180 min.

Franc Roddam  •   Starring: Henry ThomasBruce SpenceHugh Keays-Byrne

 
 

129. The Dove 1974, 105 min.

Charles Jarrott  •   Starring: Joseph BottomsDeborah RaffinJohn McLiam

 

133. Submarine D-1 1937, 100 min.

Lloyd Bacon  •   Starring: Pat O’BrienGeorge BrentWayne Morris

 
 
 
 
 
 
 

158.Serpent Island 1954, 62 min.

Tom Gries  •   Starring: Sonny TuftsMary MundayTom Monroe

 

161. Away All Boats 1956, 114 min.

Joseph Pevney  •   Starring: Jeff ChandlerGeorge NaderLex Barker

 
 
 

169. Underwater! 1955, 99 min.

John Sturges  •   Starring: Jane RussellGilbert RolandRichard Egan

 

172. Wolf Larsen 1958, 83 min.

Harmon Jones  •   Starring: Barry SullivanPeter GravesGita Hall

 
 
 
 
 
 

188. Blue Fin 1978, 88 min.

Carl Schultz  •   Starring: Hardy KrugerGreg RoweLiddy Clark

 

192. Sea Devils 1982, 83 min.

Juan Piquer Simón  •   Starring: Ian SeraPatty ShepardFrank Brana

 
 
 

206.The Rift 1990, 79 min.

Juan Piquer Simón  •   Starring: Jack ScaliaR. Lee ErmeyRay Wise

 

209. Voyage 1993, 86 min.

John Mackenzie  •   Starring: Rutger HauerEric RobertsKaren Allen

 

210. Deep Blood 1990, 90 min.

Raffaele Donato  •   Starring: Frank BaroniAllen CortKeith Kelsch

 
 
 
 

220. Octopus 2000, 100 min.

John Eyres  •   Starring: Jay HarringtonRavil IsyanovDavid Beecroft

 
 

225. The Triangle 2001, 92 min.

Lewis Teague  •   Starring: Luke PerryDan CorteseOlivia D’Abo

 
 
 

232. Blue 2009, 119 min.

Anthony D’Souza  •   Starring: Akshay KumarSanjay DuttLara Dutta

 
 

236. Moby Dick 2011, 180 min.

Mike Barker  •   Starring: William HurtEthan HawkeCharlie Cox

 

237. The Pirates 2014, 130 min.

Seok-hoon Lee  •   Starring: Nam-gil KimYe-jin SonHae-jin Yoo

 
 

242. Dark Tide 2012, 94 min.

John Stockwell  •   Starring: Halle BerryOlivier MartinezRalph Brown

 
 
 

247. The Mercy 2018, 101 min.

James Marsh  •   Starring: Colin FirthRachel WeiszDavid Thewlis

 
 

249. Abandoned 2015, 86 min.

John Laing  •   Starring: Dominic PurcellPeter FeeneyOwen Black

 

Κλασικές ταινίες σε φόντο μπλε

Κλασικές ταινίες σε φόντο μπλε

Συχνά η θάλασσα, τα πλοία και κυρίως η ζωή εν πλω, έχουν αποτελέσει θέματα ή εναύσματα για κινηματογραφικές ταινίες που αξίζει να δoυν όσοι θέλουν να γνωρίσουν τις αλήθειες του «μεγάλου μπλε».

Σε αυτό το αφιέρωμα παρουσιάζουμε μερικές από τις πιο κλασικές ταινίες (πριν τη δεκαετία του ’70) που όσοι αγαπούν τη θάλασσα και τις ιστορίες της, δεν πρέπει να χάσουν ή και να ξαναδούν. Ο λόγος που εστιαζόμαστε σε αυτή την εποχή είναι ότι ειδικά στη χρυσή εποχή του αμερικανικού κινηματογράφου, τα ναυτιλιακά ή ναυτικά θέματα υπήρξαν βασικές θεματικές ιστορίες για πολυβραβευμένες αλλά και δημοφιλείς ταινίες.

Χρονολογικά αλλά και καλλιτεχνικά πρώτη, ως ένα από τα αριστουργήματα της παγκόσμιας φιλμογραφίας, έρχεται η βωβή ταινία Θωρηκτό Ποτέμκιν (Battleship Potemkin, 1925) του Sergei Eisenstein, που διηγείται την εξέγερση του πληρώματος εναντίον των αξιωματικών του περίφημου πλοίου, το 1905. Η ταινία έμεινε στην ιστορία του κινηματογράφου χάρη στο ρεαλισμό της αφήγησης και των χαρακτήρων και στο πρωτοποριακό για την εποχή μοντάζ της. Κλασική επιλογή και αγαπημένη ταινία πολλών σκηνοθετών!

Η ασπρόμαυρη ταινία Δαίμονες των Κυμάτων (Captains Courageous, 1937), σε σκηνοθεσία του Victor Fleming, είναι μια ιστορία ενηλικίωσης κοντά στους ανθρώπους της θάλασσας. Ο Πορτογάλος ψαράς Μανουέλ (Spencer Tracy, βραβευμένος με Όσκαρ ηθοποίας για την ταινία) σώζει έναν κακομαθημένο νεαρό, που πέφτει στη θάλασσα, σε ένα υπερατλαντικό ταξίδι που κάνει με τον πατέρα του. Ο μικρός βρίσκει στον ψαρά την πατρική φιγούρα που του έλειψε στην μέχρι τότε ζωή του. Πολύ συγκινητικό φινάλε!

Ο Humphrey Bogart στο ρόλο του άξεστου τυχοδιώκτη μεταφέρει με το πλοίο του την ιεραπόστολο Katharine Hepburn, καθώς εκείνη αποφασίζει να εγκαταλείψει ένα χωριό της ανατολικής Αφρικής, μετά το θάνατο του αδελφού της. Δύο διαφορετικές προσωπικότητες και νοοτροπίες, με φόντο το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου στην Ευρώπη. Είναι η «Η Βασίλισσα της Αφρικής» (The African Queen, 1951) σε σκηνοθεσία John Huston. Bραβείo Όσκαρ για τον Bogart και μεγάλη επιτυχία για την εποχή!

Αρκετά «ελεύθερη» διασκευή του μυθιστορήματος του Ιουλίου Βερν, οι 20.000 Λεύγες κάτω από τη Θάλασσα (20,000 Leagues Under the Sea, 1954) του Richard Fleischer, έχουν εντυπωσιακά για την εποχή τους οπτικά εφέ. O Kirk Douglas παλεύει με ένα γιγάντιο καλαμάρι και ο James Mason στο ρόλο του Πλοιάρχου Νέμο αποδεικνύεται ένας σκοτεινός και προφητικός πρώιμος… ακτιβιστής. Δύο Βραβεία Όσκαρ, για τα οπτικά εφέ και τα σκηνικά!

Εμπνευσμένες από το μυθιστόρημα – σταθμό του Herman Melville, Moby Dick, πολλές ταινίες θέλησαν να «αναμετρηθούν» με το πρωτότυπο αριστούργημα, όπως ο Τζον Χιούστον το 1956, χωρίς ωστόσο κάποια να αφήσει το κινηματογραφικό στίγμα της. Ο μοναδικός επιζών ενός φαλαινοθηρικού, αναφέρει την ιστορία της αυτοκαταστροφικής εμμονής του καπετάνιου να κυνηγήσει τη λευκή φάλαινα, τον Moby Dick.

Βασισμένη στο μυθιστόρημα του Ernest Hemingway, η ταινία Ο Γέρος και η Θάλασσα (The Old Man and the Sea, 1958) του John Sturges διηγείται την περιπέτεια ενός κουβανού ψαρά, που επί τρεις ημέρες προσπαθεί να πιάσει ένα ψάρι. Είναι ένας επίπονος αγώνας επιβίωσης, αναμέτρησης, γενναιότητας, αξιοπρέπειας, ελπίδας και στην ουσία μια αλληγορική ματιά πάνω στη σωματική και ψυχική αντοχή. Πρωταγωνιστής ο Spencer Tracy. Όσκαρ Μουσικής για τον Dimitri Tiomkin. Αξίζει να σημειωθεί ότι η ταινία θεωρείται η πιο πιστή και ακριβής μεταφορά λογοτεχνικού έργου στην ιστορία του κινηματογράφου.

Τα Κανόνια του Ναβαρόνε (Guns of Navarone, 1961) σε σκηνοθεσία του J Lee Thomson, με πρωταγωνιστές τους Gregory Peck, David Niven και Anthony Quinn περιγράφουν τις προσπάθειες μίας ομάδας κομάντο των συμμαχικών δυνάμεων που θέλει να καταστρέψει ένα φαινομενικά απόρθητο γερμανικό φρούριο που απειλεί τα συμμαχικά πολεμικά πλοία στο Αιγαίο Πέλαγος και εμποδίζει τις συμμαχικές δυνάμεις να απελευθερώσουν 2.000 εγκλωβισμένους Βρετανούς στρατιώτες. Από τις πιο κλασσικές ταινίες με θέμα τη μεγάλη μάχη και τη ζωή των αξιωματικών του πολεμικού ναυτικού. Βραβεία Όσκαρ για τα οπτικά εφέ.

Ο John Boorman υπογράφει τη σκηνοθεσία του φιλμ με τον ατυχή ελληνικό τίτλο Δυο Λιοντάρια στον Ειρηνικό (Hell in the Pacific, 1968) με τους  Lee Marvin και Mifune Toshiro. Με μηδενικούς σχεδόν διαλόγους, η ταινία αφηγείται την προσπάθεια επιβίωσης ενός αμερικανού και ενός ιάπωνα στρατιώτη, ναυαγών σε ένα νησί του Ειρηνικού, ακριβώς μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Παρότι δεν ενδείκνυται για μια χαλαρή βραδιά, η ταινία παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον, ακριβώς λόγω του σχολιού της πάνω στην αγριότητα του πολέμου.

Ναυτικά χρονικά


Άνθρωπος στη Θάλασσα! 10 ταινίες στη μέση του πουθενά

«Κύριος του Πεπρωμένου» (The Ghost Ship, 1943) του Μαρκ Ρόμπσον

Από τις άγνωστες της πανίσχυρης ραχοκοκκαλιάς του παραγωγού Βαλ Λιούτον στην δεκαετία του ’40 («Cat People», «Περπάτησα Μ’ Ένα Ζόμπι»). Αν τα b movie ήταν έτσι καταλαβαίνεις γιατί «κάθε πέρσι και καλύτερα». 69 λεπτά σφιχτού σινεμά, μελετημένου διαλόγου, ωραίας κόντρας χαρακτήρων και κόσμων, στοιχειωμένων στιγμών (ο βουβός ναύτης, οι ομίχλες, τα βήματα), ενός τελικά τόσο άψογου γυρίσματος που βλέπεις το ακριβό και διαφημισμένο ριμέικ της περασμένης δεκαετίας και αναλύεσαι σε λυγμούς και ικεσίες να σταματήσουν.

«Στον Ίσκιο του Θανάτου» (Lifeboat, 1944) του Άλφρεντ Χίτσκοκ

Όποια πέτρα κι αν σηκώσεις έναν Χίτσκοκ θα τον βρεις, τι άλλο θα μπορούσε να σημαίνει καλύτερα «μεγάλος σκηνοθέτης»; Μέσα στον πόλεμο ο Χίτσκοκ είπε να κάνει ένα (έκανε κι άλλα) αντιπολεμικό έργο, στην πραγματικότητα όμως ήθελε να ξεσκουριάσει πιστοποιώντας πως μπορεί να γυρίσει κάτι που κανείς άλλος δεν θα τολμούσε: Ένα ολόκληρο έργο πάνω σε μια βάρκα, τοιχογραφία εμπόλεμων χαρακτήρων, ιστορία κοτζάμ Τζον Στάινμπεκ (έβαλε και ο μέγας Μπεν Χεκτ το χέρι του στο σενάριο) και ορίστε η πρώτη αυτή ταινία, «είδος» που ο Χίτσκοκ θα τελειοποιούσε στα επόμενά του βήματα.

«Η Βασίλισσα της Αφρικής» (The African Queen, 1951) του Τζον Χιούστον

Βασικό έργο μιας ούτως ή άλλως βασικής φιλμογραφίας ενός σκηνοθέτη που πρέπει να λογαριάζεις θεμελιώδη αν θες να λογίζεσαι σινεφίλ, η «Βασίλισσα» είναι θρυλική μπροστά και πίσω από την κάμερα, το μπροστά μας ενδιαφέρει εδώ. Και μπροστά είναι ένα μυθικό ζευγάρι της κλασικής εποχής, σε μια άπταιστη ανταλλαγή που κάνει σκόνη κάθε method υποκριτική και αποκαλύπτει μια σπουδαία κι εποικοδομητική σύγκρουση πάνω στον πόλεμο, την φυσική υπέρβαση και, πάνω απ’ όλα, τις διαφορές και τις συγγένειες των δύο φύλων. Μια τέλεια περιπέτεια ψυχαγωγίας επίσης.

«Ο Γέρος και η Θάλασσα» (The Old Man and the Sea, 1958) του Τζον Στέρτζες

Δεν θα μπορούσε να λείπει ποτέ αυτό το έργο από μια τέτοια λίστα, το κείμενο του Χέμινγουεϊ, αντικινηματογραφικό εντελώς από μια μεριά, κοντεύει αν όχι αντιπροσωπεύει το αρχέτυπο του ανθρώπου έναντι των φυσικών συνθηκών που τον υπερβαίνουν. Κι όμως ο άνθρωπος, μέχρις ότου εκλείψει τουλάχιστον, είναι παρών, η μάχη συνεχίζεται, η ανταμοιβή του αγώνα είναι ο ίδιος ο αγώνας και τίποτα απ’ όλ’ αυτά δεν μαρτυράται καλύτερα απ΄όσο περιγράφει αυτός ο γιγάντιος Τρέισι που κάνει πάντα λίγα και πάντα εννοεί όσα ακριβώς έχεις ανάγκη.

«Μαχαίρι στο Νερό» (Knife in the Water, 1962) του Ρομάν Πολάνσκι

Ο Πολάνσκι είναι από τους λιγοστούς άρχοντες των κλειστών χώρων, εδώ, πριν καλά-καλά κλείσει τα 30, δείχνει μια κι έξω ότι μπορεί να κάνει το πέλαγος ασανσέρ. Τριγωνική ιστορία, το σεξ είναι παντού, το ίδιο και η κατάρα του ανδρικού ανταγωνισμού, όμως όλ’ αυτά μπορεί να τα έχεις ξαναδεί. Εκείνο που σπανίζει είναι το πώς ο Πολάνσκι χειρίζεται το διφορούμενο, το πώς καθυστερεί ή αναστέλει (να το σασπένς!) την αποκάλυψη μιας πρόθεσης αλλά και πως ανατρέπει εκείνο που προβλέπεις σαν θεατής και τελικά αποκαλύπτεται, εντελώς χιτσκοκικά ίσως, να είναι ένα παιχνίδι σε βάρος σου. Στα δέκα καλύτερα ντεμπούτα της ιστορίας του σινεμά.

«Κρουαζιέρα στην άκρη του τρόμου» (Dead Calm, 1989) του Φίλιπ Νόις

Παραγνωρισμένο αδίκως θρίλερ κλειστοφοβικού τρόμου στην απέραντη θάλασσα, περηφανεύεται μια Νικόλ Κίντμαν στους ακόμα αυστραλιανούς καιρούς της (ο Τομ θα ερχόταν την επόμενη χρονιά) 20χρονη και αγρίμι κανονικό και ενώ είναι θεωρητικά ένα «θρίλερ εισβολής» κερδίζει τα μέγιστα από την άψογα εξυπηρετική σκηνοθεσία του επίσης Αυστραλού Νόις που με αυτό το έργο θα έπαιρνε κι αυτός το βραχύβιο αλλά κερδοφόρο εισιτήριο για το Χόλιγουντ. Θαυμάσιο και βαθύτερο #metoo πόνημα επίσης, πολύ πριν την σημερινή οχλαγωγία.

 «Λευκή Καταιγίδα» (White Squall, 1996) του Ρίντλεϊ Σκοτ

Προτού εκπέσει σε μετριότητες ή και αθλιότητες (το επόμενό του τότε θα ήταν είναι το «G.I. Jane»…), μόνο σποραδικά διακοπτόμενες από κάτι έστω σαν σκιά των πρώτων του ταινιών, ο Ρίντλεϊ Σκοτ ήταν πάντα ένα σκηνοθέτης που χειριζόταν άριστα την σκηνογραφία του. Το αυτό συμβαίνει και εδώ, μόνο που η σκηνογραφία γίνεται το φυσικό περιβάλλον και είναι αλήθεια πως η καταιγίδα του εδώ ξεπερνά με άνεση το «μάθημα ζωής» που είναι το έργο. Αξίζει να ανακαλυφθεί, εκτός βέβαια της εξαίρετης σύμπτωσης να παίζει και ο Τζεφ Μπρίτζες που στο κάτω-κάτω γιατί να έχεις ταινία του που δεν έχεις δει;

«Οι Μνήμες του Νερού» (Weight of Water, 2000) της Κάθριν Μπίγκελοου

Η λιγότερο καλή ταινία της λίστας έχει αδιάψευστες αρετές (βλέπε φωτό), έχει φουλ λαγνική ατμόσφαιρα, μια παράλληλη ιστορία που εκτυλίσσεται στο παρελθόν, ηχηρό καστ (Πεν, Πόλεϊ, Κάρτλιτζ, ΜακΚόρμακ, Λούκας, Χέρλι), την βιρτουοζιτέ της Μπίγκελοου που παρότι εντελώς έξω από τα…νερά της παίζει ωραία με την απαγορευμένη επιθυμία, χάνεται τονικά ανάμεσα στα αντικρουόμενα που θέλει να πει, παραμένει όμως μια ευειδής αποτυχία που τουλάχιστον οι λάτρεις της σκηνοθέτιδος πρέπει να αντιμετωπίσουν.

 «Deep Water» (2006) των Λουίζ Όζμοντ και Τζέρι Ρόθγουελ

Ένα βρετανικό ντοκιμαντέρ, από εκείνα που στοιχειοθετούν την μέχρι βλάσφημου σημείου έννοια της υπεράνθρωπης στάσης κάποιων απέναντι σε γεγονότα που τους υπερβαίνουν. Η καταγραφή μιας ναυτικής κούρσας που θέλησε να είναι περίπλους της γης με ιστιοπλοϊκό σκάφος και τα αποτελέσματά της σε έναν από τους εννέα (όλους κι όλους) που επιχείρησαν το αδιανόητο. Συναρπαστικό είναι μικρή λέξη, διδακτικό οπωσδήποτε και ποτέ λιγότερο από μια έντονη κι επώδυνη φιλοσοφική διαδικασία.

 «Όλα Χάθηκαν» (All is lost, 2013) του Τζ. Σι. Τσάντορ

Ο συγκλονιστικός, βωβός «Γέρος και η Θάλασσα» που μας επισκέφθηκε τόσο απρόσμενα πριν λίγα χρόνια, η μεγάλη αμερικανική ταινία, το καθαρό δείγμα ενός σινεμά που ενώ στις άπειρες σοβαρές του στιγμές δεν υπολειπόταν ποτέ στον ποιοτικό διάλογο, ήταν πάντα η τέχνη της αφήγησης με οπτικά μέσα που το ηγεμόνευε. Μ’ έναν Ρέντφορντ ατρόμητο και τις κερδισμένες του ρυτίδες μπροστά για εξερεύνηση, το «Όλα Χάθηκαν» περιφρονεί το επεξηγηματικό σινεμά του διαλόγου (που αγαπούν κυρίως αυτοί που το βλέπουν σαν υβρίδιο του Λόγου) και ξανοίγεται με όπλα τον χρόνο, τον ρυθμό, τον αδιατάρακτο τόνο, την μεγάλη βωβή ερμηνεία κι εκείνο το φινάλε που όσοι το χρειαστήκαμε δεν θα ξεχάσουμε ποτέ την σωτηρία που μας χάρισε.

Από τον Ηλία Δημόπουλο (Cinemagazine)

Νέες περιπέτειες στη θάλασσα

Styx (2018)

Wolfgang Fischer′s new film Styx tackles Europe′s refugee crisis | Film |  DW | 14.09.2018

Το «Styx» είναι μια Αυστρο- Γερμανική δραματική περιπέτεια σε σκηνοθεσία του Wolfgang Fischer. Μια Γερμανίδα γιατρός ταξιδεύει με το ιστιοπλοϊκό της στον Ατλαντικό, όταν βρίσκεται μπροστά σε ένα ακυβέρνητο πλοίο γεμάτο μετανάστες. Οι αρμόδιες αρχές της συστήνουν αυστηρά μέσω ασυρμάτου να παραμείνει μακριά, λόγω κινδύνου υπερφόρτωσης του μικρού σκάφους της, αλλά καθώς η βοήθεια καθυστερεί εκείνη πρέπει να πάρει μια κρίσιμη απόφαση. Μια θαλάσσια περιπέτεια που εξελίσσεται σε ένα ψυχολογικό δράμα με πολιτικές προεκτάσεις.

The Boat (2018)

Watch The Boat | Prime Video

Μια περιπέτεια μυστηρίου συμπαραγωγής Ηνωμένου Βασιλείου και Μάλτας. Ένας άνδρας βρίσκεται κλειδωμένος μέσα στο σκάφος του. Το σκάφος πλέει με τη βοήθεια του αυτόματου πιλότου. Σίγουρα έχετε δει καλύτερες παραγωγές με το συγκεκριμένο θέμα, κάτι που το μαρτυρά και η βαθμολογία που συγκέντρωσε η ταινία στο IMDb (5.3).  Μια ταινία που βλέπεται ευχάριστα. Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο.

Kon- Tiki (2012)

Kon-Tiki DVD 2012 Region 1 US Import NTSC: Amazon.co.uk: DVD & Blu-ray

Μια ιστορική περιπέτεια σε συμπαραγωγή Νορβηγίας, Δανίας, Σουηδίας και Ηνωμένου Βασιλείου με πρωταγωνιστή τον Gustaf Skarsgard (Vikings). Το 1947 ο Νορβηγός εξερευνητής Θορ Χέγιερνταλ και πέντε ακόμη άντρες δοκιμάζουν να διασχίσουν τον Ειρηνικό Ωκεανό πάνω σε μια σχεδία. Σκοπός τους είναι να αποδείξουν ότι οι πρώτοι κάτοικοι της Πολυνησίας είχαν έρθει από τη Νότια Αμερική και όχι από δυτικά όπως πίστευαν όλοι. Ένα φιλμ που κατάφερε να είναι υποψήφια για το Όσκαρ και τη Χρυσή Σφαίρα Καλύτερης Ξενόγλωσσης ταινίας (2013). Μια θεαματική αναβίωση ενός ιστορικού ταξιδιού επί της οθόνης. Η ταινία αποτελεί remake της ομώνυμης ταινίας του 1950.

Captain Phillips (2013)

Film Review – Captain Phillips (2013): Jordan's Take | Jordan and Eddie  (The Movie Guys)

Μια βιογραφική περιπέτεια σε σκηνοθεσία του Paul Greengrass (22 July) και πρωταγωνιστή τον Tom Hanks. Η ταινία μας μεταφέρει την αληθινή ιστορία του καπετάνιου Richard Phillips και την πειρατεία του MV Maersk Alabama από  Σομαλούς πειρατές (2009). Η ταινία γυρίστηκε σε ακτές της Μάλτας, στη Μεσόγειο θάλασσα. Πολλοί κριτικοί του κινηματογράφου συμπεριέλαβαν το φιλμ στις 10 καλύτερες ταινίες για το 2013. Ο σκηνοθέτης συνδυάζει την αγωνιώδη εξέλιξη με  πολιτικοκοινωνικές αναφορές σε μια ταινία με καλο-χτισμένο σασπένς. Ο Tom Hanks σε έναν από τους καλύτερους ρόλους της καριέρας του.

The Perfect Storm (2000)

The Perfect Storm Movie Cast - Lobby Card Unsigned (Sp) 2000 |  HistoryForSale Item 259817

Η «καταιγίδα» είναι ένα βιογραφικό φιλμ καταστροφής με πρωταγωνιστές τους George Clooney, Mark Wahlberg και Diane Lane. Μια ταινία που έθεσε υποψηφιότητες για τα Όσκαρ στις κατηγορίες «Καλύτερη μίξη ήχου»  και «Καλύτερα Οπτικά Εφέ». Τελικά απέσπασε το κινηματογραφικό βραβείο BAFTA στην κατηγορία «Καλύτερα Ειδικά Οπτικά Εφέ». Μια παραγωγή που βασίστηκε στο ομώνυμο βιβλίο του Sebastian Junger (1997). Ένα φιλμ που εξελίσσεται σε ένα συναρπαστικό θέαμα με μπόλικη αγωνία.

In the Heart of the Sea (2015)

In the Heart of the Sea - Final Trailer [HD] - YouTube

Μια adventure δραματική ταινία που βασίστηκε στο ομώνυμο βιβλίο του Nathaniel Philbrick, γύρω από  το ναυάγιο του αμερικανικού φαλαινοθηρικού πλοίου Essex το 1820, γεγονός που ενέπνευσε το μυθιστόρημα Moby-Dick. Μια συμπαραγωγή Ισπανίας και ΗΠΑ με πρωταγωνιστή τον Chris Hemsworth (12 Strong & Thor). Το 2016, ήταν υποψήφια για τρία βραβεία Teen Choice στις κατηγορίες: Καλύτερης ηθοποιού σε ταινία δράσης, Καλύτερου ηθοποιού σε ταινία περιπέτειας- δράσης και Καλύτερης ταινίας περιπέτειας- δράσης. Μια τρισδιάστατη αναπαράσταση μιας αληθινής ιστορίας.

Triangle (2009)

FilmBoy: Classics: Ναυάγιο στην παράνοια - Triangle (2009)

Το «Ναυάγιο στην παράνοια» είναι ένα ψυχολογικό θρίλερ συμπαραγωγής Αυστραλίας και Βρετανίας. Ένα φιλμ που γυρίστηκε στο Queensland της Αυστραλίας και βασίστηκε –κατά ένα μέρος- στον Σίσυφο, μια φιγούρα της Ελληνικής μυθολογίας. Μια παρέα φίλων επιβιβάζονται σε ένα έρημο -κατά τα φαινόμενα- πλοίο όταν το σκάφος τους ανατράπηκε σε μια καταιγίδα. Ωστόσο, στο πλοίο δεν είναι μόνοι. Μια φανταστική περιπέτεια που θα σε γοητεύσει λόγω των όμορφων πλάνων του ωκεανού και της πρωτότυπης ιστορίας. Ένα καλογραμμένο σενάριο με μυστήριο που θα σε ανταμείψει.

(www.horrormovies.gr).

Kapringen (2012)

Søren Malling Filmography, List of Søren Malling Movies and TV Shows -  FamousFix

Μια περιπέτεια στον ωκεανό παραγωγής Δανίας με πρωταγωνιστές τους Pilou Asbaek (παρουσιαστής της Eurovision Song Contest 2014) και Soren Malling.  Το πλήρωμα ενός φορτηγού πλοίου της Δανίας έχει απαχθεί από τους πειρατές της Σομαλίας, οι οποίοι προβαίνουν σε κλιμάκωση των διαπραγματεύσεων με τις αρχές της Κοπεγχάγης (www.imdb.com). Ένα φιλμ που απέσπασε πέντε βραβεία Robert και το βραβείο Bodil για την καλύτερη Δανέζικη ταινία (2013). Μια παραγωγή που συμμετείχε στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας αλλά και στο Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης.

The Mercy (2018)

The Mercy Soundtrack Music - Complete Song List | Tunefind

Μια βιογραφική περιπέτεια με πρωταγωνιστές τους Colin Firth και Rachel Weisz. To  φιλμ βασίστηκε στην αληθινή ιστορία  της καταστροφικής προσπάθειας του Donald Crowhurst να ολοκληρώσει την κούρσα των Sunday Times (1968). Μια Βρετανική παραγωγή που γυρίστηκε στην πόλη Teignmouth της Αγγλίας. Μετέπειτα τα γυρίσματα μεταφέρθηκαν στα νησιά Πόρτλαντ και στη Μάλτα. Τα γυρίσματα εξελίχθηκαν περιπετειώδη και για τον ίδιο τον Colin Firth, αφού νοσηλεύτηκε με εξάρθρωση ισχίου. Μια ευχάριστη ταινία αλλά και μια «αδύναμη» κινηματογραφική στιγμή για τον Colin Firth.

(MAXMAG)


The Deep

Djúpið (2012) - IMDb

Αληθινή ιστορία ενός ψαρά που προσπαθεί να επιβιώσει στα νερά-παγάκια του ωκεανού κοντά στην Ισλανδία. Μοιάζει αρκετά απίστευτο ώστε να σοκάρεσαι όταν μαθαίνεις πως είναι αλήθεια. Η ταινία του Μπαλτάσαρ Κορμακούρ (του πρόσφατου “2 Guns” με Γουόλμπεργκ-Ουάσινγκτον) παθαίνει μια κρίση ταυτότητας στο δεύτερο μισό όταν το focus μεταφέρεται αλλού, όμως τα κομμάτια της επιβίωσης έχουν μπόλικο ενδιαφέρον.

O Nαυαγός (Cast Away)

Surprising Facts About 'Cast Away' | Mental Floss

Ο γνωστός “Ναυαγός” του Μπομπ Ζεμέκις βάζει τον Τομ Χανκς σε τέρμα αβανταδόρικο ρόλο, στο ρόλο ενός άντρα που ναυαγεί και περνάει μόνος του μέχρι να έρθει η σωτηρία. Φυσικά επειδή μιλάμε για mainstream Χόλιγουντ, ο άντρας έχει για παρέα μια μπάλα του βόλεϊ στην οποία μιλάει και εξηγεί τα πάντα (γι’αυτό και όλη λατρέψαμε τόσο πολύ αυτό τον άψυχο Γουίλσον, επειδή ήμασταν εμείς) και γενικά ξέρεις, έχει λιγότερη σκληράδα από ένα επεισόδιο “Survivor”.

Life of Pi, του Ang Lee (2012)

Τι γίνεται όταν ένα αγόρι και μια τίγρης εγκλωβίζονται μεσοπέλαγα στην ίδια βάρκα; Μια απίθανη ιδέα που κατέληξε σε μια πολύ ενδιαφέρουσα ταινία, από τον Ανγκ Λι. Η θάλασσα βέβαια είναι ψηφιακή, αλλά έστω κι έτσι το αποτέλεσμα είναι υπέροχο.

The Big Blue, του Luc Besson (1988)

Δεν υπάρχει ταινία που να αποθεώνει τόσο τη θάλασσα όσο το “Απέραντο γαλάζιο”. Οι πρωταγωνιστές μας ασχολούνται με τις καταδύσεις, είναι φίλοι από μικροί, αλλά και ανταγωνιστές παράλληλα. Η σχέση που έχουν αναπτύξει με τη θάλασσα ξεπερνά τα όρια της απλής αγάπης. Από τις λίγες ταινίες που η θάλασσα αποτελεί βασικό συστατικό της πλοκής. Και επειδή γυρίστηκε στην Αμοργό, την αγαπάμε λίγο παραπάνω.

Pirates of the Carribean, των Gore Verbinski (2003, 2006 & 2007) / Rob Marshall (2011) / Joachim Ronning & Espen Sandberg (2017)

Πειρατές και θάλασσα πάνε πακέτο και αυτή η σειρά ταινιών που έχει σπάσει ταμεία και μας έχει συστήσει άλλη μια θεότρελη κινηματογραφική εκδοχή του Johnny Depp μας αρέσει πολύ. Πονηροί πειρατές, θαρραλέες γυναίκες, κατάρες, μάχες, υπερφυσικά όντα και φυσικά πολύ νερό είναι όσα απαρτίζουν τις πέντε ταινίες.

Waterworld, του Kevin Reynolds (1995)

Εδώ έχουμε μια ταινία με πολύ-πολύ νερό -εξ ου και ο τίτλος. Στο μακρινό μέλλον οι πάγοι έχουν λιώσει, οι άνθρωποι προσπαθούν να επιβιώσουν σε καράβια, ενώ παράλληλα αναζητούν κάποιο κομμάτι στεριάς. Παρόλο που η ταινία κόστισε μια περιουσία, ούτε στον κόσμο άρεσε ούτε είχε μεγάλη επιτυχία στο box office.

Master and Commander: Στα Πέρατα του Κόσμου (2003)

Master and Commander: The Far Side of the World

Κατά τη διάρκεια των Ναπολεόντειων πολέμων, ένας σκληροτράχηλος Βρετανός καπετάνιος φτάνει το πλοίο του και το πλήρωμα του στα όρια τους, προκειμένου να καταδιώξει ένα επικηρυγμένο Γαλλικό πολεμικό γύρο από τη νότια Αμερική. Σκηνοθετεί ο Peter Weir

Η Μεγάλη Διάσωση (The Finest Hours)

Φεβρουάριος του 1952. Η.Π.Α., Νέα Αγγλία. Μια από τις πιο σφοδρές καταιγίδες θα χτυπήσει τις ανατολικές ακτές της περιοχής. Ένα τάνκερ κόβεται στην κυριολεξία στα δύο, αφήνοντας στο έλεος του θεού το πλήρωμα. Ένα μικρό πλοίο της ακτοφυλακής σπεύδει για βοήθεια έχοντας να αντιμετωπίσει ακραίες καιρικές συνθήκες και γιγάντια κύματα που καταπίνουν τα πάντα στο διάβα τους. 4 μέλη της ακτοφυλακής, αψηφώντας τη θεομηνία, θα ρισκάρουν τις ίδιες του τις ζωές στην προσπάθειά τους να σώσουν περισσότερους από 30 αβοήθητους ναύτες που είναι παγιδευμένοι και ανήμποροι να αντιδράσουν. Σκηνοθεσία: Κρεγκ Γκιλέσπι

(Αναδημοσίευση απο το artcoremagazine.gr)


Περιοδικό Αντικινηματογράφος – Αφιέρωμα: Η θάλασσα στον Κινηματογράφο


Η θάλασσα στη λογοτεχνία

thalassa

Εδώ ας σταθώ. Κι ας δω κ’ εγώ την φύσι λίγο.
Θάλασσας του πρωιού κι ανέφελου ουρανού
λαμπρά μαβιά, και κίτρινη όχθη·
όλα ωραία και μεγάλα φωτισμένα.

Εδώ ας σταθώ. Κι ας γελασθώ πως βλέπω αυτά
(τα είδ’ αλήθεια μια στιγμή σαν πρωτοστάθηκα)·
κι όχι κ’ εδώ τες φαντασίες μου,
τες αναμνήσεις μου, τα ινδάλματα της ηδονής. 
(Κωνσταντίνος Π. Καβάφης Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984) 

Σχέση λογοτέχνη και τοπίου

Η φυσικότητα του ανθρώπου, η διαφορά του από τα υπόλοιπα έμβια όντα, έγκειται στη μεσολαβημένη από τη “γλώσσα” σχέση του ανθρώπου με τη φύση. Η γλώσσα, έμφορτη σημασιών και συμβόλων σημασιοδοτεί την φύση και γίνεται η ίδια προιόν του τρόπου και της ευαισθησίας με την οποία το «λογοτεχνικό υποκείμενο», συλλαμβάνει το «αντικείμενο φύση». Aν η σχέση του λογοτέχνη με την εποχή του είναι βιωματική και οργανική δεν πρέπει να μας εκπλήσσουν οι ποικίλες οπτικές γωνίες του χώρου και του χρόνου μέσα από τις οποίες διαθλάται η εικόνα του φυσικού περιβάλλοντος στο λογοτεχνικό κείμενο.
H παραπάνω θέση του Γ. Σεφέρη βρίσκει την πληρότητα της εφαρμογής της στη σχέση των νεοελλήνων λογοτεχνών με τη φύση. Nους, ψυχή, καρδιά, ιστορικό βίωμα, φιλοσοφική ενατένιση, ανάμνηση του αρχαιοελληνικού παρελθόντος καλύπτουν ένα πλατύ φάσμα πρόσληψης και απόδοσης του ελληνικού τοπίου. Tο τελευταίο δεν «φωτογραφίζεται» για τις ανάγκες μιας αφηρημένης φυσιολατρείας, αλλά εντάσσεται οργανικά στις απαιτήσεις του λογοτεχνικού υλικού, υποτάσσεται στον σκοπό της αφήγησης.
Tο τοπίο «βιώνεται» από τους λογοτέχνες ως τόπος και τρόπος ζωής. Σ’ αυτό ενοφθαλμίζονται ευαισθησίες, εμπειρίες, ελπίδες, απογοητεύσεις, απαισιοδοξίες, πίκρες. O ήλιος, η θάλασσα, ο αέρας, τα δένδρα, οι πέτρες εξυψώνονται σε σύμβολα της λογοτεχνικής γραφής έτοιμα να υπηρετήσουν τον λογοτεχνικό σκοπό, το αισθητικό και ιδεολογικό δημιούργημα ως υπέρτατη συγκινησιακή χρήση της γλώσσας. Oι νεοέλληνες λογοτέχνες αντικρίζουν το ελληνικό τοπίο έχοντας εγκολπωθεί το στίχο του Σολωμού: «Πάντα ανοιχτά πάντ’ άγρυπνα τα μάτια της ψυχής μου».
Στην ποίηση του Eλύτη, γράφει ο κριτικός A. Kαραντώνης, «η φύση αποσπασμένη από τους άξονες της ακινησίας της και από τον άμεσο υποκειμενισμό του ποιητή ξετυλίγεται οργανικά και θεαματικότατα σαν όραμα καταπληκτικό». Τα φυσικά στοιχεία λαμβάνουν ανθρώπινη μορφή και κινούνται αδιάκοπα στο χώρο. Η ερωτική σχέση του ανθρώπου και της φύσης φτάνει στην πληρότητά της. O ήλιος γίνεται το κατ’ εξοχήν σύμβολο της ποιητικής τεχνικής και ενώνει υπό την εποπτεία του τον κόσμο:

«Ε, σεις στεριές και θάλασσες
τ’ αμπέλια κι οι χρυσές ελιές
ακούτε τα χαμπέρια μου
μέσα στα μεσημέρια μου
Σ’ όλους τους τόπους κι αν γυρνώ
μόνον ετούτον αγαπώ»
(O ήλιος)

Η ποικιλομορφία του τοπίου και η ποιητική της απόδοση

Άλλοτε η φύση ασκεί ακαταμάχητη έλξη για φυγή από τον κόσμο, για μια νέα ζωή. Η ελληνική θάλασσα ήταν πάντα ένα από τα πιο αγαπημένα θέματα των νεοελλήνων λογοτεχνών. Άλλοτε ήρεμη, άλλοτε φουρτουνιασμένη ήταν σταθερή πηγή έμπνευσης.
Στην ποίηση του Κ. Βάρναλη, η θάλασσα εκφράζει την επιθυμία του ποιητή να φύγει μακριά από τα βάσανα της καθημερινής ζωής:

«Ως να με πάρεις κάποτε, μαργιόλα συ,
στους κόρφους σου αψηλά τους ανθισμένους
και να με πας πολύ μακριά απ’ τη μαύρη τούτη Κόλαση
μακριά πολύ κι από τους μαύρους κολασμένους».


Γι’ αυτό και ο ποιητής την περιγράφει όχι όπως είναι, αλλά όπως θα ήθελε να είναι, με «τ’ άγρυπνα μάτια της ψυχής»:

«Να σ’ αγναντεύω θάλασσα, να μη χορταίνω
απ’ το βουνό ψηλά
στρωτήν και καταγάλανη και μέσα να πλουταίνω
απ’ τα μαλάματά σου τα πολλά»
(Η θάλασσα)

Πρόκειται για ένα θαυμάσιο λυρικό υμνολόγημα της θάλασσας.
Την ακατανίκητη έλξη της θάλασσας για περιπέτεια και «αληθινή ζωή» περιγράφει και ο Α. Καρκαβίτσας στα «Λόγια της πλώρης»
«Ναι! την αγαπούσα τη θάλασσα! Την έβλεπα ν’ απλώνεται από το ακρωτήρι ως πέρα, πέρα μακριά, να χάνεται στα ουρανοθέμελα σαν ζαφειρένια πλάκα στρωτή, βουβή και πάσχιζα να μαθω το μυστικό της. Την έβλεπα οργισμένη άλλοτε, να δέρνει με αφρούς το ακρογιάλι, να καβαλικεύει τα χάλαρα, να σκαλώνει στις σπηλιές, να βροντά και να ηχάει, λες και ζητούσε να φθάσει στην καρδιά της γης, για να σβήσει τις φωτιές της. Κι έτρεχα μεθυσμένος να παίξω μαζί της, να τη θυμώσω, να την αναγκάσω να με κυνηγήσει, να νιώσω τον αφρό της επάνω μου, όπως πειράζομε αλυσοδεμένα τ’ αγρίμια».
Η αγάπη του συγγραφέα για την θάλασσα τον κάνει να αποδίδει σ’ αυτήν ανθρώπινες ιδιότητες (να την θυμώσω, να με κυνηγήσει). O ανθρωπομορφισμός του τοπίου είναι σταθερή συνιστώσα της λοτοτεχνικής περιγραφής. Αναγκαία προϋπόθεση για την ζωντανή έκφραση της αγάπης του ανθρώπου για τη φύση.
«Τον άλλο κόσμο, τους στεριανούς με θλίψη τους έβλεπα.
– Ψε!.. έλεγα με περιφρόνηση. Ζούνε τάχα κι εκείνοι!…».

Η αγάπη για τη φύση γίνεται αγάπη για τη ζωή.
Μια «αγάπη νεοχριστιανική», αγάπη για τη ειρήνη και τον άνθρωπο χαρακτηρίζει την ποίηση του Ν. Βρεττάκου. Η φύση απευθύνει «προσκλητήριο» αγάπης στον κόσμο:


«Κοιτάχτε αυτή τη θάλασσα, που δίχως
αχτή λαμποκοπά. κι αυτού του δέντρου
το λύγισμα. με πόση εμπιστοσύνη
δεν κρέμεται στον άνεμο! Κοιτάχτε
τα ράμφη των πουλιών που ακινητούνε
το μεσημέρι, στους σχισμένους βράχους.
… …. …
Τα μέτωπα αναπνέουν
κι ανθίζουν τα χαμόγελα που πλέκουν
το μέλλον της ζωής! Αγαπηθείτε!…»
(Προσκλητήριο)

Το αποτύπωμα του Αιγαίου

αποτύπωμα του αιγαίου

Στο σύστημα των εθνικών αντιλήψεων των Ελλήνων για τον καθημερινό τους βίο το μεσογειακό στίγμα είναι εμφανές και νομοτελειακό, καθορισμένο από τον κοινό ή συγγενικό χαρακτήρα πολλών θεμελιακών παραγόντων. Από τη δέσμη τους θα ξεχωρίσουμε και θα θέσουμε στο επίκεντρο την ισχυρή δύναμη της μεσογειακής φύσης­, τη θάλασσα. Οι ποιητές στους οποίους αναφερόμαστε γεννήθηκαν δίπλα στη θάλασσα: ο Σεφέρης στη Σμύρνη, ο Ρίτσος στη Μονεμβασιά, ο Ελύτης στην Κρήτη. Η θάλασσα μπήκε στη ζωή τους με τις πρώτες εντυπώσεις και σφράγισε τις προσλήψεις τους, την καλλιτεχνική τους ματιά και ιδιοσυγκρασία. «…Για πολλούς από μας οι πλώρες των καραβιών έχουν μια θέση στο παιδικό μας εικονοστάσι» ομολογεί ο Σεφέρης, και ο Ρίτσος στο όψιμο «Τερατώδες αριστούργημα» θυμάται πως έμενε ώρες και ώρες από μικρό παιδί στον βράχο της Μονεμβασιάς «με ασάλευτα τα βλέφαρά μου // αγνάντια στη Μυρτώα Θάλασσα αντιγράφοντας τη στάση ενός μαρμάρινου Ποσειδώνα».

Η μόνιμη ψυχοσωματική επαφή με τη θάλασσα ανοίγει στον παιδικό μικρόκοσμο τη διάσταση απεραντοσύνης που αγγίζει όχι μόνο τις παραστάσεις του χώρου αλλά κατηγορίες όπως η αιωνιότητα, η κίνηση, ο αγώνας, η αναζήτηση. Για τον Ρίτσο γίνεται επιπλέον σύμβολο αντίστασης στον θάνατο, στις βαριές οικογενειακές απώλειες, στη φυματίωση που απειλούσε και τη δική του ζωή. Με τις ανεξίτηλες εντυπώσεις των παιδικών και νεανικών του χρόνων συνδέει και ο Ελύτης τη δική του βίωση της φύσης ως κληρονομιάς των προγόνων, ουσίας που διαποτίζει όλο του το είναι. Πολύ πριν από τις πρώτες ποιητικές δοκιμές ένιωσε μέσα του το σκίρτημα της μυθογένεσης, όπου το Αιγαίο δεν ήταν ένα γεωγραφικό locus αλλά η ίδια η μοίρα, «ένα είδος δακτυλικό αποτύπωμα». Στην ποίηση του Σεφέρη τα πολυσήμαντα σύμβολα της θάλασσας στρέφονται κυρίως προς την οικουμενική θέαση της ιστορικής μοίρας του ελληνικού κόσμου. Με αναφορές στο πέλαγο «τόσο πικρό για την ψυχή σου», κάποτε ο ποιητής στοχάζεται τις πίκρες από εθνικές ήττες και απώλειες, και η μορφή της Γοργόνας που επιμένει να ρωτά για τον Μεγαλέξανδρο διαπερνά τους στίχους του και γίνεται το τυπογραφικό του σήμα. Εδώ μπορούμε να θυμηθούμε και μια όμορφη συνειρμική αλυσίδα του Ελύτη: «Πρέπει να ξέρεις ν’ αρπάξεις τη θάλασσα από τη μυρωδιά για να σου δώσει το καράβι και το καράβι να σου δώσει τη Γοργόνα κι η Γοργόνα τον Μεγαλέξανδρο και όλα τα πάθη του Ελληνισμού».

Το θέμα της θάλασσας διαμορφώνεται σαν μοιροφόρο της ελληνικής ιστορίας, σύμβολο της τραγικής δοκιμασίας αλλά και της προσδοκίας του Ελληνισμού, των ηθικών του αρχών («Θέληση του Ελληνα να είναι δίκαιος, να είναι ελεύθερος, να φυλά τη γλώσσα του. Λίγα νησάκια σώζονται από αυτή τη θέληση· αλλά το μικρό αυτό αρχιπέλαγος είναι ό,τι αξίζει στον τόπο μας». Το μοτίβο αυτό, αν και περιορισμένο σε έκταση, έχει στο έργο του Σεφέρη μια ιδιαίτερη βαρύτητα και βρίσκεται σε άμεση ανταπόκριση με ένα δικό του «πολύ οργανικό συναίσθημα που ταυτίζει την ανθρωπιά με την ελληνική φύση»

Η θάλασσα από την σκοπιά κι άλλων ποιητών 

 θάλασσα σύμβολο

Αν από την ποίηση του Νίκου Καββαδία σχηματίζουμε μια εικόνα της ζωής των ναυτικών με άμεσες αναφορές στην ποίηση του Αντωνίου, η εικόνα μιας «κατάστασης καραβιού» περνάει στο βάθος και γίνεται φόντο, ενώ έρχονται σε πρώτο επίπεδο, οι παρενέργειες της, ο μουσικός της απόηχος.

Μαραμπού 

Λένε γιὰ μένα οἱ ναυτικοὶ ποὺ ἐζήσαμε μαζὶ
πὼς εἶμαι κακοτράχαλο τομάρι διεστραμμένο,
πὼς τὶς γυναῖκες μ᾿ ἕνα τρόπον ὕπουλο μισῶ
κι ὅτι μ᾿ αὐτὲς νὰ κοιμηθῶ ποτέ μου δὲν πηγαίνω.

 Ἀκόμα, λένε πὼς τραβῶ χασίσι καὶ κοκό,
πὼς κάποιο πάθος μὲ κρατεῖ φριχτὸ καὶ σιχαμένο,
κι ὁλόκληρο ἔχω τὸ κορμὶ μὲ ζωγραφιὲς αἰσχρές,
σιχαμερὰ παράξενες, βαθιὰ στιγματισμένο.

 Ἀκόμα, λένε πράματα φριχτὰ πάρα πολύ,
ποὺ εἶν᾿ ὅμως ψέματα χοντρὰ καὶ κατασκευασμένα,
κι αὐτὸ ποὺ ἐστοίχισε σὲ μὲ πληγὲς θανατερὲς
κανεὶς δὲν τό ῾μαθε, γιατὶ δὲν τό ῾πα σὲ κανένα.

 Μ᾿ ἀπόψε, τώρα ποὺ ἔπεσεν ἡ τροπικὴ βραδιά,
καὶ φεύγουν πρὸς τὰ δυτικὰ τῶν Μαραμποὺ τὰ σμήνη,
κάτι μὲ σπρώχνει ἐπίμονα νὰ γράψω στὸ χαρτί,
ἐκεῖνο, ποὺ παντοτινὴ κρυφὴ πληγή μου ἐγίνη.   

Νίκος Καββαδίας

 “Με ανοιξιάτικη
σε είδα βροχή να περνάς
και τα χρώματα 
του κόσμου χορεύοντας
μαζί μου σε πήρανε…”

Είναι το υπ. αριθμ. 5 από τα Τάνκα του Δημήτρη Αντωνίου

 “Πέφτει πριν δέσει
τ’ ολάνοιχτο λουλούδι
σαν πεφτάστερο
μια μέρα μεσημέρι
στ’ αδιάφορο χέρι σου.

Είναι το υπ. αριθμ. 6 από τα Τάνκα του Δημήτρη Αντωνίου.

Κατερίνα Φωτιάδου (Artic)


Η ΘΑΛΑΣΣΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ
ΩΣ ΣΥΜΒΟΛΟ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΜΟΙΡΑΣ

Στο σύστημα των εθνικών αντιλήψεων των Ελλήνων για τον καθημερινό τους βίο το στίγμα του τοπίου είναι εμφανές και νομοτελειακό. Σ’ αυτό απεικονίζονται ευαισθησίες, εμπειρίες, ελπίδες, απογοητεύσεις, απαισιοδοξίες, πίκρες. O ήλιος, η θάλασσα, ο άνεμος, τα δένδρα, οι πέτρες εξυψώνονται σε σύμβολα της λογοτεχνικής γραφής, έτοιμα να υπηρετήσουν τον λογοτεχνικό σκοπό, το αισθητικό και ιδεολογικό δημιούργημα. Οι νεοέλληνες λογοτέχνες αντικρίζουν το ελληνικό τοπίο έχοντας εγκολπωθεί το στίχο του Σολωμού: «Πάντα ανοιχτά, πάντ’ άγρυπνα τα μάτια της ψυχής μου».

Η θάλασσα είναι ένα από τα αγαπημένα στοιχεία της φύσης για τον Σολωμό, την οποία και χρησιμοποίησε ως σύμβολο για την Μεγάλη Ιδέα, ένα στοιχείο καθαρά ελληνικό. Μέσα στα ποιήματα του, η φύση αναδεικνύει της αξίες του κόσμου. Αντιπροσωπεύει την ελληνική παράδοση, την ομορφιά και την αγαθοσύνη, ενώ παράλληλα της προσδίδει μεταφυσικές ιδιότητες.

Με τις ανεξίτηλες εντυπώσεις των παιδικών και νεανικών του χρόνων συνδέει και ο Ελύτης τη δική του βίωση της φύσης ως κληρονομιάς των προγόνων, ουσίας που διαποτίζει όλο του το είναι. Πολύ πριν από τις πρώτες ποιητικές δοκιμές ένιωσε μέσα του το σκίρτημα της μυθογένεσης, όπου το Αιγαίο δεν ήταν ένα γεωγραφικός τόπος αλλά η ίδια η μοίρα, «ένα είδος δακτυλικού αποτυπώματος». Η θάλασσα εκτός από στοιχείο της Ελλάδας, είναι αιώνια και ασταμάτητη, γι’ αυτό συμβολίζει τον χρόνο που περνά ασταμάτητος. Όμορφη και άγρια, γι’ αυτό συμβολίζει τον πόλεμο και την ειρήνη. Κρύβει μέσα της την σοφία των αιώνων και όμως ανανεώνεται συνεχώς, όπως και η νέα γενιά που πατάει πάνω στα χνάρια των προγόνων της. Για τον Ελύτη το Αιγαίο δεν είναι μόνο ένα σταθερό σημείο αναφοράς στην ποίησή του αλλά και ένας αγνός τόπος, μια Κιβωτός όπου η Ρωμιοσύνη εναπόθεσε τους θησαυρούς της ώστε να επιζήσουν αιώνια.

Το μοτίβο αυτό, αν και περιορισμένο σε έκταση, έχει στο έργο του Σεφέρη μια ιδιαίτερη βαρύτητα και βρίσκεται σε άμεση ανταπόκριση με ένα δικό του «πολύ οργανικό συναίσθημα που ταυτίζει την ανθρωπιά με την ελληνική φύση». Ο Σεφέρης, όπως ο Σολωμός και ο Ελύτης, χρησιμοποίησε τη θάλασσα ως σύμβολο. Έγραψε στην κοινή νεοελληνική για τον θάνατο, τον πόνο και τη θλίψη, την αρχαία Ελλάδα και το Θεό. Τα ποιήματα περιέχουν εικόνες από τα ελληνικά νησιά και μνήμες από την αρχαιότητα. Στην ποίηση του Σεφέρη τα πολυσήμαντα σύμβολα της θάλασσας στρέφονται κυρίως προς την οικουμενική θέαση της ιστορικής μοίρας του ελληνικού κόσμου. Με αναφορές στο πέλαγο «τόσο πικρό για την ψυχή σου», κάποτε ο ποιητής στοχάζεται τις πίκρες από εθνικές ήττες και απώλειες και η μορφή της Γοργόνας που επιμένει να ρωτά για τον Μεγαλέξανδρο διαπερνά τους στίχους του και γίνεται το τυπογραφικό του σήμα.

Η μόνιμη ψυχοσωματική επαφή με τη θάλασσα ανοίγει τη διάσταση της απεραντοσύνης που αγγίζει όχι μόνο τις παραστάσεις του χώρου αλλά και κατηγορίες όπως η αιωνιότητα, η κίνηση, ο αγώνας, η αναζήτηση. Για τον Ρίτσο γίνεται επιπλέον σύμβολο αντίστασης στον θάνατο και στις βαριές οικογενειακές απώλειες. Έτσι ο Γιάννης Ρίτσος λέει: «Απ’ την πληγή μας ξεκινάει το πέλαγος». Όπως κι η ελευθερία κόντρα στο θάνατο, καθώς ο ποιητής συνεχίζει: «Χαλκάς δε στέκει στους αστραγάλους της θάλασσας/ χαλκάς δε στέκει στη θαλασσινή καρδιά μας/ Αντίο αγάπες και πατρίδες».

Οι ποιητές στους οποίους αναφερόμαστε γεννήθηκαν δίπλα στη θάλασσα: ο Σολωμός στη Ζάκυνθο, ο Ελύτης στην Κρήτη, ο Σεφέρης στη Σμύρνη, ο Ρίτσος στη Μονεμβασιά. «…Για πολλούς από μας οι πλώρες των καραβιών έχουν μια θέση στο παιδικό μας εικονοστάσι» ομολογεί ο Σεφέρης και ο Ρίτσος στο όψιμο «Τερατώδες αριστούργημα» θυμάται πως έμενε ώρες και ώρες από μικρό παιδί στον βράχο της Μονεμβασιάς «με ασάλευτα τα βλέφαρά μου/ αγνάντια στη Μυρτώα Θάλασσα αντιγράφοντας τη στάση ενός μαρμάρινου Ποσειδώνα».

Αυτή τη θάλασσα ο λαός μας τη γνωρίζει από τα πανάρχαια χρόνια. Είναι «η θάλασσα του πρωινού», όταν την κοιτά ο Καβάφης, θέλοντας να γαληνέψει λίγο η ψυχή του απ’ «τες φαντασίες» και «τα ινδάλματα της ηδονής». Η θάλασσα, όπως τη βλέπει ο Νάνος Βαλαωρίτης: «Τις νύχτες το πέλαγος ροχαλίζει σαν άνθρωπος που βλέπει εφιάλτες». Άλλο, λοιπόν, ν’ αγναντεύεις τη θάλασσα, καλοσυνάτη ή τρικυμισμένη, οραματιζόμενος «ν’ αποκτήσεις» κάποτε στα λιμάνια του κόσμου «ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής» κι άλλο να τη βιώνεις από ανάγκη για τον επιούσιο, όταν το καράβι κόβεται στα δυο καταμεσής στο πέλαγος.

Η Ελλάδα μέσω της ποίησης έγινε το καράβι που ταξίδεψε καταμεσίς στο πέλαγος, υπομένοντας τις κατά καιρούς καταιγίδες και φουρτούνες. Ακόμα και όταν η γη κατακτήθηκε, καταστράφηκε και ρημάχτηκε, η θάλασσα παρέμεινε ελεύθερη, ανεξάντλητη και ανεξάρτητη, όπως και το ελληνικό ιδεώδες. Ήταν πάντα ένα σύμβολο αναγέννησης του λαού και όσων κάνεις δεν μπορεί ποτέ να κλέψει από κανέναν. Τότε που όλα δείχνουν πως το τέλος πλησιάζει και το παρόν είναι σκοτεινό, το παρελθόν μάς δείχνει την πορεία προς ένα καλύτερο μέλλον.

Η θάλασσα δεν σταματά ποτέ να κινείται, μοιάζει με τον χρόνο που κυλά διαρκώς, τίποτε δεν σταματά όσα θα γίνουν και τίποτε δεν φέρνει πίσω όσα έγιναν. Είναι η ίδια θάλασσα με εκείνη που ταξίδεψαν οι πρόγονοί μας και που μας συνδέει μαζί τους, υπενθυμίζοντάς μας ότι όσο υπάρχει η ποίηση, τα εμπόδια που έρχονται δεν μοιάζουν απροσπέλαστα και ικανά να βουλιάξουν αυτό το καράβι.

Βασιλική Δραγούνη

12η Ετήσια Συνάντηση Σύγχρονων Ελλήνων Δημιουργών:

«Τη θάλασσα και το φως της Ελλάδας αγάπησα…»

Πνευματικό Κέντρο Πετρούπολης, Οκτώβριος 2018


Η θάλασσα στη λογοτεχνία

  • Γράφει ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΑΛΟΥΡΔΟΣ

     Πάσα θάλασσα θάλασσα τι Κυκλάδες ή στενόν Έλλης

     κύμα και Οξείας ηλεά μεμφόμεθα;

     άλλως τούνομ’ έχουσιν επεί τι με τον προφυγόντα

     κείνα Σκαρφαιεύς αμφεκάλυψε λιμήν;

     νόστιμον ευπλοίην αρώτό τις’ ως τά γε πόντου

     πόντος ο τυμβευθείς οίδεν Αρισταγόρης.   

Εξακολουθητικά διαβάζω άρθρα όπου τα συναντήσω για την θάλασσα. Κείμενα σε περιοδικά ή εφημερίδες που αναφέρονται στο θαλάσσιο στοιχείο, ποιητικές ανθολογίες που περιέχουν ποιήματα ανάλογης θεματολογίας, ή αρχαίων συγγραφέων επιτύμβια επιγράμματα για ναυτικούς που χάθηκαν στα αβαθή φουρτουνιασμένα νερά της. Βιβλία από έλληνες πεζογράφους που διαπραγματεύονται τα μυριάδες προβλήματα των θαλασσινών και πολλές φορές και των οικογενειών τους. Η ανθολόγηση κειμένων με θέμα τις πολυποίκιλες αντιξοότητες του επαγγέλματος των ναυτικών είναι σχετικά επαρκής και ενδιαφέρουσα. Μια και, θαλασσινός λαός ο ελληνικός, έχει άμεση και προσωπική σχεδόν πάντα σχέση με την θάλασσα.

Ο πολυμήχανος Οδυσσέας Έλληνας μας άφησε τις θαλασσινές του περιπέτειες και κατορθώματα καθώς και οι αρχαίοι γεωγράφοι. Εξάλλου, όπως τραγουδούν οι νησιώτες μας, «μες στου αιγαίου τα νερά άγγελοι φτερουγίζουν, και μέσα στο φτερούγισμά τους τριαντάφυλλα σκορπίζουν». Ταξιδιωτικές αναφορές που μας μιλούν για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν στα μπάρκα τους οι ναυτικοί, την αμάχη τους με τις φουρτούνες, το αντροπάλεμά τους με τις θύελλες, τις θαλασσινές τους περιπέτειες και αγωνίες. Πολυποίκιλες οι αναμνήσεις τους από τα ξένα λιμάνια που επισκέπτονται, εικόνες μαγευτικές, εξωτικές πρωτόγνωρες αισθήσεις και παραστάσεις ζωής, από χώρες γεμάτο μυστήριο, φόβο αλλά και θαύματα, από τις συναντήσεις τους με ανθρώπους που δεν είχαν ποτέ φαντασθεί από ξένους πολιτισμούς από τον δικό τους.

Από πρωτόγονα ήθη και έθιμα, από την «άγρια σκέψη» πολιτιστικών μορφωμάτων κοινωνιών που πρώτη φορά συναντούν εκ του σύνεγγυς. Πρωτάκουστες ηδονές και συναισθήματα, διακινδυνεύσεις στην προσπάθεια προσέγγισής τους. Κάθε ταξίδι και ένας νέος ορίζοντες ελπίδας ζωής αλλά και κινδύνων, καθώς κάθε στιγμή κινδυνεύουν να βρεθούν στα σκοτεινά ερέβη του βυθού στην επιθυμία τους να τιθασεύσουν το θαλάσσιο στοιχείο, να το δαμάσουν, να το χαλιναγωγήσουν, να το τιμωρήσουν σαν τον αρχαίο πέρση σατράπη που διέταξε τους στρατιώτες του να μαστιγώσουν την θάλασσα.

Η θαλασσινή θεματογραφία έχει την δική της θέση και αξιακή σημασία στην ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας, πεζογράφοι καταξιωμένοι και φημισμένοι ασχολήθηκαν με το θέμα, ποιητές μας άφησαν ποιήματα αφιερωμένα σε αυτήν, ή έγραψαν ποιήματα για την άλλη «ερωμένη» τους όπως την αποκαλούν. Η θάλασσα, αποτελεί ένα σταθερό μοτίβο σε αρκετούς από αυτούς, ανεξάρτητα από το πώς και τον τρόπο με τον οποίο κάθε δημιουργός το διαπραγματεύεται. Το υλικό είναι εμπειρικά σταθερό και συνήθως άκρως βιωματικό, τα  δώρα που προσφέρει η θάλασσα στους ναυτικούς και εν μέρει στις οικογένειές τους, γεμίζουν εκατοντάδες σελίδες βιβλίων και εντύπων, αλλά και το ρίγος της επιστροφής στην εστία τους.

Το καραβίσιο σκαρί μικρό ή μεγάλο, ξύλινο ή από άλλο υλικό κατασκευασμένο βυθισμένο στην αλμύρα και τα άγνωστα μυστήριο της θάλασσας-αυτός ο Άλλος Κόσμος-έχει την δική του ατομική ταυτότητα, την μνήμη της παράδοσης του, των κατασκευαστών του, κάθε σανίδα του διαθέτει το μεράκι και την μαστοριά των μαστόρων του, την λυρική ομορφάδα των σχεδιαστών του, τις φουρτουνιασμένες εμπειρίες των ταξιδιών του, έχει το δικό του ξεχωριστό πορτραίτο, την δροσιά της «συνεχούς» του διάπλασης. Συμπληρώνει σε κάθε ταξίδι του την μορφολογία που του δίνει το θαλάσσιο στοιχείο.

Κάθε πλοίο, μικρό καΐκι ή  ανέμελο τρεχαντήρι, υπερήφανη και κορδωμένη βαρκούλα, βαποράκι των ανέμων, ταυρίσιο τάνκερ ή θαλασσοπνίχτης, κρύβει στα σπλάχνα του την ετερότροπη ιδιαίτερη διαχρονική μνήμη των εκάστοτε ναυτικών που εργάζονται πάνω του αγόγγυστα, υπομονετικά, πυρετικά, στωικά, με πολλούς και άγνωστους κινδύνους σε κάθε ταξίδι του. Το καράβι, είναι ένας μικρός ναός συσσωρευμένων και πολύμορφων αφανών ή φανερών, φωτεινών ή σκοτεινών θρύλων. Μια κινούμενη εν πλω εκκλησία από ανέκδοτα ανθρώπινα περιστατικά και γεγονότα, συμβάντα που δεν αντέχει πολλές φορές ο ανθρώπινος στεριανός νους, από προσωπικές αναμνήσεις που ραγίζουν τις ψυχές ή τις πλημμυρίζουν  αρμυρή αγαλλίαση. Το καράβι, είναι ένα ερεθιστικό αρχείο γνώσης, ένα προφορικό μαρτυρολόγιο ζώσας ανεξάρτητης διαστελλόμενης ή συστελλόμενης ιστορικότητας. Τυλίγεται από την μεταφυσική αχλή που του προσφέρει σε κάθε ταξίδι του το πέλαγος.

Οι ενθυμήσεις των ναυτικών είναι σφιχτοπλεγμένες μ’ εκείνες των καραβιών εσαεί, ακόμα και μετά την αποχώρησή τους από τον θαλασσινό εργασιακό τους βίο. Η ατομική τους διαδρομή συμπορεύεται αβίαστα με το ταξίδι του καραβιού και η επαγγελματική ή ερασιτεχνική μνήμη του καραβιού ενώνεται με αυτή των ναυτικών, αγκαλιάζονται αρμονικά. Κοινός ο χαρακτήρας καραβιού και ναυτικών. Τίποτα το σκηνοθετημένο, τίποτα το ψεύτικο, το κάλπικο, όλα εκπορεύονται από την θάλασσα και τα μυστήριά της τα δώρα και τους καημούς της. Αυτή που τους αντέχει πάνω της, τους ανέχεται να την διασχίσουν, τους επιτρέπει να χαρούν τις μπουνάτσες της, να φοβηθούν τις τρικυμίες της, να απολαύσουν τους ορίζοντές της που ενώνονται με τον ουράνιο θόλο. Όλα προέρχονται από αυτήν την αινιγματική και θελκτική μαγεία του θαλάσσιου στοιχείου που περικλείει την ζωή και τον θάνατο μαζί, τον έρωτα και τα ανθρώπινα πάθη, τα βάσανα και τα ντέρτια των φτωχών ανώνυμων ναυτικών, τα πλούτη των επώνυμων καραβοκύρηδων. Προσωπικός μόχθος και ταξιδιωτική περιπέτεια συναντώνται σ’ ένα κοινό ταξίδι ζωής και άγνωστων εμπειριών. Ο θεός Ποσειδώνας και ο Άη Νικόλας, σκέπουν και ευλογούν μαζί το ταξίδι. Ο νόστος κοινός. Τα Σα εκ της Σης.

Ευλογημένοι και καταραμένοι του βίου και της μοίρας είμαστε όλοι ίσοι μπροστά στην Θάλασσα. Την πρώτη της ζωής μας μάνα. Την θαλασσσοτρόφο Παναγιά Γοργόνα που ρωτά και ξαναρωτά τους ξενιτεμένους ναυτικούς, Τι; Κάθε ναυτικός και ένα ξεχωριστό ερώτημα, κάθε ναυτικός και μια ιδιαίτερη απάντηση.

     Και νέκυν απρήυντος ανιήσει με θάλασσα

     Λύσιν ερημαίη κρυπτόν υπό σπιλάδι

     στρηνές αεί φωνεύσα παρ’ ούατι και παρά κωφών

     σήμα. Τι μ΄, ώνθρωποι, τήδε παρωκίσατε

     ή πνοιής χήρωσε, τον ούκ επί φορτιγίδι νηί

     έμπορον αλλ’ ολίγης ναυτίλον ειρεσίης

     θηκαμένη ναυηγόν; ο δ’ εκ πόντοιο ματεύων

     ζωήν έκ πόντου και μόρον ειλκυσάμην.  

Ο γνωστός σε όλους μας φιλόλογος και συγγραφέας, ποιητής και μεταφραστής, πάντα επίκαιρος και παρών κύριος Κώστας Γεωργουσόπουλος  δημοσίευσε πριν χρόνια ένα κείμενο για τη λογοτεχνία της θάλασσας. Ο κύριος Κώστας Γεωργουσόπουλος είναι μάλλον πρωτίστως, ένας θεατρικός δάσκαλος, που οι θεατρικές του κριτικές στάθηκαν σχολείο για τους νεότερους έλληνες και ελληνίδες θεατρόφιλους, ανεξάρτητα αν συμφωνούσαμε πάντα και σε ποιο βαθμό με αυτές, δεν παύουμε να θαυμάζουμε και να ζηλεύουμε το εύρος της παιδείας του, την ιστορική του θεατρολογική κατάρτιση, το θεατρικό του πάθος, το βάθος των αναλύσεων και των συσχετισμών του, την προσωπική του θεατρική ματιά καθώς μας ανέλυε τις θεατρικές παραστάσεις. Ο δάσκαλος αυτός είναι ένα «κινητό μουσείο» της θεατρικής μας παράδοσης. Μια θεατρική «εγκυκλοπαίδεια» ο λόγος και τα κείμενά του.

Ο κύριος Κώστας Γεωργουσόπουλος δημοσίευσε ένα κείμενο στο μακρόβιο και χρήσιμο λογοτεχνικό περιοδικό της Θεσσαλονίκης του συγγραφέα και εκδότη Τηλέμαχου Αλαβέρα, την γνωστή μας «ΝΕΑ ΠΟΡΕΙΑ», με τίτλο «Η ΘΑΛΑΣΣΑ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ», τεύχος 461- 463/Ιούλιος-Σεπτέμβριος 1993, σελίδα 134-. Το κείμενο αυτό αναδημοσιεύω, χωρίς να γνωρίζω αν έχει ξαναδημοσιευτεί και αλλού. Ένα ευθύβολο κείμενο που μου άρεσε και ελπίζω να αρέσει και σε όσους και όσες αναγνώστες διαβάζουν από την Ελλάδα και το εξωτερικό αυτές τις αναδημοσιεύσεις. Τις πολλές φορές βιαστικές και ανορθόγραφες, τις άτακτες ατομικές μου καταθέσεις, αλλά πάντα τεκμηριωμένες.

Αποτέλεσμα εικόνας για Κώστας Γεωργουσόπουλος

Η ΘΑΛΑΣΣΑ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

Τα σπλάχνα τους κι η θάλασσα ποτέ δεν ησυχάζουν.

Διονύσιος Σολωμός

Όταν ο ομηρικός Οδυσσέας έφτασε στα πέρατα του Ωκεανού, στη γη των Κιμμερίων, ζητώντας να μάθει από το νεκρό μάντη Τειρεσία τη μοίρα του και τα μέλλοντα, εκείνος, ένας ανάμεσα στους νεκρούς που διψασμένοι για ζωή πλησίασαν το αίμα των σφαγίων, του προφήτευσε πώς θα φτάσει, μετά από δεινά πολλά, στην πατρίδα, θα σκοτώσει τους μνηστήρες και για να πεθάνει έναν ήσυχο θάνατο μακριά από τη θάλασσα πα πρέπει, να φορτωθεί ένα κουπί να τραβήξει προς το εσωτερικό. Όταν θα φτάσει σε τόπους όπου οι άνθρωποι δεν ξέρουν τη θάλασσα, δεν αλατίζουν το φαϊ τους, δεν κατασκευάζουν καράβια και θα ονομάζουν το κουπί που κουβαλά στην πλάτη του λιχνιστήρι, εκεί να κάνει θυσία πολλών προβάτων στον Ποσειδώνα πριν γυρίσει για να πεθάνει στην πατρίδα του.

Στα νεότερα χρόνια μια παράδοση αφηγείται το ίδιο αναφερόμενη στον Προφήτη Ηλία, στον άγιο που οι νεοέλληνες κτίζουν το ναό του στις κορφές των βουνών, μακριά από την θάλασσα.

Νομίζω πως ο πυρήνας αυτής της αφήγησης αναφέρεται στο αδύνατον. Γιατί είναι αδύνατον ένας Έλληνας να ζήσει μακριά από τη θάλασσα, τόσο αδύνατον, όσο να βρεθούν οι άνθρωποι που δεν γνωρίζουν το κουπί. Από την άλλη η αφήγηση αυτή ίσως μεταφέρει μια βαθιά επιθυμία λύτρωσης του Έλληνα από το δεσμό με το υγρό στοιχείο. Όπως και να ‘ναι η θεμελιώδης αυτή αφήγηση αποτελεί μιάν ανεκπλήρωτη ευχή.

Για τον ομηρικό Έλληνα η θάλασσα είναι η Μεσόγειος και ο Ωκεανός το τέλος του κόσμου. Ο Έλληνας από τότε έως σήμερα είναι καταδικασμένος από τη φυσική ιστορία να ορίζεται ως άνθρωπος της θάλασσας κι από την πολιτική ιστορία να ορίζει τη θάλασσα ως πεδίο αναφοράς του.

Έτσι δεν είναι τυχαίο πως τα ομηρικά ποιήματα και ιδιαίτερα η Οδύσσεια είναι ένα θαλασσινό έπος, όπου για πρώτη φορά αλλά κατά τρόπο εξαντλητικό ταξινομούνται όλες οι δυνατές παραλλαγές των θεμάτων, των μοτίβων και των σχημάτων που έχουν ως πηγή αναφοράς τη θάλασσα.

Δεν είναι επίσης τυχαίο πως η ησιόδεια κοσμογονία ανάγει τη γέννηση του υλικού κόσμου στο Ύδωρ, ούτε είναι τυχαίο πως στην αυγή της φιλοσοφίας ο Θαλής στο Ύδωρ ανάγει την πρώτη ουσία του κόσμου και στις μεταβολές του αείρροου υγρού στοιχείου στηρίζεται η πρώτη διχοτομία ανάμεσα στο πολυποίκιλο φαίνεσθαι και το απαιτητό στο νου σταθερό είναι.

Τέλος δεν είναι τυχαίο το γεγονός πως η λυρική ποίηση στο μεγαλύτερο μέρος της καλλιεργήθηκε στη νησιωτική ή στην παράλια χώρα και τα μοτίβα της αντλούν κύρος και σαφήνεια από τις μορφές, την ποικιλία, τη διάθεση και το μύθο της θάλασσας.

Άφησα τελευταίες τις ιστορικές συντεταγμένες που καθορίζουν την ηλικία του θαλασσίου συνδρόμου των Ελλήνων. Αναφέρω μόνο την θαλάσσια νίκη στα στενά της Σαλαμίνας, την μοιραία ήττα της Αθηναϊκής δημοκρατίας στη Σικελία και την αγωνιώδη οδοιπορία των μυρίων προς τη θάλασσα. Αυτή η τελευταία που συνδέεται με τον Ξενοφώντα έδωσε την ευκαιρία σ’ έναν κορυφαίο σύγχρονο κύπριο ποιητή να γράψει το παρακάτω κωδικό για το θέμα μας ποίημα:

Μας σκότωσαν τους αρχηγούς

κι επιστρέφουμε ακέφαλοι

μ’ οδηγό-τι να κάνουμε;-ένα γραφιά!

(όμως η αλήθεια είναι πώς αυτοί οι γραφιάδες

ξέρουν να βρίσκουν τη θάλασσα!…)

                                      Κώστας Μόντης

Αν για την παγκόσμια λογοτεχνία η αρχαία ελληνική υπήρξε πρότυπο θεμάτων, συμβόλων, μοτίβων και εικόνων για την ελληνική μεσαιωνική και σύγχρονη αποτελεί όρο συνέχειας και αναγκαία προϋπόθεση. Αν η λογοτεχνία δεν είναι άλλο από την συναισθηματικά φορτισμένη γλώσσα, η νεοελληνική λογοτεχνία είναι ίσως η μόνη από τις πολιτισμικές μορφές του νεοελληνισμού πού διά της γλώσσας μπόρεσε να διασώσει την αρχαία κληρονομιά.

Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική.

Το σπίτι φτωχικό στις αμμουδιές του Ομήρου.

Μονάχη έγνοια μου η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου.

                 Οδυσσέας Ελύτης

Έτσι στο δημοτικό τραγούδι η θάλασσα είναι ομηρική, ησιόδεια, λυρική και θουκυδίδεια. Είναι δηλαδή τόπος του μύθου, όρος της περιπέτειας, απεικόνιση των κινημάτων της ψυχής και θέατρο της ιστορίας. Ο Έλληνας άνθρωπος είναι οδυσσειακός και κάθε οδύσσεια είναι  μια ελληνική περιπέτεια’ δηλαδή μια ορμή του ειδέναι, μια τραγική ζωή συνεχούς διακινδύνευσης, μια πορεία προς το οικείο μέσα από το ανοίκειο, ένα άνοιγμα στο καινούργιο. Στη δημοτική ποίηση η θάλασσα ενώνει και χωρίζει τον Έλληνα, γοητεύει και βασανίζει, χαρίζει και χαρίζεται, μεριμνά και σκοτίζει, γεννά και σκοτώνει.

Από την Οδύσσεια του Ομήρου έως το μικρό Ναυτόπουλο του δημοτικού τραγουδιού’ από το Κανάρη του Κάλβου και τον Κρητικό του Σολωμού έως τον Οδυσσέα του Καβάφη· από το άνθος του γιαλού του Παπαδιαμάντη ως τον Πέδρο Κάζας του Κόντογλου’ από τον Στρατή το Θαλασσινό του Σεφέρη έως τον Μικρό Ναυτίλο του Ελύτη η θάλασσα στεριώνει, στοιχειώνει και ορίζει τον κόσμο τον ελληνικό.

Ενώ στο δημοτικό τραγούδι η θάλασσα, τα καράβια και οι ναυτικοί συνδέονται με τον χώρο της ανάγκης, η θάλασσα είναι φυσικό φαινόμενο, άλογο και απροσδιόριστο, τα καράβια εργαλεία δουλειάς και οι ναυτιλλόμενοι παιδιά της τύχης και αθύρματα της μοίρας, αλλά με έναν άνεμο ελευθερίας στα μαλλιά, στον Κάλβο για να περιοριστεί στους μείζονες, η θάλασσα της ελληνικής επανάστασης επιστρέφει ξανά στο παρελθόν του Μύθου της. Κατοικείται από νύμφες, διασχίζεται από αρχαίους θεούς, επιτηρείται από το ηλιακό άρμα, περιβρέχει τα λυρικά νησιά της Σαπφώς και της Αφροδίτης. Για τον Κάλβο ο αγώνας για την Ελευθερία είναι μια νομοτελειακή επανάληψη αρχετυπικών πυρήνων μέσα στην εγγύηση του μυθικού τοπίου της καθ’ ημάς θαλάσσης.

Ο Σολωμός στα ποιήματα της ωριμότητάς του ταύτισε τη θάλασσα με την περιπέτεια της συλλογικής και της ατομικής ψυχής. Στον ανειρήνευτο αγώνα του πνεύματος με τη φύση ο σολωμικός Οδυσσέας, είτε αυτός είναι ο Κρητικός που θέλει να περάσει στην άλλη όχθη, είτε είναι οι Μεσολογγίτες και οι Μεσολογγίτισσες που τους πολεμάει ακόμη και το μελτέμι είτε είναι ο άγγλος στρατιώτης που έχει να αντιμετωπίσει γυμνός τον τίγρη του πελάγου, είναι θριαμβευτής πολύτροπος άνθρωπος, που χρησιμοποιεί τη θάλασσα ως κλίμακα και τα πάθη της ως βαθμίδες για να κατακτήσει τον εαυτό του. Απέναντι στη δύναμη της θάλασσας, ορθώνεται ο βράχος της πνευματικής θέλησης, η βούληση της ελευθερίας αντιστέκεται στο τυφλό πάθος των ενστίκτων.

Η διάκριση του Σολωμού από τους άλλους ρομαντικούς, δικούς μας και ξένους, συγχρόνους και νεότερους, είναι πώς δεν αρκείται σε μια μηχανιστική αντιπαράθεση άλογου πάθους και έλλογης συνείδησης αλλά προχωρεί σε μια δραματική, σχεδόν τραγική σύγκρουση όπου η θάλασσα της ταραχής είναι ο όρος ελευθερίας του πνεύματος και ο λόγος του ανθρώπου δικαιώνεται στα όρια του φυσικού. Έτσι η μεταφυσική γίνεται φυσική στο μέτρο που η θάλασσα στο Σολωμό απηχεί τα σπλάχνα των ανθρώπων. Στον Κωστή Παλαμά η θάλασσα γίνεται μια έμμονη πικρή ανάμνηση ανέμελων παιδικών χρόνων. Μέσα στην ασάλευτη ζωή του ποιητή η θάλασσα γίνεται προσμονή, επιθυμία, λαχτάρα και ανεκπλήρωτο όνειρο. Η θάλασσα ως τοπίο, ως ιστορικό πεδίο και ως τρόπος ταραχής σπάνια και σχεδόν φιλολογικά συναντάται στην ποίηση του Παλαμά. Η κλειστή λιμνοθάλασσα της γενέθλιας γης του, έχεις την εντύπωση πώς τον σημάδεψε για πάντα, αφήνοντάς του διπλή πίκρα, του απαγορευμένου και του ανέφικτου.

Στους Κολυμπιστές του Σολωμού και τους Ναυμάχους του Κάλβου ο Παλαμάς, σε εποχές εθνικής ταπείνωσης, έχει να αντιτάξει το Γύφτο:

της στεριάς τα τρεχαντήρια

να τ’ αδάμαστα μουλάρια!

Τ’ άρμενά τους είναι τα τσαντήρια

Την ίδια εποχή δύο πεζογράφοι επιστρέφουν στη θάλασσα και επανασυνδέουν τη λογοτεχνία και την παράδοση των θαλασσινών μοτίβων.

Αποτέλεσμα εικόνας για Καρκαβίτσας

Ο Καρκαβίτσας ρεαλιστής και ηθογράφος πλουτίζει τη λογοτεχνία μας με μιάν ανανεωμένη ματιά πάνω στους θαλασσινούς θρύλους από τη μια και από την άλλη με μια έγνοια για τους εργάτες της θάλασσας. Είναι ενδιαφέρον να δει κανείς πώς ο Καρκαβίτσας κατορθώνει να συμπλέκει τη λαϊκή θαλασσινή θεματογραφία, τη ναυτική γλώσσα, το λαογραφικό υλικό και τις κοινωνικές αξίες, το μεροκάματο, την εκμετάλλευση και τις εργασιακές συνθήκες των ναυτικών σε γοητευτικά αφηγήματα. Ο Καρκαβίτσας μόλο που τεχνοτροπικά παραπέμπει στο γαλλικό νατουραλισμό κατορθώνει και μετριάζει τις ακρότητες, επειδή καταφεύγει σε μοτίβα και λύσεις από τις μεσαιωνικές μυθιστορίες, από τα ελληνιστικά μυθιστορήματα και τις παραδόσεις που συγκέντρωσε ο Νίκος Γ. Πολίτης.

Αποτέλεσμα εικόνας για Παπαδιαμάντης

Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης είναι ο κατεξοχήν ποιητής της θάλασσας. Η Σκιάθος είναι το μοναδικό σχεδόν θέμα της «πεζογραφίας» του. Η ορθοδοξία του πηγάζει από τη λαϊκή ευσέβεια και η λαϊκή ευσέβεια είναι μια κατάφαση στη ζωή και στη δημιουργία. Ο πρώτος απόλυτα ερωτικός λογοτέχνης μας νοεί τη φύση ως την κτιστή πλάση του θεού. Η θάλασσα κυριαρχεί στη συνείδησή του ως ο τόπος της πτώσης και ο τόπος της μετανοίας’ η θάλασσα του Παπαδιαμάντη είναι η παρηγοριά του φτωχού, ο κίνδυνος του ταξιδιώτη, η πίκρα του ξενητεμένου, ο ορίζοντας απ’ όπου αναδύεται η ομορφιά της γυμνής αθωότητας, ο κόλπος της σωτηρίας, ο βυθός του θανάτου, καημός και χαρά’ τα πάθη του κόσμου.

Μόνο στον Όμηρο θα βρεί κανείς τέτοια μανιακή, παραληρηματική λεξιλογική πανδαισία για τη θάλασσα, τα όντα της, τη φρίκη της, την αίγλη της, τα μυστικά της, όση στον Παπαδιαμάντη.

Ο Άγγελος Σικελιανός επανέφερε στην ποίηση το μύθο της θάλασσας· ανακάλυψε ξανά την αρχαία της γοητεία. Είναι ο πρώτος που αντίκρυσε το Αιγαίο και το Ιόνιο ως θάλασσες του φωτός και της ερωτικής χαρμολύπης.

Πέρασε την ομηρική θάλασσα μέσα από τους αριθμούς του Πυθαγόρα, την αγχιβασίην του Ηρακλείτου και τα ριζώματα του Εμπεδοκλέους. Ταύτισε την πολυμορφία του θαλάσσιου τοπίου με τα πάθη του Αδώνιδος και τον πλούν του Διονύσου.

Οι εικόνες και τα ορφικά σύμβολα του Σικελιανού γαληνεύουν μέσα σε μια θάλασσα-δότειρα των πρώτων ουσιών.

Η μεταφυσική του φωτός είναι μεταφυσική της διάθλασης του φωτός μέσα από το θαλάσσιο πρίσμα. Η ποίηση του Σικελιανού είναι μια σπουδή στη φύση του μυθικού Γλαύκου:

Μακριά στα κύματα

ελουζόμουνα έρημος

σαν του πελάου θεότη.

Το λόγο, το κορμί μου εχάλκεψα

και τη βαρύγνωμή μου νιότη.

Ο Νίκος Καζαντζάκης στο μεγαλύτερο έπος της λευκής φυλής, στη δική του Οδύσσεια ενώ εξαντλεί όλα τα ομηρικά και μεθομηρικά ποιητικά μοτίβα, μετατρέπει τη θάλασσα σ’ ένα κινδυνώδη ωκεανό ιδεών, ιδεοληψιών και νευρώσεων, πεδίο αγώνων για τον εκλεκτό θαλασσοπόρο της ιστορίας για να καταλήξει σε μια θάλασσα ορίων, το Νότιο πόλο, σκοτεινό τάφο, θεό ρουφήχτρα, άγνωστο καταφύγιο των απελπισμένων και αξεδίψαστων.

 

Αντίθετα ο πεζογράφος Φώτης Κόντογλου, ανατολίτης παραμυθάς, περιέγραψε με μια γλώσσα λαϊκού μπαρόκ τον θαυμαστό και άγριο κόσμο των πειρατών, των ληστών και των χρυσοθήρων, μέσα σε άγριες φουρτούνες, απρόσιτα κρησφύγετα, λεηλασίες και βιασμούς παρθένων.

Αποτέλεσμα εικόνας για Καββαδίας

Ο Νίκος Καββαδίας και με ολόκληρη την ποίησή του και με το μυθιστόρημά του Βάρδια εξήντλησε τη θαλασσινή θεματογραφία μέσα σ’ ένα κλίμα μπωντλερισμού και καταραμένης ποίησης’ η μοναξιά του ναυτικού, η προδοσία, οι αρρώστιες, η ανία, ο αισθησιασμός, οι φαντασιώσεις, η σκληρή μνήμη, η εκδίκηση, ο αναίτιος θάνατος, η μελαγχολία του ξέμπαρκου είναι τα θέματά του.

Στο ίδιο κλίμα αλλά κυνικότερος και λιτότερος κινείται και ο άλλος επαγγελματίας ναυτικός μας ο Δημήτρης Ι. Αντωνίου.

Από τη γενιά του τριάντα, λίγοι και σε μεμονωμένα μυθιστορήματα ή σποραδικά διηγήματα καταπιάνονται με θέματα της θάλασσας ή έχουν τη θάλασσα ως χώρο της δράσης. Αστικά θέματά τους, ανακαλύπτουν την πόλη και τους κοινωνικούς αγώνες ή τα υπαρξιακά αδιέξοδα.

Μόνο ο Κωστής Μπαστιάς ακολουθώντας τα θέματα του Κόντογλου δίνει με το Μηνά το ρέμπελο, μια αδρή θαλασσογραφία. Η Παναγιά Γοργόνα του Στρατή Μυριβήλη, ο Ωκεανός του Ηλία Βενέζη, ο Σκελετόβραχος της Εύας Βλάμη, Η θάλασσα του Κώστα Σούκα, Το χρονικό μιας πολιτείας του Παντελή Πρεβελάκη, Οι κοτραμπατζήδες του Αιγαίου του Γιάννη Μαγκλή, Πορεία κόντρα στον τυφώνα του Χρήστου Λεβάντα, Ο θρύλος του Κωνσταντή του Κώστα Χατζηαργύρη, Ο περίπλους του Διονυσίου Ρώμα είναι μερικά από τα πιο ενδιαφέροντα μυθιστορήματα που έχουν για θέμα τους τη θάλασσα ή τους ανθρώπους της. Λίγα όμως ξεπερνάνε την καθαρή θεματογραφία για να προχωρήσουν, όπως έγινε με τους προαναφερθέντες, σε μια ουσιαστική αναμέτρηση με την θάλασσα.

Οι ελάσσονες ποιητές του μεσοπολέμου αντιμετώπισαν την θάλασσα θεματογραφικά, περιστατικά ως ένα από τα γνωστά και κοινόχρηστα σύμβολα του ποιητικού εργαστηρίου.

Ο Κωνσταντίνος Καβάφης μόνο μια φορά στέκεται να την ιδεί και ευθύς αλλάζει θέμα, καταφεύγοντας στον ιδιωτικό του χώρο μόλο που η θάλασσα του έχει δώσει στην «Πόλιν» μια από τις ωραιότερες ρίμες του. Η «Ιθάκη» του, μοναδική, πλούτισε το θέμα με νέα διάσταση, αν και η θάλασσα παραμερίζει μπρος στο ταξίδι.

Ο Κώστας Καρυωτάκης αγνοεί τη θάλασσα τόσο ώστε και εκείνη να αρνείται μια ολόκληρη νύχτα να τον πνίξει μέχρι να καταλήξει στο περίστροφο.

Η θάλασσα μπαίνει ξανά στην νεότερη ποίησή μας με τον Γιώργο Σεφέρη. Ο κύριος όγκος του έργου του το Μυθιστόρημα και τα τρία Ημερολόγια καταστρώματος μορφολογικά ακολουθούν τη δομή της Οδύσσειας και ο Στρατής ο θαλασσινός είναι ουσιαστικά η ποιητική μετενσάρκωση του πρώτου Έλληνα ταξιδιώτη. Μόνο που ο Σεφέρης έχει τη συνείδηση πώς μεταξύ του Ομήρου και εκείνου υπάρχει το φίλτρο του Αισχύλου. Ο Σεφέρης βλέπει τον κόσμο με την πικρή εμπειρία της επιστροφής, με την λειτουργία της Νεμέσεως, της Άττης και της Δικαιοσύνης:

Η μοίρα μου πού κυματίζει

ανάμεσα στο στερνό σπαθί ενός Αίαντα

και μιάν άλλη Σαλαμίνα

μ’ έφερε εδώ σ’ αυτό το γυρογιάλι…

Ο τραγικός κόσμος του Σεφέρη έρχεται από τις θάλασσες του Πρωτέα, αλλά ανακαλύπτουν αίφνης πως ο κόσμος αυτός δεν είναι ο δικός τους-είναι του Ομήρου.

Από τους υπερρεαλιστές ο Ανδρέας Εμπειρίκος μόλο τον ύμνο του στο Υπερωκεάνιο και αρκετές εικόνες από το υγρό στοιχείο δεν νομίζω πώς στράφηκε ιδιαιτέρως προς τη θάλασσα ως πηγή εμπνεύσεως. Και η θηλυκή φάλαινα ως Μεσσίας κατάγεται από τον Λωτρεαμόν παρά από τον σολωμικό πόρφυρα.

Ο Νίκος Εγγονόπουλος όμως με τον Ατλαντικό έγραψε ένα οριακό ποίημα οδυσσειακό γεμάτο μεταφυσικό αγνωστικισμό.

Ο Γιάννης Ρίτσος με εμπειρίες εξορίας σε νησί μόλο που γεννήθηκε στη Μονεμβάσια κατοικούσε μήνες πολλούς στη Σάμο, έχει δώσει θαυμάσιες εικόνες από τη θάλασσα αλλά η θάλασσα ως οντότητα και σύμβολο του χρόνου, της αναγέννησης, της πολυμορφίας, του κινδύνου, του ξενητεμού, της επιστροφής, της απομόνωσης και τόσων άλλων μόνο σε λίγα ποιήματά του εμφανίζεται. Συνήθως η θάλασσα στους μεγάλους μονολόγους του ακούγεται, χωρίζει ή από μακριά γοητεύει. Μόνο στα χορικά «οι γερόντισσες και η θάλασσα», ο Ρίτσος βρίσκει στη θάλασσα το μεγάλο σύμβολο του χρόνου.

Αποτέλεσμα εικόνας για Ελύτης

Με τον Οδυσσέα Ελύτη η αρχέγονη, η ερωτική, η μυστική, η λυρική θάλασσα εισβάλλει στην ποίησή μας ως πυρηνικό θέμα. Ο Ελύτης πού κατέθεσε τη λέξη θάλασσα στο παγκόσμιο κοινό μιλώντας κατά την τελετή της απονομής του Νόμπελ μαζί με άλλες αρχέτυπες έννοιες-λέξεις δεν είδε τη θάλασσα ως θέμα αλλά ως ποιητική πρώτη ύλη, ουσία του δημιουργικού γίγνεσθαι.

Στον Ελύτη το υγρό στοιχείο είναι μια καταρχήν φιλοσοφική ουσία· το αντιμετωπίζει με την ιερότητα που του έδιναν οι υλοζωιστές φιλόσοφοι της Ιωνίας, με την γονιμοποιό μεταβλητότητα και μεταπτωτικότητα που του πρόσδιδε ο Ηράκλειτος. Η θάλασσα είναι κοιτίδα του μύθου, της λογικής, της ερωτικής πλησμονής, πρίσμα του φωτός, αιώνιο θήλυ, εγγύτητα αθανασίας. Για τον Ελύτη η θάλασσα είναι τραγική έδρα της ιστορίας και ρωγμή ταυτόχρονα της ιστορικότητας, αίνιγμα.

Δίπλα στο Γλαύκο του Σικελιανού και τον Πρωτέα του Σεφέρη, ο Ελύτης βλέπει:

γιαλόν απέραντο από μαγγανεία ωραίων

ματιών βρεγμένο

τον βυθό της Μαρίνας

Η πολύ σημαντική πρώτη μεταπολεμική μας ποίηση, η καλή μας πεζογραφία καθώς και η λογοτεχνία της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς, αγνοεί τη θάλασσα ή μέσα στο χώρο της ήττας, της απογοήτευσης, της μόνωσης, στον ιδιωτικό χώρο τη θάλασσα την ξορκίζει, την απωθεί ή ίσως της επιφυλάσσει μελλοντικές μέρες αιθρίας.

Έως τότε:

πάψε πιά να γυρεύεις τη θάλασσα και των

κυμάτων τις προβιές σπρώχνοντας τα καϊκια

κάτω απ’ τον ουρανό είμαστε εμείς τα ψάρια

και τα δέντρα είναι τα φύκια.

                                        Γιώργος Σεφέρης

Τη θάλασσα, τη θάλασσα και ποιος θα τη στερέψει; Όπως θα ‘λεγε και ο Αισχύλος.

 

ΚΩΣΤΑΣ ΓΕΩΡΓΟΥΣΟΠΟΥΛΟΣ

Περιοδικό ΝΕΑ ΠΟΡΕΙΑ, τεύχη 461-463/Ιούλιος-Σεπτέμβριος 1993, σ.134-

 

Αυτό είναι το ενδιαφέρον και εύστοχο στις επισημάνσεις του κείμενο του κυρίου Γεωργουσόπουλου. Ένα σύντομο ταξίδι, μια αναδρομή στους ποιητές που έγραψαν για την θάλασσα, για κείμενα λογοτεχνών που είχαν σαν κεντρικό τους άξονα το θαλάσσιο στοιχείο. Η διαπραγμάτευση του καθενός και καθεμιάς έχει την ιδιαιτερότητά του και τους ανάλογους θεματικούς χρωματισμούς. Η θεματογραφία περί την θάλασσα εμπλουτίζεται συνεχώς και από νεότερους πεζογράφους, διηγηματογράφους και ποιητές. Το λογοτεχνικό σελάγισμα ακολουθεί τη δική του ρότα. Αξίζει να επισημάνουμε και τα πρόσωπα που γεννήθηκαν στον Πειραιά ή όχι, και ασχολήθηκαν με το θέμα: Κώστας Σούκας, Χρήστος Λεβάντας, Νίκος Καββαδίας, Εύα Βλάμη που μνημονεύονται από τον μελετητή, και αρκετοί σύγχρονοι μας. Μαζί με τα κείμενα και τα ποιήματα που αναφέρονται στην θάλασσα, ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα γράμματα των ναυτικών προς τις οικογένειές τους. Αυτές οι αυθεντικές μαρτυρίες  ζωής και καταθέσεις ψυχής. Τα όνειρα και οι επιθυμίες, οι ελπίδες των ανθρώπων που ταξιδεύουν πάνω στα γαλήνια ή μανιασμένα κύματα της θαλάσσης. Κάθε ναυτικός και ένας μικρός εν δυνάμει θαλασσοπόρος εξερευνητής.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΑΛΟΥΡΔΟΣ

Ο Γιώργος Μπαλούρδος γεννήθηκε στον Πειραιά. Έχει εκδόσει τα εξής βιβλία: “Άσμα ασμάτων – Τάκης Σινόπουλος” (δοκίμιο, 1990), “Ολίγη Λίβας” (ποίηση 1998), “Μυρτιώτισσα”, επιμέλεια, παρουσίαση Γ.Μπαλούρδος (2002). Δοκίμια, κριτικές λογοτεχνίας και μελέτες του έχουν δημοσιευθεί στα εξής περιοδικά: Διαβάζω, Πόρφυρας, Μανδραγόρας, Ο Πολίτης, Κυμοθόη, Επτανησιακά Φύλλα, Οδός Πανός, Αιολικά Γράμματα, Πειραϊκά Γράμματα, Φιλολογική Στέγη, Κ.ΛΠ., Η Γραφή, Μικροφιλολογικά και σε πολλά άλλα καθώς και σε διάφορές εφημερίδες.
 

Ο συμβολισμός στην ποίηση του Νίκου Καββαδία

Αλήθεια πως προκύπτει η ποιητική δημιουργία; Ο Σοφοκλής μιλώντας για την ποιητική δημιουργία του Αισχύλου θα  μας πει τα εξής: «Ως μεθύων ο Αισχύλος εποίει τα δέοντα, αλλ’ ουκ ειδώς γε». Δέχεται δηλαδή ο Σοφοκλής ότι η σπουδαία ποιητική έμπνευση συμβαίνει σε κατάσταση μέθης «ως μεθύων ο Αισχύλος εποίει τα δέοντα» χωρίς τη συνειδητή γνώση του πράγματος από την πλευρά του δημιουργού «αλλ’ ουκ ειδώς γε».

Κάτω από αυτή την οπτική ο Έλληνας δοκιμιογράφος και ποιητής Γιάννης Κυριακάκος στο έργο του «Ποίηση και Έρως Ποιήσεως» θα τονίσει πως ήδη ο Πλάτων, ο Δάντης, ο Γκαίτε, ο Σαίξπηρ και άλλοι μεγάλοι διανοητές είχαν διαπιστώσει την ονειρική κατάσταση και ατμόσφαιρα της ποιητικής έμπνευσης. Ο μεγάλος στοχαστής Καντ, είχε πει πως: «το όνειρο είναι μία ακούσια έμπνευση». Πάντα λοιπόν η ποίηση ήταν και είναι ο εξωτερικός εκφραστής της φαντασμαγορικής και εντυπωσιακής πραγματικότητας του ονείρου. Μάλιστα ο Σίγκμουντ Φρόυντ, ο μεγάλος βιεννέζος ψυχαναλυτής, σε κάποιο σημείο του έργου του παρατηρεί πως: «Τόσο το όνειρο, όσο και στην Τέχνη, η βασική επεξεργασία είναι η λύτρωση του ενστίκτου με το σύμβολο».

Κάτω από αυτή την οπτική θα εξετάσουμε την ονειρική και βαθιά συμβολική ποίηση του Νίκου Καββαδία μέσα από δύο ποιήματα από την πρώτη του ποιητική συλλογή το «Μαραμπού», που κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1933 και διακατέχεται εξολοκλήρου από το υγρό συμβολικό στοιχείο της θάλασσας, αλλά και με το τελευταίο του ποίημα «Πικρία». Εξάλλου δεν υπάρχει έλληνας ποιητής που να τραγούδησε τη θάλασσα τόσο, όσο ο Νίκος Καββαδίας. Ο έλληνας συγγραφέας και στοχαστής Λεωνίδας Κοβάτσης πολύ εύστοχα θα σημειώσει στο έργο του «Ποιητικός λόγος και Αλήθεια» πως: «Η παραμονή στη στεριά είναι γι’ αυτόν μία Δαντική κόλαση, μία εναγώνια φυλακή και τιμωρία δίχως τέλος και εξιλέωση». Στο ποίημα του «Mal du Depart» εκφράζεται ανάγλυφα όλος αυτός ο βαθύς του πόθος, κυρίως στην τελευταία στροφή του ποιήματος, να ενωθεί με τη συμβολική του μητέρα που είναι η θάλασσα.

«Κι εγώ που τόσο επόθησα μια μέρα να ταφώ

σε κάποια θάλασσα βαθειά στις μακρινές Ινδίες»

Μία επιθυμία ένωσης που όμως θα μείνει ανεκπλήρωτη:

«θα `χω ένα θάνατο κοινό και θλιβερό πολύ

και μια κηδεία σαν των πολλών ανθρώπων τις κηδείες.»

Το ποίημα «Mal du Depart» αναδεικνύει όλη την τραγικότητα αυτής της γνώσης από την πλευρά του ποιητή. Γι’ αυτό άλλωστε και ο γαλλικός τίτλος του ποιήματος «Mal du départ» μεταφράζεται σε «Πόνος της φυγής» και είναι αυτός ο πόνος φυγής που θα κάνει τον Έλληνα συγγραφέα Νίκο Δήμου να πει πως και αυτός έχει ξυπνήσει πολλές φορές με αυτό το έντονο αίσθημα φυγής μέσα του, όμως θα εξομολογηθεί λίγο αργότερα ο ίδιος αυτό που δηλώνει και ο Καββαδίας στο ποίημά του πως: «αυτή η λαχτάρα της φυγής είναι τόσο έντονη που με πονάει σωματικά». (Οι Δρόμοι μου, σελ. 652 «Φεύγοντας Ακίνητος»). Προχωρώντας παρακάτω μάλιστα και επιβεβαιώνοντας τον τίτλο του έργου του θα μας πει «Οι χειρότερες φυλακές δεν είναι αυτές που δεν μπορείς, αλλά που δεν θέλεις να φύγεις» είναι το τέλμα και η στασιμότητα. Μία στασιμότητα θα λέγαμε που εμποδίζει την εσωτερική εξέλιξη, που εμποδίζει το θάνατο του παλιού μας εαυτού και ο μεγαλύτερος φόβος του Καββαδία ήταν αυτός ακριβώς, αυτή η στασιμότητα που θα μπορούσε να λειτουργήσει ως φρένο στη μεγαλύτερη του ανάγκη που είναι η φυγή.

Το ποίημα είναι αφιερωμένο στην αδελφή του, τη Ζένια και αρχίζει με την πολύ γνωστή στροφή «Θα μείνω πάντα ιδανικός κι ανάξιος εραστής…». Αναφέρεται αλληγορικά σε κάποιον λογιστή που ενώ στα νιάτα του ήθελε να ταξιδεύσει, να μπαρκάρει στα καράβια, και μιλά πάντα για ταξίδια και μέρη μακρινά, λυπάται ότι θα πεθάνει χωρίς ποτέ να έχει ταξιδεύσει. Ουσιαστικά ο Καββαδίας αναφέρεται στο ίδιο του το εαυτό. Είναι ένας ανάξιος εραστής αυτής της μεγάλης ερωμένης, της θάλασσας και εκφράζει την προσωπική του αγωνία κατά τρόπο λυρικά τραγικό, ότι δεν θα τα καταφέρει να κάνει το όνειρό του πραγματικότητα, να πεθάνει δηλαδή στην αγκαλιά της αγαπημένης του. Το τέλος του Νίκου Καββαδία θα είναι άδοξο, αφού δεν πέθανε στην αγκαλιά της θάλασσας, όπως ο ίδιος είχε ποθήσει, πέθανε σε μια κλινική της Αθήνας, τους «Αγίους Αποστόλους», από εγκεφαλικό επεισόδιο και δυστυχώς είχε μια κηδεία «σαν των πολλών ανθρώπων τις κηδείες».

Η επιδερμική και εφήμερη γνώση της ηδονής στα πορνεία των λιμανιών, οι τύψεις, οι αναμνήσεις, ο απολογισμός και εν τέλει ο πόθος της λύτρωσης στην αγκαλιά αυτής της συμβολικής μητέρας, της θάλασσας θα εκφράσουν όλη την τραγικότητα της ύπαρξης του ποιητή. Ο ποιητής βρίσκει τη λύτρωσή στην αποδοχή του εαυτού. Στην αποδοχή αυτού που πραγματικά είναι ο καθένας μας. Ας δούμε όμως τι μας λέει στην δεύτερη και στην τελευταία στροφή του ποιήματος του «William George Allum».

                  Όλοι έλεγαν μια θλιβερή πως είχε ιστορία
κι όσοι είχανε στο στόκολο με δαύτον εργαστεί
έλεγαν ότι κάποτες, απ’ το λαιμό ως τα νύχια,
είχε σε κάποιο μακρινό τόπο στιγματιστεί.

Ο εγγλέζος θερμαστής του ποιήματος είναι ένα άτομο τραγικό και συνάμα θλιβερό, είναι ένας ξένος, με το κορμί του όλο φοβερά στιγματισμένο, για τον οποίο όλοι γνώριζαν μια θλιβερή ιστορία. Η ζωή η ίδια καθιστά τον ήρωα του ποιήματος ατελή, έρμαιο στα πάθη, γι’ αυτό και στο μέρος της καρδιάς του είχε ένα τατουάζ «μίαν άγρια καλλονή», μία γυναίκα που τον είχε στιγματίσει περισσότερο απ’ όλα «γιατί ήταν μία αναίσθητη γυναίκα και κοινή». Τι όμως κρυβόταν πραγματικά πίσω από το τατουάζ του στο μέρος της καρδιάς; Κρυβόταν η ίδια του η μοίρα, η τραγικότητα της προδοσίας από μία γυναίκα και η μόνη λύτρωση απέναντι σε αυτή την προδοσία ήταν η αυτοπαράδοσή του στην αγκαλιά μίας άλλης αρχετυπικής γυναίκας που είναι η θάλασσα.

 

Κάποια βραδιά ως περνούσαμε από το Bay of Bisky,
μ’ ένα μικρό τον βρήκανε στα στήθια του σπαθί.
Ο πλοίαρχος είπε: “θέλησε το στίγμα του να σβήσει”
και διάταξε στη θάλασσα την κρύα να κηδευθεί.

Στο ποίημά «Πικρία» φαίνεται καθαρά πως η πίστη του Καββαδία σε αυτή τη συμβολική γυναίκα αγαπημένη – τη θάλασσα – δεν έχει χαθεί. Ο συγγραφέας Λεωνίδας Κοβάτσης θα γράψει: «Ο ποιητής μένει πιστός στη θάλασσα. Ποτέ και για καμία γυναίκα δεν την απαρνιέται. Τις εγκαταλείπει όλες για χάρη της. Μέσα από τις εφήμερες σχέσεις που κάνει μέσα στα πορνεία και στα χαμαιτυπεία των λιμανιών, ο ποιητής ναυτικός, θα γλυκάνει έστω για λίγο, την σκληροτράχηλη και δαρμένη από τα πελάη ψυχή του».

Ο ποιητής δε διστάζει να αφεθεί ολόψυχα στις ηδονές. Εξάλλου τα πορνεία είναι μία επαφή με τη γη, αλλά και οι περιπέτειες του με τους ντόπιους, ακόμη και οι πιο αρνητικές, έχουν μείνει ανεξίτηλες στη μνήμη του «Τη μαχαιριά που μου `δωσε ο Μαγιάρος στην Κωστάντζα» είναι ό,τι τον κρατάει συνδεδεμένο με τη στεριά. Παρόλα αυτά μπαρκάρει ξανά και ξανά και γίνεται κάθε φορά ο ίδιος παρατηρητής του εαυτού του και των περιπετειών που έζησε. Είναι ένας οδοιπόρος χωρίς συγκεκριμένο προορισμό. Ένας «πλάνητας» χωρίς αιτία, όπως έλεγε ο Εμπεδοκλής για τον εαυτό του «φυγάς θεόθεν και αλήτης», που όμως στα ποιήματά του, που μοιάζουν σαν μικρά διηγήματα, η ανθρωπιά έχει τον κύριο λόγο.

               Ξέχασα κείνο το μικρό κορίτσι από το Αμόι
και τη μουλάτρα που έζεχνε κρασί στην Τενερίφα,
τον έρωτα, που αποτιμάει σε ξύλινο χαμώι,
και τη γριά που εμέτραγε με πόντους την ταρίφα.

Το βυσσινί του Τισιανού και του περμαγγανάτου,
και τα κρεβάτια ξέχασα τα σαραβαλιασμένα
με τα λερά σεντόνια τους τα πολυκαιρισμένα,
για το κορμί σου που έδιωχνε το φόβο του θανάτου…

Η “Πικρία”, που συμπεριλαμβάνεται στη συλλογή «Τραβέρσο» και  εκδόθηκε για πρώτη φορά από τις εκδόσεις Κέδρος το 1975, αποτελεί το τελευταίο ποίημα που έγραψε ο Καββαδίας. Το ολοκλήρωσε μάλιστα μόλις λίγες μέρες πριν πεθάνει (το ποίημα φέρει ημερομηνία 7 Φεβρουαρίου 1975· ο Καββαδίας πεθαίνει στις 10 Φεβρουαρίου).

Γιώργος Αναγνωστόπουλος (Γνώμη)


Οι συναντήσεις του πνεύματος στη λεκάνη της Μεσογείου

Σόνια Ιλίνσκαγια-Αλεξανδροπούλου*

Οι συναντήσεις του πνεύματος στη λεκάνη της Μεσογείου Η ιδέα της «μεσογειακότητας» στην καλλιτεχνική συνείδηση της σύγχρονης Ελλάδας όπως εκδηλώνεται στο έργο των ποιητών της γενιάς του »30 Γιώργου Σεφέρη, Γιάννη Ρίτσου και Οδυσσέα Ελύτη 

Η «μεσογειακότητα» ως αντικείμενο φιλολογικής έρευνας γνωρίζει τελευταία αυξανόμενη δημοτικότητα. Εκτός από το διεθνές συνέδριο «Μύθοι και κοινωνίες στην Ανατολική Μεσόγειο» στους Δελφούς (συνδιοργάνωση των πανεπιστημίων Αθηνών και Lille 3), θα μπορούσα να αναφέρω επίσης τη διεθνή ερευνητική πρωτοβουλία που ανέλαβε πριν από αρκετά χρόνια ο σλοβάκος συγκριτολόγος Dionyz Durisin ­ έφυγε προτού ολοκληρώσει το έργο, αλλά οι συνάδελφοί του στην Ακαδημία Επιστημών της Σλοβακίας τον Νοέμβριο τίμησαν τη μνήμη του με την έκδοση αυτής της συλλογικής έρευνας και τη διοργάνωση συνεδρίου.

Μιλώντας για την ιδέα της «μεσογειακότητας» στο ελληνικό έδαφος και αναζητώντας τις σχετικές «μαρτυρίες» στην ελληνική ποίηση του 20ού αιώνα, στρεφόμαστε πρώτα απ’ όλα στον Καβάφη. Πολύ προτού η ιδέα αυτή αρχίσει να συζητείται ως μια από τις διαστάσεις της εθνικής καλλιτεχνικής ιδιοσυγκρασίας ο Καβάφης είχε προβάλει τη δική του πολυδιάστατη θεώρηση της «ελληνικότητας» πέρα από τα ελλαδικά σύνορα. Επιμένοντας ότι δεν είναι «Ελλην» «αλλά Ελληνικός», άπλωνε την έννοια «ελληνικότητα» και γεωγραφικά ­ στη λεκάνη της Μεσογείου και στην Εγγύς Ανατολή ­ και χρονολογικά ­ σε όλη την ιστορική διάρκεια του ελληνικού κόσμου, με έμφαση στην ελληνιστική εποχή.

Η ικανότητα του ελληνικού πολιτισμού εκείνης της εποχής να εμπλουτίζει και να εμπλουτίζεται, η ενσάρκωση της μεσογειακής συμβίωσης του ελληνικού πνεύματος με «το αιγυπτιακό αίσθημα», «το αίμα της Συρίας και της Αιγύπτου» αποτελούν για τον Καβάφη την ανέσπερη αξία της ελληνιστικής κληρονομιάς. Χωρίς να κατονομάσει το φαινόμενο της «μεσογειακότητας», ο Καβάφης αναμφισβήτητα εκφράζει κάποια θεμελιώδη χαρακτηριστικά του. Επικεντρώνοντας την προσοχή του στον ελληνομεσογειακό χρονότοπο, τον ανεβάζει στο βάθρο ενός καθολικού, παγχρονικού παραδείγματος.

Το εθνικό μοντέλο του κόσμου

Με παρόμοιο κλειδί αλλά με διαφοροποιημένα καλλιτεχνικά μέσα η ιδέα της μεσογειακότητας εκδηλώνεται στο έργο των ποιητών της γενιάς του ’30 Γιώργου Σεφέρη, Γιάννη Ρίτσου και Οδυσσέα Ελύτη. Αν ο Καβάφης μυθοποιεί τις συνισταμένες της ελληνικότητας, επιστρατεύοντας τον μύθο ως δραστικό μέσο ερμηνείας του παγχρονικού, ξεφεύγοντας παράλληλα από τα παραδοσιακά μυθολογικά μοτίβα και αναθέτοντας τον ρόλο του μύθου στην ιστορία, η νεότερη ποιητική γενιά διαβλέπει στον μύθο τις πρωταρχικές πηγές του νέου ελληνικού κόσμου. Παρ’ όλη τη χτυπητή ανομοιότητα μεταξύ τους, έχουν συμβάλει ο καθένας με τον τρόπο του στη διαμόρφωση των αντιλήψεων που συνθέτουν σήμερα την εικόνα του ελληνικού πολιτισμού και το αναδυόμενο απ’ αυτήν εθνικό μοντέλο του κόσμου.

Αξιοπρόσεκτο ρόλο στην πορεία και στην αποκρυστάλλωση αυτής της διαδικασίας έπαιξε η διαμόρφωση και η εξέλιξη της «μεσογειακής» ιδέας. Η εύγλωττη μαρτυρία του Γ. Σεφέρη εντοπίζει τη σημαδιακή στροφή στις διαθέσεις και στις αναζητήσεις της νέας γενιάς της δεκαετίας του ’30 προς «ένα είδος νησιώτικης ιδιοσυγκρασίας. Το Αιγαίο με τα νησιά του, η θαλασσινή μυθολογία, το ταξίδι προς όλες τις κατευθύνσεις είναι τα πράγματα που (τους) συγκινούν και που προσπαθούν να εκφράσουν». Εκείνος όμως που έδωσε στη στροφή αυτή μια θεωρητική θεμελίωση και μίλησε ειδικά για τη μεσογειακή διάσταση του Ελληνισμού ήταν ο Ελύτης. Μεταξύ άλλων, σε εκείνον οφείλεται λ.χ. η σημαντική παρατήρηση πως οι αλλαγές στην ποιητική ιδιοσυγκρασία συνοδεύονται και εν πολλοίς κεντρίζονται από την ανανέωση των εκφραστικών μέσων.

Σύμφωνα με τον Ελύτη, τα υπερρεαλιστικά διδάγματα υπήρξαν για την ελληνική ποίηση ισχυρό μέσο απελευθέρωσης όλου του συστήματος της ποιητικής λειτουργίας. Υπογραμμίζοντας ότι ούτε αυτός ούτε οι συνοδοιπόροι του υπήρξαν πιστοί οπαδοί της σχολής, βλέπει την κύρια προσφορά του υπερρεαλισμού στο ότι «σαν καταιγίδα, ανέτρεψε τον ορθολογισμό… προσφέροντάς μας τη δυνατότητα να συνδεθούμε φυσιολογικά με τον τόπο μας και να αντικρίσουμε την ελληνική πραγματικότητα δίχως τις προκαταλήψεις…», «… μας κατέστησε ικανούς να δημιουργήσουμε μια μορφή αλφαβήτου από στοιχεία γνήσια ελληνικά και με τούτα να εκφραστούμε».

Το αποτύπωμα του Αιγαίου

Επί της ουσίας η κίνηση αυτή ήταν μια νέα, σε μια καινούργια στροφή της έλικας, αναβάπτιση στην παράδοση αιώνων, κατάκτηση της ταυτότητας μέσω της ανίχνευσης του παραδοσιακού ιστορικοπολιτισμικού χώρου. Στο γενικό κοσμοθεωρητικό σύστημα του Ελύτη οι ιδιαιτερότητες της ελληνικής ιδιοσυγκρασίας εγγράφονται στο «μεσογειακό» πλαίσιο που κρίνεται ως ενδιάμεσος κρίκος ανάμεσα στη Δύση και στην Ανατολή, αυτοφυής σύνθεση ιδεών, σημαδεμένη με το στίγμα του χώρου:

Στο σύστημα των εθνικών αντιλήψεων των Ελλήνων για τον καθημερινό τους βίο το μεσογειακό στίγμα είναι εμφανές και νομοτελειακό, καθορισμένο από τον κοινό ή συγγενικό χαρακτήρα πολλών θεμελιακών παραγόντων. Από τη δέσμη τους θα ξεχωρίσουμε και θα θέσουμε στο επίκεντρο την ισχυρή δύναμη της μεσογειακής φύσης ­ τη θάλασσα. Οι ποιητές στους οποίους αναφερόμαστε γεννήθηκαν δίπλα στη θάλασσα: ο Σεφέρης στη Σμύρνη, ο Ρίτσος στη Μονεμβασιά, ο Ελύτης στην Κρήτη. Η θάλασσα μπήκε στη ζωή τους με τις πρώτες εντυπώσεις και σφράγισε τις προσλήψεις τους, την καλλιτεχνική τους ματιά και ιδιοσυγκρασία. «…Για πολλούς από μας οι πλώρες των καραβιών έχουν μια θέση στο παιδικό μας εικονοστάσι» ομολογεί ο Σεφέρης, και ο Ρίτσος στο όψιμο «Τερατώδες αριστούργημα» θυμάται πως έμενε ώρες και ώρες από μικρό παιδί στον βράχο της Μονεμβασιάς «με ασάλευτα τα βλέφαρά μου // αγνάντια στη Μυρτώα Θάλασσα αντιγράφοντας τη στάση ενός μαρμάρινου Ποσειδώνα».

Η μόνιμη ψυχοσωματική επαφή με τη θάλασσα ανοίγει στον παιδικό μικρόκοσμο τη διάσταση απεραντοσύνης που αγγίζει όχι μόνο τις παραστάσεις του χώρου αλλά κατηγορίες όπως η αιωνιότητα, η κίνηση, ο αγώνας, η αναζήτηση. Για τον Ρίτσο γίνεται επιπλέον σύμβολο αντίστασης στον θάνατο, στις βαριές οικογενειακές απώλειες, στη φυματίωση που απειλούσε και τη δική του ζωή. Με τις ανεξίτηλες εντυπώσεις των παιδικών και νεανικών του χρόνων συνδέει και ο Ελύτης τη δική του βίωση της φύσης ως κληρονομιάς των προγόνων, ουσίας που διαποτίζει όλο του το είναι. Πολύ πριν από τις πρώτες ποιητικές δοκιμές ένιωσε μέσα του το σκίρτημα της μυθογένεσης, όπου το Αιγαίο δεν ήταν ένα γεωγραφικό locus αλλά η ίδια η μοίρα, «ένα είδος δακτυλικό αποτύπωμα». Στην ποίηση του Σεφέρη τα πολυσήμαντα σύμβολα της θάλασσας στρέφονται κυρίως προς την οικουμενική θέαση της ιστορικής μοίρας του ελληνικού κόσμου. Με αναφορές στο πέλαγο «τόσο πικρό για την ψυχή σου», κάποτε ο ποιητής στοχάζεται τις πίκρες από εθνικές ήττες και απώλειες, και η μορφή της Γοργόνας που επιμένει να ρωτά για τον Μεγαλέξανδρο διαπερνά τους στίχους του και γίνεται το τυπογραφικό του σήμα. Εδώ μπορούμε να θυμηθούμε και μια όμορφη συνειρμική αλυσίδα του Ελύτη: «Πρέπει να ξέρεις ν’ αρπάξεις τη θάλασσα από τη μυρωδιά για να σου δώσει το καράβι και το καράβι να σου δώσει τη Γοργόνα κι η Γοργόνα τον Μεγαλέξανδρο και όλα τα πάθη του Ελληνισμού».

Το θέμα της θάλασσας διαμορφώνεται σαν μοιροφόρο της ελληνικής ιστορίας, σύμβολο της τραγικής δοκιμασίας αλλά και της προσδοκίας του Ελληνισμού, των ηθικών του αρχών («Θέληση του Ελληνα να είναι δίκαιος, να είναι ελεύθερος, να φυλά τη γλώσσα του. Λίγα νησάκια σώζονται από αυτή τη θέληση· αλλά το μικρό αυτό αρχιπέλαγος είναι ό,τι αξίζει στον τόπο μας». Το μοτίβο αυτό, αν και περιορισμένο σε έκταση, έχει στο έργο του Σεφέρη μια ιδιαίτερη βαρύτητα και βρίσκεται σε άμεση ανταπόκριση με ένα δικό του «πολύ οργανικό συναίσθημα που ταυτίζει την ανθρωπιά με την ελληνική φύση».

* Η Σόνια Ιλίνσκαγια-Αλεξανδροπούλου είναι καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.


Τα ποιήματα του Αιγαίου

«Tις ιδέες μου όλες ενησιώτισα» συλλαβίζει ο Οδυσσέας Ελύτης στον 13ο Ψαλμό των Παθών τού «Αξιον Eστί» και συνεχίζει να ψέλνει στο «Δοξαστικόν»:

«Η Σίφνος, η Αµοργός, η Αλόννησος,
η Θάσος, η Ιθάκη, η Σαντορίνη,
η Κως, η Ιος, η Σίκινος».
 
Ημέρες και νύχτες απέναντι στη θάλασσα, απέναντι στο ίδιο το καλοκαίρι. Γιατί αυτή η σχέση σώματος, ακρογιαλιάς και αδιάκοπου πήγαινε-έλα των κυμάτων είναι τόσο συναρπαστική; Ισως γιατί η απεραντοσύνη της θάλασσας αφήνει ελεύθερο τον νου να πετάξει πέρα από τη γραμμή των οριζόντων, στην περιοχή των ονείρων. Η γραμμή των οριζόντων είναι η ισχυρότερη πρόκληση για ταξίδι. Κι όσο πλησιάζουμε την πρώτη γραμμή, τόσο αυτή ξεμακραίνει και το ταξίδι γίνεται ένας αέναος προορισμός. Αυτή η μεγάλη δυναμική της νησιωτικότητας ομορφαίνει και πλουτίζει τη ζωή μας, την αλλάζει για λίγες ή για πολλές ημέρες και νύχτες.
Η Κική Δημουλά πετά μια «Περιφραστική πέτρα» στη θάλασσα από τη συλλογή «Το λίγο του κόσμου» και προσηλωνόμαστε στους ομόκεντρους κύκλους που δημιουργεί. Τους παρακολουθούμε να φεύγουν μακριά:
 
«Μίλα.
Εχουµε τόση θάλασσα µπροστά µας.
Εκεί που τελειώνουµε εµείς
αρχίζει η θάλασσα».
 
Από αυτή τη γραμμή της περιπαθούς ερωτικής συνεύρεσης της στεριάς με τη θάλασσα ξεκίνησαν τα πάντα. Στον υπόλοιπο κόσμο οι καλλιτεχνικές ανησυχίες των πρώτων ανθρώπων άρχισαν στο μισοσκόταδο, στα βάθη των σπηλαίων. Εδώ στο Αιγαίο εκδηλώθηκαν στην ακροθαλασσιά, κάτω από το εκτυφλωτικό φως του ήλιου. Τα βότσαλα που λείανε η υπομονή της θάλασσας τού ψιθύρισαν στο αφτί το μυστικό των αενάως μοντέρνων κυκλαδικών ειδωλίων. Τα Βότσαλα, η κρυφή θαλασσινή αγκαλιά της Σχοινούσας, μας αποκαλύπτουν πώς ήταν η αρχική ιδέα των ειδωλίων όταν εισέβαλε για πρώτη φορά στον νου των ανθρώπων της εποχής του Χαλκού. Από τότε, μέχρι την εποχή που οι άνθρωποι εναπόθεταν τελετουργικά τα κυκλαδικά ειδώλια απέναντι στην Κέρο, πέρασαν πολλοί αιώνες μέσα σε λίγα χρόνια, και ο νους έκανε ένα θεόρατο άλμα στην αιωνιότητα. Πέτυχαν μόλις να ξεπεράσουν τη φυσική μορφή της ύλης – χαράζοντας το εφηβαίο και φτιάχνοντας μύτη, μαστούς, χέρια και πόδια – αλλά τα τέχνεργα που δημιούργησαν άφησαν εκστατικούς σπουδαίους ζωγράφους και γλύπτες του 20ού αιώνα.
 
Στο Αρχαιολογικό Μουσείο Νάξου, ψηλά μέσα στο Κάστρο της Χώρας, η εξαιρετική συλλογή των κυκλαδικών ειδωλίων σε κοιτάζει παρότι κανένα από αυτά δεν διαθέτει μάτια. Το πρόσωπό τους το δημιουργεί μόνο η μύτη, αλλά η έκφρασή τους έχει αποτυπωμένη τη σοφία της αρχέγονης εμπειρίας. Το πρωτόγονο ζωντανεύει μέσα στην ατμόσφαιρα της αυθεντικότητας και της καθαρότητας των νησιών, και μετουσιώνεται σε ομορφιά. Ολα αυτά ανθίζουν στην Ικαρία, ακολουθώντας τον ρυθμό και τα βήματα του ικαριώτικου χορού στα μεγάλα πανηγύρια του καλοκαιριού. Μοιάζει με συλλογική ενδοσκόπηση έτσι όπως χορεύουν στη Λαγκάδα, στο μεγαλύτερο πανηγύρι του Αιγαίου, αγκαλιασμένοι σε μια, δυο, τρεις, αμέτρητες δίπλες ζωντανών κορμιών που λικνίζονται άλλοτε αργά και άλλοτε γρήγορα, αναλόγως των διαθέσεων του βιολάτορα, απέναντι στον ήλιο που ανατέλλει.
 
Καλημέρα! «Μπροστά στη ράχη της Σέριφος, όταν ανεβαίνει ο ήλιος, τα πυροβόλα όλων των μεγάλων κοσμοθεωριών παθαίνουν αφλογιστία» σκέφτεται ο Οδυσσέας Ελύτης στο «Σχέδιο για μια εισαγωγή στο χώρο του Αιγαίου» από τη συλλογή «Εν Λευκώ». Κι ο ήλιος μάς εισάγει με πανηγυρικό τρόπο σε αυτό το μαγευτικό σύνολο των μικρόκοσμων, φωτίζοντας με θέρμη μία μία τις γειτονιές της Χώρας, αρχίζοντας από τον Αγιο Κωνσταντίνο στην κορυφή της, ανάμεσα στα ερείπια του ενετικού κάστρου, που λες και προβάλλει το ιερό του από τον βράχο για να κοιτάξει κάτω το Λιβάδι. Στα στενά σοκάκια αρχίζει να μουρμουρίζει η ζωή. Χάνεται η ησυχία, κρύβεται και το δέος που ξεσηκώνουν τα νησιά την αυγή. Θα ξανάρθει, όμως, όταν μεσουρανήσει ο ήλιος, με τη μεγάλη κάψα του μεσημεριού και το δέος του καλοκαιριού. Ο «Δώδεκα νήσων άγγελος» Οδυσσέας Ελύτης τραγουδά:
 
«Βράχια που του νερού
τα ξαναλέει ο αντίλαλος.
Κοπάδια σπίτια που τα πάει
Δάφνις γυμνός
Μαϊστραλίζουν οι μανταρινιές
της Κάλυμνος.
Κι ακούν μισάνοιχτα της Κάσος.
Τα όστρακα».
 
Ο ήλιος λευκαίνει τα όστρακα στην ακτή. Και η Χώρα της Ιου μοιάζει με υπερμέγεθες στρείδι που κλείνει μέσα στον λαβύρινθό του το μυστικό της ζωής του νησιού που κυλά στα στενά σοκάκια, κάτω από τα στεγάδια, όπως το ζωντανό αίμα στις αρτηρίες του σώματος. Ησυχα το πρωί, σιωπηλά το μεσημέρι, ανήσυχα το βράδυ, με γρήγορα παλμικά χτυποκάρδια. Κι όμως, αυτό το ξεφάντωμα μοιάζει πιο πολύ με ενδοσκόπηση. Η Χώρα αποσύρεται στον εαυτό της και σε τραβά μαζί της μέσα στο όστρακο που κλείνει καθώς βασιλεύει ο ήλιος. Ο Νικηφόρος Βρεττάκος τραγουδά από «Το βάθος του κόσμου»:
 
«Αυτή η σιωπή, αυτή η γαλήνη,
αυτή προπαντός η αγάπη.
Γελούν τα χείλη στις άκρες τους».
 
Τα ταξίδια και τα νησιά υπάρχουν για να περιδιαβάζεις τον εαυτό σου. Και να το «Μυθιστόρημα» του Γιώργου Σεφέρη:
 
«Το ξέραμε πως ήταν ωραία τα νησιά κάπου εδώ τριγύρω που ψηλαφούμε λίγο πιο χαμηλά ή λίγο πιο ψηλά
ένα ελάχιστο διάστημα».
 
Κράτησε το χέρι μου καθώς ακουμπούμε στο πεζούλι της Παναγίας Γκρεμιώτισσας, κάτω από τον αναμαλλιασμένο από το μελτέμι μοναχικό φοίνικα, και ας αρχίσουμε να ταξιδεύουμε μέσα μας. Να, όπως εκείνο το καράβι που παραπλέει τον έξω κάβο του Γιαλού με τον πέτρινο φάρο, για να περάσει μπροστά από τον κατακόκκινο δίσκο του ήλιου που πάει να βασιλέψει λες στο κέντρο των Κυκλάδων νήσων. Ο ξένος επισκέπτης από την πέρα του ωκεανού χώρα, Τζον Στάινμπεκ, μας λέει: «Ενα ταξίδι είναι από μόνο του σαν ένα πρόσωπο που κανένα δεν μοιάζει μ’ ένα άλλο. Υστερα από καιρό βλέπουμε πως εμείς δεν πάμε ταξίδι, το ταξίδι μάς πάει».
«Στοχασμοί με την απεραντοσύνη του πελάγους» καθώς ο Γιώργος Σεφέρης συνομιλεί με τον «Βασιλιά της Ασίνης» στην ποιητική συλλογή «Ημερολόγιο Καταστρώματος, Α’». Η απεραντοσύνη προκαλούσε και βασάνιζε τον νου των ανθρώπων. Στην εποχή των μύθων των αρχαίων προγόνων μας, πριν από την ανατολή της φιλοσοφίας, πίστευαν ότι η Γη ολάκερη είναι νησί που περιβάλλεται γύρω τριγύρω από τον ωκεανό. Κι αν το καλοσκεφτείς έτσι είναι. Η ευτυχία μεσοπέλαγα, μέσα στο όριο της θάλασσας, αλλά και πέρα από την απεραντοσύνη της. Μπορεί να είναι και έρωτας. Κι αυτός γεννήθηκε στην Ακτή της Αφροδίτης, στη θαλασσοφίλητη Κύπρο. Η ηδυμελής Σαπφώ τραγουδούσε στο Αιγαίο κάτω από την ίδια σελήνη, που άλλοτε είναι ήλιος του μεσονυκτίου και άλλοτε φεγγάρι του μεσημεριού:
 
«Κι ο έρωτας ξεσήκωσε το νου μου,
σαν αγέρας που σπάει
τα δένδρα στο βουνό».
 
Ο παραδοσιακός τραγουδιστής από την Κάσο, ο γερο-Σάββας, θα πει σε ένα γλέντι χωρίς να ξέρει να γράψει τα δυο στιχάκια του:
 
«Τ’ άστρα δεν βασιλεύουνε,
µα η µέρα τα σκεπάζει
Ποιος έχει πόνο στην καρδιά
και δεν αναστενάζει».
 
Τι καημός το γλέντι στο Αρχιπέλαγος! Η αρχέγονη Μεγάλη Μητέρα, η οποία γεννούσε τους ίδιους τους ανθρώπους αλλά και τα γεννήματα της φύσης για να τρέφονται, δεν έφυγε ποτέ από εδώ. Και ήταν πάντα μεγάλη η χάρη Της. Τα ελληνικά πελάγη ήταν πάντα διάσπαρτα από μητέρες οι οποίες αγωνιούσαν για τα παιδιά τους που ταξίδευαν στους μακρινούς ωκεανούς. Και έκαναν τον σταυρό τους μπροστά στο εικόνισμα της Παναγίας για να τα προστατεύει. Και τους άνδρες τους, και τα αδέλφια τους. Και τον Δεκαπενταύγουστο ξεσπούσαν με δύναμη σε μια ατέλειωτη γιορτή που απλώνεται σε όλο το Αιγαίο. Δεν είναι απλώς διασκέδαση, αλλά μια σύνθετη πολιτισμική ενέργεια που ακουμπά ολόκληρη τη ζωή των νησιωτών, ή των θερινών νησιωτών, που βρίσκονται εκείνη τη στιγμή πάνω στο ίδιο καράβι. Είναι μια ιδεολογία να βλέπουν τη ζωή, η ταυτότητα που θέλουν να έχουν στην τσέπη τους και να την επιδεικνύουν. Και αυτή η μέρα, το πανηγύρι της Παναγίας, είναι η πιο πρόσφορη, γιατί όλοι είναι μαζεμένοι στο νησί, δεμένοι σφιχτά σε μια ομάδα, μόνη μέσα στην απέραντη θάλασσα.
 
Η μουσική, ο χορός, το φαγητό, είναι τα βασικά συστατικά του γλεντιού, αλλά και της ταυτότητας της ομάδας που γλεντά. «Τίνος είν’ η κούπα, η μονεμβασιά», τραγουδούν στην Πάνω Κάρπαθο και το γεμάτο ποτήρι πηγαίνει από στόμα σε στόμα και αδειάζει έως τον πάτο σε μια σύγχρονη χοή στον θεό του κεφιού και της χαράς, και από τους ιθαγενείς και από τους περιηγητές, οι οποίοι για μια στιγμή γίνονται αυτόχθονες, εδώ στο Πλατύ της Ολύμπου, ψηλά πάνω από το Καρπάθιο πέλαγος. Εδώ από όπου ξεκινά το γλέντι, το πιο ποικιλόχρωμο από τις παραδοσιακές στολές, το καβάι ή το σακοφούστανο, που φορούν σχεδόν όλες οι γυναίκες τις ακριβές ημέρες. Προηγουμένως, όλοι μαζί, χτύπησαν με ενθουσιασμό τα πιρούνια τους πάνω στα πιάτα κατά το βυζαντινό συνήθειο, στο Μέγαρο, μόλις ο πρωτομερακλής παπα-Γιάννης τραγούδησε το εμβληματικό «Αρχοντες τρων και πίνουσι, σε μαρμαρένια τάβλα», ευλογώντας την αρχή του γλεντιού.
 
«Ανοίγω το στόμα μου
κι αναγαλλιάζει το πέλαγος
Και παίρνει τα λόγια μου
στις σκοτεινές του σπηλιές
Και στις φώκιες τις μικρές
τα ψιθυρίζει
Τις νύχτες που κλαιν
των ανθρώπων τα βάσανα».
«Το άξιον εστί»,
«Προφητικόν», Ψαλμός ΙΒ’
 
Κάθε νησί έχει και τη φωκοσπηλιά του, που πάει να πει τον αφανή, εσωτερικό του κόσμο, την κρύπτη του, εκεί που φυλάει τα μύχια της ψυχής του, σκοτεινά εργαστήρια φαντασίας. Οχι ακριβώς σκοτεινά, αλλά φωτεινά όσο ακριβώς χρειάζεται για να αναφανεί η φαντασμαγορία του παιχνιδιού της σιωπής και του φωτός που εισβάλλει από την οροφή ή από τη διάφανη αυλαία του νερού. Κάποιο μικρό ή μεγάλο σκάφος θα μπει με κίνδυνο στις θαλασσινές σπηλιές του Καστελόριζου, της Δονούσας, της Καρπάθου, της Αλοννήσου, σώμα λουσμένο στη δροσιά τους.
 
«Κι εσύ διαρκώς αναδυόσουν
πιο ακέρια
με σκέπαζες με την πολύβουη φυλλωσιά σου
την αρμυρή δροσιά της θαλασσινής σου νύχτας
και με ταξίδευες όλο τον δρόμο
από το αγρίμι ως τον άνθρωπο».
 
Γράφει ο Τίτος Πατρίκιος για το Ταξίδι στον «Λυσιμελή πόθο» έναν Αύγουστο στη Σίφνο. Οι Επτά Μάρτυρες, κάτω από το ξομπλιαστό Κάστρο, φωνάζουν στο πέλαγος με τον γαλάζιο τρούλο τους, κι εκείνο τους αποκρίνεται με ένα λευκό ιστίο να ξεχωρίζει στο βαθύ μπλε. Τραβά για το αρχαίο λιμάνι Σεράλια γιατί κάποιοι τόποι είναι για πάντα λιμάνια. Και τα λιμάνια είναι η αρχή και το τέλος του ταξιδιού, η αφετηρία και ο προορισμός της νησιωτικότητας. Αλήθεια, πόσες μικρές και μεγάλες ιστορίες συναρμολογούνται στον νου σου καθώς περπατάς στην προκυμαία των παλαιών λιμανιών των Χανίων, του Ρεθύμνου ή στο Μανδράκι της Ρόδου, με τις στήλες των ελαφιών, το κάστρο του Αγίου Νικολάου και τους τρεις ανεμόμυλους στον βραχίονα των τειχών.
 
«Πολλά τα καλοκαιρινά πρωινά να είναι
που με τι ευχαρίστησι, με τι χαρά
θα μπαίνεις σε λιμένας
πρωτοειδωμένους·
να σταματήσεις σ’ εμπορεία Φοινικικά,
και τες καλές πραγμάτειες ν’ αποκτήσεις, σεντέφια και κοράλλια, κεχριμπάρια
κ’ έβενους,
και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής,
όσο μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά».
Κ. Π. Καβάφης, «Ιθάκη»
 
Σκέφτομαι ποια μπορεί να είναι τα πιο γοητευτικά λιμάνια στο Αιγαίο, και ο νους μου πάει σε δύο μικροσκοπικά καταφύγια μικρών σκαφών και ομορφιάς. Η Μπούκα της Κάσου και το Καμίνι της Υδρας. Και στα δυο οι βάρκες και τα μικρά τρεχαντήρια μοιάζουν να είναι δεμένα στα κατώφλια των σπιτιών, που μαζί με τις εκκλησιές με τα ψηλά καμπαναριά και τα κάθε λογής στέκια δημιουργούν μια σφιχτή, ζεστή αγκαλιά. Είναι οπωσδήποτε γοητευτικό να ξεκινάς το μεγάλο της ζωής σου ταξίδι από ένα τέτοιο λιμανάκι, που κάποτε μπορεί να ήταν και πειρατικό καταφύγιο.
Τα ίδια τα νησιά είναι ποιήματα ενός δημιουργού. Εκ πρώτης όψεως θα έλεγες ότι τα έχουν δημιουργήσει τα κύματα της θάλασσας και του αγέρα. Η «Αμοργός», όμως, του Νίκου Γκάτσου δεν έχει τίποτε το υλικό. Ο ποιητής δεν την είχε δει ποτέ. Είχε αισθανθεί όμως μέσα σε αυτήν να πάλλονται η φυγή και η ουτοπία ή αλλιώς οι καλοκαιρινοί έρωτες:
 
«Να βρεις μιαν άλλη θάλασσα
μιαν άλλη απαλοσύνη
Να πιάσεις από τα λουριά
του Αχιλλέα τ’ άλογα
Αντί να κάθεσαι βουβή
τον ποταμό να μαλώνεις
Τον ποταμό να λιθοβολείς
όπως η μάνα του Κίτσου.
Γιατί κι εσύ θα ‘χεις χαθεί κι η ομορφιά σου θα ‘χει γεράσει».
 
Τη Σαντορίνη, όμως, ένα από τα πλέον συγκλονιστικά τοπία στον κόσμο, ποιος τη δημιούργησε; Το ψάχνουν οι ποιητές, το ψάχνουμε κι εμείς. Ο Ελύτης λέει στην «Ωδή στη Σαντορίνη» ότι γεννήθηκε από τα σωθικά της βροντής. Κι ο Σεφέρης ψιθυρίζει χορεύοντας στη «Γυμνοπεδία Α’»:
 
«Φτέρνα της δύναµης θέληση
ανίσκιωτη λογαριασµένη αγάπη
στον ήλιο του µεσηµεριού σχέδια
που ωριµάζουν».
 
Εμείς αισθανόμαστε το δέος να μετασχηματίζει αυτό το στεφάνι της επιβλητικής γης που κάθεται στο κεφάλι μας καθώς εισπλέουμε στην Καλντέρα και εισπνέουμε τη μεγαλόπρεπη ομορφιά. Το ανείπωτο λειτουργεί στα νησιά και σμιλεύει τη Σαντορίνη. Εδώ δεν υπάρχουν πια φυσικά φαινόμενα, αλλά χθόνιες δυνάμεις που ωθούν κατευθείαν την ψυχή πέρα από τα όρια του φυσικού και του συνήθους. Σε κυριεύει η έκπληξη της ομορφιάς. Απολαμβάνεις όσο μπορείς αυτό το απέραντο εργαστήριο συναισθημάτων, αλλά θέλεις να διακτινιστείς μέχρι το Λιβάδι της μικρής Δονούσας για να ισορροπήσεις και να ηρεμήσεις επάνω στα διάφανα νερά, εκεί που δεν ξέρεις πού τελειώνουν οι επικράτειες του βυθού και του ήλιου.
 
Μαστροπαύλος Νίκος Γ. (Bημαgazino)

Η ΘΑΛΑΣΣΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗ

Τη θάλασσα τη θάλασσα ποιος θα μπορέσει να την εξαντλήσει;

Γ. Σεφέρης

Κ. Παρθένης – Το λιμάνι της Καλαμάτας 

Αριστοτέλης Βαλαωρίτης – Ἡ Ξανθούλα«Μ᾿ ἀρέσ᾿ ἡ θάλασσα, γιατί μοῦ μοιάζει,
μ᾿ ἀρέσει, σ᾿ ἄκουσα να λες  κρυφά,
πότε ἀγριεύεται, βόγγει, στενάζει,
και πότε ὁλόχαρη παίζει γελᾷ.
Δεν εἶν᾿ ὁλόξανθη σαν τα μαλλιά μου;
Δεν εἶν᾿ ὁ κόρφος μου σαν τον ἀφρό;
Μέσα στα μάτια μου τα γαλανά μου
δεν ἔχω κύματα, τάφο, οὐρανό;
Μ᾿ ἀρέσ᾿ ἡ θάλασσα, γιατί μοῦ μοιάζει,
κι ἂς ἔχῃ μέσα της κόσμο θεριά…
Μη στην   καρδούλα μου μη δε   φωλιάζει
ἀγάπη ἀχόρταγη, σκληρή φωτιά;»
Κ᾿ ἐγὼ ἐχαιρόμουνα που χολιασμένη
φαρμάκι μὤσταζες μες στην ψυχή,
τη ζήλειά σου ἔβλεπα ξαγριωμένη,
στα χείλη σου ἔβραζε κάθε πνοή.
Τότ᾿ ἐκρεμάστηκα στην τραχηλιά σου
τη φλόγα σὤσβυσα με δυο   φιλιά,
την ὄψι ἐβύθισα μες στα μαλλιά σου,
στον κόρφο σου ἔστησα κρυφή φωλιά.
«Κῦμα μου ἀνήμερο, ψυχή μου, φθάνει.
Μὴ μ᾿ ἀγριεύεσαι,πλάγιασ᾿ ἐδῶ…
Θἆμαι για σένανε γλυκό λιμάνι…
Τί ἀξίζει ἡ θάλασσα χωρίς γιαλό;»

Νικόλαος Λύτρας – Βάρκα με πανί


Κώστας Βάρναλης – ΠΡΟΛΟΓΟΣ στο Φως που καίει

Να σ’ αγναντεύω, θάλασσα, να μη χορταίνω
απ’ το βουνό ψηλά
στρωτή και καταγάλανη και μέσα να πλουταίνω
απ’ τα μαλάματά σου τα πολλά.

Να ναι χινοπωριάτικον απομεσήμερο, όντας
μετ’ άξαφνη νεροποντή
χυμάει μες απ’ τα σύνεφα θαμπωτικά γελώντας
ήλιος χωρίς μαντύ.

Να ταξιδεύουν στον αγέρα τα νησάκια, οι κάβοι,
τ’ ακρόγιαλα σα μεταξένιοι αχνοί
και με τους γλάρους συνοδιά κάποτ’ ένα καράβι
ν’ ανοίγουν να το παίρνουν οι ουρανοί.

Ξανανιωμένα απ’ το λουτρό να ροβολάνε κάτου
την κόκκινη πλαγιά χορευτικά
τα πεύκα, τα χρυσόπευκα, κι’ ανθός του μαλαμάτου
να στάζουν τα μαλλιά τους τα μυριστικά.

Κι’ αντάμα τους να σέρνουνε στο φωτεινό χορό τους
ως μέσα στο νερό
τα ερημικά χιονόσπιτα-κι’ αυτά μες στ’ όνειρό τους
να τραγουδάνε, αξύπνητα καιρό.

Έτσι να στέκω, θάλασσα, παντοτεινέ έρωτά μου
με μάτια να σε χαίρομαι θολά
και να ναι τα μελλούμενα στην άπλα σου μπροστά μου,
πίσω κι’ αλάργα βάσανα πολλά.

Ως να με πάρεις κάποτε, μαργιόλα συ,
στους κόρφους σου αψηλά τους ανθισμένους
και να με πας πολύ μακρυά απ’ τη μαύρη τούτη Κόλαση,
μακρυά πολύ κι’ από τους μαύρους κολασμένους

Κ. Μαλέας – Σαντορίνη 

Νικηφόρος Βρεττάκος – Συνάντηση με τη θάλασσα
Ίσως είναι το μητρικό σου αλάτι
που σήμερα μ’ έφερε, θάλασσα,
κοντά σου. Αλλά κι αν ακόμη
δεν είσαι μητέρα μου, μοιάζουμε
πάντως. Μπορεί και τα λόγια μου
να είναι αέρας σαν τα δικά σου.
Καιρός είναι άλλωστε ν’ αφήσουμε
τα όνειρα, σαν μια φούχτα άμμο
που τη ρίχνουμε πίσω μας. Αρκεί
πως αυτός ο παράδοξα όμορφος
κόσμος μάς μάγεψε. Μεθύσαμε
θάλασσα!
Τόσο η ψυχή μου όσο
κ’ εσύ, τον γιομίσαμε κύματα.

Θεόφραστος Τριανταφυλλίδης – Δυο παιδιά στην παραλία


Νίκος Γκάτσος – Φέρτε μου τη θάλασσα

Φέρτε μου τη θάλασσα να την προσκυνήσω,
φέρτε μου τον ήλιο της να προσευχηθώ.
Έθρεψα τα σπλάχνα σου, κύμα πελαγίσιο,
με χιλιάδες μνήματα μέσα στο βυθό.

Φέρτε μου τη θάλασσα να την προσκυνήσω,
φέρτε μου τον ήλιο της να προσευχηθώ.
Φέρτε μου τη θάλασσα να την τραγουδήσω,
φέρτε μου τον ήλιο της για να ζεσταθώ.

Οι νεκρές αγάπες μου δεν θα ‘ρθούνε πίσω,
βάλτε με στον κόρφο της ν’ αποκοιμηθώ.
Φέρτε μου τη θάλασσα να την τραγουδήσω,
φέρτε μου τον ήλιο της για να ζεσταθώ.
Φέρτε μου τη θάλασσα να την προσκυνήσω,
φέρτε μου τον ήλιο της να προσευχηθώ.

Βάσος Γερμενής – Βάρκες


Γεώργιος Δροσίνης – Ἡ θάλασσα και τα ποτάμια


Πῆγαν τα ποτάμια
παραπονεμένα
κι εἶπαν τῆς θαλάσσης:
Φέρνομε σ᾿ ἐσένα
ὅλα μας τα πλούτη,
ὅλη τη χαρά μας,
ὅλη τη ζωή μας,
ὅλα τα νερά μας.
Και για   πληρωμή μας
συ τί μᾶς χαρίζεις;
Παίρνεις τὰανερά μας
και μᾶς τ᾿ ἁρμυρίζεις!

Και τους  εἶπ᾿ ἐκείνη:
Πῶς μπορῶ ν᾿ ἀλλάξω;
Τα γλυκά νερά σας
πῶς να τα   φυλάξω;
Εἶμ᾿ ἀπό τη  φύση
ἁρμυρή πλασμένη
Κι ἁρμυρό κοντά μου
κάθε τί θα γένει.
Τα παράπονά σας
πᾶνε στα χαμένα.
Θέτε το καλό σάς;
φεύγετ᾿ ἀπό μένα.

Άγγελος Γιαλλινάς – Στο ψάρεμα

Κική Δημουλά – Εξοπλισμός θερινών αναγκών
Απόσπασμα

Άπαντα τα λάμδα της θαλάσσης
προσεκτικά να τ’ ανεβάζει ένα ένα
μέσα σε διάφανα μπλε σταγονίδια μη σπάσουν
ο γερανός του γλάρου.

Ποια θάλασσα;
Σκέτο νερό πειρατής οφθαλμαπάτης.
Πρόσφυγας εκ της μακρινής κοσμογονίας.
Εκμαυλιστικά απέραντο χάρη στις βαραθρώσεις
σχιζοειδής οξυθυμίες αρχικά του σύμπαντος.
Οφθαλμοπόρνος της ιερόδουλης φυγής.

Ποια θάλασσα;
Καιρός να επικρατήσει η λογική
του σώματος ετούτου που διαθέτεις.

Ντύσου και κολύμπα.
(Απαγορεύεται η ρίψις δακρύων.
Είναι που είναι από μόνη της αλμυρή
λύσσα η ωριμότης).

Βασίλειος Χατζής – Πρωινό στην Κέρκυρα

Οδυσσέας Ελύτης -Μικρή Πράσινη Θάλασσα

Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριῶ χρονῶ
Πού θά ‘θελα νά σέ υἱοθετήσω
Νά σέ στείλω σχολεῖο στήν Ἰωνία
Νά μάθεις μανταρίνι καί ἄψινθο

Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριῶ χρονῶ
Στό πυργάκι τοῦ φάρου τό καταμεσήμερο
Νά γυρίσεις τόν ἥλιο καί ν’ ἀκούσεις
Πῶς ἡ μοίρα ξεγίνεται καί πῶς
Ἀπό λόφο σέ λόφο συνεννοοῦνται

Ἀκόμα οἱ μακρινοί μας συγγενεῖς
Πού κρατοῦν τόν ἀέρα σάν ἀγάλματα
Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριῶ χρονῶ
Μέ τόν ἄσπρο γιακά καί τήν κορδέλα
Νά μπεῖς ἀπ’ τό παράθυρο στή Σμύρνη

Νά μοῦ ἀντιγράψεις τίς ἀντιφεγγιές στήν ὀροφή
Ἀπό τά Κυριελέησον καί τά Δόξα Σοι
Καί μέ λίγο Βοριά λίγο Λεβάντε
Κύμα το κύμα νά γυρίσεις πίσω
Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριῶ χρονῶ

Γιά νά σέ κοιμηθῶ παράνομα
Καί νά βρίσκω βαθιά στήν ἀγκαλιά σου
Κομμάτια πέτρες τά λόγια τῶν Θεῶν
Κομμάτια πέτρες τ’ ἀποσπάσματα τοῦ Ἡράκλειτου

Μιχάλης Οικονόμου – Θαλασσινό τοπίο

Γιώργος Θέμελης – Σε ποιά θάλασσα

Σε ποια θάλασσα,
ποιός ουρανός
σ’ ἔχει φιλήσει;..
Τα μαλλιά σου τρυποῦν
την καρδιά τοῦ ἀνέμου,
σαν τα δέντρα και σαν τα  ταξίδια!

Το χέρι σου χαμόγελο,
φωνή σαν τοῦ νεροῦ,
σαν κοριτσιοῦ κάτασπρη ντάλια!
Ὅπου κι ἂν κοιτάξεις,
προβάλλει το πρόσωπό σου,
κατεβαίνει το βλέμμα σου
από χίλια
λουλούδια!

Κοίταξε, κάλλιο,
τον ἴσκιο που πέφτει,
τον καβαλλάρη τῆς βροχῆς,
το χαμογέλιο
τοῦ καλοῦ θεοῦ!..

Σπύρος Βασιλείου –  Το χρώμα που έπαιρνε η θάλασσα πέρυσι το καλοκαίρι, 1963


Κ. Π. Καβάφης – Φωνή απ’ την Θάλασσα

Βγάζει η θάλασσα κρυφή φωνή —
φωνή που μπαίνει
μες στην καρδιά μας και την συγκινεί
και την ευφραίνει.

Τραγούδι τρυφερό η θάλασσα μας ψάλλει,
τραγούδι που έκαμαν τρεις ποιηταί μεγάλοι,
ο ήλιος, ο αέρας και ο ουρανός.
Το ψάλλει με την θεία της φωνή εκείνη,
όταν στους ώμους της απλώνει την γαλήνη
σαν φόρεμά της ο καιρός ο θερινός.

Φέρνει μηνύματα εις ταις ψυχαίς δροσάτα
η μελωδία της. Τα περασμένα νειάτα
θυμίζει χωρίς πίκρα και χωρίς καϋμό.
Οι περασμένοι έρωτες κρυφομιλούνε,
αισθήματα λησμονημένα ξαναζούνε
μες στων κυμάτων τον γλυκόν ανασασμό.

Τραγούδι τρυφερό η θάλασσα μας ψάλλει,
τραγούδι που έκαμαν τρεις ποιηταί μεγάλοι,
ο ήλιος, ο αέρας και ο ουρανός.
Και σαν κυττάζεις την υγρή της πεδιάδα,
σαν βλέπεις την απέραντή της πρασινάδα,
τον κάμπο της πούναι κοντά και τόσο μακρυνός,
γεμάτος με λουλούδια κίτρινα που σπέρνει
το φως σαν κηπουρός, χαρά σε παίρνει
και σε μεθά, και σε υψώνει την καρδιά.
Κι αν ήσαι νέος, μες σταις φλέβες σου θα τρέξη
της θάλασσας ο πόθος· θα σε ’πη μια λέξι
το κύμα απ’ τον έρωτά του, και θα βρέξη
με μυστική τον έρωτά σου μυρωδιά.

Βγάζει η θάλασσα κρυφή φωνή —
φωνή που μπαίνει
μες στην καρδιά μας και την συγκινεί
και την ευφραίνει.

Τραγούδι είναι, ή παράπονο πνιγμένων; —
το τραγικό παράπονο των πεθαμένων,
που σάβανό των έχουν τον ψυχρόν αφρό,
και κλαίν για ταις γυναίκες των, για τα παιδιά των,
και τους γονείς των, για την έρημη φωλιά των,
ενώ τους παραδέρνει πέλαγο πικρό,

σε βράχους και σε πέτραις κοφτεραίς τους σπρώχνει,
τους μπλέκει μες στα φύκια, τους τραβά, τους διώχνει,
κ’ εκείνοι τρέχουνε σαν νάσαν ζωντανοί
με ολάνοιχτα τα μάτια τρομαγμένα,
και με τα χέρια των άγρια, τεντωμένα,
από την αγωνία των την υστερνή.

Τραγούδι είναι, ή παράπονο πνιγμένων;—
το τραγικό παράπονο των πεθαμένων
που κοιμητήριο ποθούν χριστιανικό.
Τάφο, που συγγενείς με δάκρυα ραντίζουν,
και με λουλούδια χέρια προσφιλή στολίζουν,
και που ο ήλιος χύνει φως ζεστό κ’ ευσπλαγχνικό.

Τάφο, που ο πανάχραντος Σταυρός φυλάει,
που κάποτε κανένας ιερεύς θα παή
θυμίαμα να κάψη και να ‘πη ευχή.
Χήρα τον φέρνει που τον άνδρα της θυμάται
ή υιός, ή κάποτε και φίλος που λυπάται.
Τον πεθαμένο μνημονεύουν· και κοιμάται
πιο ήσυχα, συγχωρεμένη η ψυχή. 

Κώστας Γραμματόπουλος – Αιγαίον VI, 1970

Νίκος Καββαδίας – Σπουδή θαλάσσης

Αγνάντευε απ’ το κάσσαρο τη θάλασσα ο “Πυθέας”
κι όλο δεξιά και αριστερά σκουντούφλαγε βαριά.
Κι απάνω στο άρμπουρο, ο μουγγός, ο γιος της Δωροθέας,
είχε κιαλάρει δυο γυμνές γυναίκες στη στεριά.

Τότε στην Πίντα κλέψαμε του Αζτέκου την κορνιόλα.
Τραγίσιο δέρμα το κορμί και μέσαθε πουρί.
Φορτίο ποντίκια και σκορπιοί τσιφάρι, στα πανιόλα.
Στο Πάλος κουβαλήσαμε το αγιάτρευτο σπυρί.

Και προσκυνώντας του μεγάλου Χάνου τ’ αποκείνα
καβάλα στις μικρόσωμες Κινέζες στις πιρόγες,
– μετάξι ανάριο τρίχωμα, τριανταφυλλένιες ρώγες –
φέραμε κείνον τον κλεμμένο μπούσουλα απ’ την Κίνα.

Δεμένα τα ποδάρια μας στου Πάπα τις γαλέρες
κουρσεύαμε του ωκεανού τα πόρτα ή τα μεσόγεια.
Σπέρναμε όπου περνούσαμε πανούκλα και χολέρα
μπερδεύοντας με το τρελό μας σπέρμα όλα τα σόγια.

Όπου γυναίκα, σε ναούς, καλύβα ή σε παλάτι,
σε κάσες με μπαχαρικά ή πίσω από βαρέλια,
μας καθαρίζαν τις παλιές πληγές από το αλάτι,
πότε ντυμένες στα χρυσά και πότε στα κουρέλια.

Απίκου πάντα οι άγκυρες και οι κάβοι πάντα ντούκια.
Ορθοί πάντα κι αλύγιστοι στην ανεμορριπή,
μασώντας, σαν τα ζωντανά, μπανάνες και φουντούκια,
κατάβαθα πιστεύοντας: αμάρτημα η ντροπή.

Στα όρτσα να προλάβουμε. Τραβέρσο και προχώρα.
Να πάμε να ξοδέψουμε την τελευταία ριξιά
σε κείνη την απίθανη σ’ όλο τον κόσμο χώρα
που τα κορίτσια το ‘χουνε στα δίπλα ή και λοξά.

Παναγιώτης Τέτσης – Ύδρα, θάλασσα, 1998


Νίκος Καρούζος – Θάλασσα: η αρχαιότητα της γεωγραφίας
Μια μεγάλη θάλασσα στο τετράγωνο είναι μάλλον ένα πέλαγος

μια μεγάλη θάλασσα στον κύβο είναι ο βαθυστέναχτος ωκεανός…
Ο μετάλλινος λυρισμός του γηραλέου αιώνα μας
του μυτερού καιρού μας του ουρανοξύστη
που νυχτερεύει σε ακατέργαστο έρωτα διδάσκοντας
ερημία στην έναστρη γλαφυρότητα της καμπύλης
κι ανεχόρταγα φιλιέται στα νυχτιάτικα κοιμητήρια
με τη ψηλόφλογη κι απαρομοίαστη άλγεβρα
τη στιλπνότατη αραπίνα του Μεσαίωνα –
ο μετάλλινος λυρισμός που διαφεντεύει τα πλήθη και συνταράζει
το γαλαζοπράσινο ροχάλισμα των κυμάτων
εκείνος όπου ποτέ δεν την έμαθε
την αθάμπωτη φωταψία της ακατάκριτης τίγρης
κάνει χιλιάδες την οργή κι αμέτρητη τη θλίψη
βρωμίζοντας τη μεγάλη μας αρχαιότητα: τη θάλασσα
τη λάμπουσα μητέρα της βιολογίας.

Τι σύνολα συνωστίζονται στα ευλύγιστα του Νηρέα τα βάραθρα
τι σύνολα διαπρέπουν έρημα κι αλάλητα
στη μονοκόμματη σιγή στ’ αξήλωτα τα βάθια…
Βλέπεις τον εύοσμο ρυθμό φιλότητας και έριδας
τον άρρητο ρυθμό που δεν αλλάζει
μα όμως ούτε που μεινέσκει μια κατάφορτη στιγμή
στα βρόχια της ασάλευτης ταυτότητας
έσω κι ένα κοιμισμένο δευτερόλεπτο
στην ίδια λάμψη την αλαφρογέννητη
στου γερο-φόβου το χιλιοσκότεινο κάτεργο
μη στέργοντας το ίδιο στασίδι –
μακρόσυρτο κι άναυδο μυστήριο
που ρέπει μ’ άφαντους χορούς απ’ αναρίθμητα
τραγουδιστά κι αμάντευτα ηλεκτρόνια
στη μανιώδη κίνηση τη σκλάβα του νερού με τόσα χρώματα.

Βλέπεις τη φύση και τη λες Αγνούλα μες στη θάλασσα
την ομορφιά στοχάζοντας πιότερο δακρυσμένη
τα ερεβώδη γεγονότα δίχως
του προπάτορα πόνου την αλλόφρονη κραυγή
το άπειρο κοντινότερο στην οικουμένη.
Βλέπεις τη μάνα τρικυμία σαν αρχόντισσα
να συναδράχνει τα δρακόντεια παιδιά της
τα γαλανόστηθα κύματα στον πόλεμο
τον αναμάρτητο με τ’ άστρα.

Βλέπεις την άσπιλη κι ατρέμιστη σιγή
σε γάμο στυγερό με τα ουρλιάσματα
κραδαίνεις ύψη γοερά, την άσωτη χαρά την καταιγιδα
να τους κερνά τους κεραυνούς ωσάν
ξεστήθωτες νεράιδες κι όπως
ο μέγας υετός απ’ του νερού το βάρβαρο φτεράκισμα,
το λάγνο βροντοκόπι, ξεθυμαίνει
ηδονικά ραγίσματα στα λιπόσαρκα σύγνεφα τα ξεθεωμένα
χαρίζουν ένα λιγοστό γαλάζιο βλαστερής ουρανοφάνειας
προβάλλει σώος ο μουγγός ο ήλιος ο μαχαιροβγάλτης
και τη μαυρίλα γύρωθε την κρεουργεί και την πεθαίνει
γιατί είναι αυτός που και τη νύχτα τη γενέτειρα
την έχει στη δική του τυραννίδα
την έχει και του τραγουδά στο βάραθρο
με μια μεγάλη φεγγαρόχαρη κιθάρα.

Στομώνει ο ύπνος τη ζωή και την υψώνει ως το θάνατο
τη στεφανώνει μ’ ένα έρημο στραφτάλισμα του Άδη
κι αν είναι δόξασμα θωριάς η πικροθάλασσα
κι αν είν’ το πιο ζωγραφιστό και θείο χασομέρι
καθώς απλώνει τον αφρόπλαστο χιτώνα της το τίποτα
στα σεμνόχρωμα βράχια τα ορυχτόζωα
κι αλλάζοντας αμέσως αθωότητα
πισωδρομίζει στα δικά της τρυφερά σκοτάδια
σημάδι της αλήθειας τούτης ας υπάρχει
του ποιήματος ο ήχος.

Γιάννης Τσαρούχης – Νέος κοιμισμένος δίπλα στη θάλασσα


Κ. Καρυωτάκης – Το Εγκώμιο της Θαλάσσης

Ι)

Η θάλασσα είναι η μόνη μου αγάπη. Γιατί έχει την όψη του ιδανικού. Και τ’ όνομά της είναι ένα θαυμαστικό.

Δε θυμάμαι το πρώτο αντίκρισμά της. Χωρίς άλλο θα κατέβαινα από μια κορφή, φέρνοντας αγκαλιές λουλούδια. Παιδί ακόμα, εσκεπτόμουν το ρυθμό του φλοίσβου της. Ξαπλωμένος στην αμμουδιά, εταξίδευα με τα καράβια που περνούσαν. Ένας κόσμος γεννιόταν γύρω μου. Οι αύρες μού άγγιζαν τα μαλλιά. Αστραφτε η μέρα στο πρόσωπό μου και στα χαλίκια. Όλα μου ήταν ευπρόσδεκτα: ο ήλιος, τα λευκά σύννεφα, η μακρινή βοή της.

Αλλά η θάλασσα επειδή ήξερε, είχε αρχίσει το τραγούδι της, το τραγούδι της που δεσμεύει και παρηγορεί.

Είδα πολλά λιμάνια. Στοιβαγμένες πράσινες βάρκες επήγαιναν δώθε κείθε σαν εύθυμοι μικροί μαθητές. Κουρασμένα πλοία, με ονόματα περίεργα, εξωτικά, ύψωναν κάθε πρωί τη σκιά τους. Ανθρωποι σκεφτικοί, ώριμοι από την άλμη, ανέβαιναν σταθερά τις απότομες, κρεμαστές σκάλες. Αγρια περιστέρια ζυγίζονταν στις κεραίες.

Ύστερα ενύχτωσε. Μια κόκκινη γραμμή στον ορίζοντα, μόλις έβρισκε απάντηση στις ράχες των μεγάλων, αργών κυμάτων. Εσάλευαν σαν από κάποια μυστική, εσωτερική αιτία, και άπλωναν πλησιάζοντας, για να σπάσουν απαλά, βουβά. Όλα τ’ άλλα — ο ουρανός, τα βουνά αντίκρυ, το ανοιχτό πέλαγος — ένα τεράστιο μάυρο παραπέτασμα.

ΙΙ)

Έζησε κανείς θλιβερά πράγματα. (Σπίτια μαύρα, κλειστά. Αναιμικά, εξόριστα δέντρα του δρόμου. Η «μαντάμα» μετράει απογοητευμένη τις μάρκες της. Στην πλατεία οι λούστροι, κουρασμένοι να κάθονται, σηκώνονται και παίζουν μεταξύ τους. Ο νέος νομάρχης, με μονόκλ, επροσφώνησε τους υπαλλήλους. Δίπλα εξύπνησαν για να πάρουν το τρένο. Ποτά ανδρών 10 δρ., ποτά γυναικών 32,50 δρ.) Στον άνεμο ανοίγει ένα παράθυρο, κ’ έρχεται μπροστά μας. Όλα ξεχνιούνται. Είναι εκεί, άσπιλη, απέραντη, αιώνια. Με το πλατύ της γέλιο σκεπάζει την ασχήμια της. Με τη βαθύτητά της μυκτηρίζει. Η ψυχή του εμπόρου πεθαμένη και περπατεί. Η ψυχή της κοσμικής κυρίας φορεί τα πατίνια της. η ψυχή του ανθρώπου λούζεται στην αγνότητα της θαλάσσης. Βρίσκει η νοσταλγία μας διέξοδο και ο πόνος μας την έκφρασή του.



Ιωάννης Αλταμούρας- Θάλασσα 

Κώστας Ουράνης – Στη θάλασσα

Ω Θάλασσα! σαν ήμουνα παιδί, εξεκινούσα
απ’ το μικρό μου το χωριό κι ερχόμουνα σε σένα
κι από ‘να βράχο κοίταζα, ρεμβαστικά, για ώρες
τα κύματά σου κάτω μου να σκάζουν αφρισμένα.

Μέσα μου σάλευε η ψυχή για μακρινά ταξίδια
κι ονειρευόμουνα λαμπρές, μεγάλες πολιτείες
όπου θα ζούσα μια ζωή φανταχτερή, παρόμοια
μ’ εκείνη που σε ξενικές εδιάβαζα ιστορίες.

Τώρα, από κείνον τον καιρό έχουν περάσει χρόνια,
τα βήματά μου έσυρα σε πλήθος ξένους τόπους
και γνώρισα όλες τις ζωές και όλους τους ανθρώπους
και, κουρασμένος, έρχομαι σήμερα να ξεχάσω
της ταραγμένης μου ζωής τη μάταιη ιστορία

μες τη δική σου, ω Θάλασσα, μεγάλη ανησυχία!

Κ Βολανάκης – Το λιμάνι του Βόλου


Κωστής Παλαμάς – Μία Πίκρα


Τα πρώτα μου χρόνια τ’ αξέχαστα τα ‘ζησα
κοντά στ’ ακρογιάλι,
στη θάλασσα εκεί τη ρηχή και την ήμερη,
στη θάλασσα εκεί την πλατιά, τη μεγάλη.

Και κάθε φορά που μπροστά μου η πρωτάνθιστη
ζωούλα προβάλλει,
και βλέπω τα ονείρατα κι ακούω τα μιλήματα
των πρώτων μου χρόνων κοντά στο ακρογιάλι,

στενάζεις καρδιά μου το ίδιο αναστέναγμα:
Να ζούσα και πάλι
στη θάλασσα εκεί τη ρηχή και την ήμερη,
στη θάλασσα εκεί την πλατιά, τη μεγάλη.

Μια μένα είναι η μοίρα μου, μια μένα είν’ η χάρη μου,
δεν γνώρισα κι άλλη:
Μια θάλασσα μέσα μου σα λίμνη γλυκόστρωτη
και σαν ωκιανός ανοιχτή και μεγάλη.

Και να! μεσ’ στον ύπνο μου την έφερε τ’ όνειρο
κοντά μου και πάλι
τη θάλασσα εκεί τη ρηχή και την ήμερη,
τη θάλασσα εκεί την πλατιά, τη μεγάλη.

Κι εμέ, τρισαλίμονο! μια πίκρα με πίκραινε,
μια πίκρα μεγάλη,
και δε μου τη γλύκαινες πανώριο ξαγνάντεμα
της πρώτης λαχτάρας μου, καλό μου ακρογιάλι!

Ποια τάχα φουρτούνα φουρτούνιαζε μέσα μου
και ποια ανεμοζάλη,
που δε μου την κοίμιζες και δεν την ανάπαυες,
πανώριο ξαγνάντεμα κοντά στ’ ακρογιάλι;

Μια πίκρα είν’ αμίλητη, μια πίκρα είν’ αξήγητη,
μια πίκρα μεγάλη,
η πίκρα που είν’ άσβηστη και μεσ’ τον παράδεισο
των πρώτων μας χρόνων κοντά στο ακρογιάλι.

Γεώργιος Ροϊλός – Τοπίο με θάλασσα 

Γιάννης Ρίτσος – Το εμβατήριο του ωκεανού 

απόσπασμα

ΘΑΛΑΣΣΑ θάλασσα
στο νου στην ψυχή και στις  φλέβες μας θάλασσα.
Εἴδαμε τα πλοῖα να φέρνουν τις μυθικές χῶρες
ἐδῶ στην ξανθή αμμουδιά
ὅπου ἀργοποροῦν οἱ βραδινοί ὁδοιπόροι.
Ντύσαμε τις παιδικές ἀγάπες μας
με νωπά φύκια.
Προσφέραμε στους θεούς τῆς ἀκρογιαλιᾶς
ὄστρακα στιλπνά και βότσαλα.
Χρώματα πρωινά διαλυμένα στο νερό
πυρκαϊές δειλινῶν στους ὤμους τῶν γλάρων
κατάρτια που δείχνουν το ἄπειρο
ανοιχτά κατώφλια στο βῆμα τῆς νύχτας
και πάνω ἀπ’ τον ὕπνο τῆς πέτρας
μετέωρο κατάφωτο ἀσίγαστο
το τραγούδι τῆς θάλασσας
να μπαίνει ἀπ’ τα μικρά παράθυρα
να σχεδιάζει κήπους λάμψεις και ὄνειρα
στα νωπά τζάμια και στα   κοιμισμένα μέτωπα.

Σπύρος Παπαλουκάς –  Θάλασσα στην Πάρο, 1948.


Γ.Σεφέρης – Η θάλασσα…

Η θάλασσα, πώς έγινε έτσι η θάλασσα
Άργησα χρόνια στα βουνά,
με πλήγωσαν οι πυγολαμπίδες.
Τώρα σε τούτο τ’ ακρογιάλι περιμένω
ν’ αράξει ένας άνθρωπος
ένα υπόλειμμα, μια σχεδία.

Μα μπορεί να κακοφορμίσει η θάλασσα;
Ένα δελφίνι την έσκισε μια φορά
κι ακόμη μια φορά
η άκρη του φτερού ενός γλάρου.
Κι όμως ήταν γλυκό το κύμα
όπου έπεφτα παιδί και κολυμπούσα
κι ακόμη σαν ήμουν παλληκάρι
καθώς έψαχνα σχήματα στα βότσαλα,
γυρεύοντας ρυθμούς,
μου μίλησε ο θαλασσινός Γέρος:

«Εγώ είμαι ο τόπος σου,
ίσως να μην είμαι κανείς
αλλά μπορώ να γίνω αυτό που θέλεις»

Γιολδάσης Δημήτρης-Ορμίσκος με πλεούμενα


Γιώργος Σαραντάρης -Άλλοτε η θάλασσα

Άλλοτε η θάλασσα μας είχε σηκώσει στα φτερά της
Μαζί της κατεβαίναμε στον ύπνο
Μαζί της ψαρεύαμε τα πουλιά στον αγέρα
Τις μέρες κολυμπούσαμε μέσα στις φωνές
και τα χρώματα
Τα βραδιά ξαπλώναμε κάτω απ’ τα δέντρα και τα σύννεφα
Τις νύκτες ξυπνούσαμε για να τραγουδήσουμε
Ήταν τότε ο καιρός τρικυμία χαλασμός κόσμου
Και μονάχα ύστερα ησυχία
Αλλά εμείς πηγαίναμε χωρίς να μας εμποδίζει κανείς
Να σκορπάμε και να παίρνουμε χαρά
Από τους βράχους ως τα βουνά μας οδηγούσε
ο Γαλαξίας
Και όταν έλειπε η θάλασσα ήταν κοντά ο θεός

Κώστας Τσόκλης

Δ. Σολωμός – Γαλήνη


Δὲν ἀκούεται οὔτ᾿ ἕνα κῦμα
εἰς τὴν ἔρμη ἀκρογιαλιά,
Λὲς καὶ ἡ θάλασσα κοιμᾶται
μὲς τῆς γῆς τὴν ἀγκαλιά.

Γ. Σταθόπουλος – Κοπέλα και πλοίο


Ντίνος Χριστιανόπουλος – Η Θάλασσα

Η θάλασσα είναι σαν τον έρωτα:

μπαίνεις και δεν ξέρεις αν θα βγεις.

Πόσοι δεν έφαγαν τα νιάτα τους –

μοιραίες βουτιές, θανατερές καταδύσεις,

γράμπες, πηγάδια, βράχια αθέατα,

ρουφήχτρες, καρχαρίες, μέδουσες.

Αλίμονο αν κόψουμε τα μπάνια

Μόνο και μόνο γιατί πνίγηκαν πεντέξι.

Αλίμονο αν προδώσουμε τη θάλασσα

Γιατί έχει τρόπους να μας καταπίνει.

Η θάλασσα είναι σαν τον έρωτα: χίλιοι τη χαίρονται – ένας την πληρώνει.

 Γιάννης Γαϊτης – Οδυσσέας και σειρήνες

Δημοσθένης Βουτυράς – ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ

Η θάλασσα τώρα κουνιόταν πιο ταραγμένη, πιο αφρισμένη, σαν η εμφάνιση των μαύρων συννέφων να την είχε εξαγριώσει περισσότερο. Και ο ουρανός σκεπαζόταν από μαύρα σύννεφα, που τρέχανε, απλωνόντανε γρήγορα, βιαστικά.

Κίτρινοι, φοβισμένοι ήταν όλοι. Κάποτε ρίχνανε μια άγρια ματιά στον παπά που μαζεμένος, κοντά σ΄ ένα γίγαντα ναυτικό, κοίταζε τα κύματα.

– Αμ΄ στόπα! έλεγε ένας επιβάτης ψηλός, κοκκαλιάρης, στόπα άμα τον είδα! Τι διάολο τον ήθελε ο Μιχαλιός μέσα! Δεν έπρεπε να τον πάρει, δεν έπρεπε! Νάμουν εγώ και νάβαζα αυτόν το διάολο μέσα!…

– Στο διάολο, έκανε ο άλλος, που τον άκουγε, δεν ξέρω τι θέλουνε και ταξιδεύουνε αυτοί οι σατανάδες! Αυτοί δεν έπρεπε να το κουνούν απ΄ τον τόπον τους.

– Είναι δαιμόνοι σωστοί!

Και η θάλασσα αγρίευε, ύψωνε τα κύματά της, άνοιγε μύρια στόματα ν΄ αρπάξει το μικρό πλοίο, που πετούσε ψηλά και φαινότανε να παίζει μ΄ αυτό πριν το καταπιεί. Και τα σύννεφα απλώνονταν, ξετυλίγονταν, κατέβαιναν.

Τους φαίνονταν ότι όλα, που πριν ήταν άψυχα, η θάλασσα, τα σύννεφα, ο άνεμος που περνούσε φωνάζοντας άγρια στ΄ αυτιά του, όλα τώρα νάχανε πάρει ζωή, τη ζωή τους και ζητούσανε ν΄ αρπάξουνε να δαγκώσουνε να καταστρέψουν το μικρό σκαφίδι με τους ανθρώπους πούχε μέσα.

Μια αστραπή έλαμψε στα σκοτεινά σύννεφα. Άλλη πάλι φάνηκε…

Φωνή τρόμου ξαφνικά :

– Πάει, πάει! χαθήκαμε! Δεν έχουμε σωμό!…

– Σκάσε βρε, τρελάθηκες; φώναξε, ένας γέρος ναύτης σ΄ αυτόν πούπε αυτά τα λόγια, βλέποντάς τον με άγρια μάτια.

– Τι έπαθες βρε, τρελάθηκες; του είπε και ο γίγαντας ναυτικός που καθόταν κοντά στον παπά.

– Όχι, μωρέ, έτσι σα νάδα το μακαρίτη τον πατέρα μου στην αστραπή!

Οι επιβάτες κοιταχτήκανε. Ο κοκκαλιάρης κούνησε το κεφάλι.

Σιωπηλοί μέναμε. Κάποτε ρίχνανε στον παπά καμμιά ματιά…

Αλλ΄ η θάλασσα ακόμα αγρίευε, αστραπές λάμπανε μια πάνω στην άλλη, και κάτι σύννεφα πέρα, κατέβαιναν χαμηλά, χαμηλά, κ΄ έτσι φαινόντανε να περιμένουν τη διάβαση του μικρού πλοίου.

Και το μικρό πλοίο σηκωνόταν ψηλά, πετιότανε στα ύψη, κι άλλοτε γκρεμιζότανε στα βάθη, για να φανεί πάλι στις πλάτες των αφρισμένων κυμάτων.

– Αυτός, αυτός φταίει! ακούστηκε ξαφνικά μια φωνή, η φωνή του κοκκαλιάρη· είχε σηκωθεί και έδειχνε τον παπά.

– Αυτός, ναι αυτός! φώναξαν και οι άλλοι μέσα στον πάταγο της τρικυμίας. Δε θα σωθούμε αν δε φύγει αυτός!

– Στη θάλασσα! Έξω ο τρισκατάρατος!

Ο παπάς έκανε να σηκωθεί, αλλ΄ ο γίγαντας ναυτικός τον άρπαξε, αυτό κάνανε και οι άλλοι που ήταν δίπλα του, απ΄ την άλλη μεριά του.

Έκανε ο παπάς να παλέψει, αλλ΄ αυτοί τον σήκωσαν ουρλιάζοντας όμοια με τα στοιχιά που τους κύκλωναν…

– Στη θάλασσα!

Ο παπάς σα νάταν από πούπουλο υψώθηκε στα δυνατά τους χέρια…

– Παιδιά ο Θεός… θέλησε να πει.

Αλλ΄ η φωνή του πνίγηκε μέσ’ στα ουρλιάσματα των άλλων και στις φωνές της τρικυμίας, που σα να υψώθηκαν πιο δυνατά, θριαμβευτικά έπειτα, στο πέταμα ενός θύματος.

Από τη συλλογή Είκοσι διηγήματα (1924), σ. 43-45.

πηγή https://www.sarantakos.com/

Νεκρή φύση στη θάλασσα, 1965

ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΡΚΑΒΙΤΣΑΣ – Η ΘΑΛΑΣΣΑ

Ο πατέρας μου – μύρο το κύμα που τον τύλιξε – δεν είχε σκοπό να με κάμει ναυτικό.

– Μακριά, έλεγε, μακριά, παιδί μου, απ’ τ’ άτιμο στοιχειό!

Δεν έχει πίστη, δεν έχει έλεος. Λάτρεψέ την όσο θες, δόξασε την· εκείνη το σκοπό της. Μην κοιτάς που χαμογελά, που σου τάζει θησαυρούς. Αργά γρήγορα θα σου σκάψει το λάκκο ή θα σε ρίξει πετσί και κόκαλο, άχρηστο στον κόσμο. Είπες θάλασσα, είπες γυναίκα, το ίδιο κάνει.

Και τα έλεγε αυτά άνθρωπος που έφαγε τη ζωή του στο καράβι, που ο πατέρας, ο πάππος, ο πρόπαππος, όλοι ως τη ρίζα της γενιάς ξεψύχησαν στο παλαμάρι. Μα δεν τα έλεγε μόνον αυτός, αλλά κι οι άλλοι γέροντες του νησιού, οι απόμαχοι των αρμένων τώρα, και οι νιότεροι, που είχαν ακόμη τους κάλλους στα χέρια, όταν κάθιζαν στον καφενέ να ρουφήξουν τον ναργιλέ, κουνούσαν το κεφάλι και στενάζοντας έλεγαν:

– Η θάλασσα δεν έχει πια ψωμί. Ας είχα ένα κλήμα στη στεριά και μαύρη πέτρα να ρίξω πίσω μου.

Η αλήθεια είναι πως πολλοί τους όχι κλήμα, άλλα νησί ολάκερο μπορούσαν ν’ αποχτήσουν με τα χρήματα τους. Μα όλα τα έριχναν στη θάλασσα. Παράβγαιναν ποιος να χτίσει μεγαλύτερο καράβι, ποιος να πρωτογίνει καπετάνιος. Και γω που άκουα συχνά τα λόγια τους και τα έβλεπα τόσο ασύμφωνα με τα έργα τους δε μπορούσα να λύσω το μυστήριο. Κάτι, έλεγα, θεϊκό ερχόταν κι έσερνε όλες εκείνες τις ψυχές και τις γκρέμιζε άβουλες στα πέλαγα, όπως ο τρελοβοριάς τα στειρολίθαρα.

Αλλά το ίδιο κάτι μ’ έσπρωχνε και μένα εκεί. Από μικρός την αγαπούσα τη θάλασσα. Τα πρώτα βήματα μου να ειπείς, στο νερό τα έκαμα. Το πρώτο μου παιχνίδι ήταν ένα κουτί από λουμίνια μ’ ένα ξυλάκι ορθό στη μέση για κατάρτι, με δυο κλωστές για παλαμάρια, ένα φύλλο χαρτί για πανάκι και με την πύρινη φαντασία μου που το έκανε μπάρκο τρικούβερτο. Πήγα και το έριξα στη θάλασσα με καρδιοχτύπι. Αν θέλεις, ήμουν και γω εκεί μέσα. Μόλις όμως το απίθωσα, και βούλιαξε στον πάτο. Μα δεν άργησα να κάμω άλλο μεγαλύτερο από σανίδια. Ο ταρσανάς για τούτο ήταν στο λιμανάκι του Αϊ-Νικόλα. Το έριξα στη θάλασσα και τ’ ακολούθησα κολυμπώντας ως την εμπατή του λιμανιού που το πήρε το ρέμα μακριά. Αργότερα έγινα πρώτος στο κουπί, στο κολύμπι πρώτος, τα λέπια μου έλειπαν.

– Μωρέ γεια σου, και συ θα μας ντροπιάσεις όλους, έλεγαν οι γεροναύτες, όταν μ’ έβλεπαν να τσαλαβουτώ σαν δέλφινας.

Εγώ καμάρωνα και πίστευα να δείξω προφητικά τα λόγια τους. Τα βιβλία – πήγαινα στο Σχολαρχείο θυμούμαι – τα έκλεισα για πάντα. Τίποτα δεν έβρισκα μέσα να συμφωνεί με τον πόθο μου. Ενώ εκείνα που είχα γύρω μου, ψυχωμένα κι άψυχα, μού έλεγαν μύρια. Οι ναύτες με τα ηλιοκαμένα τους πρόσωπα και τα φανταχτερά τους ρούχα· οι γέροντες με τα διηγήματά τους· τα ξύλα με τη χτυπητή κορμοστασιά, οι λυγερές με τα τραγούδια τους:

Όμορφος που ’ναι ο γεμιτζής, όταν βραχεί κι αλλάξει

και βάλει τ’ άσπρα ρούχα του και στο τιμόνι κάτσει.

Το άκουα από την κούνια μου κι έλεγα πως ήταν φωνή του νησιού μας, που παρακινούσε τους άντρες στη θαλασσινή ζωή. Έλεγα πότε και γω να γίνω γεμιτζής και να κάτσω θαλασσοβρεμένος στο τιμόνι. Θα γινόμουν όμορφος τότε, παλλήκαρος σωστός, θα με καμάρωνε το νησί, θα με αγαπούσαν τα κορίτσια! Ναι· την αγαπούσα τη θάλασσα! Την έβλεπα ν’ απλώνεται απ’ τ’ ακρωτήρι ως πέρα, πέρα μακριά, να χάνεται στα ουρανοθέμελα σαν ζαφειρένια πλάκα στρωτή, βουβή και πάσχιζα να μάθω το μυστικό της. Την έβλεπα, οργισμένη άλλοτε, να δέρνει με αφρούς τ’ ακρογιάλι, να καβαλικεύει τα χάλαρα, να σκαλώνει στις σπηλιές, να βροντά και να ηχάει, λες και ζητούσε να φτάσει στην καρδιά τής Γης για να σβήσει τις φωτιές της. Κι έτρεχα μεθυσμένος να παίξω μαζί της, να τη θυμώσω, να την αναγκάσω να με κυνηγήσει, να νιώσω τον αφρό της απάνω μου, όπως πειράζουμε αλυσοδεμένα τ’ αγρίμια. Και όταν έβλεπα καράβι να σηκώνει την άγκυρα, να βγαίνει από το λιμάνι και ν’ αρμενίζει στ’ ανοιχτά· όταν άκουα τις φωνές των ναυτών που γύριζαν τον αργάτη και τα καταβοδώματα των γυναικών, η ψυχή μου πετούσε θλιβερό πουλάκι απάνω του. Τα σταχτόμαυρα πανιά, τα ολοφούσκωτα· τα σχοινιά τα κοντυλογραμμένα· τα πόμολα που άφηναν φωτεινή γραμμή ψηλά μ’ έκραζαν να πάω μαζί τους, μου έταζαν άλλους τόπους, ανθρώπους άλλους, πλούτη, χαρές, φιλιά. Και νυχτόημερα η ψυχή μου κατάντησε άλλον πόθο να μην έχει παρά το ταξίδι. Ακόμη και την ώρα που ερχόταν πικρό χαμπέρι στο νησί και ο πνιγμός πλάκωνε τις ψυχές όλων και χυνόταν βουβή η θλίψη από τα ζαρωμένα μέτωπα ως τ’ άψυχα λιθάρια της ακρογιαλιάς· όταν έβλεπα τα ορφανοπαίδια στους δρόμους και τις γυναίκες μαυροφόρες, απαρηγόρητες τις αρραβωνιαστικιές· όταν άκουγα να διηγούνται ναυαγοί το μαρτύριο τους, πείσμα μ’ έπιανε που δεν ήμουν και γω μέσα· πείσμα και σύγκρυο μαζί.

Δεν κρατήθηκα περισσότερο. Έλειπε ο πατέρας με τη σκούνα στο ταξίδι. Μίσευε κι ο καπετάν Καλιγέρης, ο θείος μου, για τη Μαύρη θάλασσα. Του έπεσα στο λαιμό· τον παρακάλεσε κι η μάννα μου από φόβο μην αρρωστήσω· με πήρε μαζί του.

– Θα σε πάρω, μου λέει, μα θα δουλέψεις· το καράβι θέλει δουλειά. Δεν είναι ψαρότρατα να ’χεις φαΐ και ύπνο.

Τον φοβόμουνα πάντα το θείο μου. Ήταν άγριος και κακός σε μένα, όπως και στους ναύτες του. Κάλλιο σκλάβος στ’ Αλιτζέρι — παρά με τον Καλιγέρη, έλεγαν για να δείξουν την απονιά του. Ό,τι παστό παλιοκρέατο, μουχλιασμένος μπακαλάος, αλεύρι πικρό, σκουληκιασμένη γαλέτα, τυρί – τεμπεσίρι, στην αποθήκη του Καλιγέρη βρισκότανε. Κι ο λόγος του πάντα προσταγή, αγριοβλαστήμια και βρισίδι. Μόνον απελπισμένοι πήγαιναν στη δούλεψη του. Μα ο μαγνήτης που έσερνε την ψυχή μου έκανε να τα λησμονήσω όλα. Να πατήσω μια στην κουβέρτα, έλεγα, και δουλειά όση θες.

Αληθινά ρίχτηκα στη δουλειά με τα μούτρα. Έκαμα παιχνίδι τις ανεμόσκαλες. Όσο ψηλότερα η δουλειά, τόσο πρόθυμος εγώ. Μπορεί ο θείος μου να ήθελε να παιδευτώ από την αρχή για να μετανιώσω. Από την πλύση της κουβέρτας στο ξύσιμο· από το ράψιμο των πανιών στων σχοινιών το πλέξιμο· από το λύσιμο των αρμένων στο δέσιμο. Τώρα στην τρόμπα· τώρα στον αργάτη· φόρτωμα – ξεφόρτωμα, καλαφάτισμα, χρωμάτισμα, πρώτος εγώ. Πρώτος; Πρώτος· τι μ’ έμελλε; Μου έφτανε πως ανέβαινα ψηλά στη σταύρωση κι έβλεπα κάτω τη θάλασσα να σχίζεται και να πισωδρομεί υποταχτική μου. Τον άλλον κόσμο, τους στεριανούς, με θλίψη τους έβλεπα.

– Ψε!… έλεγα με περιφρόνηση. Ζούνε τάχα κι εκείνοι!…

Απάνω στο μεθύσι μου ακούω τη φωνή του καπετάνιου να βροντά δίπλα μου:

-Μάινα πανιά!… Μάινα και στίγγα πανιά!…

Τρόμαξα και τρέχω πίσω από τους ναύτες. Πηδούν εκείνοι στους φλόκους· κοντά και γω. Σκαρφαλώνουν στις σταύρωσες, απάνω και γω. Σε πέντε λεπτά το μπάρκο έμεινε ξυλάρμενο. Μα ο καπετάνιος δεν έπαυε να φωνάζει, να βρίζει και να βλαστημά. Τον κοιτάζω, ανάθεμα και κατάλαβα τι έλεγε.

-Μωρέ τι τρέχει; ρωτάω το διπλανό μου, εκεί που δέναμε τον παπαφίγκο.

– Η τρόμπα, δε βλέπεις; Ο σίφουνας!

Σίφουνας! έφριξα. Ακουστά είχα τα θάματα του· πως σαρώνει ότι λάχει στο διάβα του· σχίζει πανιά, ρίχνει κατάρτια, γονατίζει πλεούμενα. Τώρα τον έβλεπα με τα μάτια μου. Δεν ήταν ένας· ήταν τρεις-τέσσερες. Οι δύο κατά το Βατούμ· οι άλλοι δίπλα στ’ ανοιχτά. Κι εμπρός μας ο Καύκασος, σκουντούφλης, έδειχνε τα χαλαρόφραχτα περιγιάλια του. Ο ουρανός συγνεφοσκεπασμένος, η θάλασσα μαυριδερή μ’ ένα ελαφρό τρέμουλο, σαν να είχε ανατριχίλα. Πρώτη φορά που είδα φοβισμένη τη φιλενάδα μου.

Ο ένας σίφουνας λιγνός, καμαρωτός σαν προβοσκίδα ελέφαντα, κρεμόταν στα νερά μαύρος και ακίνητος. Ο άλλος χοντρός, ολόισος, κόπηκε άξαφνα στη μέση σαν καπνοκολώνα, σκόρπισε η βάση του και απόμεινε γλωσσίδι κρεμάμενο από τα σύγνεφα. Είδα να τεντώνει το λαιμό του εδώ και κει, να κινεί τις φούντες του σαν φιδόγλωσσες, λες και ζητούσε κάτι στα νερά, και άξαφνα να κουλουριάζεται και να φωλιάζει στα σύσκοτα. Ο τρίτος όμως, σταχτόμαυρος, σαν κορμός λεύκας, αφού ρούφηξε και πρήσθηκε καλά, δραμπαλίστη και βάδιζε καταπάνω μας.

– Κάτου μωρέ! κάτου! ακούω τη φωνή από το κάσαρο. Γυρίζω· οι ναύτες είχαν κατεβεί. Εγώ, αγκαλιασμένος καλά στο κορζέτο, ξεχάστηκα κοιτάζοντας το θάμα. Γλίστρησα δίπλα στον καπετάνιο. Τον βλέπω με μάτια γουρλωμένα να κοιτάζει το στοιχειό. Στο δεξί χέρι κρατούσε ένα μαυρομάνικο λάζο κι έστεκε πίσω στο πρυμιό κατάρτι, σαν να το έβανε μετερίζι. Κοντά ο ναύκληρος γέμιζε βιαστικά το σκουριασμένο τρομπόνι και γύρω οι ναύτες κοίταζαν πότε τον ουρανό, πότε τη θάλασσα κερωμένοι.

Ο σίφουνας ωστόσο πλάκωνε φτεροπόδαρος, ρουφώντας το νερό και τινάζοντας το στον ουρανό, μαύρη καταχνιά κι αντάρα. Τώρα έλεγες θα μας γδύσει το καράβι ή θα το σηκώσει σύσκαρμο ψηλά. Έτσι έφτασε δυο οργιές μακριά μας. Έφεγγε ολοστρόγγυλος, ξανθοπράσινος, σαν καπνισμένο κρύσταλλο και μέσα του ανεβοκατέβαινε το έμβολο, λες και ήθελε να σβήσει μεγάλη πυρκαγιά στα επουράνια.

– Βάρα! προστάζει ο καπετάνιος.

Ο ναύκληρος αδειάζει απάνω του το τρομπόνι. Παλιόκαρφα, μολύβια, στουπιά, όλα χώνεψαν στα πλευρά του. Φάνηκε να τρεμουλιάζει και σταμάτησε. Δοκίμασε πάλι να κινηθεί, έκαμε δυο κλωθογυρίσματα στον τόπο και στάθηκε πάλι σμίγοντας τη θάλασσα με τον ουρανό.

– Δεν κάναμε τίποτα, είπε πικραμένος ο καπετάνιος στο ναύκληρο.

– Το βλέπω και γω. Κάνε την πεντάλφα, καπετάνιε, και το κρίμα το παίρνω.

– Θεέ μου, ήμαρτον· ψιθύρισε αποφασιστικά εκείνος κάνοντας το σταυρό του.

Και με το λάζο χάραξε μια πεντάλφα απάνω στο κατάρτι και είπε τρεις φορές:

– Εν αρχή ην ο Λόγος και ο Λόγος ην προς τον Θεόν και Θεός ην ο Λόγος.

Και κάρφωνε το μαχαίρι στη μέση της πεντάλφας, σαν να το κάρφωνε στα σπλάχνα του θεριού.

Βρόντος ακούστηκε, λες κι έσκασε κανόνι και μέγα κύμα κύλησε επάνω στο κατάστρωμα. Σύγκαιρα ο Καύκασος άστραψε και βρυχηθεί τρανολάλητα, δρόλαπας εξέσπασε κι η θάλασσα η φοβισμένη άφρισε τώρα και μάνιασε απ’ άκρη σ’ άκρη του πόντου.

– Ίσια πανιά! πρόσταξε ο καπετάνιος γοργά. Τις γάμπιες! τους φλόκους! τα τρέγα!… Κατσάρετε τις σκότες!

Ανοίξαμε τα πανιά και το μπάρκο έπιασε πάλι τη γραμμή του.

***

Τρεις βδομάδες αργότερα κατεβήκαμε στην Πόλη φορτωμένοι. Εκεί έλαβα το πρώτο γράμμα της μάνας μου. Πρώτο γράμμα, πρώτο μαχαίρι στην καρδιά μου.

«Παιδί μου, Γιάννη μου· έλεγε η γριά. Όταν γυρίσεις πάλι στο νησί με τη βοήθεια του Αϊ-Νικόλα και την ευκή μου, δε θα είσαι πια καπετάνιου παιδί. Πάει ο πατέρας σου, η όμορφη σκούνα πάει, πάνε οι δόξες μου! Τα ρούφηξε όλα η Μαύρη Θάλασσα. Τώρα δεν έχεις τίποτε παρά το χαμόσπιτο, εμένα την άφτουρη και το Θεό. Γεια στα χέρια σου! Δούλεψε, παιδί μου, και τίμα το θείο σου. Αν σου μένει κάποτε ξεδούλειο, στέλνε το ν’ ανάβω το καντήλι του Άγιου για την ψυχή του πατέρα σου».

Σταύρωσα τα χέρια μου, κοίταξα με βουρκωμένα μάτια τη θάλασσα. Τα λόγια της γραφής μου φάνηκαν απόφωνο στα λόγια του πατέρα μου. Τόσα χρόνια καραβοκύρης και τώρα η χήρα του πρόσμενε το δικό μου ξεδούλειο, για να κάμει τα κόλλυβά του! Και κείνου το κορμί, τα σιδερένια μπράτσα ποιος ξέρει τάχα σε τι χάλαρα δέρνονται, ποιος γλάρος τα πετσοκόβει, ποιο κύμα να λευκαίνει τα ψηλόλιγνα κόκαλα!

Ωιμέ! Ανταμώσαμε για ύστερη φορά μόλις μπήκε στη Θεοδοσία. Καθώς με είδε ψηλά να μαϊνάρω τον τρίγγο, έκαμε το σταυρό του κι έμεινε άφων’ άλαλος.

– Τι τον κοιτάς, καπετάν Αγγελή; του φωνάζει ο Καλιγέρης· δεν τον αλλάζω με τον καλύτερο ναύτη σου.

Εγώ διπλοπαρακάλουν ν’ ανοίξει η θάλασσα να με καταπιεί. Όσο ένιωθα απάνω μου το βλέμμα του, ησυχία δεν έβρισκα. Έτρεχα βιαστικός, από τη μια άκρη στην άλλη, κατέβαινα στην πλώρη, ανέβαινα στο κάσαρο, πέρναγα τις στραλιέρες, έπιανα τον αργάτη, δούλευα την τρόμπα. Εκείνος κατάλαβε πως τα είχα σαστισμένα και δε σηκώθηκε από τη θέση του, μόνο με ακολουθούσε με βλέμμα παραπονιάρικο σα να μ’ έβλεπε στο νεκροκρέβατο.

Την άλλη μέρα μ’ έμπλεξε που πήγαινα στην πόλη. Μόλις τον αγνάντεψα, θέλησα να κρυφτώ, αλλ’ από μακριά τόσο προσταχτικό ήταν το νόημα του, που τα πόδια μου κόπηκαν.

– Βρε, παιδί μου, τι έπαθες; μου λέει. Το σκέφτηκες καλά τι θα κάμεις;

Πρώτη φορά γνώρισα τη γλύκα της φωνής του. Δε σάστισα όμως.

– Πατέρα, του είπα· το σκέφτηκα. Κακό και ψυχρό μπορεί να είναι το κίνημά μου, μα δε δύναμαι να κάμω αλλιώς. Δε μπορώ να ζήσω αλλιώτικα. Με κράζ’ η θάλασσα. Μη θες να με μποδίσεις. Άσε με κει που βρίσκομαι, γιατί θα πάρω τα μάτια μου και δε με ξαναβλέπεις.

Έκαμε το σταυρό του· στάθηκε λίγο, με κοίταξε κατάματα, κούνησε το κεφάλι.

– Καλά, παιδί μου, είπε· κάνε ότι σε φωτίσει ο Θεός. Εγώ έκαμα το χρέος μου. Ούτε έξοδα λυπήθηκα ούτε λόγια· θυμήσου το, να μη με αναθεματάς αργότερα. Πήγαινε στην ευκή μου.

Ύστερη του ευκή, πρώτη μου θλίψη. Η θάλασσα στο πρώτο μου ταξίδι πλήρωσε την αγάπη μου. Έμεινα πια αναγκαστικός δουλευτής του καπετάν Καλιγέρη. Δουλευτής για το ψωμάκι. Το ψωμάκι το δικό μου και της καπετάνισσας. Αλλά με όλη τη συμβουλή της ούτε να τιμήσω ούτε να δουλέψω μπόρεσα περισσότερο το θείο μου. Αν είναι να δουλέψω ναύτης, σκέφτηκα, δόξα σοι ο θεός, βρίσκονται κι άλλα καράβια. Από να δέχομαι τις βρισιές του συγγενή μου, καλύτερα ενός ξένου. Αποφάσισα στο πρώτο λιμάνι να ξεμπαρκάρω με το καλό.

– Με το καλό, άσε και να ιδείς· λέει ο καπετάν Καλιγέρης, όταν μάντεψε το σκοπό μου.

Πάω μια μέρα να του ζητήσω λάδι για το φαγί.

– Δεν έχει, μου λέει· το τρώει κείνος που κάθεται στο τιμόνι.

Πάω δεύτερη· το ίδιο. Πάω τρίτη· πάλι το ίδιο. Φυλάω και γω μια μέρα που ήμουν στο τιμόνι, παίρνω τον Αϊ-Νικόλα, τον δένω στο δοιάκι και το αφήνω μάρμαρο. Το καράβι άρχισε να γυρίζει σαν άμυαλο στη θάλασσα.

– Μπρε Γιάννη! φωνάζει ο καπετάνιος. Ποιον άφηκες στο τιμόνι;

– Εκείνον που τρώει το λάδι.

Οι ναύτες σκάνε τα γέλια. Θυμώνει.

– Να φύγεις! μου λέει· γρήγορα τα ρούχα σου κι όξω.

– Να φύγω· το λογαριασμό.

Με παίρνει στην κάμαρα κι αρχίζει να στρώνει το λογαριασμό κατά τη συνήθεια του.

– Την τάδε μέρα συμφωνήσαμε, την τάδε μπήκες μέσα· την άλλη έφερες τα ρούχα σου, την άλλη φύγαμε, την άλλη έπιασες δουλειά. Δεν είναι έτσι;

Ούτε πολλές ούτε λίγες. Πέντε ήμερων μισθό μου έτρωγε. Πάλι καλά.

– Έτσι, του απάντησα.

Και βγήκα με δυο σβάντσικες στη Μεσσήνα.

Άρχισε τώρα η ζωή του ναύτη με τα όλα της. Ζωή και τάξη. Μερμήγκι σωστό. Μερμήγκι στη δουλειά, ποτέ όμως και στο σύναγμα. Τι να εύρεις, τι να συνάξεις; Μεροδούλι μεροφάι. Ένα ζευγάρι ποδήματα, ένας μισθός. Ένας μουσαμάς, άλλος μισθός. Ένα γλέντι στο Κεμέρ-Αλτί, άλλος. Ένας μήνας άδουλος, έξι χρέος. Σύρε να κάμεις κομπόδεμα και να κυβερνήσεις σπίτι. Δόξα να έχει ο Χάρος που μου το ’κλεισε γρήγορα· πέθανε η καπετάνισσα στο χρόνο απάνω κι έτσι ξενοιάσαμε. Από καράβι σε καράβι, από καπετάνιο σε καπετάνιο, από ταξίδι σε ταξίδι, δέκα χρόνια τα έκλεισα στη θάλασσα. Τα λόγια του πατέρα μου νυχτόημερα στ’ αυτιά μου. Μα τι τ’ όφελος; Βάρα του μαχαιριού γροθιά. Αν είχα και γω ένα κλήμα στη στεριά, πέτρα μαύρη θα έριχνα. Μα πού το κλήμα; Απόφαση το πήρα. Ή το κύμα θα με φάει ή θα με δώσει πετσί και κόκαλο στον κόσμο. Καλά λοιπόν· ζωή χαρισάμενη! Δουλειά και γλέντι. Μηγάρις ήμουν μοναχός; Όλος ο ναυτόκοσμος έτσι δέρνεται. Έκαμα σε τόσα καράβια· είδα και τους ξένους, μα δε ζήλεψα την τύχη τους. Παντού ίδια η ζωή του ναύτη. Βρισιές από τον καπετάνιο, από τον φορτωτή καταφρόνια, φοβέρες από τη θάλασσα, σπρωξίματ’ από τη στεριά. Όπου και να γυρίσεις, στα κόντρα βρίσκεσαι.

Μια φορά που ήρθα στον Πειραιά με την εγγλέζικη φρεγάδα, είπα να πάω στην πατρίδα. Από τότε που έφυγα με τον καπετάν Καλιγέρη δε γύρισα ποτέ. Η τύχη με άρπαξε στα φτερά της και μ’ έφερε σβούρα στη γη. Πήγα, ήβρα το σπίτι χάρβαλο, τον τάφο της μάνας μου χορταριασμένο και μια μικρούλα μου αγαπητικιά σωστή αντρογυναίκα. Έκαμα τρισάγιο της μάνας μου, άναψα κερί στην ψυχή του πατέρα μου, έριξα και δυο ματιές στην παλιά μου αγάπη. Στη δεύτερη ματιά ανατρίχιασα.

– Ποιος ξέρει, πικροσυλλογίστηκα, ποιος ξέρει αν άκουα του πατέρα μου τα λόγια, τάχα δε θα ήμουν σήμερα ο άντρας της Μαριώς;

Ο πατέρας της, ο καπετάν Πάραρης, ήταν παλιός καραβοκύρης, συνομήλικος του δικού μου. Στάθηκε τυχερός στη θάλασσα, την τρύγησε καλά, ήβρε την περίσταση, πούλησε το μπάρκο, αγόρασε χωράφια και τα έκαμε περιβόλι. Μούντζωσε για πάντα το ταξίδι.

Την άλλη μέρα δεν έφυγα, όπως είχα σκοπό· ούτε την άλλη. Ούτε αποβδόμαδα. Δεν ξέρω τι με κράταγε κει· δουλειά δεν είχα. Μα κάθε στιγμή στο νου μου ερχόταν λυχνοσβήστης ο συλλογισμός:

– Αν άκουα του πατέρα μου τα λόγια, τάχα δε θα ήμουνα σήμερα ο άντρας της Μαριώς;

Κι έκοβα βόλτες κάτω από το σπίτι της. Έπιανα κάθε κοντόβραδο το δρόμο που πήγαινε στο πηγάδι για νερό, να πάρω μια ματιά. Τι τα θες, τι τα γυρεύεις; Την αγάπησα τη Μαριώ. Όταν την έβλεπα να διαβαίνει χαμηλωθώρα, λεβεντοπερπάτητη, με στήθη μεστωμένα και τα μαλλιά ανεμιστά στις πλάτες, ποθούσα να κολλήσω απάνω της. Ο μαγνήτης που μ’ έσυρε άπραγο παιδί στη θάλασσα, μ’ έσερνε τώρα στη γυναίκα. Με το ίδιο πάθος ρίχτηκα στ’ αχνάρια της πεντάμορφης. Εκεί έβαλα προξενητή τον καπετάν Καλιγέρη· εδώ τη γριά Καλομοίρα.

– Δε φεύγω, αν δεν πάρω απόκριση· συλλογίστηκα.

Η προξενήτρα τα κατάφερε μια χαρά. Ζάχαρη έβαλε στα λόγια της και πλάνεσε κορίτσι και πατέρα ευθύς.

– Να σου ειπώ· μου λέει ο καπετάν Πάραρης ένα βράδυ παράμερα. Ο σκοπός σου καλός και τίμιο το φέρσιμό σου. Δε θέλω και καλύτερο να μπάσω σπίτι μου παρά το γιο του φίλου μου, του αδερφού μου. Το Μαριώ είναι δικό σου· με μια συμφωνία. Θ’ αρνηθείς τη θάλασσα. Εκείνο που έλεγε ο πατέρας σου το λέω και γω. Δεν έχει πίστη, δεν έχει έλεος, θα την αφήσεις λοιπόν τη θάλασσα.

– Μα τι να κάμω; του είπα, πώς θα ζήσω; Ξέρεις καλά πως άλλη τέχνη δεν έμαθα.

– Το ξέρω. Μα το Μαριώ έχει το δικό του.

– Λοιπόν θα πάρω γυναίκα να με τρέφει;

– Όχι, δε θα σε τρέφει· μη θυμώνεις. Δε θέλω να σε προσβάλω. Θα δουλέψεις· θα δουλέψετε κι οι δυο. Είναι το περιβόλι, είναι τ’ αμπέλι, είναι το χωράφι. Δουλευτάδες καρτερούν.

Η αλήθεια είναι πως δεν ήθελα και τίποτε άλλο. Τη θάλασσα την αρνιόμουν και την απαρνιόμουν. Είχα καταντήσει σαν τον Αϊ-Λια που πήρε στον ώμο το κουπί και ανέβη στα βουνά, ζητώντας κατοικία εκεί που οι άνθρωποι δεν ήξεραν τ’ όνομά της. Παρόμοια και γω. Ούτε τ’ όνομά της, ούτε το χρώμα της. Τα κάλλη της δεν είχαν για μένα μυστικά, τα μάγια λύθηκαν.

– Σύμφωνοι, του είπα· έχεις το λόγο μου.

***

Τρία χρόνια έκαμα με το Μαριώ απάνω στο Τραπί, χωριό του πεθερού μου· τρία χρόνια ζωή αληθινή. Έμαθα την αξίνα και δούλευα μαζί της το περιβόλι, το αμπέλι, το χωράφι. Πώς πέρναε ο καιρός δεν το κατάλαβα. Δουλειά κι αγάπη. Τώρα σκάφταμε, τώρα τρέχαμε κάτω από τις κιτριές σαν πουλαράκια πρωτόβγαλτα. Έμαθα να σκαλίζω τις κιτριές, να κλαδεύω τ’ αμπέλι, να οργώνω το χωράφι. Είχα πενήντα τάλιρα το χρόνο από το κίτρο, είκοσι από το κρασί, από το σιτάρι σαράντα· χωριστά ο σπόρος και η φάκνα του σπιτιού. Πρώτη φορά είδα ζωντανή στα χέρια μου την πληρωμή. Το άλαλο χώμα έκανε χίλιους τρόπους, χρώματα, σχήματα, μυρουδιές, καρπούς και άνθη για να λαλήσει, «ευχαριστώ» να μου ειπεί που το δούλευα. Άνοιγα τ’ όργωμα και τ’ όργωμα έμενε στη θέση του, δεχότανε το σπόρο, τον έκρυβε από τα πετεινά, τον ζέσταινε και τον νότιζε ως που τον έδειχνε πάλι στα μάτια μου ολόδροσο, χλωροπράσινο, χρυσαφένιο, σαν να μου έλεγε: Κοίτα πώς τον ανάστησα! Αλάφρωνα το κλήμα από το βάρος του και το κλήμα δακρύζοντας τιναζόταν χαρούμενο, τα μάτια του άνοιγε σαν πεταλούδα και άξαφνα πρόβαινε σταφυλοφορτωμένο. Καθάριζα την κιτριά κι εκείνη βεργολυγερή, πανώρια, ψήλωνε φουντωτή καμαρωτή, μου χάριζε ίσκιο στα μεσημερινά κάματα και ύπνο αρωματισμένο τις νύχτες· το είναι μου όλο το δρόσιζε με τον χρυσόξανθο καρπό της. Α! ο Θεός ευλόγησε τη Γη που της έδωκε αίσθημα. Όχι εκείνο το αναίσθητο στοιχειό που το αποβλακώνεις και τρέχει να σβήσει τ’ αχνάρι σου· το καλοπιάνεις, το παινεύεις, το τραγουδάς και κείνο σε σπρώχνει σα να σου λέει «τι θες εδώ!» και βρυχιέται να σου ανοίξει το λάκκο. Ο Κάης, θαλασσινός έπρεπε να πάει έπειτ’ από το κακούργημα.

Κάθε ηλιοβασίλεμα ανεβαίναμε στο χωριό. Εμπρός εκείνη με τα κατσικάκια κουδουνοστόλιστα και παιγνιδιάρικα· πίσω εγώ με την αξίνα στον ώμο και τη μούλα φορτωμένη καψόξυλα. Άναβε τη φωτιά το Μαριώ να ετοιμάσει το δείπνο μας. Άναβα και γω την πίπα μου στο κατώφλι ξαπλωμένος, ανάμεσα στο ξανθό αγιόκλημα που σκάλωνε στους τοίχους, δίπλα στους βασιλικούς, τους δυόσμους, τις μαντζουράνες που δεν ζητούσαν παρά λίγο σκάλισμα, κόμπο νεράκι για να μας λούσουν με μόσκους.

– Καλησπέρα.

– Καλή σου ’σπέρα.

– Καληνύχτα.

– Καλό ξημέρωμα.

Άλλαζα καρδιοστάλαχτες ευχές με τους συντοπίτες μου. Δεν κοίταζα πια τον ουρανό, δεν ’ξέταζα του φεγγαριού τη θέση, το τρεμολάμπημα των άστρων, του άνεμου το φύσημα, της πούλιας την ανατολή. Και όταν αργά στης γυναίκας μου άραζα την αγκαλιά, ποιος κόρφος και ποιο λιμάνι πλάνο μπορούσε να χαρίσει την ευτυχία μου!

Έτσι πέρασε ο δεύτερος χρόνος και μπήκαμε στον τρίτο. Μια Κυριακή του Φλεβάρη κατέβηκα με τη γυναίκα μου στον Αϊ-Νικόλα. Ο ξάδερφός της ο καπετάν Μαλάμος βάφτιζε το μπρίκι του και μας είχε καλεσμένους στη χαρά. Ήταν ωραία ημέρα – αρχή του πόθου μου. Ο ταρσανάς γεμάτος μαδέρια, κατάρτια, σανίδες, πελεκούδια, ροκανίδια. Ο αέρας παράμεστος από την άρμη του νερού, τη μυρουδιά του κατραμιού, της πίσσας, των σχοινιών. Λόφοι τα στουπιά, σωροί τα σίδερα. Και απ’ άκρη σ’ άκρη της ακρογιαλιάς βαρκούλες ομορφοβαμμένες, μπρίκια ανασκελωμένα, γολέτες ξερμάτωτες, καρίνες αμακιασμένες και στρειδοφόρτωτες, σκελετοί καϊκιών, σκούνας, τρεχαντηριού, άλλοι με το κοράκι και το σταυρό, άλλοι ντυμένοι ως την κουπαστή, μισοτελειωμένοι άλλοι. Όλα του ναυτόκοσμου τα σύνεργα, οι απλοί πόθοι και οι μεγάλες ελπίδες, ξυλόχτιστες έστεκαν στην αμμουδιά. Οι καλεσμένοι – όλο το νησί μας – γιορτινοντυμένοι γύριζαν στα σκαριά, πηδούσαν μέσα τα παιδιά, τα ψηλαφούσαν οι άντρες, τα καμάρωναν, τους μιλούσαν πολλές φορές· έλεγαν την αξία τους, λογάριαζαν τη γοργάδα τους, συμβούλευαν τον πρωτομάστορα για το καθετί.

Το μπρίκι του καπετάν Μαλάμου απάνου στη σκάρα του, με την πλώρη σπαθωτή, στεφανοζωσμένη την πρύμη, με τα ποντίλια του απλωτά ζερβόδεξα, έμοιαζε σαρανταποδαρούσα κοιμάμενη στην αμμουδιά. Ολογάλαζη η θάλασσα άστραφτε και παιγνίδιζε κι έφτανε γλώσσες γλωσσίτσες στα πόδια του, το ράντιζε με τον αφρό της, του κελαηδούσε μυστικά και μπιστεμένα:

– Έλα, Έλα, να σε πλαγιάσω στους κόρφους μου, να σ’ αναστήσω μ’ ένα μου φίλημα. Τι κάθεσαι άψυχο ξύλο και βάρυπνο; Δε βαρέθηκες του δάσου τη νάρκη και την άβουλη ζωή; Ντροπή σου! Έβγα να παλέψεις με το κύμα· όρμησε στηθάτο να κουρελιάσεις τον άνεμο. Έλα να γίνεις ζήλια της φάλαινας, σύντροφος στο δελφίνι, του γλάρου ανάπαψη, τραγούδι των ναυτών, καύχημα του καπετάνιου σου. Έλα, χρυσό μου, Έλα!…

Και κείνο το άπραγο άρχισε να τριζοβολεί, έτοιμο ν’ αφήσει την κλίνη του.

Ο καπετάν Μαλάμος, φρεσκοξυρισμένος, γελαστός, με την τσόχινη βράκα και το πλατύ ζωνάρι· δίπλα του η καπετάνισσα ντυμένη στα μεταξωτά, άστραφταν κι οι δυο τους σαν να έκαναν πάλι το γάμο τους. Και το βιολί, το λαγούτο, το νάι, λάλαγαν τη χαρά στα τετραπέρατα.

Εγώ – τι να σου ειπώ; δε χαιρόμουνα καθόλου. Καθισμένος κατάνακρα έβλεπα τη θάλασσα να φτάνει στα πόδια μου και κάποια θλίψη μού έσφιγγε την καρδιά. Έπειτ’ από χρόνια έβλεπα την πρώτη μου αγάπη, γαλαζοντυμένη, γελαστή, χαρούμενη. Πίστεψα πως με κοίταζε κατάματα, πως μιλούσε θλιμμένα, πως μ’ έβριζε παραπονιάρικα:

– Άπιστε, απατεώνα, δειλέ!…

– Πίσω μου διάτανε! είπα κάνοντας το σταυρό μου. Ηθέλησα να φύγω, αλλά δε βάσταγαν τα πόδια μου. Μολύβι το σώμα κόλλησε στ’ ορθολίθι και τα μάτια μου, τ’ αυτιά, η ψυχή μου όλη παραδομένη στο κύμα, άκουε το παράπονο:

– Άπιστε, απατεώνα, δειλέ!…

Λίγο έλειψε ν’ αρχίσω τα δάκρυα.

– Ε, πουλί μ’, τι συλλογιέσαι; ακούω δίπλα μου.

Και βλέπω τη Μαριώ, πάντα όμορφη και γελαστή με το λεβέντικο ανάστημα της. Σάστισα, λες και μ’ έπιανε να κάνω απιστίες.

– Τίποτα, είπα, τίποτα… Πιάσε με να σηκωθώ, γιατί ζαλίστηκα.

Και γαντζώθηκα απάνω της, σαν να φοβόμουν μη με συνεπάρει το κύμα. Ο παπάς ντυμένος τ’ άμφια διάβαζε την ευχή στο πλεούμενο. Ο πρωτομάστορας άρχισε τα προστάγματα:

– Φόρα το πρυμιό ποντίλι!

– Φόρα το πλωριό!

– Φόρα σκόντρα και σκαρί!…

Ένα με τ’ άλλο τα στηρίγματα έφευγαν από τη σκάρα και το μπρίκι άρχισε να δραμπαλίζεται, μουδιασμένο θαρρείς από το καθισιό, άτολμο ακόμη στη νέα του ζωή. Τα παιδιά που ήταν ανεβασμένα στο κατάστρωμα έτρεχαν από πρύμη σε πλώρη, από πλευρό σε πλευρό μαζί όλα, με την κουφή ποδοβολή κοπαδιού.

– Γιούργια! έκραξε ο πρωτομάστορας.

Και με το σπρώξιμο των καλεσμένων το πλοίο στέναξε και γλίστρησε στα νερά σαν πάπια, μαζί με το αμούστακο πλήρωμά του.

– Καλοτάξιδο, καπετάν Μαλάμο· καλοτάξιδο! και το καρφί του μάλαμα! φώναξε ο ναυτόκοσμος, βρέχοντας το αντρόγυνο με θάλασσα.

Μα κείνη την ώρα ένα παιδί χτύπησε κάπου και πλάτσασε λιπόθυμα στο νερό. Δεν χάνω καιρό, πηδώ μέσα με τα ρούχα μου. Δυο βουτιές κι έσυρα το παιδί από τη θάλασσα. Έσυρα εκείνο, μα μπλέχτηκα εγώ στα δίχτυα της. Από τότε έφυγε ο ύπνος, η χαρά από κοντά μου. Εκείνο το θαλασσοβούτημα, το χλιο νερό που αγκάλιασε το κορμί μου, έσυρε την ψυχή σκλάβα κατόπι του. Το θυμόμουν και νόμιζα πως κάτι ζωντανό έσερνε στη ραχοκοκαλιά μου φιλήματα.

Δεν έπιασα πια δουλειά. Δοκίμασα να πάω στο περβόλι, στο χωράφι, στ’ αμπέλι· όλα στενόχωρα. Γύριζα ολημερίς στ’ ακρογιάλι, βούταγα στο νερό, ρουφούσα την αρμύρα, κυλιόμουν στα φύκια· κυνηγούσα αχινούς και καβούρια. Συχνά κατέβαινα στο λιμάνι και δειλά πλησίαζα στις συντροφιές των ναυτικών ν’ ακούσω κουβέντα για τ’ άρμενα, για ταξίδια, για τρικυμίες και ναυάγια. Εκείνοι όμως δε γύριζαν καθόλου να με ιδούν. Χωριάτης, βλέπεις, εγώ, παλιογεωργός· εκείνοι ναυτικοί, αγριοδέλφινοι! Τα ναυτόπουλα με κοίταζαν σαν να έλεγαν:

– Μωρέ, πού βρέθηκε αυτό το ξωτικό!

Οι παλαιότεροι αξίωναν να μου λένε κάποτε:

– Εσύ, Γιάννη, την έδεσες για καλά τη μπαρούμα σου. Ούδ’ άνεμο ουδέ θάλασσα φοβάσαι πια. Άραξες. Που θα ειπεί: Πάει, πέθανες, δε ζεις στον κόσμο!

Κι έφευγα πάλι στ’ ακρογιάλι, να ειπώ τη θλίψη μου στα κύματα. Τέλος έκανα καραβάκια και καραβάκια περίτεχνα, με κατάρτια πριναρίσια, με παλαμάρια και πανιά και με την πύρινη φαντασία μου που τα έκανε μπάρκο τρικούβερτο.

Η Μαριώ μ’ έβλεπε κι έκανε το σταυρό της. – Παναγία μου, παλάβωσε ο άντρας μου! έλεγε.

Κι έταζε λαμπάδες στην Τηνιακιά, πήγαινε ξυπόλυτη στα ξωκλήσια, διάβαζε τα ρούχα μου και στηθοχτυπιόταν μερόνυχτα για να πείσει τους άγιους να με φέρουν στα λογικά μου.

– Τι τα πας, τι τα γυρεύεις, Μαριώ· της λέω μια μέρα. Ούτε τάματα ούτε οι άγιοι ωφελούν στην αρρώστια μου. Εγώ είμαι παιδί της θάλασσας. Με κράζει και θα πάω. Θες τώρα, θες αργότερα, θα γυρίσω πάλι στην τέχνη μου.

Καθώς το άκουσε, ντύθηκε στα μαύρα.

– Την τέχνη σου! λέει· ναύτης θα πας να γενείς! θα καταντήσεις ναύτης πάλι!

– Ναι, ναύτης· δε μπορώ. Με κράζ’ η θάλασσα!… Μα που εκείνη! Να μην το ιδεί, να μην τ’ ακούσει. Άρχισε τα δάκρυα, τα παρακάλια· ριχνόταν απάνω μου, μ’ έσερνε στους κόρφους της, με σκέπαζε με φιλιά. Έβριζε τη θάλασσα, την ψεγάδιαζε, την καταριόταν. Του κάκου! Ούτε οι κόρφοι, ούτε τα φιλιά της μ’ έδεναν πια. Όλα μου φαίνονταν άνοστα, και το κρεβάτι ακόμα.

Ένα ηλιοβασίλεμα που καθόμουν στο ακρωτήρι, βλέπω μια φρεγάδα με γιομάτα πανιά. Θεόρατη πέτρα έμοιαζε στη θάλασσα. Όλα της τα ξάρτια ξεχώριζαν. Είδα τους φλόκους, τις μαΐστρες, τους παπαφίγκους, τις γάμπιες, τους τρίγγους, τα πόμολα. Ακόμα και το σωτρόπι μπορώ να ειπώ πως είδα. Είδα την κάμαρη του καπετάνιου με τον Αϊ-Νικόλα ψηλά και το καντήλι του ακοίμητο. Είδα των ναυτών τα κλινάρια, άκουσα τις κουβέντες, οσμίσθηκα την ξυλεία τους. Είδα το μαγεριό, τα νεροβάρελα, την τρόμπα, τον αργάτη. Η ψυχή μου μελαγχολικό πουλάκι κάθισε απάνω της. Άκουσα τον αέρα να σχίζεται στα ξάρτια και να τραγουδάει του ναύτη τη ζωή. Πέρασαν εμπρός μου παρθένες ξανθές, μελαχρινές, μαυρομάτες, ανθοστολισμένες και γυμνόστηθες να μου χαρίζουν φιλήματα. Είδα λιμάνια πολυθόρυβα, ταβέρνες γεμάτες από καπνούς και κρασοπότηρα, σαντούρια και λαγούτα γλυκόφωνα. Εκεί άκουσα ένα ναύτη να με δείξει στους συντρόφους του και να ειπεί:

— Να κι ένας που αρνήθηκε τα καλά της θάλασσας από φόβο!

Τινάχτηκα απάνω. Όχι από φόβο, ποτέ! Τρέχω στο σπίτι· η Μαριώ έλειπε στο ρέμα. Κόβω τα ρούχα στον ώμο, πιάνω το κομπόδεμα κάτω από το προσκέφαλο και χάνομαι σαν κλέφτης. Σκοτεινά έφτασα στον Αϊ-Νικόλα, λύνω μια βάρκα και φτάνω στη φρεγάδα.

Από τότε φάντασμα η ζωή. Θα μου ειπείς, δε μετάνιωσα; Και γω δεν ξέρω. Αλλά και να γυρίσω τώρα στο νησί, πάλι δε θα ησυχάσω. Με κράζει η θάλασσα.

https://www.sarantakos.com/

Γιάννης Σταύρου, Σε πράσινο φόντο – πηγή 

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης – Ονειρο στο κύμα 

Απόσπασμα 

…..Μίαν εσπέραν, καθώς είχα κατεβάσει τα γίδια μου κάτω εις τον αιγιαλόν, ανάμεσα εις τους βράχους, όπου εσχημάτιζε χιλίους γλαφυρούς κολπίσκους και αγκαλίτσες το κύμα, όπου αλλού εκυρτώνοντο οι βράχοι εις προβλήτας και αλλού εκοιλαίνοντο εις σπήλαια· και ανάμεσα εις τους τόσους ελιγμούς και δαιδάλους του νερού, το οποίον εισεχώρει μορμυρίζον, χορεύον με άτακτους φλοίσβους και αφρούς, όμοιον με το βρέφος το ψελλίζον, που αναπηδά εις το λίκνόν του και λαχταρεί να σηκωθή και να χορεύση εις την χείρα της μητρός που το έψαυσε — καθώς είχα κατεβάσει, λέγω, τα γίδια μου διά ν’ “αρμυρίσουν” εις την θάλασσαν, όπως συχνά εσυνήθιζα, είδα την ακρογιαλιάν που ήτον μεγάλη χαρά και μαγεία, και την “ελιμπίστηκα”, κ’ ελαχτάρησα να πέσω να κολυμβήσω. Ήτον τον Αύγουστον μήνα.

Ανέβασα το κοπάδι μου ολίγον παραπάνω από τον βράχον, ανάμεσα εις δύο κρημνούς και εις ένα μονοπάτι το οποίον εχαράσσετο επάνω εις την ράχιν. Δι αυτού είχα κατέλθει, και δι’ αυτού έμελλα πάλιν να επιστρέψω εις το βουνόν, την νύκτα εις την στάνην μου. Άφησα εκεί τα γίδια μου διά να βοσκήσουν εις τα κρίταμα και τας αρμυρήθρας, αν και δεν επεινούσαν πλέον. Τα εσφύριξα σίγα διά να καθίσουν να ησυχάσουν και να με περιμένουν. Με άκουσαν κ’ εκάθισαν ήσυχα. Επτά ή οκτώ εξ αυτών τράγοι ήσαν κωδωνοφόροι και σα ήκουον μακρόθεν τους κωδωνισμούς των, αν τυχόν εδείκνυον συμπτώματα ανησυχίας.

Εγύρισα οπίσω, κατέβην πάλιν τον κρημνόν, κ έφθασα κάτω εις την θάλασσαν. Την ώραν εκείνην είχε βασιλέψει ο ήλιος, και το φεγγάρι σχεδόν ολόγεμον ήρχισε να λάμπη χαμηλά, ως δύο καλαμιές υψηλότερα από τα βουνά της αντικρινής νήσου. Ο βράχος ο δικός μου έτεινε προς βορράν, και πέραν από τον άλλον κάβον προς δυσμάς, αριστερά μου, έβλεπα μίαν πτυχήν από την πορφύραν του ήλιου, που είχε βασιλέψει εκείνην την στιγμήν.

Ήτον η ουρά της λαμπράς αλουργίδος που σύρεται οπίσω, ή ήτον ο τάπης, που του έστρωνε, καθώς λέγουν, η μάννα του, διά να καθίση να δειπνήση.

Δεξιά από τον μέγαν κυρτόν βράχον μου, εσχηματίζετο μικρόν άντρον θαλάσσιον, στρωμένον με άσπρα κρυσταλλοειδή κοχύλια και λαμπρά ποικιλόχρωμα χαλίκια, που εφαίνετο πως το είχον ευτρεπίσει και στολίσει αι νύμφαι των θαλασσων. Από το άντρον εκείνο ήρχιζεν ένα μονοπάτι, διά του οποίου ανέβαινε τις πλαγίως την απότομον ακρογιαλιάν, κ έφθανεν εις την κάτω πόρταν του τοιχογυρίσματος του κυρ Μόσχου, του οποίου ο ένας τοίχος έζωνεν εις μήκος εκατοντάδων μέτρων όλον τον αιγιαλόν.

Επέταξα αμέσως το υποκάμισον μου, την περισκελίδα μου, κ’ έπεσα εις την θάλασσαν. Επλύθην, ελούσθην, εκολύμβησα επ’ ολίγα λεπτά της ώρας. Ησθανόμην γλύκαν, μαγείαν άφατον, εφανταζόμην τον εαυτόν μου ως να ήμην έν με το κύμα, ως να μετείχαν της φύσεως αυτού, της υγράς και αλμυράς και δροσώδους. Δεν θα μου έκανε ποτέ καρδιά να έβγω από την θάλασσαν, δεν θα εχόρταινα ποτέ το κολύμβημα, αν δεν είχα την έννοιαν του κοπαδιού μου. Όσην υπακοήν και αν είχαν προς εμέ τα ερίφια, και αν ήκουον την φωνήν μου διά να καθίσουν ήσυχα, ερίφια ήσαν, δυσάγωγα και άπιστα όσον και τα μικρά παιδιά. Εφοβούμην μήπως τινά αποσκιρτήσουν και μου φύγουν, και τότε έπρεπε να τρέχω να τα ζητώ την νύκτα εις τους λόγγους και τα βουνά οδηγούμενος μόνον από τον ήχον των κωδωνίσκων των τραγών. Όσον αφορά την Μοσχούλαν, διά να είμαι βέβαιος, ότι δεν θα μου φύγη πάλιν, καθώς μου είχε φύγει την άλλην φοράν, οπότε ο άγνωστος κλέπτης (ω να τον έπιανα) της είχε κλέψει, ο ανόητος, τον επίχρυσον κωδωνίσκον με το κόκκινον περιδέραιον από τον λαιμόν, εφρόντισα να την δέσω μ’ ένα σχοινάκι εις την ρίζαν ενός θάμνου ολίγον παραπάνω από τον βράχον, εις την βάσιν του οποίου είχα αφήσει τα ρούχα μου πριν ριφθώ εις την θάλασσαν…..

Αιμίλιος Προσαλέντης – Μικροί ψαράδες, 1904

Στίχοι: Λίνα Νικολακοπούλου
Μουσική: Θάνος Μικρούτσικος


Παράμ παράμ παράμ γυρνάω χορεύω
στην άμμο του χειμώνα με τα φύκια
τη θάλασσα που αρρώστησε γιατρεύω
και κάνω με τα αστέρια σκουλαρίκια

Παράμ παράμ παράμ παραμονεύει
στο πέλαγο του χρόνου το καράβι
μιαν άγκυρα η ζωή μου ζητανεύει
το βάθος του έρωτα της να συλλάβει

Θάλασσα μάνα αρμύρα μου εσύ
γαλάζια μοίρα
για παραμάνα στον ώμο χρυσή τον ήλιο πήρα
θάλασσα μνήμη μαύρο μου ασήμι
πάρ’ την καρδιά μου και κάν’ την νησί
του ανέμου αγρίμι

Θάλασσα μάνα αρμύρα μου εσύ
γαλάζια μοίρα
για παραμάνα στον ώμο χρυσή τον ήλιο πήρα
θάλασσα μνήμη μαύρο μου ασήμι
πάρ’ την καρδιά μου και κάν’ την νησί
του ανέμου αγρίμι

Παράμ παράμ παράμ παραμυθένιο
ναυάγιο μες στα σύννεφα η σελήνη
κορμί του Ποσειδώνα σιδερένιο
ποιο πέτρινο μουσείο να σε κλείνει

Θάλασσα μάνα αρμύρα μου εσύ
γαλάζια μοίρα
για παραμάνα στον ώμο χρυσή τον ήλιο πήρα
θάλασσα μνήμη μαύρο μου ασήμι
πάρ’ την καρδιά μου και κάν’ την νησί
του ανέμου αγρίμι

http://www.stixoi.info/

Παύλος Σάμιος – http://www.iamy.gr/

Να μας πάρεις μακριά
να μας πας στα πέρα μέρη
φύσα θάλασσα πλατιά
φύσα αγέρι φύσα αγέρι

Θάλασσα Πλατειά – Μάνος Χατζιδάκις

Στίχοι: Γιώργος Ρούσσος

Θάλασσα πλατιά, σ’ αγαπώ γιατί μου μοιάζεις θάλασσα βαθιά, μια στιγμή δεν ησυχάζεις λες κι έχεις καρδιά, την καρδιά μου τη μικρούλα τη φτωχειά. Όνειρα τρελά που πετούν στο κύμα πάνω φτάνουν στην καρδιά και τα νιάτα μας ξυπνάνε όνειρα τρελά και οι πόθοι φτερουγίζουν σαν πουλιά. Έχω έναν καημό που με τρώει γλυκά και με λιώνει έχω ένα καημό θα ‘ρθω να στον πω αδερφή μου εσύ θάλασσα που σ’ αγαπώ. Κύματα πουλιά στα ταξίδια σας που πάτε τα αλαργινά την κρυφή μου λύπη πάρτε κι απο ‘κει μακριά να μου φέρετε κι εμένα τη χαρά. Θάλασσα πλατειά.

Εγγονόπουλος – Αργώ 1948

M’ ένα ποτήρι θάλασσα στο στόμα, αλμυρό ξεκίνησα να σε ονειρευτώ, μ έσπρωξε η νύχτα στο βυθό, να ψάχνω να σε βρω, να σ αναστήσω και ν αναστηθώ. Μ’ έσπρωξε η νυχτα στο βυθο, να ψάχνω να σε βρω, να σ αναστήσω και ν αναστηθώ. Γίναν’ τα κύματα στεριά, τα φύκια γιασεμιά και τ’ όνομά σου φώναξα, μ’ απάντηση καμιά. Έστρωσε η θάλασσα χαλί για ν αποκοιμηθώ, για μια στιγμή να σε ονειρευτώ. Μα το φεγγάρι έσβησε κι εχάθει στο νερό, κι έμεινα εγώ για να σε καρτερώ.

Δ. Μυταράς 

Παραδοσιακό Θάλασσα, θάλασσα τους θαλασσινούς θαλασσάκι μου μην τους θαλασσοδέρνεις, θαλασσάκι μου και φέρε το πουλάκι μου. Ροδόσταμο, ροδόσταμο να γίνεσαι θαλασσάκι μου τη ρότα τους να ραίνεις θαλασσάκι μου ναι συ ‘σαι το μεράκι μου. Θάλασσα κι αλμυρό νερό να σε ξεχάσω δεν μπορώ. Θάλασσα, θάλασσα που τον έπνιξες ωχ αμάν αμάν της κοπελιάς τον άντρα θαλασσάκι μου ναι συ ‘σαι το μεράκι μου. Κι η κοπελιά κι η κοπελιά είναι μικρή ωχ αμάν αμάν και δεν της παν τα μαύρα θαλασσάκι μου φύσα μαϊστραλάκι μου. Θάλασσα θαλασσώνουμαι για σένα ξημερώνουμαι. Θάλασσα κι αλμυρό νερό να σε ξεχάσω δεν μπορώ.

Βασίλης Βαγιάννης

Κώστας Βάρναλης
Να σ’ αγναντεύω, θάλασσα (απόσπασμα)
 
Να σ’ αγναντεύω, θάλασσα,
να μη χορταίνω απ’ το βουνό ψηλά
στρωτή και καταγάλανη και μέσα να πλουταίνω
απ’ τα μαλάματά σου τα πολλά.
 
Να ναι χινοπωριάτικον απομεσήμερο,
όντας μετ’ άξαφνη νεροποντή
χυμάει μες απ’ τα σύνεφα θαμπωτικά γελώντας
ήλιος χωρίς μαντύ.
 
Να ταξιδεύουν στον αγέρα τα νησάκια,
οι κάβοι, τ’ ακρόγιαλα σαν μεταξένιοι αχνοί
και με τους γλάρους συνοδιά κάποτ’ ένα καράβι
ν’ ανοίγουν να το παίρνουν οι ουρανοί. […]
 
Έτσι να στέκω, θάλασσα, παντοτεινέ έρωτά μου
με μάτια να σε χαίρομαι θολά
και να ναι τα μελλούμενα στην άπλα σου μπροστά μου,
πίσω κι αλάργα βάσανα πολλά.

Εγώ στα φύλλα της καρδιάς

κρύβω βαθιά τον πόνο

στρέφω το βλέμμα μη με δουν

και σαν παιδί βουρκώνω

Θε μου πόσο παράξενοι

είν’ οι δικοί μας τόποι

θλιμμένα τα τραγούδια μας

και γελαστοί οι ανθρώποι

Κλείσε τα μάτια κι άσε με

θάλασσα να σε λέω

τούτο το βράδυ που μπορεί

ναι ‘ναι το τελευταίο

Θάλασσα πικροθάλασσα

μια νύχτα θα γυρίσω

κι ένα κορμί και μια καρδιά

στο κύμα σου θ’ αφήσω

ΧΑΪΝΗΔΕΣ-Στίχοι: Δημήτρης Αποστολάκης

Οι πίνακες είναι από :

https://gr.pinterest.com/

 https://www.huffingtonpost.gr/


Θάλασσα και Έλληνες ζωγράφοι

Το θέμα της θάλασσας διαμορφώνεται ως δια­χρονικό σύμβολο της πορείας των Ελλήνων και η ζωγραφική, άμεσα συνδεόμενη με την ιστορία, την εκφράζει με τον καλύτερο τρόπο. Τη δεύτερη περίο­δο του 19ου αιώνα (1862-1900), που ορίζεται από την έξωση του Όθωνα και συμπίπτει με την ωρίμανση της αστικής τάξης, τη θέση της ιστορικής ζωγραφικής παίρνει η ηθογραφία και η τοπιογραφία. Η τοπιογρα­φία παύει να βλέπει τον κόσμο με τα μάτια των ρομα­ντικών περιηγητών και γίνεται ρεαλιστική, υπαιθριστική, ενώ αρχίζει να αισθάνεται τις πρώτες επιδράσεις του Ιμπρεσιονισμού.

Η προκείμενη έκθεση «Η θάλασσα στη Νεοελληνική Τέχνη», περιλαμβάνει έργα που προέρχονται αποκλει­στικά από τις συλλογές της Εθνικής Πινακοθήκης και Μουσείου Αλεξάνδρου Σούτζου. Η έκθεση ακολου­θεί τη θεματογραφική παρουσίαση, δηλαδή θα εξετά­σουμε και θα παρουσιάσουμε δημιουργούς και έργα, με αφετηρία τη θεματογραφία τους που είναι η θάλασ­σα, μεγαλειώδης, όμορφη, ταραγμένη, μελαγχολική, ήρεμη, η οποία υπήρξε το αγαπημένο ζωγραφικό θέμα τους. Οι άνθρωποι της θάλασσας και η ζωή τους γίνο­νται αίσθημα, έργο τέχνης, εικαστική έκφραση.

Η έκθεση χωρίζεται σε τρεις ενότητες:

Α. Η θαλασσογραφία στη Νεοελληνική Ζωγραφική-19ος αιώνας

Υπαιθριστικοί προβληματισμοί και Ιμπρεσιονιστικά σκιρτήματα

Η θάλασσα, άμεσα συνδεδεμένη με τη ζωή του ελλη­νικού λαού, τις αναμνήσεις και τα βιώματά του, απο­τέλεσε πηγή έμπνευσης και καλλιτεχνικής δημιουργί­ας, στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα. Η ελληνι­κή θαλασσογραφία περιορίστηκε σε σκηνές από την ανοιχτή θάλασσα, το ταπεινό ακρογιάλι και ανέπτυξε με επιτυχία την ηρωική σκηνή των ναυτικών συγκρού­σεων. Στα έργα των μεγάλων θαλασσογράφων μας, του Κωνσταντίνου Βολανάκη, του Βασίλειου Χατζή και του Ιωάννη Αλταμούρα συναντώνται υπαιθριστικοί προβληματισμοί και ιμπρεσιονιστικά σκιρτήματα.

Ο Κωνσταντίνος Βολανάκης (1839-1907), εξελίχθηκε σε έναν από τους σημαντικότερους Έλληνες θαλασσογράφους απεικονίζοντας ναυμαχίες, σκηνές από λι­μάνια, καράβια και καΐκια αλλά και ανθρώπινες δρα­στηριότητες συνυφασμένες με τον κόσμο της θάλασ­σας. Διεκδικεί επάξια τον τίτλο του πατέρα της ελλη­νικής θαλασσογραφίας. Επηρεάστηκε τόσο από τους κορυφαίους Ολλανδούς θαλασσογράφους του 17ου αιώνα, όσο και από το γαλλικό Ιμπρεσιονισμό. Αναλύ­ει και ζωγραφίζει τον κόσμο του καραβιού με εξαίρε­τη ακρίβεια, δεξιοτεχνία και άνεση. Επιδιώξεις του εί­ναι η επιμέλεια του σχεδίου, η ακρίβεια των αναπαρα­στάσεων, η διαγραφή της ατμόσφαιρας.

Θαυμάσιο δείγμα της δουλειάς του το Ψαράδικο, στο οποίο η επιφάνεια της θάλασσας γίνεται πεδίο ανά­πτυξης των τονικών διαβαθμίσεων της ανατολής ή της δύσης. Οι ψαράδες καθρεφτίζονται στους μι­κρούς κυματισμούς της γαλήνιας θάλασσας και η ενασχόλησή τους με το μάζεμα των διχτύων αποκτά εδώ διαστάσεις ζωγραφικού γεγονότος. Οι συμπλη­ρωματικοί τόνοι του γαλάζιου και πορτοκαλί μεταδί­δουν τον παλμό τους στα σύννεφα και στον ανάλαφρο κυματισμό της θάλασσας. Οι χαρακτηριστικές βάρ­κες της λιμνοθάλασσας με τους μοναχικούς ψαράδες είναι τώρα μια ζωντανή εικόνα ονειροπόλησης, με την αργή κίνηση των σχημάτων και το γλυκό φως που ζω­γραφίζεται στην επιφάνεια του νερού. Όλα παραπέ­μπουν στην ανάγκη φυγής της ρομαντικής ψυχής και στο γεγονός ότι η θάλασσα παραμένει μέσον της αν­θρώπινης δραστηριότητας. Το λιμάνι εντάσσεται γρήγορα στη θεματική του Βο­λανάκη, ως κέντρο της καθημερινής ζωής, ως τόπος ευημερίας και εμπορίου.

Κωνσταντίνος Βολανάκης (1837-1907), «Στην αποβάθρα», περ. 1869-1875, λάδι σε μουσαμά, 70Χ45 εκ. Εθνική Πινακοθήκη & Μουσείου Αλεξάνδρου Σούτζου.

 

Κωνσταντίνος Βολανάκης (1837-1907), «Στην αποβάθρα», περ. 1869-1875, λάδι σε μουσαμά, 70Χ45 εκ. Εθνική Πινακοθήκη & Μουσείου Αλεξάνδρου Σούτζου.

Στο έργο του το Λιμάνι του Βόλου, η προκυμαία κατέχει σημαντικό μέρος με το τυπικό σχήμα της καμπύλης και μοιράζεται εξίσου με τη θάλασσα, τη ζωγραφική επιφάνεια. Η επιμελημένη απόδοση των λεπτομερειών και η ακρίβεια στην ανα­παράσταση των οικοδομημάτων δίνουν τη δυνατότη­τα στον θεατή να αναγνωρίσει τον τόπο. Ενώ στο έργο Αποβάθρα ο κόσμος που συζητά ανέμελα, τα παιδιά με τα καλάθια τους, και η υπαίθρια αγορά με την κόκκι­νη τέντα ζωηρεύουν τη γαλήνη και τη σιωπή που απο­πνέει το λιμάνι, η οποία επιτυγχάνεται με την ανάμει­ξη των ερυθρών ιριδισμών με τη γαλάζια διαφάνεια του νερού, και καθιστούν την ζωγραφική επιφάνεια σε ποιητική αποκάλυψη.

Κωνσταντίνος Βολανάκης (1837-1907), «Το λιμάνι του Βόλου», περ. 1869-1875, λάδι σε μουσαμά, 32,5 Χ 48 εκ. Εθνική Πινακοθήκη & Μουσείου Αλεξάνδρου Σούτζου.

 

Κωνσταντίνος Βολανάκης (1837-1907), «Το λιμάνι του Βόλου», περ. 1869-1875, λάδι σε μουσαμά, 32,5 Χ 48 εκ. Εθνική Πινακοθήκη & Μουσείου Αλεξάνδρου Σούτζου.

Ο Βασίλειος Χατζής (1870-1915), μαθητής του Βολα­νάκη προχωρά σε μια προσωπική χρωματική αντίλη­ψη, εφαρμόζοντας τα ιμπρεσιονιστικά μηνύματα στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα. Στο έργο του Καρά­βι στο Καρνάγιο, οι ελεύθερες τολμηρές πινελιές λευ­κού, κόκκινου, πράσινου χρώματος, γρήγορες και παρατακτικές απηχούν την αρχή των ιμπρεσιονιστών με τη διαίρεση και παράθεση του χρωματικού τόνου και την εφαρμογή των συμπληρωματικών χρωμάτων. Κύ­ρια γνωρίσματα της ζωγραφικής του είναι η τάση για αφαιρετική διατύπωση, η χρωματική ρευστότητα και η μείωση της υλικότητας των αντικειμένων.

Βασίλειος Χατζής (1870-1915), «Καράβι στο καρνάγιο», περ. 1910, λάδι σε μουσαμά, 50Χ66 εκ. Εθνική Πινακοθήκη & Μουσείου Αλεξάνδρου Σούτζου.

 

Βασίλειος Χατζής (1870-1915), «Καράβι στο καρνάγιο», περ. 1910, λάδι σε μουσαμά, 50Χ66 εκ. Εθνική Πινακοθήκη & Μουσείου Αλεξάνδρου Σούτζου.

 

Βασίλειος Χατζής (1870-1915), «Ο κατάπλους», περ. 1900-1910, λάδι σε μουσαμά, 81Χ69 εκ. Εθνική Πινακοθήκη & Μουσείου Αλεξάνδρου Σούτζου.

 

Βασίλειος Χατζής (1870-1915), «Ο κατάπλους», περ. 1900-1910, λάδι σε μουσαμά, 81Χ69 εκ. Εθνική Πινακοθήκη & Μουσείου Αλεξάνδρου Σούτζου.

Την επίδραση του Ιμπρεσιονισμού αφομοίωσε με τον καλύτερο τρόπο, ο Ιωάννης Αλταμούρας (1852-1878), που σπούδασε στην Ακαδημία Καλών Τε­χνών της Κοπεγχάγης με δάσκαλο τον CarlFrederickSorensen. Η θάλασσα διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο σε πολλά έργα του Ιωάννη Αλταμούρα, μεταξύ των οποίων και στο έργο του, Το λιμάνι της Κοπεγχάγης, του 1874, χρονιά κατά την οποία οι Ιμπρεσιονιστές εξέθεσαν τα έργα τους στο Παρίσι στο φωτογραφείο του Ναντάρ. Ο καλλιτέχνης δεν ενδιαφέρεται για την διαμόρφωση της ακτής – προκυμαίας αλλά για τη θά­λασσα και τον ουρανό. Υιοθετεί την μεγάλη οριζόντια παράσταση της πρόσοψης του λιμανιού με τα κτίρια, τους πύργους, τις καμινάδες που καπνίζουν, τα περι­γράμματα των καμπαναριών, μοιράζοντας τη ζωγρα­φική επιφάνεια στα δύο. Τα ένα τρίτο καταλαμβάνει η θάλασσα και τα δύο τρίτα ένας ουρανός με σύννεφα. Πρόκειται για τοπίο χαρακτηριστικό του ευρωπαϊκού Βορρά. Τα χρώματα αλλά και οι πινελιές κάνουν τη θά­λασσα να πάλλεται σαν ένα ζωντανό στοιχείο υπαινίσσοντας την ροή του χρόνου που τρέχει και αλλά­ζει από τη μια στιγμή στην άλλη τα φαινόμενα του κό­σμου. Η θάλασσα εδώ, μέσω της υλικότητας της πινε­λιάς, αποκτάει υλική υπόσταση, μάζα και κίνηση.

Στα έργα του Αλταμούρα, το θέμα του είτε είναι καρνάγιο είτε καράβι ή καΐκι στην ακτή, αποτελεί την αφορμή για τον ζωγράφο για να καταγράψει τα φυσικά φαινόμενα και τις μεταβλητές ιδιότητες της ατμό­σφαιρας. Στο έργο του Καράβι στην ακρογιαλιά, ο ου­ρανός, το λιμάνι και η στεριά ντύνονται σε ένα ζεστό, ροζ κεραμιδί χρώμα, στο οποίο βυθίζονται καράβια, κατάρτια και ιστία την ώρα του δειλινού. Ο Αλταμούρας δεν ενδιαφέρεται για τον όγκο του αραγμένου καρα­βιού αλλά για τα στοιχεία του περιβάλλοντα χώρου, την γαλήνια ώρα του δειλινού στη Βόρεια θάλασσα.

Στο έργο του Καΐκι στις Σπέτσες, ο ζωγράφος έχει απο­κρυσταλλώσει πλήρως τις ιμπρεσιονιστικές αναζητή­σεις του μεταδίδοντας τη διαύγεια του πρωινού στις ελληνικές θάλασσες. Το μικρό αγκυροβολημένο κα­ΐκι, με τα διάφανα, λευκά αναπεπταμένα πανιά του δεσμεύει το φως του ήλιου ενώ όλο το έργο αποτε­λεί μια ποιητική εικόνα που λάμπει από το φως και το χρώμα του ελληνικού πρωινού.

Ιωάννης Αλταμούρας (1852-1878), «Καΐκι στις Σπέτσες», λάδι σε μουσαμά, 29Χ39 εκ. Εθνική Πινακοθήκη & Μουσείου Αλεξάνδρου Σούτζου.

 

Ιωάννης Αλταμούρας (1852-1878), «Καΐκι στις Σπέτσες», λάδι σε μουσαμά, 29Χ39 εκ. Εθνική Πινακοθήκη & Μουσείου Αλεξάνδρου Σούτζου.

Ανάλογη περίπτωση πρώιμου ιμπρεσιονιστή καλλι­τέχνη, είναι και ο Περικλής Πανταζής (1849-1884), ο οποίος ακολούθησε την ίδια μοίρα, με τον Αλτα­μούρα καθώς η ανησυχία του τον οδήγησε, έξω από τη στερεότυπη διαδρομή Αθήνα-Μόναχο, πρώτα στο Παρίσι και έπειτα στο Βέλγιο. Στη σύντομη σταδιο­δρομία του, την οποία ανέκοψε ο πρόωρος θάνατός του, πρόφτασε να περάσει από το ρεαλιστικό γεροχτισμένο τοπίο του Κουρμπέ, στην ελεύθερη πινελιά των Ιμπρεσιονιστών, προσπαθώντας να συλλάβει τη ρευ­στότητα των φαινομένων. Με κοφτές, γρήγορες πινε­λιές αποδίδει, στο έργο του Θαλασσογραφία, τη φευγα­λέα εντύπωση του κύματος, ενώ μέσα στο ευαίσθητο λευκό των αφρών, που αποδίδονται με τη φορά προς τα έξω, ανακλώνται τα χρώματα του ουρανού και της γης. Στο έργο αυτό είναι εμφανής η επίδραση του από τη ζωγραφική των Φλαμανδών που μοιράζουν τον πί­νακα σε ζώνες, με έναν ορίζοντα χαμηλό, που αναδει­κνύει τον ουρανό κυρίαρχο πεδίο μελέτης της κίνη­σης, της ρευστότητας, της φευγαλέας εντύπωσης.

Ο Συμεών Σαββίδης (1859-1927), από τους τελευ­ταίους εκπροσώπους της Σχολής του Μονάχου, εί­ναι ο πιο συνειδητός οπαδός της ζωγραφικής του Ιμπρεσιονισμού. Το έργο του Βάρκες στα Νερά του Βο­σπόρου, διακρίνεται για τη μεγαλύτερη ανάλυση του χρωματικού τόνου και τις αναζητήσεις σχετικά με τις αντανακλάσεις στο νερό. Ο Σαββίδης στο έργο αυτό συλλαμβάνει όλες τις μεταβολές των χρωματικών τόνων μιας ορισμένης στιγμής, την ακινητοποιεί και την αναλύει. Ο διαχωρισμός ανάμεσα στα ψυχρά και τα θερμά χρώματα είναι έκδηλος και αυτό που χαρα­κτηρίζει τη σύνθεση είναι η αντανάκλαση στο νερό που συντελείται με σαφείς πινελιές και που σχηματί­ζεται μια δεύτερη ανεστραμμένη εικόνα. Οι μορφές στην στεριά αποδίδονται με χρωματικές στιγμογραφικές πινελιές.

Συμεών Σαββίδης (1859-1927), «Βάρκες στα νερά του Βοσπόρου», 1907, λάδι σε μουσαμά επικολλημένο σε χαρτόνι, 35Χ50 εκ. Εθνική Πινακοθήκη & Μουσείου Αλεξάνδρου Σούτζου.

 

Συμεών Σαββίδης (1859-1927), «Βάρκες στα νερά του Βοσπόρου», 1907, λάδι σε μουσαμά επικολλημένο σε χαρτόνι, 35Χ50 εκ. Εθνική Πινακοθήκη & Μουσείου Αλεξάνδρου Σούτζου.

Β. Η θαλασσογραφία στις αρχές του 20ού αιώνα στο πνεύμα του μοντερνισμού

Στις αρχές του 20ου αιώνα οι Έλληνες ζωγράφοι εγκα­ταλείπουν το Μόναχο για τη νέα καλλιτεχνική πρωτεύ­ουσα της Ευρώπης, το Παρίσι. Η στροφή αυτή συμ­βαδίζει, όχι τυχαία, με το αίτημα επιστροφής στις γη­γενείς αξίες που διακηρύσσουν οι θεωρητικοί της εποχής και ιδιαίτερα ο Περικλής Γιαννόπουλος στην Ελληνική Γραμμή (1903), ο οποίος καλεί τους ζωγρά­φους να υμνήσουν το πνευματικό φως της Ελλάδας.

Στις αρχές του 20ού αιώνα η «Ομάδα Τέχνη» (1917) θα αποτελέσει τον προθάλαμο της ελληνικής καλλιτεχνι­κής πρωτοπορίας με καλλιτέχνες, που δεν δίστασαν να έλθουν σε ρήξη με το παρελθόν. Μετά το 1922 οι ποικίλες πολιτικές και κοινωνικές αλλαγές θα επιτρέ­ψουν την ανάπτυξη ενός πλουραλιστικού πνεύματος στις τέχνες και στον πολιτισμό.

Οι καλλιτέχνες βγαίνουν στη φύση και προσπαθούν να βρουν τα σχήματα και τα χρώματα για να αποδώ­σουν το ιδιαίτερο τοπίο της χώρας μας και την ξεχω­ριστή ποιότητα του ελληνικού φωτός. Το ζωγραφι­κό έργο τείνει να αυτονομηθεί από τον έξω κόσμο, να αποτελέσει όχι καταγραφή του φυσικού ελληνικού τοπίου αλλά το χρωματικό του ισοδύναμο. Οι καλλι­τέχνες θα δουν και θα ερμηνεύσουν τον κόσμο όχι με το βλέμμα και τις αισθήσεις αλλά με την ψυχή τους. Έτσι, ούτε τα σχήματα ούτε τα χρώματα είναι φυσιο­κρατικά όπως πριν.

Ο Γεώργιος Κοσμαδόπουλος (1895-1967), ο Βάσος Γερμένης (1896-1966), ο Αλέξανδρος Κορογιαννάκης (1906-1966) και ο Βασίλειος Μαγιάσης (1880-1926) διεκδικούν μια ξεχωριστή θέση στην ιστορία του Μεταϊμπρεσιονισμού στην Ελλάδα. Οι ζωγράφοι όμως που αντιλαμβάνονται το νεοελληνικό τοπίο, με μια εντελώς νέα οπτική, ιδιαίτερα κατά τη δεκαετία του 1920, είναι: ο Κωνσταντίνος Παρθένης (1878-1967),ο Νικόλαος Λύτρας (1883-1927), ο Κωνσταντίνος Μαλέας (1879-1928) και ο Μιχάλης Οικονόμου (1888-1923).

Ο Κωνσταντίνος Μαλέας (1879-1928), ένας από τους σπουδαιότερους Έλληνες ζωγράφους, μετά το 1920 συνθέτει τα τοπία του με έντονη τάση για σχηματο­ποίηση, απλωμένες χρωματικές επιφάνειες, σαφή πε­ριγράμματα, μειωμένο ρόλο της προοπτικής, μεγάλακαμπυλόγραμμα θέματα, μνημειακή απόδοση των όγκων και έντονα διακοσμητική διάθεση. Τα έργα αυ­τής της περιόδου σφραγίζονται από την εμπειρία της ζωγραφικής του Σεζάν, δηλαδή η σχέση των όγκων με το χώρο αποδίδεται πέρα από τη λογική της παραδο­σιακής προοπτικής. Το έργο του Τοπίο παραθαλάσσιο έχει καμπυλοκεντρική σύνθεση, κυρίως στο έδαφος με τα μικρά καμπυλόμορφα θέματα και με τον ορίζο­ντα να ανεβαίνει πολύ ψηλά, καταργώντας την έννοια του βάθους, αφήνοντας μια στενή λωρίδα ουρανού. Στο έργο του Καμένη, Σαντορίνη, η κυκλαδίτικη ατμό­σφαιρα διαγράφεται με ένα φως σκληρό και εντυπω­σιακό. Η εισαγωγή στον πίνακα γίνεται με ανοδική πο­ρεία. Εικονίζονται στο πρώτο επίπεδο ένας μαντρό­τοιχος και πιο πίσω το νησάκι της Καμένης. Οι θερ­μοί γαιώδεις τόνοι της στεριάς μέσα στο ψυχρό μπλε της θάλασσας με τις τυρκουάζ φωτεινές ζώνες που εναλλάσσονται, καθώς ένα μικρό χρωματικό κομμάτι εμπλέκεται με το άλλο ως το βάθος, προσδίδουν μια συνθετική ισορροπίαστο έργο. Η ένταση του χρώμα­τος ακόμη και στα πιο μακρινά επίπεδα, αναιρεί την εντύπωση του βάθους και κρατιέται η εικόνα στην επιφάνεια του καμβά. Επιβεβαιώνεται σε αυτό και σε πολλά παρόμοια το­πία πως δεν έχουμε απόδοση της οπτικής πραγματι­κότητας, αλλά μορφοποίηση μιας ιδέας με ζωγραφι­κά μέσα.

Κωνσταντίνος Μαλέας (1879-1928), «Τοπίο παραθαλάσσιο», 1918-1920, λάδι σε χαρτόνι, 33,5Χ52,2 εκ. Εθνική Πινακοθήκη & Μουσείου Αλεξάνδρου Σούτζου.

 

Κωνσταντίνος Μαλέας (1879-1928), «Τοπίο παραθαλάσσιο», 1918-1920, λάδι σε χαρτόνι, 33,5Χ52,2 εκ. Εθνική Πινακοθήκη & Μουσείου Αλεξάνδρου Σούτζου.

 

Κωνσταντίνος Μαλέας (1879-1928), «Καμένη, Σαντορίνη», 1924-1925, λάδι σε μουσαμά, 50Χ56 εκ. Εθνική Πινακοθήκη & Μουσείου Αλεξάνδρου Σούτζου.

 

Κωνσταντίνος Μαλέας (1879-1928), «Καμένη, Σαντορίνη», 1924-1925, λάδι σε μουσαμά, 50Χ56 εκ. Εθνική Πινακοθήκη & Μουσείου Αλεξάνδρου Σούτζου.

Ο Νικόλαος Λύτρας (1883-1927) μαζί με τον Κωνστα­ντίνο Παρθένη και τον Κωνσταντίνο Μαλέα, θεωρού­νται οι ανανεωτές της τέχνης των αρχών του 20ου αι­ώνα στην Ελλάδα. Έχει αφομοιώσει και υιοθετήσει τους βασικούς κώδικες της μοντέρνας τέχνης που εί­χαν καθιερωθεί από τη γενιά των μεταϊμπρεσιονιστών ζωγράφων. Καθιερώνει την αυτονομία της εικαστι­κής δράσης πάνω στη ζωγραφική επιφάνεια, όπου το θέμα του χτίζεται με πλατιές πινελιές παχύρευστου χρώματος και χειρονομιακή γραφή.

Στα έργα Φάρος  και Θαλασσογραφία, η θάλασσα έχει αποδοθεί με πηχτό χρώμα και ρευστές πινελιές, που της προσδίδουν μια υλική υπόσταση. Κυριαρχούν τα μπλε, τα ιώδη και οι ώχρες. Το φυσικό περιβάλλον ει­κονογραφείται απαλλαγμένο από την περιγραφικότη­τα και από τις αφηγήσεις της παραδοσιακής νατουραλιστικής τοπιογραφίας. Τα τοπία αποδίδονται με λιτή σύνθεση, πανοραμική από ψηλά θέαση, με με­γάλες απλοποιημένες επιφάνειες. Ο Λύτρας αναζητά σε αυτά τα έργα με τον κλειστό ορίζοντα και την ανο­δική σύνθεση, την αλήθεια του πραγματικού. Ερμη­νεύει κατά κάποιον τρόπο τον χαρακτήρα της δομής του ελληνικού τοπίου με την εσωτερική του νομοτέ­λεια παραπέμποντας στον Cezanne.

Νίκος Λύτρας (1883-1927), «Θαλασσογραφία», π. 1925, λάδι σε μουσαμά, 53Χ73 εκ. Εθνική Πινακοθήκη & Μουσείου Αλεξάνδρου Σούτζου.

 

Νίκος Λύτρας (1883-1927), «Θαλασσογραφία», π. 1925, λάδι σε μουσαμά, 53Χ73 εκ. Εθνική Πινακοθήκη & Μουσείου Αλεξάνδρου Σούτζου.

Ο Μιχάλης Οικονόμου (1888-1923) εγκαταλείπει εν μέρει τη φύση ως φύση και της προσδίδει μία μετα­φυσική χροιά. Ζωγραφίζει τα τοπία του με έντονο ρο­μαντικό αίσθημα που είναι σαν να αναδύονται από ένα όνειρο. Στο έργο του ο μύλος, ο νερόμυλος αντικατο­πτρίζεται στα νερά της θάλασσας και μοιάζει σαν να αναδύεται μέσα από μιαν ανάμνηση. Η χρωματική ρευ­στότητα, το χαλαρό σχέδιο με όλα τα σχήματα ρευστά, με περιγράμματα σβηστά, ανατρέπουν τις βασικές αρ­χές της αναπαραστατικότητας και κάνουν την εικόνα να φαίνεται συναισθηματικά φορτισμένη και υποκειμενι­κή. Τώρα ούτε τα σχήματα ούτε τα χρώματα είναι φυ­σιοκρατικά. Ο νερόμυλος φαίνεται να έχει ζωγραφιστεί με τα μάτια της ψυχής, θολός και ρευστός, ως ανάμνη­ση, στο χώρο των ακαθόριστων μορφών.

Με ανάλογο τρόπο έχει ζωγραφιστεί και το Σπίτι του ψαρά δίπλα στη θάλασσα. Μία πορτοκαλοκόκκινη τέντα ρί­χνει τη μωβ σκιά της στην πρόσοψη του σπιτιού ενώ μια γυναικεία μορφή ενσωματώνεται μέσα στη σκιά, έτσι που μόλις την διακρίνεις. Ο διάλογος ψυχρών-θερμών χρωμάτων δίνει λάμψη και παλμό στο έργο.

Μιχάλης Οικονόμου (1884-1933), «Το σπίτι του ψαρά», λάδι σε χαρτόνι, 40,5Χ69,5 εκ. Εθνική Πινακοθήκη & Μουσείου Αλεξάνδρου Σούτζου.

 

Μιχάλης Οικονόμου (1884-1933), «Το σπίτι του ψαρά», λάδι σε χαρτόνι, 40,5Χ69,5 εκ. Εθνική Πινακοθήκη & Μουσείου Αλεξάνδρου Σούτζου.

Σε αυτήν την κατηγορία των καλλιτεχνών που ερμη­νεύουν τον κόσμο όχι με το βλέμμα, αλλά μέσα από τη νόηση ανήκουν ο Κωνσταντίνος Παρθένης και ο Γεράσιμος Στέρης. Ο Κωνσταντίνος Παρθένης (1918-1920) στο έργο του ‘Υδρα, με σχέδιο λεπτό, υπαινικτι­κό και συγχρόνως στέρεο και διάφανο χρώμα, αφή­νει αναπνοές-κενά ανάμεσα στα χρωματικά πεδία, θέ­λοντας να άρει την υλικότητα των κτισμάτων και τη χρωματική πυκνότητα της θάλασσας. Η αρμονία των χρωμάτων βασίζεται στον διάλογο ανάμεσα στα μπλε-μωβ και τα κίτρινα-πορτοκαλιά, γαλάζια-πορτοκαλί δηλαδή ανάμεσα σε ψυχρά-θερμά και σε συμπληρω­ματικά χρώματα. Το έργο χαρακτηρίζεται από απλότη­τα και λιτότητα.

Κωνσταντίνος Παρθένης (1878|79-1967), «Ύδρα», 1918-1920, λάδι σε καμβά, 23Χ31 εκ. Εθνική Πινακοθήκη & Μουσείου Αλεξάνδρου Σούτζου.

 

Κωνσταντίνος Παρθένης (1878|79-1967), «Ύδρα», 1918-1920, λάδι σε καμβά, 23Χ31 εκ. Εθνική Πινακοθήκη & Μουσείου Αλεξάνδρου Σούτζου.

Ο Γεράσιμος Στέρης (1898-1987) θεωρείται πρόδρο­μος του ελληνικού μοντερνισμού. Μέσω των ταξι­διών του στην Ευρώπη απέκτησε μια εξαιρετικά επε­ξεργασμένη αίσθηση του νέου τρόπου αισθητικής αντίληψης του μοντερνισμού. Το έργο του, Ακρογιά­λι, είναι πλημμυρισμένο από γαλήνη και ποιητικότη­τα, που παραπέμπει στο πνεύμα της αρχαιότητας και καταδεικνύει ότι ο Στέρης είναι επηρεασμένος από τον GiorgiodeChirico. Οι τρεις μορφές δίπλα στο νη­σιώτικο αρχιτεκτονικό σύμπλεγμα-πλαίσιο επισύρουν ανακλήσεις τόσο από την αρχαιότητα όσο και από το Βυζάντιο. Οι όγκοι των σπιτιών αποδομένοι σύμφω­να με την υστεροκυβιστική τέχνη, κλειστοί στο περί­γραμμα, στιβαροί, ακίνητοι και μνημειακοί, περικλεί­ουν ένα μυστήριο, σαν να μην κατοικήθηκαν ποτέ. Το έργο χαρακτηρίζεται από στατική ηρεμία, συγκρατη­μένη εκφραστικότητα και με τις μορφές να μοιάζουν απόκοσμες προσδίδοντας στο έργο μια αινιγματική ατμόσφαιρα.

Γεράσιμος Στέρης (1898-1987), «Ακρογιάλι», πριν 1963, λάδι σε μουσαμά, 57,5Χ72 εκ. Εθνική Πινακοθήκη & Μουσείου Αλεξάνδρου Σούτζου.

 

Γεράσιμος Στέρης (1898-1987), «Ακρογιάλι», πριν 1963, λάδι σε μουσαμά, 57,5Χ72 εκ. Εθνική Πινακοθήκη & Μουσείου Αλεξάνδρου Σούτζου.

Γ. Η θαλασσογραφία μετά το 1960

Οι Έλληνες καλλιτέχνες μετά τον εμφύλιο πόλεμο συμμετέχουν ενεργά στις αναζητήσεις της μοντέρ­νας τέχνης. Από τον πόλεμο και μετά, το κάθε έργο δεν είναι πλέον ενταγμένο σε ένα γενικότερο σύστημα αισθητικών αξιών αλλά ενεργοποιεί τα νοήματα του αποκλειστικά από τις θέσεις και τις βασικές αξίες του καλλιτέχνη. Ύστερα από το διάλειμμα της αφαίρεσης, ιδιαίτερα από τη δεκαετία του 70 και μετά, παρατη­ρήθηκε στην Ελλάδα μια νέα στροφή προς τη φύση και οι Έλληνες καλλιτέχνες πειραματίστηκαν με κάθε δημιουργική διαδικασία για την παραγωγή του έργου τέχνης.

Ο Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας (1906-1994) μαθη­τής του Παρθένη, θα βρεθεί πολύ νέος στο Παρίσι, όπου ανθεί ο ευρωπαϊκός Μοντερνισμός. Γοητεύτη­κε από τη μετακυβιστική ζωγραφική του Πικάσσο (1881-1973) και του Μπρακ (1882-1963) αλλά οδη­γήθηκε σ’ έναν ιδιότυπο ελληνοτροπικό Κυβισμό, γε­μάτο φως και χρώμα. Το έργο του Το Νερό, αποτελεί μέρος της ενότητας των τεσσάρων στοιχείων της φύ­σης (νερό, γη, αέρας, φωτιά-1965-66), στα οποία η έμφαση δίνεται αποκλειστικά στην καταγραφή των φυσικών στοιχείων και φαινομένων. Το έργο εικο­νογραφεί το θέμα των τεσσάρων στοιχείων που έχει καταβολές από την εποχή της Αναγέννησης και του Μπαρόκ, αλλά ως προς το εννοιολογικό του περιεχό­μενο συνδέεται με βαθύτατες κοσμολογικές αλήθειες που προσδιορίστηκαν στην ελληνική αρχαιότητα από τον Εμπεδοκλή και τον Αριστοτέλη, αλλά και στην ταοϊκή φιλοσοφία. Ο Γκίκας με ελευθερία και ευαισθη­σία χάρη στην αφομοιωμένη πλέον εμπειρία των χρω­μάτων και της πινελιάς επιχειρεί να προσεγγίσει τις αλήθειες αυτές μέσα από τη ζωγραφική τετραλογία του.

Στο έργο του, Το Νερό, ο ζωγράφος μεταφέρει την αίσθη­ση αλλά και την έννοια του νερού με μια σύνθεση χρω­μάτων, όγκων και εντυπώσεων, όπου πρωταγωνιστεί το φως και οι αντανακλάσεις του, το βάθος και η επιφάνεια, ο φευγαλέος χρόνος και η διαρκής μεταβολή.

Νίκος Χατζηκυριάκος Γκίκας (1906-1994), «Το νερό», λάδι σε μουσαμά, 200Χ229 εκ. Εθνική Πινακοθήκη & Μουσείου Αλεξάνδρου Σούτζου.

 

Νίκος Χατζηκυριάκος Γκίκας (1906-1994), «Το νερό», λάδι σε μουσαμά, 200Χ229 εκ. Εθνική Πινακοθήκη & Μουσείου Αλεξάνδρου Σούτζου.

Ο Αγήνορας Αστεριάδης (1898-1977) προσπάθησε να συνδυάσει στο έργο του την ελληνική παράδοση, το πνεύμα της βυζαντινής αγιογραφίας και τα διδάγ­ματα του κυβισμού και των άλλων εικαστικών ρευμά­των των αρχών του 20ου αιώνα.

Η μνημειακή του σύνθεση Πειραιάς είναι πολύ χαρα­κτηριστικό έργο επηρεασμένο από τη διακοσμητική λαϊκή ζωγραφική. Η σχηματοποίηση, η μικρογραφική πραγμάτωση αλλά και η αντίστροφη προοπτική, δηλώνουν αναφορές στην ανατολική και βυζαντινή τέχνη με την οποία ο ζωγράφος ανέπτυξε στενότατη σχέση.

Η χαρτογραφική ανάπτυξη του χώρου καταργεί την προοπτική και την τρίτη διάσταση. Το θέμα αναπτύσ­σεται κατακόρυφα με τα τρία λιμάνια του Πειραιά, να ξετυλίγονται ανοδικά από το Μικρολίμανο και τη Ζέα ως το μεγάλο κύριο εμπορικό λιμάνι. Τα σπίτια απει­κονίζονται μετωπικά. Το βαθύ μπλε της θάλασσας συ­νομιλεί ζωηρά με τις ώχρες της γης, ενώ τα λευκά των σπιτιών προσθέτουν τον χαρούμενο τόνο τους στη σύνθεση, που χαρακτηρίζεται από έναν έντονο μελω­δικό ρυθμό.

Αγήνωρ Αστεριάδης (1898-1997), «Πειραιάς», 1973, Αυγοτέμπερα σε ξύλο, 202Χ122 εκ. Εθνική Πινακοθήκη & Μουσείου Αλεξάνδρου Σούτζου.

 

Αγήνωρ Αστεριάδης (1898-1997), «Πειραιάς», 1973, Αυγοτέμπερα σε ξύλο, 202Χ122 εκ. Εθνική Πινακοθήκη & Μουσείου Αλεξάνδρου Σούτζου.

Ο Κώστας Τσόκλης (1930) αυτήν την περίοδο εστιάζει στο οντολογικό πρόβλημα της εικαστικής δημιουργί­ας. Κύριο γνώρισμα του καλλιτέχνη αυτήν την περίο­δο, είναι η σύνδεση πραγματικών αντικειμένων σχετι­κών με τη θάλασσα (ξύλο από βάρκα) και της ζωγρα­φικής επιφάνειας. Το έργο θαλασσινό τοπίο δημιουρ­γείται από τη σύμπτωση του πραγματικού με το εικα­στικό.

Κώστας Τσόκλης (1930), «Θαλασσινό τοπίο», 1979, λάδι σε μουσαμά, 69,5Χ80,5 εκ. Εθνική Πινακοθήκη & Μουσείου Αλεξάνδρου Σούτζου.

 

Κώστας Τσόκλης (1930), «Θαλασσινό τοπίο», 1979, λάδι σε μουσαμά, 69,5Χ80,5 εκ. Εθνική Πινακοθήκη & Μουσείου Αλεξάνδρου Σούτζου.

Ο Παναγιώτης Τέτσης (1925) ζωγράφισε τη θάλασ­σα έτσι όπως τη βίωσε και συνεχίζει να τη βιώνει ως τώρα. Αυτό που ζωγραφίζει δεν είναι μόνον η θάλασ­σα, ο ουρανός, τα σύννεφα και η φωτεινή λάμψη, αλλά και κάτι άλλο, που θα τον μεταφέρει σε έναν κό­σμο διαφορετικό από τον πραγματικό. Τον κόσμο της δικής του ζωγραφικής. Η θέα του κόσμου, της φύσης του προσφέρει «ζωγραφική», σχήματα, φόρμες, χρώ­ματα, τόνο-φως. Το φως, μια ποιότητα που παραμε­λήθηκε στην αντίληψη του χρώματος από τη μοντέρ­να ζωγραφική, για τον Τέτση αποτελεί τη βάση της χρωματικής τοποθέτησης του στον κάθε πίνακα του. Το έργο του Ύδρα, Θάλασσα διαπνέεται από τέρψη των αισθήσεων, καθώς γίνεται φανερό ότι ο Τέτσης ζω­γραφίζει τη θάλασσα της Ύδρας ως βίωμα και μνήμη, ως γνώση προσωπική.

Το Παράρτημα της Εθνικής Πινακοθήκης και Μου­σείου Αλεξάνδρου Σούτζου στο Ναύπλιο με αυτήν την θαλάσσια περιδιάβαση στις συλλογές του, στόχο έχει να φωτίσει το ρόλο της τέχνης μέσα από τη διαλε­κτική σχέση τέχνης, ιστορίας, κοινωνίας. Αλλά επειδή το σύγχρονο μουσείο από τον ορισμό του δίδει προτεραι­ότητα στο κοινό και η ύπαρξη του αξιολογείται από την ικανοποίηση των αναγκών του κοινού για μελέτη, εκπαί­δευση και ψυχαγωγία, η έκθεση αυτή δίνει τη δυνατότη­τα στον επισκέπτη να γνωρίσει την ελληνική ζωγραφική αλλά συγχρόνως η επίσκεψη του να αποτελεί προσωπι­κή εμπειρία, ενεργοποιώντας του τις αισθήσεις, τη φα­ντασία, τη γνώση, τον ψυχισμό, την εικαστική αγωγή και τη δεξιότητα κυρίως των παιδιών, μέσω των εκπαιδευτι­κών προγραμμάτων που θα υλοποιηθούν.

Μέσα από την εικαστική αυτή περιήγηση, γίνεται αυ­ταπόδεικτο πως η θέαση ελαχίστων ζωγραφικών πι­νάκων με θέμα είτε τη θάλασσα είτε το καράβι, γνώ­ριμο σύμβολο φυγής από την καθημερινότητα, αρκεί για ένα ταξίδι, που ο καθένας μας μπορεί να πραγμα­τοποιήσει οποιαδήποτε στιγμή το θελήσει. Ένα ταξίδι κατακλυσμένο από το φως και το χρώμα της Ελλάδας […]

Γενική Βιβλιογραφία

  • Βλάχος Μανόλης, Ο Ζωγράφος Κωνσταντίνος Βολανά­κης 1837-1907, διδακτορική διατριβή, Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Αθήνα, 1974.
  • Βλάχος Μανόλης, Η Ελληνική Θαλασσογραφία, Eurobank-Όμιλος Λάτση, Αθήνα 1993.
  • «Εθνική Πινακοθήκη 100 χρόνια. Τέσσερις αιώνες Ελ­ληνικής Ζωγραφικής», Εθνική Πινακοθήκη – Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου, επιστημονική επιμέλεια – εισα­γωγικά κείμενα ενοτήτων Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα, Αθήνα 1999.
  • «Ελληνική τοπιογραφία, 19ος-20ος αιώνας», Εθνική Πινα­κοθήκη και Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου, Αθήνα, 1998, επιμέλεια Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα, Αγγέλα Ταμβάκη.
  • Κατάλογοι ατομικών και ομαδικών εκθέσεων, (Αρχείο Εθνικής Πινακοθήκης).
  • Κουρία Αφροδίτη, Πόρτολος Δημήτρης, Νίκος Λύ­τρας, Εθνική Πινακοθήκη και Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου, Ελληνικό λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο, 2008.
  • Κωτίδης Αντώνης, Ο Ζωγράφος Κ. Μαλέας (1879-1928), διδακτορική διατριβή, Πανεπιστήμιο Θεσσα­λονίκης, Θεσσαλονίκη 1982.
  • Λυδάκης Στέλιος, Η ιστορία της νεοελληνικής ζωγραφι­κής (16ος-20ος  αιώνας), εκδ. Μέλισσα, Αθήνα 1976.
  • Λυδάκης Στέλιος, Βολανάκης, εκδ. Αδάμ, Αθήνα 1997.
  • Μισιρλή Νέλλη, Ελληνική Ζωγραφική, 18ος-19ος  αιώνας,  εκδ. Αδάμ, Αθήνα 1993.
  • «Στα άδυτα της Εθνικής Πινακοθήκης – Άγνωστοι θησαυροί από τις συλλογές της», επιστημονική επιμέλεια-εισαγωγικά κείμενα ενοτήτων Μαρία Κατσανακη, Ζίνα Καλούδη, Άννυ Μάλαμα, Λίνα Τσίκουτα, Τώνια Γιαννουδάκη, Άρτεμις Ζερβού, Έφη Αγαθονίκου, Μαριλένα Κασιμάτη, Αθήνα 2011.
  • Χρήστου Χρύσανθος, Η ΕλληνικήΖωγραφική 1832-1922,  εκδ. Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος, Αθήνα 1981.

Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού


Η Τέχνη συναντά τη Θάλασσα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.