Film Review and Film CriticismΚριτική κινηματογράφου είναι η ανάλυση και αξιολόγηση των ταινιών και του κινηματογραφικού μέσου. Γενικά, η κριτική του κινηματογράφου μπορεί να χωριστεί σε δύο κατηγορίες: δημοσιογραφική κριτική που εμφανίζεται τακτικά σε εφημερίδες, περιοδικά και άλλα δημοφιλή μέσα μαζικής ενημέρωσης και ακαδημαϊκή κριτική από μελετητές κινηματογράφου που εντάσσεται στη θεωρία του κινηματογράφου και δημοσιεύεται σε ακαδημαϊκά περιοδικά. Η ακαδημαϊκή κριτική του κινηματογράφου σπάνια παίρνει τη μορφή της δημοσιογραφικής κριτικής.

 

O Κινηματογράφος εμφανίστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα. Η πρώτη καλλιτεχνική κριτική ταινίας εμφανίστηκε στις αρχές του 1900. Το πρώτο άρθρο που αποτέλεσε κριτική για ταινία βγήκε από το The Optical Lantern and Cinematograph Journal , ακολουθούμενο από το Bioscope το 1908.

Ο κινηματογράφος είναι μια σχετικά νέα μορφή τέχνης, σε σύγκριση με τη μουσική, τη λογοτεχνία και τη ζωγραφική που υπήρχαν από την αρχαιότητα. Τα πρώτα άρθρα για τον Κινηματογράφο προσπάθησαν να υποστηρίξουν ότι οι ταινίες θα μπορούσαν επίσης να θεωρηθούν μια μορφή τέχνης. Το 1911, ο Ricciotto Canudo έγραψε ένα μανιφέστο που κηρύσσει τον κινηματογράφο ως την «Έκτη Τέχνη» (αργότερα «Έβδομη Τέχνη»). Για πολλές δεκαετίες μετά, η ταινία εξακολουθούσε να αντιμετωπίζεται ως τέχνη μικρότερης καλλιτεχνικής αξίας από τις παλαιότερες μορφές τέχνης. Στη Σουηδία, επικεφαλής της σοβαρής κινηματογραφικής κριτικής ήταν ο Bengt Idestam-Almquist , σε σημείο που το Σουηδικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου τον αποκάλεσε πατέρα της σουηδικής κριτικής κινηματογράφου .

Μέχρι τη δεκαετία του 1920, οι κριτικοί θεωρούσαν τον Κινηματογράφο ως κάτι περισσότερο από ψυχαγωγία. Η αυξανόμενη δημοτικότητα του μέσου έκανε τις μεγάλες εφημερίδες να αρχίσουν να προσλαμβάνουν κριτικούς κινηματογράφου. Στη δεκαετία του 1930, η κινηματογραφική βιομηχανία είδε την αναγνωσιμότητα των κριτικών κειμένων να μειώνεται καθώς οι ταινίες συνοδεύονταν πλέον από ήχο. Ωστόσο, στα τέλη της δεκαετίας του 1930 το κοινό επηρεάστηκε από έντυπες πηγές ειδήσεων που είχαν περιοδικές αναφορές στις νέες ταινίες και η κριτική επικεντρώθηκε σε μεγάλο βαθμό γύρω από τις αντιδράσεις του κοινού μέσα στις αίθουσες.

Ο κριτικός του Σικάγου, Ρότζερ Έμπερτ (δεξιά) με τον σκηνοθέτη Ρας Μέγιερ .

Στη δεκαετία του 1940 εμφανίστηκαν νέες μορφές κριτικής. Δοκίμια που αναλύουν ταινίες με ξεχωριστή γοητεία και στυλ προσπάθησαν να πείσουν τον αναγνώστη για την αξία της κριτικής. Ήταν η εμφάνιση αυτών των στυλ που έφερε την κριτική του κινηματογράφου στο mainstream, κερδίζοντας την προσοχή πολλών δημοφιλών περιοδικών. Αυτό έκανε τις κριτικές ταινιών ένα βασικό στοιχείο στα περισσότερα έντυπα μέσα. Καθώς οι δεκαετίες περνούσαν, η φήμη κάποιων κριτικών αυξήθηκε και αναδείχθηκαν επώνυμοι κριτικοί τέχνης όπως οι James Agee, Andrew Sarris, Pauline Kael και στη σύγχρονη εποχή Roger Ebert και Peter Travers. Οι κριτικοί κινηματογράφου που εργάζονται για εφημερίδες, περιοδικά, μέσα μαζικής ενημέρωσης και διαδικτυακές εκδόσεις, κριτικάρουν κυρίως τις νέες κυκλοφορίες, αλλά και παλαιότερες ταινίες.  Μια τυπική κριτική ταινίας θα εξηγήσει την υπόθεση της ταινίας πριν συζητήσει τα πλεονεκτήματα ή τα ελαττώματά της. Η κριτική ολοκληρώνεται συχνά με μια μορφή αξιολόγησης. Υπάρχουν πολλά συστήματα αξιολόγησης, όπως κλίμακες 5 ή 4 αστέρων , βαθμοί ακαδημαϊκού στιλ και εικονογράμματα (όπως στο San Francisco Chronicle ).


ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΑΙΝΙΩΝ: ΕΝΑ ΔΥΣΚΟΛΟ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΟ ΤΑΞΙΔΙ

Έχει ειπωθεί ότι η κριτική μιας ταινίας είναι ένα δημιούργημα που μπορεί να υπάρχει ανεξάρτητα απ’την ταινία στην οποία αναφέρεται. Στην πραγματικότητα αυτό ισχύει, αλλά αποκλειστικά και μόνο για τις κριτικές που είναι τέτοιες και δεν είναι στείρες πολεμικές ή ναρκισσιστικές αφηγήσεις. Είναι πολύ ενδιαφέρον, λοιπόν, να ερευνήσουμε τις δομές μιας κριτικής κινηματογράφου και, σε δεύτερο επίπεδο, να προτείνουμε κάποιες μορφές της, σε μια προσπάθεια προσδιορισμού της.

Θα ξεκινήσουμε με τον προσδιορισμό της κριτικής κινηματογράφου για να φτάσουμε στην ανάλυση των δομών της και να τελειώσουμε με τη σύνθεση, δηλαδή την τελική δομή που θα πρότεινε αυτό το κείμενο.

Εκ των προτέρων θεωρούμε δεδομένο ότι απαραίτητα εφόδια για μια ολοκληρωμένη κριτική είναι η καλή γνώση των θεωρητικών βάσεων, τόσο στη θεωρία της αφήγησης, γενικότερα, και του κινηματογράφου ειδικότερα, όσο και στην ψυχολογία και την κοινωνιολογία, αλλά και γνώσεις στην τεχνική του κινηματογράφου, ειδικά στο μοντάζ.

Ο ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ ΑΥΤΟΝΟΜΟ ΕΙΔΟΣ ΤΕΧΝΗΣ;

Το αντικείμενο μελέτης μας είναι η ταινία, κινηματογραφική ή τηλεοπτική. Με δεδομένο ότι θέλουμε να κάνουμε ολοκληρωμένη εργασία και η κριτική μας να διαβάζεται και μετά την προβολή της ταινίας, ίσως και μετά από αρκετά χρόνια, τότε απαραίτητο είναι η εργασία μας να έχει επιστημονική χροιά.

Αυτό μπορούμε να το δούμε στις κριτικές του Βασίλη Ραφαηλίδη (βλέπε το «Λεξικό ταινιών», πέντε τόμοι, εκδόσεις Αιγόκερως) που διαβάζονται ακόμη και αφορούν στις παλιές ταινίες. Ένα άλλο παράδειγμα είναι το βιβλίο με τις κριτικές του Αντώνη Μοσχοβάκη, να αναφέρουμε επίσης τα βιβλία που έχει γράψει ο Αλέξης Δερμεντζόγλου.

Ο αναγνώστης μπορεί να συγκρίνει αυτές τις κριτικές, όπως και αυτές του Νίκου Κολοβού και του Γιάννη Μπακογιαννόπουλου για να καταλάβει τι εννοούμε όταν μιλάμε για επιστημονικότητα στη συγγραφή μιας κριτικής κινηματογράφου. Για να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι θα αναφερθούμε στην ανάλυση και στη σύνθεση.

Το πρώτο ζήτημα που θα εξετασθεί είναι αν η κινηματογραφική τέχνη είναι αυτόνομη, σχετικά με τις άλλες τέχνες.

Αν δούμε την ταινία σα μια αφήγηση και τη βάλουμε σαν τέτοια μέσα στην αφήγηση της πραγματικής ζωής, τότε θα δούμε ότι αυτό που θα λέγαμε κινηματογράφος έχει στενή σχέση ή για να το πούμε καλύτερα εντάσσεται σε αυτό που λέμε ενιαίος χώρος αφήγησης, άρα η κινηματογραφική τέχνη έχει πολύ στενή σχέση με τις άλλες τέχνες.

Κατά συνέπεια, ο κριτικός κινηματογράφου δεν μπορεί να αγνοήσει τη θεωρία και την ιστορία των άλλων τεχνών. Αν το κάνει αυτό το κείμενό του δε θα μπορεί να έχει αναφερόμενα ούτε καν στην ίδια την ταινία, η κριτική θα είναι χωρίς νόημα και θα μοιάζει με ένα προσωπικό σημείωμα που ενδιαφέρει αυτόν τον ίδιο και ίσως τους φίλους του.

Κρατάμε λοιπόν σα δεδομένο την πλήρη ενημέρωση τόσο όσον αφορά στην ιστορία όσο και στη θεωρία των άλλων τεχνών, της ζωγραφικής, της γλυπτικής, της μουσικής, του θεάτρου, της αρχιτεκτονικής και του χορού.

Με αυτό τον τρόπο μπορεί να επεκταθεί το κινηματογραφικό κείμενο σε άλλα και να έχουμε αυτό που λέμε διακειμενικότητα, μέσα στην τέχνη.

Αυτό που πετυχαίνουμε είναι να βλέπουμε την ανάπτυξη των χαρακτήρων, όπως γίνεται στην πραγματική ζωή, τελικά να πιστοποιούμε αν αυτοί οι χαρακτήρες και οι μεταξύ τους συνδέσεις μπορούν να έχουν κάποια βάση σε αυτή την αφήγηση ή αν αυτή ξεφεύγει προς άλλους δρόμους, άλλες τεχνοτροπίες, π.χ. απ’το ρεαλισμό στο σουρεαλισμό κ.λπ., και με ποιο τρόπο, για να δούμε τελικά αν αυτό το έργο έχει τις βάσεις του στα ήδη κεκτημένα της αφήγησης ή είναι κάτι το πρωτοποριακό.

Η ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ

Θα ξεκινήσουμε με την ανάλυση του κειμένου. Μπορούμε ή έχουμε το δικαίωμα να τεμαχίσουμε την αφήγηση για να μπορέσουμε να αναλύσουμε τα διάφορα κομμάτια χωριστά πριν να κάνουμε τις απαραίτητες συνδέσεις;

Την απάντηση σε αυτό ερώτημα τη δίνουν οι μελέτες του Προπ. Ήταν ο πρώτος που τόλμησε να τεμαχίσει την αφήγηση των μαγικών παραμυθιών, απ’τη συλλογή του Αρσένιεφ. Ανακάλυψε ότι μπορεί κάποιος να χωρίσει την αφήγηση σε διάφορα κομμάτια που θα είναι με μια σχετική αυτονομία.

Οι συνδετικοί κρίκοι είναι αυτά τα στοιχεία που δίνουν την αιτία για να υπάρχει μια συνέχεια. Κατηγορήθηκε ότι ακολουθεί το φορμαλισμό, τότε στη Σοβιετική Ένωση, αλλά ήταν η αρχή για να καταλάβουμε ότι έχουμε το δικαίωμα να κάνουμε αυτό που έκαναν οι γλωσσολόγοι ήδη απ’τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα, ξεκινώντας από μια λέξη για να φτάσουν σε ένα φώνημα και τελικά στο σημαίνον και στο σημαινόμενο.

Μπορούμε λοιπόν να ακολουθήσουμε τη σημειωτική ανάλυση και να την εφαρμόσουμε στην ανάλυση που θέλουμε να κάνουμε στην ταινία που επιθυμούμε να κριτικάρουμε.

Μπορούμε να φτάσουμε στο σημαίνον -στην αφηρημένη και πολυσημειακή απόδοση μιας έννοιας, που έχει δύο ή περισσότερες νοηματικές αποδόσεις- και στο σημαινόμενο -στην απόλυτα προσδιορισμένη σημασία του σημαίνοντος.

Έχουμε την ευκολία να ανακαλύψουμε αυτό που είναι ρεαλιστικό ή αυτό που θα το χαρακτηρίζαμε υπερρεαλιστικό, όπως και τις ενδιάμεσες αποχρώσεις τους. Έχουμε κάνει έτσι την αρχή και ολοκληρώνουμε τη σημειολογική και εννοιολογική ανάλυση του κειμένου της ταινίας.

Θα πρέπει να διευκρινίσουμε ότι τα διάφορα σημεία, σημαίνοντα και σημαινόμενα, όταν έχουν ενταχθεί σε μία σειρά αποτελούν συντάγματα κωδίκων, τα οποία μπαίνουν σε μια αλληλουχία για να έχουμε το κείμενο.

Κατά συνέπεια, το κείμενο αποτελείται σειρές κωδίκων, ο κάθε κώδικας από μια σειρά σημείων και τα σημεία από το σημαίνον και σημαινόμενό του. Με αυτή την έννοια, φτάνουμε στο σημείο να ξεχωρίσουμε και το χαρακτήρα της αφήγησης.

Μπορούμε να πούμε αν έχουμε να κάνουμε με ρεαλισμό, υπερρεαλισμό, ποιητική αφήγηση, μαγικό ρεαλισμό ή νεορεαλισμό. Κατά συνέπεια έχουμε ένα μέτρο για να συγκρίνουμε, άρα να κρίνουμε την αφηγηματική γραμμή που αυτή η ταινία ακολουθεί.

Ανάλογος είναι ο τρόπος που ακολουθούμε για την αισθητική ανάλυση. Έχουμε και εδώ σημαίνοντα και σημαινόμενα, τα οποία έχουν σχέση με τα σύμβολα με τα οποία σχετίζονται. Απαραίτητη προϋπόθεση όμως είναι να μπορούμε να κάνουμε τις συνδέσεις, άρα θα πρέπει να έχουμε γνώσεις της ιστορίας της Τέχνης για να βρούμε τα αναφερόμενά τους.

Πιθανότατα, όπως και στο γραπτό και προφορικό λόγο, να πρέπει να κάνουμε αναγωγές σε μυθικά στοιχεία, απ’την εθνική ή παγκόσμια μυθολογία. Σε αυτό το σημείο η αισθητική και η εννοιολογική ανάλυση ενώνονται για να έχουμε μια ενιαία και ολοκληρωμένη ανάλυση του φιλμικού κειμένου.

Επειδή κάθε αφήγηση αποτελείται από χαρακτήρες, έχουμε την ανάγκη να αναλύσουμε αυτούς τους χαρακτήρες, όσον αφορά στην ψυχολογία τους, το καθένα χωριστά και τις συνδέσεις τους, για να φτάσουμε στα συμπλέγματά τους.

Θα μπορούσαμε έτσι να δούμε αν ο λόγος που έχουν αυτοί οι χαρακτήρες έχει βάση ή προτείνει κάτι καινούργιο. Θα ανατρέξουμε στη βοήθεια των ψυχαναλυτικών σχολών.

Τελικά, όλα αυτά θα συνδεθούν με την ανάλυση των τεχνικών χαρακτηριστικών. Ο φωτισμός και ο ήχος δίνουν τη χροιά και αποσαφηνίζουν την απόδοση της ατμόσφαιρας. Ένα πλάνο μπορεί να γίνει πιο ρεαλιστικό ή λιγότερο, πιο αφηρημένο ή λιγότερο, να είναι χαοτικό ή σατυρικό, να συμβολίζει ή απλά να συνδέει δύο διαφορετικές σεκάνς.

Πως όμως τα πλάνα ή οι σεκάνς συνδέονται μεταξύ τους; Ο μόνος τρόπος να τα συνδέσουμε είναι το μοντάζ. Θα ανατρέξουμε στις γνώσεις μας για τα πέντε διαφορετικά είδη του μοντάζ, στη θεωρία του Αϊζενστάιν είτε σε αυτή του Βερτώφ για να δούμε πως τα πλάνα συνδέονται μεταξύ τους, ποιος είναι ο ρυθμός τους, αν και πως παράγονται τρίτες έννοιες, αν υπάρχουν εναλλαγές και που, αν περιγράφονται οι χαρακτήρες επαρκώς ή όχι.

Σε κάθε απάντηση υπάρχει η διερεύνηση του γιατί, αυτή η απάντηση θα αποκρυσταλλώσει την άποψή μας για το είδος και τη σχολή όπου η ταινία τοποθετείται.

Θα μπορούσαμε την ανάλυσή μας να την παρουσιάσουμε κάπως έτσι:

Καταλήγουμε σε ένα συμπέρασμα. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι η κριτική μας έχει τελειώσει. Ακριβώς το αντίθετο. Αυτή τη στιγμή ξεκινά η σύνθεση του κειμένου μας. Έχουμε πλέον όλα τα στοιχεία για να συνθέσουμε αυτό που θα είναι η κριτική μας για την ταινία με την οποία θα ασχοληθούμε. Μπορούμε να προχωρήσουμε στη σύνθεση του κειμένου μας.

ΣΥΝΘΕΣΗ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ

Ανατρέχουμε στα στοιχεία που μας έχει δώσει η ανάλυσή μας, όπως αναφέρουμε πιο πάνω, αυτή θα είναι η αποθήκη των απόψεων που θα πρέπει να αναπτυχθούν, έτσι ώστε να μας δώσουν ένα κείμενο που μπορεί να ξεπερνά το εύρος της ίδιας της ταινίας. Το ζητούμενο είναι να ανοίξουμε το φιλμικό κείμενο στο κοινωνικό συνειδητό ή ασυνείδητο. Να το τοποθετήσουμε στα κοινωνικά δρώμενα.

Είναι πλέον αποδεκτό ότι η Τέχνη «μεταφράζει» αυτό που λέμε «πραγματικότητα» σε μια μυθική της αναπαράσταση, σε ένα αναφερόμενό της. Το βασικό φίλτρο είναι οι ιδέες του δημιουργού της. Κατά συνέπεια η κριτική θα πρέπει να στραφεί τελικά και να δει την «πραγματικότητα», με τις διαφορετικές εκφάνσεις της.

Με άλλα λόγια, η «πραγματικότητα» αποδίδεται έτσι όπως τη συνθέτει ο δημιουργός της ταινίας και έτσι όπως ανασυντίθεται απ’το θεατή. Έχουμε λοιπόν διαφορετικές αποδόσεις, όσοι είναι οι θεατές και επίσης όσες διαφορετικές είναι οι ψυχικές καταστάσεις σε κάθε θεατή. Η κριτική μας κατέχει ένα σημείο σε αυτό το σύμπαν των πραγματολογικών συνθέσεων και ανασυνθέσεων.

Μετά απ’αυτά θα νόμιζε κανείς ότι η κριτική έχει περισσότερο αντικειμενικά παρά υποκειμενικά στοιχεία. Ακριβώς το αντίθετο.

Κατά πρώτο λόγο η ανάλυσή μας, ακόμα και αν βασίζεται στη θεωρία, τα αποτελέσματα είναι προϊόν της δικής μας αντιληπτικής λειτουργίας, άρα έχουν έντονα τη δόση της υποκειμενικότητας.

Κυρίως όμως η σύνθεση αυτών των δεδομένων είναι υποκειμενική. Το κείμενό μας έχει και στοιχεία της ψυχικής μας κατάστασης, αυτή τη στιγμή που το συνθέτουμε, επειδή η αντιληπτική μας ικανότητα μεταβάλλεται ανάλογα με τα συναισθήματά μας.

Το κείμενο δεν αναφέρεται μόνο στην ταινία, αλλά, αφού, έτσι ή αλλιώς, έχει σχέση με τα συναισθήματά μας, αναφέρεται στην πρόταση για τη δεδομένη κοινωνική κατάσταση και, ενδεχομένως, υπάρχουν οι αναγωγές στη σημερινή κατάσταση που ζούμε.

Κατά συνέπεια το κείμενο είναι επίσης μια πρόταση δική μας, τόσο όσον αφορά στην ανάγνωση του φιλμικού κειμένου όσο και στο κοινωνικό  περιβάλλον στο οποίο αναφέρεται. Το καλύτερο εδώ θα ήταν το κείμενο που γράφουμε να έχει και λογοτεχνική υφή, για να είναι πιο εύκολο στην ανάγνωσή του.

ΛΙΓΟ ΠΡΙΝ ΤΟ ΤΕΛΟΣ

Ένας καλός έλεγχος είναι απαραίτητος. Τόσο για να αποφευχθούν «λάθη», που οφείλονται σε μια παρόρμηση ή σε μια συναισθηματική φόρτιση, και αποδίδουν νοήματα που ουσιαστικά δε θα θέλαμε να έχουν αποδοθεί έτσι στο κείμενο.

Το κείμενο είναι έτοιμο να δημοσιευθεί και να δοκιμασθεί από τους θεατές, τους δημιουργούς και, κυρίως, απ’το χρόνο. Ένα κακό κείμενο εύκολα ξεχνιέται, ένα καλό κείμενο βοηθά το θεατή να δει αυτό που δεν είχε παρατηρήσει, να εκπαιδευτεί, όπως και το σκηνοθέτη να λάβει υπόψη του κάποιες διορθωτικές παρατηρήσεις. Με αυτή την έννοια η κριτική δεν είναι πολεμική άλλα βοήθεια προς τους δημιουργούς μιας ταινίας.

Γιάννης Φραγκούλης

(Το κείμενο αυτό ήταν μέρος της παρουσίασης στη Σχολή Κινηματογράφου στο ΑΠΘ, στη Θεσσαλονίκη, την Τρίτη 31/12/2015)


του Σωτήρη Ζήκου
b_505X0_505X0_16777215_00_images_1617_breathless.jpg
  Ας ξεκινήσουμε από κάτι κοινότυπο και προφανές. Υπάρχει κινηματογράφος, υπάρχουν άνθρωποι που κάνουν κινηματογράφο και άνθρωποι που βλέπουν κινηματογράφο, υπάρχουν επίσης άνθρωποι που γράφουν για τον κινηματογράφο και άνθρωποι που διαβάζουν αυτά που γράφονται για τον κινηματογράφο. Καλώς ή κακώς από κάποια στιγμή και μετά, η κριτική, ο θεωρητικός λόγος συμπορεύτηκε με την κινηματογραφική πρακτική, με την παραγωγή και κατανάλωση ταινιών, επηρέασε θετικά ή αρνητικά, τις επιλογές και τις στάσεις των κινηματογραφιστών και των θεατών.
  Υπάρχουν βάσιμοι λόγοι που μας κάνουν να πιστεύουμε ότι αυτό που σήμερα αυτοσυστήνεται ως κριτική του κινηματογράφου δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια διαφημιστική προαγωγή που αντιστοιχεί μόνο στη βιομηχανική φύση του κινηματογραφικού προϊόντος, μια περιττή φλυαρία, ένα μέσο επιβίωσης ή επίδειξης ορισμένων, οτιδήποτε τέλος πάντων, εκτός από κριτική. Δεν αναφέρομαι εδώ μόνο στην δημοσιογραφική “κριτική” του ημερήσιου τύπου, του όποιου η τωρινή κατάσταση προσβάλλει και την νοημοσύνη ενός καθυστερημένου παιδιού, αλλά και αντανακλά την γενική στειρότητα που χαρακτηρίζει κάθε “ειδικό” λόγο. Οι εξαιρέσεις, αν υπάρχουν ακόμα, δεν αναιρούν αυτό που λέω, αντίθετα το επιδεινώνουν.
  Αυτή η αρνητική διαπίστωση δεν είναι ούτε κακοπροαίρετη, ούτε “εμπαθής”, ούτε ανταποκρίνεται σε μια επιθυμία του γράφοντα να αυτοπροβληθεί. Το λέω αυτό γιατί τελευταία όλο και πληθαίνουν οι κριτικοί που μιλάνε κατά της κριτικής και δήθεν έξω από την κατεστημένη κριτική, χωρίς ποτέ να έχουν πει τίποτα, που να τους διαφορίζει απ’ αυτήν -εκτός ίσως από μια δεξιοτεχνία να ανακατεύουν τις λέξεις-χωρίς να δώσουν καμιά εξήγηση για αυτό που έλεγαν χθες, και για αυτό που λένε ή σταμάτησαν να λένε σήμερα και χωρίς ποτέ να αναρωτηθούν μήπως και οι ίδιοι αποτελούν πια ένα κατεστημένο, δηλαδή ένα νεκρό λόγο ή σε ποιό βαθμό έχουν συμμετάσχει ενεργά ή παθητικά στην απονέκρωση του κριτικού λόγου και της κριτικής σκέψης. Εφιστώ την προσοχή σε τέτοιου είδους μπλόφες, που ενσαρκώνουν το πνεύμα της γνωστής ρήσης: “σήμερα είσαι ότι δηλώσεις ότι είσαι” ακόμα κι αν επιχειρούνται από μένα τον ίδιο. Τέτοια κόλπα περνάνε μόνο σε ανθρώπους χωρίς κρίση και σκέψη.
  Ενώ όμως τα παραπάνω μας περιγράφουν ίσως, τι δεν είναι αυτό που αυτοσυστήνεται ως κριτική και κριτική της κριτικής, εξακολουθούν να μην μας λένε τίποτα για το τι θα μπορούσε και τι θα όφειλε να είναι μια κριτική του κινηματογράφου. Κι αν παραμένουμε σ’ αυτήν την αρνητική επισήμανση των αρνητικών όψεων της κριτικής, δεν κάνουμε άλλο παρά να επαναλαμβάνουμε αυτό που υποτίθεται ότι αμφισβητούμε.
  Κάθε συνεπής και σημαντικός λόγος για τον κινηματογράφο δεν μπορεί παρά να ξεκινάει και να επανέρχεται στον προσδιορισμό και στον επαναπροσδιορισμό του αντικειμένου του και την ίδια την φύση της δραστηριότητας του και να αναρωτιέται: τι είναι κινηματογράφος; τι είναι να βλέπουμε κινηματογράφο, αλλά και να βλέπουμε εν γένει; πώς κρίνουμε και κριτικάρουμε τα έργα του κινηματογράφου και αυτά τα συγκεκριμένα έργα; τι είναι μια κινηματογραφική κριτική και μια κριτική εν γένει; τι σημαίνει κρίνω και κριτικάρω; στο όνομα τίνος, εκκινώντας από τι και προς τι ασκώ μαι κριτική; και τέλος, γιατί ανακινώ αυτά τα ίδια τα ερωτήματα; [↑]


b_505X0_505X0_16777215_00_images_1617_l-eclisse.jpg
Τι είναι κριτική;

  Ας σταθούμε κατ’ αρχάς στον ίδιο τον όρο κριτική και την σημασία του. Αυτό που ωθούμαστε να σκεφτούμε όταν ακούμε ή διαβάζουμε τον όρο κριτική σήμερα, είναι ότι δεν εκφράζει τίποτα άλλο παρά μόνο ένα πνεύμα αντίρρησης, αντίθεσης, απόρριψης ή ρεφορμισμού, ότι είναι απλώς ένας αρνητικός και για αυτό ελάσσων καθορισμός ως προς αυτό που υπάρχει και γίνεται. Έτσι οδηγούμαστε στην αντίληψη του παρασιτικού ή παρενοχλητικού ρόλου κάθε κριτικής, είτε αναφερόμαστε στην κριτική του κινηματογράφου, του θεάτρου, της μουσικής, της λογοτεχνίας, είτε αναφερόμαστε στην κριτική της φράξιας προς το κόμμα, του αριστερισμού προς την αριστερά, της επιμέρους αντιπολίτευσης προς την επίσημη εξουσία.
  Βέβαια αυτή η καθήλωση στην αρνητική σημασία κάθε κριτικής, πέρα από το ότι αποτελεί έναν μηχανισμό άμυνας αυτών που κρίνονται και κριτικάρονται, είναι κατά μεγάλο μέρος δικαιολογημένη, αν αναφερόμαστε σ’ αυτό που επίσημα και κατ’ επίφαση αυτοχαρακτηρίζεται σήμερα ως κριτική, αλλά και φανερώνει, έστω και στρεβλωμένα, μια αλήθεια για την κριτική, που είναι ο καταφατικός της χαρακτήρας. Είναι φανερό πως δεν κρίνουμε και δεν κριτικάρουμε, κάτι που θεωρούμε ανάξιο λόγου ή αντίστροφα, αν κάτι θεωρούμε εξαρχής ως ανάξιο, ασήμαντο, τιποτένιο, φανερά ή καλυμμένα, τότε ο λόγος μας για αυτό δεν μπορεί να συνιστά ούτε κρίση, ούτε κριτική.
  Ας διασαφηνίσουμε εδώ ότι κριτικάρουμε κάποια έργα, κριτικάρουμε κάποια παθητική, καταναλωτική στάση προς αυτά, κριτικάρουμε κάποιες μορφές οργάνωσης της κοινωνίας ως αλλοτριωτικές, και όχι την οποιαδήποτε οργάνωση, όχι την “κακούργα” κοινωνία εν γένει και ανασκευάζουμε τις θεωρίες, αποκαλύπτουμε τους μύθους και τις ιδεολογίες, καταγγέλλουμε την απάτη της αυθεντίας που τρέφουν και στηρίζουν τις κατεστημένες σημασίες, και όχι την γνώση, τον στοχασμό, το δικαίωμα λόγου και γνώμης. Από την άλλη όμως, δεν κριτικάρουμε την ιδεολογική τρομοκρατία απ’ όπου κι αν προέρχεται, τις μεθόδους στείρωσης της σκέψης και της φαντασίας, την χειραγώγηση, την αποβλάκωση, αλλά τις απορρίπτουμε αδίστακτα και τις πολεμούμε.
  Ήδη όμως μιλώντας για τον καταφατικό χαρακτήρα κάθε κριτικής έχουμε εντοπίσει αυτό που επιχειρείται να συγκαλυφθεί από την τρέχουσα έννοια που δίδεται στον όρο, δηλαδή την θετική -ενεργή σημασία της κριτικής ή αλλιώς αυτό που αποδίδεται κάποτε με το κατηγόρημα “εποικοδομητική” κριτική, το οποίο όμως είναι προτιμότερο να αποφύγουμε, γιατί έχει ήδη ξεφτιλιστεί στην πολεμική φρασεολογία της μικροπολιτικής.
  Αυτό που κάθε σημαντική κριτική, εκφράζει θετικά είναι η δυνατότητα και η θέληση ότι κάτι άλλο απ’ αυτό προς το οποίο ασκείται η κριτική είναι δυνατό και προτιμότερο, αλλιώς δεν είναι παρά μια στείρα άρνηση, μια αμφισβήτηση για την αμφισβήτηση, μια περιττή φλυαρία, μια στάση αρνητικής υποταγής στο αντικείμενο της. Και είναι αυτή η θετικότητα της κριτικής που κάνει κάθε κριτική να είναι, είτε το ξέρει είτε όχι, μια κοινωνική κριτική.
  -Πρώτον, γιατί ως έκφραση της δυνατότητας για κάτι άλλο, (δια μέσου μιας διαδικασίας κατανόησης και εκλογίκευσης), αναγνωρίζει πως αυτό στο οποίο ασκείται η κριτική δεν είναι καθόλου αυτονόητο και αναγκαίο, ούτε “φυσικό” και “κανονικό”, αλλά κοινωνικά θεσμισμένο, δηλαδή μετασχηματίσιμο, κάτι που θα μπορούσε να είναι αλλιώς, αν οι άνθρωποι ήξεραν ότι μπορούν και ήθελαν να το αλλάξουν. Ένας γυναικείος κριτικός λόγος δεν αρνείται κάποια “φυσική”, βιολογική διαφορά αρσενικού- θηλυκού, αλλά την κοινωνική θέσμιση αυτής της διαφοράς στους δήθεν “αυτονόητους” ρόλους άντρα-γυναίκας. Ακόμα είναι ίσως, με μια έννοια, αυτονόητο οι άνθρωποι να διασκεδάζουν ή να καταναλώνουν, αλλά δεν είναι καθόλου αυτονόητα και αναγκαίο να διασκεδάζουν έτσι και όχι αλλιώς.
  Είπαμε όμως προηγουμένως ότι κάτι θα μπορούσε να είναι αλλιώς, εάν και εφ’ όσον συνάμα οι άνθρωποι ήθελαν. Κάθε κριτική λοιπόν είναι μια κοινωνική κριτική και ως έκφραση μιας θέλησης (και όχι απλώς μιας επιθυμίας), με την έννοια πως αυτός που την ασκεί αναγνωρίζει μέσα και δια του λόγου του, τους άλλους, ως κοινωνικά άτομα τα οποία θέλουν με τρόπο ρητό ή υπόρρητο κάτι άλλο απ’ αυτό που υπάρχει και μιλάει, εκτιμάει, προτείνει προς αυτούς και δέχεται απ’ αυτούς τον έλεγχο σ’ αυτό που λέει και σ’ αυτό που θέλει.
  Αν κάποιος επιθυμεί ένα κότερο, ένα χαρέμι, μια βίλα στις Μπαχάμες, ένα βίντεο, μισή ντουζίνα ιδιόκτητους δούλους ή να τον θαυμάζουν σαν αυθεντία και ωρύεται κατά της κοινωνίας, γιατί η επιθυμία του δεν εκπληρώνεται, τότε ούτε καμιά κριτική ασκεί, ούτε καμιά θέληση εκφράζει, αλλά βγάζει το άχτι του και το παράπονο του. Όταν μιλάμε για θέληση, μιλάμε για κάτι που ξεπερνάει αυτόν που την εκφράζει, που δεν αφορά μόνο την ατομική του ύπαρξη, αλλά την ύπαρξη του ως κοινωνικού ατόμου. [↑]


b_505X0_505X0_16777215_00_images_1617_persona.jpg
Τι είναι κριτική του κινηματογράφου;

  Το έχω ξαναπεί και το επαναλαμβάνω, μια κινηματογραφική κριτική, άξια του ονόματος της, όπως και κάθε “εξειδικευμένη” κριτική δεν μπορεί παρά να είναι μια στιγμή και μια διάσταση μιας κοινωνικής κριτικής και η οποία ως τέτοια, στην συνολική θεώρηση του αντικειμένου της αναγνωρίζει και αντιμετωπίζει τον κινηματογράφο ως πολιτισμικό θεσμό, ως παραγωγή έργων και σχέση αυτών των έργων με αυτήν την κοινωνία, πιο συγκεκριμένα ως μέσο έκφρασης αυτής της κοινωνίας και ως τρόπο δράσης επ’ αυτής της κοινωνίας.
  Δεν προτείνω εδώ μια ηθική κριτική δεν μιλάω για μια ιδανική λειτουργία της κριτικής,, αλλά αναφέρομαι σ’ αυτό που η κριτική του κινηματογράφου και κάθε “εξειδικευμένη” κριτική υπήρξε στις πιο εξαιρετικές στιγμές της.
  Η κινηματογραφική κριτική εκφράζει θετικά ότι ένας άλλος κινηματογράφος απ’ αυτόν στου οποίου τα έργα ασκείται η κριτική είναι δυνατός και προτιμότερος.
  Η έκφραση της δυνατότητας ενός άλλου κινηματογράφου εκκινεί και στηρίζεται στο παράδειγμα κάποιων έργων που εμφανίστηκαν μέσα στην ιστορία του ίδιου του κινηματογράφου, τα οποία όμως δεν τα προτάσσει ως πρότυπα μίμησης, ως συνταγές επιτυχίας, ως τον μόνο, τον “αληθινό” κινηματογράφο, αλλά αναφέρεται σ’ αυτά, ως στιγμές στις οποίες αναδύθηκε, φανερώθηκε η δυνατότητα ενός άλλου κινηματογράφου, από τον κινηματογράφο της εποχής αυτών των έργων. Αν δεν είχαν υπάρξει τέτοιες στιγμές οι εκφράσεις “έβδομη τέχνη” “δημιουργός και δημιουργία” δεν θα ήταν παρά κενές και τυπικές και θα αρκούσε να μιλάμε ίσως για το θέαμα των θεμάτων, για τις τεχνικές του και για φιλμικά παραμύθια.
  Τέτοια έργα όμως υπήρξαν και η πρωτοτυπία και η αλλότητα τους, συνιστούν την ουσία της διάρκειας τους μέσα στον χρόνο, τα κάνουν να βλέπονται και να θαυμάζονται ακόμα μέχρι σήμερα. Εξάλλου πάνω στο παράδειγμα κάποιων τέτοιων έργων διαμορφώθηκαν και όλοι οι σύγχρονοι αξιόλογοι κινηματογραφιστές, στην αρχή ίσως μιμούμενοι την θεματική και τον τρόπο οργάνωσης των εικόνων τους, αλλά ξεπερνώντας στην συνέχεια αυτή την υποταγή και χαράζοντας έναν δικό τους δρόμο, συγκροτώντας τα δικά τους, ιδιαίτερα μέσα έκφρασης, τα δικά τους έργα, τα οποία δεν θα ήταν αυτό που είναι χωρίς τα έργα που τους επηρεάσουν κάποτε και εξακολουθούν ίσως να αποτελούν πηγές έμπνευσης, αλλά ούτε χωρίς αυτό που οι ίδιοι κατάφεραν να δημιουργήσουν εκκινώντας απ’ αυτήν την επιρροή και τον θαυμασμό.
  Οι μεγάλοι κινηματογραφιστές διαμόρφωσαν και εξακολουθούν να διαμορφώνουν με τα έργα τους τον κινηματογράφο που τους διαμόρφωσε θέτοντας διαρκώς την κριτική και την θεωρία του κινηματογράφου μπρος στην απαίτηση να αναθεωρήσει ή να ανανεώσει τις αντιλήψεις της, για το τι αξίζει και δεν αξίζει στον κινηματογράφο, ποια είναι τα νέα όρια του και ποια η σημασία του για την κοινωνία.
  Δεν μιλάω για έναν ελιτίστικο εκλεκτισμό, αλλά για μια αρχή από την οποία κάποιος βλέπει, σκέφτεσαι, κρίνει και όλες τις υπόλοιπες ταινίες, τις εμπορικές, τις ευρείας κατανάλωσης ή όπως αλλιώς λέγονται, τις επανεκτιμά στο φως αυτών των άλλων έργων, διερευνά την μεταξύ τους σχέση, τον τρόπο που οδηγούν οι μεν στα δε και αντίστροφα.
  Δεν υπάρχει κι ούτε υπήρξε ποτέ καμιά θεωρητική έννοια της κινηματογραφικής δημιουργίας, κανένα κριτήριο του τι αξίζει και του τι αξίζει λιγότερο σε μια ταινία, καμιά “γνώση” της σωστής και πολυσήμαντης φιλμικής κατασκευής, στην οποία θα μπορούσε να προστρέξει ο κριτικός ή ο θεωρητικός πριν από τέτοια έργα και ανεξάρτητα απ’ αυτά.
  Αυτά τα σύγχρονα μεγάλα έργα, έστω κι αν είναι όλο και πιο σπάνια, μπορούν και οφείλουν να αποτελέσουν για την κριτική, τις στιγμές όπου φανερώνεται η δυνατότητα δημιουργίας άλλων έργων, άλλων από τα φθαρτά και καταναλώσιμα προϊόντα του κινηματογραφικού θεάματος και τα οποία διατηρούν ως τέτοια μια συνέχεια -παράδοση με τα πιο εξαιρετικά έργα του παρελθόντος, αλλά και των άλλων τεχνών.
  Για να μην υπάρξει παρανόηση διευκρινίζω για τους κουφούς, ότι δεν γίνομαι εδώ απολογητής της τρέχουσας “κριτικής”, που ανακαλύπτει μια τουλάχιστον ντουζίνα αριστουργήματα κάθε κινηματογραφική σαιζόν, κάτι που είναι για αυτήν ζήτημα επιβίωσης και ένας τρόπος να δικαιολογεί την ύπαρξη της., αλλά θα επανέλθουμε παρακάτω σ’ αυτό το φαινόμενο.
  Η άλλη όψη της θετικής σημασίας της κριτικής του κινηματογράφου, η έκφραση θέλησης για έναν άλλο κινηματογράφο είναι ομοούσια των ερωτημάτων: γιατί ασκείται μια κινηματογραφικής κριτική; ως προς τι είναι μια έκφραση θέλησης που αναγνωρίζει τους άλλους και όχι απλώς μια επιθυμία αυτοπροβολής ή μια φιλολογία, μια αυθαίρετη γνώμη που κανείς δεν την ζήτησε; ποια είναι τα όρια μιας κριτικής του κινηματογράφου;
  Θα αρχίσω από την τελευταία ερώτηση, διευρύνοντας την. Μπορεί άραγε μια κριτική ή μια θεωρία να αλλάξει την σημερινή κατάσταση του κινηματογράφου; Απαντώ ξεκάθαρα κατ’ αρχήν και κατ’ αρχάς : όχι δεν μπορεί. Δεν μπορεί στο βαθμό και στο μέτρο που μια τέτοια αλλαγή δεν είναι υπόθεση θεωρητική. Αν οι ίδιοι οι κινηματογραφιστές ή κάποιοι απ’ αυτούς δεν ενδιαφέρονται για το αντικείμενο και την κοινωνική φύση της δραστηριότητας τους, για την αντιμετώπιση των έργων τους μετά την κατασκευή τους, κανένας κριτικός λόγος δεν μπορεί να τους κάνει να ενδιαφερθούν.
  Αν οι ίδιοι οι θεατές δεν αναρωτιούνται για τον τρόπο που “σκοτώνουν” τον “ελεύθερο χρόνο τους” για αυτό που βλέπουν και καταναλώνουν και για τις συνέπειες ενός τέτοιου τύπου κατανάλωσης στον καθένα, αλλά και σε όλους μας, τότε κανένας θεωρητικός λόγος δεν μπορεί να τους αναγκάσει να αναρωτηθούν.
  Τι θέλω να πω μ’ αυτό; Πως κανένας κριτικός λόγος δεν μπορεί να είναι αυθαίρετη επέμβαση, “διαπαιδαγώγηση”, ιδεολογικός καταναγκασμός, αλλά προϋποθέτει μια ήδη υπάρχουσα κοινωνική ανησυχία και αμφισβήτηση, στην οποία θέλει και μπορεί να συμμετάσχει ως στιγμή της και όχι ως πρωτοπορία, καθοδήγηση, αυθεντία που γνωρίζει πού και πώς πρέπει να προσανατολίσει αυτή η αμφισβήτηση.
  Ο κινηματογράφος είναι μια σύγχρονη βιομηχανία και ως τέτοια έχει όλα τα χαρακτηριστικά και τις τάσεις κάθε σύγχρονης βιομηχανίας, η κυριότερη από τις οποίες είναι η τάση να διαχωρίσει την κοινωνία, σε παραγωγούς και καταναλωτές, τάση που συνεπάγεται έναν ειδικό τύπο ανάπτυξης και επιλογών, πιο συγκεκριμένα την παραγωγή της τεχνικής του θεάματος σε βάρος κάθε άλλης καλλιτεχνικής επιλογής. Σ’ αυτήν την δεσπόζουσα τάση του κινηματογράφου, ως βιομηχανία του θεάματος, αντιτάχθηκαν κάποτε οι ίδιοι οι κινηματογραφιστές, μεμονωμένα ή συλλογικά, με το προσωπικό τους έργο ή με την συμμετοχή τους σε ένα πιο γενικό ρεύμα (π.χ. νεορεαλισμός, νουβέλ-βάγκ, νέος ελληνικός κινηματογράφος). Αντέδρασαν όμως και οι ίδιοι οι θεατές είτε μ΄ έναν μεμονωμένο εκλεκτικισμό προς τα έργα του κινηματογράφου, είτε συλλογικά συζητώντας και κριτικάροντας τον κινηματογράφο, δημιουργώντας θεσμούς αξιολόγησης και επιλογής των ταινιών (έντυπα κριτικής, τοπικά φεστιβάλ, κινηματογραφικές λέσχες).
  Η κριτική του κινηματογράφου λοιπόν δεν έπεσε από τον ουρανό, αλλά αναδύθηκε και λειτούργησε σε εποχές αμφισβήτησης, ανησυχίας και ανανέωσης του κινηματογραφικού πεδίου.
  Από την άλλη δεν μπορούσε να πούμε, ότι η σημερινή εποχή μοιάζει με κείνη την “θερμή” για τον κινηματογράφο, αλλά και την κοινωνία, εποχή και ίσως αυτός είναι ο κυριότερος λόγος που η κριτική κατάντησε αυτό που κατάντησε σήμερα, δηλαδή κάτι εντελώς αντίθετο απ’ αυτό που ξεκίνησε. Αρνούμενη εδώ και χρόνια να παραδεχτεί πως “οι παλιές, καλές εποχές”, πέρασαν, εμμένει σε μια νοσταλγική καθήλωση και επιδίδεται με ζήλο στην διάδοση της λατρείας του Θείου Γκοντάρ και επενδύει όλες τις ελπίδες της για την σωτηρία του κινηματογράφου στον Υιό του Γκοντάρ τον Βέντερς.
  Το τι συμβαίνει πια με τα φεστιβάλ είναι σ’ όλους γνωστό και περιττό να το επαναλάβω. Κι αυτό που δια αντιφράσεως προς το παλιό εμπορικό σινεμά ονομάστηκε κάποτε “νέος ελληνικός κινηματογράφος” έχει σήμερα τόση φύρα που μάλλον υποτιμά, με την γενίκευση που δηλώνει, κάποιους ελάχιστους αξιόλογους Έλληνες κινηματογραφιστές.
  Όσο για τις κινηματογραφιστές λέσχες θα πρέπει να ζει κανείς στα σύννεφα για να μην γνωρίζει, πως η μόνη διαφορά τους πια, με τις εμπορικές αίθουσες της επαρχίας, είναι ότι έχουν μεταβληθεί σε ένα πεδίο εκλογικής αναμέτρησης των τοπικών υποκαταστημάτων των κομμάτων.
  Αυτή τη στιγμή κριτικάρω κι αυτά που λέω τα γνωρίζουν πολλοί κινηματογραφιστές, κριτικοί και θεατές, έστω κι αν σιωπούν. Και δεν κριτικάρω έτσι για να κριτικάρω, αλλά γιατί αναγνωρίζω πως υπάρχουν κάποιοι κινηματογραφιστές που το έργο τους εμποδίζεται (πριν ή μετά) από αναρίθμητες προκαταλήψεις, πως υπάρχουν άνθρωποι που θα κάνουν αύριο κινηματογράφο και φενακίζονται σ’ έναν “μοντέρνο” ακαδημαϊσμό, στην λατρεία της καινοφάνειας και της φόρμας, γιατί υπάρχουν κριτικοί που μπλέκονται στα δίχτυα της ασυναρτησίας, του παπαγαλισμού, νέοι άνθρωποι που η κριτικοί τους ικανότητας διοχετεύεται στην “κριτική” των λογοπαίγνιων, της μεταμφιεσμένης περισπούδαστα κοινοτυπίας, γιατί υπάρχουν τέλος θεατές που μπορούν και θέλουν να βλέπουν άλλες ή και άλλες ταινίες, να διαμορφώσουν μια άλλη γνώμη για τον κινηματογράφο και τα έργα του και συναντούν γρήγορα όλο αυτό το κομφούζιο που χαρακτηρίζει σήμερα ό,τι φτιάχνεται στον κινηματογράφο και ό,τι γράφεται για τον κινηματογράφο.
  Δεν μιλώ εδώ εκ μέρους τους, μιλώ για αυτούς και προς αυτούς και εκφράζω την δική μου γνώμη για τα πράγματα με δική μου ευθύνη.
[↑]

b_505X0_505X0_16777215_00_images_1617_seventh-seal.jpg
Περί μεθόδου ή παραλληλότητας του κριτικού λόγου

  Ίσως τα όσα είπα μέχρι εδώ να δημιούργησαν την εντύπωση, πως μια κινηματογραφική κριτική πρέπει για να είναι κριτική να μην είναι κινηματογραφική, δηλαδή να αντιμετωπίζει τον κινηματογράφο μόνο ως αφορμή ή πρόφαση για να ασκεί μια κοινωνική κριτική. Μια τέτοια αυθαιρεσία δεν είναι υποθετική ή φανταστική, αλλά συνέβη και εξακολουθεί να συμβαίνει, είτε το κινηματογραφικό έργο, αντιμετωπίζεται ως “μέσο επιβολής της ιδεολογίας της άρχουσας τάξης”, είτε ως πρόφαση για να αραδιάζει κάποιος τις ψυχαναλυτικές του γνώσεις, είτε ως αφορμή για να αντιγράψει κάποιος αποσπάσματα από το βιβλίο που διάβασε τελευταία. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις δεν έχουμε απλώς έναν παράλληλο κριτικό λόγο, αλλά έναν αυθαίρετο και άσχετο λόγο, που δεν είναι καν λόγος, αφού αγνοεί το αντικείμενο του.
  Πέρα απ’ αυτή την αυθαιρεσία όμως, συναντάμε εδώ ένα πρόβλημα πρώτου μεγέθους για την κινηματογραφική κριτική, που αντιμετωπίστηκε ως δίλημμα πως ή μιλάμε “ειδικά’, δηλαδή περιορισμένα για την ιδιαίτερη “ουσία” του κινηματογραφικού μέσου και προς ένα περιορισμένο κοινό και άρα φιλολογίζουμε ή μιλάμε για την κοινωνικο-πολιτιστική φύση του έργου (την οποία περιόρισαν ως ιδεολογική διάσταση) οπότε καταργούμε κάθε ιδιαιτερότητα του μέσου έκφρασης και το ισοπεδώνουμε σ’ έναν από τους πολλούς φορείς της “κυρίαρχης ιδεολογίας”. Το πρόβλημα αυτό δεν προσποιούμαι πως το επισημαίνω εγώ, τώρα. Προσπάθησαν να το αντιμετωπίσουν όλοι σχεδόν οι σημαντικοί κριτικοί, αλλά πάντα μ’ έναν τρόπο που απλώς το συγκάλυπτε. Δια μιας προσθετικής μεθόδου άρχισαν να αναφέρονται από την μια στην αισθητική του έργου και από την άλλη στην ιδεολογία του. Έτσι καταλήξαμε στην διαδεδομένη πια άκαμπτη διάκριση μορφής και περιεχομένου, φόρμας (1) και ιδεολογίας και στις επακόλουθες ασυναρτησίες περί “άρτιας φόρμας, αλλά επικίνδυνης ιδεολογίας” και αντίστροφα.
  Το στοιχειώδες και μεταφυσικό σχήμα του καλού και του κακού διατηρείται εδώ, έστω και φραστικά μεταμφιεσμένο, είτε κάποιος υπονοεί την ουδετερότητα του κινηματογραφικού μέσου που του γίνεται καλή ή κακή ιδεολογική χρήση, είτε υπονοεί την καθεαυτή κακή φύση του κινηματογραφικού μέσου, ως μέσο φυγής, παθητικότητας αποπροσανατολισμού και προς το οποίο πρέπει “να αποστασιοποιηθούμε”.
  Κάποιοι πιο οξυδερκείς κριτικοί κατάλαβαν πως το πρόβλημα δεν ξεπεράστηκε και προχώρησαν παρά πέρα, επιχείρησαν να μιλήσουν για πλήρη αυτονόμηση της φόρμας, για λαμπρή επιφάνεια, για κενή μορφή η οποία έχει μεν ένα “περιεχόμενο”, αλλά αυτό είναι απλώς προσχηματικό και την οποία πρέπει να κρίνουμε μόνο ως μορφή εξελιγμένη ή όχι, ως σγουρή ή ίσια γραφή. Για άλλη μια φορά όμως επανερχόμασταν έτσι σε μια φιλολογία, έστω κι αν ήταν μια βελτιωμένη φιλολογία, που ονομάστηκε σημειολογική. Για άλλη μια φορά στο όνομα μιας νέας μεθόδου ή μιας “νέας κριτικής’ που στοχεύει στην “αντικειμενικότητα” του αντικειμένου της, έπρεπε να εξαφανιστεί, δηλαδή να λυθεί μια για πάντα, το ζήτημα της κρίσης και της κριτικής σκέψης και συνυπόστατα η δυνατότητα δημιουργίας ενός άλλου έργου, ενός άλλου είδους, ριζικά άλλου και όχι απλώς πιο εξελιγμένης γραφής από τα προηγούμενα.
  Ο γνωστός καθορισμός του κριτικού λόγου ως λόγου παράλληλου προς τον λόγο του έργου, επειδή όπως λένε, πρόκειται για δύο διαφορετικά και παράλληλα είδη “γραφής”, περιορίζει, είτε το ξέρουν είτε όχι, την γλώσσα μόνο στην κωδική της διάσταση και τον κινηματογράφο στην θεαματική- οπτική του διάσταση και ξεγυμνώνει και τους δυο από την διάσταση της ανοιχτής σημασίας, χωρίς την οποία και η μεν και ο δε, δεν θα ήταν παρά “λόγοι” κλειστοί, νεκροί και δεν θα μπορούσαν ποτέ ούτε καινούργια κινηματογραφικά έργα να δημιουργηθούν, ούτε τίποτα καινούργιο να σκεφτούμε και να πούμε (2). Για άλλη μια φορά αυτό που αρνείται ο ορισμός του “παράλληλου λόγου” είναι η ίδια η δημιουργία και η ζωντανή κριτική σκέψη.
  Το πρωτότυπο έργο είναι πάντα το μεγάλο βάσανο της “κριτικής” γιατί δεν επιδέχεται και κλονίζει τις κατεστημένες μεθόδους ερμηνείας και αξιολόγησης που εφαρμόζει στα υπόλοιπα έργα.
  Δεν θέλω να πω εδώ, πως η οποιαδήποτε μέθοδος είναι σε σχέση προς οποιαδήποτε έργα αυθαίρετη και εξωτερική, ούτε πως κάθε νεοεμφανιζόμενο έργο ή η κάθε εξέλιξη της φόρμας μας οδηγεί σε μια αμφισβήτηση της ήδη  διαμορφωμένης κριτικής μεθόδου. Λέω πως μια τέτοια μέθοδος, εάν και εφ’ όσον διαμορφώθηκε σε συνάρτηση με κάποια έργα, με κάποιο είδος έργων, εξακολουθεί να είναι πρόσφορη μόνο για όσο εξακολουθούν να παράγονται ίδιου τύπου έργα, δηλαδή έργα συλλήψιμα, περιγράψιμα, επιδεκτικά συσχέτισης και ερμηνείας από τις κατηγορίες αυτής της μεθόδου. Ο όρος και η έννοια του σασπένς είναι μια τέτοια θεωρητική κατηγορία, πρόσφορη πάντα ως προς τις ταινίες του Χίτσκοκ και των επιγόνων του. Καθώς όμως δεν παράγονται μόνο έργα, δηλαδή δεν αναπαράγονται μόνο έργα, δηλαδή δεν αναπαράγονται μόνο έργα (καλά ή κακά) ενός δεδομένου, ενός ήδη δημιουργημένου είδους, αλλά και δημιουργούνται άλλα έργα, δημιουργώντας το ίδιο το είδος τους (ένα μόνο έργο μπορεί να συνιστά είδος) προκύπτει πάντα και σε σχέση μ’ αυτά τα έργα, ένα ουσιώδες πρόβλημα ανεπάρκειας της οποιασδήποτε δεδομένης μεθόδου. Πως θα μπορούσε να αξιολογηθεί -ερμηνευθεί ένα αληθινά καινούργιο έργο, με μια παλιά μέθοδο, χωρίς να καταργεί ταυτόχρονα και την ίδια την πρωτοτυπία αυτού του έργου, αλλά και την ίδια την μέθοδο ως εφαρμόσιμη οπουδήποτε, δηλαδή ως αυθαίρετη;
  Η αναθεώρηση ή η εγκατάλειψη κάποιων θεωρητικών κατηγοριών συνιστά μια στιγμή αποφασίσιμη κατά την αξιολόγηση ενός συγκεκριμένου έργου. Έτσι στις σημαντικότερες περιπτώσεις κάθε αξιολόγηση ενός έργου αποτελεί και μια επαναξιολόγηση της κριτικής μεθόδου. Στις πιο τετριμμένες και συνηθέστερες περιπτώσεις οι κριτικοί λύνουν το ζήτημα μεροληπτώντας πάντα υπέρ του εαυτού τους, ακρωτηριάζουν το έργο για να σώσουν την μέθοδο τους.
  Δεν λέω πως οι κριτικοί δεν “αναγνωρίζουν” και δεν εξυμνούν αριστουργήματα, λέω πως ο τρόπος που τα ερμηνεύουν και τα αναλύουν, υποτάσσει, σχεδόν πάντα, αυτά τα έργα στα σχήματα και τις κατηγορίες μιας κλειστής μεθόδου που αυτοεπαναλαμβάνεται, λέω πως προβάλλουν σ’ αυτά τα έργα τα δικά τους φαντάσματα και προκαταλήψεις και μιλάνε για αυτά με τρόπο τετριμμένο.
  Σε τίποτα δεν διαφέρει εδώ, αν αυτή η εξάρνηση της πρωτοτυπίας και της αλλότητας ενός έργου, πραγματοποιείται εμπειρικά ή περισπούδαστα, αν κάποιος βλέπει διαρκώς πίσω από κάθε “αριστούργημα” την δική του και ίδια πάντα αλήθεια ή την αλήθεια της δομικής σημειολογίας ή την επιβεβαίωση της μεγαλοφυΐας του Μαιτρ της ψυχανάλυσης ή την αλήθεια της μαρξιστικής διαλεκτικής ή την αλήθεια της Γραφής, δηλαδή πάντα την ίδια και αναλλοίωτη Αλήθεια εικονογραφημένη και ποτέ την αλήθεια του ίδιου έργου.
  Και ποιά είναι αυτή η ιδιαίτερη αλήθεια του έργου; Να ένα ερώτημα που οφείλει να μένει ανοιχτό (και για αυτό ενοχλητικό) και να αναγνωρίζει έτσι τον ανοιχτό χαρακτήρα κάθε μεγάλου έργου.
  Βέβαια δεν μπορούμε να κρίνουμε και να σκεφτούμε κάτι στο κενό, αλλά θέτοντας τα πάντα: σ’ έναν δεδομένο ορίζοντα αναφοράς ούτε όμως μπορούμε να παραμείνουμε σ’ αυτήν την “τοποθέτηση”, αν στ’ αλήθεια κρίνουμε και σκεφτόμαστε.
  Έστω ότι δεχόμαστε ότι το Σολάρις /Solaris  είναι ένα έργο επιστημονικής φαντασίας, όπως έχουν πει. Μόλις όμως αρχίσουμε να σκεφτόμαστε, βλέπουμε πως αυτή η “τοποθέτηση” είναι αποτέλεσμα μιας ρηχής και επιπόλαιης συσχέτισης κάποιου ελάσσονος μυθοπλαστικού στοιχείου του έργου και του δεδομένου κινηματογραφικού είδους, που όχι μόνο δεν εξαντλεί αυτό που είναι αυτό το έργο, αλλά και μας παραπέμπει σε μια χοντροειδή εξομοίωση του με τις ταινίες της σειράς Σταρ Τρεκ / Star Trek και Πόλεμος των Άστρων. Τίποτα δεν αλλάζει σ’ αυτό το παράδειγμα αν προσθέσουμε ότι “αυτό το έργο εκτός από μια στιγμή του είδους επιστημονική φαντασία, έχει και αξιώσεις υψηλής ποιότητας ή φιλοσοφικού στοχασμού”.
  Όταν όμως μιλάμε για επιστημονική φαντασία αναφερόμαστε σ’ ένα συγκεκριμένο είδος ταινιών με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, που κάθε άλλο παρά έχουν κάποια σχέση με την “υψηλή ποιότητα”, αλλά με το υπερθέαμα και τα παραμύθια και δεν μπορούμε να τεντώνουμε αυτόν τον χαρακτηρισμό όπως μας καπνίσει για να τον κάνουμε να χωρέσει ό,τι περισσεύει από την ταξινομητική λογική μας.
  Μπορούμε όμως αναφέροντας, συν-κρίνοντας αυτό το έργο με το είδος επιστημονική φαντασία να επαναξιολογήσουμε και να ξεπεράσουμε την προτίμηση, την εκτίμηση και την στάση μας απέναντι στις ταινίες αυτού του είδους. Μπορούμε ίσως να πούμε: “να μια αληθινά σημαντική και αξιόλογη θεματοποίηση του διαστήματος, του αχανούς και του μέλλοντος από ένα κινηματογραφικό έργο, σε αντίθεση με τα παραμύθια που βλέπαμε μέχρι τώρα”. Αυτή η απόφανση όμως δεν σημαίνει μια διεύρυνση του είδους, αλλά μια διεύρυνση και αλλοίωση του αισθητικού μας κριτηρίου και των επιλογών του, μια αμφισβήτηση του τρόπου που έβλεπε, έκρινε και μιλούσε για τον κινηματογράφο.
  Καταλαβαίνουμε σ’ αυτό το παράδειγμα γιατί το πρωτότυπο έργο αποτελεί κίνδυνο για κάθε κατεστημένη κριτική, που θέλει να παρουσιάζεται σαν αλάνθαστη και αναμφισβήτητη και γιατί το αρνείται ως τέτοιο συνειδητά ή ασυνείδητα και το κατατάσσει σ’ ένα δεδομένο είδος ή στο βολικό και αφηρημένο “είδος” του κινηματογραφικού ποιήματος και του “καθαρού” κινηματογράφου.
[↑]

b_505X0_505X0_16777215_00_images_1617_solaris.jpg
Τι είναι η κριτική ενός έργου;

Αυτό, που για άλλη φορά, προτίθεται να συζητήσω είναι η κριτική ενός πρωτότυπου μεγάλου έργου, για τους ουσιώδες λόγους που επισήμανα παραπάνω, γιατί εδώ είναι που σκοντάφτει πάντα η κριτική και γιατί εδώ είναι που λέει κάτι σημαντικό όταν ξεπερνάει τον εαυτό της και παύει να είναι η εφαρμογή μιας φιλολογικής ή άλλης νόρμας. Ακόμα κι όταν κρίνω και κριτικάρω ένα έργο ως ασύνεκτο, ως κοινότυπο, ως άνισο αφηγηματικά, ως φορμαλιστικό παιχνίδι, ως θέαμα φθαρτό και καταναλώσιμο, προϋποθέτω ρητά ή σιωπηρά την ύπαρξη και την θέαση ενός τουλάχιστον έργου που είδα και εκτίμησα ως συνεκτικό, ως νέο, ως ανοιχτό σε μια πολλαπλότητα ερμηνειών, ως σημαντικό και προορισμένο να διαρκέσει και ως προς το οποίο συν- κρίνω το έργο που κριτικάρω.
  Μιλάω εδώ για κάτι άλλο και κάτι πέρα από διευρυμένη γνώση, από συσσωρευμένη πείρα από την κατοχή μιας “αλάνθαστης’ θεωρίας, από ένα νέο εργαλείο κριτικής που θα αντικαταστήσει τα παλιά, μιλάω για την δύναμη και την θέληση κρίσης. Κρίνω σημαίνει επιλέγω, δια-κρίνω, συν-κρίνω, συν-εμφανίζω αυτό για το οποίο προτίθεμαι να μιλήσω με κάτι άλλο, που θεωρώ ως αρχή αξίας, ως θεμέλιο διαμόρφωσης του αισθητικού μου κριτηρίου, της ίδιας μου της κρίσης, κρίνω και κρίνομαι συνάμα.
  Κρίνω δεν σημαίνει αποδεικνύω. Δεν μπορεί να υπάρξει λογική απόδειξη ή θεωρητική θεμελίωση της αξίας ενός έργου κι όσοι επιδίδονται σε μια τέτοια απόδειξη εξαπατούν τους άλλους ή τον εαυτό τους, επιχειρούν να προβάλλουν και να επιβάλλουν τον εαυτό τους και τα έργα της αρεσκείας τους. Μια μη τετριμμένη κριτική δεν εξαντλεί, δεν κλείνει αυτό που μπορεί να ειπωθεί για ένα έργο, αλλά το ανοίγει.
  Ο κριτικός λόγος και η κριτική σκέψη δεν μπορεί να εγκαθιδρύσει μια αληθινή και σημαντική σχέση με το μεγάλο έργο, παρά μόνο εάν στοχεύει να ξαναβρεί την σημαντική, δημιουργική ρήξη, της οποίας την εμπειρία ένιωσε /είδε /βίωσε κατά την θέαση αυτού του έργου, ρήξη της διαθέσιμης σημασίας, ρήξη της δεδομένης κινηματογραφικής εκφοράς-έκφρασης, ρήξη του θεατή με τον ίδιο τον εαυτό του, με το βλέμμα (3) του και την αντιληπτική του στάση, τις παραστάσεις που έχει για τους άλλους, τον κόσμο, τον εαυτό του και την οποία ρήξη δεν προσπαθεί να οροθετήσει, να επικαλύψει με έννοιες, να την επουλώσει, να την κλείσει, αλλά να την επισημάνει δια του λόγου, να την εμβαθύνει, να την διανοίξει και να ανοιχτεί με την σκέψη και τη φαντασία του προς αυτήν.
  Ασκώ κριτική σ’ ένα μεγάλο έργο σημαίνει: κρίνω -αξιολογώ -ερμηνεύω το έργο, ανιχνεύοντας τον ασύλληπτο, άμορφο, σκοτεινό και τελικά απερίγραπτο πυρήνα του, εκμαιεύω τις σημασίες του. Ασκώ κριτική δεν σημαίνει στοχεύω σ’ ένα νόημα, ένα τέλος, μια απόδειξη, ένα μήνυμα, μια συμπερασματική απόληξη, αλλά αναζητώ μια πηγή σημασιών και νοημάτων, η οποία δεν στερεύει και της οποίας το βάθος, την ακριβή σύσταση και την διάρκεια ροής δεν γνωρίζω και ούτε μπορώ να γνωρίζω, εκτός κι αν την καταργήσω ως τέτοια.
  Ο κριτικός λόγος είναι ένας λόγος μέσα στο έργο και δια μέσου του έργου, είναι ένας λόγος που διασχίζει και ανοίγει το έργο, ένας λόγος αβέβαιος και τολμηρός ταυτόχρονα, που ξέρει ότι κάτι ψάχνει, αλλά δεν ξέρει a priori τι είναι αυτό που ψάχνει, που βυθίζεται μέσα στο έργο, στα “θολά του νερά” κι αναστατώνει τις σημασίες του.

  Στις εξαιρετικές στιγμές του κινηματογράφου, στις αυθεντικές δημιουργίες νιώθουμε μια αμηχανία, πέφτουμε σε μια ομίχλη σιωπής, σκεφτόμαστε, φανταζόμαστε, συζητάμε, γράφουμε, αλλά κάτι μας ξεφεύγει διαρκώς. Ένα μεγάλο έργο δεν είναι διαφανές, ποτέ δεν μας περιγράφει καθαρά τον εαυτό του και καμιά θεωρία, καμιά γνώση, καμιά συνέντευξη του δημιουργού του δεν μας βοηθά να μάθουμε πως υφάνθηκε ο σημασιακός του ιστός, δεν μας δίνει κάποιο προκαθορισμένο κανόνα για να το κρίνουμε, ούτε το κλειδί της ερμηνείας του. Το ίδιο το έργο μας φανερώνεται σ’ ένα δικό του ξέφωτο, ως ο ίδιος ο κανόνας αξιολόγησης του, ως η αρχή του εαυτού του, ως αυτό που θα αποτελέσει την λυδία λίθο, που πάνω της θα κριθούν η θεωρία, κάποιες προγενέστερες και κάποιες μεταγενέστερες ταινίες και οι μέχρι τώρα κανόνες και μέθοδοι κριτικής.
  Βλέποντας ένα έργο και νιώθοντας πως με συντάραξε το θεωρώ απλώς ως ένα μέσο δια του οποίου μου αποκαλύφθηκε αυτό που ήμουν, αυτό που έμενε μέχρι τώρα κρυμμένο μέσα μου. Νιώθοντας όμως πως μου αποκάλυψε μια όψη του εαυτού μου και συνυπόστατα του κόσμου που ζω, έτσι όπως ποτέ άλλοτε δεν είχα δει, το αναγνωρίζω ως ριζική δημιουργία, αυτού που δεν θα ήμουν χωρίς την επαφή μ’ αυτό το έργο. Αλλιώς γιατί θα με απασχολούσε;
  Μιλώντας έτσι δια μέσου αυτού που ήμουν και αυτού που είδα /φαντάστηκα /ένιωσα πως είμαι μέσα και χάρη σ’ αυτό το έργο μιλώ αληθινά, ούτε έξω από το έργο, ούτε έξω από τον εαυτό μου (4). Και συγχρόνως δεν ξεχνώ πως αυτό το έργο είναι μια στιγμή του κινηματογράφου αυτής της κοινωνίας, αυτής της εποχής, πως αναδύεται μέσα απ’ αυτόν τον κόσμο και για αυτόν τον κόσμο και πως κι εγώ που μιλώ είμαι αυτής της εποχής, αυτής της ιδιοσυγκρασίας, παιδείας και προκατάληψης, πως μιλώ αυτήν  την κοινωνικά θεσμισμένη γλώσσα, που ποτέ δεν θα μπορούσε να είναι ισοδύναμη με την γλώσσα του κινηματογράφου και απευθύνομαι σε άτομα, που και κρίση και σκέψη διαθέτουν και μπορούν να έχουν πάντα μια γνώμη που δεν θα είναι αναγκαστικά όμοια με την δική μου.
  Η μόνη αληθινή κρίση είναι η διαυγής γνώμη που βυθίζεται και δοκιμάζεται στην γνώμη των άλλων. Αν αυτή η βύθιση πλουτίσει και ενεργοποιήσει το διάλυμα, αν λειτουργήσει ως καταλύτης που θα επιταχύνει αντιδράσεις, χωρίς να επιβληθεί σ’ αυτές, τότε και μόνο τότε θα είναι μια γνώμη αληθινή, μια γνώμη, που θα έχει κερδίσει την εκτίμηση και την αναγνώριση των άλλων.
  Η απάτη της αυθεντίας είναι η γνώμη που μεταμφιέζεται σε αναμφισβήτητο αξίωμα και επιχειρεί να διαφεντέψει τις άλλες γνώμες, ως αυτεπάγγελτος αντιπρόσωπος τους κι αυτή την απάτη ή αυταπάτη μπορούμε και οφείλουμε να την καταστρέψουμε ως απόφαση που λέει την Αλήθεια, που αρνείται την ετεροδοξία, που περιφρονεί τους άλλους.

  Μια άλλη, πιο “μοντέρνα” αυταπάτη -που δεν είναι παρά η άλλη όψη της προηγούμενης – είναι πως δεν υπάρχει καμιά αλήθεια, αφού ο καθένας εκφράζει μόνο τη δική του αλήθεια, την δική του γνώμη. Βέβαια αυτή η απόφανση σαν κάθε σοφιστική απόφανση αυτοκαταργείται κατ’ ουσίαν από μόνη της, γιατί αν δεν υπάρχει καμιά αληθινή γνώμη, τότε ούτε κι αυτή που αποφαίνεται πως “δεν υπάρχει καμιά αληθινή γνώμη” δεν είναι αληθινή. Αυτό που συμμερίζεται χωρίς να το ξέρει, η δεύτερη αυταπάτη με την πρώτη, είναι η προϋπόθεση πως η αλήθεια είναι ή είναι μια, άφθαρτη, αναλλοίωτη, είναι η Αλήθεια ή αλλιώς δεν υπάρχει καμιά αλήθεια, οπότε δεν μας μένει παρά να σωπάσουμε και να αφεθούμε ο καθένας στην απόλαυση του. Αυτή όμως δεν είναι παρά η αίρεση της προηγούμενης θρησκευτικής πίστης στην Αλήθεια και κατά συνέπεια στο Νόημα, στην Ιδέα.
  Δεν υπάρχει καμιά αναγκαιότητα και καμιά μοίρα να παλινοδεύουμε ανάμεσα σ’ αυτές τις δυο αφελείς και μεταφυσικές αντιλήψεις, όπως συμβαίνει χρόνια τώρα με την κάθε είδους κριτική λογοτεχνική, θεατρική, κινηματογραφική. Το ζήτημα της ορθής κρίσης είναι πάντα ζήτημα γνώμης (δόξα) ούτε αυθαίρετης, ούτε απόλυτα εγγυημένης εκ των προτέρων, η αξία και η αλήθεια της οποίας είναι πάλι ζήτημα γνώμης κ.ο.κ
  Κρίνω, διαλέγω, ξεχωρίζω αυτό το έργο, ως μεγάλο, σημαντικό, συγκλονιστικό για μένα και μιλάω, αποφαίνομαι για αυτό, συζητώντας τις όψεις και τις στιγμές που κρίνω ως σημαντικότερες σ’ αυτό. Δεν προτίθεμαι να σας αποδείξω τίποτα, αλλά να εκφράσω μια προσωπική μου εκτίμηση και γνώμη με δική μου ευθύνη. Την γνώμη αυτή την διαμορφώνω στηριζόμενος, στην κρίση μου, στην εμπειρία της επαφής μου με το έργο, στην σκέψη, την φαντασία, την γνώση μου (πάντα ελλειπή και προσωρινή), στα όσα έχω ήδη δει, σκεφτεί, γνωρίσει, χωρίς να τους υποτάσσομαι, αλλά αναμορφώνοντας τα στο νέο φως αυτού του έργου.
  Αυτό που συζητώ και έτσι όπως το συζητώ, είναι σημαντικό για μένα, αξίζει για μένα, αλλά πιστεύω πως αξίζει και για σας. Αλλιώς δεν θα υπήρχε κανένας λόγος ούτε εγώ να γράψω ούτε εσείς να με διαβάσετε.
  Κοινοποιώ, δημοσιεύω αυτή τη γνώμη και τίποτα δεν αποκλείει να είναι υπερβολική ή λανθασμένη και ούτε ισχυρίζομαι πως εξαντλεί αυτό που είναι αυτό το έργο, όπως άλλωστε δεν εξαντλεί και μένα.
  Αυτή την γνώμη δεν επιθυμώ να σας την επιβάλλω, αλλά επιθυμώ να κερδίσω την εκτίμηση της από την δική σας γνώμη. Αν είδατε αυτό το έργο και αν θέλετε να ακούσετε και την γνώμη κάποιου που επιδόθηκε πιο επίμονα στην αξιολόγηση -ερμηνεία -κριτική αυτού του έργου, τότε οι οποιεσδήποτε αντιγνωμίες και άλλες κρίσεις, όχι μόνο είναι ευπρόσδεκτες, αλλά και ένδειξη ότι κάπου συναντηθήκαμε. [↑]

Σωτήρης Ζήκος

(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Κινηματογραφικά Τετράδια Νο 20)

Σημειώσεις
1.  Βλέπε Κινηματογραφικά Τετράδια Νο 14-15, το άρθρο “Το θέμα της φόρμας και η φόρμα του θεάματος”.  [↑]

2. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει πως οι σημασίες “της γλώσσας των εικόνων, είναι απολύτως αποδόσιμες ή μεταφράσιμες στην γλώσσα των λέξεων. Αυτή όμως η αδυνατότητα ισοδυναμίας, αποτελεί πρόβλημα μόνο για όσους νοιάζονται για το απόλυτο. Ο κριτικός λόγος γίνεται σημαντικός, λέει κάτι σημαντικό (και όχι τα πάντα) για ένα σημαντικό έργο, μόνο εάν και εφ’ όσον ξεπερνάει την “παραλληλότητα” ή την διαφορά των δύο γραφών, διατηρώντας την, δηλαδή μέσα και δια μέσου αυτής της διαφοράς. Μπορούμε πάντα να αλλοιώσουμε τις σημασίες της γλώσσας για να επι-σημάνουμε και να περι-γράψουμε τις άλλες σημασίες ενός κινηματογραφικού έργου. [↑]

3.  Βλέπε Κινηματογραφικά Τετράδια Νο 14-15, το άρθρο “Το βλέμμα και ο άλλος” σελ. 83-84. [↑]

4. Αυτό κάθε άλλο παρά συνεπάγεται πως “υποδηλώνω την απουσία μου ως αντικείμενο” πως είναι μια τρύπα ή ένα κενό. Τρύπα και κενό είναι ίσως ο Ρολάν Μπάρτ και όλοι οι όμοιοί το,  όταν θεωρούν ως αυτονόητο πως ό,τι δεν είναι πλήρες δηλαδή πλήρως καθορισμένο,αναλλοίωτο μια για πάντα, δεν είναι τίποτα, πως είναι μια τρύπα, ένα κενό που απλώς μαγνητίζει γύρω του ρινίσματα λόγου. Αυτή η κενολογία δεν είναι παρά η αντεστραμμένη εκδήλωση του φαντάσματος της απόλυτης γνώσης και της θρησκοληψίας που στοιχειώνουν ακόμα τους απανταχού διανοουμένους (βλέπε Ρολάν Μπαρτ, στο βιβλίο του “Κριτική και αλήθεια “σελ. 70, εκδόσεις ΘΕΩΡΙΑ). [↑]

(Μέρος 2ο)
του Θόδωρου Σούμα
b_505X0_505X0_16777215_00_images_1617_alphaville.jpg

Δημοσιογραφικό ρεπορτάζ αντί κριτικής.
Η κινηματογραφική κριτική, στις περισσότερες εφημερίδες ή τα περιοδικά ποικίλης ύλης, ισοδυναμούσε εδώ και χρόνια κι ισοδυναμεί στην ουσία, ακόμη, με παρουσιάσεις ταινιών. Ταυτίζεται δηλαδή, λίγο-πολύ, με το δημοσιογραφικό ρεπορτάζ, με τη δημοσιογραφική κάλυψη του κινηματογραφικού-φιλμικού γεγονότος.
Λόγω μεγαλύτερης ζήτησης από τον τύπο και λόγω ευκολίας (του αναγνώστη και του δημοσιογράφου), ο αρνητικός γενικός κανόνας είναι η παροχή μασημένης τροφής. Για να καλύψουν το κενό κριτικής και ανάλυσης, οι περισσότερες εφημερίδες και τα περιοδικά ποικίλης ύλης, δημοσιεύουν παρουσιάσεις κι εξυπνακίστικα άρθρα, πασπαλισμένα με επίδειξη προκατασκευασμένου χιούμορ και περιττές ή ανούσιες πληροφορίες.
Σήμερα, στα illustration ή life style περιοδικά (περιοδικά με τα τηλεοπτικά προγράμματα, γυναικεία περιοδικά, περιοδικά ποικίλης ύλης, μόδας, κ.λπ.), αυτού του τύπου η «κριτική» προσανατολίζεται κυρίως προς την αντιγραφή, με ορισμένες παραλλαγές, του press book των εταιρειών διανομής. Δηλαδή η «κριτική» συγκλίνει προς τη διαφήμιση των ταινιών, ειδικά όταν πρόκειται για εμπορικά αμερικανικά φιλμ, συνοδευόμενη από πληροφορίες και κουτσομπολιά, κυρίως για τους σταρ. Έχουμε να κάνουμε λοιπόν με την αναπαραγωγή του σταρ-σύστεμ και του εμπορικού κινηματογράφου ως βιομηχανίας. Τις επεξεργασμένες και δημιουργικές κριτικές υποκαθιστούν εν μέρει οι σχολικές βαθμολογήσεις και τα αστεράκια.( Ή οι απλοϊκές κινήσεις του αντίχειρα προς τα πάνω ή προς τα κάτω, στην περίπτωση σχετικών κινηματογραφικών τηλεοπτικών εκπομπών). Και τι γίνεται όταν μια ταινία δεν πιάσει τη βάση, σ’ αυτή την αυθαίρετη διαδικασία βαθμολόγησης; Μένει μετεξεταστέα;  Ή απλώς το ταμείο της χάνει εισιτήρια λόγω του κακού βαθμού;
b_505X0_505X0_16777215_00_images_1617_extraordinary-1.jpg
Η κινηματογραφική κριτική.
Τι είναι όμως κινηματογραφική κριτική;
Κατά την κρίση μου, κινηματογραφική κριτική είναι να μορφοποιείς έναν αυθύπαρκτο λόγο, με δική του οντότητα και δυναμική• ένα λόγο περί τέχνης και κινηματογράφου, ο οποίος αποτελεί αυτός καθεαυτός αυτόφωτη έκφραση (είτε γράφοντας αναλύσεις, είτε μελέτες, είτε κριτική του φιλμ, είτε προσωπικά κείμενα με αξιώσεις λογοτεχνικής γραφής). Με άλλα λόγια η κριτική κινηματογράφου είναι η εργασία ενός τεχνοκρίτη ο οποίος κρίνει ή αναλύει το φιλμ ως αισθητικό-νοηματικό σύνολο, δημιουργώντας κάτι αυτόνομο, χωρίς εκ παραλλήλου να χάνει την επαφή με το ίδιο το έργο. Η ισορροπία αυτή είναι λεπτή μα αναγκαία. Η κριτική πρέπει να διατηρεί τη σχέση με το φιλμικό αντικείμενό της, ενώ παράλληλα γενικεύει και διευρύνει τους ορίζοντες του αναγνώστη προς μια ευρύτερη εποπτεία.
Δεν μπορεί να περιορίζεται στην επιπόλαιη παρουσίαση. Αντίθετα εμβαθύνει στην ταινία, προσπαθεί να ανακαλύψει τις σημασίες της, να διερευνήσει τις μορφές και την αισθητική της, να την τοποθετήσει στο γενικότερο πλαίσιο στο οποίο αυτή ανήκει (κινηματογραφικά, αισθητικά, ιδεολογικοφιλοσοφικά κ.λπ.). Ο ρόλος της κριτικής είναι να φωτίσει τις διαφορετικές πλευρές του έργου τέχνης, να αναδείξει και να αναλύσει τις ιδιαιτερότητές του, να αποκαλύψει την τροχιά που διαγράφει ανάμεσα στα άλλα φιλμ, ανάμεσα στα ρεύματα της σύγχρονης τέχνης και σκέψης, θεωρίας ή ιδεολογίας. Τέλος να παροτρύνει τους δημιουργούς να κατανοήσουν ορισμένες πλευρές του έργου τους.
Η κριτική πραγματοποιεί διάλογο με το φίλμ. Προσεγγίζει την κινηματογραφική γλώσσα του. Προτείνει ορισμένες αναγνώσεις της κινηματογραφικής γραφής, των σημασιών και του ύφους, των στυλιστικών επιλογών της ταινίας. Διερευνά το φιλμικό κείμενο, προσπαθώντας να κρατήσει ζωντανή τη διάσταση της απόλαυσής του. Να αποκαλύψει τα μυστικά του και να διατηρήσει τη φρεσκάδα και την παρθενικότητα στο βλέμμα του κριτικού ως θεατού. Δεν περιορίζεται σε ρητορικά σχήματα και βαθμολογήσεις.
Βεβαίως μια ασήμαντη ταινία δεν δίνει και πολλά ερεθίσματα, δεν δίνει το έναυσμα για ολοκληρωμένη κριτική. Οι κριτικοί κινηματογράφου είναι υποχρεωμένοι να ασχοληθούν και με τις κακές ταινίες. Στην πραγματικότητα, το μοντέλο τής συνοπτικής, δημοσιογραφικής παρουσίασης ταιριάζει μόνο σ’ αυτές τις μέτριες ταινίες.
Για να επιτευχθεί όλη αυτή η δημιουργική εργασία που περιγράφεται πιο πάνω, χρειάζεται άνεση, χρόνος κι αξιοπρεπείς αμοιβές. Δεν μπορεί να γίνει εφ’ όσον τα έντυπα περιορίζουν τους κριτικούς σε στενά πλαίσια (λόγω εμπορικών κινήτρων) που αποσκοπούν αποκλειστικά στη μαζική κατανάλωση των άρθρων από έναν βιαστικό αναγνώστη. Όταν το βασικό κριτήριο για το στυλ των άρθρων είναι η θελκτικότητα κι η αναγνωσιμότητά τους, με σκοπό μόνο το κέρδος του εκδότη, τότε η δουλειά του κριτικού δυσκολεύει πολύ.
Από την άλλη μεριά ο κριτικός οφείλει να εκμεταλλεύεται τα περιθώρια που του δίνονται. Για να γράψει καλά, σ’ ένα αξιοπρεπές έντυπο που του παρέχει ορισμένες ελευθερίες, χρειάζεται να διαθέτει πνευματική καλλιέργεια και κινηματογραφικές γνώσεις. Η γενική κουλτούρα είναι πολυτιμότερη απ’ τις εξειδικευμένες γνώσεις και τις πληροφορίες. Είναι σημαντικότερο, ο κριτικός να έχει γνώσεις  και καλλιεργημένες ευαισθησίες -για παράδειγμα, γύρω από το μυθιστόρημα και τη ζωγραφική- παρά να γνωρίζει στην εντέλεια λεπτομέρειες περί τεχνικής ή το παγκόσμιο πανόραμα  των ταινιών και των κινηματογραφικών συντελεστών… Χρειάζεται δηλαδή, κατά τη γνώμη μου, η σφαιρική κουλτούρα, η γενική εποπτεία των τεχνών και των ρευμάτων σκέψης, η φιλοσοφία της τέχνης.

Η σημερινή πραγματικότητα: περιορισμένος ο χώρος μέσα στον οποίο μπορεί να υπάρξει και να ανθίσει η κριτική.
Ο ρόλος της κριτικής δεν είναι να αναμασά αυτά που βλέπει κι ο τελευταίος θεατής. Δεν είναι να χρησιμοποιεί μηχανικά το ίδιο λεξιλόγιο ή να επαναλαμβάνει -ανεξαρτήτως των ταινιών- τις ίδιες προκατασκευασμένες απόψεις, τα ίδια ιδεολογικοπολιτικά ιδεολογήματα και τις ίδιες πάντα πολιτικές πίστεις και πεποιθήσεις. Οι περισσότεροι θεωρούν πολύ εύκολη υπόθεση το να σχολιάσουν μια ταινία, αφού το σινεμά είναι η «λαϊκότερη των τεχνών», μια λαϊκή και βιομηχανική τέχνη, άρα η πλέον οικεία και προσεγγίσιμη. Έτσι τα περιοδικά life style, οι στήλες της τηλεκριτικής και των dvds, οι ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές εκπομπές και τα διάφορα λαϊκά έντυπα, έχουν επανδρωθεί από ανθρώπους που γράφουν για το σινεμά χωρίς στην ουσία να γνωρίζουν το αντικείμενό τους. Το αποτέλεσμα είναι να δεσπόζει η προχειρολογία και η ασχετοσύνη.
Όλα αυτά συμβαδίζουν και με το γεγονός πως ο ρόλος της κινηματογραφικής κριτικής και το πεδίο της έχουν, ντε φάκτο, συρρικνωθεί πολύ τα τελευταία χρόνια. Ο θεατής, λόγω των πολιτιστικών συνηθειών που έχουν επικρατήσει, αρκείται στα λίγα και εύκολα. Βλέπει τις ταινίες μάλλον άκριτα, με πρωτογενή θαυμασμό κι αφέλεια, χωρίς πολλά ερωτηματικά, αρκούμενος στη γοητεία που ασκούν οι ωραίες εικόνες, η δράση και τα ειδικά εφέ. Σ’ αυτό  συμβάλλει και το απλουστευτικό μοντέλο του κινηματογράφου που έχει επικρατήσει, κυρίως του εμπορικού αμερικανικού κινηματογράφου, ο οποίος διαπαιδαγωγεί ανάλογα τις νέες γενιές των θεατών. Σε μια τέτοια  σχέση επιδερμικής γοητείας, η κριτική στάση δεν έχει θέση. Η ανάπτυξη κριτικού λόγου, από τη μεριά του θεατή, παρεμποδίζεται. Κατά συνέπεια, η κινηματογραφική κριτική δεν βρίσκει πρόσφορο έδαφος. Και λόγω τούτης της επιφανειακής σχέσης, ανάμεσα στο θεατή και την ταινία, γίνεται φανερό πως οι θεατές των εμπορικών και εύπεπτων ταινιών δεν έχουν ούτε χρόνο, ούτε διάθεση για κριτική σκέψη και για διάβασμα γύρω από τις ταινίες που βλέπουν. Ο κριτικός λόγος ασφυκτιά, δεν έχει πλέον λόγο ύπαρξης. Ο κριτικός λόγος, συμπερασματικά, στην ουσία βρίσκεται έξω από τις πολιτιστικές συνήθειες των μέσων, σύγχρονων Ελλήνων θεατών. Η γενικότερη κουλτούρα του περιβάλλοντος δυσχεραίνει την κριτική σκέψη κι αντιμετώπιση των ταινιών, μα και των υπόλοιπων πολιτισμικών δρώμενων. Όλα είναι αυτονόητα, λαμπερά, ρηχά κι ανούσια. Πρόκειται για πολιτιστικό φαινόμενο μιας κοινωνίας που καταδυναστεύεται από την εμπορική, ετοιμοπαράδοτη και καταναλωτική κουλτούρα.
Στην Ελλάδα, η κινηματογραφική κριτική έχει στη διάθεσή της ένα πολύ μικρό και λειψό χώρο για να παραχθεί, κυρίως στα πολιτιστικά έντυπα, στα κινηματογραφικά περιοδικά και στα ιντερνετικά κινηματογραφικά sites. Άρα οι θετικές εξαιρέσεις υπάρχουν σίγουρα. Απευθύνονται σ’ αυτούς τους λίγους που εξακολουθούν να βλέπουν και να σκέπτονται, να γοητεύονται και να κρίνουν ταυτοχρόνως.

 

Θόδωρος Σούμας

Η κινηματογραφική κριτική
(και η ιδεολογία του κινηματογραφικού έργου)

cine critic

Σε αυτό το άρθρο επιθυμώ να συνεχίσω ορισμένες σκέψεις μου περί της κινηματογραφικής κριτικής σε σχέση με την ιδεολογία του κρινόμενου έργου, οι οποίες περιλαμβάνονται στο κείμενό μου “Κριτική στην κινηματογραφική κριτική” στο site  Σινεφίλια [Cinephilia.Gr] . (Αφετηρία των σκέψεών μου απετέλεσαν, κατά ένα μέρος μόνο, ορισμένες ιδέες του Τζορτζ Ντίκι “Περί της αισθητικής στάσης” και του Αντόρνο για την “Αισθητική θεωρία”). Έγραφα στο προαναφερθέν άρθρο μου πως κανονικά θα έπρεπε να γράφουμε για τα έργα τέχνης παραμερίζοντας λιγάκι την προσωπική πολιτική ιδεολογία μας, διότι αρκετές φορές ένα έργο, μια ταινία είναι καλή παρά την ιδεολογία της που τυχαίνει να μην είναι και τόσο βαθυστόχαστη, προοδευτική ή θεμελιωμένη (το έχει εξηγήσει ο Λούκατς για τον Μπαλζάκ). Όταν κρίνουμε ή απλά παρατηρούμε, όταν εισπράττουμε ένα έργο τέχνης, η πρόσληψη αυτή σίγουρα διαθλάται μέσα από κάποιο φίλτρο που είναι η κοσμοθεώρησή μας. Η προβληματική κριτική στάση συνίσταται στο να συνθλίβει, να ισοπεδώνει αυτό το φίλτρο μας το έργο που αντικρύζουμε. Η κοσμοθεώρησή μας, που λειτουργεί ως φίλτρο, δεν πρέπει να μας δεσμεύει… Στην πραγματικότητα, ένα ανώτερο έργο τέχνης ξεπερνά, με την αισθητική του ολοκλήρωση, την ιδεολογία ή κοσμοθεωρία που φέρει, είναι σπουδαίο και πέρα από αυτήν, χάρη στην αισθητική του ολοκλήρωση, η οποία δένει, συνδέει επιτυχώς τις ιδέες του με τη φόρμα, με τις μορφές του. 

Δεν πρέπει βέβαια να είσαι χριστιανός για να εκτιμήσεις τη μεγαλοσύνη του φιλμ του Μπρεσόν, Το ημερολόγιο ενός επαρχιακού εφημέριου, ούτε κομμουνιστής για να αγαπήσεις τον Οκτώβρη και το Θωρηκτό Ποτέμκιν, του Αϊζενστάιν, ή τα δυναμικά και λυρικά φιλμ του Ντονσκόι• ούτε αστός και φίλος του αμερικάνικου καπιταλισμού για να αγαπάς το κλασικό, αφηγηματικό-μυθοπλαστικό χολυγουντιανό σινεμά… Γενικά ο κριτικός οφείλει να αποφεύγει τη μεροληπτική ή δογματική πρόσδεσή του σε μια ορισμένη ιδεολογία ή ιδεολογικοπολιτική αντίληψη, να παραμένει ανοιχτός στα καινούργια πνευματικά και κοινωνικά ερεθίσματα και ανοιχτόμυαλος στις απόψεις του και στο εύρος τους. Το έργο τέχνης, ως αισθητικό μόρφωμα, έχει μια σχετική αυτονομία έναντι της κοινωνίας και των κοινωνικών συνθηκών, αν και επηρεάζεται βέβαια από αυτές (βλ. ιδέες της σχολής της σκέψης του Τέοντορ Αντόρνο).
Τα προαναφερθέντα είναι σωστά και ισχύουν μέχρις ενός ορίου. Για παράδειγμα, τα σταχανοβικά και σταλινίζοντα ντοκιμαντέρ του Γιόρις Ίβενς που υμνούν την εξαντλητική εργασία των εργατών που προσπαθούν να ξεπεράσουν τα οικονομικά, σοβιετικά πλάνα παραγωγής, η ρατσιστικής πολιτικής σύλληψης Γέννεση ενός έθνους, του Γκρίφιθ, και το ναζιστικό φιλμ της Ρίφενσταλ Ο θρίαμβος της θέλησης, του 1934, (ταινίες ποιοτικά ανόμοιας πολιτικής λογικής) δεν μπορούν να εκτιμηθούν ως μεγάλα έργα, παρά τις κινηματογραφικές και μορφικές αρετές τους, επειδή σκοντάφτουν, εμποδίζονται από την αναχρονιστική πολιτική ιδεολογία τους. Το ίδιο συμβαίνει περίπου με ορισμένα μυθιστορήματα προβληματικής ιστορικοπολιτικής σύλληψης, όπως π.χ. το Roman historique genevois, του Τεοντόρ Ωμπέρ ή το Τον καιρό του Βουλγαροκτόνου, της Π. Δέλτα, κ.τ.λ.

Στην ουσία, η αισθητική αξία (ή απαξία) ενός έργου τέχνης, ενός φιλμ εν προκειμένω, σχετίζεται αναπόδραστα με τις σημασίες, τα νοήματα, τη θεώρηση και κοσμοθεώρηση, τη φιλοσοφία του έργου, επειδή η αισθητική περιλαμβάνει και τις μορφές αλλά και την οργάνωση των σημασιών και τη μορφή των σημαινόντων και των σημαινομένων, μα και το περιεχόμενο των σημαινόντων και των σημαινομένων (Μετς). Κατ’ αυτόν τον τρόπο η ιδεολογία, η φιλοσοφία, η πολιτική ιδεολογία και η ηθική θεώρηση ενός έργου σχετίζονται έμμεσα με τη δυναμική, την προοπτική, την αξία ενός καλλιτεχνικού κινηματογραφικού έργου. Μια ιδεολογικοφιλοσοφική θεώρηση ανοιχτόμυαλη, ουμανιστική, κριτική, ανοιχτή και δυναμική, δηλαδή με ανοιχτούς ορίζοντες και ευρύτητα πνεύματος και αναζήτησης, μπορεί πιθανά να ενεργοποιήσει ακόμη περισσότερο την αισθητική δυναμική ενός έργου, την αισθητική αξία του στυλ και του μορφικού ύφους του, να το ανεβάσει σε ένα συνθετότερο και ανώτερο – από σημασιολογική, νοηματική άποψη – επίπεδο… Πρέπει δηλαδή να κρίνουμε τα έργα τέχνης και τα φιλμ αποσυνδεμένοι από μια στενή, σχηματικά και στενά ιδεολογικοπολιτική κριτική του έργου, ώστε να εκτιμήσουμε την αισθητική αρτιότητά του, μα σε ένα δεύτερο επίπεδο, σε μια δεύτερη φάση, οφείλουμε να πάρουμε υπόψη μας και να επανεκτιμήσουμε την ιδεολογικοφιλοσοφική του διάσταση και δυναμική. Το καλλιτεχνικό έργο και το φιλμ, είναι σε τελική ανάλυση σχετικά αυτόνομο από το ιστορικοκοινωνικό πλαίσιο στο οποίο γεννιέται, αν και προσδιορίζεται έντονα, καθοριστικά, από αυτό. 

Στην πραγματικότητα, η ιδεολογία και η ηθική στάση, η ηθική και φιλοσοφική οπτική, είναι συνδεδεμένες με την αισθητική του έργου, δεν είναι διόλου τυχαίο πως ο πάπας της nouvelle vague Ζαν-Λυκ Γκοντάρ είπε πως το πού θα επιλέξεις να τοποθετήσεις την κάμερά σου είναι σε τελική ανάλυση ηθικό ζήτημα, όταν έγραφε για σκηνοθέτες όπως ο Ροσελίνι, ο Ρενουάρ και άλλους κινηματογραφικούς δημιουργούς. Πράγματι, οι μορφικές, στυλιστικές επιλογές, η μορφική κι αισθητική προσέγγιση των θεμάτων εμπεριέχουν μια φιλοσοφική κοσμοθεώρηση… Ο σκηνοθέτης δημιουργεί, κατασκευάζει αυτά ή τα άλλα πλάνα με τον ένα ή άλλον τρόπο, γιατί το ύφος αυτό, αυτή η μέθοδος εργασίας και προσέγγισης της κινηματογραφούμενης πραγματικότητας, του φιλμαριζόμενου αντικειμένου – που δημιουργούνται από την ίδια την κινηματογράφηση και σκηνοθεσία – ταιριάζουν με την α ή β μεθοδολογία και κοσμοθεώρηση.
Εδώ πρέπει να προσθέσουμε αυτό που υπογράμμισε για τον κινηματογράφο και τη σκηνοθεσία, ο σπουδαίος θεωρητικός του σινεμά Αντρέ Μπαζέν, εμπνευσμένος από τη φαινομενολογική φιλοσοφία και θεώρηση. Πως το σινεμά είναι μια τέχνη που τα υλικά της, έτσι όπως περιέχονται στα πλάνα, αποτελούνται από (οπτικά) κομμάτια της πραγματικότητας, καθ’ όσον η κάμερα τα συλλαμβάνει. Είναι αυτή η ξεχωριστή ιδιότητα κι ικανότητα του σινεμά, του να θεμελιώνεται και στηρίζεται σε (φιλμαρισμένα) κομμάτια πραγματικότητας, φυσικούς ή δομημένους χώρους, τοπία, πρόσωπα, αυθύπαρκτα αντικείμενα, π.χ. σπίτια, αυτοκίνητα και μηχανήματα, φυσικά ή οικοδομημένα ντεκόρ, σώματα ανθρώπων και ζώων, που το κάνει τόσο αληθινό, δυνατό, επιδραστικό και λαϊκό καλλιτεχνικό μέσο… 

Θόδωρος Σούμας



Ο θάνατος της κινηματογραφικής κριτικής

Η εποχή που ζούμε είναι επίπονη και απρόβλεπτη. Οι συνθήκες της ιστορίας δείχνουν ότι τα τελευταία χρόνια, μια μεγάλη περίοδος στασιμότητας και σχετικής σταθερότητας τελειώνει με οδυνηρό τρόπο και ξεκινά μια νέα, για την οποία κανείς δεν μπορεί να προβλέψει την εξέλιξή της, πολύ περισσότερο το τέλος της. Η διαμορφωθείσα κατάσταση είναι απρόβλεπτη, επικίνδυνη και, σε πολλές περιπτώσεις, οι αλλαγές για πολλούς μπορούν να αποβούν μοιραίες. Η εντροπία της ιστορίας είναι στο μέγιστο βαθμό και παρόλο που ο Φράνσις Φουκουγιάμα υποστήριξε πριν από περίπου εικοσιπέντε χρόνια ότι η «ιστορία τελείωσε», είναι προφανές ότι αυτό δεν ισχύει. Αποδείχθηκε ότι ο Φουκουγιάμα είχε αυταπάτες. Είναι αλήθεια ότι τότε που ειπώθηκε αυτή η θρυλική ρήση, είχε μόλις τελειώσει η επίπονη και αγωνιώδης περίοδος του Ψυχρού Πολέμου που προσδιόρισε παγιωμένες γεωπολιτικές συμπεριφορές, οι οποίες εξέφραζαν δύο εκ διαμέτρου αντίθετες ιδεολογίες: κομμουνισμός εναντίον καπιταλισμού, συλλογικότητα εναντίον ατομικότητας. Όχι, η ιστορία δεν τελείωσε με την ήττα του υπαρκτού κομμουνισμού. Η ιστορία συνεχίστηκε διάγοντας μια μεταβατική περίοδο, η οποία φτάνει στις μέρες μας οδηγώντας σήμερα σε νέες ισορροπίες, οι οποίες, ακριβώς επειδή ακόμα δεν έχουν ισορροπήσει, είναι απρόβλεπτες και επικίνδυνες. Το γεγονός της αβεβαιότητας φαίνεται να οδηγεί σε μια γενικότερη εσωστρέφεια, τόσο μεταξύ των λαών, όσο και μεταξύ των ανθρώπων.

Αυτό είναι κάτι που ισχύει σε όλες τις ανθρώπινες δραστηριότητες, όπως και στον κινηματογράφο. Στο σινεμά, η νέα εποχή που ξεκινά φαίνεται να οδηγεί το μέσο στην επόμενη εξελικτική διαδικασία που αναμένεται να φέρει τις εξής αλλαγές:

  • Σταδιακή εξαφάνιση της κινηματογραφικής αίθουσας
  • Σταδιακή εξαφάνιση, ενός σημαντικού κομματιού της μεταπαραγωγικής διαδικασίας που αφορά την εκμετάλλευση και τη διανομή.

Η κατακλυσμική έλευση του Netflix και άλλων ανάλογων φορέων (ήδη το δημοφιλές youtube έχει προχωρήσει στην παραγωγή πρωτότυπων  ταινιών και τηλεοπτικών σειρών) και της μαζικής παραγωγής κινηματογραφικών ταινιών που θα προβάλλονται μαζικά – διαμέσου του διαδικτύου – χωρίς να απαιτείται η αποσπασματική μαζική θέαση των κινηματογραφικών αιθουσών, αλλάζει το ύφος του κινηματογράφου. Οι νέες συνθήκες επιβάλλουν μαζικότητα του μέσου (Netflix) δια της απομόνωσης (προβολή κατ’ οίκον ακόμα και σε περιπτώσεις ταινιών που προβάλλονται σε παγκόσμια πρεμιέρα).

Στο πλαίσιο των παραπάνω μεταβολών, η ρευστότητα, τα ερωτήματα, οι αβεβαιότητες και οι αμφιβολίες αφορούν και τον ρόλο της κινηματογραφικής κριτικής στη διαμόρφωση της νέας κατάστασης. Ποια ήταν η θέση της και ποια είναι τώρα; Ήταν εποικοδομητική ή ήταν απλώς ένα κομμάτι της κινηματογραφικής βιομηχανίας; Η μελέτη της σχετικής βιβλιογραφίας και του σχετικού υλικού αναδεικνύει πολλές περιπτώσεις κριτικών κινηματογράφου – δημοσιογράφων που εργάστηκαν σε έντυπα ευρείας κυκλοφορίας, οι οποίοι με τα κείμενα τους δημιούργησαν τις προϋποθέσεις εκείνες ώστε το σινεμά να εδραιωθεί ως αντικείμενο των πολιτισμικών σπουδών σε ακαδημαϊκό επίπεδο κατά τη δεκαετία του ΄60. Τέτοιες ενδεικτικές περιπτώσεις είναι αυτές των Καρλ Ντράγιερ, Ζίγκφριντ Κρακάουερ, Αντρέ Μπαζέν, Φρανσουά Τριφό και Μικελάντζελο Αντονιόνι. Ο Καρλ Ντράγιερ έγραφε κριτική θεάτρου και σενάρια για να καταλήξει στο τέλος να σκηνοθετήσει αριστουργήματα όπως Το Πάθος της Ζαν Ντ΄Αρκ (1928) και Ο Λόγος (1955). Ο Μικελάντζελο Αντονιόνι εργάσθηκε ως κριτικός κινηματογράφου για πολλά χρόνια, έγραψε σενάρια και μετά ασχολήθηκε με την σκηνοθεσία με τα αποτελέσματα που γνωρίζουμε. Η ομάδα των κριτικών που ξεκίνησε από το περιοδικό Cahiers du Cinema, είναι ένα εξαιρετικό παράδειγμα για τους οποίους η κριτική κινηματογράφου θα πρέπει να αισθάνεται περήφανη. Ο Φρανσουά Τριφό πέρασε με άνεση από την κριτική στην σκηνοθεσία,  το ίδιο και οι Ζαν Λυκ Γκοντάρ, Ερίκ Ρομέρ, Ζακ Ριβέτ, και Κλωντ Σαμπρόλ, οι υπόλοιποι συνάδερφοι του στο περιοδικό. Στις περιπτώσεις αυτές, οι εν λόγω κριτικοί κατάφεραν να συνδυάσουν την ευρεία αποδοχή και αναγνωρισιμότητα διαμέσου του εντύπου ή των εντύπων στα οποία δραστηριοποιούνταν και ταυτόχρονα έθεσαν τις βάσεις ώστε ο κινηματογράφος να αντιμετωπιστεί με θεωρητικό τρόπο και να ερευνηθεί ως αντικείμενο επιστημονικών και ακαδημαϊκών σπουδών.

Έτσι, οι κριτικοί αποτέλεσαν βασικό κομμάτι της εξέλιξης του σινεμά. Όμως, με το πέρασμα των χρόνων, η κινηματογραφική κριτική οδηγήθηκε σε απαξίωση και φθορά, η θεωρητική και ακαδημαϊκή συνεισφορά παραγκωνίστηκε. Οι κριτικοί κατέληξαν να αποτελούν στην πλειοψηφία τους, μια διαπλεκόμενη life style ελίτ δημοσιογράφων, που καλύπτουν το μέσο με ελαφρότητα και υποτέλεια, υπηρετώντας εντέλει τις επιδιώξεις της βιομηχανίας. Ο κριτικός έπαψε να είναι ο ενδιάμεσος κρίκος ανάμεσα στο κινηματογραφικό έργο και τους θεατές και μετετράπη – στις περισσότερες των περιπτώσεων – απλώς σε στυγνό αντιγραφέα δελτίων τύπου διαφόρων κινηματογραφικών παραγωγών και διανομέων προωθώντας, σε πολλές περιπτώσεις, είτε εμπορικά ανοσιουργήματα, είτε ανούσια δήθεν καλλιτεχνικά έργα, υπερφίαλων και κενών περιεχομένου δήθεν «δημιουργών».

Αυτή η κατάσταση συνεχίζεται μέχρι σήμερα, μόνο που τα τελευταία χρόνια, με την ανάπτυξη του διαδικτύου και των social media,  η κατάσταση αντιστρέφεται υπέρ του ανώνυμου θεατή, ο οποίος πλέον παίρνει την εκδίκησή του. Οι ανώνυμοι θεατές, επιτέλους αποκτούν λόγο και εκφέρουν άποψη οι ίδιοι, χωρίς να περιμένουν να εκφραστούν διαμέσου του κριτικού. Για του λόγου το αληθές, αρκεί να ανοίξει κανείς τις δημοφιλείς κινηματογραφικές ιστοσελίδες imdb.com και rottentomatos.com, όπου δημοσιεύονται αναρίθμητες κριτικές χρηστών.  Ο καθένας πλέον μπορεί να γράψει μια κριτική και να επηρεάσει τους φίλους του στο facebook ή τους ακόλουθους του στο twitter. Μια δημοφιλής  persona του  διαδικτύου, ανεβάζοντας απλώς ένα story στο instagram, δηλώνοντας έτσι την παρουσία της σε μια κινηματογραφική αίθουσα ή ένα story την ώρα που παρακολουθεί μια ταινία στο σαλόνι του σπιτιού της, μπορεί να ανεβάσει το box office μια ταινίας ή την τηλεθέαση ενός τηλεοπτικού προγράμματος, κατευθύνοντας τα εκατομμύρια των δικών της φανατικών followers, κατά βούληση.

Το 1988 ο αείμνηστος συνάδερφος Νίκος Κολοβός έγραφε ότι οι κινηματογραφικός  κριτικός είναι «ο τέταρτος διαρκής θεατής του κινηματογράφου. Συνεχώς αντιμέτωπος με την ταινία, εξουσιαστικά σχετιζόμενος μαζί της, διατυπώνει έναν άλλο λόγο γι’ αυτήν. Την αναιρεί ή την επιβεβαιώνει χωρίς να καταργεί ή να αναστέλλει την λειτουργία της. Αντίθετα, ο λόγος του την προϋποθέτει. Εξαρτάται, παράγεται απ’ αυτήν. Δε νοείται κριτικός κινηματογράφου χωρίς την προβολή ταινιών. Η διακοπή της ματαιώνει και την κριτική. Πράγμα που δεν ισχύει για την θεωρία ή την ιστορία του κινηματογράφου. Ο κριτικός είναι διαρκής, όχι όμως και αναγκαίος θεατής. Οι ταινίες μπορούν να παράγονται και να λειτουργούν χωρίς τον κριτικό».  Ο Νίκος Κολοβός εξέφρασε μια θέση, η οποία σήμερα επιβεβαιώνεται μέσα από τα γεγονότα της εποχής. «Το καινούριο σινεμά» φαίνεται να μην χρειάζεται την κινηματογραφική κριτική, η οποία οδηγείται σε έναν σίγουρο θάνατο. Το ζήτημα είναι αν θα υπάρξει η εξέλιξή της σε κάποια άλλη μορφή, ή αν ο θάνατός της θα είναι οριστικός.

Νικόλαος Αλέτρας

Διδάκτορας Κινηματογράφου του Τμήματος Κινηματογράφου της Σχολής Καλών Τεχνών

του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης


Σκοπός της «Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηµατογράφου» (Π.Ε.Κ.Κ.) είναι η ένωση  όλων  των  Ελλήνων  κριτικών  του  κινηµατογράφου  για  την  από  κοινού προσπάθεια της αρτιότερης και πληρέστερης άσκησης του λειτουργήµατός τους. 

Ο πιο πάνω σκοπός επιτυγχάνεται µε κάθε πρόσφορο µέσο και κυρίως µε: 

    • Τη συνεργασία αυτών που ασκούν το λειτούργηµα του κριτικού κινηµατογράφου. 
    • Την προσέγγιση και τη µελέτη των σχετικών µε αυτό προβληµάτων. 
    • Την προσπάθεια ποιοτικής ανάπτυξης της κινηµατογραφικής κριτικής στην Ελλάδα. 
    • Τη δηµιουργία πλέον ουσιαστικών δεσµών ανάµεσα στους κριτικούς κινηµατογράφου και το κοινό. 
    • Την µε κάθε κατάλληλο µέσο υποβοήθηση της προσπάθειας για την ποιοτική βελτίωση του ελληνικού κινηµατογράφου. 
    • Τη συνδροµή κάθε προσπάθειας για την ορθή ενηµέρωση και την κινηµατογραφική παιδεία του κοινού. 
    • Την υποβοήθηση της προσπάθειας νέων που επιθυµούν να ασχοληθούν µε την κινηµατογραφική κριτική 
    • Την επαφή και τη συνεργασία µε τις άλλες ελληνικές ή ξένες ενώσεις, τους δηµοσιογραφικούς φορείς και σωµατεία, τις κινηµατογραφικές λέσχες, καθώς και τη συµµετοχή στις διεθνείς οµοσπονδίες κριτικών. 
    • Τη δηµιουργία γραφείων, λέσχης µε βιβλιοθήκη, καθώς και αρχείο έντυπης και ηλεκτρονικής τεκµηρίωσης. 
    • Τη διοργάνωση σχετικών εκδηλώσεων –όπως: προβολές, διαλέξεις, συνέδρια, συναντήσεις, εκδόσεις εντύπων και βιβλίων κινηµατογραφικού ενδιαφέροντος κ.λπ.– για την πληρέστερη εκπλήρωση των σκοπών της Ένωσης, όπως αυτοί περιγράφονται στο παρόν άρθρο.

Ίδρυση

Η Πανελλήνια Ένωση Κριτικών Κινηματογράφου (Π.Ε.Κ.Κ.) ιδρύθηκε το 1976 με πρόεδρο τον Παύλο Ζάννα και πρώτα μέλη της, τον Νίνο Φένεκ Μικελίδη, τον Κώστα Σταματίου, τον Αντώνη Μοσχοβάκη, τον Βασίλη Ραφαηλίδη, τον Γιάννη Μπακογιαννόπουλο, τον Μισέλ Δημόπουλο κ.ά.

Από το 1977 είναι μέλος της Διεθνούς Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου (FIPRESCI), με τους Έλληνες κριτικούς να έχουν συμμετάσχει έως σήμερα σε περισσότερες από 70 κριτικές επιτροπές σε διεθνή φεστιβάλ. Την ίδια χρονιά η Π.Ε.Κ.Κ. συμμετείχε στην οργανωτική επιτροπή του αντί-Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.

Το σωματείο των Ελλήνων κριτικών είχε ενεργό ρόλο στη διαμόρφωση του ελληνικού κινηματογράφου σε θεσμικό πλαίσιο, όπως και του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης συμμετέχοντας στη γνωμοδοτική επιτροπή του Υπουργείου Πολιτισμού, όπου κατέθεσε την πρόταση για τη διεθνοποίηση του το 1991.

Επίσης, διοργάνωσε δυο σημαντικά συνέδρια για τον ελληνικό κινηματογράφο, στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, ενώ συμμετέχει στα διεθνή συνέδρια της FIPRESCI.

Ακόμη, ιστορικές είναι οι βραβεύσεις των Ελλήνων κριτικών, έπειτα από ψηφοφορίες, στην καλύτερη ελληνική ταινία: το 1986 αναδείχθηκε η Ευδοκία του Αλέξη Δαμιανού, και το 2006 Ο Δράκος του Νίκου Κούνδουρου.

Οι δράσεις της Π.Ε.Κ.Κ. συνεχίζονται έως σήμερα με τη διοργάνωση εκδηλώσεων και αφιερωμάτων, τις εκδόσεις βιβλίων και του ετήσιου αλμανάκ Κινηματογράφος (από το 1993), τη συνεχή ενημέρωση του πόρταλ www.pekk.gr, καθώς και την απονομή του βραβείου της στα φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης, Δράμας Χαλκίδας και Ολυμπίας.

Δ.Σ. της Π.Ε.Κ.Κ.  (2021)

  • Βασίλης Κεχαγιάς, Πρόεδρος
  • Δημήτρης Κολιοδήμος, Αντιπρόεδρος
  • Δημοσθένης Ξιφιλίνος, Γενικός Γραμματέας
  • Γιάννης Σολδάτος, Ταμίας
  • Χρήστος Σκυλλάκος, Μέλος

Ενεργά μέλη

  Αγαλιανού Παυλίνα
  Αδαμίδης Λευτέρης
  Αλέτρας Νίκος
  Αντίοχος Γιάγκος
  Αχτσιόγλου Πάνος
  Βάκρος Γεράσιμος
  Βεζυρόπουλος Άγγελος
  Γιακουμέλος Νίκος
  Γιαχουστίδης Θόδωρος
  Γκακίδης Γιάννης
  Γουδέλης Τάσος
  Δερμεντζόγλου Αλέξης
  Εκσιέλ Ρόμπι
  Ζαλίγκας Κώστας
  Ζήκος Σωτήρης
  Ζουμπουλάκης Γιάννης
  Καϊμάκης Κωνσταντίνος
  Καλαντζή Ιφιγένεια
  Καλαντίδης Δημήτρης
  Καντέα Παπαδόπουλος Γιάννης
  Καρδερίνης Κώστας
  Κερσανίδης Στράτος
  Κεχαγιάς Βασίλης
  Κοκκαλένιος Πάνος
  Κολιοδήμος Δημήτρης
  Κοτζαθανάσης Παναγιώτης
  Κουρμουλής Νίκος
  Κουταλάς Ανδρέας
  Κουτσογιαννόπουλος Θοδωρής
  Κυριακίδης Αχιλλέας
  Κωνσταντινίδης Κώστας
  Λιζάρδος Αλέξανδρος
  Λιναράς Θωμάς
  Μήτσης Χρήστος
  Μικελίδης Νίνος Φενέκ
  Μουμτζής Αλέξανδρος
  Μπάμπας Δημήτρης
  Μπλάθρας Κώστας
  Νταλάσης Στέφανος
  Ξανθάκης Γιώργος
  Ξιφιλίνος Δημοσθένης
  Παλάτος Νίκος
  Παπαγεωργίου Ιωάννα
  Παπαδημητρίου Γιώργος
  Πρωιμάκης Ιωσήφ
  Ραουζαίος Γιάννης
  Ρέτζιος Τάσος
  Σκυλλάκος Χρήστος
  Σολδάτος Γιάννης
  Σούμας Θόδωρος
  Τόσκας Μίλτος
  Τοτονίδης Γιάννης
  Τριανταφυλλίδου Δέσποινα
  Τσαγκαράκης Νίκος
  Τύρος Ανδρέας
  Φραγκούλης Ηλίας
  Φραγκούλης Γιάννης
  Χαρίτος Δημήτρης

Ιδρυτικά μέλη (1975):

Αντωνόπουλος Τάκης
Βακαλόπουλος Χρήστος (†)
Δανίκας Δημήτρης
Δημητρίου Σωτήρης (†)
Δημόπουλος Μιχάλης
Ζάννας Παύλος (†)
Κολώνιας Μπάμπης (†)
Λεβεντάκος Διαμαντής
Λιάππα Φρίντα (†)
Λινάρδος Πάνος
Λυκουρέσης Τώνης
Μικελίδης Νίνος Φενέκ
Μοσχοβάκης Αντώνης (†)
Μπακογιαννόπουλος Γιάννης
Παγιατάκης Σπύρος (†)
Παπαδοπούλου Μαρία (†)
Πάρλας Κώστας (†)
Ραφαηλίδης Βασίλης (†)
Ρεντζής Θανάσης
Σταματίου Κώστας (†)
Σταύρακας Δημήτρης
Τσιριγκούλης Ζήσης (†)
Χριστοδούλου Χρήστος

Ψηφοφορία Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφο 2016
10 + 10 καλύτερες ταινίες του Ελληνικού & Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου (1975-2015)
40 Χρόνια Πανελλήνια Ένωση Κριτικών Κινηματογράφου

Οι 10 Καλύτερες Ελληνικές Ταινίες

1 ΘΙΑΣΟΣ, Ο (Σκην.: Θόδωρος Αγγελόπουλος)
2 ΓΛΥΚΙΑ ΣΥΜΜΟΡΙΑ (Σκην.: Νίκος Νικολαΐδης)
3 ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ, Η (Σκην.: Νίκος Παπατάκης)
4 ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ (Σκην.: Κώστας Φέρρης)
5 ΚΥΝΟΔΟΝΤΑΣ (Σκην.: Γιώργος Λάνθιμος)
6 ΑΠΕΝΑΝΤΙ, ΟΙ (Σκην.: Γιώργος Πανουσόπουλος)
7 ΚΑΡΚΑΛΟΥ (Σκην.: Σταύρος Τορνές)
8 ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ, ΤΟ (Σκην.: Θόδωρος Αγγελόπουλος)
9 ΑΥΤΗ Η ΝΥΧΤΑ ΜΕΝΕΙ (Σκην.: Νίκος Παναγιωτόπουλος)
10 ΕΑΡΙΝΗ ΣΥΝΑΞΙΣ ΤΩΝ ΑΓΡΟΦΥΛΑΚΩΝ, Η (Σκην.: Δήμος Αβδελιώδης)
Οι 10 Καλύτερες Ευρωπαϊκές Ταινίες

1 ΣΤΑΛΚΕΡ (Σκην.: Αντρέι Ταρκόφσκι)
2 ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ ΡΕΠΟΡΤΕΡ (Σκην.: Μικελάντζελο Αντονιόνι)
3 ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ, Η (Σκην.: Αντρέι Σβιάνγκιντσεφ)
4 ΔΕΚΑΛΟΓΟΣ (Σκην.: Κριστόφ Κισλόφσκι)
5 ΚΡΥΜΜΕΝΟΣ (Σκην.: Μίκαελ Χάνεκε)
6 ΜΑΓΕΙΡΑΣ, Ο ΚΛΕΦΤΗΣ, Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥ ΚΑΙ Ο ΕΡΑΣΤΗΣ ΤΗΣ, Ο (Σκην.: Πίτερ Γκρίναγουεϊ)
7 ΚΑΠΟΤΕ ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΙΑ (Σκην.: Νουρί Μπιλγκέ Τσεϊλάν)
8 1900 (Σκην.: Μπερνάρντο Μπερτολούτσι)
9 ΕΝΑΣ ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΣ ΦΙΛΟΣ (Σκην.: Βιμ Βέντερς)
10 ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ, ΤΟ (Σκην.: Λαρς φον Τρίερ)
Ψηφοφορία Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφο 2006
Οι 10 καλύτερες ταινίες του Ελληνικού Κινηματογράφου… είναι 11
30 Χρόνια Πανελλήνια Ένωση Κριτικών Κινηματογράφου

1 ΔΡΑΚΟΣ, Ο (Σκην.: Νίκος Κούνδουρος)
2 ΕΥΔΟΚΙΑ/ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗ (Σκην.: Αλέξης Δαμιανός)
ΘΙΑΣΟΣ, Ο (Σκην.: Θόδωρος Αγγελόπουλος)
3 ΣΤΕΛΛΑ (Σκην.: Μιχάλης Κακογιάννης)
4 ΚΑΛΠΙΚΗ ΛΙΡΑ, Η (Σκην.: Γιώργος Τζαβέλλας)
5 ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΗ (Σκην.: Θόδωρος Αγγελόπουλος)
ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ (Σκην.: Κώστας Φέρρης)
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ, Η (Σκην.: Νίκος Παπατάκης)
6 ΚΑΡΚΑΛΟΥ (Σκην.: Σταύρος Τορνές)
7 ΓΛΥΚΙΑ ΣΥΜΜΟΡΙΑ (Σκην.: Νίκος Νικολαΐδης)
ΕΑΡΙΝΗ ΣΥΝΑΞΙΣ ΤΩΝ ΑΓΡΟΦΥΛΑΚΩΝ, Η (Σκην.: Δήμος Αβδελιώδης)
Ψηφοφορία Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφο 1986
Η ΠΕΚΚ επιλέγει τις 10 καλύτερες ταινίες του Ελληνικού Κινηματογράφου
10 Χρόνια Πανελλήνια Ένωση Κριτικών Κινηματογράφου

1 ΕΥΔΟΚΙΑ/ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗ (Σκην.: Αλέξης Δαμιανός)
2 ΔΡΑΚΟΣ, Ο (Σκην.: Νίκος Κούνδουρος)
3 ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΗ (Σκην.: Θόδωρος Αγγελόπουλος)
4 ΘΙΑΣΟΣ, Ο (Σκην.: Θόδωρος Αγγελόπουλος)
5 ΚΑΛΠΙΚΗ ΛΙΡΑ, Η (Σκην.: Γιώργος Τζαβέλλας)
ΧΡΩΜΑΤΑ ΤΗΣ ΙΡΙΔΟΣ, ΤΑ (Σκην.: Νίκος Παναγιωτόπουλος)
7 ΚΑΡΚΑΛΟΥ (Σκην.: Σταύρος Τορνές)
ΠΡΟΞΕΝΕΙΟ ΤΗΣ ΑΝΝΑΣ, ΤΟ (Σκην.: Παντελής Βούλγαρης)
9 ΜΠΑΛΑΜΟΣ (Σκην.: Σταύρος Τορνές)
ΣΤΕΛΛΑ (Σκην.: Μιχάλης Κακογιάννης)
Διεθνής Ένωση Κριτικών Κινηματογράφου (Fipresci)

(Φιπρέσκι) είναι η συντομογραφία του γαλλικού τίτλου Fédération Internationale de la Presse Cinématographique (αγγλ. International Federation of Film Critics, Διεθνής Ομοσπονδία Κριτικής Ταινιών Κινηματογράφου). Η Φιπρέσκι αποτελείται από τις εθνικές οργανώσεις των επαγγελματιών κριτικών ταινιών και των δημοσιογράφων ταινιών από όλο τον κόσμο για “την προώθηση και την ανάπτυξη της κουλτούρας ταινιών και για την προστασία επαγγελματικών ενδιαφερόντων.”

Ιδρύθηκε τον Ιούνιο του 1930 στο Παρίσι. Σήμερα έχει μέλη σε περισσότερες από 50 χώρες παγκοσμίως. Η Φιπρέσκι δίνει συχνά βραβεία κατά τη διάρκεια των φεστιβάλ ταινιών (όπως το φεστιβάλ ταινιών των Καννών και το φεστιβάλ ταινιών της Βενετίας) ως έπαινο για αξιόλογες ταινίες. Από το 2005, προσφέρει επίσης και ένα κινηματογραφικό περιοδικό στο διαδίκτυο, το “Undercurrents” (υπόγεια ρεύματα) υπό την διεύθυνση του κριτικού Chris Fujiwara.

Ακόμη τα μέλη της ψηφίζουν κάθε χρόνο για να αναδείξουν την καλύτερη ταινία. (ακολουθεί η σχετική λίστα)

Special Awards

Grand Prix – Best Film of the Year(2000-2021)

2021:  Nomadland by Chloé Zhao

2019: Roma  by Alfonso Cuarón

2018: Phantom Thread by Paul Thomas Anderson

2017: The Other Side of Hope by Aki Kaurismaki

2016: Toni Erdmann by Maren Ade

2015: Mad Max: Fury Road by George Miller

2014: Boyhood by Richard Linklater

2013: Blue Is The Warmest Colour by Abdellatif Kechiche

2012: Amour by Michael Haneke

2011: The Tree of Life by Terrence Malick

2010:  The Ghost Writer by Roman Polanski

2009:  The White Ribbon by Michael Haneke

2008: There Will Be Blood by Paul Thomas Anderson

2007: 4 Months, 3 Weeks and 2 Days by Cristian Mungiu

2006: To Return by Pedro Almodóvar

2005: 3-Iron by Kim Ki-duk

2004: Our Music by Jean-Luc Godard

2003: Distant by Nuri Bilge Ceylan

2002: The Man Without a Past by Aki Kaurismaki

2001: The Circle by Jafar Panahi

2000:  Magnolia by Paul Thomas Anderson



Η διαμόρφωση και η εξέλιξη της κινηματογραφικής κριτικής και θεωρίας στην Ελλάδα (1950-1981)

«Η κινηματογραφική κριτική στον αθηναϊκό ημερήσιο πολιτικό τύπο»

Σινεφιλία – η λατρεία του σινεμά
Η Κινηματογραφική κριτική

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *