❝ Η παρακολούθηση μιας ταινίας στον κινηματογράφο επέχει θέση ιερής τελετής, σε αντίθεση με την παρακολούθηση στην τηλεόραση ή τον υπολογιστή. Υπάρχει ώρα προσέλευσης, οι άνθρωποι οπωσδήποτε θα ντυθούν, αν όχι με τα καλά τους πάντως όχι με τις πιτζάμες, υπάρχει αντίτιμο –το κεράκι– και μετά αρχίζουν τα σπουδαία: υπάρχει παντού σκοτάδι, το οποίο τυλίγει άγνωστους μεταξύ τους ανθρώπους, και η εξ αποκαλύψεως αλήθεια δίνεται από μία και μόνη φωτεινή πηγή που παράγει εικόνες τεράστιου μεγέθους. Εξ ου και «stars» υπήρχαν μόνο στο σινεμά, μιας και το γκρο πλαν δίνει μυθικές διαστάσεις – μια ομιλούσα κεφαλή με δεκάδες μέτρα εμβαδόν, μέσα στο σκοτάδι. Η αίθουσα αποτελεί τον ναό της κινηματογραφικής προβολής, όπου η ταινία είναι η ιερουργία η οποία μπορεί να αναφέρεται σε οτιδήποτε, αλλά κυρίως –ανεξάρτητα από το θέμα της– καταργεί, αναποδογυρίζει και μαγεύει τον χρόνο. Ασφαλώς αυτός ο ναός παίζει τεράστιο ρόλο στο να μπει ο θεατής σε μυητικό – τελεστικό ρόλο. Οι τεράστιες αίθουσες που συρρικνώνουν το ανθρώπινο μέγεθος, δημιουργούν την εντύπωση ενός καθεδρικού ναού, οι μικρές αίθουσες είναι τα ναΐδρια και οι θερινοί είναι τα ξωκλήσια, στα οποία ο περιβάλλων χώρος παίζει σπουδαιότερο ρόλο από το ναό στην δημιουργία κατάνυξης.


Vera Dickey


«Έχω πάψει από καιρό να βλέπω έναν οίκο του Αλλάχ σε κάθε τζαμί που συναντώ στους δρόμους του Βερολίνου. Ξέρω πια ότι τα τζαμιά εδώ είναι κινηματογράφοι και η Ανατολή ταινία»* γράφει ο Γιόζεφ Ροτ στο χιουμοριστικό χρονογράφημά του «Η μεταστροφή ενός αμαρτωλού». Ισχυρίζεται πως η παρακολούθηση μιας ταινίας στο UFA Palace του Βερολίνου το 1925 τον έκανε να στραφεί στη θρησκεία.

Θερινό σινεμά στην Αθήνα - Εξάρχεια Cine Ριβιέρα
Ριβιέρα στα Εξάρχεια

Στους κινηματογράφους δεν πηγαίνουμε μόνο ως θεατές, πηγαίνουμε και ως ικέτες, ζητώντας προστασία, άσυλο από την πραγματικότητα. «Ξάφνου η σάλα σκοτείνιασε, η αυλαία μισάνοιξε αργά κι ένα φως μυστηριώδες, ένα φως που δεν το έπλασε ο Θεός, ένα φως που η φύση δεν θα μπορέσει να γεννήσει ούτε σε χίλια χρόνια, έλουσε με τα κύματά του τις ασημένιες κουρτίνες στους τοίχους της αίθουσας και στο προσκήνιο».

Επιτέλους) διατηρητέοι κρίθηκαν οι κινηματογράφοι Αττικόν και Απόλλων | FLIX
Αττικόν στη Σταδίου

Ανέκαθεν οι σκοτεινές αίθουσες ήταν καταφύγια, καταφύγια για τους μοναχικούς, για τους κουρασμένους, τους απογοητευμένους, τους ερωτευμένους, τους πιστούς κάθε λογής. «Είναι λοιπόν φανερό πως κάποια ισχυρή θεότητα έχει βάλει το χέρι της στο θέαμα – αλλά και στη σοβαρότητά του» συνεχίζει ο Ροτ. «Καθισμένοι όπως ήμασταν, ο ένας δίπλα στον άλλον, η μια σειρά πίσω από την άλλη, δεν μπορούσαμε να γονατίσουμε. Αλλά αν μπορείτε να το φανταστείτε: τα γόνατά μας λύγισαν από μόνα τους, έστω και χωρίς να αλλάξουν θέση…»

Το σινεμά ως έξοδος ήταν στην πραγματικότητα η είσοδος σε ένα εσωτερικό πιο κλειστό, πιο σκοτεινό, πιο απομονωμένο από το οικιακό, που ταυτόχρονα όμως άνοιγε μαγικά στον κόσμο όλο.

-«Στα νεανικά μου χρόνια ήταν υπέροχο που μπορούσα να αποφύγω τη μισητή καλοκαιρινή λιακάδα μπαίνοντας σε ένα σκοτεινό σινεμά, να γλιτώνω από τη ζέστη, να γλιτώνω από το φως και να κάθομαι απλώς και ξαφνικά να μεταφέρομαι οπουδήποτε: σε ένα πειρατικό πλοίο, στην έρημο, σε ένα νεοϋορκέζικο ρετιρέ… Ήταν πάντα εξαιρετικά απογοητευτικό όταν έβγαινα πάλι έξω, στον δρόμο, και με χτυπούσε το φως του ήλιου και επέστρεφα στην πραγματικότητα»** εξομολογείται ο Γούντι Άλεν σε μια παράξενη και αστεία ταινία-συνέντευξη που γύρισε ο Γκοντάρ το 1986. «Ήταν άλλος κόσμος το σινεμά όταν ήμουν νέος! Έμπαινες στην αίθουσα και είχαν πανέμορφα χαλιά και μπρούντζινα διακοσμητικά, ήταν διασκεδαστικό ακόμη και το να κάθεσαι στην ουρά και να βλέπεις τον κόσμο ντυμένο με τα καλά του και να ακούς τα σχόλιά τους για την ταινία».

Το σινεμά δεν έχει να κάνει ούτε με την αρχιτεκτονική ούτε με τη νοσταλγία, έχει να κάνει με κάτι πιο ανατρεπτικό, όπως το θέτει ο Γκοντάρ: «Η είσοδος στο σινεμά είναι ένας τρόπος να απαλλαγεί κάποιος από την έγκριση των γονιών του. Στην τηλεόραση, στα τρία τέταρτα των περιπτώσεων, η μανούλα κι ο πατερούλης κάθονται δίπλα σου, στο ίδιο δωμάτιο ή έστω στην ίδια πόλη κοιτώντας την ίδια συσκευή. Δεν υπάρχει τίποτα απαγορευμένο στο να παρακολουθείς τηλεόραση. Ίσως η ευχαρίστηση που προσφέρει το σινεμά συνδέεται με αυτό: με την ελευθερία που νιώθεις όταν μπαίνεις σε μια σκοτεινή αίθουσα».

Δημήτρης Τσουμπλέκας (Καθημερινή)

*Joseph Roth, «Βερολινέζικα χρονικά, 1920-33», μτφ. Μαρία Αγγελίδου, εκδ. Άγρα

**Ζαν-Λυκ Γκοντάρ, Meetin’ WA, 1986. www.openculture.com/2011/12/meetin_wa.html


Ο Σωκράτης Καψάσκης ως ιδρυτής και διευθυντής του Κινηματογράφου Τέχνης «Στούντιο»
Τιμή στον Σωκράτη Καψάσκη - Ειδήσεις - νέα - Το Βήμα Online
Σωκράτης Καψάσκης

η ομιλία του Δημήτρη Βεζύρογλου (Αναπληρωτή καθηγητή ιστορίας κινηματογράφου στο πανεπιστήμιο Paris 1 Panthéon-Sorbonne) σε αφιέρωμα στον Σ. Καψάσκη, που έγινε στο σινεμά  Στούντιο, στις 30 Οκτωβρίου 2017:

Θα ήθελα να πω ένα μεγάλο «ευχαριστώ» στον Βελισσάριο Κοσσυβάκη και στον Βασίλη Βαφέα για την οργάνωση αυτής της εκδήλωσης και για την πρόσκληση σε μένα να την παρουσιάσω.

Η έρευνά μου για την ιστορία του Σωκράτη Καψάσκη και του Στούντιο άρχισε κατά τύχη, με την ανακάλυψη ενός ντοκουμέντου στα αρχεία της εταιρίας διανομής ISKRA, του Chris Marker, στο Παρίσι. Ένα γράμμα του Καψάσκη, γραμμένο το Σεπτέμβρη 1974, στο οποίο περιγράφει την αίθουσά του. Εκεί γράφει:

«Είμαστε μια εμπορική επιχείρηση, αλλά είναι λάθος να πούμε ότι δουλεύουμε για το κέρδος. Το ΣΤΟΥΝΤΙΟ ιδρύθηκε το 1967, λίγους μήνες μετά το πραξικόπημα. Δουλέψαμε σε συνθήκες εξαιρετικά δύσκολες και χρειάστηκε να κλείσουμε αρκετές φορές. Αλλά τελικά επιζήσαμε. Η καινούρια μας αίθουσα (από το Νοέμβρη 1972) είναι μεγάλη: 640 θέσεις. Στο χώρο του κινηματογράφου υπάρχουν α) μια βιβλιοθήκη για τους φοιτητές, β) ένα δισκοπωλείο για μουσική από κινηματογραφικά έργα, γ) μια πινακοθήκη και δ) μια μικρή αίθουσα 60 θέσεων, εξοπλισμένη με μηχανή 16 χιλιοστά, που θα λειτουργεί, από δω και πέρα, σαν ταινιοθήκη και σαν χώρος παρουσίασης της δουλειάς νέων δημιουργών του ελληνικού σινεμά. Η αίθουσα αυτή θα λειτουργεί δωρεάν, χωρίς εισιτήριο. (…) Ο στόχος μας είναι να γίνει το ΣΤΟΥΝΤΙΟ η φωνή όλης της Αριστεράς. (…) Όλα θα ξαναγεννηθούν απ’ την αρχή. Υπάρχει πάρα πολύ δουλειά να γίνει. Αλλά η διανομή των έργων σας θα εξασφαλιστεί μόνο για τις δύο μεγάλες πόλεις και μόνο για φοιτητές και αριστερούς διανοούμενους. Λυπάμαι, αλλά έτσι είναι. Θα κάνουμε το παν για να αλλάξει και σας ζητώ να έρθει κάποιος από σας εδώ, φέτος το χειμώνα, να μας δώσει ιδέες και συμβουλές.»

Σαν ιστορικός του κινηματογράφου και γιος Έλληνα που εναντιώθηκε στη Δικτατορία, ενδιαφέρθηκα πολύ γι’ αυτή την ιστορία, όπου συναντώνται πολιτικός και κινηματογραφικός ακτιβισμός, και άρχισα έρευνες εδώ, στην Αθήνα. Πήγα στα Γενικά Αρχεία του Κράτους, στη Βιβλιοθήκη της Βουλής, στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος, στα Αρχεία Σύγχρονης και Κοινωνικής Ιστορίας και στο Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο. Μένουν να γίνουν πολλές έρευνες ακόμα, αλλά άρχισα να ξετυλίγω το νήμα αυτής της ιστορίας, χάριν επίσης στο γιο του Σωκράτη, Αλέξανδρο Καψάσκη, και στο Βασίλη Βαφέα. Τους ευχαριστώ θερμά.

Το 1967, ο Σωκράτης Καψάσκης σταματάει ξαφνικά και αμετάκλητα να κινηματογραφεί, ενώ είχε δουλέψει αδιάκοπα για δώδεκα χρόνια σαν σκηνοθέτης. Οι λόγοι αυτής της επιλογής είναι ακόμα δύσκολο να διατυπωθούν με ακρίβεια: όπως έχετε διαπιστώσει, τα προσωπικά του αρχεία έχουν σχεδόν όλα χαθεί. Λέγεται ότι είχε λίγη εκτίμηση για τα δικά του έργα: οι προβολές αυτές τις τρεις βραδιές όμως θα μας δείξουν ότι δεν είχε κανένα λόγο να αμφιβάλλει για το ταλέντο του . Και είναι γεγονός ότι η επιλογή του να ανοίξει μια αίθουσα κινηματογράφου συμπίπτει με το πραξικόπημα και εκμεταλλεύεται την σύμπτωση αυτή για να μεταμορφώσει την επιχείρηση αυτή σε μέσον αντιδικτατορικής δράσης.

Ανοίγει την πρώτη του αίθουσα, το ΣΤΟΥΝΤΙΟ, στην οδό Τρικόρφων, στην γειτονιά της 3ης Σεπτεμβρίου, τη Δευτέρα 30 Οκτωβρίου 1967, ακριβώς πενήντα χρόνια πριν. Το 1972, ανοίγει μια δεύτερη, με το ίδιο όνομα, στην οδό Σταυροπούλου, κάτω απ’ την πλατεία Αμερικής: εδώ που βρισκόμαστε απόψε. Ένα χρόνο μετά, κλείνει την πρώτη αίθουσα και κρατάει αυτήν της πλατείας Αμερικής που θα συνεχίσει να διευθύνει μέχρι το 1985.

Κατά την περίοδο της Δικτατορίας ο Καψάσκης προγραμματίζει τους πιο διάσημους σκηνοθέτες του σινεμά της δεκαετίας του 60: Jean-Luc Godard, Federico Fellini, Ingmar Bergman, Hiroshi Teshigahara, Grigori Kozintzev, Luis Bunuel, Μιχάλης Κακογιάννη, Elia Kazan, Sidney Lumet. Αυτός ο προγραμματισμός αποτελεί από μόνος του πράξη αντίστασης: σε μια χρονική στιγμή που η ελληνική νεολαία βρίσκεται ξεκομμένη από τον άλλο κόσμο λόγω της δικτατορικής καταπίεσης, ο Καψάσκης ανοίγει τον κρουνό για καλλιτεχνική δημιουργία και όλα τα φιλμ που προβάλει είναι αντίστοιχα παράθυρα που ανοίγουν σ’ ένα κόσμο σε πλήρη αναβρασμό. Όμως η πιο χαρακτηριστική επιλογή αυτού του προγραμματισμού του, τα σκοτεινά αυτά χρόνια, είναι ίσως η ισχυρή παρουσία του βρεταννικού free cinema των Tony Richardson, Lindsay Anderson, Peter Watkins, David Greene, Richard Lester. Η προβολή των έργων αυτού του «νέου κύματος», πιο πολιτικοποιημένο από άλλα, του επέτρεπε να μιλάει στους νέους της Αθήνας τη γλώσσα της εξέγερσης, που η επίσημη λογοκρισία δεν άφηνε να εκφραστεί ανοιχτά. Με την έννοια αυτή, ο Καψάσκης έπαιξε ένα αδιαμφισβήτητο ρόλο στην Αντίσταση την πολιτιστική, άρα πολιτική, εναντία στη δικτατορία. Το Μάη του ’68, την εποχή που η νεολαία του Παρισιού εξεγείρεται, προγραμματίζει την προβολή των έργων “Αρσενικό-θηλυκό” και “Ο τρελός Πιερό” του Godard, σαν να δίνει στο κοινό του, στερημένο από την ελεύθερη έκφραση, την δυνατότητα συμμετοχής σ’ αυτό το τεράστιο απελευθερωτικό νεολαιίστικο κίνημα.

Η αίθουσα, υπό παρακολούθηση εκ μέρους της χουντικής αστυνομίας, αναγκάζεται να κλείσει πολλές φορές. Παρ’ όλα αυτά, η επιρροή της δυναμώνει και μεγαλώνει: το κοινό δίνει πάντα το παρόν και παρατείνει τις συζητήσεις μετά το έργο μέσα στην αίθουσα, στο μπαρ, στη βιβλιοθήκη. Οι συζητήσεις είναι συχνά έντονες, και μπορούμε να φανταστούμε την ικανοποίηση του Καψάσκη, εκείνου που έγραφε το 1968, σε μια διαφήμιση της αίθουσάς του: «Ακολουθούμε με συνέπεια την γραμμή που χαράξαμε. Στο Studio θα δείτε πάντα μια ταινία που θα εγκρίνετε ανεπιφύλαχτα ή που θα απορρίψετε έντονα. Στο Studio δεν θα δείτε ποτέ μια ταινία αδιάφορη!» Να κρατήσουμε ζωντανό το κριτικό πνεύμα της νεολαίας αυτής: αυτός ήταν ο στόχος του, και το εκπλήρωσε με κουράγιο και επιμονή, σ’ αυτά τα δύσκολα χρόνια. Εξ άλλου, από την αρχή εμψύχωνε τους νέους Έλληνες σκηνοθέτες, υποστήριζε τη δουλειά τους και έδειχνε τις μικρού μήκους ταινίες τους στην αρχή των προβολών.

Μετά την πτώση της δικτατορίας το 1974, ο Καψάσκης προχωράει παρά πέρα. Παράλληλα με το ελληνικό σινεμά, προγραμματίζει την προβολή έργων όλο και πιο πολιτικοποιημένων και απαιτητικών: το Salò του Pasolini, το επτάωρο Hitler του Syberberg, φεμινιστικά φιλμ, στρατευμένα έργα, γαλλικά και κουβανέζικα. Την εποχή αυτή, το ΣΤΟΥΝΤΙΟ γίνεται κάτι παραπάνω από μια αίθουσα κινηματογράφου: κέντρο δράσης πολιτιστικής, πολιτικής, κοινωνικής. Σε μια δύσκολη εποχή, όπου η τηλεόραση συναγωνίζεται όλο και περισσότερο το σινεμά, ο Καψάσκης αντιστάθηκε στη πολιτιστική και πολιτική αυτή ομογενοποίηση, μέχρι το 1985, οπότε επέστρεψε στη λογοτεχνία, πρώτο του έρωτα.

Πολλοί σήμερα εδώ μπορούν να βεβαιώσουν, καλύτερα από μένα, αυτό που μπόρεσε να προσφέρει στο αθηναϊκό κοινό, επί δύο δεκαετίες. Απ’ τη μεριά μου, σαν ιστορικός, μπορώ να βεβαιώσω ότι υπήρξε ένας μείζων παράγοντας της αθηναϊκής πολιτιστικής ζωής, σε μια κομβική και σκληρή περίοδο της ελληνικής ιστορίας, που κατά τον ιστορικό Κωστή Κορνέτη (Τα παιδιά της δικτατορίας), ανέδειξε το σινεμά σε «όπλο» ενάντια στην καταπίεση και συγχρόνως σε «παράθυρο ανοιχτό στον κόσμο».

Η αίθουσα Studio της οδού Σταυροπούλου λειτούργησε απ’ το 1972 μέχρι το 2005. Απ’ το 2014 λειτουργεί ως “Studio – New Star Art Cinema”.


«ΑΛΚΥΟΝΙΔΑ» – Ο κινηματογράφος των δημιουργών και το σπίτι των σινεφίλ

Θα σωθεί τελικά ο ιστορικός κινηματογράφος Αλκυονίδα; | Πολιτισμός ΕιδήσειςΟ κινηματογράφος εγκαινιάστηκε το 1969, επί της οδού Ιουλιανού 42, κοντά στην πλατεία Βικτωρίας. Η δημιουργία του Αλκυονίς ήταν αποτέλεσμα της απόφασης του πολιτικού μηχανικού Βαγγέλη Σιδέρη να λειτουργήσει ως κινηματογραφική αίθουσα το ιδιόκτητο ισόγειο της νεότευκτης πολυκατοικίας. Τη διεύθυνση ανέλαβε ο φίλος του, οικονομολόγος Μίμης Μανωλάκος και την επιλογή των ταινιών ο νεαρός δημοσιογράφος/κριτικός κινηματογράφου της εφημερίδας Θεσσαλονίκη, Χρίστος Χριστοδούλου. Οι ταινίες των μεγάλων ευρωπαίων δημιουργών κυριάρχησαν στα δύο πρώτα χρόνια λειτουργίας του: Bergman, Antonioni, Godarf, Fellini, Truffaut,Pasolini, Visconti κ.α. Παράλληλα, εισάγονται και ταινίες που προορίζονταν για αποκλειστική προβολή στην αίθουσα της Αλκυονίδας, έτσι το αθηναϊκό κοινό γνωρίζει τον Eisenstain με τα φιλμ Ιβάν ο Τρομερός και Αλέξανδρος Νιέφσκι, που προβάλλονται για πρώτη φορά, τον Miklós Jancsó με τα Νικημένοι και Ο Ήχος της Σιωπής, τον Nagisa Oshima με το Η Τελετή και άλλους σπουδαίους σκηνοθέτες, άγνωστους μέχρι τότε στο αθηναϊκό κοινό.

Τα πανεπιστήμιά μας ήταν η Αλκυονίδα και το Studio, το Pop Eleven και το Dolce. Στην Αλκυονίδα είδα απίστευτες ταινίες, είδα ζωντανά το Living Theatre, είδα το Μπλουζ με Σφιγμένα τα Δόντια. Στην Αλκυονίδα γνώρισα φίλους αείζωους. Γιώργος Ίκαρος Μπαμπασάκης
Τα πανεπιστήμιά μας ήταν η Αλκυονίδα και το Studio, το Pop Eleven και το Dolce. Στην Αλκυονίδα είδα απίστευτες ταινίες, είδα ζωντανά το Living Theatre, είδα το Μπλουζ με Σφιγμένα τα Δόντια. Στην Αλκυονίδα γνώρισα φίλους αείζωους. Γιώργος Ίκαρος Μπαμπασάκης

Το 1971 προβάλλεται κατ’ αποκλειστικότητα στο Αλκυονίς η Αναπαράσταση του Θόδωρου Αγγελόπουλου, που αγγίζει τα 11.000 εισιτήρια μόνο την πρώτη εβδομάδα προβολής της. Ανάλογο αριθμό πέτυχαν το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο του Pasolini και το Ιβάν ο Τρομερός του Eisenstain. Αυτήν την περίοδο και μέχρι την πτώση της Χούντας το 1974, γεγονότα αποτέλεσαν οι προβολές ελληνικών ταινιών, με αντισυμβατική γραφή και περιεχόμενο, ως σχεδόν πολιτική πράξη απέναντι στη δικτατορία: οι Κρανίου Τόπος του Αριστόπουλου, Μέρες του ’36 του Αγγελόπουλου, Άσπρο Μαύρο των Ρεντζή και Ζερβού πυροδότησαν κλίμα έντονα αντιδικτατορικό εντός της αίθουσας, με κορύφωση την προβολή της δύο φορές κομμένης από τη λογοκρισία ταινίας του Μανούσου Μανουσάκη, Ο Βαρθολομαίος – πήρε άδεια για προβολή σε μία μόνο αίθουσα. Η Αλκυονίδα γέμισε από κόσμο, όπως και όλη η Ιουλιανού, ενώ το τραγούδι του Γιάννη Μαρκόπουλου, «Μπήκαν στην Πόλη οι Εχθροί», ως υπόκρουση της ταινίας, ακούγονταν από όλους και δονούσε το κτίριο και τον δρόμο. Τότε βγήκε και το ανέκδοτο της εποχής: «Γιατί οι ασφαλίτες μετέρχονται άλλον τρόπον και δεν εισβάλλουν ένα βράδυ στην Αλκυονίδα, για να έχουν στο χέρι τους όλους τους αντιστασιακούς μαζεμένους;».

Από τα ξεχωριστά γεγονότα της δεκαετίας του ’80 για την Αλκυονίδα ήταν μεταξύ άλλων η λειτουργία μεταμεσονύκτιας ζώνης κάθε Σάββατο, βασισμένη πάνω σε ιδέα του σκηνοθέτη Γιάννη Σολδάτου, με ταινίες αντισυμβατικής φόρμας και περιεχομένου. Χαρακτηριστικό είναι πως η ζώνη αυτή σταμάτησε μετά από μια επεισοδιακή βραδιά αφιερωμένη στον ερωτισμό, με καλεσμένους τους Νίκο Κούνδουρο, Γιάννη Τσαρούχη, Γιώργο Βέλτσο και συντονιστή το Γιάννη Σολδάτο – μια βραδιά που, πολύ απλά, δεν ξεκίνησε ποτέ! Ο κόσμος είχε γεμίσει ασφυκτικά την αίθουσα, καθώς και όλη την Ιουλιανού, μεταξύ Αριστοτέλους και Φυλής. Η Αστυνομία έφτασε στο σινεμά και διεμήνυσε να μην συνεχιστούν οι μεταμεσονύκτιες προβολές. Το γεγονός ήταν στις κύριες ειδήσεις των καλλιτεχνικών στηλών στις εφημερίδες της επόμενης μέρας.

Στις αρχές του ’90, η πολιτική των γραφείων διανομής αλλάζει και η Αλκυονίδα αδυνατεί να προβάλει τις ταινίες που θέλει. Από το 1992 έως το 2012 στέγασε το Μοντέρνο Θέατρο του Γιώργου Μεσσάλα.

Αλκυονίς, η αναβίωση ενός ιστορικού κινηματογράφου τέχνης.
Τους τοίχους κοσμούν τα γλυπτά του Αρμακόλα

Τον Οκτώβριο του 2014 ο κινηματογράφος επέστρεψε στην πόλη ως Πολυχώρος Τέχνης & Πολιτισμού, (Αλκυονίς – New Star – Art cinema) προσθέτοντας θεατρικές παραστάσεις, μουσικές βραδιές, εικαστικά, βιβλιοπαρουσιάσεις, θεματικά αφιερώματα, εκδηλώσεις κοινωνικού χαρακτήρα και φεστιβάλ. Το Φλεβάρη του 2019 ο κινηματογράφος «Αλκυονίς» χαρακτηρίζεται μνημείο, μετά την ομόφωνη γνωμοδότηση του Κεντρικού Συμβουλίου Νεοτέρων Μνημείων (ΚΣΝΜ). Σύμφωνα με αυτήν, ο ιστορικός κινηματογράφος επί της οδού Ιουλιανού 42 στην Αθήνα, αποτελεί χώρο ιδιαίτερα αξιόλογο για την παραγωγή και διάθεση της καλλιτεχνικής δημιουργίας, άμεσα συνδεδεμένης με τη συλλογική μνήμη και την υψηλή πολιτιστική παραγωγή, καθώς και αναπόσπαστο τμήμα της σύγχρονης πολιτιστικής ιστορίας του τόπου. Από τον Οκτώβριο του 2019, μετά από μια γερή ανακαίνιση σε επίπεδο τεχνικού και θεατρικού εξοπλισμού, με απόλυτο σεβασμό στον χαρακτήρα και την ιστορική αξία του κτιρίου, φιλοξενεί θεατρικά έργα.

Vice-Μελπομένη Μαραγκίδου

 


Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΤΗΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΗΣ ΑΙΘΟΥΣΑΣ

της Ειρήνης Σηφάκη


Οι κινηματογράφοι που αγαπήσαμε (του Μάνου Γαϊτάνου)

ΜΙΑ ΝΟΣΤΑΛΓΙΚΗ ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΗ ΣΤΟΥΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΓΕΙΤΟΝΙΕΣ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ


Ερευνητική εργασία της Αγγελικής Μασμανίδου


ΧΩΡΟΙ ΚΑΙ ΟΡΟΙ ΤΟΥ ΘΕΑΜΑΤΟΣ

Εργασία : ΔΑΛΑΒΟΥΡΑΣ ΠΕΤΡΟΣ –  ΖΕΥΚΙΛΗ ΝΙΚΟΛΕΤΤΑ


Η αίθουσα έχει τη δική της ιστορία

του Νίκου Θεοδοσίου-Σκηνοθέτη


Λεξικό – Τα Σινεμά της Αθήνας 1896-2013

Ιστορίες του αστικού τοπίου του Δημήτρη Φύσσα


Έφερε η πανδημία το τέλος του σινεμά arthouse στην Ελλάδα;

“Οι ναοί” του Κινηματογράφου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *