Ισπανός σκηνοθέτης, σεναριογράφος και συγγραφέας, ο σημαντικότερος εκπρόσωπος του σουρεαλισμού στον κινηματογράφο. Στην διάρκεια των σπουδών του στη Μαδρίτη, γνώρισε το ζωγράφο Σαλβαντόρ Νταλί, τον ποιητή Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα και άλλους καλλιτέχνες, που έστρεψαν το ενδιαφέρον του από τις φυσικές επιστήμες, στην ποίηση και στον κινηματογράφο. Συνέχισε τις σπουδές του στο Παρίσι, όπου και μυήθηκε στον σουρεαλισμό. Υπηρέτησε τον σουρεαλισμό μέχρι το τέλος της ζωής του, ακόμα και όταν όλοι οι υπόλοιποι τoν παράτησαν. Ακόμα και στις πιο “εμπορικές” ταινίες του, διεισδύουν στοιχεία σουρεαλιστικής αφήγησης, όπως είναι ο παράξενος λόγος, η ονειρική εικόνα, οι αλλόκοτες καταστάσεις και το απροσδόκητο θέαμα. Η επιδεικτική καταστροφή του νοήματος, ως απόλυτη κατάφαση του τυχαίου, η αυτόματη γραφή, η επίκληση του παραλόγου, αποτελούν τους βασικούς “κανόνες” στους οποίους υπακούει ο Μπουνιουέλ. Έζησε και δημιούργησε σε πολλές χώρες (Ισπανία, Γαλλία, Μεξικό), κερδίζοντας παγκόσμια αναγνώριση και καταξίωση του έργου του. Οι ταινίες του σοκάρουν και σκανδαλίζουν, κυρίως το θρησκευτικό κατεστημένο, με το οποίο ήρθε σε αντίθεση πολλές φορές.

Τρεις είναι οι βασικοί θεματικοί άξονες που διατρέχουν σχεδόν το σύνολο του έργου του:


α) Μία έντονη και ειρωνική κριτική της αστικής τάξης, του καθωσπρεπισμού και της υποκρισίας της,
β) ένας επίσης έντονος αντικληρικαλισμός, μια απέχθεια δηλαδή προς τους ιερείς και την οργανωμένη Εκκλησία και
γ) μια εμμονή με τον έρωτα και τον θάνατο. Ένας ακατάσχετος και γοητευτικά συγκαλυμμένος ερωτισμός ξεπηδάει σχεδόν απ’όλες τις ταινίες του, μαζί με μία προσκόλληση στο γεγονός του θανάτου.
Πάντα έβρισκά στον ερωτισμό, μια κάποια ομοιότητα με το θάνατο, μια σχεση μυστική αλλά σταθερή” (Μπουνιουέλ).
Κυρίαρχο θεματικό μοτίβο είναι οι υστερικές ψυχώσεις της θρησκευτικής πίστης και κυρίως ο ερωτισμός και η σεξουαλική στέρηση:
Σχεδόν όλες μου οι ταινίες θίγουν αυτό το θέμα, τη στέρηση: αστοί που δεν μπορούν να βγούν από ένα δωμάτιο, άνθρωποι που θέλουν να δειπνήσουν και τους εμποδίζουν, ένας τύπος που προσπαθεί να σκοτώσει και δεν μπορεί, οι εραστές που δεν μπορούν να αγκαλιαστούν…η στέρηση είναι η απόσταση ανάμεσα στον πόθο και την πραγματικότητα” (Μπουνιουέλ).

“Ο Μπουνιουέλ εξέφρασε στο έργο του -με πρωτοτυπία, πάθος, ειρωνεία, εικονοκλαστική διάθεση και ρήξη προς τα ταμπού της εποχής του- την αναζήτηση του τρελού έρωτα των σουρεαλιστών καλλιτεχνών. Μέσα σε αυτόν τον έρωτα, ο μεγάλος κινηματογραφιστής, βρήκε την ευκαιρία να εκφράσει τις ιδιότυπες αναζητήσεις της ερωτικής επιθυμίας, τους μυστηριώδεις δαίδαλους που διασχίζει για να φτάσει στον προορισμό της, στο σκοτεινό και απομακρυνσμένο αντικείμενό της” (Θόδωρος Σούμας ).
Για τον Μπουνιουέλ η θρησκευτική πίστη έτσι όπως βιώνεται μέσα από καταπιεστικά δόγματα, αποτελεί την τροχοπέδη της ανθρώπινης ελευθερίας και πηγή όλων των νευρώσεων.
Αν και κεντρωμένος περισσότερο στις συναισθηματικά ταραγμένες και σεξουαλικά ανισόρροπες ψυχές των αστών, καθώς και στις σκοτεινές δυνάμεις του ασυνειδήτου, εντούτοις, δεν έλειψαν από το έργο του οι ταινίες κοινωνικής καταγγελίας (“Γη χωρίς ψωμί”, “Οι ξεχασμένοι”), που ενόχλησαν σφόδρα την Ισπανική και Μεξικάνικη πολιτική εξουσία, με την εικόνα της εξαθλίωσης και της φτώχιας που παρουσίαζαν.
Ταινίες και οι δύο με έντονα νεορεαλιστικές αποχρώσεις, αλλά χωρίς τον συναισθηματισμό των νεορεαλιστών.
“Πάντα στον Μπουνιουέλ μια φρουδική συνείδηση της εσωτερικής πραγματικότητας συναντιέται με τη μαρξιστική συνείδηση της κοινωνικής πραγματικότητας, ένα ραντεβού που καθυστέρησε πολύ στη δυτική σκέψη” (Ρέιμοντ Ντέρνιατ).

Αυτό όμως που κάνει τον Μπουνιουέλ να ξεχωρίζει και να παραμένει νεανικός και επίκαιρος, είναι η ικανότητά του να μην είναι δογματικός, ούτε διδακτικός, αλλά και να διατηρεί μια παιδική αναρχικότητα και μια χιουμοριστική φρεσκάδα.
Το σκωπτικό, σκληρό και διαβρωτικό χιούμορ, κυριαρχεί στις ταινίες του, όχι απλώς σαν ένα κοινό αστείο, αλλά σαν ανατρεπτική δύναμη, σύμφωνα με τις επιταγές του σουρεαλισμού.
Αν και βαθύς γνώστης της κινηματογραφικής τεχνικής, σκηνοθετεί τις ταινίες του με μια εκπληκτική λιτότητα, χωρίς αισθητικές ακροβασίες και πομπώδεις προσεγγίσεις. Ήθελε η τεχνική να εξαφανίζεται, γι’αυτό εξάλλου και θαύμαζε την τεχνική στις ταινίες του Μπάστερ Κήτον, εκεί όπου κανείς δεν της έδινε σημασία.
Όσο περνούσε ο καιρός απλοποιούσε ολοένα και περισσότερο τα εκφραστικά του μέσα. Έδινε πολύ μεγάλη σημασία στο ντεκουπάζ πριν το γύρισμα, ενώ το μοντάζ το τελείωνε ταχύτατα.
Στη φωτογραφία δεν έδινε πολυ σημασία. Τη θεωρούσε απλώς την πένα ή το μελάνι του κινηματογράφου και όχι το μυαλό του.
Έλεγε άλλωστε ότι θέλησε να εξαφανίσει από τις ταινίες του τις ωραίες εικόνες “μέσα στις οποίες ο ευρωπαικός κινηματογράφος με εξαίρεση τον Βισκόντι, χάνεται συχνά”.

“Ο Μπουνιουέλ δεν χαιδεύει την όραση, δεν κολακεύει τον θεατή με βολικά νοήματα, δεν απευθύνεται στην αυταρέσκειά του. Αντίθετα παίζει με την ανοχή και την ενοχή του, προσβάλλει τις αξίες του, επιτίθεται στην εφησυχασμένη συνείδησή του, σκαρώνοντας σκανδαλιστικές φάρσες και σουρεαλιστικά αστεία. Ο μπουνιουελικός κόσμος, πλασμένος από φαντασιώσεις και οράματα, καμωμένος από το απαγορευμένο, το άσεμνο και έχοντας για κατοίκους του διεφθαρμένους καλόγερους, αστούς με κρυφές επιθυμίες, συζύγους με διπλή ζωή και ευγενείς με σεξουαλικές διαστροφές, δεν καταγράφει την πραγματικότητα, δεν ανοίγει ένα παράθυρο στον κόσμο, αλλά σκάβει μικρές τρύπες στο ασυνείδητο, ταξιδεύει στο παράλογο, παραμονεύει στα επικίνδυνα εκείνα τοπία του νου, όπου πραγματικότητα και φαντασία δεν αποτελούν πια δύο διαφορετικές οντότητες” (Στέλλα Μπενιουδάκη, περιοδικό “Σινεμά”).

Οι σημαντικότερες ταινίες του είναι: “Ένα Ανδαλουσιανός σκύλος” (1929) η 16λεπτη ταινία σύμβολο του σουρεαλισμού, με μια σειρά από ασύνδετες και ονειρικές σκηνές (η εικόνα του ξυραφιού που σκίζει το μάτι παραμένει θρυλική), “Η Χρυσή Εποχή” (1930) καταγγελία της καταπιεστικής συμπεριφοράς της αστικής τάξης και της Εκκλησίας, δοξασμός στην ανατρεπτική δύναμη του Έρωτα, της μόνης που απειλεί τον εφησυχασμό της αστικής τάξης, “Γη χωρίς ψωμί” (1933) ένα ντοκιμαντέρ σκηνοθετημένο με πρωτόγνωρο ρεαλισμό για ένα εγκατελειμμένο, απόκληρο τόπο στην Εστρεμαδούρα της Ισπανίας, “Οι ξεχασμένοι” (1950) μία ακόμα αδυσώπητη καταγραφή εξαθλιωμένων περιοχών (του Μεξικού αυτή τη φορά) και την άθλιας ζωής των κατοίκων του, “El” (1952), ιστορία μιας παράφορης ζήλειας που οδηγεί στην παράνοια, “Η εγκληματική ζωή του Αρτσιμπλάντο Ντε Λα Κρούζ” (1955) πορτρέτο ενός συναισθηματικά και σεξουαλικά ευνουχισμένου αστού, που προσπαθεί να βρει υποκατάστατο της σεξουαλικής πράξης στη δολοφονία, ως την απόλυτη πράξη κατάκτησης του θηλυκού, “Ναζαρέν” (1958) μία από τις αγαπημένες ταινίες του ίδιου του σκηνοθέτη για ένα φιλάνθρωπο ιερέα που έχει αφιερώσει την ζωή του στον Λόγο του Κυρίου, αλλά που στέκεται ανίκανος να βοηθήσει δύο γυναίκες, έστω και αν αυτός είναι ο σκοπός του, προβληματισμός παρόμοιος με αυτόν που συναντάμε στο αριστουργηματικό “Βιριδιάνα” (1961), όπου κι εδώ μία δόκιμη μοναχή παρά την έντονη θρησκευτική της πίστη και παρά την αγνότητα των προθέσεών της, στέκεται αδύναμη και ανεδαφική μπροστά στην σκληρή πραγματικότητα, “Ο εξολοθρευτής άγγελος” (1962) μια ταινία συμβολική για μια παρέα αριστοκρατών που συγκεντρώνονται για δείπνο και διαπιστώνουν στο τέλος της βραδιάς, ότι για κάποιον ανεξήγητο λόγο αδυνατούν να διασχίσουν το κατώφλι του σαλονιού, “Η ωραία της ημέρας” (1967) η μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία του σκηνοθέτη με την Κατρίν Ντενέβ στον πρωταγωνιστικό ρόλο μιας νεαρής αστής, που το πρωί είναι πιστή και σεμνή σύζυγος και το βράδυ πόρνη σε οίκο ανοχής, “Ο Γαλαξίας” (1969) μια ταινία για τη μισαλλοδοξία και την απόλυτη αλήθεια, “Τριστάνα” (1970) μια από τις πιο βατές ταινίες του Μπουνιουέλ, για μια νεαρή ορφανή κοπέλα προστατευόμενη του αριστοκράτη Δόν Λόπε, που νοιώθει να ασφυκτιά από τον καταπιεστικό έρωτά του, “Η διακριτική γοητεία της μπουρζουαζίας” (1972) για μια παρέα αστών που προσπαθούν να γευματίσουν χωρίς όμως να τα καταφέρνουν, δοσμένη με πολύ χιούμορ και ειρωνία, “Το φάντασμα της ελευθερίας” (1974) η πιο σουρεαλιστική απ’όλες τις ταινίες του, κατά τον ίδιο ένα φόρος τιμής στον Κάρλ Μάρξ και στις πρώτες φράσεις του Μανιφέστου (“Ένα φάντασμα πλάνάται πάνω από την Ευρώπη…”) και “Το σκοτεινό αντικείμενο του πόθου” (1977), η τελευταία ταινία του Μπουνιουέλ, που περιγράφει τον παράφορο έρωτα ενός πλούσιου ευγενή για τη νεαρή καμαριέρα του.