Στο πιο κεντρικό σημείο του χωριού, συνήθως, βρίσκεται η μεγάλη πλατεία και στον περίγυρο συγκεντρωμένα όλα τα καταστήματα (καφεπαντοπωλεία). Στον ίδιο χώρο και το γραφείο της κοινότητας, που φιλοξενούσε το ταχυδρομικό γραφείο και τον τηλέγραφο (αργότερα πολύ το τηλέφωνο), καθώς και τον σταθμό της χωροφυλακής.
          Τις Κυριακές και τις σκόλες, όλος ο αντρικός πληθυσμός του χωριού, (οι γυναίκες δυστυχώς κλεισμένες στα σπίτια και στις αυλές τους το πολύ), έδινε το παρόν στην αγορά. Ένας τόπος τακτικής επικοινωνίας των συγχωριανών. Εκεί κυκλοφορούσαν και μαθεύονταν τα νέα που αφορούσαν το κάθε τι του χωριού. Συντελούσε αποφασιστικά στην καλλιέργεια και ανάπτυξη των κοινωνικών σχέσεων.    Κλείνονταν συμφωνίες για δουλειές, γίνονταν αγοραπωλησίες, τράμπες και παντός τύπου συναλλαγές.
          Αυτές οι κοινωνικές επαφές, φέρνανε πιο κοντά τους ανθρώπους, αναπτύσσανε την αλληλεγγύη, προετοιμάζανε τα συμπεθεριά, ενώνανε τους ανθρώπους. Στον ίδιο χώρο γινόταν μια φορά το χρόνο, το πανηγύρι του χωριού και διάφορες άλλες κοινωνικές εκδηλώσεις.
          Τις καθημερινές, δίνανε το παρόν στην αγορά οι απόμαχοι της δουλειάς, οι ηλικιωμένοι αγρότες, που ήτανε ανήμποροι να δουλέψουν, οι σημερινοί συνταξιούχοι. Εκείνη την εποχή όμως δεν υπήρχε σύνταξη για τους αγρότες.
          Τότε, την εποχή της «μεγάλης φτώχειας», οι άνθρωποι αυτοί, στην πλειονότητά τους, δεν είχαν στην τσέπη τους ούτε μια δραχμή (νόμισμα ελληνικό μέχρι το 2002, πριν το euro), για να πληρώσουν έναν καφέ, ένα τσίπουρο ή ένα λουκουμάκι… Γι’  αυτό και δεν μπαίνανε στα μαγαζιά, αλλά καθόντουσαν στα πεζούλια της πλατείας κι εκεί περνούσαν την ώρα τους, κουβεντιάζοντας και κουτσομπολεύοντας… 





ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Λαϊκές Παραδόσεις, Σταύρος Αβδούλος - Εκδόσεις Φιλίστωρ
ΑΓΟΡΑ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ