Ο Καραγκιόζης στάθηκε πνευματική τροφή & ψυχαγωγία μεγάλων & μικρών για 100 και πλέον χρόνια, από τις γειτονιές της Αθήνας & του Πειραιά ως το τελευταίο ελληνικό χωριό. Γνήσιο λαϊκό δημιούργημα, βγήκε μεσ’ απ’ την ομαδική συνείδηση του ελληνικού λαού. Βέβαια οι μεγάλοι καραγκιοζοπαίχτες είναι επώνυμοι, δηλ. γνωστοί με τα ονόματά τους. Ο Καραγκιόζης είναι λαϊκή τέχνη, τέχνη προφορική, κοινό κτήμα του λαού που τη γέννησε, έστω κι αν δεν είναι παλιά, όπως τα δημοτικά τραγούδια, έστω κι αν δε γεννήθηκε στο παραδοσιακό χωριό, παρά στις γειτονιές των αστικών κέντρων που μόλις άρχιζαν να σχηματίζονται.
ΙΣΤΟΡΙΑ: Η ιστορία του Καραγκιόζη στην Ελλάδα αρχίζει γύρω στα μέσα του 19ου αι. Ίσως να είχε εμφανιστεί λίγο πριν την επανάσταση, αλλά η πρώτη παράσταση που αναφέρεται, & μάλιστα σε εφημερίδα της εποχής, είναι στις 21 Αυγούστου 1841, στο Ναύπλιο.
Η προέλευση όμως του Καραγκιόζη είναι πολύ παλιότερη. Υπάρχουν μερικοί που υποστηρίζουν ότι παραστάσεις με σκιές γίνονταν ακόμα & στα Ελευσίνια μυστήρια στην αρχαιότητα, αλλά αυτό ως τώρα δεν έχει αποδειχτεί.
Ο Καραγκιόζης, όπως τον ξέρουμε σήμερα, έχει τις ρίζες του στην Άπω Ανατολή. Πριν από 10 αιώνες τουλάχιστον, οι Κινέζοι, που είχαν άλλωστε ανακαλύψει πρώτοι το χαρτί & έκλειναν μ’ αυτό τα παράθυρά τους, σκέφτηκαν να εκμεταλλευτούν την εντύπωση από τις σκιές που σχηματίζονταν τη νύχτα πάνω στη φωτισμένη επιφάνειά τους.
Πραγματικά, το Θέατρο Σκιών στην Κίνα είχε στην αρχή θρησκευτικό χαρακτήρα, που σχετιζόταν με τις σκιές του Κάτω Κόσμου. Γι’ αυτό και το πανί του έπαιρνε ποιητικές ονομασίες, όπως «πανί των ονείρων», «πανί των σύννεφων», «πανί της προσδοκίας του θανάτου» ...
Από την Κίνα πήραν το Θέατρο Σκιών & άλλοι ανατολικοί λαοί: οι Ινδοί, οι Πέρσες, και τελικά οι Τούρκοι, που στην αρχή τού έδωσαν επίσης νόημα θρησκευτικό & σοβαρό, συνδυασμένο με τις γιορτές του Ραμαζανιού & σιγά-σιγά έφτασαν στο κωμικό, όπως το ξέρουμε σήμερα.
Πολλές παραδόσεις σχετίζονται με τη γέννηση του Καραγκιόζη στην Τουρκία. Σε γενικές γραμμές λένε, ότι ο Καραγκιόζης & ο Χατζηαβάτης ήτανε μαστόροι & δούλευαν στο χτίσιμο ενός μεγάλου αυτοκρατορικού κτηρίου. Αλλά ο Καραγκιόζης έλεγε τόσα αστεία, που οι άλλοι μαστόροι χάζευαν & σταματούσαν τη δουλειά & έτσι δεν τελείωνε το κτήριο. Το ‘μαθε ο Σουλτάνος, θύμωσε & πρόσταξε να σκοτώσουν τον Καραγκιόζη. Ύστερα όμως μετάνιωσε & έπεσε σε βαθιά μελαγχολία. Τότε ο Χατζηαβάτης έστησε ένα πανί, έφτιαξε φιγούρες χάρτινες & αναπαράστησε όλα τα αστεία του Καραγκιόζη &έμειναν από τότε να τα βλέπει ο κόσμος & να διασκεδάζει. Η παράδοση αυτή έχει πολλές παραλλαγές, αλλά σε όλες ο Χατζηαβάτης, με το δουλοπρεπή χαρακτήρα του, παρουσιάζεται αχώριστος σύντροφος του Καραγκιόζη, που δεν το βάζει κάτω.
Ιστορικά πάντως, δημιουργός του τούρκικου Θεάτρου Σκιών θεωρείται ο σεΐχης Μεχμέτ Κιουστερή, που δοξάστηκε & έμεινε ως τώρα το όνομά του & το μνημείο του στην Προύσα. Στις παραστάσεις μάλιστα του σοβαρού Καραγκιόζη, που γινόταν τις μέρες του Ραμαζανιού, άρχιζαν το έργο ζητώντας τη χάρη του Αλλάχ & αμέσως μετά μνημόνευαν το όνομα του Κιουστερή.
Τον 16ο αι. ο Καραγκιόζης έχει διαδοθεί σ’ όλη την Οθωμανική αυτοκρατορία & έχουν πια καθοριστεί τα χαρακτηριστικά του. Είναι άλλωστε το μόνο είδος θεάτρου που μπόρεσε να ζήσει στην Τουρκία, γιατί το Κοράνι απαγόρευε οποιαδήποτε αναπαράσταση της ανθρώπινης μορφής. Τη σκιά τη δέχτηκαν οι Μουσουλμάνοι θεολόγοι, επειδή, όπως είπαν, όλα τα πράγματα έχουν τη σκιά τους, που είναι κάτι ξεχωριστό από το σώμα.
Το περιβάλλον όπου κινείται ο τούρκικος Καραγκιόζης είναι ο μαχαλάς, η συνοικία, με τις χίλιες δυο λεπτομέρειες & τα πρόσωπα της καθημερινής ζωής: τον Καραγκιόζη, τον Χατζηαβάτη, τον Τσελεμπή (ομορφόπαιδο), τον μπεκρή, τον αλήτη, τον Μπεμπερουή (μικρό καμπούρη) & τον Τουζούζ (μισητό σύμβολο της τρομερής εξουσίας). Ακόμα τύπους από επαρχίες της τούρκικης αυτοκρατορίας. Άλλους τύπους εθνικούς της κοσμοπολίτικης Κωνσταντινούπολης: τον Αρβανίτη, τον Αρμένη, τον Φράγκο. Πρόσωπα από παραμύθια λαϊκά & καθώς & διάφορα μυθικά πλάσματα. Πουθενά δε θα βρούμε τον Βεζίρη, τον Μπέη, τη Βεζιροπούλα. Ο τούρκικος Καραγκιόζης αποφεύγει και να αναφέρει ακόμα τα επίφοβα υψηλά πρόσωπα.
Ένα άλλο γνώρισμα του τούρκικου Καραγκιόζη, εκτός από τη φοβερή ελευθεροστομία & χυδαιολογία του (άλλωστε το θέαμα δεν το έβλεπαν ποτέ άντρες & γυναίκες μαζί), ήταν ότι κυριαρχούσε σ’ αυτόν η κοινωνική ανισότητα. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Καραγκιόζης τις τρώει πάντα από τον συμβιβασμένο με την άρχουσα τάξη Χατζηαβάτη, αντίθετα από ότι γίνεται αργότερα στον ελληνικό Καραγκιόζη.
Αυτόν τον Καραγκιόζη τον γνώρισαν φυσικά και οι Έλληνες της Πόλης. Είναι πιθανό ότι ο ελληνικός Καραγκιόζης δεν παίχτηκε ποτέ εκεί, γιατί η τουρκική εξουσία δεν ευνοούσε τις συγκεντρώσεις. Μετά την επανάσταση όμως, Έλληνες από την Κων/πολη μεταφέρουν το θέαμα πρώτα στην Ήπειρο & έπειτα στην Πάτρα. Ο πρώτος που τον έφερε ήταν, φαίνεται, ο Μπαρμπαγιάννης ο Μπράχαλης. Ένα Καραγκιόζη πολύ κοντά στην τούρκικη μορφή, με πρόσωπα σχεδόν όλα διαφορετικά απ’ αυτά που ξέρουμε σήμερα & με αρκετή ακόμα χυδαιολογία. Γι’ αυτό και στην αρχή η ελληνική κοινωνία δεν τον καλοδέχεται & καμιά φορά επεμβαίνει και η αστυνομία.
Όμως σιγά-σιγά ο Καραγκιόζης ριζώνει στον ελληνικό χώρο & εξελληνίζεται. Καθαρίζεται εντελώς από το χυδαίο στοιχείο. Δημιουργεί τύπους μέσ’ απ’ το ελληνικό περιβάλλον της εποχής, όπως ο σιορ-Διονύσιος, ο Μπαρμπαγιώργος, ο Μορφονιός, ο Σταύρακας, η Καραγκιόζαινα, το Κολλητήρι… Βέβαια υπάρχουν και οι Τούρκοι: ο Πασάς, η Βεζιροπούλα, ο Δερβέναγας, πρόσωπα μάλιστα, που, όπως είδαμε, τα έπλασαν πρώτοι οι Έλληνες καραγκιοζοπαίχτες.
ΕΠΟΧΕΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗ: Μπορούμε να ξεχωρίσουμε 3 περιόδους.
Α) Εποχή 1850-1880, όταν δεν έχει πάρει οριστικά την ελληνική του μορφή.
Β) Εποχή 1880-1910, η ακμή του Καραγκιόζη, που αρχίζει στην Πελοπόννησο, κυρίως στην Πάτρα, με το μεγάλο καραγκιοζοπαίχτη Δημήτριο Σαρντούρη ή Μίμαρο. Αυτός ήταν ένα καταπληκτικό ταλέντο, μίμος θαυμάσιος, άριστος σχεδιαστής, τραγουδιστής & καλλίφωνος. Ήξερε αρκετά γράμματα & ήτανε και ψάλτης στην εκκλησία. Έπλασε τύπους καινούργιους, όπως τον σιορ-Διονύσιο & δημιούργησε πρώτος ιστορικά έργα. Ο μαθητής του Γιάννης Ρούλιας από το Καρπενήσι, ξεκινώντας από μια ιδέα του Μίμαρου, έπλασε το κοσμαγάπητο & γνήσια ελληνικό πρόσωπο του Μπαρμπαγιώργου.
Γ) Εποχή 1910-1940. Αυτή, όπως είπαν, είναι η εποχή, αν όχι της μεγάλης δημιουργίας, πάντως της μεγάλης τελειότητας. Εδώ κυριαρχεί ο περίφημος καραγκιοζοπαίχτης Αντώνης Παπούλιας ή Μόλλας, που δοξάστηκε όσο κανένας άλλος στο είδος του. Ήταν ένα έμφυτο ταλέντο γεννημένο μέσα στις φτωχογειτονιές της Αθήνας, που έμαθε την τέχνη παρακολουθώντας κρυφά τους καραγκιοζοπαίχτες της εποχής του. Έτσι, μια μέρα, παιδί 17-18 χρόνων, πρότεινε στον Ρούλια, που ήταν άρρωστος, να τον αντικαταστήσει. Και τότε φανερώθηκε ένας καινούργιος δημιουργός.
Ο Μόλλας έπλασε δικά του πρόσωπα, τον Σαναλέμε, τον Πεπόνια, τον Ομορφονιό. Για να ανταποκριθεί στις νέες απαιτήσεις του κοινού, που είχε αρχίσει να επηρεάζεται απ’ τον κινηματογράφο, έκανε καινοτομίες στα σκηνικά, προσθέτοντας αεροπλάνα, αυτοκίνητα κ.ά. Τις φιγούρες δεν τις σχεδίαζε ο ίδιος & χρησιμοποιούσε άλλους & για τα τραγούδια, αλλά ήταν σπουδαίος μίμος κι άφησε όνομα. Ήταν ωστόσο ο πρώτος που τύπωσε κείμενα του Καραγκιόζη & μ’ αυτό τον τρόπο αρχίζει η τυποποίηση & η απομάκρυνση από την προφορική παράδοση, που είναι η ουσία αυτού του λαϊκού θεάτρου.
Πάρα πολλοί άλλοι καραγκιοζοπαίχτες είναι γνωστοί από τις 2 αυτές τελευταίες εποχές του ελληνικού Καραγκιόζη, όπως ο Μάρκος Ξάνθος από την Κρήτη & ο Κώστας Μάνος από το Άργος. Από τους τελευταίους, ξεχωρίζουμε τον Χρίστο Χαρίδημο, και την οικογένεια των Σπαθάρηδων (ο πατέρας Σωτήρης & ο γιος του Ευγένιος).
ΚΥΡΙΑ ΓΝΩΡΙΣΜΑΤΑ: Πρώτα-πρώτα ο χώρος. Όσες καινοτομίες κι αν προστέθηκαν κατά καιρούς, τα δύο βασικά σημεία απ’ όπου ξεκινάει η δράση πάνω στον μπερντέ είναι δεξιά το σαράι του πασά, μεγαλόπρεπο & πολυστολισμένο & αριστερά η ετοιμόρροπη καλύβα του Καραγκιόζη. Μ’ αυτόν τον τρόπο μας δίνεται όλο το κοινωνικό πλάτος ανάμεσα στον ισχυρό που αντιπροσωπεύει τη δύναμη, τον πλούτο, την εξουσία & στον πιο αδύναμο, κακομοιριασμένο πολίτη του κράτους.
Στο σαράι του πασά ή του βεζίρη κατοικούν μαζί του η κόρη του η βεζιροπούλα, 1-2 αξιωματικοί της υπηρεσίας του και ο Δερβέναγας ή Βελιγκέκας, Αλβανός αγριάνθρωπος, που είναι φύλακας και μπράβος του πασά. Στο καλύβι μένει ο Καραγκιόζης με την Καραγκιόζαινα & τα Καραγκιοζόπουλα. Ανάμεσα σ’ αυτά τα 2 σημεία μπορεί να υπάρχει νοερά όλη η πόλη ή όλο το κράτος. Η απόσταση & ο χρόνος δεν έχουν εδώ σημασία, είναι συμβατικά. Εδώ είναι ο χώρος & ο χρόνος της φαντασίας, που δεν έχει αρχή & τέλος.
Έτσι μπαίνει πίσω από το πανί ολόκληρος ο ελληνικός χώρος με τους τοπικούς του τύπους, τα γλωσσικά του ιδιώματα-ακόμα και την καθαρεύουσα, που θα έπρεπε να μας ξαφνιάζει σε κείμενα του λαϊκού λόγου. Αλλά ο Καραγκιόζης δεν γεννιέται μέσα στην αγροτική κοινωνία σαν το δημοτικό τραγούδι, παρά σε μια κοινωνία καινούργια (της πόλης), της οποίας η καθαρεύουσα είναι το σύμβολο της κοινωνικής ανόδου.
ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ:
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ. Θεόφτωχος άνθρωπος του λαού, πανάσχημος, εφευρετικός, κεφάτος, έτοιμος να ανακατευτεί παντού, στο καλό και στο κακό, για να κερδίσει κάτι. Με την ανάμειξη του αυτή συχνά γελοιοποιεί τις τέχνες, τις επιστήμες, τους θεσμούς & τον ίδιο τον εαυτό του. Πεινασμένος όπως είναι πάντα-κι αυτός και η οικογένειά του-μ’ εκείνη την αχόρταστη πείνα που ήταν η συντρόφισσα του ελληνικού λαού στα χρόνια εκείνα. Τις περισσότερες φορές την παθαίνει & τις τρώει άγρια, αν και κάποτε προφταίνει να δώσει κι αυτός μερικές. Φέρνει μαζί του το αισιόδοξο μήνυμα του λαϊκού Ρωμιού που, παρ’ όλες τις αντιξοότητες, κατορθώνει πάντα να επιζεί.
ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ. Το αντίθετο του Καραγκιόζη. Γνωστικός και μετρημένος, τα ‘χει καλά με την εξουσία, συμβιβασμένος δούλος από την αρχή. Αυτός παίρνει τις εντολές από τον πασά & βάζει τον Καραγκιόζη να βγάλει το φίδι από την τρύπα. Σοβαρός ή μάλλον σοβαροφανής, μιλάει καθαρεύουσα (και στον τούρκικο Καραγκιόζη μιλούσε λόγια γλώσσα) & πάντα προσπαθεί να κολακέψει και να πετύχει κάτι. Αυτό δεν εμποδίζει τον Καραγκιόζη να τον καταχερίζει κάθε τόσο, σε αντίθεση με τον τούρκικο Καραγκιόζη, όπου δέρνει πάντα ο Χατζηαβάτης.
ΚΟΛΛΗΤΗΡΙA.Οι γιοι του Καραγκιόζη, με την ψευδή γλώσσα, πονηρά πανομοιότυπα με τον πατέρα τους, που τον βοηθάνε στις παλιοδουλειές του.
ΣΙΟΡ-ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ή ΝΙΟΝΙΟΣ. Ζακυνθινός, ξεπεσμένος κατά φαντασία αριστοκράτης, καυχησιάρης, επιφανειακά ευγενικός, με πολλές τσιριμόνιες και μια γλώσσα γεμάτη παραφθαρμένες ιταλικές λέξεις.
ΜΠΑΡΜΠΑΓΙΩΡΓΟΣ. Διαμορφώθηκε μετά τον άτυχο πόλεμο του 1897. Αγνός τσοπάνης από τη Ρούμελη, θείος του Καραγκιόζη, τον έχει διαρκώς άχτι, για τα «χουνέρια» που του κάνει, αλλά συχνά τον βγάζει από τις δυσκολίες. Τον θαυμάζει άλλωστε στο βάθος για τα γράμματα που ξέρει. Τσιγκούνης, προληπτικός, φιλάρεσκος, λεβέντης & ατρόμητος.
ΔΕΡΒΕΝΑΓΑΣ. Αλβανός Βεληγκέκας, με φρικτά ελληνικά, προσωπικός εχθρός του Μπαρμπαγιώργου.
ΣΤΑΥΡΑΚΑΣ. Αρκετά αντιπαθητικός, είναι ο μάγκας της παλιάς Αθήνας, δειλός στο βάθος, στα λόγια απειλητικός και καυχησιάρης, τις τρώει κι αυτός από τον Καραγκιόζη.
ΟΜΟΡΦΟΝΙΟΣ. Κομψευόμενος, μ’ όλη την τεράστια μύτη του, δανδής, ερωτόληπτος, μαμμόθρεφτος & πολύ φαντασμένος. Τελειώνει όλες του τις φράσεις μ’ ένα «ουίτ!», που είναι μάλλον το γαλλικό oui. Γενικά σαχλός.
ΠΑΣΑΣ ή ΒΕΖΙΡΗΣ. Πλούσιος & δυνατός άρχοντας, ανώτατος αξιωματούχος των Τούρκων. Περιέργως δεν παρουσιάζεται σκληρός κι αυταρχικός (παρά μόνο στα ιστορικά έργα). Αντίθετα είναι μεγαλοπρεπής, σοβαρός & δίκαιος.
Αυτά (μαζί με τη ναζιάρα βεζιροπούλα και την πολύπαθη Καραγκιόζαινα, την Αγλαΐα) είναι τα κυριότερα βασικά πρόσωπα του Καραγκιόζη. Ανάλογα με την εξέλιξη που πήρε με τον καιρό το θέατρο σκιών, προστέθηκαν κι άλλα πρόσωπα.
ΟΙ ΦΙΓΟΥΡΕΣ: Πρόκειται για λαϊκή ζωγραφική. Ήταν και είναι κομμένες γύρω-γύρω στο περίγραμμά τους, έτσι ώστε, καθώς τις κινούν πίσω από την οθόνη (το πανί), με το φως που πέφτει από πίσω τους διαγράφονται τα σχήματά τους, δηλαδή η σκιά τους, πάνω στο άσπρο πανί.
Στην αρχή ήταν χάρτινες & το μέγεθός τους μικρό. Αργότερα γίνονται μεγαλύτερες & διάτρητες, ώστε να περνά το φως και να διαγράφονται τα χαρακτηριστικά του προσώπου & της φορεσιάς ξεκάθαρα από τη μεριά των θεατών.
Από το 1923 άρχισε να χρησιμοποιείται το δέρμα. Το δέρμα επιτρέπει, με τη διαφάνειά του, τη χρήση του χρώματος. Έτσι η χρωματιστή πια παράσταση αποκτά μεγαλύτερο οπτικό ενδιφέρον.
ΤΟ ΡΕΠΕΡΤΟΡΙΟ: Αποτελείται από 3 κατηγορίες έργων.
Α) Τα καθαρά κωμικά.
όπως: «Ο ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ ΦΑΡΜΑΚΟΠΟΙΟΣ»
«Ο ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ ΠΛΟΙΑΡΧΟΣ»
«Ο ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ ΜΑΓΕΡΑΣ»
«Ο ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟΣ» κ.ά.
Β) Έργα εμπνευσμένα από παραμύθια ή θρύλους, που συνδέουν τον Καραγκιόζη με τις ρίζες της ελληνικής παράδοσης.
όπως: «Ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΑΙ Ο ΚΑΤΗΡΑΜΕΝΟΣ ΟΦΙΣ» κ.ά.
Γ) Ηρωικά ή ιστορικά δράματα.
όπως: «Ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΔΙΑΚΟΣ ΚΑΙ Ο ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ ΚΑΝΔΗΛΑΝΑΠΤΗΣ»
«Ο ΚΑΤΣΑΝΤΩΝΗΣ»
«ΚΑΤΣΑΝΤΩΝΗΣ ΚΑΙ ΑΛΗ-ΠΑΣΑΣ» κ.ά.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: «ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΛΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ» - (ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΓΝΩΣΗ»)
INTERNET
ΜΟΥΣΕΙΟ ΛΑΪΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ