ΝΕΡΟΜΥΛΟΣ
                Ο νερόμυλος είναι μια παλιά μηχανή. Χιλιάδες χρόνια εξυπηρέτησε τον άνθρωπο και ίσως σε κάποιες περιπτώσεις (ελάχιστες βέβαια, έως μηδαμινές) τον εξυπηρετεί ακόμη.
                Ο νερόμυλος, όπως και ο ανεμόμυλος, είναι από τις πρώτες μηχανές, που κατασκεύασε ο άνθρωπος, χρησιμοποιώντας για την κίνησή τους, όχι τα χέρια του ή τα ζώα, αλλά τις φυσικές δυνάμεις, το νερό και τον άνεμο. Τον 16ο αιώνα π.Χ. εμφανίζεται υποτυπώδης μηχανή μύλου, ο χερόμυλος ή χειρόμυλος ή σορόμυλος (στην Κύπρο). Ο χερόμυλος υπήρξε μακρινός πρόγονος του νερόμυλου.
                Χρησιμεύει για το άλεσμα των σιτηρών και χτιζόταν στις άκρες των ποταμών και σε σίγουρο μέρος για να μην τον παρασέρνουν οι πλημμύρες.
                Ο λαός πίστευε ότι στο μύλο κατοικούσαν διάβολοι, ξωτικά καλικάντζαροι κι άλλα λογής-λογής δαιμονικά. Είχε πλάσει με τη πρωτόγονη κι αχαλίνωτη φαντασία του πολλές σχετικές ιστορίες.
                Η ονομασία των μύλων έχει σχέση με την τοποθεσία που χτίζονταν ή με το όνομα του πρώτου κτήτορα.
                ΤΑ ΜΕΡΗ ΤΟΥ ΜΥΛΟΥ:
                Η περιοχή του νερόμυλου αρχίζει από τη δέση, δηλ. από το σημείο εκείνο του ποταμού, απ’ όπου έπαιρναν την κινητήρια δύναμη, το νερό.
                Η ΔΕΣΗ: Είναι ένα φράγμα, που φτιαχνόταν πάντοτε λίγο μακριά από τον μύλο και σε μέρος που ήταν σε μεγαλύτερο ύψος από την αλφαδιά (στάθμη) του μύλου.
                Έπαιρναν μεγάλους κορμούς πεύκων ή άλλων δέντρων, μάκρος 8-10 μέτρα, μάννες λέγονταν, και τους τοποθετούσαν τον έναν πάνω στον άλλο, για να γίνει ένας φράχτης. Οι κορμοί στηρίζονταν και στις δύο όχθες του ποταμού, πάνω σε μεγάλες πέτρες ή σε χοντρά πλατάνια απ’ τη μια άκρη και σ’ ένα βράχο απ’ την άλλη. Κατόπιν καρφώνουν πάνω στους κορμούς άλλα ξύλα, τα πατήλια, σταυρωτά με μεγάλα καρφιά, που λέγονται τζιαβέτες (Εύβοια).
                Πάνω απ’ τα πατήλια τοποθετούσαν μεγάλα κλαδιά δέντρων, τα οποία έπρεπε να έχουν πυκνό φύλλωμα (πουρνάρια, δάφνες…). Τα τοποθετούσαν το ένα κλαδί πάνω στο άλλο, ρίχνοντας και χώμα ή άμμο ποταμίσια, για να σχηματισθεί ένα παχύ στρώμα. Η δουλειά αυτή λεγόταν κλάρωμα.
                Όλα τα παραπάνω γίνονταν από το καλοκαίρι. Πάντοτε τέλη Αυγούστου - αρχές Σεπτεμβρίου. Τότε άρχιζαν να κατεβάζουν νερό τα ρέματα.
                Όταν η κατεβασιά ήταν σιγανή, όλα τα ξερόφυλλα, ξερόχορτα, ξερόκλαδα και χαμόκλαδα, που έφερνε και συμπαρέσυρε κολλούσαν πάνω στην κλαρωσιά της δέσης. Κι έτσι θα σχηματισθεί ένα πυκνό και στερεό σώμα, ένας φράχτης, που εμποδίζει να περνάει το νερό προς την κοίτη του ποταμού.
                Μ’ αυτό τον τρόπο στερνιάζει το νερό πίσω από τη δέση και σηκώνεται στο ύψος που χρειάζεται για να μπει στο μυλαύλακο. Ακόμη βέβαια η δέση δεν ήταν έτοιμη. Χρειαζόταν κι άλλη πλημμύρα (=κατεβασιά) μεγαλύτερη, για να φέρει άμμο και λάσπη, να κυλήσει πέτρες και κοτρόνια μεγάλα, που θα φράξουν τη δέση, θα κάνουν ένα στρώμα σαν τοίχο. Τότε μπορούσα να πουν πως η δέση τελείωσε και στερεώθηκε. Βέβαια καμιά φορά η κατεβασιά ήταν πολύ μεγάλη και τότε τα κατέστρεφε όλα, οπότε έπρεπε να τα ξαναφτιάξουν απ’ την αρχή.
                ΤΟ ΜΥΛΑΥΛΑΚΟ: Είναι το αυλάκι, που αρχίζει από τη δέση και φτάνει ως τη στέρνα του μύλου. Στην αρχή του μυλαύλακου, υπήρχε η παλκωσιά, δηλ. ένας ξύλινος φράχτης, που εμπόδιζε τα χοντρά ξύλα κι άλλες σαβούρες, να μπαίνουν στ’ αυλάκι και να δυσκολεύουν τη ροή του νερού. Χάρη στο φράχτη αυτόν, το νερό φτάνει καθαρό στο βαρέλι. Η παλκωσιά χρησίμευε κι όταν έκανε πλημμύρες. Στην προκείμενη περίπτωση, ο ρόλος της ήταν ανασχετικός. Τα δέντρα εμπόδιζαν να περάσει πολύ νερό προς το μύλο, που σα συνέπεια θα είχε να προκληθούν ζημιές.
                Μετά την παλκωσιά, υπήρχε η κόφτρα. Αυτή ήταν μια τομή του αυλακιού. Στη θέση της, απαραίτητα, τοποθετούσαν μια πόρτα, που την άνοιγαν το χειμώνα, για να φεύγει κάμποσο νερό, γιατί δεν χρειαζόταν όλο. Το μυλαύλακο συνεχιζόταν ως τη στέρνα, που βρισκόταν μπροστά στο βαρέλι, και πάνω από το μύλο.
                ΤΟ ΚΑΘΑΡΙΣΜΑ: Το μυλαύλακο εκτός από την καθημερινή συντήρηση, καθαριζόταν 2 φορές το χρόνο. Η πρώτη το μήνα Μάιο, από υδρόβια χόρτα, που φυτρώνουν, άλλα μέσα στο νερό κι άλλα στα τοιχώματα του αυλακιού και αναχαιτίζουν τη ροή του νερού. Το δεύτερο καθάρισμα γινόταν τον Οκτώβριο, από μια γλοιώδη λάσπη, ανακατεμένη με φύλλα δέντρων, μούσκλια αλλά και από καβούρια και φίδια (τις νεροφίδες, όπως τα έλεγαν).
                Η ΣΤΕΡΝΑ: Μια μεγάλη και ρηχή δεξαμενή, όπου συγκεντρωνόταν το νερό, που ερχόταν από το μυλαύλακο. Ο κάθε μυλωνάς προσπαθούσε να έχει όσο τη δυνατόν μεγαλύτερη στέρνα μπορούσε:
                Α) γιατί δεν θα του έλειπε το νερό και θα άλεθε συνέχεια
                Β) η πίεση του νερού, λόγω της μεγάλης ποσότητας αυτού, θα ήταν αυξημένη και κατά συνέπεια η δύναμη της πτώσης πολύ μεγάλη. Ο μύλος έτσι, θα δούλευε με περισσότερες στροφές και θα άλεθε περισσότερο.
                ΤΟ ΧΤΙΣΤΟ ΑΥΛΑΚΙ: Από τη στέρνα το νερό έπεφτε στο βαρέλι, περνώντας πάντοτε από ένα χτιστό αυλάκι. Σ’ αυτό τοποθετούσαν 2 παλκωσιές, που χρειάζονταν για εμποδίζουν τα σκουπίδια να πέφτουν μέσα στο βαρέλι. Η πρώτη παλκωσιά ήταν πλατύτερη, σε σύγκριση με τη δεύτερη και ήταν φτιαγμένη με χοντρά ξύλα. Η τελευταία αυτή είναι ψιλή, από συρμάτινη σήτα. Ότι δεν συγκρατούσε η πρώτη, το συγκρατούσε η δεύτερη. Αφού το νερό περνούσε από τις παλκωσιές, καθαρό, έφτανε στο μπούλιο, ένα φράγμα, φτιαγμένο από χοντρό συνηθισμένο σανίδι. Έφραζε τελείως το νερό, για να μην περάσει προς το βαρέλι.
                ΤΟ ΒΑΡΕΛΙ: Ήταν φτιαγμένο από ξύλο ή και από τσίγκο και αποτελείτο, ανάλογα με την κρέμαση που θα είχε ο μύλος, από 2, 3 ως 4 τεμάχια (=κάδες). Η κάθε κάδη είχε μήκος 2-3 μέτρα και δενόταν με χοντρά στεφάνια, για να αντέχει στη μεγάλη πίεση του νερού. Στον πυθμένα, η κάδη ήταν στενή, ώστε να βγαίνει με δύναμη το νερό. Το βαρέλι στηριζόταν στο κολοβούτς και στον δράκο.
                Η ΒΑΣΗ ΚΑΙ Η ΣΤΡΩΣΗ ΤΟΥ ΜΥΛΟΥ: Η βάση βρισκόταν στο ζουριό, που ήταν κάτω από τον μύλο. Το ζουριό ή καμάρα, ήταν ένας θολωτός θάλαμος και εκεί βρισκόταν η φτερωτή. Η βάση του μύλου αποτελείτο από τα προσκέφαλα και το ταμπάνι. Η στρώση φτιαχνόταν στο πάτωμα του μύλου και βρισκόταν ακριβώς πάνω απ’ τη βάση, σε ύψος 1-1,5 μ. πάνω απ’ το σημείο που έπεφτε το νερό. Τοποθετούσαν κορμούς δέντρων, όπως τοποθετούνται τα σανίδια στο πάτωμα το ένα πλάι στο άλλο. Άρχιζαν την τοποθέτηση από το πίσω μέρος, όπου βρισκόταν το βαρέλι. Έτσι σκεπαζόταν το μέρος καλά και δεν μπορούσε να πεταχτεί, από το ζουριό ούτε μια σταγόνα νερού, για να περάσει στη στρώση. Στο κέντρο ακριβώς της στρώσης άνοιγαν μια τρύπα, από την οποία θα περνούσε το αδράχτι, ο κεντρικός δηλ. άξονας κίνησης.
                Η ΚΑΤΩ ΜΥΛΟΠΕΤΡΑ - Ο ΚΑΒΟΥΡΑΣ: Πάνω στη στρώση κι ακριβώς πάνω απ’ το κέντρο του ταμπανιού, τοποθετούσα την κάτω μυλόπετρα. Στερεωνόταν καλά και κυρίως φρόντιζαν να μη γέρνει προς κανένα μέρος. Αυτή η μυλόπετρα έμενε ακίνητη. Στο κέντρο της έφτιαχναν μια τετράγωνη τρύπα, όπου θα στηριζόταν ο κεντρικός άξονας κίνησης, το αδράχτι.
                ΤΟ ΑΔΡΑΧΤΙ: Τετράγωνο ή στρογγυλό ξύλο, που το πλάνιζαν και το ευθυγράμμιζαν με μεγάλη προσοχή. Στην κορυφή του αδραχτιού (σε ατσάλινο στρογγυλό σίδερο), τοποθετούσαν οριζόντια, σε υποδοχή, ένα άλλο πλατύ σίδερο, που είχε δεξιά κι αριστερά από ένα πτερύγιο. Το σίδερο λεγόταν χελιδόνα. Στα πτερύγια της στηριζόταν η επάνω μυλόπετρα και κρατιόταν απ’ αυτά. Αυτή η μυλόπετρα κινιόταν, αφού περιστρεφόταν γύρω απ’ το αδράχτι.
                ΚΙΝΗΣΗ ΚΑΙ ΦΤΕΡΩΤΗ: Την κίνηση τη δίνει η φτερωτή, που πάνω της χτυπούσε με ορμή το νερό. Η φτερωτή αποτελείτο από 2 ξύλινους κύκλους, εσωτερικό και εξωτερικό. Η κατασκευή τους ήταν τέτοια, ώστε το νερό χτυπώντας επάνω τους, να βρίσκει αντίσταση και να αναγκάζει τη φτερωτή να περιστρέφεται μαζί με το αδράχτι. Τα κουτάλια της φτερωτής άλλοτε ήταν ξύλινα και άλλοτε μεταλλικά, στερεωμένες η μια κοντά στην άλλη.
                Η ΚΟΦΙΝΑ: Μια ξύλινη κάσα, σχήματος κόλουρου κώνου ή κόλουρης τετραγωνικής πυραμίδας. Την τοποθετούσαν πάνω ακριβώς από την πάνω μυλόπετρα και σ’ αυτήν έριχναν το σιτάρι ή άλλους καρπούς, που ήταν για άλεσμα. Από την κοφίνα ο καρπός έπεφτε στον κούτλα. Ο κούτλας ή καρύδι, ήταν ένα ημισφαιρικό κασάκι, κουφωμένο από μονοκόμματο ξύλο, με στόμιο μπροστά. Με το τρεμούλιασμα του κούτλα, ο καρπός έπεφτε λίγος-λίγος μέσα στις μυλόπετρες. Αν έπεφτε πολύς καρπός, τότε ο μύλος θα μπούκωνε και θα σταματούσε. Το ρολόι ή ραγουλάτορος ήταν ένας στρόφαλος στην μπροστινή πλευρά της κοφίνας και με το σχοινί αυτό ρύθμιζε ο μυλωνάς, πώς να πέφτει ο καρπός, πολύς ή λίγος. Όταν ο μύλος ήταν σηκωμένος, το σχοινί ήταν κατεβασμένο και ο καρπός έπεφτε πολύς. Το αλεύρι γινόταν χοντρό. Και όταν ο μύλος ήταν χαμηλωμένος, το σχοινί ήταν ανεβασμένο και ο καρπός έπεφτε λίγος, το αλεύρι έβγαινε ψιλό.
                Ο ΚΟΘΡΟΣ: Τις μυλόπετρες τις έντυναν κυκλικά μ’ ένα ξύλινο (κόντρα-πλακέ) ή τσίγκινο κάλυμμα που λεγόταν κόθρος.
                Η ΑΛΕΥΡΟΘΗΚΗ: Ένα είδος κάσας όπου θα έπεφτε το αλεύρι.
                Η ΣΗΚΩΤΗΡΑ ΚΑΙ Η ΣΤΑΜΑΤΗΡΑ: Για να βγαίνει ψιλό ή χοντρό αλεύρι, χρησιμοποιούσαν τη σηκωτήρα, που βρισκόταν στα δεξιά της μυλόπετρας. Ήταν ένας σιδερένιος μοχλός που σήκωνε ή χαμήλωνε το ταμπάνι, οπότε και τη μυλόπετρα. Η σταματήρα βρισκόταν στην αριστερή πλευρά της μυλόπετρας, απέναντι από τη σηκωτήρα. Η δουλειά της ήταν να φράζει ή ν’ αφήνει ελεύθερη την τρύπα, από την οποία εκτοξευόταν το νερό και έδινε την κίνηση.

                ΕΡΓΑΛΕΙΑ ΤΟΥ ΜΥΛΩΝΑ
                Τα πιο απαραίτητα εργαλεία του μυλωνά ήταν:
                ΤΟ ΦΤΥΑΡΙ ΚΑΙ ΤΟ ΤΣΑΠΙ: Τα χρησιμοποιούσε κάθε μέρα στο αυλάκι.
                ΤΑ ΜΥΛΟΚΟΠΙΑ: Τα χρησιμοποιούσε για να χαράζει τις μυλόπετρες.
               
ΟΙ ΚΟΥΦΟΣΜΙΛΕΣ: Για να κάνει κοίλα κάποια ξύλινα μέρη-εξαρτήματα του μύλου.
                ΤΟ ΦΤΥΑΡΙ ΤΗΣ ΑΛΕΥΡΟΘΗΚΗΣ: Ξύλινο, φτιαγμένο από μικρό τετράγωνο σανίδι, με ξύλινη χειρολαβή. Μ’ αυτό ο μυλωνάς μάζευε το αλεύρι και το σάκιαζε στα σακιά.
                Ο ΤΡΙΠΟΔΑΣ: Ξύλινο χαμηλό τραπεζάκι, πάνω στο οποίο στήριζαν την πάνω πέτρα όταν επρόκειτο να τη χαράξουν.
                Ο ΠΑΠΑΣ: Ξύλο κυλινδρικό, πάνω στο οποίο τοποθετούσαν την πάνω μυλόπετρα και μπορούσαν έτσι κυλώντας το, εύκολα και άκοπα, να τη μετακινούν.
                ΤΟ ΣΑΜΠΑΝΙ: Ήταν φτιαγμένο από τριχιά (=χοντρό σχοινί) και 2 ξύλα. Πάνω σ’ αυτό τοποθετούσαν τα τσουβάλια για να τα ζυγίσουν στο καντάρι.
                Επίσης χρειαζόταν και πολλά εργαλεία του μαραγκού, όπως σκεπάρνι, πριόνι, ροκάνι, πλάνη, τριβέλι (τρυπάνι) κ.ά.

                ΑΙΝΙΓΜΑΤΑ
                Δύο βουβάλια μουγκρίζουνε, να βγάλουν άσπρο χώμα. Τι είναι; (ο αλευρόμυλος)
                Χίλιοι πάνε κι έρχονται και συναπαντιούνται. Τα κορμιά τους λιώνανε, το όνομά τους αλλάζανε.
(το σιτάρι που αλέθουμε και γίνεται αλεύρι).
                Γύρω-γύρω κάγκελα και στη μέση αλέθει ο μύλος. (το στόμα με τα δόντια)


                ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Γλώσσα και Λαογραφία της Εύβοιας - ΣΕΤΤΑΣ Δ.