Τα ενδύματα μπορεί να τα προσεγγίσει κανείς (και κυρίως ο ερευνητής) από πολλές πλευρές. Σύμφωνα με τον ορισμό, ενδυματολογία είναι η μελέτη των ενδυμάτων από ιστορική, ψυχολογική, κοινωνιολογική, γεωγραφική και κατασκευαστική σκοπιά. Ένδυμα είναι καθετί με το οποίο σκεπάζουμε το σώμα, ενώ ενδυμασία το σύνολο των εξωτερικών κυρίως ενδυμάτων. Πηγές της ενδυματολογικής έρευνας είναι τα ενδύματα αυτά καθαυτά, τα γραπτά μνημεία, ο προφορικός λόγος, οι καλλιτεχνικές απεικονίσεις (ζωγραφικά, γλυπτικά κ.ά έργα), τα κάθε λογής σχέδια, η φωτογραφία και, πρόσφατα οι κινηματογραφήσεις κάθε είδους.
          Η ενδυματολογική ιστορία των Ελλήνων είναι άγνωστη στους περισσότερους Νεοέλληνες. Πέρα από τη φουστανέλα, την Αμαλία, τη βράκα και τη βλαχούλα αορίστως, δεν γνωρίζουν τις τοπικές τους φορεσιές.
          Αξίζει να δώσουμε ιδιαίτερη προσοχή στη μεγαλοπρέπεια μερικών γυναικείων ενδυμασιών, καθώς επίσης και στη λεπτομέρεια κάποιων εξαρτημάτων που κοσμούν κάποιες από τις φορεσιές. Ακόμη στην απλότητα κάποιων άλλων ενδυμάτων & εξαρτημάτων αυτών (είτε για πρακτικούς είτε για οικονομικούς λόγους).
          Η υφαντική είναι μια πανάρχαια και πανανθρώπινη τέχνη, και η καλή επίδοση σ’ αυτήν ήταν αρετή των γυναικών. Η άξια κόρη…
                             «με τα ποδάρια ύφαινε και με τα χέρια γνέθει,
                               με το μικρό της δάχτυλο περνάει τη σαΐτα».
         Τα περισσότερα απ’ αυτά τα ρούχα τα έφτιαχναν μόνοι τους, με ράψιμο ή κυρίως με τον αργαλειό. Έδιναν ιδιαίτερο τόνο, γούστο και χρώμα, ανάλογα με τον τρόπο ζωής, την κοινωνική τάξη, το βαθμό ευπορίας, την επιθυμία για επίδειξη και την περίσταση όπου θα φορεθεί. Αλλιώς ντύνονταν οι χωρικοί, αλλιώς οι ξωμάχοι, αλλιώς οι βοσκοί & αλλιώς οι αστοί. Συνήθιζαν να τα κοσμούν κυρίως με γεωμετρικά σχήματα. Υπήρχαν και έτοιμα κάποια απ’ αυτά (στις εμποροπανηγύρεις), αλλά ήταν ακριβά, για να μπορεί κάποιος να τα αγοράσει εύκολα.
         ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΑ ΦΟΡΕΣΙΑΣ: Άντρες & γυναίκες είχαν ένα κάλυμμα για το κεφάλι: σκούφια & συχνότερα φέσι, πολλές φορές χρυσοκεντημένο από τους συρμακέσηδες & στολισμένο με πούλιες, χρυσά κρόσσια, φούντες & τιρτίρι (=λεπτό σύρμα στριμμένο σαν μπούκλα & κούφιο εσωτερικά).
Σχεδόν απαραίτητο για τις γυναίκες ήταν το μαντίλι. Άλλοτε ήταν τσεμπέρι σταμπωτό, λουλουδάτο, με ολόχρωμη μπιμπίλα ολόγυρα, άλλοτε μπόλια λευκή, αραχνοΰφαντη, με χρυσά κεντήματα & χρυσή δαντέλα στις άκρες, άλλοτε σαρίκι άσπρο ή σκούφο, που το τύλιγαν γύρω από το φέσι, όπως οι άντρες.
         Τέλος η φορεσιά συμπληρωνόταν με στολίδια χρυσά ή ασημένια, φλουριά, πόρπες, αλυσίδες & επιμετώπια για τις γυναίκες.
         Κύριες πρώτες ύλες το μαλλί, το βαμβάκι, το λινάρι και το μετάξι. Προϊόντα που τα έβρισκαν σχετικά εύκολα, κι αυτό βέβαια γιατί ήταν κτηνοτρόφοι και γεωργοί.
         Για να φτάσουν αυτά τα υλικά στον αργαλειό, έπρεπε να προηγηθεί μια μακριά διαδικασία.
         ΤΟ
ΜΑΛΛΙ: Ήταν και είναι η σπουδαιότερη πρώτη ύλη. Μ’ αυτό ύφαιναν σε όλη την Ελλάδα κιλίμια για το πάτωμα, μπατανίες, χράμια, τορβάδες-σάκους δηλ. για τη μεταφορά τροφίμων ή εργαλείων-κάπες και σκουτιά (μάλλινα κατώτερης ποιότητας). Τα πρόβατα κουρεύονται την άνοιξη. Το μαλλί ζεματίζεται, μετά πλένεται στη βρύση ή στον ποταμό, το στέγνωναν και το λανάριζαν (=έξαιναν). Ύστερα γινόταν η διαλογή. Το πιο καλό βγαίνει από τη ράχη του ζώου. (Οι Σαρακατσαναίοι μπορούσαν να ξεχωρίσουν μέχρι και σαράντα λογιών μαλλί). Το μακρύ το έγνεθαν στη ρόκα, το κοντό στην τσικρίκα (είδος διπλής ρόκας). Ορισμένα είδη (ταγάρια, σακιά ελαιοτριβείου, διάδρομοι) γίνονται από τραγόμαλλο κι έχουν πιο τραχιά υφή.
         ΤΟ
ΒΑΜΒΑΚΙ: Εμφανίζεται στην Ελλάδα τον 2ο αι. Τα 18ο αι. αποτελεί, με τη μορφή νήματος, σπουδαίο εξαγωγικό προϊόν. Τα Αμπελάκια, η Τσαρίτσανη, ο Τύρναβος, οι Σέρρες και η Αγιά ευημερούσαν χάρη σ’ αυτό. Αφού το ξεκουκίσουν, το κόβουν με το δοξάρι (=εργαλείο σε σχήμα τόξου, με το οποίο ξαίνουν το βαμβάκι και το μαλλί) κι ύστερα το κλώθουν με τη ρόκα και το αδράχτι.
         ΤΟ
ΛΙΝΑΡΙ: Η συγκομιδή του γινόταν από γυναίκες, με επικεφαλής τη δραγομάνα. Θέλει υπομονετικό κοπάνισμα, βρόχιασμα (=να φύγουν οι κόμποι), βούρτσισμα, ώσπου να μείνει το καθαρό λινάρι, το σκουλί, που το γνέθουν για να φτιάξουν το ράμμα, δηλ. το λεπτότατο νήμα που περνά από το βελόνι. Η επεξεργασία του είναι πολύπλοκη.
         Από το χοντρό λινάρι φτιάχνουν σακιά και καραβόπανα. Από το λεπτό, εσώρουχα και πουκάμισα.
         ΤΟ
ΜΕΤΑΞΙ: Έρχεται στην Ελλάδα την εποχή του Ιουστινιανού. Ήταν το σπουδαιότερο προϊόν της περιοχής του Αξιού, της Χαλκιδικής, του Πηλίου του θεσσαλικού κάμπου και της Πελοποννήσου στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Τα μετάξι είναι «ωμό», δηλ. δε χρειάζεται γνέσιμο.
Χρειάζονταν όμως και βαφικές ύλες για να δώσουν χρώμα στις πρώτες ύλες. Ως τα τέλη του 19ου αι., μοναδική ύλη βαφής ήταν τα φυτικά χρώματα, που έμεναν αναλλοίωτα στο ηλιακό φως και στο πλύσιμο και έδιναν λαμπερούς χρωματισμούς. Από το ριζάρι (=φυτό) έβγαζαν οι Αμπελακιώτες το ονομαστό κόκκινο χρώμα. Οι φλούδες των φρέσκων καρυδιών δίνουν το μαύρο, το λουλάκι το γαλάζιο και τα φύλλα της άσπρης μουριάς, σε συνδυασμό με λίγα φύλλα μηλιάς, το κίτρινο καναρινί.
         Το νήμα πλέον είναι έτοιμο να μπει στον αργαλειό να αρχίσει η ύφανση.
         Στην Ελλάδα χρησιμοποιούνταν 3 είδη αργαλειού: ο πλαγιαστός, ο όρθιος και του λάκκου. Ο πλαγιαστός ήταν ο πιο συνηθισμένος. Φτιαγμένος από 4 ξύλα που συνδέονταν χαμηλά με 4 χοντρά σανίδια και με άλλα 4 στην κορυφή τους. Το νήμα, το στημόνι, στερεωνόταν σε παράλληλες σειρές. Ένα άλλο νήμα, το υφάδι, ξετυλιγόταν από τη σαΐτα, καθώς η υφάντρα την κινούσε ανάμεσα στα στημόνια.  
         Τα ρούχα λοιπόν αυτά ήταν αρκετά ανθεκτικά και δύσκολα στην κατασκευή τους όπως είδαμε.   Έτσι τα διατηρούσαν και τα φορούσαν για μεγάλο χρονικό διάστημα, πράγμα που δε συμβαίνει σήμερα που τα ρούχα τα βρίσκουμε εύκολα και σε μεγάλη ποικιλία και τα αλλάζουμε χωρίς να προβληματιζόμαστε, ή γιατί χάλασαν ή γιατί πέρασε η μόδα τους. 
         Επίσης μόνοι τους κατασκεύαζαν και τα λεγόμενα είδη προικός (σεντόνια, πετσέτες, σκεπάσματα λ.χ. φλοκάτες κ.ά.), ή τα αγόραζαν από τους γυρολόγους (πραματευτάδες) που επισκέπτονταν τα χωριά με την πραμάτειά τους κατά αραιά χρονικά διαστήματα.
        
ΣΤΟΝ ΝΟΜΟ ΚΟΖΑΝΗΣ
        
ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΙΕΣ ΦΟΡΕΣΙΕΣ
         Οι περισσότερες γυναικείες φορεσιές στις πόλεις και στα χωριά του Νομού Κοζάνης όπως και σε άλλα μέρη της Ελλάδος αποτελούνται από τα εξής :
        
Το πουκάμισο: απαραίτητο σε όλες τις φορεσιές. Κατάγεται από τον αρχαίο ελληνικό χιτώνα με συνεχή εξέλιξη σε όλες τις εποχές από την αρχαία μέχρι και τη βυζαντινή εποχή οπότε διαμορφώνεται ο διάκοσμος στο λαιμό και στα μανίκια και στον ποδόγυρο όπως τον βλέπουμε στις παλιές νεοελληνικές φορεσιές.
        
Επενδυτής (πανωφόρι): Ανάλογα με την εποχή, την περιοχή και την ηλικία που φοριέται λέγεται: μπούντα (γιορτινός), σκουρτέκα (το φορούσαν οι μεσήλικες γυναίκες της μεσαίας αστικής τάξης), σάκκος (το φορούσαν οι ηλικιωμένες το χειμώνα), μπόλκα, τσιπούνι, σιγκούνι, κουντούσια, καπλαμάς, κάπα. Επίσης φοριούνται για να προφυλάσσουν από το κρύο. Γίνονται από βαριά και χοντρά υφάσματα στον αργαλειό. Οι περισσότεροι επενδυτές έχουν διακοσμητικά κορδόνια. Πολλές φορές ολόκληρη η επιφάνεια καλύπτεται από χρυσοκέντημα.
        
H ζώνη: Είναι εξάρτημα απαραίτητο στην γυναικεία φορεσιά που ξεκινά από την μακρινή αρχαιότητα. Δεν ήταν μόνο διακοσμητικό αλλά έλεγαν πως είχε μαγικές ιδιότητες. Η ζώνη στην φυσική της θέση τόνιζε την γυναικεία σιλουέτα και μαζί με τα κοσμήματα πρόσθετε περισσότερη ομορφιά και χάρη.
        
Tα κεφαλοδέματα: Το μαντήλι είναι βασικό κάλυμμα της κεφαλής. Ακόμη ο τρόπος δεσίματος ήταν ιδιόμορφος σε κάθε μέρος και χρειαζόταν τεχνική. Κυριαρχούσαν τα μαύρα μάλλινα με κρόσσια που έδιναν μεγαλοπρέπεια στην γυναικεία στολή. Λεπτοΰφαντα "φακιόλια" (άσπρη λουρίδα από χασέ) φορούσαν οι νιόπαντρες. Καθημερινά ή γιορταστικά τα μαντίλια θεωρούνταν σύμβολο της γυναικείας αξιοπρέπειας και τιμιότητας.
        
Τα κοσμήματα: Τα κοσμήματα, άλλοτε ασημένια και άλλοτε χρυσά, φοριόταν στα χέρια, στο λαιμό και στο στήθος. Συμπλήρωναν την φορεσιά και έδιναν μια ξεχωριστή αίγλη στη γυναίκα που τα φορούσε.
        
AΝΔΡΙΚΗ ΦΟΡΕΣΙΑ ΚΟΖΑΝΗΣ.
         Στην Κοζάνη μέχρι τον 18ο αιώνα φορούσαν πάνω από το κατασάρι (μάλλινο υφαντό εσώρουχο - φανέλα), το σώβρακο, το άσπρο μακρύ πουκάμισο και το αντερί. Αυτό ήταν μακρύς χιτώνας που έφτανε μέχρι τα πόδια με μανίκια από μεταξωτό ύφασμα ή γυαλιστερό σατέν για τις γιορτές και από βαμβακερό ύφασμα για τις καθημερινές. Πάνω από το αντερί φορούσαν άσπρο ή κόκκινο ζουνάρι στη μέση και πάνω απ' αυτό έδεναν το "κιμέρ" (βαλάντιο - πορτοφόλι) όπου έβαζαν τα χρήματα. Το "τσιαμαντάνι" (γιλέκο από μαύρο δίμιτο ύφασμα) καλύπτει τον κορμό του σώματος. Στα πόδια πάνω από τις πλεκτές μάλλινες κάλτσες (τα σκουφούνια) φορούσαν περικνημίδες που τις έδεναν στο γόνατο. Στο κεφάλι φορούσαν φέσι με φούντα. Για επανωφόρι έβαζαν τον "ντουλαμά" ή "τζουμπέ", που ήταν μακρύς μάλλινος επενδύτης με γούνα εσωτερικά στο γιακά. Μετά τον 18ο αιώνα η φορεσιά εξελίχθηκε. Φορούσαν τη "τζίμπρα" (είδος παντελονιού εφαρμοστό στις γάμπες και φουσκωτό στα γόνατα), άσπρο πουκάμισο με πιέτες χωρίς γιακά, γιλέκο κουμπωτό στο στήθος, βυσσινί ζωνάρι στη μέση, παπούτσια και μαύρο σκούφο.
               Η γυναικεία στολή του χωριού Έμπωνα της Ρόδου
         Θεωρείται μια από τις καλύτερες της Ελλάδος.
         Η γυναικεία στολή του χωριού Έμ­πωνα, από τον ακριτικό και νησιώτικο Νομό της Δωδεκανήσου, θεωρείται η πιο πλουμιστή και εντυπωσιακή από όλα τα 42 χωριά της Ρόδου.
         Ας δούμε με λίγα λόγια αυτή τη θαυμαστή φορεσιά της γυναίκας του Έμπωνα που τόσο εντυπωσιάζει τις χιλιάδες των τουριστών της Ρόδου και θεωρείται μια από τις ωραιότε­ρες της Ελλάδος μας. Έχει ένα λευ­κό πουκάμισο, που στην τοπική διάλεκτο λέγεται μαλώλα. Το πουκάμισο αυτό έχει σούρες στη μέση. Όταν όμως δεν έχει σούρες στη μέση λέγεται γρίσπα και έχει στο στήθος πολλά στολίδια και κεντήματα, πολύχρωμα και ωραία, με κλωστές βαμβακερές και μεταξωτές, αφού στα παλιά χρόνια όλες οι Μπονιάτισσες, στο ωραίο και ιστορικό χωριό τους, είχαν βαμβάκια, μεταξοσκώληκες και πρόβατα, για να παίρνουν την πρώτη ύλη για τις πολύχρωμες φορεσιές τους.
         Κεντήματα και στολίδια έχει επίσης το υποκάμισο στα μανίκια. Τα στολίδια αυτά και τα
κεντήματα, που χαρακτηρίζονται από πολλά μικρά χρωματιστά σταυρουδάκια, έχουν πολλά ονόματα, ανάλογα με το χρώμα και το σχήμα και λέγονται πινακοκάντουνα,  πινάτσια, αστρουλάκια και Μηλίτσες, ανάλογα με το τι εικονίζει το κέντημα.
         Το πάνω φουστάνι, γεμάτο πτυχές και χρώματα, σχέδια και ωραίους συνδυασμούς λέγεται μπουκάσι ή πιο συ­χνά ξωφόρι.
         Είναι πολύ φαρδύ, σαν φουστανέλα, από μαύρο γυαλιστερό σατέν, όταν είναι για τις Κυριακές και τις γιορτές και από μπλε υφαντό, όταν είναι για την καθημερινή ενασχόληση.
         Αυτό το ξωφόρι είναι διανθισμένο από πλήθος σχεδίων και χρωμάτων, με κορδέλες και σιρίτια, τα λεγόμενα κουρτέλλες. Το ίδιο σφιχτός είναι και ο μπού­στος, που είναι ραμμένος με τη φούστα και που ανεβάζει ψηλά το στήθος, έτσι ακριβώς όπως το βλέπουμε στις Μινωι­κές τοιχογραφίες της Κνωσού. Λέγεται πως στα προϊστορικά χρόνια οι Μινωίτες αποίκισαν τη Ρόδο και άφησαν τον υψηλό πολιτισμό τους, όχι μόνο στον ειρηνικό χαρακτήρα του λαού, αλλά και στο λαϊκό πολιτισμό και ιδίως στην παραδοσιακή, αυθεντική φορεσιά των γυναικών του Έμπωνα.
         Η στολή των γυναικών του Έμπωνα έχει και ζώνη, συνήθως από βυσσινί χρώμα και είναι μάλλινη ή μεταξωτή. Για λόγους αισθητικούς, υπήρχε και ένα μικρό μαχαιράκι, που το έλεγαν καζίκα, με μια όμορφη αλυσιδίτσα, και μια μικρή τσέπη για το μαχαιράκι αυτό.
         Για να συμπληρωθεί η εντυπωσιακή στολή του χωριού, οι γυναίκες φορούν στο κεφάλι ένα πολύχρωμο μαντίλι, που το λένε ακριβομάντιλο ή τσουλλάτο. Το ακριβομάντηλο έχει και κρόσσια και πολλές φορές ρίχνουν πάνω από το ακριβομάντιλο, ένα λεπτό μαντίλι.
         Λόγω του καλού καιρού που έχει συνήθως το νησί της Ρόδου, το καλοκαίρι φορούν το ξωφόρι, από άσπρο υφαντό πανί, που το στολίζουν με μαύρα, ή άσπρα, ή άλλων χρωμάτων στολίδια και σχέδια.
         Το χειμώνα φορούν και το κοντογέλεκο, ένα κοντό γιλέκο, όπως το λέει και η λέξη. Το κοντογέλεκο έχει μανίκια και λέγεται επίσης ζιπούνι ή περίκο.
         Αν όμως υπάρχει και κρύος καιρός, τότε χρησιμοποιούν και το κοντόρασσο πάνω στις πλάτες. Και τέλος, τα υποδήματα είναι μπότες ψηλές χωρίς τακούνι σχεδόν ή με πολύ χαμηλό τακούνι. Οι μπότες αυτές γίνονται από δέρμα τράγου και στα παλιά χρόνια υπήρχαν παπουτσήδες ειδικά για τις μπότες του χωριού Έμπωνα, όπως υπήρχαν και πολυάριθμοι αργαλειοί, που ύφαιναν χρωματιστά υφάσματα από μαλλί, μετάξι και βαμβάκι, για να φτιαχτούν οι πλουμιστές στολές του Έμπωνα, που σήμερα αποτελούν ό,τι ωραίο και παραδοσιακό έχει η Ρόδος και η ακριτική Δωδεκάνησος.
           
Η ΑΝΔΡΙΚΗ ΕΝΔΥΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΘΡΑΚΗΣ
         Η ανδρική ενδυμασία παρουσιάζει ενότητα ως προς τη μορφή της σ' όλο σχεδόν το θρακικό χώρο. Η ενδυμασία αυτή της περιοχής της Θράκης, αποτελούσε ένδυμα κοινό, όπως κοινές ήταν άλλωστε οι συνθήκες και οι ασχολίες των ανθρώπων του τόπου.
         Οι Θρακιώτες όλοι φοράνε ποτούρια. Το ποτούρι είναι είδος ανοιχτού (φαρδύ) παντελονιού που φορέθηκε μόνο στη Θράκη και που ονοματολογικά χαρακτήριζε όλη τη θρακιώτικη ανδρική ενδυμασία. Ήταν φτιαγμένο από "σαγιάκι", συνήθως καφέ χρώματος, για την καθημερινή ενδυμασία, μαύρου χρώματος για την επίσημη στολή και ράβονταν από τους τερζήδες (ράφτες), που το γαΐτωναν με μαύρο γαϊτάνι στις άκρες. Το γαίτωμα των ποτουριών ήταν ανάλογο με την περίσταση και την οικονομική κατάσταση του καθενός. Τα καλοκαιρινά ποτούρια ήταν από βαμβακερό γαλάζιο ύφασμα και ονομάζονταν "βρακιά".
Η ανδρική ενδυμασία της Θράκης αποτελείτο επίσης από το λευκό βαμβακερό πουκάμισο, κεντημένο στο λαιμό, την τραχηλιά και τα μανίκια.
         Πάνω από το πουκάμισο έμπαινε το γιλέκο ή καπούδι ή σαγιάς ή κοντόσι. Το τζαμαντάνι (είδος σακακιού) φοριόταν πάνω από το γιλέκο και είχε χρώμα καφέ ή μαύρο. Κόκκινο ήταν μόνο το τζαμαντάνι που φορούσαν οι γαμπροί στην περιοχή Μ. Γέφυρας. Τις κρύες όμως μέρες του χειμώνα φορούσαν τη γούνα, είδος παλτού σαγιακένιου, με γούνινη (πρόβεια) επένδυση εσωτερικά. Το εξάρτημα αυτό χαρακτήριζε την οικονομική κατάσταση αυτού που το φορούσε. Οι πιο φτωχοί φορούσαν το "γιαμουρλούκι" (είδος μακριού παλτού) από γκρι σαγιάκι με κουκούλα. Στο κεφάλι φορούσαν τα σαρίκια ή σερβέτες σε μαύρο χρώμα. Μαύρο χρώμα είχαν επίσης τα ζωνάρια τους. Μόνο το ζωνάρι του γαμπρού είχε διαφορετικό (κόκκινο) χρώμα.
         Στα πόδια τους, από τα άκρα των δακτύλων τύλιγαν για προστασία, τα "μπιάλια" (στενόμακρο ύφασμα μάλλινο για το χειμώνα, βαμβακερό για το καλοκαίρι). Για παπούτσια είχαν τα "γρουνοτσάρουχα" που τα κατασκεύαζαν οι ίδιοι ή κοντούρια ή γεμενιά παπούτσια που τ' αγόραζαν.
        
ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΕΝΔΥΜΑΣΙΑ ΘΡΑΚΗΣ
         Aντίθετα με την ανδρική ενδυμασία η οποία παρουσιάζεται ως ένα ενιαίο, κοινό ένδυμα, η γυναικεία ενδυμασία της Θράκης παρουσιάζει μεγάλες διαφοροποιήσεις μέσα στο χώρο. Τα γυναικεία ρούχα αποτελούσαν ένα κώδικα επικοινωνίας που δήλωναν την κοινωνική θέση ή την κοινωνική κατηγορία της γυναίκας.
         Το κάθε εξάρτημα, το χρώμα, η διακόσμηση, η μορφή του ενδύματος, όλα αποτελούσαν μηνύματα αναγνωριστικά που δήλωναν αδιάψευστα τη θέση της γυναίκας στην παραδοσιακή κοινωνία: οι ελεύθερες είχαν ρούχα με ζωηρά χρώματα και πλούσια κεντίδια. Οι κορδέλες στολισμένες με τις πούλιες μόνο για τις ελεύθερες και τις νιόπαντρες, τα κόκκινα "σαλένια" ή "μπουχασένια" μόνο για τις νύφες, που θα τα φορούσαν 40 ημέρες μετά το γάμο. Ο κεφαλόδεσμος σεμνός για τις ηλικιωμένες, λουλουδιασμένες μαντίλες και σιργκούτσια για τις ελεύθερες. Για τις νύφες λουλούδια και γιρλάντες, καρφίτσες και τέλια πολλά. Όλα την ημέρα του γάμου λαμπερά, πλούσια, καλορίζικα, σύμβολα κι ευχές για τη νέα ζωή της γυναίκας και την εξασφάλιση της γονιμότητας.
        
ΓΛΩΣΣΑΡΙ
         Αλατζάς: πολύχρωμο βαμβακερό ύφασμα, κατ' επέκταση ένδυμα
         Αντερί: είδος ανοικτού έως κάτω μακρυμάνικου ενδύματος
         Βράκα: φουφουλωτό παντελόνι
         Γιούρδα: Μάλλινο αμάνικο κοντό πανωφόρι
         Γυαλωμένο: ένδυμα-ύφασμα κολαρισμένο και αδιαβροχοποιημένο με κόλλα, κουρκούτι ή κερί
         Δαλματική: είδος φορέματος.
         Ζιπούνι: είδος ζακέτας ή ανοικτού έως κάτω φορέματος
         Ζώστρα: είδος ζωναριού
         Ιμάτιο : είδος εσάρπας
         Καβάδι: είδος ανοικτού έως κάτω μακρυμάνικου φορέματος
         Καβάι: φόρεμα-ρόμπα της Καρπάθου
         Καλπάκι: είδος κεφαλοκαλύμματος
         Καμουχάς: είδος υφάσματος, κατ' επέκταση ένδυμα
         Καπλαμάς: βαμβακερή φόδρα, κατ' επέκταση ένδυμα
         Καφτάνι: είδος ανοικτού έως κάτω φορέματος
         Κοντόσια (η): μάλλινο αμάνικο πανωφόρι
         Κόφια: σκούφια, Θήκη των μαλλιών των Εβραίων της 0εσσαλονίκης
         Κυλόττα: παντελόνι στρατιωτικού τύπου, ιππικού
         Μπενεβρέκι: είδος παντελονιού
         Μπουραζάνα: είδος παντελονιού
         Ντουλαμάς: είδος πολύπτυχου μάλλινου πανωφοριού
         Ποδανάρια: τα πόδια του παντελονιού
         Πουκάμισο : μονοκόμματο φόρεμα
         Σαγιάς: βαμβακερό, συνήθως, πανωφόρι-ρόμπα
         Σαγιόν ή Σαγιάκι: μάλλινο δίμιτο ύφασμα
         Σαλβάρα: φαρδύ παντελόνι
         Σιγκούνι: αμάνικο μάλλινο κοντό πανωφόρι
         Σκούτες: τα μπροστινά τμήματα του σαγιά
         Στόλα: είδος εσάρπας των Ρωμαίων γυναικών
         Σωκάι: σκούφια, θήκη μαλλιών στο Δρυμό
         Τόγκα: είδος μεγάλης εσάρπας των Ρωμαίων
         Touviκa: μανικωτό φόρεμα των Ρωμαίων
         Τραγιάσκα: καπέλο αντρικό με γείσο
         Τσούκνα: μάλλινο αμάνικο γυναικείο φόρεμα
         Φερετζές: μακρύ πανωφόρι με μεγάλο γιακά
         Φέσι: είδος κόκκινου σκούφου
         Φλοκάτα: πανωφόρι μάλλινο πολύπτυχο
         Φουστανέλα: πολύπτυχη λευκή βαμβακερή αντρική φούστα
         Φουστάνι: βαμβακερό φόρεμα
         Χλαίνα: είδος εσάρπας των Ρωμαίων
         Χλαμύδα: είδος εσάρπας των Ελλήνων
ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΕΣ ΦΟΡΕΣΙΕΣ