ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΩΝ
Οι Σαρακατσάνοι είναι ένα νομαδικό φύλο, που άφησε το νομαδικό τρόπο ζωής μετά το τέλος του 2ου Παγκοσμίου πολέμου, και τον ημινομαδικό, τις τελευταίες δεκαετίες. Οι επιστήμονες που ασχολήθηκαν με την καταγωγή τους, συμφωνούν ότι πρόκειται για ένα ελληνικότατο φύλο. Κοιτίδα των Σαρακατσαναίων, αποτέλεσε η περιοχή των Αγράφων και ο ευρύτερος ορεινός όγκος της Πίνδου, από όπου και διασκορπίστηκαν κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας. Το γλωσσικό τους ιδίωμα, οι παραστάσεις και τα σχέδια στις φορεσιές και τα υφαντά, οι δοξασίες τους, οι προλήψεις τους και βέβαια το περικεντρικό ορθό καλύβι, παραπέμπουν στην Αρχαιότητα (Αγ. Χατζημιχάλη, Γ. Καββαδίας, Δ. Μαυρογιάννης κ.α.). Άλλοι τους θεωρούν σαν τους αρχαιότερους της Ευρώπης (Πουλιανός).
ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΩΝ
Οι Σαρακατσάνοι λόγω της νομαδικής τους ζωής μετά τον διασκορπισμό τους, αναπτύχθηκαν σε όλη τη Βαλκανική Χερσόνησο, προς ανεύρεση καλύτερων βοσκοτόπων. Έτσι δημιουργήθηκαν τρεις γεωγραφικές ομάδες Σαρακατσάνων:
Οι Μοραΐτες, που παλαιότερα ξεκαλοκαίριαζαν στον Μοριά, απ’ όπου πήραν και το όνομά τους. Σήμερα είναι εγκατεστημένοι στη Θεσσαλία και λίγοι στην Κεντρική Μακεδονία, όπου ξεκαλοκαίριαζαν τα τελευταία χρόνια. Μεγάλη υποομάδα των Μοραϊτών είναι οι Σαρακατσάνοι της Ηπείρου, οι επονομαζόμενοι Ηπειρώτες.
Οι Κασσανδρινοί που παλαιότερα ξεκαλοκαίριαζαν στη Χαλκιδική, απ΄ όπου πήραν το όνομά τους και τώρα είναι εγκατεστημένοι κυρίως στην Κ. Μακεδονία.
Οι Πολίτες (επειδή κινούταν σε περιοχές που ελέγχονταν διοικητικά από την Κωνσταντινούπολη) που σήμερα είναι εγκατεστημένοι στη Αν. Μακεδονία και Θράκη. Υποομάδες αυτών είναι οι Βουλγαρινοί (Σαρακατσάνοι της Βουλγαρίας) και οι Ανατολίτες, αυτοί που ξεκαλοκαίριαζαν στη Μ. Ασία.
ΟΙ ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΟΙ ΣΗΜΕΡΑ
Σήμερα οι Σαρακατσάνοι αποτελούν ένα ζωντανό κομμάτι της σύγχρονης Ελληνικής Κοινωνίας. Μετά την κτηνοτροφία ασχολήθηκαν και με τη γεωργία, και τα τελευταία χρόνια με το εμπόριο και τις επιστήμες. Η ανάγκη διατήρησης της παράδοσης, τους ώθησε στην δημιουργία των Συλλόγων, που είναι οι σύγχρονοι θεματοφύλακες της πολιτιστικής τους ταυτότητας. Σήμερα στον Ελλαδικό χώρο υπάρχουν 43 Σαρακατσάνικοι Σύλλογοι που έχουν δημιουργήσει την Π.Ο.Σ.Σ. (Πανελλήνια Ομοσπονδία Συλλόγων Σαρακατσάνων) το 1981. Στη Βουλγαρία υπάρχουν Σαρακατσάνοι που και εκείνοι έχουν οργανωθεί σε Ομοσπονδία με 19 επίσημα οργανωμένους συλλόγους.
ΧΟΡΟΙ ΚΑΙ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
Το χαρακτηριστικό γνώρισμα των σαρακατσάνικων χορών είναι ο αργός ρυθμός τους, αφενός διότι δεν είχαν την συνοδεία μουσικών οργάνων, αφετέρου λόγω του βάρους της φορεσιάς τους που συνοδεύονταν από τα περίφημα κουστέκια (στολίδια). Πολλοί από τους χορούς χαρακτηρίζονται «κλέφτικοι» αφού χορεύονταν αποκλειστικά από τους άνδρες. Ένα άλλο χαρακτηριστικό είναι ότι στους μεικτούς χορούς οι άνδρες χορεύουν μπροστά και οι γυναίκες ακολουθούν και μάλιστα ο τελευταίος στην σειρά άνδρας πιάνεται με μαντίλι με την πρώτη στην σειρά του χορού γυναίκα.
Οι σαρακατσάνικοι χοροί είναι οι εξής:
Συρτός Χορός
Ο Συρτός χορεύονταν από τους Σαρακατσάνους, όπως και από τους Έλληνες της υπόλοιπης Ηπειρωτικής Ελλάδος. Είναι ένας χορός 12 βημάτων με μέτρο 2/4 (Σε αντιδιαστολή με τον Καλαματιανό που έχει μέτρο 7/8). Είναι μικτός χορός, που τον χόρευαν δηλαδή μαζί και άνδρες και γυναίκες σε ένα κύκλο. Οι άντρες χορεύουν μπροστά και οι γυναίκες πίσω. Ο τελευταίος άντρας με την πρώτη στη σειρά του χορού γυναίκα, πιάνονται με μαντήλι και ποτέ χέρι με χέρι, ενώ έπρεπε να έχουν και συγγένεια.
Συρτός στα Τρία
Επίσης μεικτός, πανελλήνιος χορός που απαντάται & στους Σαρακατσάνους. Είναι χορός 6 βημάτων, με μέτρο 2/4 και λίγο πιο αργός από τον συρτό.
Κάτσα
Είναι κλέφτικος, ανδρικός χορός. Χορεύονταν κυρίως από τους Σαρακατσάνους της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης και το κύριο χαρακτηριστικό του είναι ένα κάθισμα των χορευτών, που ονομάζεται ‘’κάτσα’’. Έχει δύο μέρη, το αργό και το γρήγορο. Το πρώτο μέρος είναι κυρίως τραγουδιστικό με βήματα πολύ αργά. Το δεύτερο μέρος είναι γρήγορο και τα βήματα είναι ζωηρά σε ρυθμό. Στους Σαρακατσάνους της περιοχής μας, η κάτσα ήταν ο επίσημος χορός που χορευόταν από το γαμπρό τη μέρα του γάμου. Φυσικά δεν υπήρχε Σαρακατσάνικο γλέντι χωρίς ‘’κάτσα’’.
Κτσάδικος
Επίσης κλέφτικος χορός με μέτρο, με ζωηρά κουτσά (κ’τσα) βήματα, που δίνουν ένα πολύ λεβέντικο και περήφανο ύφος στον χορό αυτό. Αποτελείται και αυτός από δύο μέρη, αργό και γρήγορο. Στο αργό έχουμε περήφανα αργά βήματα και στο γρήγορο μέρος του χορού, έχουμε ζωηρές κάτσες και αναπηδήσεις.
Σταυρωτός
Είναι και αυτός κλέφτικος χορός με μέτρο. Δεν χορευόταν από γυναίκες. Υπάρχουν δύο παραλλαγές αυτού του χορού. Η μία, η παλαιότερη χορεύεται από τέσσερα άτομα που σχηματίζουν σταυρό μεταξύ τους (απ’ όπου και το όνομα σταυρωτός). Οι χορευτές δεν πιάνονται μεταξύ τους με λαβή, αλλά από τις άκρες δύο μαντηλιών σε σχήμα σταυρού.
Η άλλη νεότερη χορεύεται από δύο άτομα, τα οποία στέκονται ο ένας δίπλα από τον άλλο με αντίρροπη διεύθυνση και χορευόταν από άτομα που γινόταν στυαραδέρφια (Άτομα, δηλαδή, που ενώ δεν είχαν συγγένεια αίματος, ήταν πολύ καλοί φίλοι και αισθανόταν την ανάγκη να γίνουν αδέρφια). Είναι ο θεσμός της αδελφοποιίας, που έχει τις ρίζες της στην αρχαιότητα, και είναι πολύ διαδεδομένος στους Σαρακατσάνους.
Τσάμικος
Είναι ένας ανδρικός χορός με μέτρο 3/4 . Είναι πανελλήνιος χορός όμως οι Σαρακατσάνοι χόρευαν έναν χαρακτηριστικά αργό τσάμικο, με χορευτικές φιγούρες μόνο του πρωτοχορευτή. Άλλωστε, επειδή τραγουδούσαν με το στόμα και χόρευαν (χωρίς τη συνοδεία μουσικών οργάνων) και λόγω του βάρους της φορεσιάς και των στολιδιών (κουστέκια) δεν ήταν δυνατό να χορεύουν γρήγορους χορούς, γιατί θα κουραζόταν εύκολα. Προφανώς ο τσάμικος είναι η απλοποιημένη μορφή της κάτσας, γι’ αυτό στους Σαρακατσάνους της Μακεδονίας και Θράκης εισήλθε αργότερα με το γραμμόφωνο.
Διπλός Χορός
Είναι ένας μεικτός χορός, (που χορεύονταν από άνδρες και γυναίκες κυρίως της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης). Έχει αργό και γρήγορο μέρος. Το αργό είναι τραγουδιστικό με αργά βήματα, ενώ το γρήγορο είναι συρτός στα Τρία. Ο χορός διπλώνει και ξεδιπλώνει στις αντίστοιχες φράσεις του τραγουδιού.
Περιγελαστικοί χοροί
Οι χοροί αυτοί, χορευόταν από τους Σαρακατσάνους τις μικρές ώρες των γλεντιών τους. Είναι ανδρικοί χοροί με εύθυμα λόγια, με αναπαραστάσεις και μιμήσεις που έδιναν αστείο τόνο στους χορούς αυτούς. Το χορευτικό του Συλλόγου μας έχει διδαχθεί από τους ηλικιωμένους και παρουσιάζει στα γλέντια του τον χορό ‘’το πώς αποκοιμήθηκα’’.
Στο Ζωνάρι
Μεικτός χορός, όπου οι χορευτές πιάνονται μεταξύ τους με ειδική λαβή από τα ζωνάρια τους.‘Έχει αργό, με μικρά βήματα, μέρος, και ένα γρηγορότερο και πιο περήφανο.
Οι Σαρακατσάνοι τραγουδούσαν τα τραγούδια τους, μόνο ‘’με το στόμα’’, χωρίς τη συνοδεία μουσικών οργάνων. Τα όργανα και οι ορχήστρες μπήκαν στη Σαρακατσάνικη μουσική παράδοση, τα νεότερα χρόνια για καθαρά πρακτικούς λόγους και υπό την επίδραση του ραδιοφώνου και του γραμμοφώνου. Τα Σαρακατσάνικα τραγούδια ήταν αντιφωνικά. Δηλαδή, έλεγε η μία παρέα τον ένα στίχο, σταματούσε, τραγουδούσε η δεύτερη παρέα τον ίδιο στίχο και συνέχιζαν το τραγούδι οι πρώτοι. Σε κάποια γλέντια τους συνόδευαν οι ήχοι της τζαμάρας και του ταψιού. Τα τραγούδια αυτά, δεν χορεύονταν. Η τζαμάρα ήταν το μόνο Σαρακατσάνικο μουσικό όργανο, ένα είδος φλογέρας, με τρία μέρη που βγάζει ένα βραχνό παραπονιάρικο ήχο, πολύ διαφορετικό από τον οξύ της φλογέρας.
Στα τραγούδια με το ‘’ταψί’’ οι δύο παρέες τραγουδούσαν αντιφωνικά, ενώ κάποια μεγάλη σε ηλικία συνήθως Σαρακατσάνα, ‘’γύρναγε’’, δηλαδή στριφογύριζε επιδέξια το ταψί σε κατακόρυφο άξονα, με το χέρι της, στο οποίο φορούσε πολλά δαχτυλίδια. Αυτά κροτάλιζαν πάνω στο ταψί παράγοντας ένα μοναδικής αρμονίας, μεταλλικό ήχο.
Όταν χόρευαν οι Σαρακατσάνοι, πάλι τραγουδούσαν ‘’με το στόμα’’. Τα τραγούδια τους άγγιζαν όλα τα θέματα. Της ξενιτιάς (αφού έφευγε κάποιο προσφιλές πρόσωπο στα ξένα) του γάμου, νυφιάτικα, της αγάπης, περιγελαστικά - σκωπτικά, αλλά και μοιρολόγια (Υπήρχαν άλλωστε και ‘’ειδικές’’ μοιρολογίστρες). Τις θεματικές ενότητες των Σαρακατσάνικων τραγουδιών, μπορεί να δει κανείς και στα βιβλία με τα Σαρακατσάνικα τραγούδια, που κυκλοφορούν τελευταία.
Ο ΓΑΜΟΣ
Ο γάμος ήταν η μεγαλύτερη κοινωνική εκδήλωση της ζωής των Σαρακατσάνων. Φυσικά είναι αδύνατο να γίνει πλήρης καταγραφή του σε λίγες σελίδες. Θα περιοριστούμε σε ένα χρονολόγιο του γάμου με απλές αναφορές, για να ξαναφέρουμε στην μνήμη των παλιών και να κεντρίσουμε το ενδιαφέρον των νεότερων. Ο γάμος (χαρά) διαρκούσε επτά ημέρες. Συνήθως ξεκίναγε Τετάρτη και τελείωνε («χάλαγε») τη Τρίτη. Κάθε μέρα γινόταν συγκεκριμένα έθιμα.
Την πρώτη μέρα του γάμου (Τετάρτη) ξεκινά ο γάμος στο κονάκι του γαμπρού. Την ίδια μέρα «έπιαναν» τα προζύμια για την «κλούρα» του γάμου. Η Πέμπτη κυλούσε χωρίς τίποτα το ιδιαίτερο. Το απόγευμα της Παρασκευής, πριν δύσει ο ήλιος, ράβονταν ο φλάμπουρας από τον «μπράτιμο». Στο κονάκι της νύφης πιάνανε τα προζύμια και η νύφη έπαιρνε τη θέση της πίσω από το «τσόλι». Το Σάββατο ξύριζαν το γαμπρό και ξεκινούσε για το κονάκι της νύφης φορώντας τα ρούχα του «ζυϊασμένα» από τη μάνα του. Όταν πλησίαζαν το κονάκι της νύφης πήγαινε πρώτα μια επιλεγμένη ομάδα- πάντα μονός αριθμός- οι «σχαριάτες». Μετά έφθανε όλο το συμπεθεριό με το γαμπρό που διανυκτέρευε σε συγγενείς της νύφης. Όλο το βράδυ περνούσε με χορό και τραγούδι.
Το πρωί της Κυριακής φίλευαν τους συμπεθέρους. Ο μπράτιμος, ο νουνός (έτσι λεγόταν ο κουμπάρος) και τα κουνιάδια «πόδεναν» τη νύφη, έβαζαν στο κεφάλι της τον πέπλο (κούκλος) και την περνούσαν το ζωνάρι. Μετά έφευγαν για τις στέψεις αφού ο γαμπρός ζωνόταν και μπατσαλίζοταν από τον πεθερό. Μετά τις στέψεις έφθαναν χωριστά στο κονάκι του γαμπρού. Τη νύφη τη δέχονταν ο πεθερός με τάματα για να «ξεπεζέψει» ενώ η πεθερά με το πιάτο από «ζαχαράτα».
Τη Δευτέρα το γλέντι ξεκινούσε με το γαμπρό και τη νύφη να χορεύουν με το μπράτιμο στη μέση. Το απόγευμα είχαμε το ξεσάκιασμα της προίκας της νύφης και το βράδυ γλέντι με χορό και τραγούδια. Την Τρίτη ήταν το τελευταίο τραπέζι και γλέντι με τους συμπεθέρους. Το μεσημέρι ο γάμος τελείωνε. Μετά από μέρες οι γονείς της νύφης επισκέπτονταν τους νεόνυμφους και ακολουθούσε η εθιμοτυπική επίσκεψη της νύφης στους δικούς της, τα «πιστρόφια».
ΠΡΟΛΗΨΕΙΣ: Νεράιδες, Καλότυχες, Νταούτηδες, αερικά
Απομονωμένοι από τον άλλο κόσμο οι Σαρακατσαναίοι , σε μία κοινωνία με δικούς της κανόνες ήθη και έθιμα και δικιά της κοσμοθεωρία φυσικό ήταν να δώσουν δικές τους έννοιες προσπαθώντας να δικαιολογήσουν τα διάφορα (παράδοξα) που αντιμετώπιζαν καθημερινά στα βουνά και στα λαγκάδια. Έτσι δημιούργησαν φαντάσματα, αερικά, ισκιώματα, σκιάσματα, Νεράιδες, Καλότυχες, Νταούτηδες, δράκους, βρικόλακες, στοιχειά και άλλα ξωτικά, που αποτελούν έναν αόρατο κόσμο από κακά πνεύματα και δαίμονες.
Τα ήξεραν όλα ένα προς ένα ,σε όποια περιοχή και αν βρίσκονταν και είχαν για αυτά πολλές παραδόσεις. Ήξεραν επίσης τους τρόπους που θα τα πολεμήσουν και θα τα εξουδετερώσουν. Για να φυλάγονται είχαν μαζί τους ένα σωρό φυλαχτά και ξορκίσματα που όλα ξεκινούν από την παλιά προφυλακτική μαγεία. Τα φυλαχτά πίστευαν πως έχουν την δύναμη να τους προστατεύουν από κάθε δαιμόνιο και κακό. Αλλά και πολλές φορές τα βοηθούσαν να έχουν την υγεία τους και να προκόβουν αυτοί και τα κοπάδια τους.
Τα δαιμόνια στους Σαρακατσαναίους ήταν θηλυκά και αρσενικά. Τα φανταζόντουσαν με διάφορες μορφές, να τους κυνηγούν στα βουνά και στα λαγκάδια. Τα θηλυκά παρουσιάζονται σε όλους (άντρες και γυναίκες) με καθαρά ανθρώπινη μορφή σαν Νεράιδες που έχουν τρελάνει η έχουν αρπάξει ή έχουν παντρευτεί πολλούς Σαρακατσαναίους. Συχνά παρουσιάζονται σαν Μαινάδες, αυτές είναι οι Καλότυχες, κακές γυναίκες με ανθρώπινη μορφή, πολλών από αυτές τα μαλλιά είναι σαν φίδια και οι περισσότερες ήταν οι μισές γομάρες και οι μισές άνθρωποι. Οι Καλότυχες ρίχνονταν στα πρόβατα και στα γίδια, έρχονταν και όταν γεννούσαν οι γυναίκες και κυνηγούσανε σαράντα ημέρες την λεχώνα. Σκιάσματα διάφορα έπεφταν και στους αρρώστους και σε όσους ξεψυχούσαν. Πολλά τους δρασκελούσανε ακόμα και τους πεθαμένους.
Τους αρσενικούς δαίμονες τους λένε Νταούτηδες (αλλού ονομάζονται Νταβέτσι και Νταβέσκα).
Ο Νταούτης ήταν το άγριο κακό και δυναμικό δαιμονικό. Σάτυρος τραγόμορφος. Το κεφάλι του ήταν σαν τράγου με μεγάλα κέρατα, το μισό κορμί του ήταν και αυτό επίσης τράγου, το άλλο κορμί του και τα πόδια του ήταν ανθρώπου που κατέληγαν σε μεγάλα νύχια τράγου.
Κανονικά τα σκιάσματα, δαιμονικά, Καλότυχες, Νταούτηδες, έπεφταν τρεις φορές τον χρόνο στα κοπάδια. Τον Δεκέμβρη πριν τα Χριστούγεννα, στα τέλη του Απρίλη και στις αρχές του Μάη προτού φύγουν για τα χειμαδιά και μετά την μεταμόρφωση του Χριστού στα τέλη Αυγούστου. Όταν ρίχνονταν στα πρόβατα και στα γίδια έσκούζαν σαν όρνια. Έπεφταν εκεί που κοιμούνται στο γρέκι και στον στάβλο. Πρόγκαγαν τα πράτα δίχως να ξέρεις τον λόγο. Σαν θα προγκήσουν δύο-τρεις φορές, θα βρεις πάντα δύο-τρία και δέκα πολλές φορές ψόφια. Και πολλά άρρωστα με άλλη αρρώστια κάθε φορά (παρμάρα, βούρλα, βλογιά κλπ.). Όλοι τους πιστεύουν ότι οι περισσότερες αρρώστιες στα ζωντανά τους προέρχονται από τα δαιμόνια.
Τον Νταούτη τον έτρεμαν οι τσοπαναραίοι. Είναι σατανικό που δεν έχει στασιά, δεν πιάνεται ούτε φυλαχτό τον διώχνει. Όταν πέφτει, τα πρόβατα και τα γίδια αφηνιάζουν, προγκάνε. Τα βρίσκει στον στάβλο, στη βοσκή, στο γρέκι, όταν ξεκουράζονται ή βοσκούν και τα μαρκαλάει με το ζόρι. Τα ζωντανά φουσκώνουν, πρήζονται, βγάζουν αίμα και ψοφάνε. Άμα ψοφήσουν πολλά πάει να πει πως πήγαν πολλοί Νταούτηδες ασκέρι. Αν ο Νταούτης πέσει σε γρέκι οι τσοπάνηδες παίρνουν το γρέκι από εκεί και το πάνε σε άλλη μεριά. Μερικοί προτού στήσουν το καινούργιο γρέκι φωνάζουν τον παπά και κάνει αγιασμό. Βγάζουν και τα κουδούνια από τα ζωντανά και τα διαβάζει ο παπάς. Δεν ξανάπανε ποτέ στο ίδιο σταλό να σταλίσουν τα πρόβατα γιατί ο Νταούτης είναι το μόνο σκίασμα που πηγαίνει και την ημέρα όπου και αν είναι τα πρόβατα και οι τσοπάνηδες. Στα καινούργια μαντριά και στον σταλό δεν παίρνουν μαζί τους τα σκυλιά. Γύρω από τα μαντριά ανάβουν μεγάλες φωτιές και καίνε παλιοτσάρουχα, παλιοσκουτιά, και θειάφι για να βγάζουν κάπνα. Η φωτιά και η κάπνα δημιουργούσε ένα μαγικό κύκλο και εμπόδιζε τους δαίμονες να μπουν στα μαντριά. Πίστευαν όμως ότι ο Νταούτης ήξερε να παίζει φλογέρα να ξεγελάει τα πρόβατα. Ήξερε επίσης και τα ονόματα των τσοπάνηδων. Οι τσοπάνηδες όταν άκουγαν το όνομα τους δεν έπρεπε να απαντήσουν, γιατί ο δαίμονας τους έπαιρνε την μιλιά ή τους πάταγε στην κοιλιά ή τους έκανε άλλα πολλά κακά.
Πάντα πίστευαν ότι το δέντρο είναι κατοικία μια ανώτερης μυστηριακής δύναμης. Έτσι έλεγαν πώς όταν το έκοβαν οι γυναίκες γινόταν κακός δαίμονας, Καλότυχη, έβγαινε από το δέντρο και γέμιζαν τα λόγγια. Το κόψιμο του δέντρου και του κλαριού είναι πράξη ιερουργική, που την συνοδεύουν φυλαχτά και ξόρκια για να φεύγουν από τα λόγγια τα ισκιώματα και οι καλότυχες, που βαράνε γυναίκες και άντρες στο κεφάλι ή τους αρπάζουν από το χέρι και το πόδι και τους βροντάνε. Και παίρνουν την φωνή σε όποιον τους μιλήσει.
Μαγική αλλά και αποτρεπτική δύναμη έχουν και τα δέντρα που τα κλαριά τους έχουν αγκάθια όπως: η αγκορτσά (αγριοαχλαδιά), ή και χαμόκλαδα με αγκάθια όπως η σπαραγγιά, τα παλιούρια, τα γουμαράγκαθα κλπ. Αυτά έβαζαν συνήθως και στους φράχτες, στα μαντριά κλπ. για να απομακρύνουν τα δαιμονικά.
Πολλά άλλα είναι τα μαγικά φυτά και κατ’ εξοχήν τα (δυναμούχα), το πυξάρι, η λυγαριά κλπ.
Η λυγαριά ήταν το πιο ιερό τους χαμόδεντρο ανάμεσα στα δέντρα που λάτρευαν, τους έδινε το πρωτόγονο σχοινί το πιο γερό απ’ όλα. Όπως στους αρχαίους έτσι και στους Σαρακατσαναίους, η δύναμη της λυγαριάς είναι μαγική και εξαιρετική η συμβολική της σημασία. Με λυγαριά σχηματίζουν τους ιερούς κόμπους ή σταυρούς με την μαγική δύναμη, όταν δένουν τα κλαδιά για να στήσουν τον σκελετό των καλυβιών και τους φράχτες στα καλά μαντριά. Σπάνια όταν δεν βρίσκουν λυγαριά στην περιοχή που νομαδεύουν, μεταχειρίζονται άλλο φυτό για να δέσουν σταυρωτά. Από λυγόβεργες γίνονται τα ζουστάρια ή ζουνάρια που περιζώνουν από το χώμα ως την κορυφή, όλο το κλάδωμα της καλύβας, για να στερεωθεί καλά. Η λυγαριά ήταν ανάμεσα στα πρώτα φυλακτικά τους. Τα λουλουδάκια και τα φύλα της η έγγειος γυναίκα ράβει σε ένα πανάκι και φτιάχνει ένα φυλαχτό για να κρατιέται το παιδί και να είναι δεμένο μαζί της. Αλλά η λυγαριά έχει και δύναμη απελαστική: κρεμούσαν φυλαχτά με λυγαριά στην πόρτα της καλύβας, έβαζαν λυγαριά στα χαϊμαλιά των παιδιών, επίσης με βέργες από λυγαριά έφτιαχναν τα παιδιά (αγόρια) την Μ. Παρασκευή έναν σταυρό και γύριζαν ανάμεσα στα κονάκια για να τραγουδήσουν τα πάθια του Χριστού.
Βιβλιογραφία. Αγγελική Χατζημιχάλη: Οι Σαρακατσάνοι