Κλειὼ διὰ τὸ τὸν ἐκ τῆς ποιήσεως τῶν
ἐγκωμιαζομένων ἔπαινον μέγα κλέος
περιποιεῖν τοῖς ἐπαινουμένοις (Διόδωρος 4.7)
Μία από τις εννέα Μούσες, [1] κόρη του Δία και της Μνημοσύνης, κατά την επικρατέστερη εκδοχή. Το όνομά της προερχόταν από τη λέξη κλέος, που σημαίνει καλή φήμη, τη δόξα που έφερνε σε όσους υμνούσαν οι ποιητές. Ο ποιητής Σιμωνίδης (6ος/5ος αι. π.Χ.) τη χαρακτηρίζει θεά των πηγών, ο Πίνδαρος (5ος αι. π.Χ.) του άσματος, το ίδιο και ο Βακχυλίδης, αργότερα λεγόταν και θεά της ιστορίας και της ρητορικής.
Αν και οι Μούσες θεωρούνται θεές παρθένες, ωστόσο οι παραδόσεις δίνουν και στην Κλειώ απογόνους. Ο Απολλόδωρος (1.3.3) παραδίδει τα εξής: «Η Κλειώ ερωτεύτηκε τον Πίερο, τον γιο του Μάγνητα, από την οργή της Αφροδίτης (επειδή τη ντρόπιασε για τον έρωτά της προς τον Άδωνη), κοιμήθηκε μαζί του και απέκτησε από αυτόν ένα γιο, τον Υάκινθο, που τον ερωτεύτηκε ο Θάμυρις, γιος του Φιλάμμωνα και της νύφης Αργιόπης, που πρώτος εισήγαγε τον έρωτα ανάμεσα σε άνδρες». Λεγόταν και μητέρα της Πολύβοιας, αδελφής του Υάκινθου, ἀποθανοῦσαν ἔτι παρθένον (Παυσ. 3.19.4), και ότι από τον ίδιο τον Μάγνη λεγόταν απέκτησε τον Ιάλεμο και τον Υμέναιο. Ακόμη, αναφέρεται και ως μητέρα του Ρήσου.
Θεωρείται ως η Μούσα της ιστορίας. Σύμβολά της ήταν η σάλπιγγα, για να διαλαλεί τα κατορθώματα, και η κλεψύδρα (ο χρόνος που περνά, η ροή, η τάξη). Μεταγενέστερα απεικονίζεται με περγαμηνές και δάφνινο στεφάνι στο κεφάλι.
[1] Για άλλες εκδοχές βλ. Μούσες.