Οι Μούσες, σύμφωνα με τους αρχαιότερους συγγραφείς, ήταν θεότητες που ενέπνεαν το τραγούδι, ενώ, σύμφωνα με τους μεταγενέστερους, προΐστανται στα διάφορα είδη ποίησης, στις τέχνες, στις επιστήμες. Αρχικά θεωρήθηκαν νύμφες των μαντικών πηγών, κοντά στις οποίες λατρεύονταν. Η γενεαλογία, τα ονόματα και ο αριθμός τους διέφεραν από τόπο σε τόπο, έως ότου η Θρακοβοιωτική λατρεία των εννέα Μουσών εξαπλώθηκε από τη Βοιωτία σε άλλα μέρη της Ελλάδας και τελικά καθιερώθηκε γενικά.
Σύμφωνα με την πιο διαδεδομένη αντίληψη, ήταν κόρες του Δία και της Μνημοσύνης και γεννήθηκαν στην Πιερία, στους πρόποδες του Ολύμπου (Όμ.,Ιλ. Β 491· Οδ. α 10· Απολλόδ. 1.3.1) ή στον Ελικώνα.
Υπάρχουν όμως και άλλες εκδοχές, ότι δηλαδή ήταν κόρες:
• του Ουρανού και της Γαίας (Σχόλ. Πινδ. Νεμ. 3.16· Παυσ. 9.29.2· Διόδ. 4.7)
• του Πίερου και της
Πιμπληίδας νύμφης, την οποία ο
Κικέρων (De Nat. Deor. 3.21) αποκαλεί Αντιόπη (Παυσ. ό.π.)· στην εκδοχή αυτή οι
Μούσες ήταν επτά και ονομάζονταν Νειλώ, Τριτώνη, Ασωπώ, Επτάπολη, Αχελωίδα,
Τιπόπλους, Ροδία (Παυσ. 9.29.2)·
• του Απόλλωνα
• του Δία και της Πλουσίας και ονομάζονταν Αρχή,
Μελέτη, Θελξινόη,
Αοιδή,
Μνήμη (Tzetz. Arnob. ll. cc.)
• του Δία και της Μονέτας, άλλο όνομα της Μνημοσύνης ή της
Μνήμης, από όπου ονομάζονται Μνημονίδες (Οβ., Μετ. 5.268)
• του Δία και της Αθηνάς
• του Αιθέρα και της Γαίας (Υγ., Fab. Praef.).
Ο αριθμός τους λοιπόν ποικίλει, από τρεις μέχρι εννέα. Σύμφωνα με μια δελφική παράδοση ήταν τρεις, η Υπάτη, η Μέση, η Νεάτη και λατρεύονταν στον Ελικώνα. Ιδρυτές της λατρείας τους εκεί ήταν ο Εφιάλτης και ο Ώτος, που θεμελίωσαν και την Άσκρα, και ονόμασαν το βουνό ιερό (Παυσ. 9.29.2) Οι Σικυώνιοι ονόμαζαν μία από τις τρεις Πολυμάθεια (Πλούτ., Συμπ. 9.14). Ο Πίερος ήταν τελικά αυτός που καθιέρωσε στις Θεσπιές τη λατρεία των εννέα Μουσών και άλλαξε τα ονόματά τους σε αυτά με τα οποία είναι περισσότερο γνωστές. Εξάλλου, όπως λέει ο Διόδωρος, ο αριθμός εννέα βεβαιώνεται ὑπὸ τῶν ἐπιφανεστάτων ἀνδρῶν εννοώντας πρωτίστως τον Όμηρο (ω 60) και τον Ησίοδο, ο οποίος και τις ονομάζει (Θεογ. 77 κ.ε.). Η αλήθεια, βέβαια, είναι ότι ο Όμηρος αναφέρει τη Μούσα στον ενικό αριθμό· όταν, για παράδειγμα, ο Οδυσσέας απευθύνθηκε στον αοιδό Δημόδοκο, του είπε: σε δίδαξε ασφαλώς η Μούσα, η κόρη του Διός, λέει ο Οδυσσέας στον αοιδό (Οδ. θ 488)· μερικές φορές τις αναφέρει στον πληθυντικό αριθμό και μόνο μία μιλά για εννέα χωρίς όμως να αναφέρει τα ονόματά τους. Αλλά βέβαια ο κάθε ποιητής καλούσε τη δική του Μούσα να τον βοηθήσει. Εξάλλου, ο αυστηρός καταμερισμός των αρμοδιοτήτων των Μουσών έγινε σε μεταγενέστερες εποχές, στη ρωμαϊκή. Αυτό σημαίνει πως, μέχρι τότε, όταν ένας ποιητής μια Μούσα να τον βοηθήσει, έρχονταν όλες τους· τόσο συνδεδεμένες και ομόφρονες ήταν μεταξύ τους.
Ο Διόδωρος αναφέρει πως ονομάστηκαν Μούσες από το ρήμα μυῶ, γιατί μυούσαν τους ανθρώπους στη γνώση, στο τι ήταν καλό και συμφέρον, όλα αυτά που αγνοούνταν από τους αμόρφωτους –Μούσας δ᾽ αὐτὰς ὠνομάσθαι ἀπὸ τοῦ μυεῖν τοὺς ἀνθρώπους, τοῦτο δ᾽ ἐστὶν ἀπὸ τοῦ διδάσκειν τὰ καλὰ καὶ συμφέροντα καὶ ὑπὸ τῶν ἀπαιδεύτων ἀγνοούμενα (4.7.4). Μεταγενέστερα διατυπώθηκαν και άλλες απόψεις για την ετυμολογία της λέξης, ωστόσο αμφίβολες. Σε κάθε περίπτωση, οι Μούσες, που είχαν κοντά τους τις Χάριτες και τον Ίμερο και μυούσαν στη μουσική, την ποίηση, τον λόγο, ήταν η Κλειώ, η Θάλεια, η Μελπομένη, η Τερψιχόρη, η Πολύμνια, η Ουρανία, η Ερατώ, η Ευτέρπη και η Καλλιόπη (Ησ. Θεογ. 53 κ.ε. ). Ανακάλυψαν τα γράμματα και την ποίηση, την αρμονία (γι’ αυτό και εσφαλμένα θεωρούνταν κόρες της Αρμονίας) και τη μελωδία και αντικατέστησαν κάποτε την αρμονία των χορδών της λύρα, την οποία είχε σπάσει ο Απόλλωνας. Έτσι εξηγούνται και τα ονόματα Υπάτη, Μέση, Νεάτη, που αντιστοιχούν στις συγχορδίες της λύρας.
Στα έπη οι Μούσες είναι οι θεές του τραγουδιού και της ποίησης και ζουν στον Όλυμπο (Ιλ. Β 484), όπου στα συμπόσια των θεών ψάλλουν καλόφωνα με την σειράν τους όλες (Ιλ. Α 604). Άλλες φορές τα τραγούδια τους είναι θρηνητικά, όπως στην κηδεία του Αχιλλέα –Εννέα οι Μούσες, με φωνή μελωδική, θρηνούσαν συναλλάσσοντας / τη μουσική τους (Οδ. ω 60-61). Ωστόσο, η κύρια δύναμή τους είναι ότι φέρνουν στο μυαλό του θνητού ποιητή τα γεγονότα που πρέπει να αφηγηθεί, του δίνουν το χάρισμα του τραγουδιού και χάρη σε ό,τι εκφέρει (Ιλ. Β 484-492 , 761-762· Οδ. α 1), αν και ενίοτε ως αντίδωρο για το δώρο που δίνουν παίρνουν από τον αοιδό την όρασή του, όπως συνέβη με τον Δημόδοκο: Πάνω στην ώρα φάνηκε κι ο κήρυκας, τον τιμημένο οδηγώντας / αοιδό, που τον εσφράγισε η Μούσα με την εύνοιά της, / αντιχαρίζοντας ωστόσο με το καλό μαζί και το κακό· / του στέρησε το φως των ομματιών, για να του δώσει / το γλυκό τραγούδι (Οδ. θ 63-67). Βέβαια, ένας τυφλός αοιδός θα έπρεπε να έχει γερή μνήμη. Έτσι, μπορούμε να κατανοήσουμε γιατί δόθηκε στις Μούσες ως μητέρα η Μνημοσύνη.
Και όπως ποιητές, ραψωδοί, αοιδοί όφειλαν τιμή στις Μούσες, αντίστοιχα τιμή όφειλαν οι θνητοί στους προικισμένους με το χάρισμα των Μουσών αοιδούς: «Ορίστε, κήρυκα, πρόσφερε τούτο το κρέας στον Δημόδοκο, / να το γευτεί· θέλω να δείξω την εκτίμησή μου, / κι ας με βαραίνει η τόση θλίψη. / Γιατί πάνω στη γη όλοι οι θνητοί οφείλουν σέβας και τιμή / στους αοιδούς, που η Μούσα τούς εδίδαξε τον δρόμο / στα τραγούδια τους κι αγάπησε πολύ των αοιδών το γένος» (Οδ. θ 478-482). Οι ποιητές επικαλούνταν τις Μούσες, πίστευαν ότι εμπνέονταν από αυτές και ζητούσαν τη βοήθειά τους για να φέρουν σε πέρας το δύσκολο έργο τους. Και επειδή το ίδιο έργο επιτελούσε και ο Απόλλωνας, φυσικώ τω λόγω συνδέονται μαζί του –κι όλες χαρήκαν οι καρδιές [των θεών]το ισόμοιρο τραπέζι, / του Φοίβου ακόμη την λαμπράν κιθάραν και τες Μούσες / ως έψαλναν καλόφωνα με την σειράν τους όλες· (Ιλ. Α 602-4, μετ. Ι. Πολυλάς· πρβλ. Οδ. θ 488). Σε μεταγενέστερους χρόνους ο Απόλλωνας προσλαμβάνει και το επίθετο Μουσαγέτας ή Μουσηγέτης, αρχηγός δηλαδή του χορού των Μουσών (Διόδ. 1.18). Με τον Απόλλωνα οι Μούσες μοιράζονται (ή πήραν την ικανότητα από εκείνον) την προφητική δύναμη· μπορεί πάλι να την είχαν από μόνες τους, καθώς είναι νύμφες που εμπνέουν, και επομένως μπορούν να τη διδάξουν, όπως έγινε στην περίπτωση του Αρισταίου. Συνδέονται όμως και με τον Διόνυσο και τη δραματική ποίηση, και ως εκ τούτου περιγράφονται ως συντρόφισσες ή τροφοί του θεού του θεάτρου.
Καλές και μαλακές με όσους τις επικαλούνταν και τις σέβονταν, οι Μούσες γίνονταν σκληρότατες τιμωροί σε όσους δεν τις υμνούσαν, τις ίδιες ή την πατρίδα τους [1], ή τις προκαλούσαν, όπως έγινε με τον Θάμυρη, τις Σειρήνες ή τις εννέα κόρες του Πίερου.
Ο Όμηρος διηγείται ότι ο δάσκαλός του Θάμυρης μπλέχτηκε σε μουσικό αγώνα με τις Μούσες. Φτάνοντας στην ύβρη, εκτός του ότι ζήτησε να πλαγιάσουν μαζί του σε περίπτωση που νικούσε, απείλησε με πρόσθετη τιμωρία την καθεμιά χωριστά και με διαφορετικό τρόπο. Κι εκείνες τον τύφλωσαν, του στέρησαν τις ικανότητές του στη μουσική και όρισαν να μεταβεί μετά τον θάνατό του στον τόπο των τιμωριών όπου θα βρισκόταν μαζί με άλλους ασεβείς:
[…] στο Δώριο, όπου οι Μούσες αντάμωσαν το Θάμυρη
το Θράκα και τον έκαναν να πάψει να ψάλλει,
καθώς ερχόταν από την Οιχαλία, από τον Εύρυτο τον Οιχαλέα·
γιατί στην ξιπασιά του βεβαίωνε πως θα νικήσει,
ακόμα και αν οι ίδιες οι Μούσες έψαλλαν, οι κόρες του Δία
που βαστά την αιγίδα. Κι εκείνες θύμωσαν και τον κατάστρεψαν:
του πήραν το θείο τραγούδι και τον έκαμαν να ξεχάσει την τέχνη
της κιθάρας.
(Όμ., Ιλ. 594-600, μετ. Ν. Καζαντζάκης – Ι.Θ. Κακριδής)
Μετά από αυτό ο Θάμυρης έριξε τη λύρα του στον ποταμό που ονομάστηκε Βαλύρας από το γεγονός (βάλλω +λύρα) —γενέσθαι δὲ τὸ ὄνομα τῷ ποταμῷ λέγουσι Θαμύριδος τὴν λύραν ἐνταῦθα ἀποβαλόντος ἐπὶ τῇ πηρώσει (Παυσ. 4.33.3). Ο τόπος της τιμωρίας τοποθετείται στο Δώριο, κοντά στην Πύλο, ή στο Δώτιο της Θεσσαλίας. [2]
Σύμφωνα με μια βοιωτική παράδοση, η Ήρα έβαλε τις Σειρήνες να ανταγωνιστούν τις Μούσες στο τραγούδι, και όταν αυτές έχασαν, οι Μούσες μάδησαν τα φτερά των αντιπάλων τους, έπλεξαν στεφάνια με αυτά και τα έβαλαν στο κεφάλι τους σαν τρόπαιο για τη νίκη τους.. Κρητική παράδοση θέλει τον αγώνα να τελείται στον τόπο τους και τις Σειρήνες να χάνουν τα φτερά τους από τη στενοχώρια για την ήττα τους. Έγιναν κάτασπρες και ρίχτηκαν στη θάλασσα, και από τότε μια πόλη ονομάστηκε Άπτερα και ένα νησί Λευκαί (Στέφ. Βυζ., Άπτερα). [3]
Οι Μούσες προκλήθηκαν σε μουσικό αγώνα από τις κόρες του Πίερου, βασιλιά της Πιερίας και της Πέλλας, τις Πιερίδες. Αυτές ονομάζονταν αλλιώς και Ημαθίδες λόγω της καταγωγής τους από την περιοχή νότια του Αξιού και της Παιονίας, βόρεια της Πιερίας, που εκτεινόταν από τον Αλιάκμονα ως τον Όλυμπο (Οβ., Μετ., 5ο βιβλίο, Αντ. Λιβ.). Ο μουσικός αγώνας ανάμεσα στους δύο χορούς, των αθάνατων Μουσών και των εννέα θνητών Πιερίδων ή Ημαθίδων, που έγινε στον Ελικώνα, το βουνό των Μουσών, έληξε φυσικά με τη νίκη των Μουσών, οι οποίες μεταμόρφωσαν τις θνητές κόρες σε πτηνά, σε κίσσες λέει ο Οβίδιος, σε διάφορα πουλιά μαρτυρεί ο Νίκανδρος. Κατά τον Παυσανία, Πιερίδες και Μούσες είχαν τα ίδια ονόματα, όμως τα παιδιά που αποδίδονται στις Μούσες (π.χ. Ορφέας) ήταν στην πραγματικότητα των Πιερίδων, ενώ οι ίδιες παρέμεναν παρθένες –παρθένους δ᾽ αὐτὰς οἱ πλεῖστοι γεγονέναι μυθολογοῦσι διὰ τὸ τὰς κατὰ τὴν παιδείαν ἀρετὰς ἀφθόρους δοκεῖν εἶναι (Διόδωρος 4.7.3).
Με τη νίκη τους έναντι των φιλόμουσων Πιερίδων οι Μούσες εξασφάλισαν την παρουσία τους στις περιοχές όπου είχε αμφισβητηθεί η δύναμή τους. Γι’ αυτό και θεωρείται ότι πίσω από τον μύθο κρύβεται η καθιέρωση της λατρείας των Μουσών από τον βασιλιά Πίερο, τον γιο του Μακεδόνα και πατέρα των Πιερίδων· οι Μούσες λέγονταν και Πιερίδες Μούσες –το επίθετο ήταν δηλωτικό του τόπου καταγωγής τους. [4]
Πρωτίστως η Καλλιόπη αλλά και όλες οι Μούσες μαζί υμνούν ένα ηρωικό παρελθόν και ιδίως εκείνους τους βασιλείς που είναι δίκαιοι, φροντίζουν δηλαδή για την εύρυθμη λειτουργία της κοινωνίας τους:
Γιατί αυτή [η Καλλιόπη] τους σεβαστούς τους βασιλιάδες
συνοδεύει.
Όποιον απ’ τους θεόθρεφτους τους βασιλείς προσέξουν σαν
γεννιέται
και τον τιμήσουνε του Δία του μεγάλου οι κόρες,
γλυκιά δροσιά τού χύνουνε στη γλώσσα του επάνω
και ρέουνε μειλίχια τα λόγια του απ’ το στόμα. Κι όλος ο
κόσμος
στρέφει το βλέμμα του σ’ αυτόν και κρίνει τις διαφορές
με δίκαιη κρίση. (Ησ., Θεογονία 79-86, μετ. Στ. Γκιργκένης)
Επειδή οι ποιητές αντλούσαν τη δύναμή τους από τις Μούσες, συχνά θεωρούνταν μαθητές ή γιοι τους. Έτσι, ο Λίνος ονομάζεται γιος του Αμφίμαρου και της Ουρανίας (Παυσ. 9.29.3), ή του Απόλλωνα και της Καλλιόπης, ή της Τερψιχόρης (Απολλόδ. 1.3.2)· ο Υάκινθος γιος του Πιέρου και της Κλειώς (Απολλόδ. 1.3.3)· ο Ορφέας γιος της Καλλιόπης ή της Κλειώς· ο Θάμυρης γιος της Ερατώς ή της Μελπομένης… Αυτές είναι μόνο λίγες από τις παραλλαγές περί των απογόνων τους. Ωστόσο, όπως και άλλες νύμφες, θεωρούνταν παρθένες θεές.
Οι Μούσες λατρεύονταν στον Ελικώνα και σε άλλα μέρη της Βοιωτίας, στον Όλυμπο, στα Πιέρια όρη, στην Κορινθία, τη Σπάρτη, την Αρκαδία, την Τροιζήνα κ.α. Τὸ τῆς Ἑλλάδος μουσεῖον, δηλαδή η Αθήνα, φιλοξενούσε βωμούς τους στον Ιλισό και στην Ακαδήμεια. Υμνήθηκαν σχεδόν από όλους τους ποιητές. Τροφός των μουσών ήταν η Ευφήμη και το άγαλμά της στεκόταν στους πρόποδες του Ελικώνα δίπλα στου Λίνου. (Παυσ. 9.29.5).
Στα αρχαιότερα έργα τέχνης βρίσκουμε μόνο τις τρεις Μούσες να κρατούν μουσικά όργανα, φλάουτο, λύρα, βάρβιτο. Αργότερα καλλιτέχνες, όπως ο Λύσιππος και ο Ευβουλίδης, έδωσαν σε καθεμία από τις εννέα αδερφές διαφορετικά χαρακτηριστικά και διαφορετικές ιδιότητες. Ανάλογα με αυτές τις τελευταίες ήταν και τα αντικείμενα που κρατούσαν στο χέρι. Ενίοτε παριστάνονται με φτερά στο κεφάλι, παραπέμποντας στον αγώνα τους με τις Σειρήνες.
Ήδη αναφέραμε πως μέχρι τους ρωμαϊκούς χρόνους οι Μούσες θεωρούνταν ομόφρονες και απόλυτα συνδεδεμένες μεταξύ τους. Έτσι, όταν ένας ποιητής καλούσε μια Μούσα να τον βοηθήσει, έρχονταν όλες τους. Σταδιακά επήλθε ο καταμερισμός των αρμοδιοτήτων των Μουσών και η εξειδίκευση και πολύ αργότερα σταθεροποιήθηκαν και τα σύμβολά τους. Οι περισσότερες εμφανίζονται δαφνοστεφανωμένες, φυσικό επακόλουθο της σχέσης τους με τον Απόλλωνα.
Καλλιόπη: Η Μούσα της επικής ποίησης. Απεικονίζεται συνήθως με χρυσό στεφάνι στο κεφάλι, κρατώντας πινάκιο και γραφίδα και συχνά με τα Ομηρικά έπη στα γόνατά της.
Κλειώ: Η Μούσα της ιστορίας. Σύμβολά της ήταν η σάλπιγγα, για να διαλαλεί τα κατορθώματα, και η κλεψύδρα (ο χρόνος που περνά, η ροή, η τάξη). Μεταγενέστερα απεικονίζεται με περγαμηνές και δάφνινο στεφάνι στο κεφάλι.
Ευτέρπη: Η Μούσα της αυλητικής τέχνης. Απεικονίζεται με διπλό αυλό και δαφνοστεφανωμένη.
Τερψιχόρη: Η Μούσα του χορού και αργότερα και της λυρικής ποίησης. Απεικονίζεται καθισμένη κρατώντας λύρα.
Ερατώ: Η Μούσα του υμέναιου του γάμου, επομένως της ερωτικής ποίησης, με σύμβολό της τη λύρα.
Πολύμνια: Η Μούσα των ιερών ύμνων. Παριστάνεται στοχαστική, με μακρύ μανδύα και πέπλο, ενίοτε με το δάχτυλο στα χείλη να υπενθυμίζει τη σημασία και την ιερότητα της σιωπής.
Μελπομένη: Η Μούσα της τραγωδίας. Απεικονίζεται πλάι στον Διόνυσο, φορώντας τραγική μάσκα ή κρατώντας την στο ένα χέρι, ενώ στο άλλο κρατά σκήπτρο, ρόπαλο ή μαχαίρι. Ενίοτε παριστάνεται δαφνοστεφανωμένη.
Θάλεια: Η Μούσα της κωμωδίας και της βουκολικής ποίησης. Απεικονίζεται με στεφάνι κισσού ή δάφνης, κρατώντας κωμική μάσκα στο αριστερό χέρι και στο δεξί βακτηρία.
Ουρανία: Η Μούσα της αστρονομίας. Συνήθως παριστάνεται με διαβήτη στο δεξί χέρι και ουράνια σφαίρα στο αριστερό, με αστεροειδή στέφανο και φορώντας εσθήτα κυανή. Ενίοτε η ουράνια σφαίρα είναι τοποθετημένη μπροστά της σε τρίποδα.
Αυτές η Μνημοσύνη, που διαφεντεύει του Ελευθήρα τα υψώματα,
σαν έσμιξε με το γιο του Κρόνου, τον πατέρα, στην Πιερία γέννησε
λησμονιά απ᾽ τις συμφορές κι ανάπαυση απ᾽ τις έγνοιες.
Εννιά μαζί της νύχτες έσμιγε ο συνετός ο Δίας,
μακριά από τους αθανάτους, στην ιερή ανεβαίνοντας την κλίνη της.
Μα όταν συμπληρώθηκε ο καιρός κι έκαναν κύκλο οι εποχές
με των μηνών το σβήσιμο, και μέρες συμπληρώθηκαν πολλές,
γέννησε αυτή κόρες εννιά, ομόνοες, που μες στα στήθια τους
τις νοιάζει το τραγούδι, κι έχουνε ξέγνοιαστη ψυχή
λίγο πιο κάτω απ᾽ την ακρότατη κορφή του χιονισμένου Ολύμπου.
Κι έχουνε χοροστάσι εκεί λαμπρό και δώματα ωραία
και δίπλα τους οι Χάριτες κι ο Ίμερος σπίτι έχουν
στις ευωχίες μέσα. Και τραγουδούν, φωνή απ᾽ το στόμα αφήνουνε
εράσμια, και υμνούν των αθανάτων όλων τις συνήθειες
και τ᾽ αγαθά τα ήθη, ευφρόσυνη βγάζοντας φωνή.
Τότε πορεύθηκαν στον Όλυμπο με το τραγούδι τους το αθάνατο
κι αγαλλιάζανε με την ωραία τους φωνή. Κι αντιλαλούσε με τον ύμνο τους ολόγυρα
η μαύρη γη κι εράσμιος χτύπος απ᾽ τα πόδια τους σηκώνονταν,
καθώς πορεύονταν προς τον πατέρα τους. Εκείνος είναι βασιλιάς στον ουρανό,
γιατί κατέχει ο ίδιος τη βροντή και τον πυρώδη κεραυνό,
αφού τον Κρόνο, τον πατέρα του, νίκησε στη δύναμη. Κι όλους ωραία
τους νόμους διευθέτησε για τους αθανάτους κι όρισε προνόμια.
Αυτά οι Μούσες έψελναν που στα Ολύμπια κατοικούνε δώματα,
οι εννέα κόρες που γεννήθηκαν απ᾽ το μεγάλο Δία,
η Κλειώ, η Ευτέρπη, η Θάλεια, η Μελπομένη,
η Τερψιχόρη, η Ερατώ, η Ουρανία, η Πολύμνια,
κι η Καλλιόπη: αυτή η εξοχότατη απ᾽ όλες είναι.
Γιατί αυτή τους σεβαστούς τους βασιλιάδες συνοδεύει.
Όποιον απ᾽ τους θεόθρεφτους τους βασιλείς προσέξουν σαν γεννιέται
και τον τιμήσουνε του Δία του μεγάλου οι κόρες,
γλυκιά δροσιά τού χύνουνε στη γλώσσα του επάνω
και ρέουνε μειλίχια τα λόγια του απ᾽ το στόμα. Κι όλος ο κόσμος
στρέφει το βλέμμα του σ᾽ αυτόν και κρίνει τις διαφορές
με δίκαιη κρίση. Αυτός σαν αγορεύει αλάθητα
γοργά κι επισταμένα καταπαύει ακόμη και φιλονικία μεγάλη:
γι᾽ αυτό υπάρχουνε οι βασιλείς οι εχέφρονες, για να προσφέρουνε
στην αγορά με ευκολία στον κόσμο που αδικείται εκδίκηση,
90αφού τον κατευνάσουν με λόγια μαλακά.
Αυτός στη σύναξη σαν έρχεται τον εξευμενίζουν σαν θεό
με σεβασμό μειλίχιο κι ανάμεσα στους μαζεμένους διαπρέπει.
Τέτοιο το ιερό δώρο των Μουσών για τους ανθρώπους είναι.
Γιατί απ᾽ τις Μούσες κι απ᾽ τον Απόλλωνα που μακριά τοξεύει
γίνονται οι τραγουδιστές και οι κιθαριστές πάνω στη γη,
από το Δία όμως οι βασιλιάδες. Μακάριος αυτός που αγαπούν οι Μούσες.
Γλυκιά απ᾽ το στόμα του κυλά η φωνή.
Ακόμη κι αν κανείς έχει ένα πένθος στην ψυχή που τώρα δα πληγώθηκε
και με θλιμμένη την καρδιά μαραίνεται, μόλις ο αοιδός,
ο υπηρέτης των Μουσών, τη δόξα των παλιών υμνήσει ανθρώπων
και τους μακάριους που τον Όλυμπο κατέχουνε θεούς,
αμέσως εκείνος λησμονεί τις θλίψεις του κι ούτε καθόλου τις έγνοιες του
θυμάται. Γοργά τον μεταβάλλουνε των θεαινών τα δώρα.
Του Δία τέκνα χαίρετε και θελκτικό τραγούδι δώστε.
Το ιερό υμνείτε των αθανάτων γένος των αιώνιων
που από τη Γη γεννήθηκαν κι από τον Ουρανό που ᾽ναι γεμάτος άστρα,
από τη ζοφερή τη Νύχτα, κι όσους μεγάλωσε ο αλμυρός ο Πόντος.
Πέστε πώς έγιναν στην αρχή οι θεοί και η γη
και οι ποταμοί κι ο πόντος ο απέραντος που ορμάει με το κύμα,
τ᾽ άστρα που λάμπουν κι ο πλατύς ο ουρανός επάνω.
[Κι όσοι απ’ αυτούς θεοί, των αγαθών οι χορηγοί, γεννήθηκαν.]
Και πώς μοιράστηκαν τα πλούτη τους και τ᾽ αξιώματα χωρίσανε.
Αλλά και πώς πήραν στην αρχή τον Όλυμπο με τα πολλά φαράγγια.
Αυτά πέστε μου Μούσες που κατοικείτε τα Ολύμπια δώματα,
απ᾽ την αρχή, και πέστε ποιό απ᾽ αυτά έγινε πρώτο.
(Ησίδος, Θεογονία 53-115, μετ. Στ. Γκιργκένης)
Μούσες, του Ολύμπου κάτοικες, διδάξετέ με τώρα —
είσθε θεές και βρίσκεσθε παντού και ηξεύρετ᾽ όλα,
τίποτ᾽ εμείς δεν ξεύρομεν, την φήμην μόνο ακούμε,—
των Δαναών οι βασιλείς και οι άρχοι τίνες ήσαν·
του πλήθους τα ονόματα να ειπώ δεν θα ημπορούσα
εγώ κι αν δέκα στόματα κι αν δέκα γλώσσες είχα,
κι αν είχ᾽ ασύντριφτην φωνήν και χάλκινα τα στήθη·
μόνον οι κόρες του Διός αιγιδοφόρου, οι Μούσες
Ολυμπιάδες θα ᾽λεγαν πόσοι στην Τροίαν ήλθαν·
(Όμ., Ιλ Β 484-492, μετ. Ι. Πολυλάς)