«Ο ρόλος του υποδείγματος:το πέρασμα από τη θεολογική στην πολιτική αντίληψη»
Πολυδεύκης Ασωνίτης
Δρ. Επιστημών Αγωγής
Tο ζήτημα του υποδείγματος είναι ένας από τα βασικότερους συντελεστές στη διαμόρφωση των αντιλήψεών μας για τον κόσμο που μας περιβάλλει. Για την εξυπηρέτηση αυτού του υποδείγματος οι άνθρωποι προσέφευγαν, ανέκαθεν, σε διάφορες λογικές προκειμένου να το οριοθετήσουν.
Για τις πρωτόγονες κοινωνίες ως υπόδειγμα λειτουργούσε ο αποτελεσματικός τρόπος διασφάλισης της επιβίωσης ο οποίος απεικονίζεται με τα σχέδια κυνηγιού στις βραχογραφίες των σπηλαίων. Ο ανεξήγητος φυσικός κόσμος αποτέλεσε για τις πρώτες κοινωνίες υπόδειγμα μεταφυσικών θεωρήσεων που οδήγησε στη λατρεία των ειδώλων.
Στην Αρχαία Ελλάδα υπόδειγμα αποτελούσε η ανάδειξη του κόσμου των ιδεών στην ιδανική πολιτεία. Η τέχνη αποτέλεσε το κατεξοχήν μέσο εξυπηρέτησης της ιδεατής αρμονίας. Τόσο στην «Ειρήνη» όσο και στις «Όρνιθες» επιρρίπτεται ευθύνη στις πλάτες των ανθρώπων, των Θεών αλλά και της πολιτείας. Ίσως μόνο στην Αρχαία Ελλάδα, στα χρόνιας της Δημοκρατίας, έχουμε υπόδειγμα μιας τέτοιας συνευθύνης μεταξύ θρησκείας, πολιτείας και λαού.
Ανάλογα λοιπόν με τις εκάστοτε θεωρήσεις του υποδείγματος χτίζονται και οι αντίστοιχες πεποιθήσεις και δράσεις των ανθρώπων.
Στη Χριστιανική Θρησκεία ως υπόδειγμα θεωρείται ο Θεός που έπλασε τον άνθρωπο «κατ? εικόνα και ομοίωση», το οποίο σημαίνει ότι ο άνθρωπος αλλά και η φύση επιτηρείται από ένα δημιουργό που του μοιάζει μορφολογικά. Οι αγιογραφίες αποτελούν την αποτύπωση αυτής της εξομοίωσης και οι εικονιζόμενες μορφές των αγίων εκπροσωπούν, στην ουσία, τα υποδείγματα προς τα οποία οφείλει να μοιάσει ο άνθρωπος ρέποντας πάντα προς το καλό.
Η περίοδος του Μεσαίωνα αλλά και της Αναγέννησης αφορούσε μια μακραίωνη περίοδο της θεολογικής αντίληψης που επιζητούσε τη συμμόρφωση του ανθρώπου προς, τα προσδιοριζόμενα από τη εκκλησία, υποδείγματα.
Κατ΄αυτόν τον τρόπο τα κοινωνικά προβλήματα αποτελούσαν τις συνέπειες της παρέκκλισης των ανθρώπων από το θεολογικά σωστό και όχι της αναποτελεσματικής πολιτειακής λειτουργίας.
Με το Βυζάντιο αυτό γίνεται εντονότερο στο βαθμό που οι αυτοκράτορες, οι οποίοι θεωρούνταν οι εκπρόσωποι του Θεού επί της γης, δεν έφεραν ουδεμία ευθύνη για οτιδήποτε έπρατταν σε βάρος του λαού.
Για μια μακρά συνεπώς περίοδο η ανθρώπινη συμπεριφορά ακολουθούσε τους κανόνες όχι της δημοκρατίας αλλά της θεολογίας. Οι θεολογικές, κατ? ουσίαν, οδηγίες και κανόνες ρύθμιζαν τις ανθρώπινες ενέργειες και συμπεριφορές.
Με τη γαλλική επανάσταση και το διαφωτισμό τα πράγματα αλλάζουν. Στη θέση του θεολογικού υποδείγματος μπαίνει τώρα το επιστημονικό υπόδειγμα το οποίο, εξ?ορισμού, εμπεριέχει την αναγκαιότητα της έρευνας, της δοκιμής και το ενδεχόμενο της αμφισβήτησης. Η έννοια της δημοκρατίας αλλά και της οργανωμένης πολιτειακής αντίληψης περί ενός κράτους που λειτουργεί με κανόνες και νόμους, ενός κράτους που ασκεί την επιτήρηση, φροντίζει τους πολίτες του και αναλαμβάνει τις ευθύνες της κακοδιαχείρισης, αρχίζει και κάνει, σταδιακά, την εμφάνισή της.
Η δημοκρατία εμφανίζεται με τη θεμελιώδη αρχή της διαδοχής όταν αυτό το αποφασίσει η πλειοψηφία. Παράλληλα η δημοκρατία σέβεται την κριτική της μειοψηφίας, καθότι στο πολιτειακό της περιβάλλον η μεταβολή και η αλλαγή θέσης είναι στοιχεία αναμενόμενα.
Αποδυναμώνεται λοιπόν η θεολογική αντίληψη περί ενοχοποίησης του πολίτη με θεολογικούς όρους ή άλλως με τους λόγους της παρέκκλισης από το θείο νόμο και ενισχύεται η αντίληψη της πολιτικής ευθύνης των εκπροσώπων του λαού. Το ρόλο του υποδείγματος στο πλαίσιο της δημοκρατίας τον παίζουν, τώρα, οι πολιτικοί οι οποίοι εκλέγονται ακριβώς πάνω σε αυτή τη βάση. Εκλέγονται δηλαδή με τη λογική του υποδείγματος το οποίο ζητούν να στηρίξει ο λαός με την ψήφο του. Την επιτήρηση δε, αναλαμβάνει η εκάστοτε κυβέρνηση με τους νόμους που φέρνει προς ψήφιση. Ως εκ τούτου έχουμε μετατόπιση της κύριας ευθύνης από τον πολίτη προς την εκάστοτε πολιτική εξουσία καθόσον αυτή είναι τώρα που υπόσχεται να προσφέρει το καλύτερο δυνατό για τον πολίτη.
Στη δημοκρατία, αντίθετα από ότι συνέβαινε στο αυστηρό θεολογικό πλαίσιο, δοκιμάζεται πρωτίστως η πολιτική αρχή παρά ο πολίτης. Η έννοια της νομιμότητας που διακρίνει το νομικό-ορθολογικό τύπο εξουσίας βασίζεται τώρα σε θεσπισμένους νόμους και όχι στην «παραδοσιακή» ή άλλως «χαρισματική» εξουσία, που υποστήριζε ότι λάμβανε το χρίσμα απευθείας από το Θεό και δε λογοδοτούσε σε κανέναν (Τύπας, 2003, σ.122).
Περάσαμε έτσι από τη θεολογική και μεταφυσική περίοδο στο δρόμο προς την κυριαρχία του θετικισμού και τις απόψεις του Κοντ και την επιστημονική εποχή (Πάτσιου, 2007:152).
Η κύρια θέση της σημερινής πολιτικής αντίληψης έγκειται στο ότι τη δράση και την αποτελεσματικότητα ρυθμίζουν «σκοποί και κανόνες και όχι κριτήρια υπέρτατης αξίας όπως οι θρησκευτικές δοξασίες ή οι φιλοσοφικές πεποιθήσεις» (Τύπας, 2003:122).
Επιγραμματικά:
1. Στο πλαίσιο της θεολογικής αντίληψης ο φέρων την ευθύνη της ανταπόκρισης προς το πρότυπο φέρει ο πιστός γιατί αυτός υπόσχεται την πίστη προς το θεολογικό πρότυπο.
2. Στο πλαίσιο της πολιτικής αντίληψης την ευθύνη φέρει ο πολιτικός καθόσον αυτός είναι που υπόσχεται την ανταπόκριση προς το πολιτειακό πρότυπο.
3. Η συνευθύνη πολιτών και πολιτικών, παρότι επικαλείται, δεν ευσταθεί στο πλαίσιο της πολιτικής αντίληψης καθόσον λειτουργούν οι νόμοι, το κυρωτικό νομικό πλαίσιο και όχι τα ηθικά κηρύγματα. Ο λαός, στο πλαίσιο της πολιτειακής λειτουργίας εκλέγει, δεν εκλέγεται. Ως εκ τούτου δεν οφείλει να απολογηθεί γιατί δεν υπόσχεται να διασφαλίσει το ρόλο του υποδείγματος όπως υπόσχονται να το πράξουν οι πολιτικοί.
Σε ατόπημα υποπίπτει ο λαός όταν κρίνει με τα κριτήρια περί «καλού» και «κακού» πολιτικού. Έτσι οδηγούμαστε σε μια εναλλαγή των προσώπων και η πολιτειακή λειτουργία δεν τυχαίνει βαθιάς κριτικής (Γιανναράς, 2011). Το σημερινό πολιτειακό σύστημα αυτό το έχει αντιληφθεί και διαιωνίζεται μέσω της αντικατάστασης των προσώπων, το οποίο, προφανώς, είναι δίχως τέλος.
Χρέος, σήμερα, του πολιτειακού συστήματος είναι να διασφαλίσει τη λειτουργία με όρους πολιτικούς, με όρους δηλαδή όπου η πολιτική λειτουργία θα αναλάβει το ρόλο του υποδείγματος και όχι με όρους ηθικολογικoύς. Το δεύτερο αφορά τη θεολογία (Πάτσιου, 2007:152).
Το θέμα λοιπόν είναι η πολιτειακή λειτουργία να δημιουργήσει δικλείδες ασφαλείας οι οποίες να μην επιτρέπουν σε κανέναν πολιτικό πρόσωπο («καλό» ή «κακό») να εκμεταλλευθεί τη λαϊκή εντολή.
Το βασικό χρέος της σημερινής πολιτειακής λειτουργίας είναι, αρχικά, να σταματήσει τη ληστρική αποδόμηση της δημόσιας περιουσίας με την αυστηρή θέσπιση θεσμών και ελεγκτικών δομών.
Στη συνέχεια το έργο της έγκειται στην κάλυψη όλων των αναγκών του πολίτη, τη διασφάλιση αξιοπρεπούς διαβίωσης, την ανάπτυξη και απασχόληση, την ασφάλεια, την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος, την ανάδειξη της παιδείας και του πολιτισμού και οτιδήποτε άλλο καλύπτει τις καθημερινές σύγχρονες ανάγκες του λαού.
Εν κατακλείδι, το θέμα δεν έγκειται τόσο στην αντικατάσταση ή συνένωση προσώπων όσο στην αλλαγή εκείνου του πολιτικού πλαισίου το οποίο απαξιώνει το ρόλο του υποδείγματος.
ΑΝΑΦΟΡΕΣ
Γιανναράς Χρήστος, «Δημοσκοπήσεις προκλητικές αμετανοησίας», Η Καθημερινή, 24 Ιουλίου 2011, σ.19.
Πάτσιου Βίκυ (2007), Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος κα η νοσταλγία του νατουραλισμού, στο συλλογικό τόμο: Ο Νατουραλισμός στην Ελλάδα, Ελληνική Εταιρεία Γενικής και Συγκρητικής Γραμματολογία, επιμ.: Ελένη Πολίτη-Μαρμαρινού-Βίκυ Πάτσιου, Μεταίχμιο, Αθήνα.
Τύπας Γεώργιος (2003), Εισαγωγή στη διοικητική επιστήμη, Gutenberg, Αθήνα.