Αρχαία ελληνική μυθολογία

Μειξογενείς θνητές οντότητες – Τέρατα – Αυτόματα

ΛΑΜΙΑ (φόβητρο)


Λάμια. Topsell, Edward (1572-1625), Από το «Ιστορία των τετράποδων θηρίων», 1607.



 

1 2 3 4 5 6

Με το όνομα Λάμια σώζονται τρεις ή τέσσερις μυθολογικές μορφές. Η μία είναι κόρη του Ποσειδώνα που από τον Δία απέκτησε μια από τις Σίβυλλες, τη Λιβυκή. Με το όνομα Λάμια προσφωνούσαν οι άνθρωποι και το τέρας Γελλώ ή και άλλα φόβητρα των παιδιών, την Ακκώ, την Αλφιτώ, την Καρκώ, τη Μορμώ (Πλούτ., Ηθ. 1040Β). Το όνομα σώζεται και στον πληθυντικό αριθμό· λάμιες ήταν θηλυκά πνεύματα που κολλούσαν στους νέους και ρουφούσαν το αίμα τους.

1. Η Λάμια, κόρη του Βήλου και της Λιβύης, είχε την ατυχία να την ερωτευτεί ο Δίας, κάτι που φυσικά προκάλεσε την οργή της Ήρας, όχι βέβαια προς τον άνδρα της αλλά στην ερωμένη του και τα παιδιά τους. Κάθε φορά που η Λάμια έφερνε στον κόσμο ένα παιδί, η Ήρα το εξολόθρευε ή έκανε την κοπέλα να γεννά να νεκρά παιδιά. Από απελπισία η άτυχη κοπέλα κρύφτηκε σε μια σπηλιά· η απόγνωσή της τη μεταμόρφωσε σε τέρας ζηλόφθονο για τις ευτυχισμένες μανάδες και τα παιδιά τους που τα άρπαζε και τα καταβρόχθιζε. Δεν ήταν όμως αυτό αρκετό για την Ήρα που της στέρησε τελείως τον ύπνο, κάτι που είχε συνέπειες και στους ανθρώπους, καθώς μερόνυχτα περιπλανιόταν, παραμόνευε και κατασπάραζε. Ο Δίας λυπήθηκε την παλιά ερωμένη για την αϋπνία της και της έδωσε τη δυνατότητα να βγάζει τα μάτια της και να τα ξαναβάζει όποτε ήθελε. Και αυτή, όταν ήταν να κοιμηθεί, τα ακουμπούσε σε ένα δοχείο δίπλα της και κοιμόταν βαθιά, ειδικά μετά από μια γερή οινοποσία. Τότε μόνο οι άνθρωποι ήταν ασφαλείς. Δεν είναι, λοιπόν, τυχαίο που οι γυναίκες αναφέρονταν συχνά στη Λάμια σαν φόβητρο για τα παιδιά και ότι εξαγριωμένο το τέρας άρπαζε και σκότωνε τα βρέφη. Γι’ αυτό και απέδιδαν σε εκείνη τους αιφνίδιους θανάτους παιδιών. [Εικ. 1, 2, 3, 4, 5, 6] Περιγράφεται ακόμη σαν άγριο και δύσοσμο ζώο ή σαν γυναίκα που μύριζε άσχημα, περδομένη γυνή (Σχ. Αριστοφ. Ειρ. 758b-e).

2. Η δεύτερη Λάμια, ή το δεύτερο επεισόδιο της πρώτης, ζούσε στο όρος Κίρφη [1] στους πρόποδες του Παρνασσού προς τον νότο, πλάι στην Κρίσα, σε μια τεράστια σπηλιά. Αυτή η Λάμια —λέγεται αλλιώς και Σύβαρη— άρπαζε στους αγρούς κοπάδια και ανθρώπους. Χρησμός του θεού απέτρεψε τη μετεγκατάσταση των κατοίκων των Δελφών, κάτι που θα προκαλούσε την ερήμωση και του μαντείου, με την προϋπόθεση ότι θα προσέφεραν ως θύμα στο τέρας ένα νέο. Ο κλήρος έπεσε στον όμορφο και χαρισματικό Αλκυονέα, μοναχογιό του Δίομου και της Μεγάνειρας. Οι ιερείς τον ετοίμασαν για τη θυσία σαν ιερό σφάγιο, τον στεφάνωσαν και με πομπή τον οδηγούσαν μέχρι την είσοδο του σπηλαίου. Στον δρόμο τούς συνάντησε ένας ευγενής από τη γενιά του ποταμού Αξιού, ο Ευρύβατος, γιος του Εύφημου, τον οποίο πληροφόρησαν για την αιτία της πομπής. Ο Ευρύβατος ζήτησε τότε να αντικαταστήσει τον Αλκυονέα, γιατί τον ερωτεύτηκε αλλά δεν μπορούσε να τον ελευθερώσει με τη βία. Οι ιερείς δέχτηκαν, έβγαλαν τα στεφάνια από το κεφάλι του Αλκυονέα, τα φόρεσαν στον Ευρύβατο και τον οδήγησαν στη σπηλιά, όπου και τον εγκατέλειψαν. Με τόλμη ο νέος μπήκε στο άντρο, άρπαξε τη Λάμια, την έβγαλε στο φως και της τσάκισε το κεφάλι σε ένα βράχο. Το τέρας εξαφανίστηκε και στη θέση του αναπήδησε πηγή που την ονόμασαν Σύβαρη. Αυτό το όνομα έδωσαν στην πόλη που ίδρυσαν αργότερα οι Λοκροί στην Ιταλία.


Σχετικά λήμματα

ΑΚΚΩ, ΑΛΦΙΤΩ, ΓΕΛΩ, ΚΑΡΚΩ, ΛΑΜΙΑ, ΜΟΡΜΟΛΥΚΗ, ΜΟΡΜΩ

ΑΞΙΟΣ, ΗΡΑ, ΣΥΒΑΡΗ




ἡ Κίρφις ἐκ τοῦ νοτίου μέρους, ὄρος ἀπότομον, νάπην ἀπολιπὸν μεταξύ, δι´ ἧς Πλεῖστος διαρρεῖ ποταμός. ὑποπέπτωκε δὲ τῇ ὁ Κίρφει πόλις ἀρχαία Κίρρα (Στράβων 9.3).