Ευρετήριο Άρθρου

 3c3480bb216a5e4a6186130f28cf7e8f

Έντεχνα λαϊκά τραγούδια που δημιουργήθηκαν πριν την 21η Απριλίου 1967.

Εδώ θα παρουσιαστούν Έντεχνα λαϊκά τραγούδια που δημιουργήθηκαν πριν τη Χούντα (πριν την 21η Απριλίου 1967), η ακρόαση των οποίων αποτελούσε αντιστασιακή πράξη κατά τη διάρκεια της Χούντας.

 

Κύκλος τραγουδιών Επιτάφιος

Η ποιητική σύνθεση Επιτάφιος του Γιάννη Ρίτσου αποτελείται από είκοσι ποιήματα και είναι εμπνευσμένη από το θάνατο του Χρήστου Τούση στην απεργία του Μαΐου του 1936 σε συμπλοκή με την αστυνομία. Ο πρόλογος του Ρίτσου έχει ως εξής: «Θεσσαλονίκη, Μάης του 1936. Μια μάνα, καταμεσίς του δρόμου, μοιρολογάει το σκοτωμένο παιδί της. Γύρω της και πάνω της, βουίζουν και σπάζουν τα κύματα των διαδηλωτών - των απεργών καπνεργατών. Εκείνη συνεχίζει το θρήνο της...».

Μέσα σε τρεις μέρες έγραψε τα 14 από τα 20 ποιήματα του Επιταφίου. Τρία από αυτά τα ποιήματα δημοσιεύτηκαν στις 12 Μαΐου του 1936 στην εφημερίδα Ριζοσπάστης, τα οποία λογοκρίθηκαν έντονα από τοπικές αρχές και πολιτικούς. Στις 8 Ιουνίου 1936 εκδόθηκε ο Επιτάφιος σε δέκα χιλιάδες αντίτυπα, με έντονες αντιδράσεις από τη δικτατορία Μεταξά, οι οποίες οδήγησαν στη πυρά πληθώρα αντιγράφων.

Η εν λόγω ποιητική σύνθεση εκδόθηκε ξανά το 1956 αφού ο Γιάννης Ρίτσος γύρισε από την εξορία. Δύο χρόνια μετά ο Γιάννης Ρίτσος έστειλε αντίτυπο του έργου αυτού στο Μίκη Θεοδωράκη, ο οποίος τότε βρισκόταν για σπουδές στο Παρίσι. Το αντίτυπο είχε την εξής αφιέρωση: «το βιβλίο τούτο κάηκε από το Μεταξά το 1938 κάτω από τους στύλους του Ολυμπίου Διός». Ο Μίκης Θεοδωράκης άρχισε να μελοποιεί ποιήματα του Επιταφίου στο αυτοκίνητό του περιμένοντας τη γυναίκα του, Μυρτώ, να κάνει τα ψώνια της.

Στα τέλη του 1959 έστειλε έτοιμο τον κύκλο τραγουδιών στους: Γιάννη Ρίτσο, Βύρωνα Σάμιο και Μάνο Χατζιδάκι. Σκοπός του είναι να ηχογραφηθεί το έργο και ο Τάκης Λαμπρόπουλος της δισκογραφικής εταιρίας Columbia του προτείνει να το ενορχηστρώσει ο Μάνος Χατζιδάκις, ο οποίος ήταν γοητευμένος τόσο από τη μελοποιημένη ποίηση όσο και από τη συγκεκριμένη εργασία του Μίκη Θεοδωράκη.

Η ερμηνεία που έδωσε ο Μάνος Χατζιδάκις στον Επιτάφιο έριχνε βάρος στη λυρική πλευρά του έργου, αντιμετωπίζοντας το λαϊκό χαρακτήρα του με τον ίδιο περίπου τρόπο, με τον οποίο αντιμετώπιζε τις ρεμπέτικες Πασχαλιές (ιδέ σημείωμα του Ανταίου Χρυσοστομίδη στην ερμηνεία του έργου αυτού από τον Σταύρο Ξαρχάκο). Η προσέγγιση του Επιταφίου από το Μάνο Χατζιδάκι δεν άρεσε ούτε στο Γιάννη Ρίτσο ούτε στο Μίκη Θεοδωράκη, με αποτέλεσμα ο Μίκης Θεοδωράκης να ηχογραφήσει ξανά το έργο αυτό με τους Γρηγόρη Μπιθικώτση, Καίτη Θύμη και Μανώλη Χιώτη τον Αύγουστο του 1960. Ο κύκλος αυτός των τραγουδιών έχει επίσης ερμηνευτεί από τους: Μαίρη Λίντα (1963), Μαρία Φαραντούρη (1967), Φλέρυ Νταντωνάκη (1970), Νένα Βενετσάνου (2000), Σταύρο Ξαρχάκο (2004).

Που πέταξε τ’ αγόρι μου

Μέρα Μαγιού μου μίσεψες

 

Κύκλος τραγουδιών Επιφάνεια

Οι ποίηση αυτού του κύκλου τραγουδιών είναι του Γιώργου Σεφέρη και η μουσική του Μίκη Θεοδωράκη. Μελοποιήθηκε το 1960 στο Παρίσι και ηχογραφήθηκε το Φεβρουάριο του 1962 με ερμηνευτή τον αείμνηστο Γρηγόρη Μπιθικώτση.

Το ακόλουθο τραγούδι από το συγκεκριμένο κύκλο τραγουδιών μπορεί να τραγουδηθεί από μαθητές/τριες:

Άρνηση (στο περιγιάλι το κρυφό)

Η μελοποίηση του ποιήματος αυτού βοήθησαν τους στίχους του ποιητή να φτάσουν εύκολα και ευχάριστα στα αυτιά, στα χείλη και στις καρδιές των ελλήνων.

Με την μελοποίηση όμως αυτή, το ποίημα του Σεφέρη έχασε 2 πράγματα. Πρώτον, έχασε οριστικά τον τίτλο του. Αν εξαιρέσουμε τους φιλολόγους, όλοι οι υπόλοιποι όταν αναφέρονται σ’ αυτό, χρησιμοποιούν ως τίτλο τις πρώτες λέξεις του ποιήματος Στο περιγιάλι το κρυφό ή και σκέτα Το περιγιάλι. Εύκολα μπορεί να καταλάβει κανείς το γιατί. Σ’ ένα λαϊκό τραγούδι όπως αυτό, ο τίτλος Άρνηση θα ηχούσε παράταιρα. Το δεύτερο πράγμα, που έχασε η Άρνηση κατά την μελοποίησή της ήταν μια άνω τελεία, για την οποία έγινε πολύς λόγος.

Στον τρίτο στίχο της τρίτης στροφής πριν την λέξη λάθος υπάρχει εν λόγω άνω τελεία. Κατά την ανάγνωση του ποιήματος εκεί στην άνω τελεία κάνουμε μια τόσο δα μικρή παύση. Η παράλειψη της άνω τελείας, αλλάζει εντελώς το νόημα του ποιήματος.

Με την μελοποίηση όμως, η παύση που επιβάλει αυτή η άνω τελεία καταργήθηκε για τις ανάγκες του ρυθμού και της μελωδίας. Ο ίδιος ο Θεοδωράκης αναφέρει [Θεοδωράκης, Μίκης (1997), Μελοποιημένη Ποίηση Α’ , Αθήνα: Ύψιλον] για το θέμα αυτό τα εξής : «…Ήθελα τα «Επιφάνια» -ακριβώς γιατί ο στίχος ήταν τόσο διανοουμενίστικος- να τα περάσω σε όσο το δυνατόν πιο πλατύ κοινό με λαϊκό μουσικό ένδυμα. Άλλωστε αυτή ήταν η πρώτη φορά που ελεύθερος στίχος φιλοδοξούσε να γίνει απλό λαϊκό τραγούδι. Να συντροφεύει δηλαδή τον κοσμάκη παντού. Στο γιαπί, στην ταβέρνα, στην εκδρομή, στην παρέα. Όταν ηχογραφούσαμε, λέω στον Μπιθικώτση «πρόσεξε την άνω τελεία. Εκεί που λες πήραμε τη ζωή μας, βάλε παύση πριν πεις λάθος». Στα αυτιά μου είχα την προτροπή – παράκληση του ποιητή: «Την άνω τελεία! Την άνω τελεία! Αλλιώτικα μου αντιστρέφεις το νόημα». Τελικά όμως αυτό αποδείχθηκε ανεφάρμοστο στην πράξη, με αποτέλεσμα να ακουστεί η λέξη «λάθος» κολλητά στο «πήραμε τη ζωή μας», δίνοντας αντίθετο νόημα στο ποίημα. Όμως πόσο κατανοητό ήταν για το λαό, που ποιος λίγο, ποιος πολύ, είχε πάρει τη ζωή του λάθος… Και μπορεί οι στίχοι να έχασαν μια άνω τελεία, το τραγούδι όμως γνώρισε μεγάλη επιτυχία. Η επιτυχία μάλιστα αυτή και η ανταπόκριση που είχε στον κόσμο το τραγούδι, έκανε τον ποιητή να νιώσει σαν μικρό παιδί, λησμονώντας την απώλεια της άνω τελείας του…»

Το καλοκαίρι του 1962 ο Σεφέρης θέλησε να διαπιστώσει ο ίδιος πώς ο κόσμος τραγουδάει την ποίησή του. Ο Σεφέρης μαζί τον Θεοδωράκη και τον Γ. Π. Σαββίδη τριγυρνούσαν στις ταβέρνες της Πλάκας για να ακούσουν το Περιγιάλι το κρυφό. Γράφει σχετικά ο Μίκης: «Ποτέ ίσως ένας Σεφέρης δεν είχε γίνει σαν μικρό παιδί. Γελούσε, έλαμπε ολόκληρος από ευτυχία, και νομίζω πως εκείνη τη βραδιά επέτρεψε στην τόσο αυστηρή του καρδιά να με αγαπήσει. Στο μέτρο φυσικά του επιτρεπτού για ένα διπλωμάτη» [Θεοδωράκης, Μίκης (1997), Μελοποιημένη Ποίηση Α’ , Αθήνα: Ύψιλον].

Το τραγούδι αυτό τραγουδήθηκε πολύ κατά τη διάρκεια της Χούντας.

 

Κύκλος Τραγουδιών Πολιτεία Α’

Οι στίχοι αυτού του κύκλου τραγουδιών έχουν γραφτεί από το Δημήτρη Χριστοδούλου και η Μουσική από το Μίκη Θεοδωράκη το 1961.

Ο Δημήτρης Χριστοδούλου μιλώντας για τη συνεργασία του με το Θεοδωράκη σε τηλεοπτική εκπομπή [Σε επεισόδιο της εκπομπής της Κρατικής Τηλεόρασης Μονόγραμμα αφιερωμένης στο Δημήτρη Χριστοδούλου ] αναφέρει τα εξής: «…Τότε έρχεται ένα άλλο πρόσωπο. Ο Μίκης Θεοδωράκης. Μια προσωπικότητα που γεννιέται κι αυτή μ’ όλη αυτή τη γενιά, μαζί , μεγαλώνει, περνάει από το καμίνι και διακρίνει πως το δράμα αυτού του λαού είναι πέρα από τη διακόσμηση, πέρα από την ωραιοποίηση και γίνεται πιο μετωπικό. Θα ’λεγε κανείς είναι πιο αδρός, πιο δωρικός. Και ανοίγει αυτό που λέμε τραγούδι της δεκαετίας του ’60. Ο Θεοδωράκης δηλαδή και ο «Επιτάφιος». Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Θεοδωράκης αρχίζει με τον «Επιτάφιο». Απευθύνεται δηλαδή σ’ αυτό το λαό από τη μεριά του θρήνου, γιατί μέχρι εκείνη τη στιγμή μόνο θρήνος υπάρχει, δεν υπάρχει θρίαμβος. Έτσι λοιπόν ο λαός αυτός, με τον δυναμισμό που τον διακρίνει, το θρήνο θα τον μετατρέψει σε αγώνα. Αυτός ο λαός με τον «Επιτάφιο» είχε φτάσει στην ευτυχία κι ας τραγούδαγε ένα φόνο. Μια περίπτωση φόνου, γιατί ο φόνος ήταν καθολικός. Ο Μίκης Θεοδωράκης με όλα τα εσωτερικά μέσα που διαθέτει, θα εγείρει αυτό τον κόσμο και θα τον πάει από τη λησμονιά στη μνήμη. Και είναι γνωστό πως όταν η μνήμη μπαίνει στους ανθρώπους, αρχίζει η ποίηση. Αλλά η ποίηση μόνη της απαιτεί ή έναν λαό που ζει με την ποίηση, που διαλέγεται με την ποίηση , κάνει κοινωνική ζωή με την ποίηση ή στους μοντέρνους καιρούς μας, όπως έχουμε παρατηρήσει, καθώς έχει μπει η ποίηση μέσα στους κλειστούς χώρους, είναι μια τέχνη που δύσκολα ενώνει τους ανθρώπους. Η μουσική όμως είναι ένας ελεύθερος χώρος, ένας χώρος ο οποίος ποτέ δεν κλείστηκε σε βαθμό που να φτάσει σ’ ένα δωμάτιο, όπως κάποτε ή και σήμερα ακόμα η ποίηση. Έτσι λοιπόν, πολύ σωστά ο πανευφυής Θεοδωράκης συνέλαβε και αναγνώρισε μέσα του μια ιστορική αλήθεια. Πως για να πάει η ποίηση στον κόσμο, πρέπει να ανέβει και στα φτερά της μουσικής. Ήταν αναγκαίο να βρει ο λαός την έκφρασή του, να βρει το δικό του χώρο, να βρει τους δρόμους για να εκφράσει τα δικά του προβλήματα. Μέχρι τότε, ο λαός απλώς διασκεδάζει. Νομίζει… Στην επιφάνεια συμβαίνει αυτό… Αλλά μέσα βαθιά υπάρχει μια τρομερή πληγή που λέγεται κατοχή, πόλεμος, ήττα. Κουβεντιάζοντας με το Θεοδωράκη για όλα αυτά τα πράγματα, φτάσαμε στο συμπέρασμα πως πρέπει να πλατύνει το τραγούδι, να γεμίσει η χώρα από την ποίηση και μπήκε ξαφνικά ένα πάρα πολύ σοβαρό πρόβλημα. Κι αυτό όχι από μας. Αλλά απ ’το περιβάλλον. Τι σημαίνει η ποίηση περασμένη σε μελωδίες, όπου κυριαρχεί το μπουζούκι; Το μπουζούκι το περιφρονημένο, για να μην πω από ορισμένες πλευρές κατάπτυστο. Ο ποιητής, η ποίηση και το μπουζούκι; Βέβαια τους δικαιολογώ. Δεν μπορούσαν να καταλάβουν ότι το όργανο που κρατάει ο Μακρυγιάννης, μπορεί να το κρατήσει και ο Βαμβακάρης και ο Χιώτης και όλοι οι νεότεροι. Τα όργανα δεν είναι εκείνα που κάνουν την έκφραση, τα όργανα μ’ αυτό που εκφράζουν αξιοποιούνται. Στην πορεία του τραγουδιού με την ποίηση μαζί, μπήκανε πολλά ερωτήματα. Το πρώτο ερώτημα ήτανε γιατί όλο αυτό το πράγμα να γίνει με βάση το μπουζούκι, που ήταν περιθωριακό. Δικαιώθηκε. Το άλλο ερώτημα ήτανε, αν πρέπει η ποίηση να μελοποιείται. Κι αυτό δικαιώθηκε. Καλώς μελοποιήθηκε. Ένα άλλο ερώτημα που μπήκε είναι εάν η ποίηση, βγαίνοντας με τη μουσική πλατιά στον κόσμο, ωφελήθηκε ή έχασε. Δεν ξέρω πόσο κατάλαβε ο κόσμος την ποίηση αλλά ένα είναι βέβαιο. Πληροφορήθηκε ότι υπάρχει ποίηση, υπάρχουν ποιητές και υπάρχει μια άλλη ματιά για τη ζωή, για το φαινόμενο της ζωής, μια προϋπόθεση δηλαδή για να πλουτιστεί περισσότερο η ψυχή του ανθρώπου. Όταν ο Μίκης θα μου μιλήσει για τραγούδια - γιατί ο «Επιτάφιος» είναι μία σύνθεση- του λέω ότι έχω μια σειρά τραγούδια και θα στα δώσω να τα δεις… Αν σου κάνουν τα προχωρείς, αλλιώτικα βλέπουμε…»

Ο Μίκης Θεοδωράκης αναφέρει σχετικά με τη συνεργασία του με το Δημήτρη Χριστοδούλου [Θεοδωράκης, Μίκης (1997), Μελοποιημένη Ποίηση Α’ , Αθήνα: Ύψιλον] τα εξής: «…Στο μεταξύ η συνάντησή και συνεργασία μου με δυο νεότερους ποιητές – τον Τάσο Λειβαδίτη και τον Δημήτρη Χριστοδούλου – θα βοηθούσε τη μουσική μου να ακολουθήσει νέους δρόμους. Μαζί τους ολοκλήρωσα δυο μεγάλους λαϊκούς κύκλους τραγουδιών μου, το «Αρχιπέλαγος» και την «Πολιτεία». Ο Δημήτρης Χριστοδούλου μου έδωσε στίχους. Έγραψε μια σειρά ποιήματα εμπνευσμένος απ’ τη μέθη εκείνης της εποχής κι εγώ κουβαλούσα μαζί μου τους στίχους του και τους στίχους του Λειβαδίτη στις σκοτεινές πόλης της Ευρώπης, στο Παρίσι και στο Λονδίνο. Με τη μικρή Μαργαρίτα στα πόδια μου, συνέθεσα έτσι πάνω στα ποιήματα των Χριστοδούλου και Λειβαδίτη τα υπόλοιπα τραγούδια του «Αρχιπελάγους» και της «Πολιτείας», δηλαδή τα «Θ’ αφήσω τη μανούλα μου», «Φεύγω μακριά πατρίδα μου», «Καημός», «Βράχο βράχο», «Παράπονο» του Χριστοδούλου και το «Έχω μια αγάπη» του Λειβαδίτη. Όταν ο Στέλιος Καζαντζίδης τραγούδησε το «Βράχο βράχο», που έσπασε τότε όλα τα ρεκόρ πωλήσεων, ήταν ήδη ένας βασιλιάς του λαϊκού τραγουδιού. Όμως μαζί μου θυμήθηκε τον άλλο εαυτό του, τον καταπιεσμένο, της προσφυγιάς και της Μακρονήσου, έτσι που έβγαλε όλη την τρυφερότητα και την αγάπη που τον πλημμυρίζανε. Γίναμε φίλοι κολλητοί. Μαζί φυσικά κι η Μαρινέλλα. Συχνά κοιμόμασταν κάτω απ ’την ίδια στέγη, ιδιαίτερα μετά τα λουκούλεια γεύματα στη Δροσιά, με πεϊνερλί και όλες τις ποντιακές λιχουδιές….»

Το ακόλουθο τραγούδι από το συγκεκριμένο κύκλο τραγουδιών μπορεί να τραγουδηθεί από μαθητές/τριες:

Βράχο – βράχο τον καημό μου

Το τραγούδι αυτό ηχογραφήθηκε στις 12 Μαρτίου 1961 με ερμηνευτές το Στέλιο Καζαντζίδη και τη Μαρινέλλα και μας παραπέμπει στην εμφυλιακή και μεταεμφυλιακή περίοδο, την οποία έζησαν τόσο ο Δημήτρης Χριστοδούλου όσο και ο Μίκης Θεοδωράκης. Επί Χούντας, απαγορεύτηκε η κυκλοφορία και η αναπαραγωγή του συγκεκριμένου τραγουδιού σε οποιονδήποτε ιδιωτικό ή δημόσιο χώρο. Παρ’ όλα αυτά, κατά τη διάρκεια της Χούντας υπήρξε από τα αγαπημένα (αν και απαγορευμένα) λαϊκά ακούσματα του Ελληνικού λαού.

 

Το γελαστό παιδί

Ο Brendam Beham έγραψε το 1958 το θεατρικό έργο Ένας Όμηρος, το οποίο διαδραματίζεται στο Δουβλίνο όπου ένας νεαρός άγγλος στρατιώτης κρατείται όμηρος ως αντίποινα για τη φυλάκιση ενός νεαρού μέλους του ΙRA, ενώ μέσα στην ομήγυρη εκτυλίσσεται μια ερωτική ιστορία στον πίσω καμβά των πολιτικών σκοπιμοτήτων.

Το έργο αυτό παρουσιάστηκε δύο φορές στην Αθήνα: το 1962 και το 1966 και τις δύο φορές σε σκηνοθεσία του Λεωνίδα Τριβιζά και σκηνικά του Γιάννη Τσαρούχη. Η πρώτη είχε πρωταγωνιστές τη Νέλλη Αγγελίδου, τον Κώστα Μπάκα και την Τασσώ Καββαδία και η δεύτερη τη Μάρθα Βούρτση και τον Τίτο Βανδή.

Γι' αυτήν ακριβώς την παράσταση τη μουσική είχε γράψει ο Μίκης Θεοδωράκης και μάλιστα τα τραγούδια της κυκλοφόρησαν αμέσως μετά, με ερμηνεύτρια την Ντόρα Γιαννακοπούλου. «Το μόνο που θυμάμαι είναι πως είχα μια άρνηση να τα πω. Ο Μίκης με ενθάρρυνε», αναφέρει η Ντόρα Γιαννακοπούλου ενώ σκιαγραφεί το κλίμα της εποχής που ανέβηκε η παράσταση: «Ήταν ένας χώρος εκπληκτικός το Κυκλικό Θέατρο του Τριβιζά. Ο κόσμος ανάμεικτος και πολλή νεολαία».

Ανάμεσα στα τέσσερα τραγούδια της παράστασης περιλαμβάνεται και Το γελαστό παιδί με τη συνοδεία της κιθάρας του σολίστα Δημήτρη Φάμπα - και, όπως είναι φυσικό για εκείνη την εποχή, τα τραγούδια έπεσαν πάνω στη λογοκρισία, οι στίχοι απορρίφθηκαν και ο Μίκης προχώρησε στη φωνοληψία των τραγουδιών - εκτός δισκογραφίας - και με μόνο ερμηνευτή (μια φωνή και ένα πιάνο) τον ίδιο.

Λίγο αργότερα ο γενικός διευθυντής της δισκογραφικής εταιρίας Lyra Αλέκος Πατσιφάς κατόρθωσε να πάρει την έγκριση της λογοκρισίας και έτσι ηχογραφήθηκε ο δίσκος με ορχήστρα και ερμηνευτή τον ίδιο συνθέτη - 16 τραγούδια. Το 1966 ακολούθησε ο δίσκος με τη Μαρία Φαραντούρη, αν και λόγω δικτατορίας κυκλοφόρησε εφτά χρόνια μετά [Ιδέ Μανιάτης, Δημήτρης (2012), «Ένας κόσμος μια ιστορία, Το Γελαστο Παιδί 1966», εφημερίδα Τα Νέα, 6 Αυγούστου 2012].

Οι στίχοι του τραγουδιού αυτού μιλάν για τον Ιρλανδικό Αγώνα και εμφύλιο. Την εποχή εκείνη το τραγούδι αυτό έγινε άτυπα ο ύμνος της Ε.Δ.Α. και μεταπολιτευτικά το τραγούδι αυτών που έχασαν τη ζωή τους για τη Δημοκρατία και την Ελευθερία.

 

Κύκλος τραγουδιών Άξιον Εστί

Οι στίχοι αυτού του κύκλου τραγουδιών έχουν γραφτεί από τον Οδυσσέα Ελύτη και η μουσική από το Μίκη Θεοδωράκη το 1961 στο Παρίσι. Ο ίδιος ο Ελύτης έστειλε με το ταχυδρομείο στο Μίκη Θεοδωράκη το ποιητικό του έργο Άξιον Εστί. Την εποχή εκείνη ο Μίκης Θεοδωράκης ήθελε να δώσει νέα πνοή στο ελληνικό λαϊκό τραγούδι και το ποιητικό έργο Άξιον Εστί ενέπνευσε τόσο πολύ τον Θεοδωράκη, που την ίδια μέρα που το έλαβε σχεδίασε κάποια από τα μέρη του. Η ηχογράφηση αυτού του κύκλου τραγουδιών έγινε το 1964 με ερμηνευτή τον αείμνηστο Γρηγόρη Μπιθικώτση.

 

Κύκλος Τραγουδιών Ρωμιοσύνη

Οι στίχοι αυτού του κύκλου τραγουδιών έχουν γραφτεί από τον Γιάννη Ρίτσο και η μουσική από το Μίκη Θεοδωράκη το 1966. Συγκεκριμένα, στις 6 Ιανουαρίου του 1966 ένας άγνωστος τοποθέτησε χειρόγραφο με αποσπάσματα από το ποιητικό έργο Αγρυπνιά του Γιάννη Ρίτσου πάνω αναλόγιο του πιάνου του Μίκη Θεοδωράκη στο σπίτι του στη Νέα Σμύρνη. Το ποιητικό αυτό έργο ενέπνευσε τόσο πολύ τον Θεοδωράκη, που συνέθεσε άμεσα τη Ρωμιοσύνη. Την επόμενη μέρα ο Γιάννης Ρίτσος άκουσε την εν λόγω σύνθεση του Θεοδωράκη και έμεινε άφωνος.

Ο συγκεκριμένος κύκλος τραγουδιών απαγορεύτηκε κατά τη διάρκεια της Χούντας (1967-1974), παρ’ όλα αυτά ο λαός τραγουδούσε αυτά τα τραγούδια στα κρυφά. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι το Μάρτιο του 1969 σε ταβέρνα των Εξαρχείων στην Αθήνα 13 άτομα συνελήφθησαν και παραπεμφθήκαν στο αυτόφωρο επειδή τραγουδούσαν τραγούδια από τη Ρωμιοσύνη.

Τραγούδια από το Ρωμιοσύνη ακούγονταν επίσης από τα μεγάφωνα του Πολυτεχνείου, κατά την Εξέγερση του 1973.

 

Σωτήρης Πέτρουλας

Ο Σωτήρης Πέτρουλας ήταν φοιτητής που δολοφονήθηκε τον Ιούλιο του 1965 κατά τη διάρκεια διαδήλωσης στην Αθήνα («Ιουλιανά»). Ο Μίκης Θεοωδωράκης έγραψε αυτό το τραγούδι αμέσως μετά το θάνατο του Σωτήρη Πέτρουλα. Για λόγους λογοκρισίας, κυκλοφόρησε αμέσως μετά τη μεταπολίτευση.

 

Ήλιε ήλιε αρχηγέ

Το τραγούδι αυτό, σε μουσική και στίχους του Διονύση Σαββόπουλου γράφτηκε το 1966. Στο τραγούδι αυτό, ο Διονύσης Σαββόπουλος τη συντροφικότητα, τη δίψα και την ελπίδα για μια καλύτερη ζωή. Ο ήλιος γίνεται σύμβολο της λάμψης και της δύναμης της επερχόμενης αλλαγής, απέναντι στο «σκοτάδι» της υπάρχουσας πολιτικής κατάστασης. Αξίζει να σημειωθεί πως η αρχική ονομασία του τραγουδιού, που ελέγχθηκε από την λογοκρισία ως παραπέμπουσα ευθέως στον κομουνισμό, ήταν «Ήλιε κόκκινε αρχηγέ». Ο στίχος «ήλιε κόκκινε αρχηγέ» καταγράφεται για πρώτη φορά σε επίσημη έκδοση το 1983, αν και ο ίδιος σε παραστάσεις του ή επανεκτελέσεις κράτησε το «ήλιε ήλιε αρχηγέ». Αρκετά χρόνια αργότερα δήλωσε: «Περνώντας τα χρόνια δεν το ήθελα και εγώ ο ίδιος πια, ούτε να 'ναι κόκκινος ούτε πράσινος ούτε μπλε. Ήθελα να 'ναι ένας έφηβος που κάνει τον ήλιο αρχηγό του, ανεξαρτήτως χρώματος» [Σαββόπουλος, Διονύσης (1983) Τα λόγια από τα τραγούδια. Αθήνα: Ίκαρος σελ. 12]