Οπωροφόρα Δέντρα της Σαμοθράκης

Η Συκιά

Η συκιά (επιστ. Συκή η καρική και Συκή η κοινήFicus carica) είναι δικοτυλήδονο φυτό που ανήκει στο γένος Συκή και στην οικογένεια Μορεοειδή. Είναι δέντρο πολύ κοινό στην Ασία, στη Μέση Ανατολή και στις Μεσογεικές χώρες Η καλλιέργειά της εισήχθη και στην Αμερική τον 18ο-19ο αιώνα Είναι η συκέη ή συκή των αρχαίων Ευδοκιμεί σε περιοχές με θερμό και δροσερό κλίμα και σε υψόμετρα μέχρι 1700μ. Οι καρποί της τρώγονται νωποί ή ξεροίΤο δέντρο ήταν γνωστό από τους προϊστορικούς χρόνους. Στην περιοχή του Παρισιού βρέθηκαν απολιθώματα φύλλων και καρπών συκιάς από την Πλειστόκαινο εποχή της Τεταρτογενούς Περιόδου. Αυτό πιστοποιεί ότι το φυτό υπήρχε ήδη από τα προϊστορικά χρόνια στην Ευρώπη Συγκεκριμένα στον προϊστορικό οικισμό Πολιόχνη, στο νησί της Λήμνου, έχουν βρεθεί απανθρακωμένα σύκα Ιστορία Στον ελλαδικό χώρο καλλιεργείται πριν από την Ομηρική εποχή Στην αρχαιότητα ήταν ευρέως γνωστή και φημισμένη για την ποιότητά της, η ποικιλία "Βασιλική" η οποία καλλιεργείτο κυρίως στην Αττική Σήμερα αμφισβητείται η φημολογούμενη ως ασιατική καταγωγή της συκιάς, επειδή κατά τον Ηρόδοτο, δεν καλλιεργούνταν ούτε στη Λυδία ούτε στην Περσία. Ο ιστορικός της αρχαιότητας αναφέρει μάλιστα ότι βασικός λόγος της εκστρατείας του βασιλιά της Περσίας Ξέρξη, ήταν η κατάκτηση της Αττικής, ώστε να έχει την δυνατότητα να τρώει όχι μόνο αποξηραμένα αλλά και νωπά σύκα.Η συκή, στην αρχαία Ελλάδα σύμβολο της γονιμότητας και του Διονύσου, ένα προσωνύμιο του οποίου ήταν ΣυκίτηςΗ καλλιέργεια της συκιάς ήταν εξαιρετικά διαδεδομένη στην νεότερη Ελλάδα, έπαιζε σημαντικό ρόλο στην διατροφή του πληθυσμού και αποτελούσε βασικό εξαγώγιμο προϊόν. Πριν τον Β' ΠΠ αντιπροσώπευε το 20% της αξίας των εξαγόμενων αγροτικών προϊόντων Στη σύγχρονη Ελλάδα έγινε εισαγωγή μοσχευμάτων από την περιοχή της Σμύρνης το 1908, τα οποία μοιράστηκαν σε Αγρότες της Μεσσηνίας. Την περίοδο 1930-1935 η παραγωγή σύκων στην Μεσσηνία ανήλθε σε 10.200 τόνους, ενώ το 1994 τα στοιχεία δείχνουν παραγωγή 5.236 τόνων Το 1929 ιδρύθηκε στο Υπουργείο Γεωργίας το ειδικό γραφείο προστασίας των ελληνικών σύκων, το οποίο διατηρήθηκε μέχρι το 1952 οπότε και ιδρύθηκε η συνεταιριστική οργάνωση "ΣΥΚΙΚΗ" υπό την εποπτεία του Υπ. Γεωργίας και της Αγροτικής Τράπεζας. Σκοπός της ήταν η προστασία της συκοπαραγωγής και η βελτίωση της διάθεσης και εξαγωγής των προϊόντων Σήμερα στην Ελλάδα η συκιά συνεχίζει να καλλιεργείται στο νομό Μεσσηνίας, όπου υπάρχουν συστηματικοί οπωρώνες. Λιγότερο συστηματικά καλλιεργείται στους νομούςΛακωνίας και Αττικής, στην Κύμη, το Πήλιο και ορισμένα νησιά. Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία του 1991, ο συνολικός αριθμός των δέντρων ήταν 5 εκατομμύρια και ή εγχώρια παραγωγή σύκων έφτανε τους 87.000 τόνους. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Τροφίμων (FAO), σε σύνολο 1.000.000 τόνων της παγκόσμιας παραγωγής, Η Ελλάδα ήταν δεύτερη στην κατάταξη μετά την Τουρκία (314.000) και ακολουθούσαν το Ιράν, η Αίγυπτος, το Μαρόκο και η Ισπανία. To 2009 η παγκόσμια παραγωγή ανήλθε σε περισσότερους από 1.118.000 τόνους, με πρώτη την Αίγυπτο (350.000 τ.), δεύτερη την Τουρκία (244.000 τ.) και στη συνέχεια άλλες χώρες της Μεσογείου. Η ελληνική παραγωγή μειώθηκε σε μόλις 20.376 τ. και κατέλαβε την 11η θέση Το σύκο, από βοτανική άποψη, δεν είναι τυπικός καρπός αλλά μια κοίλη ανθοδοχή που ονομάζεται ταξιανθία. Η ανθοδόχη περιέχει έναν μεγάλο αριθμό ανθέων που συνήθως ανέρχεται σε πολλές εκατοντάδες. Το είδος και ο αριθμός των ανθέων διαφοροποιούνται σημαντικά στους δύο βασικούς τύπους δέντρου της συκιάς που είναι:

  • Η άγρια συκιά (αρρενοσυκιά) η οποία είναι δένδρο μόνοικο διότι οι ταξιανθίες του περιέχουν και αρσενικά και θυλυκά άνθη.Στη Σαμοθράκη λέγεται ορνιός
  • Η θηλυκή η οποία είναι δένδρο δίοικο διότι έχει μόνο θηλυκά άνθη τα οποία για να γονιμοποιηθούν απαιτείται μεταφορά γύρης απο τα αρσενικά άνθη της αρρενοσυκιάς.Η γονιμοποίηση της συκιάς ακολουθεί έναν ιδιόμορφο κύκλο που πραγματοποιείται με την συμμετοχή του εντόμου Blastophaga grossorum (κοινώς ψήνας της συκιάς). Το έντομο αυτό διαχειμάζει ως προνύμφη στα χειμερινά σύκα της αρρενοσυκιάς τα οποια διατηρούνται στο δενδρο κατα την διάρκεια της χειμερινής περιόδου και τα οποία ονομάζονταικρατητήρες ή όλυνθοι. Την άνοιξη αναπτύσσονται τα εαρινά σύκα που ονομάζονται ερινεοί ή ορνιοί. Την ίδια περίοδο ο ψήνας ολοκληρώνει τον βιολογικό του κύκλο μέσα στους κρατηρήρες και εισέρχεται στους ερινεούς, ως έντομο πλέον για να ωοτοκήσει. Κατά την είσοδό του μεταφέρει γύρη απο τα αρσενικά άνθη που βρίσκονται κοντά στην οπή της βάσης, προς τα θηλυκά τα οποία βρίσκονται στο βάθος του σύκου, κοντά στον ποδίσκο. Με αντίστοιχο κύκλο μεταφέρεται στη συνέχεια η γύρις απο τα αρσενικά άνθη της αρρενοσυκιάς, στα άνθη που περιέχονται στις ταξιανθίες της θηλυκής και τα οποία έτσι μετατρέπονται σε καρπούς.(Πηγή Βικιπαίδεια) 

Στη Σαμοθράκη τρείς  κύριες ποικιλίες  υπάρχουν: 1) Η   ασπροσυκιά (ασπουυσκιά όπως λέγεται στην τοπική διάλεκτο)  κάνει άσπρα σύκα και σε αυτήν την κατηγορία κυριαρχεί η Μυτηλνιά. Δεν χρειάζεται σχεδόν καθόλου νερό και κανει σλυκα μικρά αλλά πολύ γλυκά

sykia aspra

 

2) η μαυροσυκιά ( μαβουυυυσκιά όπως λέγεται στην τοπική διάλεκτο) κάνει μαύρα σύκα μικρά και νόστιμα και

syka mabra

3) Η ματουσκιά που  κάνει  πράσινα σύκα αλλά στο εσωτερικό τους έχουν έντονο κόκκινο χρώμα απο όπου και το ονομά της και τα σύκα της είναι πολύ μεγάλα και αν βρεί νερό γίνονται τεράστια αλλά άγλυκα . Τα σύκα που γίνονται ξερά είναι τα ασποοοόσκα κυρίως και μάλιστα αυτά που προέρχονται απο περιοχές άνυδρες.Αν ην εποχή που ωριμάζουν τα πιάσει βροχή ή τα ποτίσουμε τότε πιάνουν σκουλήκια και καλό είναι να τα ανοίγουμε πριν τα φάμε. Τα μυτηλνιά τρώγονται με τη φλούδα και είναι πολύ νόστιμη.(Πηγή φωτογραφιών Φυτώρια Κωστελένος). Πως κάνουμε ξερά σύκα: Πρώτα διαλέγουμε τα ώριμα σύκα (ψχάδια) και αφού τα πιέσουμε ελάφρά στο κοτσάνια τα  βάζουμε στον ήλιο και τα προφυλάσσουμε απο τις μύγες και τις μέλισσες. 10-12 μέρες τα ελέγχουμε και αν έχουν ξεραθεί τα μαζεύουμε και τα βάζουμε σε ένα καζάνι όπου τα βράζουμε για 1 ώρα σε χαμηλή φωτιά. Μετά τα απλώνουμε πάλι να στεγνώσουνε και είναι έτοιμα προς χρήση. Μερικοί τα κάνουν αρμαθιές (τσαπέλες). Τα περνουν σε μια κλωστή με τη βοήθεια βελόνης και τα κρεμάνε. Προσοχή:Να τα περνάμε πάντα απο το κοτσάνι.Μετά το βράσιμο το εκχύλισμα που μένει είναι πλούσιο σε σακχαρα. Εκεί μέσα ρίχνουμε αλεύρι και φτιάχνουμε την περίφημη μπλέντα. Όπως η μουσταλευριά και είναι πολύ νόστιμη και θρεπτικη.Τα άγουρα σύκα από τον ορνιό γίνονται γλυκό του κουταλιού το περίφημο συκαλάκι.

Προσθήκη νέου σχολίου


Κωδικός ασφαλείας
Ανανέωση