Παίξτε το παιχνίδι μας
|
Κρυπτοχριστιανοί
Η περίπτωση κρυπτοχριστιανών αποτελεί φαινομενική εξισλάμιση που παρατηρήθηκε πολύ, αρχικά το 1330, στο εσωτερικό της Μ. Ασίας, στον Πόντο και μετά στην Κύπρο και στην Κρήτη. Ο πρόξενος στα Χανιά, Στ. Περόγλου (1837), γράφει: «Πολλαί χριστιανικαί οικογένειαι, μη υποφέρουσαι τας καταδρομάς των δυνατών ηναγκάσθησαν να εναγκαλισθώσι δημοσίως την Οθωμανικήν θρησκείαν, ενώ κρυφίως ηκολούθουν εκείνην των πατέρων των. Αι επαρχίαι τοου Μυλοποτάμου και της Μασαρίας εκατοικούντο από πολλάς τοιάυτας οικογενείας, μεταξύ των οποίων διεκρίνοντο εκείναι των Κορμουλέων και των Σεμερτζάκηδων».[1] Στον ελληνικό χώρο ήσαν γνωστοί σαν «κλω(ει)στοί», «λινομπάμπακοι», «Σταυριώτες», «ρουμιογυρίσματα»[2], «ισλαμοχριστιανοί» «Τουρκορωμιοί» κ.α. Μετά την αποκάλυψή τους, οι Τούρκοι, τους ονόμασαν «τενεσούρηδες». Είναι ακόμη γνωστό ότι μεταξύ αυτών υπήρχαν μεγάλες προσωπικότητες μέχρι το βαθμό του μεγάλου Βεζίρη. Αρχικά, ο Οικουμενικός Πατριάρχης και της Αλεξανδρείας απαγόρεψαν μια τέτοια αντιχριστιανική διπλοπροσωπία και τους υπενθύμισαν το: «όστις δ’ αν αρνήσηταί με έμπροσθεν των ανθρώπων, καγώ αρνήσομαι αυτόν εμπροσθεν του πατρός μου εν ουρανοίς».[3] Μα οι ιστορικοί και χρονογράφοι αναφέρουν πως ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Νεκτάριος Πελοπίδας, Κρητικός από το Χάντακα, για να συγκρατήσει, έστω και προσωρινά, μέρος από τους χριστιανούς της Κρήτης, επέτρεψε να κάνουν τους αλλαξοπιστεμένους στο φανερό, στα κρυφά όμως να διατηρούν τη θρησκεία των προγόνων τους. Για την άδειά του αυτή ο Νεκτάριος κατηγορήθηκε, γιατί υποβοήθησε τους σκοπούς της Πύλης. Στην παρακάτω απόφαση του καδή[4] Ρεθύμνης διαβάζουμε: «22 Oκτωβρίου 1111 (=1697) Ενώπιον εμού του Ιεροδίκου Ρεθύμνης ενεφανίσθη σήμερον η Νουριγέ του Μεχμέτ εκ της συνοικίας Μουσταφά πασά (της πόλεως Ρεθύμνης) και είπεν: Εις τον πόλεμον που έγινε προ τριών ετών εις Σούδαν συνέλαβαν αιχμάλωτον τον εκ του χωρίου Σφακιά Γεώργιον υιόν του Παντελή, ο οποίος ωμολόγησεν ενώπιον του Ιεροδίκου ότι ασπάζεται την θρησκείαν του Μωάμεθ και κατηχηθείς ωνομάσθη Μουσταφά βέης και με τον οποίον με ενύμφευσαν. Έζησα μαζί του τρία έτη και κατά την τριετίαν αυτήν καίτοι έβλεπα πολλά πράγματα αντίθετα εις την θρησκείαν μας, των απέκρυπτα και των συνεβούλευα να μη λέγη τέτοια πράγματα. Αλλ' αυτός εξακολουθεί. Και όχι μόνον τούτο, αλλά αλλάσσει τα ρούχα του τη νύκτα και ενδύεται στολήν αντάρτου και πηγαίνει και διαπράττει προδοσίας. Επειδή δεν ημπορώ επί πλέον να υποφέρω αυτά τα πράγματα έρχομαι και σας ειδοποιώ να κάμετε ό,τι χρειάζεται. Ο Ιεροδίκης ακούσας την κατάθεσιν εκάλεσε δύο μάρτυρας, των Βέλη του Μουσταφά και τον Αχμέτ του Μπεκήρ δια να ακούσουν τα λεγόμενα της. Πράγματι αυτή τα είπε και δεύτερον φοράν και ήκουσαν οι μάρτυρες. Και αφού ήκουσαν αυτήν, εγώ ο Ιεροδίκης λέγω: Δεν υπάρχει μεταξύ του αρνησιθρήσκου τέως Μουσταφά βέη και της Νουριγές καμμία σχέσις. Συνεπώς θεωρείται διαζευγμένη η Νουριγέ. Τον δε άρνησίθρησκον, τον αναθεματισμένον σκύλον καταδικάζω εις το πυρ το εξώτερον». [5] Οι κρυπτοχριστιανοί είχαν το δικό τους μυστικό κώδικα αναγνώρισης, ο οποίος όμως δεν μας είναι όμως γνωστός, απέφευγαν να παντρεύουν τις κόρες τους με Τούρκους, γι’ αυτό χρησιμοποιούσαν το τέχνασμα της αρπαγής χριστιανών κοριτσιών για τους άνδρες. Η βοήθειά τους προς τους χριστιανούς στάθηκε πολύτιμη. Στην Κρήτη έχουμε, ανάμεσα σε άλλους, και την οικογένεια των Κουρμούληδων στη Μεσσαρά, η οποία απαριθμούσε «εκατοντάδες», μέλη που ασπάστηκαν το Ισλάμ στα 1680 και διατήρησαν μυστικούς ευκτήριους οίκους στα υπόγεια των πύργων τους, βαπτίζονταν κρυφά και έκαναν επιγαμίες μόνο μεταξύ τους. Απεκήρυξαν επίσημα τη μουσουλμανική θρησκεία μετά την επανάσταση του 1821. Ο Χουσεϊν αγάς (Μιχάλης), της οικογένειας των Κορμούληδων, κατείχε ολόκληρο χωριό, τον Κουσέ, και ήταν μυημένος στη Φιλική Εταιρεία. Το Πάσχα του 1821, ο Χουσεϊν Αγάς εμφανίστηκε, ξαφνικά, στην εκκλησία των Αγίων Αναργύρων, στα Χανιά, όπου παρακολούθησε την Αναστάσιμη Λειτουργία, κοινώνησε και απεκύρηξε τη μουσουλμανική θρησκεία.[6] Κατά το 1823, τέσσερις από την οικογένεια αυτή, κατοικούντες στις Μέλαμπες, όταν φανέρωσαν το αληθινό τους θρήσκευμα, αποκεφαλίστηκαν και η εκκλησία τους κατέταξε στους νεομάρτυρες. Οι Κερίμηδες από το Μυλοπόταμο, άλλη γνωστή οικογένεια κρυπτοχριστιανών, επανήλθαν στον Χριστιανισμό γύρω στα 1881-1884.[7] Υπάρχει, ωστόσο και η εκδοχή, ότι «οι Κιρίμαι ήσαν πραγματικώς Τούρκοι αγαθοί, εύποροι και πολυκτήμονες….παρέχοντες πάσαν δυνατήν υπεράσπισιν πάντοτε προς τους καταπιεζομένους πρότερον Έλληνας….ουκ ορθώς όμως υπέθετον τούτους και κατά πάντα ομόφρονας θρησκευτικώς με τους Κορμούλας…».[8] Οι κρυπτοχριστιανοί που αποκαλύτονταν ή γίνονταν αντιληπτοί, διέτρεχαν σοβαρούς κινδύνους, γιατί διέπρατταν το μόνο ασυγχώρητο αμάρτημα για το Ισλάμ, την άρνηση του Αλλάχ. «Σ’ αυτό το σημείο, ωστόσο, γράφει ο F. W. Sieber, στα 1817, δεν μπορώ να μην εκθειάσω την τιμιότητα και την διακριτικότητα των Ελλήνων, γιατί όσα άκουσα απ’ αυτούς, με έπεισαν ότι από αγάπη για τη θρησκεία τους και μόνο –στην οποία είναι πολύ αφωσιωμένοι- είναι διατεθιμένοι να υποφέρουν κάθε είδους ταλαιπωρίες παρά να προδώσουν έναν Κρυπτοχριστιανό».[9] Μετά την έκδοση του Hatt-I humayun του 1856 και άλλοι κρυπτοχριστιανοί απεκήρυξαν ομαδικά και δημόσια το Ισλάμ, παρά τις αντιδράσεις των Τούρκων, όπως οι κάτοικοι του χωριού Επισκοπή Πεδιάδος και άλλα 600 άτομα στο Ηράκλειο. Αυτοί αποκαλούνταν, κοροϊδευτικά, από τους υπόλοιπους Μουσουλμάνους «Τουρκομανώληδες», «Τουρκομαρίες» καθώς και «Νεομανόληδες». «Νεογιώργηδες» κ.τ.λ.
[1] Γ. Μ. Πεπονάκης, 1997, σ. 77 [2] Κ. Καλλιατάκη, 1988, σ.86 [3] Ι. Δ. Μουρέλλος, 1950, σ. 89 [4] Καδής: ειδικός εκπρόσωπος του Σουλτάνου, ο οποίος ερχόταν πάντα από την Κωνσταντινούπολη και δίκαζε όλες τις ιδιωτικές και ποινικές διαφορές, στηριγμένος στο μουσουλμανικό ιερό νόμο και τις σουλτανικές διαφορές, συγχρόνως εκτελούσε χρέη συμβολαιογράφου και αρχειοφύλακα, συνεργαζόταν, επίσης, με τον πασά και τον αγά των γενιτσάρων
[5] Ι. Δ. Μουρέλλος, 1950, σ. 89 [6] Ν.Π. Ανδριώτης, 1974, σσ. 187-190 [7] Ι. Δ. Μουρέλλος, 1950, σ. 451 [8] Ζαμπελίου και Κριτοβουλίδου, 1971, σ.380 [9] F. W. Sieber, 1994, σ. 161 |