Παίξτε το παιχνίδι μας

enter

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

    

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

    

 

 

 

 Ανταλλαγή πληθυσμών

 

 

 

Η μουσουλμανική μειονότητα των 33.496 ατόμων της απογραφής του 1900, υφιστάμενη με τη σειρά της τις αδικίες και τις βιαιοπραγίες των χριστιανών, ελαττώθηκε ακόμη περισσότερο από τις μεταναστεύσεις της περιόδου των Βαλκανικών πολέμων. Την οριστική όμως λύση για την τύχη των μουσουλμάνων της Κρήτης έδωσε η Συνθήκη της Λωζάνης, το 1923. Με βάση αυτή οι τελευταίοι 23.000, περίπου, μουσουλμάνοι του νησιού υποχρεώθηκαν να εγκατασταθούν στη Μ. Ασία, παραχωρώντας τις θέσεις τους σε 33.000, περίπου,  Έλληνες πρόσφυγες.[1]

Στην «αντίπερα όχθη» οι Έλληνες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας υπέστησαν, το 1914,  μία πρώτη φάση συστηματικών διώξεων. Τον Μάιο του 1919 ξεκίνησε η ελληνική στρατιωτική παρουσία στην περιοχή της Σμύρνης, η οποία γρήγορα εξελίχτηκε σε πόλεμο, με αντίπαλο τον ηγέτη του εθνικού κινήματος των Τούρ­κων, Μουσταφά Κεμάλ. Τις νίκες των Ελλήνων την πρώτη περίοδο ακολούθησε στασιμότητα και τον Αύγουστο τον 1922 η ήττα και η αποχώρηση του ελληνι­κού στρατού από τη Μ. Ασία.

Η Σύμβαση της Λωζάνης (30 Ιανουαρίου 1923), που υπογράφηκε τον Ιανουάριο του 1923, ρύθμισε όλα τα ζητήματα τα σχε­τικά με την ανταλλαγή των πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Με βάση το άρθρο 11 της Σύμβασης περί ανταλλαγής των πληθυσμών ιδρύθηκε και άρχισε τη λειτουργία της, τον Οκτώβριο του 1923, η Μικτή Επιτροπή Ανταλλαγής με έδρα την Κωνσταντινούπολη. Αποτελείτο από έντεκα μέλη: τέσσερις Έλληνες, τέσσερις Τούρκους και τρία μέ­λη που ορίστηκαν από το Συμβούλιο της Κοινωνίας των Εθνών —πολίτες ουδέτερων δυνάμεων κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο— τα οποία κατείχαν διαδοχικά την προεδρία της Επιτροπής.

 Αρμοδιότητές της ήταν ο καθορισμός του τρόπου μετανα­στεύσεως των πληθυσμών και η εκκαθάριση και εκτίμηση της ακίνητης, αστικής και αγροτικής περιουσίας. Η Μικτή Επιτροπή Ανταλλαγής, όρισε υποεπιτροπές στους τόπους που έκρινε κατάλληλους για την ευόδωση των σκοπών της και συγκρότησε συνεργεία εκτιμήσεως —επτά στην Τουρκία για την εκτίμηση των ελληνικών περι­ουσιών και πέντε στην Ελλάδα για την εκτίμηση των μουσουλμανικών περιουσιών— τα οποία αργότερα μετονομάστηκαν σε Επιτροπές εκτιμήσεως.

Την εποχή αυτή  σημειώνεται  το μεγαλύτερο προσφυγικό ρεύμα προς το ελληνικό κράτος. Στην Ελλάδα ήρθαν συνολικά 1.300.000 περίπου πρόσφυγες από την Τουρκία (Μ. Ασία, Πόντο, Ανατολική Θράκη, Κωνσταντινούπολη), αλλά και από τη Ρωσία και τη Βουλγαρία. Στην πλειονότητα τους έφθασαν το φθινόπωρο του 1922: 152.000 εί­χαν έλθει πριν από τη Μικρασιατική Καταστροφή και 190.000 περίπου, που δεν πρόλαβαν να φύγουν το 1922, έφτασαν στην Ελλάδα αργότερα, κυρίως το 1924. [2]

 

Έγινε προσπάθεια να διοχετευθούν οι πρό­σφυγες αυτοί σε περιοχές με μουσουλμανικό πληθυσμό, ο οποίος θα αναχω­ρούσε από την Ελλάδα με βάση τη Σύμβαση Ανταλλαγής των πληθυσμών της Λωζάνης. Μία τέτοια περιοχή ήταν και η Κρήτη. Ένας ση­μαντικός αριθμός προσφύγων έφθασε το 1922 και το 1923 στο Ηράκλειο. Το μεγαλύτερο μέρος από αυτούς εγκαταστάθηκε μόνιμα στην πόλη ή σε χωριά του νομού. Υπήρξε μέριμνα από το κράτος, αλλά και από ιδιώτες, για την προσωρινή στέγαση των προσφύγων σε σχολεία, τζαμιά, εκκλησίες, αποθήκες, μεγάλα σπίτια και στο Μεγάλο Στρατώνα, καθώς και για τη σίτισή τους (διανομή συσσιτίου ή μόνο ψω­μιού από δέκα αρτοποιεία που έφτιαχναν ψωμί μόνο για τους πρόσφυγες).

Οι συν­θήκες διαβίωσης των προσφύγων στα μέρη προσωρινής διαμονής ήταν άσχημες, με κυριότερο πρόβλημα την έξαρση επιδημικών ασθενειών (ευλογιά, οστρακιά, διφθερίτιδα, τυφοειδής πυρετός). Λόγω του συνωστισμού που υπήρχε στο Ηράκλειο, οι αρχές κατέβαλαν προσπάθειες για εγκατάσταση προσφυγι­κών οικογενειών σε χωριά του νομού, στο Γάζι και το Αρκαλοχώρι, αρχικά, και στη συνέχεια στα μουσουλμανικά χωριά του Μονοφατσίου και της Πεδιάδας. Σε πολλές περιπτώσεις η μετακίνηση προς τα χωριά έγινε βίαια και απαγορεύτηκε ρητά η επιστροφή των προσφύγων στην πόλη.

Η ίδια σύμβαση με την οποία εγκαταστάθηκαν οι πρόσφυγες στην Ελλάδα και πήραν την ελληνική ιθαγένεια προέβλεπε και την αναχώ­ρηση των μουσουλμάνων της Ελλάδας. Η μετανάστευσή τους με τη φροντίδα της Μικτής Επιτροπής Ανταλλαγής, σε αντίθεση με εκείνη των χριστιανών της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, ήταν οργανωμένη και μπόρεσαν να πάρουν μαζί τους  με­γαλύτερο μέρος της κινητής περιουσίας τους. Συνολικά αναχώρησαν από την Ελλά­δα 390.000 περίπου Μουσουλμάνοι.

Το μουσουλμανικό στοιχείο της πόλης του Ηρακλείου, το οποίο φάνηκε να συνδράμει τους πρόσφυγες κατά τον πρώτο μήνα της αφίξεώς τους, αργότερα διαφοροποιήθηκε και έγιναν μάλιστα αρκετές προσπάθειες μουσουλμάνων στρατεύσιμης ηλικίας να διαφύγουν προς τη Μικρά Ασία με ιστιοφόρα που ναύλωναν ειδικά γι' αυτή την περίπτωση (υπήρχε απαγόρευση αναχώρησης μουσουλμάνων ανδρών 18-50 ετών).

Όταν κατάλαβαν ότι η ανταλλαγή των πληθυσμών ήταν αναπότρεπτη, άρχισαν να εκποιούν, εκτός από τα κινητά αγαθά τους και ο,τιδήποτε άλλο μπορούσε να αφαιρεθεί από τα σπίτια τους (πόρτες, παράθυρα), να κόβουν τα καρποφόρα δέντρα και τα ελαιόδεντρα για να τα εκποιήσουν ως ξυλεία και ετοιμάστηκαν για την αναχώρηση προς την «πατρίδα».  

«… «Φεύγω και αποχαιρετώ κι είναι η ψυχή μου μαύρη ο νους, η σκέψη κι η καρδιά αναπαημό δε θα’βρει», τραγουδούσε ο Ντελή Φουσεκάκης στην προκυμαία όταν έφυγαν οι πρώτοι. Ο Τούρκος που τον έπαιρναν οι Χριστιανοί στα γλέντια και τους τραγουδούσε και τους έπαιζε λύρα  χωρίς να ξεχωρίζει δίχως να σκέφτεται στιγμή κανείς πως ήταν Τούρκος. Έφυγε ο Ντελή Φουσεκάκης, όμως δεν μπόρεσε να στεριώσει εκεί που πήγε. Τον σκότωσαν την πρώτη βδομάδα στα Βουρλά όταν έπαιζε τη λύρα και τραγουδούσε μαντινάδες. Τον άκουσαν δυο Τούρκοι καβαλάρηδες περαστικοί στρατιώτες, Τσέτες, τους είπαν, και ρώτησαν από πού σέρνει, από πού κατάγεται και τι ήταν ο σκοπός που τραγουδεί. «Από την Κρήτη», είπαν αυτοί που άκουαν, «από κει ήρθαμε όλοι και παίζει ένα τραγούδι της Κρήτης». Έβγαλαν τα μπιστόλια τους και τον πυροβόλησαν και οι δυο…».[3]


 

[1]Γ. Μ. Πεπονάκης, 1997, σσ.. 119-120 και Κ.&Ν. Ανδριώτης, 2000, σσ. 21-29

[2] Κ.&Ν. Ανδριώτης, 2000, σσ. 32-35

[3] Α. Νενεδάκη, στο Ηκαθημερινότητα της διαπολιτισμικής συνύπαρξης, 2000, σ.70

 

Οι Κρήτες μουσουλμάνοι στις καινούργιες πατρίδες

Οι καινούργιες «πατρίδες» ήταν καχύποπτες απέναντι στους νεοφερμένους τόσο απέναντι στους μουσουλμάνους όσο και απέναντι στους χριστιανούς πρόσφυγες. Και στις νέες τους πατρίδες, οι Κρήτες μουσουλμάνοι, υπέστησαν διαφορές πιέσεις και διώξεις με αποτέλεσμα, για πολλά χρόνια, να συσπειρώνονται μεταξύ τους και να αποξενώνονται από τον ντόπιο πληθυσμό.[1]

 Οι περισσότεροι μουσουλμάνοι της Κρήτης αποβιβάστηκαν στα παράλια της Μ. Ασίας. Σήμερα υπάρχουν στην Τουρκία, εκτός από την κρητική ελληνόφωνη ομάδα, και η ποντιακή, η  μακεδονική και η κυπριακή.

Η βιβλιογραφική και αρθρογραφική παρουσία των ελληνόφωνων ομάδων της Τουρκίας είναι πλέον γεγονός. Η αρχή έγινε πριν από μερικά χρόνια με την Tanju Izbek, η οποία έλαβε το βραβείο Ιπεκτσί για μια νουβέλα της στο κρητικό ιδίωμα, όπως αυτό μιλιέται σήμερα στην περιοχή της Gunda (τα παλιά Μοσχονήσια). [2]

Κρητικές μειονότητες συναντάμε, ακόμη, στη Συρία, στο Χαμιντιέ καθώς και στο Λίβανο, οι οποίοι έφυγαν από την Κρήτη γύρω στο 1896 ή και παλαιότερα. «Αυτοί οι άνθρωποι, γράφει ο Μ. Χαριτόπουλος, μέχρι σήμερα αρνούνται κατηγορηματικά την ταύτησή τους με τους Τούρκους ή τον χαρακτηρισμό «Τουρκοκρητικοί» που τους δίνουμε. Ταυτόχρονα είναι πολύ φανατικοί και υπερήφανοι για την κρητική τους καταγωγή, από 5 γενιές μέχρι σήμερα διατηρούν (χωρίς βέβαια δασκάλους από την Ελλάδα) την ελληνική γλώσσα και ιδιαίτερα την κρητική διάλεκτο…διατηρούν τα ήθη και έθιμα…» και αλλού γράφει: «Το κρητικό αυτό στοιχείο που δεν δέχτηκε να αφομοιωθεί από του Άραβες, αντιμετώπισε εκτός από την άρνηση της Ελλάδας και την άρνηση των εδώ εθνικοτήτων, λόγω του δικού του υπερεθνικισμού (οι Κρητικο-αραβικοί γάμοι είναι μέχρι σήμερα ντροπή), με αποτέλεσμα να είναι σε γενικές γραμμές χαμηλού βιοτικού επιπέδου…»,  [3] και συνεχίζει,  οι Κρητικοί αυτοί «αισθάνονται πικραμένοι διότι λόγω της θρησκείας τους απορρίπτονται και περιφρονούνται» από την Ελλάδα.


 

[1] Μ.Χαριτόπουλος, στα Χανιώτικα Νέα, 31/03/02 & 01/04/02

[2] http://xronos.gr/arxeio/2000/february/elinofon-omades.html

[3] Μ. Χαριτόπουλος, στα Χανιώτικα Νέα,  27/03/02