Παίξτε το παιχνίδι μας

enter

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

    

 

 

 

 

Προέλευση βράκας-σαλβαρίου

 

 

 

Έτσι, στις αρχές του β΄ τετάρτου του 16ου αι. (1530 κ.ε.) που έκαμε την εμφάνισή της στην Κρήτη η γνωστή μας σήμερα βράκα, οι χωρικοί, με τη σιωπηρή ανοχή των Βενετών, ντύθηκαν με το νέο ρούχο. Στην αρχή φορούσαν τη θηλακοειδή βράκα λίγοι, αργότερα οι περισσότεροι, και το τελευταίο τέταρτο του 16ου αι., η θηλακοειδής βράκα, κυριάρχησε στην ύπαιθρο. Μόνο στις απρόσιτες κορυφές των Σφακίων, οι Σφακιανοί διατήρησαν την παλιά τους στολή, την κάρτσα (πανταλόνι πλατύ, μεταξύ βυζαντινού βρακού και περσικού σαραβάρου).

 Μεγάλο ζήτημα έχει γεννηθεί και πολλές γνώμες γράφτηκαν για την προέλευση της βράκας αυτής. Ο Νικ. Πολίτης αποφαίνεται πως «δε είναι βέβαιον αν η βράκα ήτο γνωστή εις τους Κρήτες προ της τουρκικής κατακτήσεως».[1] Με τη γνώμη Πολίτη τάσσονται και άλλοι επιστήμονες. Εν τούτοις έρευνα συγκριτική στο ένδυμα των λαών με τους οποίους η Κρήτη ήρθε σε σχέσεις, έστω και αρνητικές, οδηγεί στο συμπέρασμα πως ούτε οι Άραβες, ούτε οι Τούρκοι, ούτε βεβαίως, οι Βενετοί φορούσαν τη βράκα που φοριέται στην Κρήτη. Είναι αλήθεια πως στα καράβια του τουρκικού στόλου υπηρέτησαν βρακοφόροι με θηλακοειδή βράκα, αλλά οι βρακοφόροι αυτοί ήσαν ΄Ελληνες, νησιώτες ναυτικοί, που τους επιστράτευε ο σουλτάνος για να μανουβράρουν τα καράβια, όχι για να μάχονται.

Οι Τούρκοι που υπηρετούσαν στον τουρκικό στόλο φορούσαν, όπως φαίνεται σε πολλές εικόνες της εποχής, το κοινό ένδυμα για τους πολεμιστές του ναυτικού. Μη έχοντας λοιπόν τη βράκα, οι Τούρκοι, δεν την έφεραν, βέβαια, στην Κρήτη. Η βράκα κατά την τουρκική κατάκτηση, υπήρχε ήδη, όχι μόνο στην Κρήτη αλλά και σ' άλλα νησιά, στο παράλια της Πελοπονήσσου, της Μικράς Ασίας, ακόμη και της Θράκης. Το γεγονός αυτό επιτρέπει, ίσως, να πούμε πως η βράκα μεταδόθηκε από ναυτικούς, και τέτοιοι ήσαν οι Αλγερινοί κουρσάροι, που είχαν καταντήσει η μάστιγα της Μεσογείου.[2]

Μια φυλή Αλγερινών, οι Ζουάβοι, φορούσαν θηλακοειδή βράκα (που, ίσως, είναι εξέλιξη περιζώματος τύπου των κατοίκων του Σιάμ το οποίον δίνει την εντύπωση βράκας). Τολμηροί ριψοκίνδυνοι και κερδοσκόποι οι Ζουάβοι δεν δίσταζαν να κατεβαίνουν από τα βουνά τους και να γίνονται πειρατές, όπως έκαναν και οι Μαροκινοί βουνήσιοι.

Το ένδυμα αυτό το  παρέλαβαν και άλλοι κουρσάροι, οι κάτοικοι των παραλίων της Αλγερίας και αργότερα και της Τύνιδας. Η βράκα των κουρσάρων καπετάνιων των λαθρεμπόρων και των πλουσίων εμπορευμένων ήταν από τσόχα με πλούσια κεντήματα. Συνοδευόταν  από γιλέκο ή φέρμελα, φέσι με σαρίκι ή χωρίς σαρίκι, ζώνη φαρδιά, χαμηλές μπότες ή σκαρπίνια, με επίβλημα το μπουρνούζι ή το πολυτελές σάλι.

Αυτού του τύπου τη φορεσιά τη βλέπομε αργότερα διαδεδομένη στη Μεσόγειο. Παραλλαγές της είναι η βράκα της Κρήτης, η βράκα των νησιών του Αιγαίου, η βράκα των Ελλήνων ναυτικών. (Τον 16ο αιώνα φοριέται στη Γαλλική Αυλή από τους ευγενείς και τα «Παιδόπουλα» ένα καινούργιο είδος που λέγεται Greques, δηλαδή βράκα ραμμένη κατά τη μόδα των Ελλήνων).

Γιατί όμως άφησαν οι Ελληνες ναυτικοί την παλιά φορεσιά και φόρεσαν τη βράκα των Αλγερινών κουρσάρων; Και πως διαδόθηκε και επικράτησε η βράκα όχι μόνο στα παράλια αλλά και στην ενδοχώρα της Κρήτης;

Οι Κρήτες και οι άλλοι ΄Ελληνες ναυτικοί κάτω από τους Βενετούς ταξίδευαν προς κάθε κατεύθυνση, τόσο σαν ιδιώτες όσο και σαν μισθωτοί ή αγγαρευόμενοι. Ταξίδευαν όμως πάντα με το φόβο των τρομερών Αλγερινών πειρατών, ιδίως από την εποχή του Χαϊρεντίν Βαρβαρόσσα. Οι ιδιώτες μάλιστα ναυτικοί έχαναν εκτός από τη ζωή τους και τα εμπορεύματά τους και δεν ήταν λίγοι εκείνοι που καταντούσαν σκλάβοι στη Μπαρμπαριά. Έτσι, για να μη φαίνονται από μακριά πως διαφέρουν παρέλαβαν, πιθανόν, το φέσι και τη βράκα των κουρσάρων, για να μπορούν να πλέουν ανενόχλητοι, τουλάχιστον μέχρι που να γίνει γνωστό το τέχνασμα. Η μεταμφίεση δεν ήταν κάτι το ασύνηθες για τα ναυτικά ήθη της εποχής, και έχομε μια σοβαρή μαρτυρία από έκθεση του Προβλεπτού Φραγκίσκου Μοροζίνη.[3] Μετά τους ιδιώτες ναυτικούς ίσως δε και τους εμπορευόμενους των παραλίων, θα φόρεσαν τη βράκα κι οι «κατεργάρηδες», οι αγγαρευόμενοι, που στρατολογούνταν από τους Βενετούς σ' όλη την Κρήτη. Αυτοί και ίσως και οι απελευθερωμένοι σκλάβοι, επιστρέφοντας στα χωριά τους, θα εξακολουθούσαν να φορούν τη βράκα, για λόγους οικονομικούς, όπως έκαναν και λίγο παλαιότερα οι απολυόμενοι του στρατού, που μέχρι να αποκτήσουν πολιτικό κοστούμι φορούν τα ρούχα του στρατού.

 Η ενδυμασία, όπως διαμορφώθηκε από τα μέσα του 16ου αι.,  η υπόδηση και το κάλυμμα της κεφαλής των κατοίκων της Κρήτης, Τούρκων, Ελλήνων και Εβραίων, με μικρές παραλλαγές από νομό σε νομό της Κρήτης, ήταν η ίδια. Κατάσαρκα φορούσαν σώβρακο, των αυτών διαστάσεων με τη βράκα, και πουκάμισο. Τα ενδύματα που αποτελούσαν την κρητική φορεσιά,[4]  η οποία εμπλουτίζονταν από το μαχαίρι και την καδένα, ήταν τα εξής:

α) Η βράκα, β) η ζώνη, γ) το γελέκι, δ) το μιτάνι, ε) το καπότο, στ) τα στιβάνια και

 ζ) το κάλυμμα της κεφαλής (φέσι ή σαρίκι).

 

 

 

 

4.3.γ. Σαλβάρι (χλιαβάρι) -βράκα

 

 

 

Το σαλβάρι είχε όλα τα παραπάνω κομμάτια της κρητικής φορεσιάς. Η διαφορά από τη βράκα ήταν στην ποιότητα του υφάσματος κατασκευαζόταν μόνο από εκλεκτή τσόχα. Η βράκα μόνο από πανί χρώματος μαύρου.

Η κρητική φορεσιά, όπως είναι σήμερα γνωστή, άρχισε να διαμορφώνεται από τον 16ο αιώνα και ολοκληρώθηκε στα μέσα του 19ου αιώνα. Με την κρητική φορεσιά, με παραλλαγές, ντύνονταν όλοι οι κάτοικοι της    Κρήτης, Τούρκοι, Χριστιανοί και Εβραίοι, με εξαίρεση λίγων Ευρωπαίων Φραγκολεβαντίνων                         

       Το σαλβάρι, που ήταν πανάκριβο και πολυτελέστατο ένδυμα, διαμορφώθηκε και επιβλήθηκε μετά την επανάσταση του 1821.    Το σαλβάρι που φορούσαν οι  μπέηδες και οι αγάδες είχε χρώμα κίτρινο (βαμμένο πιθανόν με ζαφορά), πράσινο και  μαύρο ενώ των χριστιανών κυανό.   Το σαλβάρι του Τούρκου, ήταν πράσινο, με ολομέταξη ζώνη χρώματος κόκκινου. Το σαλβάρι των Ελλήνων ήταν μπλε με ολομέταξη ζώνη χρώματος βυσσινί. Σαλβάρια φορούσαν μόνο οι πολύ πλούσιοι. Από το γεγονός αυτό δημιουργήθηκε η παροιμία: «Κάτσε μ’ εκείνον που φορεί σαλβάρι, να βάλεις κι εσύ βράκα».                                          

Από το μήκος της βράκας γνωρίζονταν και ξεχώριζαν οι   κάτοικοι των διαμερισμάτων της Κρήτης. Στις ανατολικές επαρχίες των νομών Ηρακλείου και Λασιθίου, η βράκα ήταν πολύ μακριά, ως τους αστραγάλους των ποδιών. Στις επαρχίες του νομού Ρεθύμνου, η βράκα, έφτανε πάνω από τη μέση της γάμπας. Στις επαρχίες του νομού Χανίων η βράκα έφτανε ως τη μέση της γάμπας, με μοναδική εξαίρεση τους κατοίκους της επαρχίας Σελίνου, των οποίων η βράκα  ήταν πολύ κοντή κι έφτανε ως τη μέση του μηρού.  

Το γιλέκο του χριστιανού είναι κόκκινο ενώ του μουσουλμάνου είναι πράσινο. Διαφορές υπήρχαν και στο κάλυμμα του κεφαλιού. Οι Τούρκοι στο κεφάλι τους φορούσαν φέσι, ύψους δέκα ε­κατοστών περίπου, ολοστρόγγυλο. Στη μέση της επίπεδης κορυφής του είχε φούντα από μαύρο μετάξι. Όταν οι Τούρκοι δεν φορούσαν φέσι, τότε στο κεφάλι τους τύλιγαν σαρίκι από άσπρο ή πράσινο ύφασμα, στριμμένο, υφασμένο στον αργαλειό, το οποίο ονόμαζαν μπουρμά και από το οποίο πήραν και το χαρακτηρισμό Μπουρμάδες[5] (γυρισμένοι). Οι Τούρκοι, πολλές φορές, έκοβαν τα μαλλιά τους βαθιά κι άλλοι ξύριζαν το κεφάλι τους αφήνοντας πάνω από το μέτωπό τους λίγα μαλλιά, που τα έλεγαν «περτσέ»[6].  

Οι χριστιανοί στο κεφάλι τους φορούσαν φέσι ύψους περίπου τριάντα εκατοστών, από κόκκινη τσόχα, τσακισμένο στη μέση. Μια μεγάλη πυκνή φούντα από μαύρο μετάξι κρεμόταν από τη μέση της κορυφής του φεσιού κι έπεφτε στην αριστερή ωμοπλάτη. Πολύ σπάνια οι Έλληνες φορούσαν ατσάκιστο φέ­σι. Το ατσάκιστο φέσι λεγόταν τουρλωτό. Σε περίοδο πένθους το φέσι επενδυόταν με μαύρο πανί ή τούλι.              

Οι περισσότεροι Έλληνες δεν φορούσαν φέσι, αλλά κάλυμμα της κεφαλής τους είχαν το σαρίκι που κατασκευαζόταν από μαύρο ύφασμα. Το δέσιμο του σαρικιού των Τούρκων και Ελλήνων ήταν πολυποίκιλο. Διέφερε όχι μόνο από νομό σε νομό, αλλά και από επαρχία σ’ επαρχία κι ακόμη από χωριό σε χωριό της ίδιας επαρχίας. Οι Τούρκοι φορούσαν κόκκινο ή άλλο χρώμα (πολύχρωμο), οι χριστιανοί φορούσαν μαύρο ή λευκό μαντίλι, το «κρουσαλιδάτο» μαντίλι με τα κρόσια τα οποία συμβολίζουν τα δάκρυα για την άλωση της Πόλης ή το θρήνο των χριστιανών για τους νεκρούς του Αρκαδίου, κατά μια άλλη εκδοχή.

Η ζώνη των Τούρκων ήταν κόκκινη καθώς και των Σφακιανών,σύμφωνα με τον Κ. Φουρναράκη,[7] των Ελλήνων μαύρη ή σκουρόχρωμη. Γενικά οι Τούρκοι προτιμούσαν για τα ενδύματά τους ζωηρά  χρώματα σε αντίθεση με τους Έλληνες. 

Όταν οι Έλληνες φορούσαν σαλβάρι, τα στιβάνια τους (από το ιταλικό stivale) ήταν άσπρα, εκτός εάν είχαν πένθος, οπότε τα στιβάνια ήταν μαύρα. Όταν οι Τούρκοι φορούσαν σαλβάρι, τα στιβάνια τους ήταν από κόκκινο δέρμα, από εκεί χαρακτηρίζονται και ως «Κοκκινοπαπουτσάδες» ή και κίτρινα, χρώματα απαγορευμένα για τους χριστιανούς, παρά μόνο για τους Τούρκους, τους ξένους διπλωμάτες και τους προστατευόμενούς τους.[8] Σπάνια Τούρκοι και Έλληνες φορούσαν, αντί στιβάνια, γόβες με μακριές πλουμιστές κάλτσες.

Όταν Κρητικοί, Έλληνες και Τούρκοι, ήθελαν να βαδίσουν γρήγορα ή να τρέξουν ή στις μάχες να κάμουν γιουρούσι, τότε, για να μην πέσει το φέσι τους με το τρέξιμο, το κρατούσαν στα δόντια τους και συγχρόνως αναμπούκωναν τη βράκα τους και τα μανίκια του πουκάμισου τους.

Το αναμπούκωμα της βράκας γινόταν ως εξής: Σήκωναν ψηλά το τέλος της βράκας και το έδεναν στερεά με τη ζώνη. Μ' αυτό το δέσιμο το βάδισμα γινόταν πιο ελεύθερο. Τα μανίκια τ' αναδίπλωναν (αναμπούκωναν) ως τα μέσα του βραχίονα.

Το αναμπούκωμα και το  κράτημα στα δόντια του φεσιού, αναφέρεται και περιγράφεται σε στίχους του ριζίτικου  τραγουδιού της Μάχης του Θέρισου (4 Ιουλίου 1821):

...Και παίρνουνε το ρίζωμα δρομένοι μανισμένοι

 φτάνουν τσή Κόρης το νερό κι' ήσανε διψασμένοι.

 Και σαν απόπιανε νερό μπιρντέτι ξεκινούσι

και βγάνουν και τα φέσια των, στα δόντια τα βαστούσι.

 Κι' αναμπουκώνεται ό Σαρρής καί κάνει τον σταυρόν του

 Και  εφώναξε των αλλωνών...

Καθώς και στα Απομνημονεύματα του Κ. Κριτοβουλίδου:

...Εις δ' εξ αυτών, ό γενναιόκαρδος Σαρρηδαντώνης, με πολλήν συγκίνησιν άνέκραξεν «Ας όρμήσωμεν καί ας πέσωμεν επάνω των παρευθύς όσοι ίχομεν βάπτισμα επάνω μας...». Ταχέως δ'άπαντες, άφελόντες τα της κεφαλής των καλύμματα καί κρατούντες αυτά είς τους οδόντας των, ως συνηθίζουσι τούτο οί Κρήτες είς παρόμοιας ορμητικός επιθέσεις, ατρόμητοι...

Απαραίτητο συμπλήρωμα της ενδυμασίας είναι και  ο «πασαλής» ή «μπασαλής», το μαχαίρι, η θέση του οποίου, στην επίσημη φορέσια, ονομάζεται φουκάρι. Η σκαλισμένη ημισέληνος πάνω στο μαχαίρι, δήλωνε τον μουσουλμάνο κάτοχο και ο σταυρός το χριστιανό.

Μετά την επανάσταση του 1821, την περίοδο της Αιγυπτιοκρατίας (1830-1840) και με την παραχώρηση περισσότερων, δικαιωμάτων στους χριστιανούς (Χάττι Χουμαγιούν, 1856), οι διαφορές στα ενδύματα τείνουν να εξαλειφθούν και εξαρτώνται, κύρια,  από την κοινωνικο-οικονομική θέση των κατόχων τους και τις περιστάσεις (καθημερινότητα, γάμοι κ.τ.λ.), κατά τις οποίες χρησιμοποιούνται.

Ο Φουρναράκης αναφέρει πως, όταν εμφανίστηκε στα Χανιά ο Κονδυλάκης το 1879, η στολή του έμοιζε με «Ηρακλειωτικήν τουρκικήν». Ο Κονδυλάκης ισχυρίζεται ότι στο Ηράκλειο η φορεσιά των χριστιανών δε διαφέρει και πολύ από των «Τούρκων», ώστε θα μπορούσαμε τη φορεσιά να την πούμε μόνο «ηρακλειώτικη».[9]

Από το τέλος του 19ου αιώνα, αλλά κυρίως από τις αρχές του 20ού, οι κάτοικοι της Κρήτης, Έλληνες, Τούρκοι και Εβραίοι, άρχισαν ν' αντικαθιστούν την παραδοσιακή φορεσιά της βράκας και του σαλβαριού, με την ευρωπαϊκή: πανταλόνι, σακάκι, παπούτσι και καπέλο. Η αντικατάσταση γινόταν με βραδύ ρυθμό μέχρι το έτος 1920 και ταχύτερο μετά το έτος αυτό.

Όσοι παρέμεναν πιστοί στην παραδοσιακή φορεσιά της βράκας, με μεγάλη δόση περιφρόνησης και ειρωνείας, ονόμαζαν όσους άλλαζαν φορεσιά και ντύνονταν με πανταλόνι «ψαλιδόκωλους».

 

 

 

 


 

[1] http://kairatos.com.gr/afieromata/kritikiforesia.htm    

[2] http://kairatos.com.gr/afieromata/kritikiforesia.htm

[3] http://kairatos.com.gr/afieromata/kritikiforesia.htm

[4] Ι.Τσουχλαράκης-Θρ. Τσουχλαράκης, 1997

 

[5] Σύμφωνα με τον Ι. Κονδυλάκη ( Άπαντα, 1961), ο χαρακτηρισμός μπουρμάδες ή μπουρλαμάρ στην αρχή δεν είχε τον υβριστικό χαρακτήρα, τον οποίο απόκτησε αργότερα. Επίσης αναφέρει πως, υβριστικά, ο όρος μπουρμάς, αποδίδονταν από τους υπόλοιπους Έλληνες και κατά των χριστιανών Κρητικών

[6] Ι. Δ. Μουρέλλος, 1950, σ. 427

[7] Κ. Φουρναράκης, 1929, σσ. 4-5

[8] Η καθημερινότητα της διαπολιτισμικής συνύπαρξης πριν 100 χρόνια, 2000, σ. 60

[9] Ι. Κονδυλάκης, 1961, σ. 31