Παίξτε το παιχνίδι μας

enter

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

    

 

 

Συγχρωτισμός μουσουλμάνων και χριστιανών Κρητών

 

 

 

Οι σχέσεις μουσουλμάνων και χριστιανών του νησιού περνούσαν από διάφορες φάσεις.[1] Ο βαθμός φανατισμού διέφερε και κατά περιοχές. Ιδιαίτερα μεγάλος ήταν στο διαμέρισμα του Ρεθύμνου. Εν μέρει αυτό ερμηνεύεται από το ότι η μουσουλμανική πλειονότητα της πόλης, αντίθετα απ’ ότι συνέβαινε στα Χανιά και στο Ηράκλειο, αποτελούσε το φτωχότερο τμήμα του πληθυσμού, ήταν χρεωμένη στους χριστιανούς και ευνοούσε τις αναταραχές, ελπίζοντας ότι τα χρέη της θα παραγράφονταν.

Ο φανατισμός και οι αιματηρές συγκρούσεις, χριστιανών και μουσουλμάνων ήταν σε ύφεση «κατά τας ομαλάς περιστάσεις», αυξάνονταν όμως κατακόρυφα μετά από καταστάσεις έντασης. Ο Ι Κονδυλάκης, στο «Αλέστα!», γράφει ότι το 1866 «από τα τουρκικά σπίτια του χωριού μας δεν έμεινε πέτρα επί πέτρας και το τζαμί είχε μεταβληθή εις κοπρώνα»[2] και ο Pashley περιγράφει: «΄Ενας μοναχικός μωαμεθανός έτυχε να φτάσει το μεσημέρι στο χωριό όταν έλειπαν οι άντρες. Οι γυναίκες (που ήταν άοπλες ενώ αυτός οπλοφορούσε) του φέρθηκαν στην αρχή ευγενικά, αλλά μόνο για να βρουν την ευκαιρία να τον εκτελέσουν. ΄Οταν επισκέφτηκα το Νίπρο ο οικοδεσπό­της μου είπε ότι δύο ή τρεις μέρες μετά τη μεγάλη νίκη «ήρθε εδώ ένας μωαμεθανός και έπεσε στα γόνατα, μπροστά στην πόρτα του, εκλιπαρώντας για λίγο νερό». Και τί έκανες; «Πήρα το τουφέκι μου και τον σκότωσα». Ο Pashley, αιτιολογεί τη συγκεκριμένη συμπεριφορά εξ αιτίας των προκλήσεων που υπέστησαν οι Κρήτες χριστιανοί για περισσότερο από έναν αιώνα. Ακόμα περισσότερο, όμως, λόγω των συναισθημάτων που δημιούργησε η σφαγή του Πατριάρχη της Κωνσταντινουπόλεως, του επισκόπου Κισάμου στα Χανιά, του μητροπολίτη και πέντε άλλων ιεραρχών στο Μεγάλο Κάστρο και των χιλίων περίπου άοπλων Ελλήνων σε διάφορα σημεία του νησιού.[3]

Γενικά όμως ανάμεσα στον αγροτικό πληθυσμό η μισαλλοδοξία ήταν περιορισμένη και υποθάλπονταν  κυρίως από τους μουσουλμάνους μπέηδες, που αναμόχλευαν τις θρησκευτικές προκαταλήψεις για να τον εξωθούν σε επανάσταση, όποτε έκριναν ότι τους συνέφερε.

Στα αστικά κέντρα, όπου ζούσαν και οι περισσότεροι γνήσιοι Τούρκοι, η ενδυμασία και η θρησκευτική ζωή θύμιζαν αυτές της Τουρκίας. Αντίθετα, στα χωριά, στη συντριπτική τους πλειοψηφία ντόπιοι αρνησίθρησκοι, παράλληλα με τις τελετές του Ισλάμ, δέχονταν συχνά και χριστιανικές συνήθειες και θρησκευτικές αντιλήψεις. Διατήρησαν έτσι, με ελάχιστες εξαιρέσεις τον Κλήδονα, επικαλούνταν την Παναγία αποκαλώντας την Μεϊρέ-μάνα, [4]σέβονταν το Χριστό, τον Άγιο Ιωάννη, τον Άγιο Σπυρίδωνα και πήγαιναν τάματα στα μοναστήρια του Αγίου Γεωργίου, η γιορτή του οποίου συνέπιπτε με τη γιορτή της άνοιξης των Μπεκτασήδων. Συμμετείχαν στις τελετές που έκαναν οι χριστιανοί για τον εξορκισμό της πανούκλας και «κατά το Πάσχα έβαφαν αυγά, έκαμνον κουλούρια και τα συνήθη γλυκίσματα, ως έπρατταν οι Χριστιανοί. Κατά την μεγάλην Πέμπτην, κατά την ανάγνωσιν των 12 Ευαγγελίων, αι ασθενείς Οθωμανίδες προσερχόμεναι εις την Εκκλησίαν ίσταντο υπό το αναγιγνωσκόμενον Ευαγγέλιον».[5]

Μουσουλμάνοι νυμφεύονταν με χριστιανές, έπιναν κρασί, έτρωγαν χοιρινό και γενικά έδειχναν μεγάλη χαλαρότητα στην τήρηση των τύπων της λατρείας τους. Κατοικούσαν στις ίδιες συνοικίες, συναναστρέφονταν με αυτούς. Ο Ι. Κονδυλάκης, στην Πρώτη Αγάπη, γράφει: «…Κοντά στ’ άλλα, η μητέρα μου …κάλεσε και γητεύτρες, Ρωμιές και Τούρκισσες, και μου ‘παν διάφορα ξόρκια…».  Αναγνωρίζει τις αρετές τους, τη μουσική τους ιδιοφυία, την αγαθότητα και την ομαρφιά των γυναικών, και την περηφάνεια, τη γενναιότητα και τη «σποραδική» μεγαλοψυχία των ανδρών. Και, όταν αργότερα βλέπει τους μουσουλμάνους της Καντάνου να εγκαταλείπουν τα σπίτια και το χωριό τους, εκφράζει τη λύπη του λέγοντας: «Τους λυπούμε τους κακομοίρηδες!».

 Χαρακτηριστική, επίσης, της ομαλής συμβιωσης  είναι και η περίπτωση που αναφέρει ο Pashley, για το χριστιανό συνοδό του Μανιά, ο οποίος απευθυνόμενος στον μωαμεθανό οικοδεσπότη τους στο χωριό  Βλιθιάς, είπε, προσέχοντας να μην κατονομάσει το χοίρο: «αυτά τα ζώα που έχουν τρίχες στην πλάτη»[6] και αλλού αναφέρει ότι: «Πριν από δεκαπέντε μέρες, ο χριστιανός απευθυνόμενος στον μωαμεθανό φίλο του έλεγε, Καλό Μπαϊράμι κουμπάρη. Σήμερα ο μωαμεθανός ανταποδίδει την ευγένεια λέγοντας, Καλή Λαμπρή, όταν συναντά κάποιον γνωστό του χριστιανό. Ωστόσο, ο συνήθης χριστιανικός χαιρετισμός της ανατολικής εκκλησίας αυτή την εποχή, που είναι Χριστός Ανέστη και στον οποίο πάντα απαντάνε, Αληθώς Ανέστη, δεν μπορεί βέβαια να ανταλλαγεί μεταξύ των αλλοθρήσκων».[7]

Αν και όχι με απόλυτη ελευθερία, συνδέονταν με κουμπαριές, γίνονταν «σύντεκνοι» των χριστιανών, αναλαμβάνοντας τα έξοδα του βαπτίσματος αλλά χωρίς να παρευρίσκονται στην τελετή του μυστηρίου,  δανείζονταν αμοιβαία και συνεταιρίζονταν σε εμπορικές επιχειρήσεις. Πολλά από αυτά ωστόσο, είχαν στη ρίζα τους, σε μεγάλο ποσοστό, την ανάγκη, τον εξαναγκασμό και το φόβο.

Άλλη μια προσέγγιση των δυο στοιχείων προέκυπτε από την κοινή εξαθλίωση που ένωνε τη χριστιανική και μουσουλμανική αγροτική τάξη απέναντι στην καταδυνάστευση που υφίσταντο από τους μουσουλμάνους πρόκριτους. Η κοινή κακοδαιμονία υπήρξε οπωσδήποτε ένας συνδετικός κρίκος μεταξύ τους, μέχρις ότου άρχισαν οι επαναστάσεις του 19ου αι.[8]

Σύμφωνα με την Κ. Καλλιατάκη,[9]  για τους μουσουλμάνους της Κρήτης η θρησκεία, είχε υπάρξει, ένα πολιτικό, μάλλον, πλεονέκτημα παρά μια συνειδητή πίστη, το οποίο τους είχε επιτρέψει να ενταχθούν στο κυρίαρχο στοιχείο, να διατηρήσουν την περιουσία τους και να την αυξήσουν ανενόχλητα. Ο φόβος μήπως θιγούν τα κατεστημένα συμφέροντά τους όξυνε διαρκώς τις σχέσεις τους με τους χριστιανούς και οδηγούσε, σε πολλές περιπτώσεις, στις ωμότητες των επαναστατικών κινημάτων. Κατά τον Barker, o οποίος για ένα διάστημα αναπλήρωνε τον Sandwith στο Αγγλικό Προξενείο των Χανίων, σε περίπτωση που η Κρήτη άλλαζε καθεστώς, μεγάλο μέρος του μουσουλμανικού πληθυσμού της θα ξαναγύριζε στο Χριστιανισμό.

Αντίθετα για τους Χριστιανούς του νησιού, η θρησκευτική παράδοση, και οι εξωτερικοί τύποι της λατρείας ακόμα, ήταν τα σύμβολα κάτω από τα οποία είχε επιβιώσει ο εθνισμός τους  στους αιώνες της δουλείας.

Η διαφορετική ιδεολογική συγκρότηση και πολιτική συμπεριφορά των δυο στοιχείων βάραινε, με τη σειρά της, προς τη μεριά της πόλωσης. Ιδιαίτερα από το 1821 και μετά, το χριστιανικό στοιχείο είχε λάβει μέρος σε αλλεπάλληλους αγώνες, έμαθε να παρακολουθεί τις εξελίξεις στον ευρύτερο χώρο και ενεργοποιήθηκε πολιτικά σε βαθμό ανάλογο προς την ένταση των ερεθισμάτων που δεχόταν. Λίγες μόνο ήταν οι φωνές που υποστήριζαν ότι χριστιανοί και μουσουλμάνοι Κρήτες θα μπορούσαν να ζήσουν αρμονικά στον τόπο τους.

Ο Ι. Κονδυλάκης, το 1895, όταν υποστήριξε την εισαγωγή μουσουλμάνων φοιτητών στα Πανεπιστήμιο Αθηνών, σε άρθρο του στην εφημ. «Εστία» το 1895, και σε απάντηση στο άρθρο του Γ. Σωτηριάδη «..οι Μουσουλμάνοι Ηπειρώται και Κρήτες, όσω μάλλον προσεγγίζουσιν ημάς τόσω περισσότερον επίφοβοι γίνονται…», γράφει: «… ως Κρης καλώς γνωρίζων τους Κρήτας, καθορώ ότι θα  επιδράσει αγαθώς, ότι θα καταστήσει ανθρωπινοτέρας τας σχέσεις αυτάς, διότι θα καταρρίψη πολλάς βαρβάρους προλήψεις, τας οποίας διαιωνίζει η αμάθεια και αίτινες καθιστώσιν αδύνατον τη συμβίωσιν των δύο συνοίκων λαών και την μεταξύ των πάλην επιτείνουσιν εις αγώνα εξοντώσεως» και παρακάτω συνεχίζει «Δεν έχω την αφέλειαν να πιστεύω ότι μόνη η ελληνική μόρφωσις δύναται να πληρώσει το χάσμα, όπερ υπάρχει μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων, οι οθωμανοί οι οποίοι θα σπουδάσουν εις το ημέτερον Πανεπιστήμιον θ’ απέλθουν πάλιν οθωμανοί, ουχί όμως με φανατισμόν τυφλόν και άγριον, αλλά με πεφωτισμένον εθνικόν αίσθημα, δυνάμενοι να διακρίνωσι τι ουσιώδες κρύπτεται υπό το τερατώδες μεσότοιχον, το οποίο μας χωρίζει εν Κρήτη».[10]

 

 

 

 

 

 

 

 

 


 

[1] Για το χαρακτήρα χριστιανών και μουσουλμάνων βλ. C. Rochfort Scott, 1995

[2] Ι. Κονδυλάκης, 1961, σσ. 34-5

[3] RPashley, 1991, σ. 125

[4] Η καθημερινότητα της διαπολιτισμικής συνύπαρξης, 2000, σ. 16

[5] Γ. Μ. Πεπονάκης, 1997, σσ. 75-6

[6] R. Pashley, 1991, σ. 95

[7] R. Pashley, 1991, σ. 119

[8] K. Καλλιατάκη, 1988, σ. 87

[9] K. Καλλιατάκη, 1988, σσ. 88-9

[10] Ι. Κονδυλάκης, 1961,

 σσ.35-36