Παίξτε το παιχνίδι μας

enter

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

    

 

 

 

Βενετοκρατία (1211-1645)

 

Από  τις παραμονές ήδη της τέταρτης Σταυροφορίας η Κρήτη είχε πάψει να ανήκει στη Βυζαντινή επικράτεια. Ανάμεσα στα ανταλλάγματα που πρόσφερε στους σταυροφόρους ο Αλέξιος ο Άγγελος, γιος του Ισαάκιου του Β΄, προκειμένου να εξασφαλίσει τη βοήθειά τους στην αποκατάσταση του πατέρα του στο θρόνο του Βυζαντίου, ήταν και η Κρήτη, την οποία έσπευσε να παραχωρήσει στον ηγέτη της Δ΄ Σταυροφορίας, Βονιφάτιο, μαρκίωνα του Μομφερράτου. Λίγους, όμως, μήνες μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους (1204), ο Βονιφάτιος ο Μομφερρατικός, για να επιτύχει την υποστήριξη της Βενετίας, στη διένεξή του με τον Λατίνο αυτοκράτορα Βαλδουίνο της Φλάνδρας, συνήψε συνθήκη με τους εκπροσώπους του δόγη στην Ανδριανούπολη και παραχώρησε την Κρήτη στη Δημοκρατία του Αγ. Μάρκου, με τη συνθήκη γνωστή ως «Εκχώρηση της Κρήτης» έναντι ενός «ευτελούς»[1] ποσού.

Απασχολημένη, όμως, η Βενετία με το γενικότερο πρόβλημα της εγκαθίδρυσης της κυριαρχίας της στα εδάφη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, περιορίστηκε, στην αρχή, στη θεωρητική μόνο κατοχή της Κρήτης και μόνο μετά την πραξικοπηματική κατάληψη του νησιού από τους Γενουάτες (1206) ασχολήθηκε σοβαρά. Ανάγκασε σε συνθηκολόγηση τον Pescatore και τους Γενουάτες και αρχίζει η περίοδος την Βενετοκρατίας στην Κρήτη (1211). Η υποταγή, όμως, των κατοίκων δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Χρειάστηκαν συνεχείς αγώνες μέχρι να σταθεροποιήσουν οι Βενετοί την κυριαρχία τους στο νησί.

Κατά τη διάρκεια της Βενετοκρατίας, η διάκριση ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις ήταν σαφής. Στην ανώτερη βαθμίδα ανήκαν οι Βενετοί ευγενείς και φεουδάρχες. Ήταν καθολικοί, άποικοι ή απόγονοι αποίκων, και είχαν πλήρη πολιτικά δικαιώματα. Ο τίτλος  ευγενείας ήταν κληρονομικός.

Αριστοκράτες δεύτερης κατηγορίας ήταν οι Κρητικοί ευγενείς. Η κρητική ευγένεια απονέμονταν με διάταγμα του δόγη σε αντάλλαγμα στρατιωτικών, πολιτικών ή και χρηματικών υπηρεσιών.

Υπήρχαν ακόμη οι αστοί, κάτοικοι των πόλεων και η κατώτερη κοινωνική βαθμίδα των πόλεων και της υπαίθρου. Στις πόλεις, εκτός από τους Βενετούς φεουδάρχες, κατοικούσαν και πολλοί Ιταλοί έμποροι καθώς και Εβραίοι, αντίθετα, στα χωριά, ο πληθυσμός ήταν καθαρά ελληνικός.

Οι χωρικοί κατέβαλλαν φόρους  και ήταν υποχρεωμένοι σε αγγαρείες και κανίσκια. Η αγγαρεία μάλιστα στις γαλέρες ήταν τόσο βαριά, ώστε οι αγγαρικοί αναγκάζονταν, για να την αποφύγουν,  είτε να τρέπονται προς τα βουνά είτε να πουλούν τα υπάρχοντά τους πληρώνοντας αντικαταστάτες, τους λεγόμενους αντισκάρους.

Στην έκθεση του κόμη Ιουλίου Γκαρτσώνη, απεσταλμένου της Ενετικής  Συγκλήτου, κατά το 1583 στην Κρήτη, για να ελέγξει οικονομική κατάσταση του νησιού αναφέρονται τα εξής:

«Το χρέος των κατοίκων του εργάζεσθαι δι’ άγγαρείας εισήχθη εις διάφορα μέρη της νήσου χάριν της εγέρσεως Φρουρίων. Μικρόν κατά μικρόν η χρήσις των αγγαρειών εγενικεύθη και επολλαπλασιάσθη εις τρόπον, ώστε ήδη απέβη συνήθεια δυσαναπόφευκτος. Πας κάτοικος του Μεγαλοκάστρου, από 15 έτος έως 60 ετών, χρεωστεί, αυτός ομού με όλα τα φορτηγά του, υπηρεσίαν 6 ήμερων κατ’ έτος. Και οι μεν κάτοικοι της Ρεθύμνης οφείλουσιν εις την κατασκευήν των επάλξεων εργασίαν 12ήμερον, οι, δε των Χανίων ημέρας εργατικάς 18. Ο θέλων ν’ απαλλαχθή της καταναγκάσεως ανταναγκάζεται να υποστήση έμμισθον τινά υπηρεσίαν,  άλλως αποτίει εις το ταμείον που μεν 13 που δε και πλείονα υπέρπυρα, και τοιουτοτρόπως σώζε­ται από την βίαν των αγγαρευτών. Η Υμετέρα Γαληνότης ας φαντασθή οίας και όσας άλλας διόδους εις καταχρήσεις ανοίγει προς την αχορταγίαν των αγγαρευτών η επίφοβος αυτή συνήθεια.

Εάν δε επίφοβος προς το υπήκοον υπάρχει η αγγαρεία της ξηράς, οπόσον φοβερωτέρα διατελεί η της θαλάσσης. Ο ελεεινός αγρό­της δεν κοιμάται ήσυχος. Νύκτα και ημέραν τρέμει μη, συλληφθείς απροσδοκήτως εις το χωράφιον, συρθή αλυσίδετος εις την δουλείαν του κάτεργου, μακράν της λιμοκτονούσης οικογενείας του, εν υπη­ρεσία ξένη, ης εν επιμέτρω αγνοεί την διάρκειαν, εκείθεν δε μετακομισθή εις τόπους, ή εις μάχας, όθεν ευάριθμοι συνήθως εισίν οι επανερχόμενοι. Διό, αντί τοιαύτης συμφοράς, εάν μεν πένης, πωλεί το έσχατον αιγιδοπρόβατον εις μηδαμινήν τιμήν, ή απαλλοτριοί το χωραφίδιόν του, όπως αποτίση το νενομισμένον λύτρον, ίσον 20 χρυσών φλωρίων. Εάν δε ούτε πρόβατον κέκτηται πλέον, ούτε χωράφιον, ούτε αμπέλιον, ούτε τι άλλο εις τον κόσμον, τότε αποδιδράσκει εις τόπους απροσίτους, όθεν μετά χρόνον μακρόν δεν εξέρχεται, ή υπό τον όρον, παρά των καστελλάνων επιβαλλόμενον ότι θέλει καταμηνύσει τα κρυπτήρια άλλων συμφυγάδων και εξαιρέτως τα των συγγενών»[2]

Στη συνέχεια η Βενετία εφάρμοσε ένα σύστημα συνθηκολογήσεων με τους ντόπιους επαναστάτες ενσωματώνοντάς τους στους κόλπους του βενετικού καθεστώτος με προνόμια.

Ενδιαφέρουσα από την άποψη της εξέλιξης των σχέσεων τόσο των Κρητών και Βενετών όσο και των σχέσεων των αποίκων με τη μητρόπολη, είναι η επανάσταση των ετών 1363-1366, γνωστή ως αποστασία του Αγ. Τίτου, όπου Βενετοί φεουδάρχες δυσαρεστημένοι από τις φορολογικές πιέσεις της Βενετίας, ενώθηκαν με τους Κρήτες αδελφούς Καλλέργη και κατέλυσαν τη Βενετική κυριαρχία, ιδρύοντας αυτόνομη και ανεξάρτητη δημοκρατία υπό την αιγίδα του Αγ. Τίτου, πολιούχου του νησιού. Η αποστασία ωστόσο κατέληξε σε αποτυχία και οι αρχηγοί των επαναστατών αποκεφαλίστηκαν.

Το οικουμενικό Πατριαρχείο προσπαθούσε, συνεχώς, άλλοτε με παραι­νέσεις κι άλλοτε με απεσταλμένους του κληρικούς να ενισχύει την πίστη και να αναζωογονεί το φρόνημα του βενετοκρατούμενου κρητικού πληθυσμού. Τα αυστηρά μέτρα που έλαβε η Βενετία εναντίον της πνευματικής ελευθερίας των κατοίκων, όπως η απαγόρευση χειροτονίας ιερέων, η κατάργηση των ορθόδοξων επισκοπών και η στέρηση της Ορθόδοξης εκκλησίας από την περιουσία της, δείχνουν ότι ήταν αποφασι­σμένη να απομονώσει τους Κρητικούς από το πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως, γιατί η επίδραση που ασκούσε η κεφαλή της Ορθοδοξίας στον πληθυσμό ήταν επικίνδυνη για την πολιτική της ακεραιότητα.

Η θρησκευτική πολιτική της Γαληνότατης ήταν σαφής. Οι γέφυρες των Κρητικών με την Ορθόδοξη βυζαντινή ιεραρχία έπρεπε να κοπούν, προκειμένου να εξασφαλιστεί η κυριαρχία της. Στη θέση των Ορθόδοξων επισκόπων τοποθετήθηκαν Λατίνοι, ενώ προϊστάμενοι του Ορθόδοξου κλήρου ορίστηκαν οι πρωτοπαπάδες και οι πρωτοψάλτες, δημόσιοι λειτουργοί, μισθοδοτούμενοι από το κράτος, στο οποίο δήλωναν πίστη.

Οι σχέσεις με τους καθολικούς αποτέλεσαν έτσι το οξύτερο πρόβλημα που είχε να αντιμετωπίσει ο Ορθόδοξος πληθυσμός της βενετοκρατούμενης Κρήτης. Το πρόβλημα αυτό δεν ήταν αποκλειστικά εκκλησιαστικό, αλλά είχε πολιτικές προεκτάσεις. Στο θρησκευτικό πρόγραμμα της Βενετίας και στην προπαγανδιστική προσπάθεια των καθολικών να προσεταιριστούν τους ορθόδοξους, οι Κρητικοί αντέδρασαν με φανατισμό.

Ήδη ο αρχιεπί­σκοπος Κρήτης, Νικόλαος, αρνούμενος να πειθαρχήσει στις εντολές της καθολικής εκκλησίας, προτίμησε να εγκαταλείψει την έδρα του και να ζητήσει άσυλο στη Νίκαια. Η ένωση, αργότερα, των εκκλησιών και ο ιδεολογικός διχασμός της ανατολικής χριστιανοσύνης είχε άμεσες πνευμα­τικές συνέπειες στο κρητικό έδαφος, όπου οι βενετικές αρχές επιχείρησαν να επιβάλουν τις αποφάσεις της φλωρεντινής Συνόδου.

 Η ζωηρή άρνηση των Κρητικών να συμμορφωθούν προς τον φλωρεντινό όρο δεν οφείλεται μόνο σε θρησκευτικούς λόγους. Με τη συναίσθηση ότι ανήκε σε κοινότητα με την ίδια γλώσσα, την ίδια θρησκεία και την ίδια προέλευση, το κρητικό στοιχείο, ταυτιζόταν με τους πληθυσμούς της βυζαντινής αυτοκρατορίας και επέμενε στη διατήρηση του ίδιου θρησκευτικού κλίματος με εκείνο που επικρατούσε στον ευρύτερο κοινωνικό της χώρο. Έτσι, κάθε υπαγωγή στον καθολικισμό, σήμαινε για τους ορθόδοξους χριστιανούς αφομοίωση με τους ξένους και λήθη της κοινής καταγωγής. Το θρησκευτικό συναίσθημα συμπίπτει μ’ αυτόν τον τρόπο με την εθνική συνείδηση.

Επόμενο, λοιπόν, ήταν, όταν ο καρδινάλιος Βησσαρίων αποφάσισε, τη χρηματοδότηση 16 Ουνιτών, ο Χάνδακας να αναστατωθεί από την εγκατάσταση των ενωτικών ιερέων. Οι Κρητικοί αντιμετώπισαν με χλευασμούς και περιφρόνηση τους εκπροσώπους της παπικής ενωτικής πολιτικής. Ο ίδιος ο Μιχαήλ Αποστόλης, ο ενωτικός Κωνσταντινουπολίτης διδάσκαλος, κωδικογράφος και βιβλιοδέτης, που είχε έλθει να ζήσει, μετά την άλωση, στον Χάνδακα, ομολογεί πως όπου εμφανιζόταν, οι ορθόδοξοι τον απέφευγαν, φωνάζοντας «ιδού το άγος, ιδού το κάθαρμα»[3].

Από τον 16ο αιώνα, ο τουρκικός κίνδυνος που απειλούσε τις βενετικές κτήσεις ανάγκασε τη Δημοκρατία του Αγίου Μάρκου να αναθεωρήσει την πολιτική που ακολουθούσε στην Κρήτη και να προσεγγίσει το εγχώριο στοιχείο, λαμβάνοντας μια σειρά από μέτρα που είχαν ως αποτέλεσμα την ειρηνική συμβίωση ορθόδοξων και καθολικών, τη χειραφέτηση των παραγωγικών τάξεων, και την ισότιμη συμμετοχή των Κρητικών στις οικονομικές δραστηριότητες του τόπου. Η Κρήτη δεν αντιμετωπίζεται τώρα πια ως εμπορικός μόνο σταθμός, άλλα ως τμήμα του βενετικού κράτους. Με την παραχώρηση θρησκευτικών κυρίως ελευθεριών η Βενετία αποσκοπούσε στον προσεταιρισμό των Κρητικών υπηκόων της, γνωρίζον­τας ότι χωρίς τη συνεργασία των ντόπιων δεν θα μπορούσε να αποτρέψει την τουρκική εισβολή.

Έτσι αναπτύσσεται προοδευτικά μια νέα κοινωνική-οικονομική εύρωστη  αστική τάξη που έρχεται σε επαφή με τα αναγεννησιακά μηνύματα της Ευρώπης και, σε σύνθεση με το βυζαντινό πολιτισμό δημιουργούν την Κρητική Αναγέννηση.

Σε αντίθεση με τον πληθυσμό των αστικών κέντρων, οι χωρικοί υπέφεραν από την εκμετάλλευση των φεουδαρχών και των ανωτέρων εκπροσώπων του κράτους. Η καταπιεστική πολιτική της Βενετίας απέναντι στα κατώτερα στρώματα του πληθυσμού και η αδυναμία της να επιλύσει τα ζωτικά προβλήματά του, είχαν ως αποτέλεσμα οι χωρικοί είτε να αντιμετωπίζουν ευνοϊκά τις εχθρικές εισβολές στο νησί είτε να αδιαφορούν μπροστά στο ενδεχόμενο αλλαγής της κυριαρχίας.

΄Ηδη, το 1538, στη διάρκεια του τρίτου Βενετοτουρκικού πολέμου, οι χωρικοί του Σελίνου είχαν καλέσει κάποιον πειρατή από την Αφρική να καταλάβει το φρούριο, δίνοντάς του πληροφορίες για τη φρουρά και τη γενικότερη κατάστασή του.

Το 1571, όταν ο τουρκικός στόλος αποβιβάστηκε στη Σούδα, καταστρέφοντας πολλά χωριά της περιοχής των Χανίων και πυρπολώντας το Ρέθυμνο, οι χωρικοί εξεγέρθηκαν και αποφάσισαν να διαπραγματευτούν με τον Τούρκο πασά και να προσχωρήσουν στην τουρκική αρμάδα.

Το πρόβλημα της διαφυγής των Κρητικών προς τους Τούρκους επισημαίνεται και στις εκθέσεις του καπιτάνου G. Rhenerius (1563) και του γενικού προνοητή Ι. Civran (1639)[4]. Παρά τις διαπιστώσεις και τα απειλητικά αυτά μηνύματα και παρά την προσπάθεια ορισμένων Βενετών αξιωματούχων να ελαφρύνουν τη θέση των χωρικών, οι συνθήκες δεν βελτιώθηκαν.

 

 


 

[1] Χ. Μαλτέζου, 1988, σ. 108

[2] Χ. Μαλτέζου, 1988, σ. 100

[3] Χ. Μαλτέζου, 1988,  σ. 132

[4] Χ. Μαλτέζου, 1988, σσ.149-150