Η γεωργία αποτελούσε μέχρι πρόσφατα τον κυριότερο κλάδο της οικονομίας μας. Οι βασικές ανάγκες διατροφής που κάλυπταν τα προϊόντα της την ανέδειξαν σε κυρίαρχη απασχόληση όλων των κατοίκων, από τα πολύ παλιά χρόνια.
Προ του 1925 οι συνθήκες δουλειάς που είχαν να αντιμετωπίσουν οι γεωργοί στο χωριό ήταν κάθε άλλο παρά ιδανικές. Ο ελάχιστος κλήρος γης που αναλογούσε σε κάθε οικογένεια, τα πρωτόγονα μέσα καλλιέργειας, ο μεγάλος αριθμός ακτημόνων, οι τεράστιες μοναστηριακές εκτάσεις γύρω απ’ το χωριό που εκμεταλλεύονταν οι καλόγεροι, οι εκκρεμότητες που προέκυψαν με την αποχώρηση των Τούρκων, συνέθεταν μια εικόνα κάθε άλλο παρά ευχάριστη για την προοπτική ανάπτυξης της περιοχής. Έτσι, όσοι δεν είχαν χωράφια να καλλιεργήσουν ή είχαν αλλά δεν επαρκούσαν για τα προς το ζην, αναγκάζονταν να εργάζονται στα καλογερικά κτήματα ή να πηγαίνουν σε μεγαλοκτηματίες των χωριών. Όσοι πάλι είχαν λίγα χωράφια, αναγκάζονταν να τα δουλεύουν όλη μέρα, ολόκληρο τον χρόνο, εκχερσώνοντας συγχρόνως, παράνομα ή νόμιμα και προσπαθώντας μ’ αυτόν τον τρόπο να αυξήσουν όσο το δυνατόν την καλλιεργήσιμή τους έκταση.
Η απόδοση των χωραφιών, σε σχέση με την κοπιαστική εργασία, ήταν ελάχιστη και οι γεωργοί, που πραγματικά αντιμετώπιζαν προβλήματα επιβίωσης, ήταν αναγκασμένοι, για λίγα σακιά σιτάρι, να υφίστανται τις βασανιστικές συνθήκες εργασίες στα χωράφια για ολόκληρο τον χρόνο.
Εκτός από όλα αυτά τα προβλήματα, οι γεωργοί είχαν να αντιμετωπίσουν και την αντικειμενική αδυναμία να καλλιεργούν τα χωράφια τους κάθε χρόνο, γιατί η συνεχής καλλιέργεια μείωνε την αποδοτικότητά τους. Τα χωράφια οι γεωργοί τα όργωναν συνήθως 3 με 4 φορές. Τα οργώματα αυτά άρχιζαν με το τέλος του χειμώνα, αλλά τα πιο χρήσιμα, όσο και κοπιαστικά, επειδή η γη ήταν δυσκολοκαλλιέργητη, ήταν αυτά του καλοκαιριού, που τα χώματα λιάζονταν και η απόδοσή τους ήταν μεγαλύτερη.
Με τα πρωτοβρόχια του φθινοπώρου άρχιζε ο σπαρμός (σπορά). Πρώτα θα έσπερναν τα κουκιά, τις φακές, το βίκο, το ρόβ’, τις βρώμες και τα κριθάρια, τα “βρωμοκρέθαρα” όπως έλεγαν μονολεκτικά τα δύο τελευταία “σπορ’κά”. Τέλη Οκτωβρίου έσπερναν και τα σιτάρια, που προ του 1930 περίπου υπήρχαν σε δύο “τσιασίτια” (ποικιλίες), τα “ντόπια” και τα “βρασταμνά”. Μετά την χρονολογία αυτή έκαναν την εμφάνιση τους και άλλα είδη, όπως το λήμνο, το ξυλόκαστρο και το ασπρόσταρο, που συνήθως το έσπερναν στα αμμουδερά χωράφια. Τον σπόρο οι γεωργοί τον ετοίμαζαν από την προηγούμενη χρονιά. Διάλεγαν τα καλύτερα δεμάτια από τη θημωνιά, έσπαναν με τον κόπανο τα στάχυα, καθάριζαν το σιτάρι και το κρατούσαν για τη σπορά του επόμενου χρόνου. Όταν άρχιζε η σπορά, οι γεωργοί συνήθιζαν να βάζουν μέσα στο τσουβάλι, που είχαν το σπόρο, ένα ρόδι και δεν το έβγαζαν, μέχρι να τελειώσει ο σπαρμός. Εύχονταν μ’ αυτό τον τρόπο και τα σπαρτά τους να γίνουν και να μεγαλώσουν, όπως τα σπυριά του ροδιού.
Ο σπαρμός διαρκούσε μέχρι τα Χριστούγεννα περίπου. Πρώτα ο γεωργός μετρούσε μια “σποριά” από το χωράφι του - δέκα βήματα σε πλάτος κι αν το χωράφι είχε μεγάλο μήκος το χώριζε σε “στροφάρια” - και στην έκταση αυτή σκορπούσε στο σπόρο που είχε μέσα σε ένα τρίχινο σάκο, τον “σπαρτοντροβά”, κρεμασμένο στον ώμο του. Μόλις τελείωνε το ρίξιμο του σπόρου σε κάθε σποριά τον σκέπαζε με τη βοήθεια του ξύλινου αλετριού, για να μην μένει εκτεθειμένος στα έντομα, και μετά έσπερνε, κατά τον ίδιο τρόπο, τη δεύτερη σποριά, την τρίτη κλπ. μέχρι να τελειώσει ολόκληρο το χωράφι.
Το όργωμα γινόταν τα παλιά χρόνια με το ξύλινο αλέτρι. Είχε μήκος δυόμισι περίπου μέτρα, αρκετά μεγαλύτερο δηλαδή από το σιδεράλετρο, και όλος ο εξοπλισμός του ήταν ξύλινος εκτός από το σιδερένιο γινί. Το κατασκεύαζαν ειδικοί τεχνίτες.
Συνοπτικά, ένα ξύλινο αλέτρι είχε τα εξής εξαρτήματα, που το καθένα είχε το δικό του ρόλο κατά τη διαδικασία του οργώματος: το πίσω τμήμα του αλετριού το οποίο κρατούσε ο γεωργός, το μέρος του αλετριού πάνω στο οποίο ήταν σφηνωμένο το γινί, με τη βοήθεια μιας ξύλινης σφήνας. Στις δύο πλευρές ήταν στερεωμένα επίσης τα “ξυλάχτια”, ο ρόλος των οποίων ήταν να ανοίγουν την αυλακιά. Το “σταβάρ’” ήταν ο άξονας του αλετριού που συνέδεε το αλέτρι με τον ζυγό. Ο ζυγός έμπαινε πάνω στον αυχένα των βοδιών και τον σταθεροποιούσαν με τις σιδερένιες “ζεύλες” και τις “λιμνιστήρες” φτιαγμένες από δέρμα βοδιού.
Ο γεωργός για να παροτρύνει και να καθοδηγεί τα ζώα, χρησιμοποιούσε τη “φ’κέντρα” -μακρύ ξύλο, στη μια άκρη της οποίας ήταν στερεωμένο ένα καρφί και στην άλλη η “ξιάλ’” για να καθαρίζει το γινί. Το σιδεράλετρο έκανε την εμφάνιση του γύρω στα 1920 και η χρήση του γενικεύτηκε μετά το 1925.
Μετά τη σπορά οι γεωργοί μάζευαν τις ελιές τους μέχρι να μεγαλώσουν αρκετά τα σπαρτά και να αρχίσουν το βοτάνισμα των χωραφιών τους. Στα σταροχώραφα της περιοχής μας φύτρωναν πολλών ειδών παράσιτα και αμέτρητα άλλα φυτά. Το βοτάνισμα όλων αυτών έπρεπε να γίνεται με μεγάλη προσοχή και ήταν πολύ κοπιαστικό. Διαρκούσε από τα τέλη Φεβρουαρίου μέχρι τον Απρίλιο και το επαναλάμβαναν συνήθως δύο φορές. Με την εμφάνιση των φυτοφαρμάκων οι γεωργοί μας απαλλάχτηκαν απ’ αυτή την κοπιαστική απασχόληση που δεν παρείχε καμία άμεση απόδοση.
Η παραγωγή θα ήταν ικανοποιητική αν έβρεχε το Μάρτιο και τον Απρίλιο, η λαϊκή μούσα δε τραγούδησε την ευτυχία των γεωργών με τις βροχές των μηνών αυτών, λέγοντας:
Αν Μάρτης βρέξει δυο νερά
κι ο Απρίλης άλλο ένα,
έρε χαρά στο γεωργό
που ’χει πολλά σπαρμένα.
Σχετικό με την ανομβρία επίσης ήταν και το παρακλητικό τραγουδάκι “Πιρπιρίτσα” το οποίο έλεγαν συνήθως μικρά γυφτάκια -από την εποχή της τουρκοκρατίας ακόμα έρχονταν γύφτοι και έστηναν τα τσαντίρια τους στις παρυφές του χωριού- και το χόρευαν, αυτοσχεδιάζοντας, με μικρά βηματάκια και πρωτόγονες περιστροφικές κινήσεις, στις αυλές των σπιτιών:
Πιρπιρίτσα πιρπατεί
το Θεό παρακαλεί,
για να κάνει μια βροχή
μια βροχή βασιλική,
για να γίνουν τα σταριά
τα σταριά τα κριθαριά,
να γιουμίσουν τ’ αμπαριά.
Οι νοικοκυρές κατάβρεχαν τα παιδιά, θέλοντας να δείξουν μ’ αυτόν τον τρόπο την επιθυμία τους για βροχή και στο τέλος τα κερνούσαν, συνήθως σύκα, καρύδια, κλπ.
Αντίθετα, οι βροχές του Μάη ήταν καταστροφικές. Γι’ αυτό οι γεωργοί έλεγαν:
Στην καταραμένη γη, το Μάη μήνα βρέχει.
Από τα τέλη Μαΐου, ξεκινούσε η περίοδος της συγκομιδής. Πρώτα οι γεωργοί θα μάζευαν τα κουκιά, τις φακές και θα έκοβαν το βίκο, τον οποίο άφηναν στο χωράφι μέχρι να ξεραθεί και στη συνέχεια τον δεματοποιούσαν με τη βοήθεια ειδικής κάσας. Κατόπιν θέριζαν, με τη σειρά, τις σικαλιές και τα βρωμοκρέθαρα. Τα σιτάρια τα θέριζαν Ιούνιο με αρχές Ιουλίου. Ο γεωργός, όπως στο σπαρμό χώριζε το χωράφι σε σποριές, κατά τον ίδιο τρόπο στο θέρο το χώριζε σε “όργους”, των οποίων το μέγεθος καθοριζόταν από τον νοικοκύρη, ανάλογα με τα χέρια που είχε στη διάθεση του. Αν είχε πολλά ο όργος θα ήταν μεγάλος και αντίθετα.
Έτσι άρχιζε ο θέρος με το δρεπάνι ένα (σιδερένιο εργαλείο σχήματος μισοφέγγαρου με ξύλινη λαβή) στο ένα χέρι, με την “παλαμαριά” στο άλλο, για να μαζεύουν μεγαλύτερες χεροβολιές και την αφόρητη ζέστη του καλοκαιριού. Τις χεροβολιές που θέριζαν τις άφηναν κατάχαμα, τις συγκέντρωναν σε “δρομιά” και όταν τελείωνε ο όργος άρχιζε η δεματοποίησή τους. Τα δρομιά τα συγκέντρωναν και έδεναν το δεμάτι με τα “διματ’κά” που τα κατασκεύαζαν προηγουμένως με σικαλιά βρεγμένη και στριμμένη ταυτόχρονα για να έχουν αντοχή και ελαστικότητα. Μετά θέριζαν και τον δεύτερο όργο, τον τρίτο, έδεναν πάλι τα δρομιά σε δεμάτια, μέχρι που τελείωνε ολόκληρο το χωράφι.
Όταν οι γεωργοί θέριζαν όλα τα χωράφια τους και έφταναν στο τελευταίο, άφηναν, σύμφωνα με το έθιμο, λίγα στάχυα αθέριστα για να “ρίξουν το δράκο” όπως έλεγαν. Σύμφωνα μ’ αυτό το έθιμο οι θεριστές έκοβαν και τα τελευταία αυτά στάχυα και τα πετούσαν μαζί με το δρεπάνι τους προς τα πίσω. Κι αν το δρεπάνι έπεφτε “βολικά”, είχε δηλαδή φορά προς τα δεξιά, χαίρονταν και έλεγαν πως την επόμενη χρονιά θα ήταν γεροί, για να ξαναθερίσουν. Κι αν έπεφτε ανάποδα ή κάρφωνε στη γη, έλεγαν πως τάχα κάτι θα πάθαιναν και τον επόμενο χρόνο δεν θα ήταν σε θέση να θερίσουν. Οι γεωργοί όμως που δεν πίστευαν σε τέτοιου είδους προλήψεις ή αντιμετώπιζαν αισιόδοξα την ένδειξη αυτή του “δράκου” έλεγαν αστειευόμενοι πως θα καζαντούσαν και του χρόνου δεν θα είχαν την ανάγκη για να θερίσουν. Ήθελαν μ’ αυτόν τον τρόπο να ξορκίσουν το κακό που κατά βάθος, λίγο-πολύ, όλοι πίστευαν.
Όταν τελείωνε ο θερισμός, οι νοικοκυρές στο σπίτι συνήθως ετοίμαζαν ένα γλύκισμα, που το έτρωγαν και έδιναν ευχές για τον επόμενο χρόνο.
Τα δεμάτια οι γεωργοί τα φόρτωναν ανά έξι συνήθως σε κάθε ζώο και τα μετέφεραν στο αλώνι τους, όπου τα συγκέντρωναν σε μεγάλες θημωνιές. Μόλις συγκέντρωναν τα δεμάτια όλων των χωραφιών, σύμφωνα με ένα παλιό έθιμο, κατασκεύαζαν έναν σταυρό από στάχυα και τον τοποθετούσαν στην κορυφή της θημωνιάς, για να τους έχει τάχα ο Θεός γερούς και του χρόνου και να τους δώσει τέτοια ή και ακόμα μεγαλύτερη θημωνιά.
Μετά άρχιζε η πολύπλοκη όσο και κοπιαστική διαδικασία του αλωνίσματος. Το αλώνι ήταν κυκλικό και λίγα εκατοστά πιο χαμηλά από το έδαφος. Είχε και μια μικρή κλίση. Στο κέντρο του αλωνιού ήταν μπηγμένος ένας πάσσαλος. Όλο το δάπεδό του ήταν στρωμένο μ’ ένα ειδικό χώμα, που είχε καλά στρωθεί με τσιμέντο, πράγμα που διευκόλυνε τη συγκομιδή του καρπού. Μερικά αλώνια ήταν λιθόστρωτα. Πρώτα καθάριζαν το αλώνι από τα χόρτα, το σκούπιζαν και στη συνέχεια “κατάστρωναν” το αλώνι, τοποθετούσαν δηλαδή τα δεμάτια το ένα δίπλα στο άλλο σ΄ όλη την έκταση του αλωνιού. Σ’ ένα κανονικό αλώνι 300 περίπου τετραγωνικών, θα κατάστρωναν περίπου διακόσια δεμάτια. Στη συνέχεια έκοβαν με το δρεπάνι τα δεματικά, ανακάτωναν τα στάχυα με τα δικράνια που τις έφτιαχναν από χοντρό ξύλο σκαμνιάς, συνήθως με δυο δόκανα (διχάλες), και οδηγούσαν μέσα στο αλώνι τα βόδια ή τα άλογα με την “αδοκάνη”. Στην κάτω πλευρά της αδοκάνης υπήρχαν σφηνωμένες πολλές μικρές πέτρες, “αδοκανόπετρες” όπως τις έλεγαν, που προεξείχαν λίγο ώστε περνώντας πάνω από τα στάχυα να τα τεμαχίζουν και να διαχωρίζεται το σιτάρι από το περίβλημά του.
Στην αρχή αλώνιζαν τις βρώμες και τα κριθάρια, συνήθως χωριστά ή και μαζί εάν ήταν λίγα. Τα βρωμοκρέθαρα τα προόριζαν για τροφή των ζώων κατά την περίοδο του χειμώνα. Στη συνέχεια αλώνιζαν τα σιτάρια. Τα ζώα (ένα άλογο ή ένα βόδι δεμένο σε ένα στύλο) σέρνοντας την αδοκάνη γυρνούσαν κυκλικά σε όλη την έκταση του αλωνιού για πολλές ώρες και τα στάχυα άρχιζαν σιγά-σιγά να τεμαχίζονται. Συγχρόνως μερικοί “γύριζαν το αλώνι” με τις δοκράνες (ένα ξύλο με δόντια σιδερένια), ώστε ν’ αλωνίζονται όλα τα στάχυα, διαδικασία που επαναλάμβαναν πολλές φορές. Στη συνέχεια “γύριζαν το αλώνι” με τα “καρπουλόια” και στο τέλος με τα “ξυλόφκιαρα”, όταν πλέον τα στάχυα είχαν τεμαχιστεί εντελώς.
Μετά και τα τελευταία γυρίσματα, όταν το σιτάρι είχε πλέον διαχωριστεί από το άχυρο, οδηγούσαν τα ζώα με την αδοκάνη έξω από το αλώνι και τα ξέζευαν. Στη συνέχεια το μείγμα του άχυρου και του σιταριού που ήταν απλωμένο σ’ όλο το χώρο του αλωνιού το συγκέντρωναν με τους “σύρτες” στην αρχή, με τις “παπαδιές” στη συνέχεια και με τις φουρκαλιές στο τέλος και δημιουργούσαν έναν επιμήκη σωρό, το “λαμνί”. Οι σύρτες ήταν ξύλινοι, με μεγάλο άνοιγμα, η χρήση τους απαιτούσε μεγάλη δύναμη και γι’ αυτό συνήθως τους χειρίζονταν τα πιο δυνατά παλικάρια.
Πάνω στο λαμνί ανέβαιναν οι νοικοκυραίοι και με τα καρπουλόια άρχιζαν το λίχνισμα. Το σιτάρι έπεφτε πλέον βαρύ πάνω στο χώμα, ενώ ο αέρας απομάκρυνε το άχυρο. Γι’ αυτόν τον λόγο οι νοικοκυραίοι έφτιαχναν τα αλώνια τους σε ανοιχτά μέρη που τα έπιαναν οι καλοκαιρινοί νοτιάδες. Δίπλα στο σωρό -“ραφίδ’” όπως τον έλεγαν- βρισκόταν μια γυναίκα καθ’ όλη τη διάρκεια του λιχνίσματος, που καθάριζε το σιτάρι απ’ οτιδήποτε άλλο έπεφτε. Όταν τελείωνε το λίχνισμα μετέφεραν το σιτάρι με τον “κούτλο” στο “δρυμώνι”. Αυτό ήταν ένα μεγάλο κόσκινο φτιαγμένο με δέρμα τα παλιά χρόνια και σιδερένιο αργότερα. Το “δρυμώνισμα” ήταν απλό, όσο και κοπιαστικό. Τη μια πλευρά του δρυμωνιού τη στήριζαν στο καρπολόι και την άλλη την κρατούσε ένας ή δύο από τους συμμετέχοντες. Έτσι κοσκίνιζαν όλο το αλώνι, κουβαλώντας με τον κούτλο το σιτάρι και δρυμωνιάζοντας με το δρυμώνι που ήταν και το τελευταίο στάδιο του αλωνισμού. Το σιτάρι στη συνέχεια το έβαζαν σε τρίχινα τσουβάλια των 50 οκάδων -πέντε κούτλους χωρούσε το καθένα- το φόρτωναν στα ζώα και το μετέφεραν στα δωμάτια-αποθήκες των σπιτιών τους. Το άχυρο που έμενε στα αλώνια, το αποθήκευαν στους αχυρώνες (ειδικό αποθηκευτικό χώρο) που υπήρχαν απαραίτητα δίπλα σε κάθε αλώνι ή στο σπίτι τους. Ρίχνονταν στον αχυρώνα από την αχερότρυπα, που βρισκόταν επάνω στο δώμα. Η διαδικασία του αλωνισμού διαρκούσε κατά μέσον όρο δύο μέρες.
Μετά το αλώνισμα οι νοικοκυραίοι πήγαιναν ένα φορτίο σιτάρι σε κάποιον από τους πολλούς ανεμόμυλους που λειτουργούσαν κατά καιρούς στα χωριά και έπαιρναν το ανάλογο αλεύρι. Οι μύλοι αυτοί σταμάτησαν τη λειτουργία τους με την εμφάνιση των αλευρομηχανών, γύρω στα 1930, που δούλευαν με πετρέλαιο. Με το αλεύρι της πρώτης παραγωγής οι νοικοκυρές ζύμωναν και φούρνιζαν το ψωμί στον φούρνο της γειτονιάς. Τι γινόταν όμως όταν η σοδιά δεν έφτανε για το ψωμί ολόκληρου του χρόνου; Αυτό δεν είναι θεωρητικός υπολογισμός αλλά μια πραγματικότητα που είχαν να αντιμετωπίσουν πολλές φορές αρκετές οικογένειες. Ήταν συνηθισμένο το φαινόμενο, την εποχή πριν από τον θέρο να έχει τελειώσει το σιτάρι της προηγούμενης σοδειάς και τότε οι νοικοκυραίοι, οι πιο αμελείς συνήθως, αντιμετώπιζαν το πρόβλημα αυτό της έλλειψης σιταριού, με έναν τρόπο που σατιρίστηκε δεόντως από τους ανθρώπους της εποχής. Συγκεκριμένα σε τέτοιες περιπτώσεις οι γεωργοί πήγαιναν κρυφά στα χωράφια τους κι έκοβαν στάχυα, χλωρά σχεδόν. Τα στάχυα αυτά τα άφηναν για λίγες μέρες στον ήλιο να ξεραθούν και μετά τα έσπαναν με τον κόπανο πάνω σε “σαΐσματα” ή κουρελούδες. Το σιτάρι που μάζευαν το άλεθαν και με το αλεύρι έφτιαχναν λίγο ψωμί που μ’ αυτό πόρευαν μέχρι να βγάλουν την καινούρια παραγωγή. Το γεγονός αυτό, όταν γινόταν γνωστό, σατιριζόταν με πολλούς τρόπους την εποχή εκείνη. Το ερχόμενο φθινόπωρο με τον σπαρμό της άλλης μπάντας άρχιζε ο ίδιος μεγάλος κύκλος, κουραστικός μα και ενδιαφέρων, της καλλιέργειας και παραγωγής του σιταριού.
Σήμερα δεν υπάρχουν πια αλώνια. Ούτε βόδια και ζευγολάτες. Οι βολόσυροι έχουν σαπίσει πεταμένοι σε ταράτσες και αποθήκες. Τα σιδερένια λούρα, οι ζυγοί, οι ζεύλες, οι μουστούχες και τα πανωζεύλια έχουν χαθεί. Οι σύγχρονες θεριζοαλωνιστικές μηχανές μετατρέπουν σε λίγη ώρα τον αθέριστο σιταγρό σε στάρι και πακεταρισμένα σε μπάλες άχυρα.