Στο δώμα, απάνω στο βουνόν,
έτοιμος είν’ ο δείπνος.
Γλυκό είναι του λαδιού το φως
σαν το γλυκό καρπό του,
θροφή στα μάτια,
με γλαυκή στο χάλκωμα τη ρίζα…
Σα γαληνός αστερισμός
στο σπίτι ο λυχνοστάτης.
Και το τραπέζι με λινόν
ευωδιασμένο εστρώθη,
απάνω του οι χλωροί καρποί,
απάνω κι η κερήθρα,
κι η ελιά γλυκιά στα στόματα,
καθώς το φως στα μάτια.
Και η ανυφάντρα εδείπναγε
και η νια μοιρολογήτρα,
γυναίκες γλυκομέτωπες,
η Λυγιά δίπλα εδείπνα,
που τη φλογέρα απίθωσε
στον αργαλειό απάνω,
και η Γλαύκη, μεγαλόφωτη γυναίκα,
aναπαμένα στο μέτωπό της τα μαλλιά
που ‘χε σα δυο φτερούγες
χρυσές και πόφεγγε ήσυχα
το μέγα μέτωπό της.
Κι ήσυχη εσπέρα εφώταγε
μες στα βαθιά μας φρένα,
στα παραθύρια τ’ ανοιχτά
βαθιάν Ολύμπια νύχτα,
με τα βουνά σαν τον αχνόν
απ’ το λειψό φεγγάρι,
με τ’ άστρα πόπιναν το φως
στης ηρεμίας το λάδι.
Θροφή στα μάτια,
σαν η ελιά στο στόμα,
ο λυχνοστάτης βαθιά
‘φεγγε τα φρένα μας
με την Ολύμπια νύχτα.
Το λάδι έφεγγε μέσα μας,
βαθιά την καλοσύνη,
κι η νύχτα την αγέρωχη
γαλήνη και τη σκέψη.
Πίσω απ’ το αλαργινό βουνό,
που εδιάφεγγε σαν άχια,
κατέβαινε κι ο πόνος μας
μαζί με το φεγγάρι,
που επύρωνε, ως βασίλευε,
τη σιωπηλή αγωνία…