Πόσα χρόνια πέρασα
κι άσπρισα και γέρασα
πάνω στα ψηλώματα
βόσκοντας τα πρόβατα.

Τις κορφές επάτησα
και νυχτοπερπάτησα
και σε δέντρα γέρικα
είδα κι είδα αγερικά.

Σε ψηλές ανηφοριές
σαν κοτσύφι εχύθηκα.
Κι έπεσα σε ρεματιές
και λαγοκοιμήθηκα.

Πάνω στην καπότα μου
- φορεσιά και στρώμα μου-
είδα ονείρατα, γυρτός,
ξυπνητός και κοιμιστός.

Σ’ αϊτοράχη εσκάλωσα,
με το λύκο εμάλωσα
κι άναψα τρανές φωτιές
σε τετράψηλες κορφές.

Είδα τ’ άστρι στο βουνό
που το λένε αυγερινό
και στην καθαρή βραδιά
χόρτασα την ξαστεριά.

Μέρμηγκα δε ζήμιωσα
κι άνθρωπο δε θύμωσα
πήρα τα μικρά τ’ αρνιά
σαν παιδιά στην αγκαλιά.

Μια ζωή επέρασα
κι είπε ο θεός και γέρασα
και το χιόνι το πολύ
μούπεσε στην κεφαλή.

Άιντε προβατάκια μου,
περπατάτε, αρνάκια μου,
πάμετε σιγά-σιγά
και μας πήρεν η βραδιά.
ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ ΖΑΧΑΡΙΑΣ
Ο ΓΕΡΟ-ΒΟΣΚΟΣ