Εγώ είμαι η βλογημένη θημωνιά,
που από χρυσά πυργώνομαι δεμάτια
ένα μονάχα μήνα τη χρονιά,
και με ζηλεύουν κάστρα και παλάτια.
Εγώ είμαι η βλογημένη θημωνιά.

Εμένα δε με χτίζουν με λιθάρια,
με χώματα, με ξύλα, με νερά.
Με στήνουν λυγερές και παλικάρια
με στάχυα, με τραγούδια, με χαρά,
κι ο ιδρός με ραίνει με μαργαριτάρια.

Εγώ είμαι των ανθρώπων η κυψέλη,
που κρύβω την ατίμητη τροφή,
που κάθε χρόνο η μάνα γη τους στέλνει
μες απ’ τα σπλάχνα με στοργή κρυφή.
Γλυκύτερη ακόμα κι απ’ το μέλι.

Λάμπω σαν ήλιος, λάμπω σαν φεγγάρι
και σέρνω σκλάβα εμπρός μου τη ζωή
με το χρυσόξανθό μου το σιτάρι,
που λαχταρούν ρηγάδες και λαοί
και με λατρεύουν σαν προσκυνητάρι.

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΤΡΑΤΗΓΗΣ
Η ΘΗΜΩΝΙΑ
ΣΤΡΑΤΗΓΗΣ