Κι ήρθαν οι ώρες που μιλούν πώς πήγε η μέρα,
αν τα χωράφια απόδωσαν κι αν τα σταφύλια
σαν την αυγή κοκκίνισαν κι αν οι καρποί μας
μεστώσαν και βαρύναν πάνω στα κλωνάρια.
Κι ήρθαν οι ώρες που μιλούν πώς πήγε η μέρα,
αν τα λουλούδια επνίξαν την αυλή κι οι γλάστρες
αν δώσουν χρώματα εκλεχτά κι αν τα στημόνια
στον αργαλειό λιγόστεψαν κι ετοιμαστήκαν
μεταξωτά αψεγάδιαστα, καλοϋφασμένα.
                
Έτσι, ως μιλούσανε τα χείλη του πατέρα,
που δίδασκε των αλετριών την τέχνη,
χίλιες φλογέρες πλέκανε το λόγο.
Κι ορθό τ’ αυτί του γιου, χρυσά τραγούδια
τα λόγια νόμιζε κι αναριγούσε.
Κι ως έπαιρνε στο χέρι του το αλέτρι,
την τέχνη να εφαρμόσει, ανθών αγάπες
κι όρκοι της αύρας και χρησμοί της βρύσης
μέσα στα στήθη του έπαιζαν, κι ο μόχθος
σα ζαχαρένιος στεναγμός αχούσε,
ενώ στο μάτι του γονιού περνούσε
της ευτυχίας το λάπρισμα κι η πίστη
πως ζει ξανά στο σώμα του παιδιού του.

ΚΥΠΡΟΣ ΧΡΥΣΑΝΘΗΣ
ΑΠΟ ΤΑ «ΕΠΙΛΥΧΝΙΑ»
ΚΥΠΡΟΣ ΧΡΥΣΑΝΘΗΣ