Όταν ανθίζ’ η αγράμπελη κι απλώνει τα κλαδιά της
στο σχοίνο, στο χαμόδεντρο, στου πεύκου τα κλωνάρια,
στα ρέματα του ποταμού, στον εγκρεμό του βράχου,
κι αγέρα, κάμπους και βουνά, την πλάση πέρα ως πέρα,
γιομίζει από μοσκοβολιά με τον ανασασμό της,
πυκνό-πυκνό κι ολόμαυρο μελισσολόι πετιέται
μεσ’ από βράχους και κρινιά, μεσ’ από ερμιές και κήπους,
και τ’ άνθη της βοσκολογά και παίρνει τον αχνό τους,
και διαλαλάει μ’ ένα βοητό τον αναγαλλιασμό του.
Έτσι οι κοπέλες του χωριού πετιούνται από τα σπίτια
και εις κάμπους και εις βουνά σκορπούν,
κι οπ’ είναι αμπέλια τρέχουν
και με τραγούδια, με χαρές, όταν αρχίζει ο τρύγος.
Αναταράζονται οι ερμιές, αχολογούν τ’ αμπέλια,
λες κι από κάθε πέτρα ορθή, λες κι από κάθε βάτον
οπού στο χόρτο σέρνεται, κόρης κορμί φυτρώνει.
Πράσινη απλώνεται η φωτιά και οι ρόγες μεστωμένες,
μαύρες και κίτρινες, ξανθιές, μαυρολογούν, γυαλίζουν
στην πρώτη αχτίδα του ζεστού του ήλιου όπου ανατέλλει
σαν μαύρα μάτια, σαν χοντρά κλωνιά μαργαριτάρια.
Οι βέργες οι καμαρωτές λαμποκοπούν κι εκείνες
κι οι περγολιές ξαπλώνονται στα δίπλατα κρεβάτια
και στην πυκνή τους χλωρασιά και στον βαθύ τους ίσκιο
την ιδρωμένην αργατιά δροσίζουν, ανασαίνουν.
Την αργατιά που ολημερίς όλο τρυγάει κι απλώνει,
την αργατιά που λαχταράει πότε να πέσει ο ήλιος,
πότε να ισκιώσουν τα ριζά, να δροσερέψει ο κάμπος.
Νάτος ο ήλιος που έπεσε και πάει να βασιλέψει,
νάτα που ισκιώνουν τα ριζά και δροσερεύει ο κάμπος.
Ο ήλιος χάθη ολότελα και τα βουνά σουρπώσαν,
θολώσαν τ’ ανοιχτά νερά και πάνου βγήκαν τ’ άστρα.
Διπλά ανάσαιν’ η αργατιά κι απαρατάει το έργο,
κι εκεί που κληματόβεργες, κι από παλιούρια φράχτες,
καλύβι ολόρθο πλέκουνε, δείπνον απλό κυκλώνουν,
και τον απλό το δείπνο τους φωτάει θαμπό λυχνάρι.
Ύστερα εις κάθε μια φωτιά, κάθε όχτο, κάθε αμπέλι,
τρανές ανάβονται φωτιές μες στ’ απλωτό σκοτάδι.
Ολόυρα απ’ τες φωτιές σταίνουν χορό οι κοπέλες,
στρώνονται χάμου οι γέροντες κι οι νιοι, κι απ’ όλους ένας
τους συνοδεύει στο χορό μ’ ένα απαλό τραγούδι
και μ’ ένα λάλημα γλυκό-γλυκό του ταμπουρά του,
ως που τ’ αστέρια τ’ ουρανού το μεσονύχτι δείχνουν.
Και τότες οι χοροί χαλούν, σκορπάν οι δουλευτάδες,
στρώνουν για στρώματα κλαδιά κι αποσταμένοι γέρνουν.
Κι εκεί που σβήνουν οι φωτιές, έρμες ανάρια-ανάρια,
το νυχτοπούλι τ’ άγρυπνο γλυκά τους νανουρίζει,
ως που να σκάσει ο Αυγερινός, που θα ξυπνήσουν πάλι,
πάλι στο έργο τους να μπουν, στο ζηλεμένο τρύγο.