Βαριά τ’ αλέτρι οπίσω του τ’ αφράτο αυλάκι αφήνει
και τ’ αργοπάτητα, ο ζευγάς, τα βόδια του κεντά,
κι εκείνα που παιδεύονται με τόση καλοσύνη,
με τα μεγάλα μάτια τους κοιτάζουνε σκυφτά.
Χαρά στ’ αλέτρι, στο ζευγά, που τη ζωή μας δίνουν.
Όταν τα στάχυα θα γενούν, τα βόδια θ’ αποστάσουν,
οι παραγιοί τις αψηλές τις θημωνιές θα στήνουν
κι εκείνα θά ‘βρουν καλαμιά πολλή, για να χορτάσουν.
Μέσα στ΄αλώνια τα χρυσά, τ’ άλογα θα γυρνάνε
και θα σηκώνουν σύγνεφο τη σκόνη στον αγέρα,
κι οι λιχνιστάδες παρακεί ψηλά θενά σκορπάνε
μαλαματένια κότσαλα μες στο γαλάζιο αιθέρα.